μανούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανούλα | οι | μανούλες |
γενική | της | μανούλας | — | |
αιτιατική | τη | μανούλα | τις | μανούλες |
κλητική | μανούλα | μανούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μανούλα < μάν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα (χωρίς υποκοριστική σημασία)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μανούλα θηλυκό
- (χαϊδευτικό) για τη λέξη μάνα
- ※ Μάνα, μανούλα, πες μου ένα παραμύθι. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- (λαϊκότροπο) για κάποιον που είναι πολύ καλός σε κάτι -αρνητικό συνήθως
- ↪ Σε γέλασε πάλι! Αφού ξέρεις ότι ο Κώστας είναι μανούλα σ' αυτά.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μάνα
μανούλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)