μπουκάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπουκάλι | τα | μπουκάλια |
γενική | του | μπουκαλιού | των | μπουκαλιών |
αιτιατική | το | μπουκάλι | τα | μπουκάλια |
κλητική | μπουκάλι | μπουκάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπουκάλι < βενετική bocal < υστερολατινική baucalis < ελληνιστική κοινή βαύκαλις (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακή [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /buˈka.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐κά‐λι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουκάλι ουδέτερο
- δοχείο από γυαλί ή πλαστικό που έχει στενό λαιμό και που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη, μεταφορά ή το σερβίρισμα κάποιου υγρού (νερό, λάδι, κρασί κ.λπ.)
- αγόρασα κι ένα μπουκάλι κρασί χθες
- (συνεκδοχικά) το περιεχόμενο του παραπάνω δοχείου
- πόσα μπουκάλια μπίρα ήπιατε χθες;
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μπουκάλα
- μπουκαλάκι
- → δείτε τη λέξη βαυκαλίζω
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δοχείο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μπουκάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία αιγυπτιακά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)