πέλαγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Πελάγη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέλαγος τα πελάγη
      γενική του πελάγους των πελαγών
    αιτιατική το πέλαγος τα πελάγη
     κλητική πέλαγος πελάγη
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέλαγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέλαγος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂-. Συγκρίνετε με το πέλαγο.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpe.la.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐λα‐γος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέλαγος ουδέτερο

  1. η ανοικτή θάλασσα που βρίσκεται μακριά από την ακτή
    ⮡  Η βάρκα του έπλεε ανοικτά, στο πέλαγος.
  2. (γεωγραφία) επώνυμη περιορισμένη θαλάσσια έκταση μικρότερη από τη θάλασσα και τον ωκεανό
    ⮡  Αιγαίο Πέλαγος, Ιόνιο Πέλαγος
  3. (μεταφορικά) μεγάλος όγκος, πλήθος, αφθονία

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
πελαγ- 

όροι ωκεανολογίας: θαλάσσια διαστρωμάτωση:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν τον όρο δείτε: θάλασσα



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πέλαγος τὰ πελάγη
πελάγε
      γενική τοῦ πελάγους
πελάγεος
τῶν πελαγῶν
πελαγέων
      δοτική τῷ πελάγει
πελάγεῐ̈
τοῖς πελάγεσ(ν)
    αιτιατική τὸ πέλαγος τὰ πελάγη
πελάγεα
     κλητική ! πέλαγος πελάγη
πελάγεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πελάγει & πελάγεε
γεν-δοτ τοῖν  πελαγοῖν & πελαγέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

πέλαγος < θέμα πελα- + -γος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂- (πλατύς, επίπεδος) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέλαγος ουδέτερο

  1. πέλαγος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 330
    ὣς τὴν ἂμ πέλαγος ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα·
    έτσι στο πέλαγος οι άνεμοι την πήγαιναν [τη σχεδία του Οδυσσέα] πέρα δώθε
  2. πεδινή έκταση που έχει κατακλυστεί από νερό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
πελαγ- 

θέμα με πελαγ-

→ και δείτε τα θέματα  πλα- (πλατύς), πλη- (πλήττω), παλ- (παλάμη)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.