υιοθετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]υιοθετώ (παθητική φωνή: υιοθετούμαι)
- (κυριολεκτικά) αναγνωρίζω ένα παιδί ως δικό μου με υιοθεσία
- αφού δεν μπόρεσαν να κάνουν παιδιά, υιοθέτησαν
- ≈ συνώνυμα: αναλαμβάνω
- (μεταφορικά) εγκρίνω κι ενστερνίζομαι κάτι ως δικό μου
- έχει υιοθετήσει ακόμη και τον τρόπο ομιλίας του αγαπημένου της!
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υιοθετώ | υιοθετούσα | θα υιοθετώ | να υιοθετώ | υιοθετώντας | |
β' ενικ. | υιοθετείς | υιοθετούσες | θα υιοθετείς | να υιοθετείς | (υιοθέτει) | |
γ' ενικ. | υιοθετεί | υιοθετούσε | θα υιοθετεί | να υιοθετεί | ||
α' πληθ. | υιοθετούμε | υιοθετούσαμε | θα υιοθετούμε | να υιοθετούμε | ||
β' πληθ. | υιοθετείτε | υιοθετούσατε | θα υιοθετείτε | να υιοθετείτε | υιοθετείτε | |
γ' πληθ. | υιοθετούν(ε) | υιοθετούσαν(ε) | θα υιοθετούν(ε) | να υιοθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υιοθέτησα | θα υιοθετήσω | να υιοθετήσω | υιοθετήσει | ||
β' ενικ. | υιοθέτησες | θα υιοθετήσεις | να υιοθετήσεις | υιοθέτησε | ||
γ' ενικ. | υιοθέτησε | θα υιοθετήσει | να υιοθετήσει | |||
α' πληθ. | υιοθετήσαμε | θα υιοθετήσουμε | να υιοθετήσουμε | |||
β' πληθ. | υιοθετήσατε | θα υιοθετήσετε | να υιοθετήσετε | υιοθετήστε | ||
γ' πληθ. | υιοθέτησαν υιοθετήσαν(ε) |
θα υιοθετήσουν(ε) | να υιοθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υιοθετήσει | είχα υιοθετήσει | θα έχω υιοθετήσει | να έχω υιοθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υιοθετήσει | είχες υιοθετήσει | θα έχεις υιοθετήσει | να έχεις υιοθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υιοθετήσει | είχε υιοθετήσει | θα έχει υιοθετήσει | να έχει υιοθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υιοθετήσει | είχαμε υιοθετήσει | θα έχουμε υιοθετήσει | να έχουμε υιοθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υιοθετήσει | είχατε υιοθετήσει | θα έχετε υιοθετήσει | να έχετε υιοθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υιοθετήσει | είχαν υιοθετήσει | θα έχουν υιοθετήσει | να έχουν υιοθετήσει |
|