armament
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
armament | armaments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]armament (en)
- το όπλο, ο εξοπλισμός
- ο εξοπλισμός, ο εφοδιασμός με όπλα
ενικός | πληθυντικός |
armament | armaments |
armament (en)