były
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]były (pl) < από το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο (μη αρρενοπροσωπικό) του ρήματος być (pl)
Επίθετο
[επεξεργασία]były (pl)