były

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbɨwɨ/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

były (pl) < από το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο (μη αρρενοπροσωπικό) του ρήματος być (pl)

Επίθετο

[επεξεργασία]

były (pl)