certain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | certain |
συγκριτικός | certainter / more certain |
υπερθετικός | certaintest / most certain |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- certain < μέση αγγλική certain, certein < παλαιά γαλλική certain < λατινική certanus < certus, cretus < cernere
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]certain (en)
- βέβαιος, σίγουρος, πιστεύω ακράδαντα κάτι, δεν έχω καμία αμφιβολία
- ⮡ I am not completely certain about/on that point.
- Δεν είμαι απολύτως βέβαιος σ' αυτό το σημείο.
- ⮡ I am absolutely certain of her honesty.
- Είμαι απόλυτα βέβαιος για την τιμιότητά της.
- ⮡ You should be certain I’ll do whatever I can.
- Να είστε βέβαιος πως θα κάνω ό,τι μπορώ.
- ⮡ Are you certain of success?
- Είσαι σίγουρος για την επιτυχία;
- ⮡ I am absolutely certain that…
- Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι…
- ≈ συνώνυμα: assured, clear, confident, convinced, definite, doubtless, positive, secure και sure
- ≠ αντώνυμα: uncertain
- ⮡ I am not completely certain about/on that point.
- βέβαιος, σίγουρος, κάτι στο οποίο μπορεί κανείς να βασιστεί για να συμβεί ή να είναι αληθινό
- ⮡ His appointment to the position of director is certain.
- Ο διορισμός του στη θέση του διευθυντή είναι βέβαιος.
- ⮡ He is certain to come.
- Είναι σίγουρο ότι θα έρθει.
- ⮡ He faced certain death.
- Αντιμετώπισε σίγουρο θάνατο.
- ⮡ There is no certain remedy for it.
- Δεν υπάρχει σίγουρο φάρμακο για αυτό.
- ⮡ His appointment to the position of director is certain.
- ορισμένος, συγκεκριμένος, που όμως δεν κατονομάζεται, χρησιμοποίησε να αναφέρει ένα συγκεκριμένο πράγμα, άνθρωπο ή ομάδα χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για αυτό ή για αυτούς
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- certain - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 632-633, 789, 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορισμένος, σίγουρος, συγκεκριμένος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | certain | certains |
θηλυκό | certaine | certaines |
certain (fr)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)