constant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | constant |
συγκριτικός | more constant |
υπερθετικός | most constant |
constant (en)
- αδιάκοπος, που συμβαίνει συνεχώς ή επανειλημμένα
- ⮡ The constant car noise has irritated me.
- Ο αδιάκοπος θόρυβος των αυτοκινήτων με έχει εκνευρίσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous
- ⮡ The constant car noise has irritated me.
- σταθερός, που δεν αλλάζει
- ⮡ a constant temperature - σταθερή θερμοκρασία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
constant | constants |
constant (en)
- (μαθηματικά, πληροφορική) η σταθερά
- ⮡ The number π=3.14... is a mathematical constant.
- Ο αριθμός π=3.14... είναι μία μαθηματική σταθερά.
- ⮡ The number π=3.14... is a mathematical constant.
Πηγές
[επεξεργασία]- constant (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- constant (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | constant | constants |
θηλυκό | constante | constantes |
constant (fr)