constant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός constant
συγκριτικός more constant
υπερθετικός most constant

constant (en)

  1. αδιάκοπος, που συμβαίνει συνεχώς ή επανειλημμένα
    ⮡  The constant car noise has irritated me.
    Ο αδιάκοπος θόρυβος των αυτοκινήτων με έχει εκνευρίσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous
  2. σταθερός, που δεν αλλάζει
    ⮡  a constant temperature - σταθερή θερμοκρασία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
constant constants

constant (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό constant constants
θηλυκό constante constantes

constant (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]