ignifuge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ignifuge < igni- + -fuge

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iɲifyʒ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ignifuge ignifuges

ignifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό