pan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pan | pans |
pan (en)
- (κουζινικά) το τηγάνι, το ταψί, το φόρμα, ρηχή κατσαρόλα, ένα δοχείο, συνήθως από μέταλλο, με λαβή ή λαβές, που χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα φαγητού
- ⮡ a frying pan - τηγάνι
- ⮡ a cast iron pan - τηγάνι από μαντέμι
- ⮡ an aluminum/pyrex pan - ταψί από αλουμίνιο/από πυρέξ
- ⮡ an aluminum oven pan with an enamel coating - ταψί φούρνου αλουμινίου με εμαγιέ επίστρωση
- ⮡ They’re greasing the pan so it doesn’t stick.
- Λαδώνουν το ταψί για να μην κολλάει.
- ⮡ a rectangular cake baking pan - φόρμα ζαχαροπλαστικής για κέικ ορθογώνια
- ⮡ bread pans with a non-stick coating - φόρμες ψωμιού με αντικολλητική επίστρωση
- → και δείτε τη λέξη pot
- το περιεχόμενο του παραπάνω δοχείου
- ⮡ He ate a large pan of stuffed tomatoes.
- Έφαγε ένα μεγάλο ταψί ντομάτες γεμιστές.
- ⮡ He ate a large pan of stuffed tomatoes.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pan (fr) αρσενικό
- το τμήμα
Ιαπωνικά (ja)
[επεξεργασία]Μεταγραφή
[επεξεργασία]pan (rōmaji)
Ιντερλίνγκουα (ia)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pan (ia)
- το ψωμί
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pan (es) αρσενικό
- το ψωμί
Οξιτανικά (oc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pan (oc) αρσενικό
- το ψωμί
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pan
- → δείτε τη λέξη pain
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pan (pl) αρσενικό
- ο κύριος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χρησιμοποιείται σαν υποκείμενο (γραμματική), σε όλες τις πτώσεις και τους αριθμούς για τον σχηματισμό του πληθυντικού ευγενείας και εν γένει ευγενικής προσφώνησης
- może pan wie co tu się dzieje - ίσως ξέρετε τι συμβαίνει εδώ πέρα (κατά λέξη - ίσως ο κύριος γνωρίζει τι, εδώ, γίνεται)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Κουζινικά (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Μεταγραφές (ιαπωνικά)
- Ιαπωνικά (γραφή romaji)
- Γλώσσα ιντερλίνγκουα
- Ουσιαστικά (ιντερλίνγκουα)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Οξιτανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (οξιτανικά)
- Παλαιά γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (παλαιά γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)