para
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]para (bs)
Λιθουανικά (lt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]para (lt)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]para (pl) θηλυκό
- το ζευγάρι
- άντρας και γυναίκα
- το ζευγαράκι
- δύο όμοια πράγματα
- ένα αντικείμενο που συνήθως αποτελείται από δύο κομμάτια
- para rękawiczek - ζευγάρι γάντια
- ένα αντικείμενο που μοιάζει να αποτελείται από δύο κομμάτια
- para nożyczek - ψαλίδι (το ψαλίδι γιατί έχει "δύο" τμήματα και η λέξη nożyczki είναι στον πληθυντικό)
- το δεύτερο μέλος ενός ζευγαριού
- chciałam/em nauczyć dzieci tańczyć, ale jedno (dziecko) zostało bez pary - ήθελα να μάθω τα παιδιά να χορεύουν αλλά ένα (παιδί) έμεινε χωρίς ζευγάρι
- ο ατμός
- ο παράς (υποδιαίρεση τούρκικου νομίσματος)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]para (pt)
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]para (tr)
- το χρήμα, τα λεφτά
Κλίση
[επεξεργασία]κλίση του para
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | para | paralar |
αιτιατική | parayı | paraları |
δοτική | paraya | paralara |
τοπική | parada | paralarda |
αφαιρετική | paradan | paralardan |
γενική | paranın | paraların |
κτητικές μορφές του para
(ονομαστική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | param | paralarım |
... σου | paran | paraların |
... του | parası | paraları |
... μας | paramız | paralarımız |
... σας | paranız | paralarınız |
... τους | paraları | paraları |
(αιτιατική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | paramı | paralarımı |
... σου | paranı | paralarını |
... του | parasını | paralarını |
... μας | paramızı | paralarımızı |
... σας | paranızı | paralarınızı |
... τους | paralarını | paralarını |
(δοτική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | parama | paralarıma |
... σου | parana | paralarına |
... του | parasına | paralarına |
... μας | paramıza | paralarımıza |
... σας | paranıza | paralarınıza |
... τους | paralarına | paralarına |
(τοπική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | paramda | paralarımda |
... σου | paranda | paralarında |
... του | parasında | paralarında |
... μας | paramızda | paralarımızda |
... σας | paranızda | paralarınızda |
... τους | paralarında | paralarında |
(αφαιρετική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | paramdan | paralarımdan |
... σου | parandan | paralarından |
... του | parasından | paralarından |
... μας | paramızdan | paralarımızdan |
... σας | paranızdan | paralarınızdan |
... τους | paralarından | paralarından |
(γενική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | paramın | paralarımın |
... σου | paranın | paralarının |
... του | parasının | paralarının |
... μας | paramızın | paralarımızın |
... σας | paranızın | paralarınızın |
... τους | paralarının | paralarının |
κλίση του para (ως κατηγορουμένου)
ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
είμαι | parayım | paralarım* |
είσαι | parasın | paralarsın* |
είναι | para / paradır | paralar* / paralardır* |
είμαστε | parayız | paralarız |
είστε | parasınız | paralarsınız |
είναι | paralar | paralardır |
αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | paraydım | paralardım* |
ήσουν | paraydın | paralardın* |
ήταν | paraydı | paralardı* |
ήμασταν | paraydık | paralardık |
ήσασταν | paraydınız | paralardınız |
ήταν | paraydılar | paralardı |
έμμεσος / απρόσωπος αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | paraymışım | paralarmışım* |
ήσουν | paraymışsın | paralarmışsın* |
ήταν | paraymış | paralarmış* |
ήμασταν | paraymışız | paralarmışız |
ήσασταν | paraymışsınız | paralarmışsınız |
ήταν | paraymışlar | paralarmış |
*Πρόκειται για σπάνιους, κυρίως λόγιους ή ποιητικούς τύπους.
Σημείωση: οι τύποι του πληθυντικού δεν χρησιμοποιούνται για επίθετα. |
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- para birimi
- para cezası
- bozuk para
- demir para
- kâğıt para
- madenî para
- nakit para
- ekmek parası
- kan parası
Απόγονοι
[επεξεργασία]para (τουρκικά)
- ↷ αλβανικά: para
- ↷ δυτικά κιρκασιανά: парэ
- ↷ αρμενικά: փարա
- ↷ βουλγαρικά: пара
- ↷ γερμανικά: Para
- ↷ γεωργιανά: ფარა
- ↷ κριμαϊκά ταταρικά: para
- ↷ νέα ελληνικά: παράς
- ↷ ουγγρικά: para
- ↷ σερβοκροατικά: para
Κατηγορίες:
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Λιθουανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λιθουανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Προθέσεις (πορτογαλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (τουρκικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (τουρκικά)