sit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | sit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sits |
αόριστος | sat |
παθητική μετοχή | sat |
ενεργητική μετοχή | sitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]sit (en)
- (αμετάβατο) κάθομαι
- ⮡ We were sitting together at school./We sat together at school.
- Καθόμασταν μαζί στο σχολείο.
- ⮡ The child does not want to sit.
- Το παιδί δε θέλει να κάτσει.
- ⮡ Don’t sit there!
- Μην κάτσεις εκεί!
- ⮡ We were sitting together at school./We sat together at school.
- (αμετάβατο) στρώνω, πέφτω, για ρούχα που βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη θέση
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- sit - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699, 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω, στρώνω