utilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /y.ti.li.te/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
utilité utilités

utilité (fr) θηλυκό

  1. η χρησιμότητα
  2. η ωφέλεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]