Ὅταν ἡ ἱστορία
σέ τραβάει ἀπό τό μανίκι
Πρίν μιά ἑβδομάδα, καί στά πλαίσια τῆς προετοιμασίας τῆς ἀποψινῆς συζήτησης,
δημοσιεύτηκε μιά συνέντευξη τοῦ Σπύρου Ἀσδραχᾶ μέ τίτλο «Ἡ ἱστορία εἶναι
ἀπό τή φύση της Ἀνατρεπτική»1. Θά ἤθελα ὅμως προκαταβολικά νά πῶ ὅτι δέν
ὑπάρχει ἀνατρεπτική ἱστορία, ἀλλά ἀνατρεπτικοί ἱστορικοί. Καθώς κάθε ἐξουσία
τείνει νά δεσμεύσει τό χρόνο στό σχέδιό της καί νά ἀναδείξει τό παρόν της σάν
αἰώνιο καί χωρίς ἄλλη ἐναλλακτική, ἡ ἱστορία διαθέτει τίς δυνατότητες νά ἀναδεικνύει τούς μεταβαλλόμενους ὁρίζοντες, τήν ἴδια τή μεταβολή ὡς ἀντίδοτο. Τή
δυνατότητα νά διασώσει τό παρελθόν ἀπό τήν ἐπέλαση τοῦ παρόντος. Ἀλλά
ταυτόχρονα προϋποθέτει καί ἀπόσταση, τήν ἔννοια τῆς ἱστορικότητας, τῆς διαφορετικότητας τοῦ παρελθόντος, ἡ ὁποία φρενάρει τή συναισθηματική ταύτιση
μέ τό ἀνατρεπτικό παρελθόν. Ἔχει τήν ἐπίγνωση ἐπίσης τῆς ἑτερογονίας προθέσεων, στόχων καί ἀποτελεσμάτων. Ὅτι ἡ ἀνθρώπινη δράση ἔχει ἀποτελέσματα
ἀπρόβλεπτα κατά τή στιγμή τῆς ἐπιτέλεσής της. Ἡ πολιτική δράση ἔχει ἀνάγκη
τό πρακτικό παρελθόν, παρά τό ἱστορικό παρελθόν. Ἐνῶ δηλαδή οἱ ἱστορικοί μελετοῦν τό παρελθόν μέ τούς ὅρους του (ἀποφεύγοντας ἀναχρονισμούς καί τόν
διδακτισμό), ἡ πολιτική δράση προσφεύγει καί χρησιμοποιεῖ τό παρελθόν στό
βαθμό πού τῆς εἶναι χρήσιμο, παρουσιάζει ἀναλογίες, ἐμπνέει, διδάσκει. Αὐτό
εἶναι τό πρακτικό παρελθόν σέ διάκριση μέ τό ἱστορικό παρελθόν2. Ἄλλωστε ἡ
ἱστορία, ὡς τρόπος σκέψης, ὡς τρόπος διαχείρισης τοῦ παρελθόντος δέν δημιουργήθηκε γιά νά ἐξυπηρετήσει τό ἐπαναστατικό πνεῦμα, ἀλλά ἀκριβῶς ὡς τό
ἀντίδοτο σ’ αὐτό.
Ὑπάρχουν ὅμως ἀνατρεπτικοί ἱστορικοί. Ἀνατρεπτικοί ἱστορικοί ὡς πρός
τήν πολιτική ἤ ἀνατρεπτικοί ὡς πρός τή μέθοδο. Συμβατικοί ἱστορικοί ὡς πρός
τή μέθοδό τους, εἶναι ἀνατρεπτικοί ὡς πρός τό πολιτικό μήνυμα τῆς ἱστορίας
πού γράφουν. Ὁ Howard Zinn (1922-2010) ἦταν ἕνα σπουδαῖος ἀμερικανός
1. ἐφ. Ἡ Αὐγή, «Ἐνθέματα», 23 Νοεμβρίου 2014, συνέντευξη μέ τήν Ἄννα Ματθαίου καί
τόν Βαγγέλη Καραμανωλάκη [= ἐδῶ, σ. 352-357].
2. Hayden White, «The Practical Past», π. Historein, τ. 10, 2010, σ. 19-30.
339
Ἀναφορά στόν Σπύρο Ἀσδραχά
προοδευτικός ἱστορικός, ἡ ἱστορική του μέθοδος ὅμως δέν διέφερε ἀπό ἄλλους
συναδέλφους του, ἀφοσιωμένους στήν καριέρα τους. Ὁ Γιάννης Κορδάτος
ὑπῆρξε ἀπό τούς βασικούς συντελεστές στή δημιουργία μιᾶς ἀνατρεπτικῆς ἰδεολογίας στήν Ἑλλάδα τοῦ 20οῦ αἰώνα, δέν ἦταν ὅμως ἀνατρεπτικός ὡς πρός
τήν θεωρία καί πρακτική τῆς ἐξιστόρησης. Καί σήμερα παρατηρεῖ κανείς ὅτι τά
δύο αὐτά, δηλαδή ἱστορική ἐκλέπτυνση καί πολιτική χρήση τῆς ἱστορίας δέν
συμπίπτουν. Θά ἔλεγα μάλιστα ὅτι ὅσο μεγαλύτερη ἡ θεωρητική ἐκλέπτυνση
τόσο πιό ἀπόμακρη ἀπό τήν πολιτική δράση. Ἄλλωστε ἡ στιγμή τῆς πολιτικῆς
δράσης εἶναι ἡ στιγμή τῆς ἀποφασιστικότητας, ὅπου τό ναί εἶναι ναί, καί τό ὄχι,
ὄχι. Ἡ στιγμή τοῦ «ἀπόλυτου». Ἡ στιγμή τῆς ἱστορίας εἶναι ἡ στιγμή τῆς διάκρισης τῆς ἀπόχρωσης, τῶν ἐσωτερικῶν ἀντιφάσεων, τῆς ἀμφιβολίας, ἡ ὁποία
ἀναλόγως μπορεῖ νά εἶναι δημιουργική ἤ παραλυτική. Ἡ στιγμή τοῦ «σκεπτικισμοῦ».
Ἐρώτημα: Ὁ Ἀσδραχάς εἶναι ἕνας ἀνατρεπτικός ἱστορικός; Ναί, ἀλλά ὡς πρός
τί; Τή θεωρία ἤ τήν πολιτική; Κι ἐδῶ θέλω νά πῶ πώς τιμοῦμε τούς ἀνθρώπους
ὅταν βάζουμε τό ἔργο τους καί τούς ἴδιους στά ἱστορικά τους συμφραζόμενα καί
στόν τρέχοντα διάλογο, ὅταν συνομιλοῦμε μαζί τους, ὄχι ὅταν τούς ἀνεβάζουμε
στό βάθρο καί τούς λιβανίζουμε.
Ὁ Ἀσδραχάς δέν γράφει γιά τούς πολλούς. Εἶναι δύσκολα καταληπτός ἀπό
ἕνα εὐρύ κοινό καί ὡς πρός τό λεξιλόγιο πού χρησιμοποιεῖ καί ὡς πρός τά
νοήματα, ἄν διαβάζεται γιά πρώτη φορά. Ὅταν ἔδινα φωτοτυπίες μέ ἄρθρα του στούς φοιτητές, ἔρχονταν πάντα μέ ἄγνωστες λέξεις καί ἐρωτηματικά γιά τό νόημα. Ἡ χρήση αὐτῆς τῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ἀνακυκλώνει λέξεις
παλιές ἀλλά καί ταυτόχρονα εἰσάγει νεολογισμούς, μέ ἕνα συντακτικό πού δημιουργεῖ περισσότερο συνθετικές παρά ἀναλυτικές φράσεις, εἶναι ἐμπρόθετη.
Ἔχει ἕνα λεξιλόγιο πλούσιο, προϊόν μιᾶς ἀπέραντης ἐνδοχώρας πολυμάθειας,
τό ὁποῖο ὅμως δέν χρησιμοποιεῖται σήμερα. Πρόκειται γιά ἕνα λεξιλόγιο πολύ
κοντά στίς πηγές, ἀντιστοιχεῖ σέ μορφές ζωῆς πού ἔχουν ἐξαφανιστεῖ σήμερα
(λ.χ. τό ξεφώλιασμα τῶν γερακιῶν). Συνδυάζεται ὅμως μέ τολμηρούς νεολογισμούς (π.χ. ἀλληλεγγυότητες), οἱ ὁποῖοι παρά τό δύσβατο τοῦ λόγου,
διαδόθηκαν ὄχι μόνο ὡς ὅροι ἀλλά καί ὡς σημαίνοντα μιᾶς ἱστοριογραφικῆς
ταυτότητας.
Ὁ Ἀσδραχάς δείχνει μιά ἐμμονή μέ τή γλώσσα, ἀπό τά πρῶτα γραπτά του, ἡ
ὁποία ἀγγίζει τόν πυρήνα τῆς ἱστοριογραφικῆς θεωρίας του. Ἄν καί ποτέ δέν
τή διατύπωσε ρητά καί δέν τήν κωδικοποίησε, ἡ θεωρία αὐτή συναρτᾶ τό παρελθόν μέ τήν ἐξιστόρησή του. Καί αὐτή ἡ συνάφεια ἐκφράζεται πρωτίστως στή
γλώσσα. Ἀνιχνεύει τήν πληροφορία ὅπως «ἀποδεσμεύεται» ἀπό τίς πηγές μέ
γλωσσική διατύπωση καί τήν παρακολουθεῖ πῶς ἐντάσσεται σέ διαδοχικά ἐννοιολογικά πλαίσια, σέ ἕνα σημειολογικό παιχνίδι τό ὁποῖο ἐνίοτε (συχνά) ἀποχωρίζει τό σημαῖνον ἀπό τό σημαινόμενο. Καί τά δύο φτάνουν ὥς ἐμᾶς. Ἡ πλη340
Ἀντώνης Λιάκος, Ὅταν ἡ ἱστορία σέ τραβάει ἀπό τό μανίκι
ροφορία δηλαδή δέν «κεῖται», ἄρα ἐμεῖς τή βρίσκουμε μέ κατάλληλες ἐρωτήσεις
στίς πηγές, ἡ πληροφορία «ἀποδεσμεύεται» ἀπό τήν κοινωνική πράξη. Ὑπάρχει
συνάφεια ἀνάμεσα στό γεγονός πού παράγει τήν πληροφορία καί στήν ἴδια τήν
πληροφορία. Καί ἡ συνάφεια αὐτή ἀφορᾶ τή γλώσσα, τόν τρόπο, τό σημασιολογικό πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο παράγεται. Ἑπομένως ἡ μέθοδός του εἶναι νά
ἀρχίσει μιάν ἀντίστροφη πορεία ἡ ὁποία ἀνιχνεύει τήν πληροφορία σέ γλωσσικές
μορφές, ἀπό ἐκφράσεις τῶν ἀρχείων ἕως τοπωνύμια καί ὀνόματα, καί βέβαια
τή δημοτική ρίμα.
Ὁ Ἀσδραχάς γνωρίζει, καί χρησιμοποιεῖ μέ ἐπιδεξιότητα τή σημειωτική θεωρία, καί τήν παράδοση γύρω ἀπό τή σχολή Ταρτού. Οἱ ἀναφορές στόν Πρόπ,
τόν Λότμαν καί τόν Μπαχτίν, εἶναι χαρακτηριστικές τῆς ἐξοικείωσής του μέ μιά
σχολή τῆς ὁποίας οἱ ἀπολήξεις ἀφοροῦν τήν θεωρία τῆς λογοτεχνίας καί τῆς
τέχνης, τήν κοινωνική ἀνθρωπολογία καί τά πολιτισμικά φαινόμενα, καί φτάνουν
στό φορμαλισμό καί στή σημειωτική, ἀλλά ἡ ὁποία, ὡς σύνολο θεωρητικῆς προσέγγισης, βρίσκεται μᾶλλον στά κομμένα νήματα τῆς θεωρητικῆς συζήτησης3.
Ἑπομένως στήν ἱστοριογραφία τοῦ Ἀσδραχᾶ δέν ὑπάρχει μιά ἱστορία τῶν «ὄντως
ὄντων» διαχωρισμένη ἀπό τή σημασιολογία καί τή σημαντική τῶν λέξεων, ἀπό
τήν ἐννοιολογική ἱστορία τῶν ὑλικῶν μέ τά ὁποῖα κατασκευάζεται καί ταξιδεύει
ἡ πληροφορία . Καί αὐτό ἴσως εἶναι πού ξεχωρίζει τό ἔργο του, ἀπό τό ἔργο τῆς
γενιᾶς του. Κι ἐδῶ μιά παρένθεση. Ὁ Ἀσδραχάς δέν εἶναι ἀντιθεωρητικός. Ὅταν
ἀναφέρεται ὅμως στή θεωρία, πρέπει νά ἀναρωτιόμαστε σέ ποιά δέσμη, σέ ποιά
κατηγορία θεωριῶν ἀναφέρεται. Ὁ ὅρος εἶναι σημαῖνον πολλῶν καί διαφορετικῶν σημαινομένων. Θεωρία εἶναι τά μοντέλα οἰκονομικῆς καί κοινωνικῆς ἐξέλιξης, θεωρία εἶναι ἡ σημειωτική καί ἡ μελέτη τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ἀποδίδεται
καί ἀναπαρίσταται τό παρελθόν, θεωρία καί ὁ ἀναστοχασμός πάνω στό ἴδιο τό
ἐγχείρημα τῆς ἱστοριογραφίας. Τί ἐννοοῦμε κάθε φορά; Ἡ συζήτηση γιά τήν θεωρία, στήν ἱστοριογραφία ἀκολούθησε μιά ἐξελικτική πορεία. Οἱ ἱστορικοί δηλαδή δέν ἀναφέρονταν πάντα στίς ἴδιες κατηγορίες θεωριῶν ὅταν χρησιμοποιοῦν
τή λέξη «θεωρία»4.
Ὡς πρός τί εἶναι λοιπόν ἀνατρεπτικός ὁ Ἀσδραχάς; Εἶναι ὡς πρός τήν πολιτική/κοινωνική ἀνατροπή;
Μᾶλλον δυσκολοπροσέγγιστος ἀπό ἕνα μαζικό καί λαϊκό κοινό, συμμετέχει
βέβαια σέ κρίσιμες μάχες (Φάκελοι, Μακεδονικό, Ταυτότητες, καί σέ ἄλλες
κρίσιμες στιγμές), ἀλλά ἐκεῖνο πού μετράει περισσότερο εἶναι τό συμβολικό
3. Vladimir Yakovlevich Propp (1895-1970), Yuri Mikhailovich Lotman (1922-1993), Mikhail
Mikhailovich Bakhtin (1895-1975). Γιά τή σχολή σημειωτικῆς καί ἱστορίας, βλ. Taras Boyko,
«Tartu-Moscow School of Semiotics and History», π. Historein, τ. 14.2, 2014, σ. 61-70.
4. Ivelina Ivanova - Todor Hristov, «Institutional and Conceptual Transformation of Philosophy of History», π. Historein, τ. 14.2, 2014, σ. 18-29.
341
Ἀναφορά στόν Σπύρο Ἀσδραχά
κύρος. Συμμετέχει σέ μιά διανόηση πού στή Μεταπολίτευση ἐπενδύεται μέ
κύρος, καί αὐτό τό κύρος τό ἐπενδύει στήν Ἀριστερά. Ἔστω ὅμως ὅτι ὁ Ἀσδραχάς, μέσω τῶν γραπτῶν του, φαίνεται ἀπόμακρος ἀπέναντι σέ ἕνα μαζικό
ἀκροατήριο. Μπορεῖ ὡστόσο νά χρησιμοποιηθεῖ τό ἔργο του γιά μιά θεωρία
τῆς ἀνατροπῆς; Ὁ ἴδιος δέν μιλάει ἄμεσα παρά ἔμμεσα, παραβολικά καί ὑπαινικτικά γιά τά κοινά καί τή σημερινή τους τροπή. Ἄλλωστε καί ὁ τίτλος τοῦ
βιβλίου Ὑπομνήσεις, Ἱστορικότροπα σημειώματα, εἶναι δηλωτικός αὐτῆς τῆς
ὑπαινικτικότητας [σ.198: μήπως τοῦτο μᾶς θυμίζει τίποτε;]. Πιό ἄμεσος μέ
εὐθεῖες ἀναφορές στήν κρίση πού διέρχεται ἡ χώρα, γίνεται στά τελευταῖα σημειώματα πού γράφονται τό δύσκολο φθινόπωρο τοῦ 2011, μέ τρία κείμενα
πού ἀναφέρονται στήν καθολική ἐνοχοποίηση καί στό χρέος. Τό ἀμεσότερα
πολιτικό ἄρθρο εἶναι ἡ «ἐθνικοποίηση τῆς ταξικότητας», κάτι τό ὁποῖο ὑποστήριξε ἐπίσης καί σέ συνεντεύξεις στήν Αὐγή. Χρειάζεται βέβαια ἐπιφύλαξη
ὡς πρός τήν ἰδέα αὐτή, ἡ ὁποία ἄλλωστε συνεπάγεται πολλαπλές ἀναγνώσεις.
Βέβαια ὁ ἴδιος σπεύδει νά διευκρινίσει στό ἴδιο ἄρθρο πώς «ἡ ὑπεραναπληρωματική στάση τῆς ἱστορίας, ἐκμηδενίζει τήν πολιτισμική της δυναμική». Ὑπεραναπλήρωση, μιά λέξη ἀπό τήν Ψυχανάλυση. Ἡ ὑπεραναπληρωματική
στάση, δηλαδή ἡ ἀναζήτηση ἀναλογιῶν, συνεχειῶν, ψυχολογικῆς καί συναισθηματικῆς στήριξης πού προσφέρει ἡ καταφυγή σέ παρηγορητικές στιγμές
τοῦ παρελθόντος ἐκμηδενίζει τόν τρόπο νά σκεφτόμαστε ἱστορικά καί νά ἱστορικοποιοῦμε τό παρελθόν καί τό παρόν. Στό ἴδιο τό κείμενο τοῦ Ἀσδραχᾶ, ἡ
ἱστορική στιγμή φρενάρει τήν πολιτική στιγμή. Ὁ Ἀσδραχάς δέν εἶναι ἱστορικός καί πολίτης. Εἶναι ἱστορικός ὡς πολίτης, ἱστορικά προσδιοριζόμενος
πολίτης.
Πῶς περιγράφει ὅμως ὁ ἴδιος τήν παρέμβασή του, αὐτό πού ἐπιχειρεῖ νά
κάνει, μέ τά δικά του λόγια; Τήν ὁρίζει ὡς ἀποφενακισμό τῶν συνειδήσεων (σ.
155). Μιλώντας καί πάλι ἐμμέσως, μᾶς μιλᾶ γιά ἱστορικούς πού κάνουν «πράξεις
ἀντίστασης στόν εἰκονικό πολιτισμό πού μᾶς κατακλύζει καί στή μαζική
ἰσοπέδωση πού συνεπάγεται. Ἡ ἐνίσχυση τῶν élites ἔχει γίνει πλέον πράξη
σχεδόν ἐπαναστατική: ὅσο κι ἄν αὐτές οἱ élites δέν ἀσχολοῦνται»...«μέ τά
μεγάλα προβλήματα τοῦ Κόσμου» (σ. 122). Ἀντιπαραθέτοντας δηλαδή τήν ἱστορική ἰδιαιτερότητα στή σύγχρονη ὁμοιομορφία, τείνει νά διασώσει αὐτό πού θεωρεῖται παρωχημένο, ὑπολειμματικό, καί νά τοῦ ἀποδώσει δυναμική ἀνατροπῆς, ἔστω κι ἄν διακινεῖται ἀπό μικρές, χωρίς κοινωνική ἐμβέλεια ὁμάδες (ἐξ
οὗ καί ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἐλίτ). Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ βιβλίου του γράφει: «Ἴσως ὁ
ἀναγνώστης σκεφτεῖ ὅτι ἔχω κλειστεῖ σέ κάποιον ἀχερώνα (ὄχι ἐλεφάντινο
πύργο) κι ἀναμασῶ τά παρωχημένα, καρικατούρα τοῦ “λάθε βιώσας” ἤ τῆς
ἀδιαφορίας τῆς Στοᾶς. Ὄχι. Αὐτά πού προσπαθῶ νά ἐκφέρω εἶναι ἐπίκαιρα
γιατί ἀφοροῦν τήν φενακισμένη συνείδηση πού ἔχουμε γιά τά τρέχοντα, ὀδυνηρά καί ἀποδομητικά. Ἀποδομητικά ὡς πρός τήν ἱστορική κατασκευή τῆς
342
Ἀντώνης Λιάκος, Ὅταν ἡ ἱστορία σέ τραβάει ἀπό τό μανίκι
μνήμης, ἀλλοιῶς τῆς αὐτογνωσίας»...«μιά “κοινωνική” γλώσσα πού παραγνωρίζει τό εὖρος τῶν σημαινομένων» (σ. 155). Ἀλλοῦ θά προσδιορίσει αὐτή τή
σύγχρονη γλώσσα τήν ὁποία ὁ ἱστορικός ὀφείλει νά ἀποδομήσει ὡς τσόφλι
αὐγοῦ δίχως τό περιεχόμενό του.
Εἶναι ὁ Ἀσδραχάς ἀνατρεπτικός ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἱστοριογραφίας καί τῆς
θεωρίας τῆς ἱστορίας; Τό ἔργο τοῦ Ἀσδραχᾶ διακρίνεται ἀπό ἰσχυρές ἰδιαιτερότητες ὥστε δύσκολα μπορεῖ νά ἐνταχθεῖ σέ σχολές καί παραδόσεις, ὡς κατιών ἤ ὡς ἀνιών. Ἀνήκει μέν στήν εὐρεία ἔννοια τῆς νέας κοινωνικῆς ἱστορίας,
ἀλλά δέν θά μποροῦσε νά τόν ταξινομήσει κανείς οὔτε στόν Ἀλτουσεριανό δομιστικό μαρξισμό, οὔτε στόν ἱστορικότροπο μαρξισμό τῆς ἀγγλικῆς ἱστοριογραφίας
(παρά τήν ἀναφορά στόν Χομπσμπάουμ). Δέν εἶναι οὔτε τῆς μακροϊστορίας, ὅσο
κι ἄν τήν γνωρίζει σέ βάθος καί τῆς ἀναγνωρίζει ὀφειλές, ἰδίως πρός τίς διάρκειες
τοῦ χρόνου. Ἐπίσης δύσκολα θά τόν ταξινομοῦσε κανείς καί στό ἑλληνικό
πλαίσιο τῆς ἱστορίας τῆς Μεταπολίτευσης, στίς διάφορες ἐκφράσεις τῆς ὁποίας
ὁδηγητικός μίτος ἦταν τό πρόβλημα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καί τῆς ὑποδοχῆς τῆς νεωτερικότητας. Ποιό εἶναι τότε τό χαρακτηριστικό
του;
Ἄν καί θά προκαλοῦσε ἔκπληξη ἄν τόν τοποθετούσαμε στήν παράδοση τῆς
Μικροϊστορίας, ἐν τούτοις μοιράζεται μαζί της μερικά βασικά χαρακτηριστικά.
Ὄχι μόνο τήν ἀναζήτηση τοῦ μεγάλου στό ἐν σμικρῶ. «Αὐτός ὁ κόσμος ὁ
μικρός, ὁ μέγας», τό δημοτικό τραγούδι γιά τόν Χρῆστο Μιλιόνη, τό Νησί
Καλόγερος, καί ἄλλα κείμενα, εἰκονογραφοῦν τήν ἀναζήτηση τοῦ DNA τῆς
μεγάλης ἱστορίας στή μικρή ἱστορία. Ἀλλά ἡ μικροϊστορία χρησιμοποίησε, ἤ
μᾶλλον συνομίλησε, μέ παραδόσεις κοινωνικῆς ἀνθρωπολογίας, ἀπό τόν Malinowski ἕως τόν Ernesto De Martino. Τήν ἴδια παράδοση πού χρησιμοποιοῦν,
στήν ἰταλική της ἐκδοχή, ὁ Carlo Ginzburg καί ὁ Giovani Levi ὅταν ἱδρύουν τή
σειρά Microstorie στόν ἐκδοτικό οἶκο Einaudi, ἀπό ὅπου καί τό ὄνομα τῆς
τάσης αὐτῆς, χρησιμοποιεῖ, μέ ἴχνη διάσπαρτα ἀλλά ἀναγνωρίσιμα στά κείμενά
του ὁ Ἀσδραχάς.
Κύριος στόχος ὅμως τῆς Μικροϊστορίας δέν ἦταν μόνο, ἤ τόσο, ἡ ἀνάδειξη
τοῦ ἐν σμικρῶ, ὅσο ἡ ἀνάδειξη τῆς παρελθοντικότητας τοῦ παρελθόντος. Ἡ
διαφορετική λογική τοῦ παρελθόντος, ἀλλά καί οἱ διαφορετικοί μηχανισμοί
πρόσληψης. Αὐτή ἡ διαφορετικότητα διαπερνᾶ καί τίς πηγές. Τί ἀντιλαμβάνονται οἱ μάρτυρες τῆς ἐποχῆς ὅτι συμβαίνει; «Οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν
νά σκεφτοῦν ὅπως ἐμεῖς σκεφτόμαστε»; (σ. 56). Ἀναδεικνύει τήν ἔννοια τῆς
ἱστορικότητας, μιά ἔννοια παλιότερη βέβαια, ἀλλά πού στή συγκεκριμένη
περίπτωση ἐμπλουτίζεται μέ τό «διπλό βλέμμα» πού δέν κοιτάζει μόνο πῶς μεταβάλλεται τό παρατηρούμενο, ἀλλά καί πῶς μεταβάλλεται ἐπίσης ὁ τρόπος
πού γίνεται ἀντιληπτό καί ἐννοιολογεῖται. Αὐτό εἶναι πού κάνει ὁ Ἀσδραχάς.
Ὅπως τό λέει ὁ ἴδιος μελετᾶ «τά πλέγματα ἑνός χαμένου κόσμου» (σ. 89). Πε343
Ἀναφορά στόν Σπύρο Ἀσδραχά
ριγράφει αὐτόν τόν χαμένο κόσμο, καί μέ τό λεξιλόγιο τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Τί
συνέβη καί πῶς ἔγινε ἡ πρόσληψη αὐτοῦ πού συνέβη, πῶς γινόταν ἀντιληπτό
καί τί σήμαινε γιά τούς συγκαιριανούς, καί πῶς ἔφτασε ὥς ἐμᾶς. (Τά πλέγματα
ἑνός χαμένου κόσμου θά μποροῦσε νά εἶναι καί τίτλος αὐτοῦ τοῦ κειμένου,
γιατί θεωρῶ πώς ταιριάζει στό ἱστοριογραφικό στίγμα τοῦ Ἀσδραχᾶ). Βέβαια
ὅταν σκεφτόμαστε ἱστοριογραφικές σχολές καί τάσεις δέν θά πρέπει νά
σκεφτόμαστε ταξινομικά, ἀλλά μέ εὐρεῖες κατηγορίες ἀντιλήψεων πού προσιδιάζουν σέ ἐποχές.
Ὁ Ἀσδραχάς ἄσκησε ἀναμφίβολα πολύ μεγάλη ἐπιρροή στήν μεταπολιτευτική
ἐποχή. Ἡ υἱοθέτηση νεολογισμῶν πού ὁ ἴδιος δημιούργησε εἶναι ἔνδειξη αὐτῆς
τῆς ἐπιρροῆς. Ἀλλά νομίζω ὅτι φορέας τῆς ἐπιρροῆς, πού ἐκτεινόταν πέραν τῶν
ἱστορικῶν, ἦταν βέβαια ἡ πολύ ἰσχυρή πρωτοτυπία τῆς σκέψης του – δέν ἀκοῦς
ἀπό τόν Ἀσδραχά συμβατικά πράγματα, δέν ἀκοῦς τά «μυριόλεκτα», δηλαδή τά
χιλιοειπωμένα. Ἀλλά νομίζω ὅτι ἡ ἐπιρροή συναίρεται μέ τήν γοητεία. Μιά γοητεία
πού ἀσκεῖται ἐντός καί ἐκτός τοῦ κύκλου τῶν ὁμοτέχνων. Σ’ αὐτούς πού τόν καταλαβαίνουν καί σ’ ὅσους δέν. Πρόκειται γιά μιά γοητεία πού προέρχεται ἀπό μιά
ἀνάμειξη παλαιικοῦ καί μοντέρνου. Τό παλαιικό, μέ τήν παλαιική γλώσσα καί
τρόπους, συνδυάζεται μέ τό ἀποσπασματικό (fragment), μέ τόν χρόνο πού μπορεῖ
νά ἐπικεντρώνεται μεγεθύνοντας τό ἐν σμικρῶ, νά εἶναι ἀσυνεχής, νά κινεῖται
μπρός καί πίσω, προδρομικά καί ἀναδρομικά, μέ ἐπισκέψεις στιγμῶν. Κάπως ἔτσι
ἀποδίδει ὁ ErichAuerbach, στή Μίμηση, τά μορφικά χαρακτηριστικά τοῦ μοντερνιστικοῦ μυθιστορήματος. Ἑπομένως στόν Ἀσδραχά αὐτός ὁ συνδυασμός παλαιοντικότητας τοῦ λόγου καί μοντερνισμοῦ τῆς μορφῆς μᾶς φέρνει κοντά σέ μιά
ἀνάγνωση ὄχι χρησιμοθηρική, ἀλλά ἀπόλαυσης. Ὅπου ἡ ἱστοριογραφία διαβάζεται ὡς λογοτεχνία.
Ὁ τίτλος τοῦ κειμένου αὐτοῦ προέρχεται ἀπό τή φράση σέ πρόσφατη συνέντευξη «Ἡ Ἱστορία μέ τραβοῦσε ἀπό τό μανίκι, μέ παραμόνευε, ἦταν γύρω
μου». «Γεννήθηκα σέ μιά περιοχή πού τό παρελθόν ἦταν ἔκδηλο γύρω καί πίεζε
γιά κατανόηση» ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος. Τοῦθ’ ὅπερ σημαίνει: βρισκόμαστε μέσα στό ρεῦμα
ἱστορίας, ἑπομένως δέν ἐρχόμαστε ὡς ἐπισκέπτες νά τήν κατανοήσουμε, ἀλλά μᾶς
ἐπιβάλλεται πιεστικά. Μέ αὐτή τήν ἔννοια ἡ ἱστορία δέν ἀφορᾶ μιά συνάντηση
κατ’ ἐπιλογή τῶν ἱστορικῶν, ἀλλά μιά ἱστορικότροπη σκέψη. Ἄν προεκτείνουμε
τή σκέψη αὐτή, ἀφορᾶ τήν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων νά δώσουν νόημα στό παρελθόν τους. Ἡ ἀνάγκη τῆς νοηματοδότησης τοῦ παρελθόντος, δηλαδή τῆς πορείας ἀπό τό παρελθόν στό παρόν, ἡ νοηματοδότηση τοῦ κόσμου πού ζοῦν. Δέν
τό κάνουν κατ’ ἐπιλογή, τούς ἐπιβάλλεται. Ἄν τό καλοσκεφτοῦμε αὐτός ὁ ἀγώνας
γιά τήν νοηματοδότηση εἶναι ἔντονος, πιεστικός, δημιουργεῖ μιά δίψα ἱστορίας ἡ
ὁποία ἐκφράζεται ποικιλοτρόπως, τροφοδοτεῖται ἀπό ἱστορία, λογοτεχνία, ἀλλά
καί παρα-ιστορία. Ἐκφράζεται διχαστικά, ἀνταγωνιστικά μέ πολέμους μνήμης
καί ἱστορίας. Τό ζήτημα αὐτό θεωρῶ ὅτι εἶναι τό σημαντικότερο πρόβλημα γιά
344
Ἀντώνης Λιάκος, Ὅταν ἡ ἱστορία σέ τραβάει ἀπό τό μανίκι
τούς ἱστορικούς. Νά μεταβοῦν ἀπό τό ἐρώτημα «Τί συνέβη στό παρελθόν», στό
ἐρώτημα «Ποιές εἶναι οἱ σχέσεις μας μέ τό παρελθόν». Ἀπό τή μελέτη τοῦ τί συνέβη
στό παρελθόν, στή μελέτη τῶν σχέσεων μέ τό παρελθόν. Φυσικά δέν θά πάψουν
νά ἐνδιαφέρονται γιά τό πρῶτο ἐρώτημα πού συνιστᾶ τήν ταυτότητα τοῦ ἱστορικοῦ, ἀλλά θά πρέπει νά στραφοῦν ἐπίσης στό δεύτερο, γιατί ἐτοῦτο ἀφορᾶ τό
μέλλον τῶν ἱστορικῶν.
Ἐδῶ, στό πρόβλημα αὐτό, νομίζω ὅτι ἔρχεται ὁ Ἀσδραχάς νά ἀπαντήσει μέ
τό «ἱστορικότροπον». Δηλαδή μέ προτροπή νά σκεφτοῦμε καί μέ προτάσεις πῶς
νά σκεφτοῦμε ἱστορικά. Μέ προτάσεις νά σκεφτοῦμε ἱστορικά ἐκτός ἐκείνου τοῦ
γκρίζου κουτιοῦ πού εἶναι ἡ ἱστορία τῶν ἱστορικῶν, γεγονοτοθηρική, ἀποκαθαρμένη ἀπό τήν συλλογική ὑποκειμενικότητα, ἀκαδημαϊκή. Ὁ Ἀσδραχάς δέν
ἀμφισβητεῖ τά βασικά, ἀλλά προτείνει κάτι συνολικότερο. Νά δεῖ κανείς τήν
ἱστορία ὡς τρόπο ἀνάγνωσης τῶν πραγμάτων, μέσα ἀπό ἐμβρίθεια, μέσα ἀπό
ἐκείνη τή γεφύρωση ἀνάμεσα στό eruditio καί στή σημειολογία ὡς τρόπο σκέψης.
Ἀλλά νά δεῖ τό ἐνδιαφέρον τοῦ τί συνέβη στό παρελθόν, ὄχι μόνο στή βιωματική
του διάσταση, ἀλλά ὀργανικά συνυφασμένο μέ τό πῶς προσεγγίζουμε ἐκεῖνο τό
διαφορετικό παρελθόν. Ἐκεῖ νομίζω ὅτι μποροῦμε νά βροῦμε τήν ἀνατρεπτικότητα τῆς σκέψης τοῦ Ἀσδραχᾶ. Δέν ὑπηρετεῖ μιά ἀνατρεπτική ἱστορία,
ὅπως ὁ ἴδιος μέ περίσκεψη λέει, ἀλλά προτείνει μιά ἀνατρεπτική ἀνάγνωση τῆς
ἱστορίας, ὄχι μιά ἀνα-βίωση τῆς ἱστορίας ἀλλά μιά ἱστορική στάση ὡς βίωση. Ἡ
ἱστορία μᾶς τραβάει ἀπό τό μανίκι, πρέπει νά ἀνταποκριθοῦμε, δέν μποροῦμε νά
κάνουμε ἀλλιῶς, ἀλλά πῶς; Δέν προσφέρει μιά κωδικοποιημένη μέθοδο, γιατί ἡ
ἴδια ἡ κωδικοποίηση θά τήν καθιστοῦσε νεκρή, ἀλλά τρόπους προσέγγισης. Ἱστορικότροπες ἀποκρίσεις. Δημιούργησε μιάν ἄλλη εἰκόνα γιά τήν ἱστορία. Δέν τήν
καταλάβαιναν πολλοί, ἀκόμη κι ἄν γοητεύτηκαν, δέν τήν συνέχισαν παρά ἐλάχιστοι ἀπό τούς μαθητές του (ἄν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά μαθητές πέρα ἀπό τόν
χρονικό ὁρίζοντα τῆς μαθητείας). Δημιούργησε ὡστόσο μιά εἰκόνα γιά τό τί εἶναι,
τί κάνει ἡ ἱστορία. Κυρίως δέν παγώνει τή στιγμή τοῦ παρελθόντος, γιατί τῆς δίνει
ἔνταση, πιάνοντας τίς δύο ἄκρες της, ἐκείνη τοῦ παρελθόντος μέ ἐκείνη τοῦ
παρόντος.
Σήμερα μᾶς χρειάζεται, ἔχει ἐπικαιρότητα ἡ σκέψη του; Ἡ Μεταπολίτευση
παρῆλθε ἀφήνοντας σέ μερικούς συναισθήματα ἐνοχῆς, σέ ἄλλους νοσταλγίας.
Ἡ κοινότητα τῶν ἱστορικῶν μεγάλωσε, ἀλλά οἱ θεσμικές της ὑποδοχές περιορίστηκαν. Πάλι σχηματίζεται μιά διασπορά ἀπό Ἕλληνες ἱστορικούς πού
τούς συναντᾶς ἐκτός πανεπιστημιακῶν καί ἐρευνητικῶν θεσμῶν, ἐδῶ καί στό
ἐξωτερικό. Βλέπουμε ὅμως νά θάλλει κι ἕνας νέος ἱστορικισμός. Ἡ παρελθοντικότητα τοῦ παρελθόντος, σημαίνει τήν ἀποσύνδεση τοῦ παρελθόντος ἀπό τό
παρόν. Ταυτόχρονα, παρακολουθοῦμε τόν τελευταῖο καιρό ἕναν ἔντονο ἱστορικό ἀκτιβισμό χωρίς θεωρία. Μιά ἀστόχαστη προσέγγιση τῆς μνήμης καί τῆς
δημόσιας ἱστορίας. Ἡ στιγμή τῆς θεωρίας στήν ἐξέλιξη τῆς κοινότητάς μας σάν
345
Ἀναφορά στόν Σπύρο Ἀσδραχά
νά πέρασε. Ὡστόσο, μέ τό παρελθόν δέν ξεμπερδεύει κανείς εὔκολα. Καί νά
θέλουμε, ἡ ἱστορία μᾶς τραβάει ἀπό τό μανίκι. Κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἀσδραχᾶ.
Ἀντώνης Λιάκος
346