Νικολέττα Πικραμένου
Ανέστης Καραστεργίου
Εισαγωγή
στο queer
ανοικτές
εκδόσεις
Ένας οδηγός για άτομα
που ασχολούνται
με τη νομική επιστήμη
ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ
ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΑΡΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
Εισαγωγή στο queer
Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
Εισαγωγή στο queer: ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική
επιστήμη
Συγγραφή
Νικολέττα Πικραμένου
Ανέστης Καραστεργίου
Κριτικός αναγνώστης
Σπύρος Χαιρέτης
Συντελεστές έκδοσης
Γλωσσική Επιμέλεια: Συλβάνα Παπαϊωάννου, Ανέστης Καραστεργίου
Γραφιστική Επιμέλεια: Αλεξάνδρα Θεοδωράκη
Φωτογραφία Eξωφύλλου: Μαρία Λουίζου, «Παρτιτούρα πολυφωνίας, 2017»
Copyright © 2024, ΚΑΛΛΙΠΟΣ, ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
(ΣΕΑΒ + ΕΛΚΕ ΕΜΠ)
Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική
Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0. Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο
https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/deed.el
Αν τυχόν κάποιο τμήμα του έργου διατίθεται με διαφορετικό καθεστώς δανειοδότησης,
αυτό αναφέρεται ρητά και ειδικώς στην οικεία θέση.
ΚΑΛΛΙΠΟΣ
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15780 Ζωγράφου
www.kallipos.gr
ISBN: 978-618-228-256-4
Βιβλιογραφική Αναφορά: Πικραμένου, Ν., & Καραστεργίου, Α. (2024). Εισαγωγή στο queer:
ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη [Βιβλιογραφικός οδηγός].
Κάλλιπος,
Ανοικτές
Ακαδημαϊκές
Εκδόσεις.
http://dx.doi.org/10.57713/kallipos-999
Περιεχόμενα
Πίνακας εικόνων και γραφημάτων ................................................................................................................. 11
Πίνακας συντομεύσεων-ακρωνυμίων ............................................................................................................. 13
Ευχαριστίες ....................................................................................................................................................... 15
Πρόλογος ........................................................................................................................................................... 17
Συγκεντρωτικός πίνακας ορολογίας ............................................................................................................... 19
Πίνακας με δικαιωματικές σημαίες ................................................................................................................ 43
Σημειώσεις των συγγραφέων .......................................................................................................................... 48
Εισαγωγικό σημείωμα ..................................................................................................................................... 49
Κεφάλαιο 1 ........................................................................................................................................................ 53
Τι είναι queer; Εισαγωγή σε βασικούς όρους και έννοιες ............................................................................ 53
1.1 Η σημασία και η χρήση της λέξης queer.................................................................................................. 54
1.2 Η queer θεωρία ......................................................................................................................................... 55
1.3 Σημαντικά queer έργα .............................................................................................................................. 57
1.4 Βιβλιογραφία κεφαλαίου.......................................................................................................................... 66
1.5 Πρόσθετη προτεινόμενη βιβλιογραφία .................................................................................................... 66
Κεφάλαιο 2 ........................................................................................................................................................ 71
Σπουδές queer και νομική επιστήμη .............................................................................................................. 71
2.1 Κοινωνικά κινήματα και δίκαιο ............................................................................................................... 73
2.2 Μέσα μαζικής ενημέρωσης και δίκαιο..................................................................................................... 74
2.3 Φύλο και δίκαιο ........................................................................................................................................ 74
2.4 Διαθεματικότητα (intersectionality) και δίκαιο ....................................................................................... 78
2.5 Βιβλιογραφία κεφαλαίου.......................................................................................................................... 81
2.6 Πρόσθετη προτεινόμενη βιβλιογραφία .................................................................................................... 82
Κεφάλαιο 3 ........................................................................................................................................................ 85
Μορφές διακρίσεων ......................................................................................................................................... 85
3.1 Slut-shaming............................................................................................................................................. 86
3.1.1 Ορολογία ........................................................................................................................................... 88
3.1.2 Γενικό πλαίσιο ................................................................................................................................... 89
3.1.3 Το slut-shaming στα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης ............................................................... 98
3.1.4 Νομικές εξελίξεις ............................................................................................................................ 105
3.1.5. Βιβλιογραφία κεφαλαίου................................................................................................................ 109
3.1.6. Προτεινόμενη πρόσθετη βιβλιογραφία .......................................................................................... 112
3.2. Διαθεματική αναπηρία .......................................................................................................................... 114
3.2.1 Ορολογία ......................................................................................................................................... 115
3.2.2 Γενικό πλαίσιο ................................................................................................................................. 117
3.2.3 Διαθεματική αναπηρία στα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης .................................................. 128
3.2.4 Νομικές εξελίξεις ............................................................................................................................ 135
3.2.5 Βιβλιογραφία κεφαλαίου................................................................................................................. 140
3.2.6 Πρόσθετη προτεινόμενη βιβλιογραφία ........................................................................................... 144
3.3 Χοντρότητα ............................................................................................................................................ 147
3.3.1. Ορολογία ........................................................................................................................................ 148
3.3.2 Γενικό πλαίσιο ................................................................................................................................. 150
3.3.3 Η χοντρότητα στα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης ................................................................ 157
3.3.4 Νομικές εξελίξεις ............................................................................................................................ 165
3.3.5 Άλλες μορφές body shaming ........................................................................................................... 169
3.3.6 Βιβλιογραφία κεφαλαίου................................................................................................................. 171
3.3.7 Πρόσθετη προτεινόμενη βιβλιογραφία ........................................................................................... 172
3.4 Πολυσυντροφικές σχέσεις ...................................................................................................................... 174
3.4.1 Ορολογία ......................................................................................................................................... 175
3.4.2 Γενικό πλαίσιο ................................................................................................................................. 177
3.4.3 Η πολυσυντροφικότητα στα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης................................................. 183
3.4.4 Νομικές εξελίξεις ............................................................................................................................ 188
3.4.5 Βιβλιογραφία κεφαλαίου................................................................................................................. 191
3.4.6 Πρόσθετη βιβλιογραφία .................................................................................................................. 193
3.5 Άτομα εκτός του διπόλου γυναίκα/άνδρας ............................................................................................ 195
3.5.1 Ορολογία ......................................................................................................................................... 197
3.5.2 Πίνακας αντωνυμιών ....................................................................................................................... 204
3.5.3 Γενικό πλαίσιο ................................................................................................................................. 207
3.5.4 Άτομα εκτός του διπόλου στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης ........................................................... 224
3.5.5 Νομικές εξελίξεις ............................................................................................................................ 237
3.5.6 Βιβλιογραφία κεφαλαίου................................................................................................................. 244
3.5.7 Πρόσθετη βιβλιογραφία .................................................................................................................. 248
3.6 Σεξουαλικός Προσανατολισμός: πανσεξουαλικότητα, αμφισεξουαλικότητα, ασεξουαλικότητα ......... 252
3.6.1 Ορολογία ......................................................................................................................................... 253
3.6.2 Γενικό πλαίσιο ................................................................................................................................. 256
3.6.3 Αμφισεξουαλικότητα, πανσεξουαλικότητα, ασεξουαλικότητα στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης .. 261
3.6.4 Νομικές εξελίξεις ............................................................................................................................ 265
3.6.5 Βιβλιογραφία κεφαλαίου................................................................................................................. 268
3.6.6 Πρόσθετη Βιβλιογραφία ................................................................................................................. 269
Επίλογος .......................................................................................................................................................... 271
Βιβλιογραφία οδηγού ..................................................................................................................................... 273
Πρόσθετη προτεινόμενη βιβλιογραφία (συνολικά) ..................................................................................... 295
Πίνακας εικόνων και γραφημάτων
Εικόνα 3.1.1 ....................................................................................................................................................... 87
Εικόνα 3.1.2 ....................................................................................................................................................... 92
Εικόνα 3.1.3 ....................................................................................................................................................... 94
Εικόνα 3.1.4 ....................................................................................................................................................... 96
Εικόνα 3.1.5 ....................................................................................................................................................... 97
Εικόνα 3.1.6 ....................................................................................................................................................... 99
Εικόνα 3.1.7 ....................................................................................................................................................... 99
Εικόνα 3.1.8 ..................................................................................................................................................... 100
Εικόνα 3.1.9 ..................................................................................................................................................... 100
Εικόνα 3.1.10 ................................................................................................................................................... 101
Εικόνα 3.1.11 ................................................................................................................................................... 102
Εικόνα 3.1.12 ................................................................................................................................................... 103
Εικόνα 3.1.13 ................................................................................................................................................... 104
Εικόνα 3.1.14 ................................................................................................................................................... 105
Εικόνα 3.2.1 ..................................................................................................................................................... 125
Εικόνα 3.2.2 ..................................................................................................................................................... 128
Εικόνα 3.2.3 ..................................................................................................................................................... 129
Εικόνα 3.2.4 ..................................................................................................................................................... 130
Εικόνα 3.2.5 ..................................................................................................................................................... 131
Εικόνα 3.2.6 ..................................................................................................................................................... 132
Εικόνα 3.2.7 ..................................................................................................................................................... 134
Εικόνα 3.3.1 ..................................................................................................................................................... 152
Εικόνα 3.3.2 ..................................................................................................................................................... 154
Εικόνα 3.3.3 ..................................................................................................................................................... 156
Εικόνα 3.3.4 ..................................................................................................................................................... 158
Εικόνα 3.3.5 ..................................................................................................................................................... 158
Εικόνα 3.3.6 ..................................................................................................................................................... 160
Εικόνα 3.3.7 ..................................................................................................................................................... 160
Εικόνα 3.3.8 ..................................................................................................................................................... 162
Εικόνα 3.3.9 ..................................................................................................................................................... 163
Εικόνα 3.3.10 ................................................................................................................................................... 164
Εικόνα 3.3.11 ................................................................................................................................................... 165
Εικόνα 3.4.1 ..................................................................................................................................................... 174
Εικόνα 3.4.2 ..................................................................................................................................................... 179
Εικόνα 3.4.3 ..................................................................................................................................................... 181
Εικόνα 3.4.4 ..................................................................................................................................................... 183
Εικόνα 3.4.5 ..................................................................................................................................................... 186
Εικόνα 3.4.6 ..................................................................................................................................................... 186
Εικόνα 3.4.7 ..................................................................................................................................................... 188
Εικόνα 3.5.1 ..................................................................................................................................................... 196
Εικόνα 3.5.2 ..................................................................................................................................................... 203
Εικόνα 3.5.3 ..................................................................................................................................................... 204
Εικόνα 3.5.4 ..................................................................................................................................................... 205
Εικόνα 3.5.5 ..................................................................................................................................................... 210
Εικόνα 3.5.6 ..................................................................................................................................................... 213
Εικόνα 3.5.7 ..................................................................................................................................................... 218
Εικόνα 3.5.8 ..................................................................................................................................................... 221
Εικόνα 3.5.9 ..................................................................................................................................................... 221
Εικόνα 3.5.10 ................................................................................................................................................... 222
Εικόνα 3.5.11 ................................................................................................................................................... 222
Εικόνα 3.5.12 ................................................................................................................................................... 223
Εικόνα 3.5.13 ................................................................................................................................................... 223
Εικόνα 3.5.14 ................................................................................................................................................... 224
Εικόνα 3.5.15 ................................................................................................................................................... 225
Εικόνα 3.5.16 ................................................................................................................................................... 227
Εικόνα 3.5.17 ................................................................................................................................................... 228
Εικόνα 3.5.18 ................................................................................................................................................... 229
Εικόνα 3.5.19 ................................................................................................................................................... 230
Εικόνα 3.5.20 ................................................................................................................................................... 230
Εικόνα 3.5.21 ................................................................................................................................................... 231
Εικόνα 3.5.22 ................................................................................................................................................... 231
Εικόνα 3.5.23 ................................................................................................................................................... 233
Εικόνα 3.5.24 ................................................................................................................................................... 234
Εικόνα 3.5.25 ................................................................................................................................................... 234
Εικόνα 3.5.26 ................................................................................................................................................... 236
Εικόνα 3.5.27 ................................................................................................................................................... 237
Εικόνα 3.6.1 ..................................................................................................................................................... 260
Εικόνα 3.6.2 ..................................................................................................................................................... 260
Εικόνα 3.6.3 ..................................................................................................................................................... 262
Εικόνα 3.6.4 ..................................................................................................................................................... 263
Εικόνα 3.6.5 ..................................................................................................................................................... 264
Εικόνα 3.6.6 ..................................................................................................................................................... 265
Γράφημα 3.5.1. ................................................................................................................................................ 215
Γράφημα 3.5.2. ................................................................................................................................................. 215
Πίνακας συντομεύσεων-ακρωνυμίων
APA
American Psychological Association
ΛΟΑΤΚΙ+
LGBTQIA+
Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφιφυλόφιλοι, Τρανς, Κουίρ, Ίντερσεξ+
Lesbian, Gay, Bisexual, Transgender, Queer, Intersex, Asexual+
Παραλλαγες: ΛΟΑΤ, ΛΟΑ, ΛΟΑΤΚΙ, LGBT, LGBTQ κ.ά.
(AIDS)
HIV
(Acquired Immune Deficiency Syndrome)
Human Immunodeficiency Virus – αυτός ο όρος χρησιμοποιείται πλέον αντί του «AIDS»
ΣΔΠ
Σεξουαλικά Διπλά Πρότυπα «»
SOGIESC
Sexual Orientation, Gender Identity, gender Expression and Sex Characteristics
QN
Queer Nation
SGL
Same Gender Love
GBV
Gender-Based Violence
CRSV
Conflict-Related Sexual Violence
WSW
Women who have Sex with Women
MSM
Men who have Sex with Men
DSM
Diagnostics and Statistical Manual
BDSM
Bondage and Discipline, Dominance and Submission, and Sadism and Masochism
CNM
Consensual Non Monogamy
ΟΗΕ
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών
CAFAB
CAMAB
Coercively Assigned Female at Birth
Coercively Assigned Male at Birth
MTF
FTM
Male-to-Female
Female-to-Male
PoMosexual
Post Modern Sexuality
VPG or
VPP
Vaginal Photoplethysmography
PPG
Penile Plethysmography
ΗΠΑ
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΕΕ
Ευρωπαϊκή Ένωση
ΜΜΕ
Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης
ΜΚΟ
Μη Κυβερνητική Οργάνωση
ILGA
International Lesbian, Gay, Bisexual, Trans and Intersex Association
ΕΣΔΑ
Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
13
ΠΚΜ
Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας
ΙΣΘ
Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης
ΑμεΑ
Άτομα με Αναπηρία
ΓΓΔΟΠΙΦ
Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων
ΕΚΚΕ
Εθνικός Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών
ΙΠΕ
Ινστιτούτο Πολιτικών Ερευνών
FRA
Fundamental Rights Agency
ΠΟΥ
Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας
ΔΕΕ
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ΣτΕ
Συμβούλιο της Επικρατείας
ΔΕΘ
Διεθνής Έκθεσης Θεσσαλονίκης
ΕΔΑΔ
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
GQ
Genderqueer
NB
Non Binary
TGD
Transgender Gender Diverse
OED
Oxford English Dictionary
ECPO
European Coalition for People living with Obesity
CPAA
Canadian Polyamory Advocacy Association
PLAC
Polyamory Legal Advocacy Coalition
UUPA
Unitarian Universalists for Polyamory Awareness
PAL
Polyamory Action Lobby
fMRI
functional Magnetic Resonance Imaging
IGM
Intersex Genital Mutilation
ECRI
European Commission against Racism and Intolerance
14
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Ευχαριστίες
Ο συγκεκριμένος βιβλιογραφικός οδηγός είναι αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας, η οποία ξεκίνησε το 2021
και ολοκληρώθηκε το 2023. Είμαστε ευγνώμονα για όλα τα άτομα τα οποία μας στήριξαν όλα αυτά τα χρόνια,
συζήτησαν μαζί μας και αφιέρωσαν τον πολύτιμο χρόνο τους προκειμένου να έχουμε ένα όσο το δυνατόν πιο
συμπεριληπτικό και ποιοτικό αποτέλεσμα. Αρχικά, ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Λίνα Παπαδοπούλου για τη
συνεχή στήριξή της τα τελευταία 10 χρόνια, με απώτερο στόχο την εισαγωγή queer και ΛΟΑΤΚΙ+ θεμάτων
στις Νομικές Σχολές. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Δήμητρα Κογκίδου για την, επίσης συνεχή και πολυετή,
στήριξη κάθε ακαδημαϊκής και ακτιβιστικής δράσης που στοχεύει στην καταπολέμηση των στερεοτύπων, που
προκύπτουν από το δίπολο γυναίκας/άνδρα και την πατριαρχία στην εκπαίδευση, αλλά και γενικότερα στην
κοινωνία. Επιπλέον, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουμε το πόσο ευγνώμονα νιώθουμε για όλα τα άτομα
που δέχθηκαν αφιλοκερδώς να επιμεληθούν το κείμενο και να συμβάλουν στην προσπάθεια εξέλιξης της
νομικής επιστήμης. Πρώτα, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον Σπύρο Χαιρέτη, αγαπημένο φίλο και
συμπορευτή σε αυτή την προσπάθεια, για τις όμορφες συζητήσεις μας, την κριτική του ματιά και τον σχολιασμό
όλου του κειμένου. Έπειτα, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τη Συλβάνα Παπαϊωάννου για τη γλωσσική
επιμέλεια την οποία ολοκλήρωσε με τη συμβολή του Ανέστη Καραστεργίου καθώς και όλα τα άτομα που
επιμελήθηκαν τα επιμέρους κεφάλαια και συγκεκριμένα: τη Δήμητρα Φιλίππου για το κεφάλαιο «Slutshaming», την Έλενα Κυριακίδου για το κεφάλαιο «Διαθεματική αναπηρία», τα Fat Unicorns για το κεφάλαιο
«Χοντρότητα», τη Λίζα Αστερίου για το κεφάλαιο «Πολυσυντροφικές σχέσεις», τον/το Γιώργος/Ζωρζ
Κουνάνης για το κεφάλαιο «Άτομα εκτός του διπόλου γυναίκα/άνδρας». Η συγκεκριμένη δουλειά δεν θα ήταν
ίδια χωρίς την πολύτιμη βοήθειά σας, σας είμαστε για πάντα υπόχρεα. Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ στα άτομα
που έχουν συγγράψει τα άρθρα που χρησιμοποιούμε στις ενότητες «αναπαράσταση στα ελληνικά μέσα μαζικής
ενημέρωσης» και μας παραχώρησαν το δικαίωμα χρήσης αποσπασμάτων και φωτογραφιών. Μακάρι αυτή η
συλλογική προσπάθεια να οδηγήσει σε μία νέα queer νομική επιστήμη.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
15
Πρόλογος
Η νέα πραγματικότητα των σύγχρονων κοινωνιών χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία και πλουραλισμό. Αν
και οι προκλήσεις που θέτουν αυτοί οι μετασχηματισμοί είναι παρόμοιες σε όλα τα δυτικά κράτη, οι πολιτικές
τους ποικίλουν και εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Το ζήτημα είναι ότι οι πολιτικές δεν εναρμονίζονται
πάντα και έγκαιρα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες ζωής, δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες συγκεκριμένων
κοινωνικών ομάδων, όπως τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα και δεν διασφαλίζουν επαρκώς τα δικαιώματά τους. Η μη
ισότιμη μεταχείριση, όμως, προδιαγράφει ως έναν βαθμό το μέλλον και την ευεξία τους καθώς δημιουργεί
ανισότητες που αποβαίνουν σε βάρος τους.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν καθολική ισχύ και δεν μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις και
περιορισμοί με βάση την ταυτότητα φύλου, την έκφραση φύλου, τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου
και τα χαρακτηριστικά του φύλου. Τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα είναι ανθρώπινα δικαιώματα και θα πρέπει να
είναι διακριτά στο αντίστοιχο επιστημονικό πεδίο αλλά και σε άλλες περιοχές του δικαίου. Η συζήτηση αυτή
είναι σε εξέλιξη σε διεθνές επίπεδο.
Τα τελευταία χρόνια, στην περιοχή του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορά τα
ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου, η έκφραση φύλου και τα
χαρακτηριστικά του φύλου αναγνωρίζονται ρητά ως λόγοι απαγορευμένων διακρίσεων. Οι παραπάνω ιδιότητες
έχουν κατοχυρωθεί ως προστατευόμενες ιδιότητες που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε σχετικά με τα
δικαιώματα νομοθετήματα, η περιοχή, όμως, αυτή του δικαίου συνεχώς εμπλουτίζεται. Κατά συνέπεια, η
εξοικείωση με την ειδική ορολογία και τις νέες έννοιες που χρησιμοποιούνται είναι αναγκαία για το δίκαιο που
εστιάζει στα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα και τη νομική κατοχύρωσή τους και πρέπει να είναι συνεχής καθώς
υπάρχει εμπλουτισμός με νέες έννοιες και κατηγοριοποιήσεις. Επίσης, η εξοικείωση είναι απαραίτητη για την
κατανόηση και κριτική ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι νόμοι και οι πρακτικές τους κατασκευάζουν και
αναπαράγουν κανονιστικές αντιλήψεις για το φύλο και τη σεξουαλικότητα και πώς αυτές επηρεάζουν τις ζωές
των ατόμων. Τέλος, η ορολογία και οι βασικοί όροι που αναφέρονται είναι χρήσιμοι και για άλλα επιστημονικά
πεδία εκτός της νομικής.
Στον παρόντα βιβλιογραφικό οδηγό, το queer αποτελεί ένα εργαλείο το οποίο μπορεί να
χρησιμοποιηθεί από τη νομική επιστήμη προκειμένου να καλυφθεί το μεγάλο κενό γνώσεων που υπάρχει
γενικότερα σε σχέση με θέματα τα οποία δεν εμπίπτουν στο «ετεροκανονικό». Με την έννοια αυτή ο οδηγός
καλύπτει ένα τμήμα των κουίρ νομικών σπουδών (queer legal studies) με επίκεντρο τα θέματα ίσης
μεταχείρισης και απαγόρευσης των διακρίσεων που βρίσκονται και στον πυρήνα των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων.
Με βάση αυτή την αρχή προκύπτει η αναγκαιότητα λήψης ειδικών θετικών ρυθμίσεων στο επίπεδο της
νομοθεσίας και της διοίκησης για την ενίσχυση της προστασίας, τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης και των
δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων που κινδυνεύουν περισσότερο από παραβίαση των δικαιωμάτων τους σε
σύγκριση με άλλα άτομα. Ο οδηγός είναι χρήσιμος στα άτομα που μελετούν και εφαρμόζουν το δίκαιο σε
πολλούς τομείς, ή ειδικότερα ενδιαφέρονται για τη νομική επιστήμη και τον queer κλάδο σπουδών, αλλά και
στα άτομα που ενδιαφέρονται και υποστηρίζουν την κατοχύρωση των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων στην Ελλάδα.
Επιπλέον, μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη της επαγγελματικής ικανότητας και στην ευαισθητοποίηση
εργαζομένων και σε άλλους τομείς, όπως της υγειονομικής και ψυχοκοινωνικής φροντίδας, της εκπαίδευσης
κ.ά.
Έχουν γίνει σημαντικά βήματα για τη διασφάλιση της ισότητας και την κατοχύρωση των ΛΟΑΤΚΙ+
δικαιωμάτων στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν διασφαλιστεί πλήρως. Την τελευταία δεκαετία τα δικαιώματα αυτά
βρίσκονται στο επίκεντρο της νομοθετικής παραγωγής και νομολογιακής επεξεργασίας, αν και όσα ακόμη
πρέπει να γίνουν για την προώθηση της ορατότητας, της πλήρους ισότητας, της ισονομίας και της
συμπερίληψης όλων των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων δεν εξαντλούνται στα νομοθετικά μέτρα. Υπάρχουν ακόμα πολλά
εμπόδια, διακρίσεις και αποκλεισμοί σε όλους τους τομείς που εντείνονται όταν υπάρχουν πολλαπλές
ευαλωτότητες.
Το θετικό είναι ότι την τελευταία δεκαετία πραγματοποιήθηκαν αρκετά εκπαιδευτικά προγράμματα
και καμπάνιες ενημέρωσης για την ευαισθητοποίηση του κοινού και των επαγγελματιών σε θέματα ΛΟΑΤΚΙ+
δικαιωμάτων. Αυτά όμως δεν αρκούν. Υπάρχει ανάγκη για ένταξη των queer νομικών σπουδών στα
πανεπιστημιακά προγράμματα νομικών και κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα. Υπάρχει προκατάληψη και
έλλειψη γνώσης για τα θέματα αυτά και αυτό είναι ένας από τους λόγους της παραβίασης των δικαιωμάτων
τους και των διακρίσεων που αντιμετωπίζουν. Όπως αναφέρεται και στον οδηγό, υπάρχει απουσία γνώσης και
κατ’ επέκταση εξειδίκευσης στα queer ζητήματα των ατόμων που ασχολούνται με τη νομική. Ο απώτερος
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
17
σκοπός του συγκεκριμένου βιβλιογραφικού οδηγού είναι η μελλοντική εισαγωγή των queer νομικών σπουδών
ως διεπιστημονικού κλάδου της νομικής.
Οι queer νομικές σπουδές (queer legal studies) είναι διεθνώς ένα σύγχρονος, δυναμικός και διαρκώς
εξελισσόμενος επιστημονικός κλάδος του νομικού πεδίου που εστιάζει στην ανάλυση και την κριτική του
δικαίου και των νομικών συστημάτων από την οπτική της LGBTQ+ καθώς και στην αναγνώριση και στην
αντιμετώπιση των διακρίσεων και των ανισοτήτων που βιώνουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Βασικές θεματικές
περιοχές του είναι η μελέτη της ιστορίας και της εξέλιξης των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων, η ανάλυση των νόμων
και των πολιτικών που επηρεάζουν την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, η ανάλυση των ανισοτήτων που
προκύπτουν λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου, έκφρασης φύλου και χαρακτηριστικών
του φύλου, ζητήματα οικογενειακού δικαίου και η μελέτη των τρόπων με τους οποίους το δίκαιο μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλλαγής προς την
κατεύθυνση της ισότητας. Τέλος, περιλαμβάνει και την ανάλυση του τρόπου με τον οποίο άλλοι παράγοντες,
όπως η φυλή, η τάξη, η ηλικία και η αναπηρία, επηρεάζουν την εμπειρία της διάκρισης και της ανισότητας που
βιώνουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Η διαθεματική ανάλυση των διακρίσεων και των ανισοτήτων που
αντιμετωπίζουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα καθιστά αναγκαία τη χρήση διεπιστημονικής προσέγγισης. Κατά
συνέπεια, αυτό μπορεί να επιτευχθεί όταν οι queer νομικές σπουδές συνδυάζουν στοιχεία και από άλλες
κοινωνικές επιστήμες (όπως την κοινωνιολογία, την πολιτική επιστήμη, την ψυχολογία, την παιδαγωγική).
Σε αρκετά πανεπιστήμια διεθνώς υπάρχουν μαθήματα και προγράμματα που επικεντρώνονται στις
κουίρ νομικές σπουδές και αποτελούν είτε αυτόνομα μαθήματα στο πλαίσιο των προπτυχιακών νομικών
σπουδών, είτε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών. Στην Ελλάδα, την τελευταία δεκαετία αποκτούν ολοένα
και μεγαλύτερη αναγνώριση και σημασία καθώς εστιάζουν στην ανάλυση του ελληνικού νομικού πλαισίου και
των κοινωνικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα στη χώρα.
Υποθέτω ότι η επιστημονική αυτονόμηση των queer νομικών σπουδών ως αυτοτελούς γνωστικού
αντικειμένου στην Ελλάδα θα καθυστερήσει – όπως είχαν καθυστερήσει και οι σπουδές φύλου γενικότερα. Στα
ΑΕΙ στην Ελλάδα υπάρχουν λίγα αυτόνομα μαθήματα που εντάσσονται στο πλαίσιο των σπουδών φύλου, ή
αποτελούν ενότητες σε μαθήματα σε προπτυχιακό/μεταπτυχιακό επίπεδο - όχι μόνον στις Νομικές Σχολές,
αλλά και γενικότερα. Ακόμα πιο λίγα είναι τα μαθήματα που έχουν ενότητες με ΛΟΑΤΚΙ+ θεματικές, αν και
αυτές μπορούν να ενταχθούν σε μαθήματα πολλών επιστημονικών πεδίων – όχι μόνο μαθημάτων που
επικεντρώνονται στο φύλο/ΛΟΑΤΚΙ+. Επίσης, τα συγγράμματα και η προτεινόμενη βιβλιογραφία συχνά δεν
περιλαμβάνουν τις κυριότερες θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις του φύλου όπως έχουν αναπτυχθεί
στο πλαίσιο των σπουδών φύλου διεθνώς, ούτε εξετάζονται κριτικά τα κυριότερα ζητήματα και οι έννοιες που
αναφέρονται σε ΛΟΑΤΚΙ+ θεματικές. Πέρα από το γεγονός ότι πρέπει να αναθεωρηθούν ώστε να
συμπεριλάβουν ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού, έκφρασης φύλου, ταυτοτήτων φύλου,
χαρακτηριστικών φύλου, ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων και κινημάτων, θα πρέπει να απαλείψουν και παρωχημένες
επιστημονικές αντιλήψεις για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα και να γίνεται χρήση μη συμπεριληπτικής ως προς το φύλο
γλώσσας. Τέλος, στα Σχέδια Δράσης για την Ισότητα των Φύλων (ΣΔΙΦ) στα ΑΕΙ υπάρχουν λίγες ρητές
αναφορές για ΛΟΑΤΚΙ+ (σε επίπεδο αρχών ή/και δράσεων).
Οι queer νομικές σπουδές στην Ελλάδα μπορούν να αποτελέσουν βάση και ένα ισχυρό εργαλείο για
την προώθηση νομοθετικών αλλαγών, να συμβάλουν στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων και της ισότητας για
όλα τα άτομα και στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας σχετικά με τα δικαιώματα και τις ανάγκες των
ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. Ελπίζω ο οδηγός αυτός να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση.
Δήμητρα Κογκίδου
Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΠΤΔΕ) του ΑΠΘ.
Συντονίστρια του Δικτύου των Επιτροπών Ισότητας των Φύλων στα ΑΕΙ
18
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Συγκεντρωτικός πίνακας ορολογίας1
Βιολογικό φύλο (Sex)
Η ταξινόμηση ενός ατόμου με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου. Παρόλο που
στα βρέφη αποδίδεται, συνήθως, το φύλο του αρσενικού ή του θηλυκού (πλέον
υπάρχουν χώρες και με δείκτη φύλου για τα ίντερσεξ βρέφη, αλλά η πλειοψηφία
εξακολουθεί να κινείται στο δίπολο) κατά τη γέννηση με βάση την εξωτερική
τους ανατομία και μόνο, το φύλο ενός ατόμου αποτελεί συνδυασμό μιας σειράς
πρωτογενών και δευτερογενών χαρακτηριστικών.
Κοινωνικό φύλο
(Gender)
Οι κοινωνικά κατασκευασμένοι ρόλοι, συμπεριφορές, δραστηριότητες με βάση
το φύλο.
SOGIESC (Sexual
Orientation, Gender
Identity, gender
Expression and Sex
Characteristics)
Ακρωνύμιο που αναφέρεται στον σεξουαλικό προσανατολισμό, sτην ταυτότητα
φύλου, sτην έκφραση φύλου και sτα χαρακτηριστικά φύλου.
Άτομα με διαφορετικά
SOGIESC
Ο γενικός όρος για όλα τα άτομα των οποίων ο σεξουαλικός προσανατολισμός,
η ταυτότητα φύλου, η έκφραση φύλου ή/και τα χαρακτηριστικά φύλου τα
τοποθετούν εκτός των πολιτισμικά επικρατουσών κατηγοριών.
ΛΟΑΤΚΙQ+
(LGBTQIA+)
Ακρωνύμιο για τις λεσβίες, τα ομοφυλόφιλα άτομα, τα αμφιφυλόφιλα, τα τρανς,
τα ίντερσεξ, τα queer άτομα. Το σύμβολο συν (+) αντιπροσωπεύει άτομα με
ποικίλα SOGIESC που προσδιορίζονται χρησιμοποιώντας άλλους όρους. Σε
ορισμένα πλαίσια, οι όροι ΛΟΑ, ΛΟΑΤ ή ΛΟΑΤΚΙ+ χρησιμοποιούνται για την
αναφορά σε συγκεκριμένους πληθυσμούς. Μπορούν να προστεθούν επιπλέον
χαρακτήρες, όπως το Α για τα asexual, agender άτομα ή τα σύμμαχα, το 2S για
τα άτομα «Two-Spirit» ή το P για τα πανσεξουαλικά άτομα. Σε διάφορες
περιοχές, η σειρά των γραμμάτων ποικίλλει, π.χ. LGBTQI+ ή GBLTQI+. Τα
ακρωνύμια που σχετίζονται με τα SOGIESC δεν είναι στατικά αλλά συνεχίζουν
να εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου. Για να διασφαλιστεί η
συμπερίληψη, θα πρέπει να εφαρμόζονται με σεβασμό των ατόμων ή των
πληθυσμών στους οποίους αναφέρονται.
ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα
Τα ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματα αποτελούν κοινωνικά κινήματα που υπερασπίζονται
τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα στην κοινωνία. Αν και δεν υπάρχει μια κεντρική οργάνωση
που να εκπροσωπεί όλα τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα και τα συμφέροντά τους,
υπάρχουν πολλές οργανώσεις για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων οι
οποίες δραστηριοποιούνται παγκοσμίως. Η πρώτη οργάνωση που προώθησε τα
δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων ήταν η Επιστημονική-Ανθρωπιστική
Επιτροπή (Wissenschaftlich-humanitäres Komitee), η οποία ιδρύθηκε το 1897
στο Βερολίνο. Ένας κοινός στόχος αυτών των κινημάτων είναι τα ίσα
Θα πρέπει να σημειωθεί πως σε κάποια σημεία του κειμένου παρουσιάζεται και ορολογία η οποία είναι
παθολογικοποιητική για την κοινότητα. Γνωρίζουμε ότι, δυστυχώς, ακόμη στον νομικό χώρο είναι πολύ συχνό το
φαινόμενο της χρήσης ορολογίας μη αποδεκτής από την κοινότητα, γι’ αυτό και έχουμε συμπεριλάβει παρωχημένους
όρους όπως τους έχουμε βρει σε διάφορα κείμενα, νομικά και μη (πάντα με σχετική αναφορά στο γεγονός ότι είναι
παθολογικοποιητικοί και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται) και τους αποδεκτούς που στηρίζονται στην προστασία των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς ο οδηγός στοχεύει στο να ενημερώσει και να ξεκαθαρίσει τι δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται και τι πρέπει. Προσοχή! όροι που θεωρούνται στιγματιστικοί ή προβληματικοί για την κοινότητα
φέρουν το σύμβολο του αστερίσκου (*).
1
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
19
δικαιώματα για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, όπως η άρση της ποινικοποίησης της
ομοφυλοφιλίας ή η σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Άλλα έχουν
επικεντρωθεί στην οργάνωση κοινοτήτων ΛΟΑΤΚΙ+ ή επικεντρώνονται στην
απελευθέρωση της ευρύτερης κοινωνίας από την αμφιφοβία, την ομοφοβία, την
τρανσφοβία, την ιντερφοβία κλπ. Τα ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματα που οργανώνονται
σήμερα, συχνά συνδυάζουν ένα ευρύ φάσμα ακτιβισμού και δραστηριοτήτων
που υλοποιούνται μέσα από τη συγκρότηση κοινωνικών ομάδων με κοινούς
στόχους, την άσκηση πολιτικών πιέσεων, τις πορείες στους δρόμους, την τέχνη,
την έρευνα, αλλά και χάρη στη διάχυση των δραστηριοτήτων τους τόσο σε
παραδοσιακά όσο και σε διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης.
Pride
Μια ετήσια εκδήλωση για την υποστήριξη των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων (λεσβιών,
ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων, τρανσέξουαλ και ίντερσεξ). Το Pride έχει τη
μορφή εορταστικής παρέλασης στην οποία, με το πέρασμα των χρόνων, τείνουν
να συμμετέχουν όλο και περισσότερα άτομα εκτός της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.
Εργασία στο σεξ
Σεξεργασία
Ο όρος «εργασία στο σεξ» αποτελεί τον πλέον προτιμώμενο όρο για την
αναφορά στον χώρο της βιομηχανίας του σεξ. Αντικαθιστά τον παρωχημένο
όρο «πορνεία», όπως και ο όρος «σεξεργάτρια» αντικαθιστά τους όρους
«εκδιδόμενη» ή «πόρνη». Η εργασία στο σεξ οφείλει να γίνεται αποδεκτή ως
εργασία από το κοινωνικό σύνολο και τα δικαιώματα των εργαζόμενων στον
χώρο αυτό πρέπει να προστατεύονται. (βλ. https://redumbrella.org.gr/)
Ομοφυλόφιλος*
Άτομο του οποίου η ρομαντική, συναισθηματική ή/και σωματική έλξη είναι
προς άτομα του ίδιου φύλου. Να σημειωθεί ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, ειδικά
στην αγγλική γλώσσα, ο όρος «ομοφυλόφιλος» μπορεί να θεωρείται ένας
ξεπερασμένος κλινικός όρος που πρέπει να αποφεύγεται. Οι όροι «gay» ή
«λεσβία» ενδεχομένως να προτιμώνται. Ωστόσο, ο όρος παραμένει αποδεκτός
σε πολλά μη αγγλόφωνα περιβάλλοντα.
(Homosexual)
Ετεροφυλόφιλος
(Straight)
Άτομο του οποίου η ρομαντική, συναισθηματική ή/και σωματική έλξη αφορά
άτομα διαφορετικού φύλου.
Μονοσέξουαλ*
(Monosexual)
Αποκλειστικά ετεροφυλόφιλος ή ομοφυλόφιλος.
Αμφιφυλόφιλος*
Αμφισεξουαλικός
Bi/Bisexual
Άτομο του οποίου η ρομαντική, συναισθηματική ή/και σωματική έλξη αφορά
άτομα περισσότερων του ενός φύλου. Οι όροι Bisexual+ και Bi+
χρησιμοποιούνται μερικές φορές και ως όροι-ομπρέλα για μη μονοφυλόφιλες
ταυτότητες.
Πανσέξουαλ
Pansexual
Άτομο του οποίου η ρομαντική, συναισθηματική ή/και σωματική έλξη αφορά
άτομα οποιουδήποτε φύλου.
Ασέξουαλ
Asexual
Ένα άτομο που μπορεί να νιώθει λίγη ή καθόλου ρομαντική ή συναισθηματική
έλξη, αλλά γενικά δεν βιώνει σεξουαλική έλξη. Η ασεξουαλικότητα μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ως όρος-ομπρέλα που περιλαμβάνει εντός της τους demisexual,
greysexual και άλλους όρους.
Γκέι
Gay
Άνδρες των οποίων η ρομαντική, συναισθηματική ή/και σωματική έλξη είναι
προς άνδρες. Επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες που έλκονται από
άλλες γυναίκες, αλλά προτιμάται ο όρος «λεσβία».
20
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Λεσβία
Γυναίκα της οποίας η ρομαντική, συναισθηματική ή/και σωματική έλξη αφορά
γυναίκες.
Slut-shaming
Με τον όρο «slut-shaming» νοείται η πρακτική της κριτικής ανθρώπων και
ιδιαίτερα νεαρών γυναικών, οι οποίες θεωρείται ότι «παραβιάζουν» τις
κοινωνικές νόρμες συμπεριφοράς και εμφάνισης αναφορικά με θέματα που
σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα. Ο όρος χρησιμοποιείται για να
επανοικειοποιηθεί η λέξη «slut» ώστε να ενδυναμωθούν οι γυναίκες και τα
κορίτσια αποκτώντας εξουσία επί της δικής τους σεξουαλικότητας. Μπορεί
επίσης να χρησιμοποιηθεί για ομοφυλόφιλους άνδρες, οι οποίοι μπορεί να
αντιμετωπίσουν αποδοκιμασία για σεξουαλικές συμπεριφορές που θεωρούνται
εκτός των κοινωνικά αποδεκτών. Κάποια παραδείγματα slut-shaming
περιλαμβάνουν την κριτική ή την τιμωρία σε περιπτώσεις παραβίασης του
ενδυματολογικού
κώδικα,
σε
περιπτώσεις
όπου
ο/η/το
αποδέκτης/τρια/αποδεκτό του slut-shaming έχει έντονη σεξουαλική ζωή,
επαφές με πολλούς συντρόφους, σεξουαλικές επαφές εκτός γάμου και άλλα.
Σεξουαλικά Διπλά
Πρότυπα (ΣΔΠ)
Τα Σεξουαλικά Διπλά Πρότυπα (Sexual Double Standards) αναφέρονται στη
διαφορετική αξιολόγηση των ετεροφυλόφιλων ανδρών και γυναικών για την
ίδια σεξουαλική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τα παραδοσιακά ΣΔΠ οι άνδρες
σκέφτονται πάντα το σεξ και οι γυναίκες πρέπει να προστατεύουν τη
σεξουαλικότητα τους. Ως αποτέλεσμα, τα παραδοσιακά ΣΔΠ ευνοούν τους
ιδιαίτερα σεξουαλικά ενεργούς ετεροφυλόφιλους άνδρες, καθώς αυτοί
αξιολογούνται θετικότερα από τις γυναίκες που παρουσιάζουν την ίδια
συμπεριφορά. Η αξιολόγηση του επιπολασμού των ΣΔΠ είναι σημαντική για
την κατανόηση της σεξουαλικής υγείας, η οποία σχετίζεται με την ικανότητα
ελεύθερης απόλαυσης και έκφρασης της σεξουαλικότητας. Τα ΣΔΠ έχουν
συσχετιστεί με διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική ζωή, όπως
η σεξουαλική θυματοποίηση, οι σεξουαλικές επιθέσεις, επικριτικές στάσεις
απέναντι στα θύματα, υψηλότερος κίνδυνος απόκτησης σεξουαλικώς
μεταδιδόμενων νοσημάτων και χαμηλότερη σεξουαλική ικανοποίηση.
(Sexual Double
Standards (SDS))
Εκδικητικό πορνό
(Revenge Porn)
Εκδικητικό πορνό (revenge porn) είναι η διανομή εικόνων ή βίντεο που
απεικονίζουν σεξουαλικές στιγμές χωρίς τη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων
ατόμων. Το υλικό μπορεί να έχει ληφθεί από έναν σύντροφο εντός μιας
ερωτικής σχέσης εν γνώσει και με τη συγκατάθεση του υποκειμένου εκείνη τη
στιγμή ή μπορεί να έχει ληφθεί χωρίς τη συγκατάθεσή του. Στόχος του
εκδικητικού πορνό είναι να προκαλέσει δυσφορία, αισθήματα ντροπής, να
εκβιάσει και να στιγματίσει το άτομο.
Αγάπη μεταξύ ατόμων
του ίδιου φύλου (SGL)
Μια φράση που χρησιμοποιείται σε ορισμένες queer κοινότητες. Επινοήθηκε
από την ακτιβίστρια Cleo Manago2 για να εκπροσωπήσει καλύτερα την
κουλτούρα και τις εμπειρίες των ατόμων αφρικανικής καταγωγής.
Cleo Manago (γεννηθείς στις 21/09/1960) Αφροαμερικανός ακτιβιστής και κοινωνικός αρχιτέκτονας που επινόησε τον
όρο «same gender loving» (SGL) ως εναλλακτική λύση για τα αφρικανικής καταγωγής ή μαύρα άτομα που δεν επιθυμούν
να αυτοπροσδιορίζονται ως ομοφυλόφιλοι ή λεσβίες λόγω της ευρωκεντρικής φύσεως της ορολογίας αυτής και των
πρακτικών της κοινότητας. Παράλληλα με τον ακτιβισμό του, είναι επίσης μπλόγκερ και αρθρογράφος. Ο Manago
απορρίπτει τους όρους «γκέι», «αμφιφυλόφιλος» και «λεσβία» επειδή πιστεύει ότι είναι λευκές, ευρωκεντρικά
κατασκευασμένες ταυτότητες που δεν επιβεβαιώνουν πολιτισμικά την κουλτούρα και την ιστορία των ανθρώπων
αφρικανικής καταγωγής. Ο Manago είναι επίσης ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος των Κέντρων Υγείας και Πολιτισμού
AmASSI και Black Men's Xchange (BMX) (βλ. «Cleo Manago». National Black Justice Coalition (NBJC). September 21,
2017. https://beenhere.org/2017/09/21/cleo-manago/).
2
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
21
Σύμμαχος
Ally
Ένα άτομο που υποστηρίζει δημόσια τα ανθρώπινα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+.
Ενώ οι «σύμμαχοι»/τα «σύμμαχα» συχνά ταξινομούνται ως άτομα που δεν είναι
ΛΟΑΤΚΙ+, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα μπορούν επίσης να είναι σύμμαχοι. Για
παράδειγμα, ένας ομοφυλόφιλος, cisgender, ενδοφυλόφιλος άνδρας που
υπερασπίζεται τα δικαιώματα των ίντερσεξ μπορεί να θεωρηθεί «σύμμαχος»
των ίντερσεξ.
Ισότητα των Φύλων
(Gender Equality)
Αναφέρεται στα ίσα δικαιώματα, ευθύνες και ευκαιρίες όλων των ατόμων
ανεξαρτήτως φύλου. Η ισότητα δεν σημαίνει ότι όλα τα άτομα είναι τα ίδια,
αλλά ότι τα δικαιώματα, οι ευθύνες και οι ευκαιρίες δεν εξαρτώνται από το
φύλο που αποδίδεται κατά τη γέννηση, τα χαρακτηριστικά του φύλου, το φύλο
που αποδίδεται από την κοινωνία, την ταυτότητα φύλου ή την έκφραση φύλου.
Η ισότητα των φύλων συνεπάγεται επίσης ότι τα συμφέροντα, οι ανάγκες και
οι προτεραιότητες όλων των ατόμων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Η ισότητα
μεταξύ των ατόμων όλων των φύλων θεωρείται τόσο ζήτημα ανθρωπίνων
δικαιωμάτων όσο και προϋπόθεση και δείκτης της βιώσιμης ανάπτυξης με
επίκεντρο τον άνθρωπο. Όταν υπάρχει ανισότητα μεταξύ των φύλων, τα άτομα
βρίσκονται σε μειονεκτική θέση αναφορικά με τις διαδικασίες λήψης
αποφάσεων και πρόσβασης σε κοινωνικούς και οικονομικούς πόρους. Στο
πλαίσιο της ισότητας των φύλων γίνεται διαθεματική ανάλυση των ποικίλων
οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων που δημιουργούν τις
ανισότητες.
Δίκαιη μεταχείριση με
βάση το φύλο
(Gender Equity)
Η δίκαιη μεταχείριση όλων των φύλων. Η επίτευξη της δίκαιης μεταχείρισης με
βάση το φύλο μπορεί να συνεπάγεται τη λήψη προσωρινών ειδικών μέτρων για
την αντιστάθμιση των ιστορικών και συστημικών προκαταλήψεων και
διακρίσεων που αντιμετωπίζουν τα άτομα όλων των φύλων. Η δίκαιη
μεταχείριση είναι το μέσο. Η ισότητα είναι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Ενσωμάτωση της
διάστασης φύλου
Gender mainstreaming
Μια στρατηγική για την αξιολόγηση των έμφυλων επιπτώσεων κάθε
σχεδιαζόμενης δράσης, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών, του
προγραμματικού σχεδιασμού ή της νομοθεσίας, και για τη διασφάλιση ότι οι
ανησυχίες και οι εμπειρίες του φύλου αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του
σχεδιασμού, της διαμόρφωσης, της εφαρμογής, της ανάλυσης και της
παρακολούθησης των προγραμματισμένων δράσεων.
Ποικιλομορφία φύλου
(Gender diversity)
Η ισότιμη εκπροσώπηση ατόμων από όλο το φάσμα του φύλου.
Διαθεματικότητα
Με τον όρο «διαθεματικότητα» γίνεται αναφορά στο αναλυτικό πεδίο που
χρησιμοποιείται για την κατανόηση των ποικίλων παραγόντων, οι οποίοι
συνθέτουν την κοινωνική και πολιτική ταυτότητα του ατόμου, ενώ ταυτόχρονα
αποτελούν πηγή διακρίσεων και δημιουργίας προνομίων. Το φύλο, η φυλή, η
εθνικότητα, η σεξουαλικότητα, ο αρτιμελισμός/αναπηρία, η θρησκεία, η τάξη,
το βάρος/σωματικότητα συνιστούν άλλοτε προνομιακές και άλλοτε
καταπιεστικές δομές. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να μελετώνται παράλληλα και
με ιδιαίτερη έμφαση στα σημεία όπου αλληλοδιαπλέκονται και τέμνονται.
Αναπηρία
Σύμφωνα με το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας, η βλάβη αφορά τη σωματική
λειτουργία, ενώ η αναπηρία αφορά τη δόμηση της κοινωνίας (Oliver, 1996b).
Ουσιαστικά, με τον όρο «αναπηρία» νοείται ο αποκλεισμός που βιώνει το
άτομο με βλάβη εξαιτίας των εμποδίων που δημιουργούνται λόγω
συμπεριφορών, στάσεων και περιβαλλοντικών παραγόντων. Στα ανάπηρα
άτομα περιλαμβάνονται τα άτομα που έχουν μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές,
22
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
διανοητικές ή αισθητηριακές βλάβες και τα οποία, όταν αλληλεπιδρούν με
διάφορα εμπόδια, μπορεί να μην είναι σε θέση να έχουν μια πλήρη και
αποτελεσματική συμμετοχή στην κοινωνία σε ίση βάση με τα άλλα άτομα. Η
αναπηρία/βλάβη μπορεί να είναι παρούσα από τη γέννηση ή ενδέχεται να
αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Αν και ιστορικά οι
αναπηρίες/βλάβες έχουν αναγνωριστεί μόνο επί τη βάσει ενός στενού συνόλου
κριτηρίων, εντούτοις, έχουν ποικίλες εκφάνσεις.
Προσβασιμότητα
Με τον όρο «προσβασιμότητα» γίνεται λόγος για τη δυνατότητα των ατόμων
με αναπηρία/βλάβη να έχουν πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες. Ακόμη, ο όρος
αναφέρεται στον βαθμό στον οποίο μια δομή είναι προσβάσιμη σε άτομα με
οιονδήποτε βαθμό αναπηρίας/βλάβης.
Ρομά
Οι Ρομά αποτελούν μια ινδοάρια εθνοτική ομάδα που παραδοσιακά είχε έναν
νομαδικό τρόπο ζωής. Στην Ευρώπη, οι Ρομά έχουν ανά καιρούς συνδεθεί με
τη φτώχεια, έχουν κατηγορηθεί για υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας και για
συμπεριφορά που θεωρείται αντικοινωνική ή ακατάλληλη από τον υπόλοιπο
ευρωπαϊκό πληθυσμό. Από την πλευρά της πολιτείας, οι προσπάθειες οργανικής
ενσωμάτωσης των Ρομά πληθυσμών έχουν κριθεί αναποτελεσματικές ή/και
ανεπαρκείς. Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο όρος «Ρομά» έχει καθιερωθεί και
χρησιμοποιείται ευρέως σε δημόσια έγγραφα, νομικά κείμενα κτλ., ενώ οι εν
λόγω κοινότητες χρησιμοποιούν επίσης τον όρο «τσιγγάνος/τσιγγάνοι».
Προσφύγισσες
Πρόκειται για θηλυκότητες που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο
μόνιμης διαμονής τους για διάφορους λόγους. Οι προσφύγισσες εξακολουθούν
να υφίστανται πολλαπλές μορφές έμφυλης βίας, διακρίσεις και εκμετάλλευση.
Μετανάστριες
Πρόκειται για θηλυκότητες που εγκαταλείπουν τον τόπο μόνιμης διαμονής τους
για διάφορους λόγους, συνήθως προς εύρεση εργασίας. Σε πολλές περιπτώσεις,
οι μετανάστριες βιώνουν πολλαπλές μορφές έμφυλης βίας, διακρίσεις και
εκμετάλλευση.
Διακρίσεις λόγω
αναπηρίας
(Disability
discrimination)
Αναφέρεται σε οποιαδήποτε μορφή διάκρισης, αποκλεισμού ή περιορισμού της
πρόσβασης επί τη βάσει της αναπηρίας/βλάβης που έχει ως σκοπό ή
αποτέλεσμα την υποβάθμιση ή την ακύρωση της αναγνώρισης, απόλαυσης ή
άσκησης, σε ίση βάση με τα άλλα άτομα, όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων
και των θεμελιωδών ελευθεριών σε πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά,
πολιτιστικά, ή σε οποιαδήποτε άλλα ζητήματα. Περιλαμβάνει όλες τις μορφές
διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης εύλογων διευκολύνσεων προς
τους ανθρώπους με αναπηρία/βλάβη.
Ένδοσεξ
Endosex
Όρος που περιγράφει ένα άτομο το οποίο γεννήθηκε με χαρακτηριστικά φύλου
που ταιριάζουν στις τυπικές δυαδικές αντιλήψεις περί αρσενικών και
γυναικείων σωμάτων. Ένα άτομο με ενδοφυλικό φύλο μπορεί να ταυτίζεται με
οποιαδήποτε ταυτότητα φύλου ή σεξουαλικό προσανατολισμό ή έκφραση
φύλου.
Έμφυλος ρόλος
Ένα σύνολο κοινωνικών προτύπων που υπαγορεύουν ποιοι τύποι συμπεριφοράς
θεωρούνται κοινωνικά αποδεκτοί, κατάλληλοι ή επιθυμητοί για ένα άτομο με
βάση το βιολογικό φύλο ή το κοινώς αντιληπτό βιολογικό ή κοινωνικό του
φύλο.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
23
Αρρενωπότητες
Θηλυκότητες
Αναφέρονται στον βαθμό στον οποίο τα άτομα θεωρούν τα εαυτά τους ως
«αρσενικό» ή «θηλυκό» δεδομένου του τι σημαίνει να είσαι «άνδρας» ή
«γυναίκα» στην κοινωνία. Επειδή οι θηλυκότητες και οι αρρενωπότητες είναι
ταυτότητες φύλου, διαμορφώνονται από κοινωνικο-πολιτισμικές διαδικασίες
και είναι πλουραλιστικές και δυναμικές, ήτοι διαφοροποιούνται ανάλογα με την
κουλτούρα και το άτομο. Καθώς πρόκειται για κοινωνικούς ορισμούς, είναι
δυνατόν ένα άτομο να είναι θηλυκό και να θεωρεί τον εαυτό του αρρενωπό ή
αρσενικό
και
να
θεωρεί
τον
εαυτό
του
θηλυκό
(https://genderedinnovations.stanford.edu/terms/femininities.html). Εάν και
είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε όλες τις αρρενωπότητες και θηλυκότητες,
στον συγκεκριμένο οδηγό χρησιμοποιούνται ευρέως οι όροι «άνδρας» και
«γυναίκα», καθώς οι νόμοι αλλά και η πλειοψηφία των πηγών που έχουμε
χρησιμοποιήσει κινούνται μέσα στο συγκεκριμένο δίπολο.
Cis/Cisgender
Άτομο του οποίου η ταυτότητα φύλου και το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη
γέννηση ταυτίζονται.
Τρίτο φύλο
(βιολογικό/κοινωνικό)
Πρόκειται για έννοιες κοινές σε πολλούς πολιτισμούς. Οι όροι αυτοί
αναφέρονται σε άτομα που δεν ταυτοποιούνται ως άνδρες ή γυναίκες ή των
οποίων το φύλο δεν γίνεται αντιληπτό ως αρσενικό ή θηλυκό, ή/και σε άτομα
των οποίων η ταυτότητα φύλου δεν ταιριάζει με το φύλο που τους έχει
αποδοθεί. Χρησιμοποιούνται συνήθως στη Νότια Ασία.
Δυσφορία (κοινωνικού)
φύλου*
Μια διάγνωση που περιλαμβάνεται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο
Ψυχικών Διαταραχών (DSM-V) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και
αναφέρεται στη διαταραχή κατά την οποία το υποκείμενο βιώνει ένα αίσθημα
αποσύνδεσης μεταξύ των χαρακτηριστικών φύλου και της ταυτότητας φύλου.
Ο όρος αυτός αντικατέστησε τη «διαταραχή ταυτότητας φύλου», αλλά
παραμένει αμφιλεγόμενος καθώς κατατάσσει τις ποικίλες ταυτότητες φύλου σε
ιατρικές καταστάσεις. Πολλά transgender άτομα, οργανώσεις και ο ΟΗΕ έχουν
ζητήσει τη μεταρρύθμιση των ιατρικών ταξινομήσεων για την
αποπαθολογικοποίηση των διαφορετικών ταυτοτήτων φύλου. Ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) δεν θεωρεί πλέον την ταυτότητα διαφορετικού
φύλου ως ψυχική ασθένεια και χρησιμοποιεί τη δυσφορία φύλου στη Διεθνή
Ταξινόμηση Ασθενειών (ICD11), με ισχύ από τον Ιανουάριο του 2022, η οποία
χαρακτηρίζεται από μια έντονη και επίμονη αναντιστοιχία μεταξύ του βιωμένου
φύλου ενός ατόμου και του αποδιδόμενου φύλου. Ο όρος «δυσφορία φύλου»,
εντούτοις, θεωρείται παρωχημένος, στιγματιστικός και δεν γίνεται πλέον
αποδεκτός από τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.
Χρήση του «x»
Υποδεικνύει ουδετερότητα φύλου (π.χ. Latinx αντί για Latina ή Latino- Mx.
αντί για Ms. ή Mr.) ή συμπερίληψη των ίντερσεξ, των τρανς και των ατόμων με
άλλα διαφορετικά φύλα (π.χ. womxn αντί για γυναίκες).
Gender non-conforming
(Μη συμμορφούμενο
φύλο)
Συμπεριφορά ή εμφάνιση που δεν ευθυγραμμίζεται με τις επικρατούσες
πολιτισμικές προσδοκίες οι οποίες σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο φύλο. Ο
όρος μπορεί να ισχύει για όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως SOGIESC.
Μετάβαση (Transition)
Η διαδικασία αλλαγής της εξωτερικής παρουσίασης του φύλου ενός ατόμου
ώστε να είναι περισσότερο σύμφωνη με την ταυτότητα φύλου του. Η μετάβαση
συνήθως πραγματοποιείται σε μεγάλο χρονικό διάστημα και μπορεί να
περιλαμβάνει την ενημέρωση της οικογένειας, των φίλων και των συναδέλφων,
τη χρήση διαφορετικού ονόματος από εκείνο που αρχικά δόθηκε στο
υποκείμενο, την υιοθέτηση διαφορετικής αντωνυμίας ή/και τίτλου, διαφορετικό
24
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
ντύσιμο, αλλαγή ονόματος ή/και φύλου σε νομικά έγγραφα, και υποβολή σε
ορμονοθεραπεία ή/και άλλη θεραπεία. Σε ορισμένες χώρες, η χειρουργική
επέμβαση αποτελεί προϋπόθεση για τη νομική αναγνώριση του φύλου, γεγονός
που αποτελεί παραβίαση των κανόνων των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα
δικαιώματα.
Deadnaming
(Χρήση παλαιού
ονόματος)
Πρόκειται για την πρακτική της χρήσης του παλαιού ονόματος για την αναφορά
σε ένα transgender ή μη δυαδικό άτομο. Το παλαιό όνομα μπορεί να είναι αυτό
που δόθηκε στο άτομο κατά τη γέννησή του ή αυτό που χρησιμοποιούσε προτού
αποφασίσει να κάνει τη μετάβαση. Το deadnaming ενδεχομένως να γίνεται
ακούσια, εντούτοις μπορεί να υποκρύπτει μια εκούσια προσπάθεια άρνησης,
γελοιοποίησης ή απόρριψης της νέας ταυτότητας φύλου του ατόμου.
Θεραπεία
επιβεβαίωσης/βεβαίωσης
(κοινωνικού) φύλου
(Gender
confirmation/affirming
treatment)
Η θεραπεία επιβεβαίωσης του φύλου ή βεβαίωσης του φύλου αναφέρεται σε
ιατρικές παρεμβάσεις που μπορεί να αποτελούν μέρος της μετάβασης. Δεν
επιλέγουν όλοι οι άνθρωποι ή δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά ιατρικές
παρεμβάσεις, όπως η ορμονοθεραπεία ή η χειρουργική επέμβαση. Οι όροι
«προεγχειρητική» (pre-op) ή «μετεγχειρητική» (post-op) θα πρέπει να
αποφεύγονται διότι μπορεί να υπονοούν ότι τα transgender άτομα που δεν
υποβάλλονται σε ιατρική παρέμβαση υστερούν. Οι όροι «χειρουργική
επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου» και «επέμβαση αλλαγής φύλου» είναι
παρωχημένοι και πρέπει να αποφεύγονται.
Passing
Άτομα που γίνονται αντιληπτά από τους άλλους ως cisgender ή ετεροφυλόφιλα
(επίσης αποκαλούμενα straight-passing). Τα άτομα που «περνούν» είναι
λιγότερο εκτεθειμένα στη βία και τις διακρίσεις, αλλά συνήθως πρέπει να
κρατούν κρυφή τη διαφορετική ταυτότητα φύλου ή τον σεξουαλικό
προσανατολισμό τους ή τα χαρακτηριστικά φύλου τους για να διατηρήσουν ένα
επίπεδο ασφάλειας. Το «πέρασμα» δεν αποτελεί στόχο για όλα τα άτομα με
διαφορετικό SOGIESC και δεν είναι εφικτό για πολλά εξ αυτών λόγω
περιστασιακών, οικογενειακών, ιατρικών, φυσιολογικών και οικονομικών
εμποδίων.
Coming out/ Come out
Προερχόμενοι από τις αμερικανικές ομοφυλοφιλικές κοινότητες στις αρχές του
20ού αιώνα, οι όροι αυτοί περιγράφουν μια διαδικασία αυτοαποδοχής κατά την
οποία τα άτομα αναγνωρίζουν την ταυτότητά τους και στη συνέχεια τη
μοιράζονται με άλλα. Οι όροι αναφέρονται επίσης σε ένα άτομο που πρέπει να
μοιραστεί με άλλα άτομα το διαφορετικό SOGIESC του, ανεξάρτητα από το αν
η αποκάλυψη είναι επιθυμητή, κάτι που μερικές φορές αποκαλείται
αναγκαστικό outing. Για παράδειγμα, αυτό μπορεί να συμβεί όταν ένα άτομο
πρέπει να μοιραστεί λεπτομέρειες σχετικά με τον/την/το σύζυγό του ίδιου
φύλου ή να δείξει μια ταυτότητα που δεν αντικατοπτρίζει την έκφραση του
φύλου του. Η έννοια και η εμπειρία του coming out δεν αποτελεί ειδική
συνθήκη για κάθε πολιτισμό, συμπεριλαμβανομένης της Δύσης.
Coming in/
Letting in
Η διαδικασία πρόσκλησης κάποιου ατόμου στον προσωπικό σας χώρο και η
αποκάλυψη του διαφορετικού σας SOGIESC. Μπορεί να αντιπροσωπεύει με
μεγαλύτερη ακρίβεια τις εμπειρίες εκείνων που βρίσκονται σε συνθήκες όπου
δεν είναι ασφαλές να κάνουν «come out».
Απόκρυψη
(Concealment)
Περιγράφει την πράξη του να κρατά κανείς κρυφό το SOGIESC του, είτε ως
προσωπική προτίμηση είτε για να αποφύγει την πρόκληση σωματικής ή
ψυχικής βλάβης. Όταν η απόκρυψη γίνεται για την αποφυγή του στιγματισμού,
των διακρίσεων και της κακοποίησης, μπορεί να έχει ένα ευρύ φάσμα
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
25
σωματικών και ψυχολογικών συνεπειών για την υγεία. Η απόκρυψη για την
αποφυγή βλάβης μπορεί να αναφέρεται ως «αναγκαστική απόκρυψη».
Outed/ Public outing
Η δημοσιοποίηση του SOGIESC ενός ατόμου χωρίς τη συγκατάθεση ή τη
γνώση του, συχνά για κακόβουλους σκοπούς.
Questioning
Ένας όρος που περιγράφει τα άτομα που διερευνούν το SOGIESC τους.
Νομική αναγνώριση
ταυτότητας φύλου των
τρανς ατόμων
Πολλές χώρες αναγνωρίζουν το δικαίωμα των transgender ατόμων να
διορθώνουν το φύλο τους στα επίσημα έγγραφα, όπως τις εθνικές ταυτότητες ή
τα διαβατήρια. Ορισμένες χώρες, όπως η Αυστραλία, το Μπαγκλαντές, η
Γερμανία, το Νεπάλ, η Ισλανδία, η Ινδία, το Πακιστάν και η Νέα Ζηλανδία,
αναγνωρίζουν επιπλέον ένα τρίτο κοινωνικό ή βιολογικό φύλο που
αναπαρίσταται ως Ο, Τ ή Χ στα επίσημα έγγραφα. Πολλοί από αυτούς τους
εθνικούς νόμους έχουν επικριθεί ως απρόσιτοι για τα transgender άτομα και τα
άτομα με άλλες, διαφορετικές, ταυτότητες φύλου. Υπάρχει και η αναγνώριση
φύλου των ίντερσεξ ατόμων, των μη δυαδικών ατόμων ή γενικότερα ατόμων
εκτός του διπόλου γυναίκα/άνδρας, για την οποία γίνεται σχετική αναφορά στην
ενότητα 3.5.
Νόμοι περί σοδομισμού*
Ένα είδος νόμου που απαγορεύει το πρωκτικό σεξ μεταξύ συναινούντων
ενηλίκων, τόσο σε μη εμπορικό όσο και σε ιδιωτικό πλαίσιο, ή/και τις
σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Ενώ οι νόμοι περί
σοδομισμού μπορεί να απαγορεύουν το πρωκτικό σεξ μεταξύ cisgender ανδρών
και γυναικών, συνήθως εφαρμόζονται δυσανάλογα σε βάρος ατόμων
διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.
Νόμοι γενικής
εφαρμογής*
Νόμοι οι οποίοι δεν απευθύνονται ειδικά σε άτομα με διαφορετικά SOGIESC,
αλλά οι οποίοι χρησιμοποιούνται δυσανάλογα εναντίον τους ως τρόπος
αστυνόμευσης της έκφρασης της ταυτότητάς τους. Σε αυτούς μπορεί να
περιλαμβάνονται οι νόμοι περί «δημοσίας αιδούς».
Πολιτική ένωση
Επίσημη αναγνώριση των δεσμευμένων σχέσεων στις οποίες συμμετέχουν
άτομα που δεν θεωρούνται νομικά ότι ανήκουν στο ίδιο φύλο. Σε ορισμένες
χώρες, οι πολιτικές ενώσεις παρέχουν πολλά από τα δικαιώματα, οφέλη και
προνόμια που παρέχουν οι γάμοι διαφορετικού φύλου, αλλά όχι όλα. Σε αυτά
συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα δικαιώματα αναφορικά με τη
φορολογία, τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης, την οργάνωση της περιουσίας
και τις ιατρικές αποφάσεις. Σημειωτέον, ενώ η πλειοψηφία των Αρχών
εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τους όρους «ίδιου φύλου», «αντίθετου φύλου»
και «διαφορετικού φύλου», ο ΟΗΕ ορίζει τον σεξουαλικό προσανατολισμό σε
σχέση με την έλξη φύλου.
Εγκλήματα μίσους
Πράξεις που συνιστούν αδίκημα σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο και
υποκινούνται από γενικότερη μεροληπτική στάση ή προκατάληψη έναντι
συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων. Τα εγκλήματα μίσους μπορεί να
περιλαμβάνουν απειλές, υλικές ζημιές, επιθέσεις και δολοφονίες.
Αντίληψη
Σε αυτό το πλαίσιο, αναφέρεται στην πράξη της αντίληψης και της δημιουργίας
μιας εικόνας για τα άλλα άτομα με γνώμονα το SOGIESC τους. Αυτή συχνά
βασίζεται σε στερεότυπα και μπορεί να γίνεται με ασυνείδητο τρόπο.
26
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Ομο-, Bi-, Τρανσ- και
Ιντερσεξισμός*
(Homo-, Bi-, Trans- and
Intersexmisia)
Το μίσος ή η αντιπάθεια για τους ομοφυλόφιλους ή τις λεσβίες, τα
αμφιφυλόφιλα άτομα, τα transgender άτομα ή τα ίντερσεξ άτομα, αντίστοιχα,
που μπορεί να εκδηλώνεται με συμπεριφορά αποκλεισμού, στιγματισμό,
παρενόχληση, διακρίσεις ή/και βία. Αν και δεν είναι σε κοινή χρήση, έχουν
πρόσφατα εγκριθεί από την UN-GLOBE, την ομάδα που εκπροσωπεί τo
ΛΟΑΤΚΙ+ προσωπικό στον ΟΗΕ, ως πιο ακριβείς από την ομοφοβία, την
αμφιφοβία, την τρανσφοβία και την ιντερ(σεξ)φοβία.
Ομο-, Bi-, Τρανσ- και
Ιντερ(σεξ)φοβία*
(Homo-, Bi-, Trans- and
Intersexphobia)
Ο φόβος απέναντι στα ομοφυλόφιλα ή τις λεσβίες, στα αμφιφυλόφιλα, στα
transgender ή στα ίντερσεξ άτομα, αντίστοιχα, ο οποίος μπορεί να εκδηλώνεται
με συμπεριφορά αποκλεισμού, στιγματισμό, παρενόχληση, διακρίσεις ή/και
βία. Αυτή η ορολογία, ίσως, θεωρείται ξεπερασμένη και ανακριβής από
ορισμένους που προτιμούν τους όρους που τελειώνουν σε «-ισμός».
Ετεροσεξισμός*/
Ετεροκανονικότητα
Η θεώρηση της ετεροφυλοφιλίας ως ανώτερης. Η παραδοχή ότι όλοι οι
άνθρωποι είναι ετεροφυλόφιλοι.
Cissexism*/
Cisnormativity
Η θεώρηση των cisgender ατόμων ως ανώτερων. H παραδοχή ότι όλοι οι
άνθρωποι είναι cisgender.
Homonormativity*
Η παραδοχή ότι οι κανόνες και οι αξίες της ετεροφυλοφιλίας πρέπει να
αναπαράγονται και να επιτελούνται μεταξύ ομοφυλόφιλων ατόμων. Η
ομοκανονικότητα προκρίνει επιλεκτικά την ομοφυλοφιλία του cisgender που
δημιουργεί ζευγάρια και είναι μονογαμική, άξια κοινωνικής αποδοχής.
Μονοσεξισμός*
Η προώθηση της μονοφυλοφιλίας ως ανώτερης ή πιο νομιμοποιημένης από την
αμφιφυλοφιλία, την πανσεξουαλικότητα ή άλλους μη μονοφυλόφιλους
προσανατολισμούς, υποθέτοντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι μονοφυλόφιλοι.
Σεξουαλική Διάκριση*
Μια συγκεκριμένη μορφή διάκρισης που εκδηλώνεται στο πλαίσιο του σεξ ή
του ρομαντισμού. Αυτή μπορεί να εκδηλώνεται όταν κάποιο άτομο δεν έλκεται
σεξουαλικά ή ρομαντικά από κάποιο άλλο άτομο λόγω της φυλής ή/και της
εθνικότητάς του.
Έμφυλη βία (Gender
Based Violence, GBV)
Οποιαδήποτε πράξη βίας που έχει ως στόχο ένα άτομο με βάση το φύλο του.
Περιλαμβάνει πράξεις που προκαλούν σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική
βλάβη ή βασανισμό, απειλές τέτοιων πράξεων, εξαναγκασμό και αυθαίρετη
στέρηση της ελευθερίας, είτε αυτή αφορά τη δημόσια είτε την ιδιωτική ζωή. Η
έμφυλη βία περιλαμβάνει τη βία κατά ατόμων με βάση το SOGIESC τους,
επειδή τα διάφορα SOGIESC συχνά εκλαμβάνονται ως παραβίαση των
κανόνων του φύλου.
Σεξουαλική βία που
σχετίζεται με
συγκρούσεις (ConflictRelated Sexual violence,
CRSV)
Περιστατικά ή μοτίβα σεξουαλικής βίας σε περιβάλλοντα συγκρούσεων,
μετασυγκρουσιακών καταστάσεων ή περιόδων πολιτικών συγκρούσεων που
περιλαμβάνουν βιασμό, σεξουαλική δουλεία, εξαναγκαστική πορνεία,
εξαναγκασμένη εγκυμοσύνη, αναγκαστική στείρωση ή οποιαδήποτε άλλη
μορφή σεξουαλικής βίας. Η σεξουαλική βία που σχετίζεται με συγκρούσεις
κατά των ατόμων με ποικίλα SOGIESC έχει αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ ως
μορφή έμφυλης βίας που συχνά υποκινείται από ομοφοβικά, αμφιφοβικά και
τρανσφοβικά κίνητρα.
Άνδρες που κάνουν σεξ
με άνδρες (Men who
Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί ευρέως σε άτομα στα οποία
έχει αποδοθεί το φύλο του άνδρα και τα οποία επιδίδονται σε σεξουαλική
δραστηριότητα με άλλα άτομα στα οποία έχει επίσης αποδοθεί το ανδρικό φύλο,
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
27
have Sex with Men,
MSM)
ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αυτοπροσδιορίζονται. Η κατηγορία
αυτή περιλαμβάνει τους cisgender άνδρες που κάνουν σεξ με transgender
γυναίκες ή με μη δυαδικά άτομα που τους αποδίδεται το ανδρικό φύλο και το
αντίστροφο. Δεν περιλαμβάνει τους transgender άνδρες που κάνουν σεξ με
cisgender άνδρες ή transgender γυναίκες.
Γυναίκες που κάνουν σεξ
με γυναίκες (Women
who have Sex with
Women, WSW)
Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί ευρέως σε άτομα στα οποία
αποδίδεται το γυναικείο φύλο και τα οποία επιδίδονται σε σεξουαλική
δραστηριότητα με άλλα άτομα στα οποία έχει επίσης αποδοθεί το γυναικείο
φύλο, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο αυτοπροσδιορίζονται. Για
παράδειγμα, η κατηγορία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει cisgender γυναίκες που
κάνουν σεξ με transgender άνδρες ή μη δυαδικά άτομα που τους έχει αποδοθεί
το γυναικείο φύλο. Δεν περιλαμβάνει τις transgender γυναίκες που κάνουν σεξ
με γυναίκες του ίδιου φύλου ή με transgender άνδρες.
Χοντρότητα
Η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο έχει περισσότερα κιλά από όσα είναι
κοινωνικά αποδεκτό, όπου είναι δηλαδή παχύτερο από το κοινωνικά αποδεκτό,
ανεξαρτήτως μεγέθους. Η λέξη «χοντρότητα» και «χοντρός/η» στο παρόν
κείμενο έχει ουδέτερη, περιγραφική, και όχι αρνητική χροιά. Ο όρος
«χοντρότητα», όπως και ο όρος «κουίρ», έχει επανοικειοποιηθεί από
φεμινιστικές χοντρακτιβιστικές ομάδες.
Μικρό πάχος (Small
fat)*
Αναφέρεται σε άτομα που φορούν τα μικρότερα μεγέθη από το φάσμα των
υπερμεγέθων ρούχων. Συνήθως δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εύρεση
ρουχισμού που να καλύπτει τις ανάγκες τους.
Μεσσαίο πάχος (Mid
fat)*
Αναφέρεται σε άτομα που βρίσκονται στο μέσο του φάσματος των
υπερμεγέθων ρούχων. Αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εύρεση ρούχων που
να καλύπτουν τις ανάγκες τους και γίνονται αποδέκτες κοινωνικών και δομικών
διακρίσεων που σχετίζονται με το μέγεθος των ρούχων που φορούν.
Μεγάλο πάχος (Large fat
ή Lane Bryant fat)*
Πρόκειται για άτομα που αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα στην εύρεση
ρούχων που να καλύπτουν τις ανάγκες τους και πέφτουν θύματα τόσο
κοινωνικών όσο και δομικών διακρίσεων με βάση το μέγεθος του ρούχου.
Εντούτοις, αυτή η κατηγορία ατόμων μπορεί ακόμα να βρει ρούχα στο μέγεθός
της σε ένα κατάστημα Lane Bryant, κατάστημα γυναικείων ενδυμάτων μεγάλου
μεγέθους, απ’ όπου και πήρε το όνομά της.
Superfat (Υπερπάχος)*
Αναφέρεται σε άτομα που δέχονται διαφόρων μορφών διακρίσεις με βάση το
πάχος τους. Μεταξύ άλλων, δεν μπορούν να βρουν ρούχα στο μέγεθός τους,
ενίοτε δεν τους επιτρέπεται η πρόσβαση σε δημόσιους χώρους ή σε ιατρική
περίθαλψη.
Infinifat (Άπειρο πάχος)* Αναφέρεται στα άτομα που κανένα μέγεθος ρούχου δεν καλύπτει τις ανάγκες
τους. Πρόκειται για όρο συμπληρωματικό, ο οποίος υπέρκειται του «superfat».
Death fat (Θανάσιμο
πάχος)*
Ο όρος αυτός αποτελεί την ακραία εκδοχή του «infinifat» και επιχειρεί να
αποτελέσει σάτιρα αναφορικά με τους υποτιθέμενους κινδύνους που κρύβει το
αυξημένο πάχος για την υγεία.
Χοντροφοβία
Η αρνητική προκατάληψη απέναντι στα χοντρά άτομα. Η χοντροφοβία μπορεί
να εκδηλωθεί μη λεκτικά, λεκτικά, αλλά και με σωματική βία.
28
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Fat shaming
Fat shaming είναι ο υποβιβασμός, η χλεύη και η γελοιοποίηση χοντρών ατόμων,
αλλά και η σωματική βία εναντίον τους επειδή είναι χοντρά.
Body shaming
Μορφή εκφοβισμού, που είτε λαμβάνει χώρα διά ζώσης, είτε διαδικτυακά.
Ειδικότερα, με τον όρο «body shaming», εννοούμε την πράξη ή την τακτική να
κρίνουμε αρνητικά κάποιο άτομο με βάση την εικόνα του σώματός του, με
αποτέλεσμα να αισθάνεται πολύ άσχημα για το σώμα και την εξωτερική του
εμφάνιση. Κατά κανόνα, τα άτομα δέχονται την πιο δριμεία κριτική και
αισθάνονται ντροπή για το σώμα τους όταν είναι υπέρβαρα ή λιποβαρή ή όταν
δεν ταιριάζει ο δικός τους σωματότυπος με την κυρίαρχη, κάθε φορά, άποψη
της κοινωνίας για την «ιδανική» εικόνα σώματος.
Προκαταλήψεις λόγω
βάρους (Weight bias)
Αρνητικές στάσεις και πεποιθήσεις για τους άλλους οι οποίες προκύπτουν από
λανθασμένες αντιλήψεις και στερεότυπα σχετικά με το βάρους τους.
Στιγματισμός λόγω
πάχους (Fat stigma)
Ενέργειες κατά των χοντρών ατόμων που μπορεί να προκαλέσουν αποκλεισμό
και περιθωριοποίηση οδηγώντας σε ανισότητες, όπως για παράδειγμα στην
περίπτωση που χοντρά άτομα δεν λαμβάνουν επαρκή υγειονομική περίθαλψη ή
υφίστανται διακρίσεις στον χώρο εργασίας ή στο εκπαιδευτικό περιβάλλον.
Διακρίσεις με βάση την
εξωτερική εμφάνιση
(Appearance
discrimination)
Πρόκειται για διακρίσεις που σχετίζονται με την εξωτερική εμφάνιση του
ατόμου και αφορούν την άνιση μεταχείρισή του λόγω αυτής. Εν προκειμένω,
μπορεί να γίνει λόγος για άνιση μεταχείριση του ατόμου εξαιτίας του πάχους
του.
Κουλτούρα της δίαιτας
Αφορά τη νοοτροπία που θέλει το αδύνατο σώμα να είναι δείκτης ομορφιάς και
αυτοσκοπός που πρέπει να επιτευχθεί με οποιοδήποτε κόστος.
Πολυγαμία
Η πολυσυντροφικότητα δεν είναι το ίδιο με την πολυγαμία. Η τελευταία
έγκειται στην τέλεση γάμου μεταξύ πολλών ατόμων ταυτόχρονα. Η
πολυσυντροφικότητα δεν περιλαμβάνει κατ’ ανάγκην γάμο.
Συναινετική μη
μονογαμία (Consensual
non monogamy (CNM))
Η συναινετική μη μονογαμία (CNM) περιγράφει κάθε σχέση στην οποία
όλοι/όλες/όλα οι/τα συμμετέχοντες/ουσες/α συμφωνούν ρητά να έχουν
πολλαπλές ταυτόχρονες σεξουαλικές, στενές ή/και ρομαντικές σχέσεις. Οι
συγκεκριμένες συμφωνίες στο πλαίσιο των σχέσεων CNM μπορεί να
ποικίλλουν, ανάλογα με το τι χρειάζονται και τι θέλουν οι σύντροφοι.
Ανοιχτή σχέση
Κάθε σχέση που είναι συναινετικά μη μονογαμική.
Πολυσυντροφικότητα ή
πολυερωτισμός
(polyamory)
Η πολυσυντροφικότητα αποτελεί μια πρακτική ή φιλοσοφία όπου κάποιος έχει
ή είναι ανοιχτός στο να έχει πολλούς ερωτικούς συντρόφους ταυτόχρονα, με τη
γνώση και τη συγκατάθεση όλων των εμπλεκομένων. Διαφέρει από άλλους
τύπους συναινετικής μη μονογαμίας στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που
επενδύουν σε πολυσυντροφικές ή/και πολυερωτικές σχέσεις τείνουν να είναι
πιο ανοιχτοί στο να ερωτευτούν περισσότερα από ένα άτομα. Οι
πολυσυντροφικοί άνθρωποι μπορεί να εμπλέκονται σε μία σχέση με πολλούς
συντρόφους ή σε πολλές σχέσεις ενός προς έναν.
Ανεξάρτητη
πολυσυντροφικότητα
(solo polyamory)
Ένα είδος πολυσυντροφικής σχέσης που βασίζεται στην ανεξαρτησία. Τα
άτομα που το ασκούν διατηρούν ειλικρινείς παράλληλες σχέσεις χωρίς να
σχηματίζουν ζευγάρια, τριάδες, τετράδες κ.ά.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
29
Πολυφοβία
Είναι προϊόν της μονοκανονικότητας (mononormativity), δηλαδή της
αντίληψης που θεωρεί ότι οι μόνες σοβαρές και ουσιαστικές σχέσεις είναι οι
μονογαμικές.
Εσωτερικευμένη
πολυφοβία
Οι αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις ενός ατόμου απέναντι στις ανοιχτές
σχέσεις. Συνήθως παίρνουν τη μορφή ανασφάλειας, ζήλιας και κτητικότητας.
Μπορούν να εκδηλωθούν και σε πολυσυντροφικά ή πολυγαμικά άτομα.
Μονογαμοειδής
(monogamish)
Η σχέση ενός ζευγαριού που επιτρέπει τις σεξουαλικές επαφές με τρίτα άτομα
αλλά όχι τη δημιουργία άλλων ερωτικών σχέσεων.
Μονοκανονικότητα
(mononormativity)
Ο κοινωνικά κατασκευασμένος κανόνας (νόρμα) της μονογαμίας. Το κυρίαρχο
πρότυπο που παρουσιάζει τη μονογαμία ως το μοναδικό αποδεκτό είδος σχέσης.
Μονοπεϊκή τακτική
(One Penis Policy, OPP)
Η προσπάθεια κάποιων ανδρών να εμποδίσουν τη σύντροφό τους να έχει
ερωτικές επαφές με άλλους άνδρες στο πλαίσιο μιας ανοιχτής σχέσης.
Πολυανδρία (polyandry)
Το έθιμο να παντρεύεται μια γυναίκα δύο ή περισσότερους άνδρες.
Πολυαποκλειστικότητα
(polyfidelity)
Η πολυσυντροφική σχέση μεταξύ τριών ή περισσότερων ατόμων που δεν
επιτρέπει ερωτικές σχέσεις και σεξουαλικές επαφές με άλλα πρόσωπα.
Πολυγυνία (polygyny) ή
πατριαρχική πολυγαμία
(patriarchal polygamy)
Το έθιμο να παντρεύεται ένας άνδρας δύο ή περισσότερες γυναίκες. Ασκείται
σε χώρες ή κοινότητες όπου οι γυναίκες δεν έχουν ίσα δικαιώματα.
Πολυσυντροφικές
οικογένειες
Τρεις ή περισσότεροι άνθρωποι που βρίσκονται σε πολυσυντροφική σχέση,
ζουν μαζί και σε περίπτωση που έχουν παιδιά ενδεχομένως να τα μεγαλώνουν
από κοινού.
Σχεσιακή αναρχία
(relationship anarchy)
Ένα παρακλάδι της πολυσυντροφικότητας. Οι άνθρωποι που την ασκούν δεν
ιεραρχούν τις σχέσεις τους με κριτήριο το σεξ ή τον έρωτα και γενικά
αποφεύγουν την κατηγοριοποίηση και τις νόρμες των σχέσεων.
Συναπόλαυση
(compersion)
Το να χαίρεσαι με τη χαρά που βιώνει ο/η σύντροφός σου στο πλαίσιο μιας
άλλης σχέσης.
Swinging ή ανταλλαγή
συντρόφων
Ομαδικές σεξουαλικές συνευρέσεις που συνήθως γίνονται μεταξύ ζευγαριών,
χωρίς να αποκλείεται και η συμμετοχή μεμονωμένων ατόμων.
Sex Positive
Συχνά ο όρος συνοδεύεται από πολλές παρανοήσεις. Το να είσαι θετικός
απέναντι στο σεξ δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το τι είδους σεξ κάνεις, ούτε με
το πόσο συχνά ή πόσο πολύ κάνεις ή δεν κάνεις σεξ. Θετική στάση σημαίνει να
αποδέχεσαι κάθε έκφανση της σεξουαλικότητας (όταν αυτή είναι συναινετική),
όχι μόνο αυτές που συμβαδίζουν με τη δική σου. Σημαίνει να αναγνωρίζεις τη
σημασία της σεξουαλικής εκπαίδευσης (που στην Ελλάδα είναι σχεδόν
ανύπαρκτη) και του ασφαλούς σεξ. Σημαίνει να δέχεσαι ότι κάποιο άτομο
απολαμβάνει το σεξ συνέχεια και για κάποιο το σεξ είναι αδιάφορο και να τα
υποστηρίζεις και τα δύο εξίσου. Με άλλα λόγια, να σέβεσαι τις σεξουαλικές
επιλογές των άλλων ατόμων και να μην τα στιγματίζεις. Να μην
περιθωριοποιείς τις εργαζόμενες στο σεξ και να υποστηρίζεις τα εργασιακά
τους δικαιώματα. https://sexpositive.gr/?page_id=16
30
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Το Δυαδικό φύλο
Μια παραδοσιακά δυτική αντίληψη που ταξινομεί το φύλο σε δύο διακριτές,
Δίπολο γυναίκα/άνδρας ή «αντίθετες» υποτίθεται μορφές, σε άνδρες/αγόρια και γυναίκες/κορίτσια. Ενώ
πολλοί πολιτισμοί έχουν ιστορικά αναγνωρίσει μια ποικιλία ταυτοτήτων φύλου
δίπολο άνδρα/γυναίκας
με αντίστοιχους ρόλους στην κοινωνία, οι ταυτότητες αυτές μπορεί να έχουν
κατασταλεί με την εξάπλωση του δυτικού αποικισμού. Καθώς αυτές οι
παραδόσεις ανακαλύπτονται εκ νέου και η δυτική κατανόηση εξελίσσεται, είναι
σαφές ότι το δυαδικό σύστημα των φύλων αποτυγχάνει να συλλάβει όλες τις
αποχρώσεις των βιωμένων έμφυλων εμπειριών. Το δυαδικό φύλο έχει επίσης
ιστορικά χρησιμοποιηθεί για την καταπίεση των γυναικών και των ατόμων με
διαφορετικές ταυτότητες φύλου, εμποδίζοντάς τα να ασκήσουν τα ανθρώπινα
δικαιώματά τους και να συμμετέχουν ισότιμα στην κοινωνία. Η γλωσσική
προσκόλληση στο δυαδικό φύλο (για παράδειγμα, με τη χρήση αντωνυμιών
αρσενικού ή θηλυκού γένους, ή με την αναφορά μόνο σε άνδρες, αγόρια,
γυναίκες και κορίτσια), στη συλλογή δεδομένων και στις υπηρεσίες αποκλείει
τα άλλα φύλα και περιορίζει την ικανότητά παροχής κατάλληλη βοήθειας και
σεβασμού στην ποικιλομορφία (diversity).
Έκφραση φύλου
Τα άτομα χρησιμοποιούν μια σειρά από ενδείξεις, όπως ονόματα, αντωνυμίες,
συμπεριφορά,
ενδυμασία,
φωνή,
μανιερισμούς ή/και
σωματικά
χαρακτηριστικά, για να ερμηνεύσουν το φύλο άλλων ατόμων. Η έκφραση
φύλου δεν αποτελεί απαραίτητα ακριβή αντανάκλαση της ταυτότητας φύλου.
Τα άτομα με μη-cis σεξουαλικό προσανατολισμό, ταυτότητα φύλου ή
χαρακτηριστικά φύλου δεν έχουν απαραίτητα και διαφορετική έκφραση φύλου.
Ομοίως, άτομα που δεν έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό,
ταυτότητα φύλου ή χαρακτηριστικά φύλου μπορεί να έχουν διαφορετική
έκφραση φύλου.
Ταυτότητα φύλου
Η βαθιά αισθητή, εσωτερική και ατομική, εμπειρία του φύλου κάθε ατόμου, η
οποία μπορεί να αντιστοιχεί ή να μην αντιστοιχεί με το φύλο που του αποδίδεται
κατά τη γέννηση ή με το φύλο που του αποδίδει η κοινωνία. Αναφέρεται στην
προσωπική αίσθηση του σώματος, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει ή όχι την
επιθυμία για τροποποίηση της εμφάνισης ή της λειτουργίας του σώματος με
ιατρικά, χειρουργικά ή άλλα μέσα.
Χαρακτηριστικά φύλου
Τα φυσικά χαρακτηριστικά κάθε ατόμου που σχετίζονται με το φύλο,
συμπεριλαμβανομένων των χρωμοσωμάτων, των γονάδων, των ορμονών, των
γεννητικών οργάνων και των δευτερευόντων σωματικών χαρακτηριστικών.
Ίντερσεξ
Τα ίντερσεξ άτομα γεννιούνται με χαρακτηριστικά φύλου που δεν ταιριάζουν
στους τυπικούς ορισμούς του αρσενικού και του θηλυκού σώματος. Το ίντερσεξ
είναι ένας όρος-ομπρέλα που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα ευρύ
φάσμα φυσικών σωματικών παραλλαγών. Ορισμένες από αυτές τις παραλλαγές
μπορεί να είναι εμφανείς πριν ή κατά τη γέννηση, ενώ άλλες δεν είναι εμφανείς
παρά μόνο μετά την εφηβεία ή αργότερα, ή μπορεί να μην είναι ποτέ εμφανείς.
Υπάρχουν περισσότερες από 40 παραλλαγές ίντερσεξ. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι
μεταξύ 0,5% και 1,7% του πληθυσμού γεννιέται με ίντερσεξ χαρακτηριστικά.
Ο ξεπερασμένος και στιγματιστικός όρος «ερμαφρόδιτος» απορρίπτεται γενικά
από τα ίντερσεξ άτομα σήμερα, ωστόσο ορισμένα έχουν επιλέξει να τον
επανοικειοποιηθούν. Στα ελληνικά, πολλές φορές χρησιμοποιείται λανθασμένα
ο όρος «μεσοφυλικός-ή-ό», ο οποίος δεν εκφράζει τα ίντερσεξ άτομα καθώς
υπονοεί πως βρίσκονται στη «μέση των δύο φύλων». Έχουν γίνει προσπάθειες
να καταργηθεί εντελώς ο συγκεκριμένος όρος, ειδικά στα δημόσια έγγραφα, και
να χρησιμοποιείται αυστηρά ο εξελληνισμένος όρος ίντερσεξ (ή διαφυλικός),
όπως συμβαίνει ήδη στα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βλ.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
31
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Φεβρουαρίου 2019 σχετικά
με τα δικαιώματα των ίντερσεξ ατόμων). Στην Ελληνική ίντερσεξ κοινότητα ο
όρος αυτός προτιμάται καθώς δεν μπερδεύει το ευρύ κοινό, το οποίο συχνά
συγχέει λανθασμένα τα διεμφυλικά (τρανς) άτομα με τα διαφυλικά (ίντερσεξ)
άτομα. Τα ίντερσεξ άτομα μπορούν να έχουν οποιονδήποτε σεξουαλικό
προσανατολισμό, ταυτότητα φύλου ή έκφραση φύλου.
Αποδιδόμενο φύλο κατά
τη γέννηση
Το φύλο που αποδίδεται σε ένα άτομο κατά τη γέννηση, συνήθως με βάση την
εξωτερική ανατομία του βρέφους. Αναφέρεται επίσης ως φύλο κατά τη γέννηση
ή γενέθλιο φύλο. Οι φράσεις «εκχωρημένο θηλυκό κατά τη γέννηση» (Assigned
Female At Birth - AFAB) και «εκχωρημένο αρσενικό κατά τη γέννηση»
(Assigned Male At Birth - AMAB) αναφέρονται σε άτομα με τυπικά
χαρακτηριστικά αρσενικού ή θηλυκού φύλου, ανεξάρτητα από την ταυτότητα
φύλου τους ή την έκφραση φύλου. Σε κάποια βιβλία υπάρχει η φράση
«εκβιαστικά εκχωρημένο θηλυκό (αρσενικό) κατά τη γέννηση» (CAFAB και
CAMAB), η οποία συνήθως αναφέρεται σε ίντερσεξ άτομα στα οποία
αποδίδεται ένα δυαδικό φύλο, συχνά μέσω μη συναινετικών χειρουργικών
επεμβάσεων.
Κουίρ (Queer)
Παραδοσιακά ένας αρνητικός όρος, ο όρος queer έχει ανακτηθεί από
ορισμένους ανθρώπους και θεωρείται ότι περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα
διαφορετικών σεξουαλικών προσανατολισμών, ταυτοτήτων και εκφράσεων
φύλου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όρος-ομπρέλα για τα άτομα με ποικίλα
SOGIESC, ή ως εναλλακτική λύση στη φράση «άτομα με ποικίλα SOGIESC»
ή το ακρωνύμιο LGBTQI+. Ο όρος «κουίρ» χρησιμοποιείται από πολλούς
ανθρώπους που αισθάνονται ότι δεν συμμορφώνονται με τους οικονομικούς,
κοινωνικούς και πολιτικούς κανόνες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σε ό,τι
αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου και την
έκφραση του φύλου τους.
Τρανς άτομο
Διεμφυλικό άτομο
(Trans/Transgender)
Οι όροι «trans», «transgender» χρησιμοποιούνται από ορισμένα άτομα των
οποίων η ταυτότητα φύλου διαφέρει από αυτό που συνήθως συνδέεται με το
φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση. Οι όροι «trans», «transgender»
καθώς και οι μη δυαδικοί αποτελούν «όρους-ομπρέλα», οι οποίοι
αντιπροσωπεύουν ποικίλους όρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή
της εσωτερικής αίσθησης του φύλου, η οποία διαφέρει από το φύλο που
αποδόθηκε κατά τη γέννηση και το φύλο που αποδίδεται στο άτομο από την
κοινωνία, είτε το άτομο αυτό ταυτοποιείται ως άνδρας, ως γυναίκα, ως «trans»
ή «transgender», είτε ταυτίζεται με κάποιο άλλο φύλο ή είναι χωρίς φύλο.
Transsexual*
Παλαιότερος όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στην Αμερική και προτιμάται
από ορισμένα άτομα των οποίων η ταυτότητα φύλου διαφέρει από το φύλο που
τους έχει αποδοθεί.
MTF/FTM*
Ορισμένες transgender γυναίκες μπορεί να αναφέρονται στην εαυτή τους ως M
to F ή MTF (Male-to-Female) transgender. Κάποιοι transgender άνδρες μπορεί
να αναφέρονται στον εαυτό τους ως F to M ή FTM (Female-to-Male)
transgender. Αυτοί οι όροι μπορεί να θεωρηθούν αμφιλεγόμενοι λόγω της
επικέντρωσής τους στο φύλο που αποδίδεται στους transgender ανθρώπους
κατά τη γέννηση και στον εγγενή αποκλεισμό των μη δυαδικών και άλλων
διαφορετικών ταυτοτήτων φύλου. Για τους λόγους αυτούς, πολλά δυαδικά
τρανς πρόσωπα/άτομα χρησιμοποιούν όρους όπως MtM ή FtF για να
υπογραμμίσουν πως ήταν πάντα το φύλο που ένιωθαν άσχετα με τις εξωγενείς
επιβολές ταυτότητας που υπέστησαν.
32
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Άφυλο άτομο (Agender)
Όρος που περιγράφει άτομα που δεν ταυτίζονται με κανένα κοινωνικό φύλο. Ο
όρος αυτός μπορεί επίσης να περιλαμβάνει άτομα που βιώνουν έλλειψη
κοινωνικού φύλου και άτομα των οποίων το κοινωνικό φύλο είναι ουδέτερο.
Τα agender άτομα έχουν ένα εύρος σεξουαλικών προσανατολισμών,
εκφράσεων φύλου και χαρακτηριστικών φύλου.
Polygender
Πρόκειται για μη δυαδική ταυτότητα φύλου, σύμφωνα με την οποία το άτομο
βιώνει πολλαπλά κοινωνικά φύλα. Αισθάνεται ότι διαθέτει περισσότερες από
μία ταυτότητες φύλου.
Genderqueer
Άτομο που δεν ταυτίζεται ούτε ως άνδρας ούτε ως γυναίκα ή ως συνδυασμός
φύλων. Πρόκειται για άτομα που εκφράζουν το φύλο τους με τρόπους που
αψηφούν τα πολιτισμικά πρότυπα. Δεν ακολουθούν τους κανόνες ή τη
γραμματική του φύλου (Girshick, 2008). Τα άτομα αυτά βλέπουν το δυαδικό
φύλο ως ανασταλτικό παράγοντα και αισθάνονται ότι η ταυτότητά τους
βρίσκεται έξω από αυτό (Richards & Barker, 2015). Τα άτομα αυτά βιώνουν το
φύλο ως μεταβαλλόμενο με την πάροδο του χρόνου, αισθάνονται ότι είναι ένα
συνεχές, ντύνονται με τρόπο «ανάμειξης φύλου» και πιστεύουν ότι υπάρχουν
περισσότερες κατηγορίες από το αρσενικό και το θηλυκό (Stachowiak, 2017).
Genderfluid
(παρόμοια είναι και η
χρήση του όρου
Genderflux)
Επίθετο που περιγράφει κάποιο άτομο του οποίου το φύλο δεν παραμένει
σταθερό με την πάροδο του χρόνου. Τα άτομα βιώνουν την ταυτότητα ή την
έκφραση του φύλου τους ως περισσότερο ή λιγότερο έντονη σε διαφορετικές
χρονικές στιγμές.
Μη δυαδικό άτομο (nonbinary)
Επίθετο που περιγράφει άτομα των οποίων η ταυτότητα φύλου δεν εμπίπτει στο
δυαδικό σύστημα αρσενικού-θηλυκού. Το «μη δυαδικό» αποτελεί έναν όροομπρέλα που περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία εμπειριών φύλου,
συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με συγκεκριμένη ταυτότητα φύλου εκτός
από αυτή του διπόλου άντρας ή γυναίκα, άτομα που ταυτίζονται με δύο ή
περισσότερα φύλα (bigender ή pan/polygender) και άτομα που δεν ταυτίζονται
με κανένα φύλο (agender). Ο όρος «non-binary» εμφανίζεται και ως
«nonbinary» στην αγγλική γλώσσα (Richards & Barker, 2015).
Αξίζει να σημειωθεί πως ο/το Γιώργος/Ζωρζ Κουνάνης που επιμελήθηκε το
κεφάλαιο «Άτομα εκτός του διπόλου άνδρας/γυναίκα» παρατηρεί πως είθισται
να γίνεται χρήση του όρου «τρανς και μη δυαδικά» πρόσωπα. Αντιπροτείνει να
γίνεται χρήση του όρου «τρανς δυαδικά και μη δυαδικά πρόσωπα» ώστε να μην
υπάρχει η υπόνοια περί μη τρανς ταυτότητας φύλου, της trans non binary
ταυτότητας. Αυτή η αντίληψη συχνά έχει προεκτάσεις ακόμη βαρύτερες εκτός
των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων και είναι εμφανής στη νομική αναγνώριση
ταυτότητας φύλου στην Ελλάδα όπου αγνοήθηκε η τρανς μη δυαδική ταυτότητα
φύλου αποκλείοντας αυτά τα άτομα από την πλήρη αναγνώριση και προστασία.
Drag
(Drag queen)
(Drag king)
Υπερβολική, θεατρική ή/και επιτελεστική παρουσίαση του φύλου. Οι Drag
καλλιτέχνες μπορεί να χρησιμοποιούν μακιγιάζ, σκηνικά, ρούχα και
συμπεριφορές για να παρουσιάσουν μια καρικατούρα του φύλου. Συνήθως, οι
drag καλλιτέχνες παρουσιάζουν ένα φύλο διαφορετικό από το δικό τους (π.χ.
ένα μη δυαδικό άτομο που ντύνεται με αντρικό «drag» και παρουσιάζεται ως
«drag king», ή ένας άνδρας που ντύνεται με θηλυκό «drag» και εμφανίζεται ως
«drag queen»). Οι παραστάσεις drag μπορεί να ενσωματώνουν στοιχεία από την
υψηλή τέχνη, τη μόδα, τον χώρο της showbiz, την κωμωδία και άλλα. Ενώ η
κουλτούρα του drag συνδέεται στενά με τις κοινότητες ΛΟΑΤΚΙ+, οι
καλλιτέχνες του drag δεν έχουν απαραίτητα ποικίλα SOGIESC.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
33
PoMoSexual*
Ο όρος PoMosexual αποτελεί συντομογραφία των όρων «Post Modern
Sexuality», οι οποίοι μεταφράζονται στην ελληνική ως «μεταμοντέρνα
σεξουαλικότητα». Δεν προορίζεται να γίνει μια ετικέτα ικανή να υιοθετηθεί
ευρέως ή να αποτελέσει μια νέα ταυτότητα. Περιγράφει άτομα που δεν έχουν
καθορισμένη σεξουαλικότητα ή/και φύλο. Ο όρος αποτελεί μια αντίδραση και
εκφράζει μια κριτική στάση απέναντι στους σταθερούς όρους φύλου και
σεξουαλικότητας που έχει υιοθετήσει η LGBTQI κοινότητα (Wilchins &
Serano, 1997). Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απομάκρυνση από τη
σεξουαλικότητα και το φύλο ως σταθερές και άκαμπτες κατηγορίες (Queen &
Schimel, 1997).
Ψυχολογική ανδρογυνία* Με τον όρο «ψυχολογική ανδρογυνία» μεταφράζεται ο αγγλικός
«Psychological Androgyny», ο οποίος αναφέρεται στα άτομα που μπορεί να
έχουν τόσο «αρσενικά» όσο και «θηλυκά» χαρακτηριστικά και να
παρουσιάζουν συμπεριφορές οι οποίες εμπίπτουν στους ρόλους και των δύο
φύλων (Wiggins & Holzmuller, 1978). Χρησιμοποιείται για άτομα που
παρουσιάζουν τόσο θετικά όσο και αρνητικά χαρακτηριστικά τα οποία συνήθως
σχετίζονται με τους ρόλους και των δύο φύλων (Berzins et al., 1978). Πρόκειται
για ένα εναλλακτικό μοντέλο ρόλων του φύλου, για έναν δυναμικό και ευέλικτο
προσανατολισμό ζωής για τον οποίο δεν έχει σημασία το αποδιδόμενο φύλο
(Wilson, 1996). Στην ποσοτική της εκδοχή, γίνεται λόγος για συγκρίσιμα
επίπεδα αρσενικών και θηλυκών χαρακτηριστικών στο άτομο (Fitzpatrick et al.,
2005).
Bigender
(Αμφίφυλος)
Πρόκειται για άτομα που εναλλάσσονται μεταξύ σταθερών ανδρικών και
γυναικείων ταυτοτήτων, άλλοτε σε διάστημα μιας ώρας και άλλοτε σε
διαστήματα ετών (Budge et al., 2014). Τα άτομα αυτά συνδυάζουν αρσενικές
και θηλυκές ταυτότητες φύλου (Corwin, 2017).
Ποικιλομορφία φύλου
Με τον όρο «ποικιλομορφία φύλου» μεταφράζεται εδώ ο αγγλικός όρος
«Gender Diverse». Η ποικιλομορφία φύλου αναφέρεται σε ένα άτομο που δεν
συμμορφώνεται απόλυτα με τα πρότυπα ή τις αξίες της κοινωνίας στην οποία
ζει όσον αφορά την έμφυλη σωματική του υπόσταση, την έμφυλη ταυτότητα,
την έκφραση του φύλου του ή έναν συνδυασμό αυτών των παραγόντων (Hines
& Taylor, 2018).
Σεξουαλικός
προσανατολισμός
Η ικανότητα κάθε ατόμου για έντονα ερωτικά συναισθήματα ή/και σωματική
έλξη προς άλλα άτομα. Περιλαμβάνει την ετεροφυλοφιλία, την ομοφυλοφιλία,
την αμφιφυλοφιλία, την πανσεξουαλικότητα και την ασεξουαλικότητα, καθώς
και ένα ευρύ φάσμα άλλων εκφράσεων του σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο
όρος αυτός προτείνεται αντί των όρων «σεξουαλικές προτιμήσεις»,
«σεξουαλική συμπεριφορά», «lifestyle» και «way of life» για την περιγραφή
των συναισθημάτων ή της έλξης ενός ατόμου προς άλλα άτομα.
Σεξουαλική προτίμηση*
Χρησιμοποιείται για να δείξει τη μεγαλύτερη προτίμηση σε συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά έναντι άλλων σε σχέση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό
ενός ατόμου, τα συναισθήματα ή/και τη σωματική έλξη προς άλλα άτομα. Για
παράδειγμα, μπορεί να αφορά τα ψηλά ή κοντά άτομα, τα μελαχρινά ή
καστανόμαυρα άτομα ή/και άλλα χαρακτηριστικά ενός συντρόφου.
Σεξουαλική
συμπεριφορά*
Αφορά το τι κάνει ένα άτομα σεξουαλικά με κάποιο άλλο. Δεν αποτελεί πάντα
ακριβή ένδειξη του σεξουαλικού προσανατολισμού.
34
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Σεξουαλική έλξη*
Με τον όρο «σεξουαλική έλξη» γίνεται αναφορά στη συναισθηματική
αντίδραση που βιώνει το άτομο όταν συναντά κάποιο άλλο άτομο που βρίσκει
σεξουαλικά ελκυστικό. Αυτή μπορεί να στρέφεται προς οποιοδήποτε άτομο
οποιουδήποτε φύλου, ακόμη και προς οποιοδήποτε αντικείμενο. Παρομοίως, με
τον όρο «σεξουαλική ελκυστικότητα» (Sex appeal), γίνεται αναφορά στην
ικανότητα ενός ατόμου να έλκει τα σεξουαλικά ή ερωτικά ενδιαφέροντα άλλων
ατόμων, ενώ αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επιλογή σεξουαλικού
συντρόφου.
Σεξουαλική διέγερση
Με τον όρο «σεξουαλική διέγερση» ή «ερωτική διέγερση» γίνεται αναφορά στη
διέγερση της σεξουαλικής επιθυμίας, κατά τη διάρκεια ή εν αναμονή της
σεξουαλικής δραστηριότητας. Μια σειρά φυσιολογικών αποκρίσεων
εμφανίζονται στο σώμα και το μυαλό ως προετοιμασία για τη σεξουαλική
επαφή και συνεχίζονται κατά τη διάρκεια αυτής. Οι αντιδράσεις των
γεννητικών οργάνων δεν αποτελούν τις μόνες αλλαγές που συμβαίνουν,
εντούτοις είναι αισθητές και απαραίτητες για συναινετική και άνετη
σεξουαλική επαφή.
Ετεροφυλοφιλία
Με τον όρο «ετεροφυλοφιλία» ή «ετεροσεξουαλικότητα» νοείται η ερωτική ή
σεξουαλική έλξη ή η σεξουαλική συμπεριφορά που παρουσιάζεται προς άτομα
του αντίθετου φύλου. Ως σεξουαλικός προσανατολισμός, η ετεροφυλοφιλία
αποτελεί «ένα διαρκές πρότυπο συναισθηματικής, ερωτικής ή/και σεξουαλικής
έλξης» από άτομα του αντίθετου φύλου. Αναφέρεται, ακόμη, στην «αίσθηση
ενός ατόμου για την ταυτότητά του η οποία καθορίζεται από αυτή την έλξη, από
σχετικές συμπεριφορές και από τη συμμετοχή του σε κοινότητα ατόμων που
εμφανίζουν την ίδια έλξη». Τα ετεροφυλόφιλα άτομα αποκαλούνται και στρέιτ
(straight).
Ομοφυλοφιλία*
Με τον όρο «ομοφυλοφιλία» νοείται η ερωτική ή σεξουαλική έλξη ή η
σεξουαλική συμπεριφορά μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Ως σεξουαλικός
προσανατολισμός, η ομοφυλοφιλία αποτελεί ένα διαρκές πρότυπο
συναισθηματικής, ερωτικής ή/και σεξουαλικής έλξης από και προς άτομα του
ίδιου φύλου. Επίσης, αναφέρεται στην αίσθηση ενός ατόμου για την ταυτότητά
του, η οποία καθορίζεται από αυτές τις έλξεις ή από τις σχετικές συμπεριφορές.
Η ομοφυλοφιλία αφαιρέθηκε από τις λίστες των ψυχικών διαταραχών του
Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM) στις
15/12/1973 μετά από τις αλλεπάλληλες πιέσεις του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος.
Αμφισεξουαλικότητα
Με τον όρο «αμφισεξουαλικότητα» ή «αμφιφυλοφιλία» νοείται η
συναισθηματική, ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη ή σεξουαλική
συμπεριφορά, προς άτομα που ανήκουν σε περισσότερα του ενός φύλα.
Ασεξουαλικότητα
Πρόκειται για την έλλειψη σεξουαλικού ενδιαφέροντος και αφορά όλα τα
άτομα ανεξαρτήτως φύλου.
Πανσεξουαλικότητα
Η πανσεξουαλικότητα ή παμφυλοφιλία είναι η σεξουαλική έλξη, αγάπη ή
συναισθηματική έλξη προς άτομα ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού
ή/και ταυτότητας φύλου ή/και χαρακτηριστικών φύλου.
Εγωδυστονικός
Σεξουαλικός
Προσανατολισμός*
Διαγνωστική κατηγορία του DSM-III (η οποία στην τρέχουσα έκδοση DSM-V
έχει αφαιρεθεί πλήρως) και του ICD-10. Σύμφωνα με αυτήν, ενώ η ταυτότητα
φύλου ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν αμφισβητούνται, το άτομο θα
ήθελε αυτά να είναι διαφορετικά και ενδεχομένως να αναζητά θεραπεία για να
το επιτύχει, ήτοι να αλλάξει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Σε κάθε
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
35
περίπτωση, στο εγχειρίδιο διευκρινίζεται ότι κανενός είδους σεξουαλικός
προσανατολισμός δεν αποτελεί διαταραχή.
Penile plethysmography*
(PPG)
Πεϊκή
Πληθυσμογραφία*
Η πεϊκή πληθυσμογραφία ή πληθυσμογραφία πέους (PPG) ή φαλλομετρία είναι
η μέτρηση της ροής του αίματος στο πέος, που συνήθως χρησιμοποιείται ως
υποκατάστατο για τη μέτρηση της σεξουαλικής διέγερσης. Οι πιο συχνά
αναφερόμενες μέθοδοι διεξαγωγής της πληθυσμογραφίας πέους
περιλαμβάνουν τη μέτρηση της περιφέρειας του πέους με έναν μετρητή τάσης
υδραργύρου με λάστιχο ή ηλεκτρομηχανικό μετρητή τάσης, ή τον όγκο του
πέους με έναν αεροστεγή κύλινδρο και φουσκωτή μανσέτα στη βάση του πέους.
Η ογκομετρική διαδικασία εφευρέθηκε από τον Kurt Freund και θεωρείται
ιδιαίτερα ευαίσθητη σε χαμηλά επίπεδα διέγερσης. Ωστόσο, ευρύτερα
χρησιμοποιούνται περιφερειακά μέτρα τα οποία είναι ευκολότερα στη χρήση
και πιο συνηθισμένα σε μελέτες που χρησιμοποιούν κινηματογραφικά ερωτικά
ερεθίσματα.
Vaginal
photoplethysmography
(VPG or VPP)*
Kολπική
Φωτοπληθυσμογραφία*
Η κολπική φωτοπληθυσμογραφία (VPG ή VPP) είναι μια τεχνική που
χρησιμοποιεί φως για τη μέτρηση της ποσότητας αίματος στα τοιχώματα του
κόλπου. Η συσκευή που χρησιμοποιείται ονομάζεται κολπικό φωτόμετρο. Αυτή
η συσκευή χρησιμοποιείται σε μια προσπάθεια να ληφθεί ένα αντικειμενικό
μέτρο της σεξουαλικής διέγερσης μιας γυναίκας. Συνολικά, εμφανίζεται φτωχή
συσχέτιση (r = 0,26) μεταξύ των αυτοαναφερόμενων επιπέδων επιθυμίας των
γυναικών και των μετρήσεων του VPG.
SOGIESC όροι από όλο τον κόσμο (ενδεικτικά)
Acaults
Αργκό όρος στη Βιρμανία που αναφέρεται σε άτομα στα οποία έχει αποδοθεί
το αρσενικό φύλο κατά τη γέννηση και τα οποία αναλαμβάνουν το ντύσιμο και
τους κοινωνικούς ρόλους των γυναικών.
Akavaine*
Ένας όρος των Μαορί από τα Νησιά Κουκ που χρησιμοποιείται για να
περιγράψει τις τρανς γυναίκες.
Bakla
Φιλιππινέζικος όρος της Tagalog που περιλαμβάνει μια σειρά σεξουαλικών και
έμφυλων ταυτοτήτων, αλλά αναφέρεται ιδιαίτερα σε άτομο στο οποίο έχει
αποδοθεί το αρσενικό φύλο κατά τη γέννηση και το οποίο υιοθετεί το ντύσιμο,
τους τρόπους και τους κοινωνικούς ρόλους μιας γυναίκας.
Burrnesha
Ειδικά για τη βόρεια Αλβανία, ο όρος αυτός περιγράφει άτομα στα οποία έχει
αποδοθεί το γυναικείο φύλο κατά τη γέννηση και τα οποία αναλαμβάνουν ή
τους αποδίδεται ταυτότητα ανδρικού φύλου και δίνουν όρκο αγαμίας. Η
πρακτική αυτή αναφέρεται επίσης ως vajzë e betuar, όταν οι γονείς είναι αυτοί
που αποδίδουν το φύλο στο παιδί κατά τη γέννηση ή στην πρώιμη παιδική
ηλικία.
Calabai/Calalai/
Bissu
Ο λαός Bugi του νότιου Sulawesi της Ινδονησίας αναγνωρίζει τρία βιολογικά
φύλα (αρσενικό, θηλυκό, ίντερσεξ) και πέντε κοινωνικά φύλα (άνδρες,
γυναίκες, calabai, calalai και bissu). Τα calabai είναι αρσενικά κατά τη γέννηση
ενώ ενσαρκώνουν μια θηλυκή ταυτότητα φύλου. Τα calalai είναι θηλυκά κατά
τη γέννηση ενώ ενσαρκώνουν ανδρική ταυτότητα φύλου. Τα bissu θεωρούνται
«υπερβατικό φύλο», που είτε περιλαμβάνει όλα τα φύλα είτε κανένα. Τα Bissu
υπηρετούν τελετουργικούς ρόλους στον πολιτισμό των Bugi και μερικές φορές
εξομοιώνονται με τους ιερείς.
36
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Dee/Tom
Όροι που χρησιμοποιούνται στην Ταϊλάνδη, στην Ινδονησία και στις Φιλιππίνες
για να περιγράψουν γυναίκες με θηλυκή έκφραση φύλου (dees) και αρσενική
έκφραση φύλου (toms) που έλκονται από άλλες γυναίκες.
Faʻafafine
Όρος που χρησιμοποιείται στη Σαμόα και στις περιοχές διασποράς της Σαμόα,
ο οποίος δηλώνει τον άνθρωπο του τρίτου φύλου. Έχει παρόμοια σημασία με
τα fakaleitī και māhū.
Fakaleitī
Άτομο από το βασίλειο της Τόνγκα που του αποδίδεται το φύλο του άνδρα κατά
τη γέννησή του και έχει θηλυκή έκφραση φύλου. Ο όρος αυτός είναι παρόμοιος
σε έννοια με τους όρους «faʻafafine» και «māhū».
Μāhū
Ένας όρος που σημαίνει «στη μέση». Στους Kanaka Maoli (Χαβάη), Māori
(Νέα Ζηλανδία), Maohi (Ταϊτή) και άλλους γαλλικούς πολυνησιακούς
πολιτισμούς, περιγράφει άτομα τρίτου φύλου με παραδοσιακούς πνευματικούς
και κοινωνικούς ρόλους μέσα στον πολιτισμό, παρόμοια με τα fakaleiti των
Τόνγκα και τα faʻafafine των Σαμόα.
Takatāpui ή Takataapui
Ένας όρος των Μαορί που παραδοσιακά αναφέρεται σε έναν σύντροφο του
ίδιου φύλου. Πιο πρόσφατα, χρησιμοποιείται ως όρος ομπρέλα που περιγράφει
άτομα σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου με τρόπο που να
περιλαμβάνει την ιθαγενική ταυτότητα. Άλλοι όροι Μαορί και της περιοχής του
Ειρηνικού που χρησιμοποιούνται στη Νέα Ζηλανδία για να περιγράψουν την
ταυτότητα φύλου περιλαμβάνουν τα: aikāne, akavaine, faʻafafine, faafatama,
fakafifine, fakaleiti, māhū, palopa, tangata ira tāne, vakasalewalewa και
whakawahine.
Guevedoche
Ένας όρος που χρησιμοποιείται στη Δομινικανή Δημοκρατία και αναφέρεται σε
ορισμένα άτομα που είναι transgender και δεν ταυτίζονται με τα φύλα του
άνδρα και της γυναίκας.
Hamjensgara
Όρος που χρησιμοποιείται στο Ιράν από άνδρες των οποίων η πρωταρχική έλξη
είναι προς άλλους άνδρες. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται αντί του όρου «γκέι»
από Ιρανούς άνδρες που δεν θέλουν να θεωρηθούν ως δυτικοί ΛΟΑΤΚΙ+
ακτιβιστές. Ο όρος δίνει έμφαση σε έναν τρόπο του ανήκειν σε παραδοσιακές
ιρανικές οικογενειακές δομές.
Hjira
Ένας ευρύς όρος που χρησιμοποιείται στη Νότια Ασία, και ιδιαίτερα στην Ινδία,
ο οποίος μερικές φορές αναφέρεται σε άτομα που δεν προσδιορίζονται ως
άνδρες ή γυναίκες. Σε άλλο πλαίσιο αναφέρεται σε γυναίκες στις οποίες
αποδόθηκε το φύλο του άνδρα κατά τη γέννηση. Αναφέρεται επίσης ως
khawaja, sara και zenana στο Πακιστάν και στη βόρεια Ινδία.
Khanith*
Όρος από το Ομάν που δηλώνει άτομο στο οποίο έχει αποδοθεί το αρσενικό
φύλο κατά τη γέννηση και το οποίο έχει θηλυκή έκφραση φύλου. Παραδοσιακά
ένας υποτιμητικός ή/και ανακριβής όρος, εντούτοις γίνεται προσπάθεια
επανοικειοποίησής του από ορισμένα άτομα.
Kuchu*
Ένας αργκό όρος για τον «ομοφυλόφιλο» στην Ουγκάντα που ήταν
παραδοσιακά αρνητικός, αλλά γίνεται προσπάθεια επανοικειοποίησής του από
ορισμένα άτομα.
Mashoga
Ένας όρος στα Σουαχίλι της Κένυας που υποδηλώνει μια σειρά από ταυτότητες
φύλου. Ενώ χρησιμοποιείται συχνά για τους ομοφυλόφιλους άνδρες, πολλοί
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
37
άνθρωποι που περιγράφονται ως mashoga έχουν καταχωριστεί ως άνδρες κατά
τη γέννηση και έχουν θηλυκή ή μη δυαδική έκφραση φύλου.
Metis
Όρος που χρησιμοποιείται στο Νεπάλ. Αναφέρεται σε ένα άτομο στο οποίο
αποδίδεται το αρσενικό φύλο κατά τη γέννηση και το οποίο έχει θηλυκή
ταυτότητα ή/και έκφραση φύλου.
Mithli
Η σύντομη μορφή του mithli al-jins. Η αγγλική μεταγραφή ενός αραβικού όρου
που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο του οποίου η πρωταρχική
έλξη είναι για κάποιο άτομο του ίδιου φύλου. Δεν θεωρείται υποτιμητικός όρος.
Motsoalle
Ένας όρος των Μπασότο από το Λεσότο που περιγράφει μια γυναίκα σε μια
κοινωνικά αποδεκτή μακροχρόνια σχέση με μία γυναίκα, η οποία μπορεί να
περιλαμβάνει σωματική οικειότητα και να συμβαίνει παράλληλα με την
ετεροφυλόφιλη σχέση του κάθε ατόμου.
Muxe*
Χρησιμοποιείται μεταξύ των Ζαποτέκ της χερσονήσου Oaxacan στο Μεξικό. Ο
όρος «muxe» παραδοσιακά περιγράφει άτομα στα οποία έχει αποδοθεί το
αρσενικό φύλο κατά τη γέννηση και τα οποία έχουν θηλυκή έκφραση φύλου.
Τις τελευταίες δεκαετίες, ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για τους
ομοφυλόφιλους άνδρες.
Shuga/Bujaina*
Όροι στην Τανζανία για τους ομοφυλόφιλους άνδρες (shuga) και τις λεσβίες
(bujaina).
Sistergirl/
Brotherboy*
Όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τα ιθαγενή transgender άτομα
στην Αυστραλία μεταξύ των Αβοριγίνων του Κουίνσλαντ και των κοινοτήτων
Torres Strait Islander. Το sistergirl (ή sistagirl) είναι ένα άτομο που έχει
καταχωριστεί ως άνδρας κατά τη γέννηση και το οποίο ταυτίζεται με το θηλυκό
φύλο και το brotherboy είναι ένα άτομο που έχει γεννηθεί γυναίκα και το οποίο
ταυτίζεται με το ανδρικό φύλο. Τα sistergirls συχνά υιοθετούν έναν ρόλο
γυναικείου φύλου στην κοινότητά τους και τα brotherboys έναν ρόλο ανδρικού
φύλου.
Skesana
Ένας όρος IsiNgqumo που χρησιμοποιείται από τους ομιλητές Bantu στη νότια
Αφρική και τη Ζιμπάμπουε για να περιγράψει άτομα που τους αποδόθηκε το
αρσενικό φύλο κατά τη γέννηση και έχουν γυναικεία ταυτότητα φύλου ή
θηλυκή έκφραση φύλου. Στην ίδια γλώσσα, ο όρος «injonga» αναφέρεται σε
αρσενικούς ομοφυλόφιλους άνδρες.
Tida Wena
Μια ταυτότητα δύο πνευμάτων (two-spirit) του λαού Warao, ενός αυτόχθονος
πολιτισμού της Βενεζουέλας. Ο όρος περιγράφει άτομα που δεν
αναγνωρίζονται ούτε ως άνδρες ούτε ως γυναίκες. Πιστεύεται ότι κατέχουν δύο
πνεύματα και συχνά αναλαμβάνουν το ρόλο του σαμάνου.
Travesti*
Ένας όρος που χρησιμοποιείται στη Νότια Αμερική, ιδιαίτερα στην Αργεντινή,
στη Βραζιλία και στο Περού, για να περιγράψει ανθρώπους που τους
αποδόθηκε το αρσενικό φύλο κατά τη γέννηση και έχουν γυναικεία ταυτότητα
φύλου.
Two-spirit (Δύο
πνεύματα)
Είναι ένας σύγχρονος, παν-ινδιάνικος όρος-ομπρέλα που χρησιμοποιείται από
ορισμένους αυτόχθονες Βορειοαμερικανούς για να περιγράψει τους ιθαγενείς
στις κοινότητές τους που εκπληρώνουν έναν παραδοσιακό τελετουργικό και
κοινωνικό ρόλο τρίτου φύλου (ή άλλης παραλλαγής φύλου) στους πολιτισμούς
38
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
τους. Ένας όρος που ομαδοποιεί τις ταυτότητες φύλου που χαρακτηρίζουν τους
ιθαγενείς πολιτισμούς στη Βόρεια Αμερική και περιλαμβάνει μοναδικούς
όρους, οι οποίοι διαφέρουν μεταξύ των εθνών. Σύμφωνα με την Two-Spirit
Society of Denver, «το Two-spirit αναφέρεται σε έναν άλλο έμφυλο ρόλο που
πιστεύεται ότι είναι κοινός στους περισσότερους, αν όχι σε όλους, τους πρώτους
λαούς του Turtle Island (Βόρεια Αμερική), ο οποίος είχε μια ορθή και αποδεκτή
θέση στις κοινωνίες των ιθαγενών. Αυτή η αποδοχή είχε τις ρίζες της στις
πνευματικές διδασκαλίες που υποστηρίζουν ότι όλη η ζωή είναι ιερή». Για
παράδειγμα, το winkte είναι ένας όρος των Λακότα που σημαίνει «να είσαι σαν
γυναίκα» και nadleehi είναι ένας όρος των Dine (Navajo) που σημαίνει «αυτοί
που μεταμορφώνονται» και αναφέρεται σε μία από τις τέσσερις ταυτότητες
φύλου: αρσενική-θηλυκή, αρσενική-αρσενική, θηλυκή-αρσενική ή θηλυκήθηλυκή.
X-jenda
Ένας ιαπωνικός όρος που περιγράφει άτομα των οποίων η ταυτότητα φύλου δεν
εμπίπτει στο δυαδικό σύστημα. Ο όρος περιλαμβάνει τόσο τα ενδοφυλικά όσο
και τα ίντερσεξ άτομα και συχνά συντομογραφείται FTX (Female to X), MTX
(Male to X) και XTX (X to X).
Berdache*
Ο όρος «berdache» χρησιμοποιείται για να γίνει αναφορά σε ένα ξεχωριστό
τρίτο φύλο που ενσωματώνει τόσο αρσενικά όσο και θηλυκά χαρακτηριστικά
(Ward, 2000). Πρόκειται για έναν παραδοσιακό όρο των ιθαγενών της
Αμερικής για την αναφορά σε άτομα τα οποία ενσαρκώνουν τόσο το
«αρσενικό» όσο και το «θηλυκό» πνεύμα. Θεωρείται ένας ξεπερασμένος και
υποτιμητικός όρος που δημιουργήθηκε από Ευρωπαίους αποίκους ώστε να
χλευάσουν τους two-spirit λαούς (Wilson, 1996).
Στον ανωτέρω πίνακα παρουσιάζονται σωρευτικά οι περιγραφές των όρων που είτε άπτονται των θεμάτων που
διερευνώνται είτε χρησιμοποιούνται σε όλη την έκταση του κειμένου. Οι πιο σημαντικές περιγραφές για κάθε
κεφάλαιο παρουσιάζονται, επίσης, σε ξεχωριστό πίνακα στην αρχή του εκάστοτε κεφαλαίου. Ενδεχομένως εκεί
να υπάρχουν κάποιες μικρές παραλλαγές στην περιγραφή, οι οποίες αποσκοπούν στην πιο στοχευμένη αναφορά
με γνώμονα το θέμα του κεφαλαίου. Τέλος, ο πίνακας δεν είναι εξαντλητικός.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
39
Πηγές
Bailey, J., Vasey, P., Diamond, L., Breedlove, S., Vilain, E., & Epprecht, M. (2016). Sexual Orientation,
Controversy, and Science. Psychological Science in the Public Interest, 17, 45–101.
https://doi.org/10.1177/1529100616637616
Berzins, J. I., Welling, M. A., & Wetter, R. E. (1978). A new measure of psychological androgyny based on the
Personality Research Form. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 46(1), 126–138.
https://dx.doi.org/10.1037//0022-006X.46.1.126
Bilefsky, D. (2013). Are the Roma Primitive, or Just Poor? The New York Times.
Budge, S. L., Rossman, H. K., & Howard, K. A. (2014). Coping and psychological distress among genderqueer
individuals: The moderating effect of social support. Journal of LGBT Issues in Counseling, 8(1), 95–
117. https://dx.doi.org/10.1080/15538605.2014.853641
Case, L. K., & Ramachandran, V. S. (2012). Alternating gender incongruity: A new neuropsychiatric syndrome
providing insight into the dynamic plasticity of brain-sex. Medical Hypotheses, 78(5), 626–631.
https://dx.doi.org/10.1016/j.mehy.2012.01.041
Colour Youth: κοινότητα LGBTQ νέων Αθήνας: https://www.colouryouth.gr/terms/
Corwin, A. I. (2017). Emerging genders: Semiotic agency and the performance of gender among genderqueer
individuals. Gender and Language, 11(2), 255–277. https://dx.doi.org/10.1558/genl.27552
Deadnaming.
(2024).
Στο
https://en.wikipedia.org/w/index.php?title=Deadnaming&oldid=1199033705
EIGE.
(n.d.).
«intersectionality».
resources/thesaurus/terms/1050?language_content_entity=en
Wikipedia.
https://eige.europa.eu/publications-
Fedoroff, P., Kuban, M., & Bradford, J. (2009). Laboratory measurement of penile response in the assessment
of sexual interests. Sex Offenders: Identification, risk assessment, treatment and legal issues, 89–100.
Fitzpatrick, K. K., Euton, S. J., Jones, J. N., & Schmidt, N. B. (2005). Gender role, sexual orientation and suicide
risk. Journal of Affective Disorders, 87(1), 35–42. https://dx.doi.org/10.1016/j.jad.2005.02.020
Girshick, L. B. (2008). Transgender voices: Beyond women and men. Lebanon, NH: University Press of New
England.
Glossary of Disability Terminology. (2015). Glossary of Disability Terminology. Disabled Peoples Association,
Singapore.
Goulet, J. G. A. (1996). The Berdache/Two-Spirit: A comparison of anthropological and native constructions
of gendered identities among the Northern Athapaskans. Journal of the Royal Anthropological Institute,
2(4), 683–701. https://dx.doi.org/10.2307/3034303
Guittar, S. G., & Guittar, N. A. (2015). Intersectionality. In J. D. Wright (Eds.), International Encyclopedia of
the Social & Behavioral Sciences (Second Edition) (σσ. 657–662). Elsevier.
https://doi.org/10.1016/B978-0-08-097086-8.32202-4
Hines, S., & Taylor, M. (2018). Is gender fluid? A primer for the 21st century (the big idea). London, UK:
Thames and Hudson Ltd.
Huberman, J. S., Dawson, S. J., & Chivers, M. L. (2017). Examining the time course of genital and subjective
sexual responses in women and men with concurrent plethysmography and thermography. Biological
Psychology, 129, 359–369. https://doi.org/10.1016/j.biopsycho.2017.09.006
IOM-UN Migration. (2020, updated). SOGIESC-Glossary of terms, IOM LGBTIQ+ Focal Point Jenn
Rumbach. https://www.iom.int/sites/g/files/tmzbdl486/files/documents/IOM-SOGIESC-Glossary-ofTerms.pdf
Oliver, M. (1996b). The Social Model in Context. In: Understanding Disability. London: Palgrave.
https://doi.org/10.1007/978-1-349-24269-6_4
40
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Queen, C., & Schimel, L. (1997). Pomosexuals: Challenging assumptions about gender and sexuality. San
Francisco, CA: Cleis Press.
Richards, C., & Barker, M. J. (Eds.). (2015). The Palgrave handbook of the psychology of sexuality and gender.
Basingstoke, UK: Palgrave Macmillan.
Sex Positive https://sexpositive.gr/?page_id=16
Stachowiak, D. M. (2017). Queering it up, strutting our threads, and baring our souls: Genderqueer individuals
negotiating social and felt sense of gender. Journal of Gender Studies, 26(5), 532–543.
https://dx.doi.org/10.1080/09589236.2016.1150817
Ward, C. A. (2000). Models and measurements of psychological androgyny: A cross-cultural extension of
theory and research. Sex Roles, 43(7/8), 529–552.
Wiggins, J. S., & Holzmuller, A. (1978). Psychological androgyny and interpersonal behavior. Journal of
Consulting and Clinical Psychology, 46(1), 40–52. https://dx.doi.org/10.1037//0022-006X.46.1.40
Wilchins, R. A., & Serano, J. (1997). Read my lips: Sexual subversion and the end of gender. Ithaca, NY:
Firebrand Books.
Wilson, A. (1996). How we find ourselves: Identity development and two spirit people. Harvard Educational
Review, 66(2), 303–318. https://dx.doi.org/10.17763/haer.66.2.n551658577h927h4
Zoller, Ch. (2021). What Terms Like «Superfat» and «Small Fat» Mean, and How They Are Used. teenvogue.
https://www.teenvogue.com/story/superfat-small-fat-how-they-are-used
Πολυσυντροφικότητα (Polyamory) https://polysyntrofikotita.wordpress.com/glossary/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
41
Πίνακας με δικαιωματικές σημαίες
Progress Pride Flag. Πρόκειται για την πιο
επίκαιρη σημαία της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, η
οποία συμπεριλαμβάνει την κατηγορία του
ίντερσεξ.
Πηγή:
https://www.publicdomainpictures.net/ru/viewimage.php?image=529842&picture=-progresspride
Η πιο ευρέως διαδεδομένη σημαία της ΛΟΑΤΚΙ+
κοινότητας.
Πηγή: https://www.deviantart.com/prideflags/art/Gay-LGBT-543925675
Intersex flag. Η σημαία του ίντερσεξ. Πηγή:
https://www.wired.it/scienza/medicina/2018/11/0
8/intersex-giorno-solidarieta/
Genderqueer Pride Flag. Η σημαία της
genderqueer υπερηφάνειας. Πηγή:
https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Gender
queer_Pride_Flag.svg
Transgender flag. Η σημαία της τρανς
κοινότητας. Πηγή:
https://en.wikipedia.org/wiki/Transgender_flag
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
43
Transfeminine flag. Η σημαία για τις τρανς
θηλυκότητες. Πηγή:
https://www.deviantart.com/pride-flags/art/TransWoman-Transfeminine-3-615222585
Transmasculine flag. Η σημαία για τις τρανς
αρρενωπότητες. Πηγή:
https://www.deviantart.com/pride-flags/art/TransMan-Transmasculine-3-615222579
Trans-nonbinary flag. Σημαία για τρανς και μη
δυαδικά άτομα.
https://www.deviantart.com/pride-flags/art/TransNonbinary-726938963
Non binary flag. Σημαία για τα μη δυαδικά
άτομα.
https://www.deviantart.com/prideflags/art/Nonbinary-1-543925806
Genderfluid flag. Σημαία για τα δικαιώματα των
genderfluid ατόμων.
https://www.deviantart.com/prideflags/art/Genderfluid-Genderflexible-1553624905
44
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Polyamory flags. Σημαίες για τα δικαιώματα των
πολυσυντροφικών ατόμων.
https://www.deviantart.com/prideflags/art/Polyamory-4-685703543
https://lavieenqueer.wordpress.com/2019/01/23/le
s-orientations-relationnelles/
https://en.m.wikipedia.org/wiki/File:Polyamory_P
ride_Flag.svg
Monoamory flag. Η σημαία της μονογαμικότητας
ή μονογαμίας. Πηγή:
https://www.deviantart.com/enbygsrd/art/Monoa
mory-Pride-Flag-proposal-634768805
Asexual and Agender flags. Σημαίες για τα
δικαιώματα των ασέξουαλ και agender ατόμων.
Πηγές:
https://www.deviantart.com/prideflags/art/Asexual-2-620630846,
https://www.deviantart.com/prideflags/art/Agender-1-543925289
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
45
Black & LGBTQ Unity Flag. Δημιουργία του
Pete Buttigieg, η σημαία αυτή βρίσκεται στη
διασταύρωση της σύμπραξης της ΛΟΑΤΚΙ+
κοινότητας με την κοινότητα των μαύρων ατόμων
για την προάσπιση των κοινών τους
διεκδικήσεων. Πηγή:
http://kneegrownews.com/pete-buttigieg-releasesnew-black-lgbtq-unity-flag/
Feminist flags. Σημαίες του φεμινιστικού
κινήματος. Πηγές: https://www.freepik.com/freevector/realistic-feminist-flag_12983280.htm
https://www.flagandbanner.com/products/dflag35
mofe_feminist_flag.asp
Anarchist Feminism flag. Αναρχοφεμινιστική
σημαία.
Πηγή:
https://en.m.wikipedia.org/wiki/File:Anarchist_Fe
minism_flag_3.2_ratio.svg
Fat fetish or adipophilia pride flag. Σημαία για
την αποδοχή της χοντρότητας.
Πηγή:
https://sv.m.wikipedia.org/wiki/Fil:Fat_Fetish_Pri
de_Flag_%28proposed%29.png
46
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Σημειώσεις των συγγραφέων
Επισημαίνεται ότι τα πνευματικά δικαιώματα για όλες τις εικόνες που έχουν χρησιμοποιηθεί εντός του
συγγράμματος έχουν ελεγχθεί επιμελώς ως προς τα δικαιώματα χρήσης. Στην πλειονότητά τους, οι εικόνες που
χρησιμοποιήθηκαν παρέχουν ελεύθερη άδεια χρήσης καθώς υπόκεινται στα δικαιώματα χρήσης Creative
Commons 4.0 (για περισσότερα βλ. https://creativecommons.org/licenses/list.en). Όπου δεν συμβαίνει κάτι
τέτοιο, επισημαίνεται εντός του οδηγού ή έχουν γίνει οι απαραίτητες ενέργειες για την απόκτηση των
δικαιωμάτων χρήσης, πάντοτε παραπέμποντας στον αρχικό κάτοχο. Η χρήση διαγραμμάτων ή εικόνων που
έχουν δημιουργηθεί από τη συγγραφική ομάδα επισημαίνεται αναλόγως την περίπτωση. Οι ορισμοί που έχουν
χρησιμοποιηθεί στους πίνακες, αλλά και εντός του κειμένου, αποτελούν στην πλειονότητά τους μετάφραση της
αγγλικής ορολογίας, πάντοτε με παραπομπή στην πηγή από την οποία ελήφθησαν είτε σε κάθε ορισμό είτε
συνολικά για τον πίνακα. Ακόμη, όλοι οι διαδικτυακοί σύνδεσμοι έχουν ελεγχθεί ως προς την ορθότητά και
εγκυρότητά τους μέχρι τις 19/01/2024.
48
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εισαγωγικό σημείωμα
Η ιδέα για τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλιογραφικού οδηγού γεννήθηκε το 2021 όταν στην Ελλάδα
ξεκίνησε το #metoo κίνημα μετά τη δημόσια καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, γνωστής ολυμπιονίκη, για
τη σεξουαλική παρενόχληση την οποία είχε υποστεί. Το συγκεκριμένο κίνημα μπορεί να αφορούσε πρωτίστως
γυναίκες, αλλά συμβόλισε και συμβολίζει το σπάσιμο της σιωπής από άτομα τα οποία είτε έχουν κακοποιηθεί
είτε έχουν γενικότερα υποστεί παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Το κίνημα #metoo έλαβε
μεγάλες διαστάσεις κατά τη διάρκεια μιας χρονιάς κατά την οποία η Ελλάδα βρισκόταν σε εγκλεισμό εξαιτίας
της πανδημίας COVID-19. Μετά από πολλές ώρες στο διαδίκτυο και στενή παρακολούθηση των εξελίξεων,
αναρωτηθήκαμε γιατί η νομική επιστήμη δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά ως ένα εργαλείο
προστασίας όχι μόνο των γυναικών, αλλά και άλλων ομάδων, οι οποίες αποτελούν εξίσου θύματα της
πατριαρχικής κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Παρόλο που η νομική επιστήμη οφείλει να ακολουθεί τις κοινωνικές εξελίξεις καθώς ο νόμος
δημιουργείται και εφαρμόζεται μέσω κοινωνικών διαδικασιών ενώ ταυτόχρονα επηρεάζει άμεσα την κοινωνική
αλλαγή, συνειδητοποιούμε ότι στον νομικό κόσμο δεν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση σχετικά με κοινωνικά
ζητήματα που αφορούν ομάδες ανθρώπων που υφίστανται καθημερινά κατάφωρες παραβιάσεις των
δικαιωμάτων τους εξαιτίας της πατριαρχίας. Εντοπίσαμε ότι το έλλειμμα γνώσεων υφίσταται κυρίως στις
Νομικές Σχολές αφού τα προγράμματα σπουδών, αλλά και το υλικό που χρησιμοποιείται χαρακτηρίζονται από
μία θετικιστική σκοπιά, η οποία δίνει έμφαση αποκλειστικά στον κανόνα δικαίου. Συνεπώς, υπάρχει ελάχιστη
έως μηδενική πληροφορία για το πώς η νομική επιστήμη επηρεάζεται από την κοινωνία, αλλά και το πώς η
κοινωνία επηρεάζει τη νομική επιστήμη. Αυτή η σκοπιά, ίσως να θεωρείται -εσφαλμένα- ότι παρέχεται από την
Κοινωνιολογία Δικαίου ή μαθήματα επιλογής σχετικά με τον Φεμινισμό, αλλά, δυστυχώς, αυτά τα μαθήματα
συνήθως παρέχουν παρωχημένες και μη διεπιστημονικές πληροφορίες, οπότε και πάλι οι φοιτητές/τα
φοιτητά/οι φοιτήτριες δεν ενημερώνονται για σημαντικές κοινωνικο-νομικές εξελίξεις. Η μόνη λύση για να
επικαιροποιηθεί η διδακτική ύλη και να ενημερωθούν τα άτομα που ασχολούνται με τη νομική για τις πιο
πρόσφατες εξελίξεις φαίνεται να είναι η εισαγωγή μαθημάτων από τον κλάδο των κοινωνικο-νομικών σπουδών,
οι οποίες όμως είναι ακόμη ανύπαρκτες στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας ραγδαίας κοινωνικονομικής εξέλιξης, η οποία δεν διδάσκεται στις Νομικές Σχολές, είναι η εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας η οποία
τείνει να γίνεται πιο συμπεριληπτική τα τελευταία χρόνια με τη χρήση του ουδέτερου για άτομα τα οποία δεν
ταυτίζονται με το δίπολο γυναίκα/άνδρας. Παρόμοια χρήση ουδέτερης ως προς το φύλο (gender neutral) ή και
συμπεριληπτικής (inclusive) γλώσσας παρατηρείται πλέον σε νομικά κείμενα ανά τον κόσμο. Πέρα από τα
νομικά κείμενα, πολύ συχνά ακόμη και η καθημερινή γλώσσα που χρησιμοποιείται στη δικηγορία και στον
δικαστικό κλάδο είναι αυστηρά ταυτισμένη με το δίπολο γυναίκα/άνδρας αποκλείοντας άτομα που δεν
ταυτίζονται με αυτό. Η χρήση μη συμπεριληπτικής γλώσσας όχι μόνο αποτυγχάνει να αποτυπώσει το φύλο ως
φάσμα, αλλά είναι και κακοποιητική για άτομα που δεν ταυτίζονται με το δίπολο.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, πρωτεύων σκοπός του συγκεκριμένου οδηγού είναι να
ενημερώσει τα άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη για τις ραγδαίες κοινωνικές και νομικές εξελίξεις
που αφορούν συγκεκριμένες ομάδες ατόμων οι οποίες παραμένουν αόρατες. Ο αρχικός τίτλος του οδηγού ήταν
«Ένας οδηγός για νομικ@» και αυτό γιατί θέλουμε ο τίτλος να είναι απόλυτα συμπεριληπτικός, αλλά και να
επισημάνει πως ακόμη και τα ίδια τα άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη δεν είναι απαραίτητο να
αυτοπροσδιορίζονται πάντα με το δίπολο γυναίκα/άνδρας. Το σύμβολο «@», εάν και για κάποιο χρονικό
διάστημα είχε χρησιμοποιηθεί ευρέως στην ελληνική γλώσσα προκειμένου να είναι πιο συμπεριληπτική,
θεωρήθηκε ότι ήταν μη προσβάσιμο, αφού για παράδειγμα κάποια άτομα δεν μπορούσαν να το διακρίνουν στις
ηλεκτρονικές οθόνες. Για τον λόγο αυτό, πλέον προτιμάται η χρήση του ουδέτερου γένους, αλλά και λέξεων οι
οποίες βρίσκονται σε ουδέτερο γένος. Έτσι, προτιμήσαμε τον όρο «άτομα» ο οποίος είναι ουδέτερος, αντί του
όρου «άνθρωποι» ο οποίος είναι αρσενικού γένους. Επιπλέον, η φράση «άτομα που ασχολούνται με τη νομική
επιστήμη» υπονοεί ότι ο οδηγός απευθύνεται σε όλα τα άτομα που ενδιαφέρονται για την επιστήμη, χωρίς όμως
να είναι αναγκαίο να την έχουν σπουδάσει ή να ασκούν κάποιο επάγγελμα άμεσα συνδεδεμένο με αυτήν.
Ο όρος «queer» στα ελληνικά έχει μεταγραφεί ως «κουίρ», αλλά στον τίτλο και εντός του κειμένου
προτιμήσαμε τον αγγλικό όρο, καθώς δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στα κουίρ άτομα, αλλά γενικότερα στον
queer κλάδο σπουδών. Επίσης πολλά άτομα τείνουν να πληκτρολογούν στις διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης
«queer» με λατινικούς χαρακτήρες, οπότε και ελπίζουμε ότι αυτή μας η επιλογή ίσως να κάνει πιο ορατό τον
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
49
οδηγό. Ως κύριος άξονας της έννοιας του «queer» στις μέρες μας νοείται όχι μόνο η αποστασιοποίηση από τη
δυαδικότητα των φύλων, αλλά γενικότερα από την ετεροκανονικότητα όπως έχει επιβληθεί κοινωνικά, η οποία
με τη σειρά της αποκλείει τα άτομα τα οποία δεν «εμπίπτουν» στους κανόνες της και τα καθιστά αόρατα στην
κοινωνία, αλλά και στον νόμο. Ο συγκεκριμένος βιβλιογραφικός οδηγός επιδιώκει να παραθέσει πληροφορίες
σχετικά με την «αντι-ετεροκανονικότητα» και να περιγράψει ταυτότητες, οντότητες, εμπειρίες, πεποιθήσεις οι
οποίες βρίσκονται εκτός του «ετεροκανονικού» και για αυτό τον λόγο γίνονται πολύ συχνά θύματα διακρίσεων.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο οδηγός επιθυμεί να καλύψει τυχόν ελλείψεις που υπάρχουν στη διδακτική
ύλη, καθώς και στα εγχειρίδια που χρησιμοποιούνται στη νομική επιστήμη, αλλά και στην ανώτατη εκπαίδευση
γενικότερα χάρη στον διεπιστημονικό του χαρακτήρα. Επίσης, έχει ως στόχο να δώσει στις/στα/στους
αναγνώστριες/α/ες την ευκαιρία να πληροφορηθούν για διακρίσεις εναντίον ατόμων τα οποία βρίσκονται εκτός
του ετεροκανονικού και οι φωνές των οποίων συχνά φιμώνονται όπως: γυναίκες (slut-shaming), άτομα με
αναπηρία, πολυσυντροφικά άτομα, χοντρά άτομα, ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα με έμφαση σε άτομα εκτός του διπόλου
γυναίκα/άνδρας, όπως ίντερσεξ άτομα και μη δυαδικά άτομα, αλλά και άτομα τα οποία είναι ασέξουαλ ή
πανσέξουαλ. Οι συγγραφείς προερχόμαστε από τον νομικό και φιλοσοφικό ακαδημαϊκό κλάδο και έχουμε
ενεργή ακτιβιστική δράση προκειμένου να εξασφαλίσουμε ένα διεπιστημονικό αποτέλεσμα με εμπειρικά και
βιωματικά στοιχεία. Όλα τα κεφάλαια τα έχουν επιμεληθεί άτομα τα οποία έχουν σχετική επιστημονική,
ακτιβιστική εμπειρία προκειμένου να διασφαλίσουμε πως οι πηγές και οι ορολογίες που χρησιμοποιούνται δεν
είναι παθολογικοποιητικές. Τα ονόματα των ατόμων που επιμελήθηκαν αφιλοκερδώς το κείμενο βρίσκονται σε
κάθε κεφάλαιο και στην αρχή του οδηγού. Η συγγραφή του περιεχομένου του οδηγού ολοκληρώθηκε γύρω στα
μέσα του 2023, οπότε και αντικατοπτρίζει τις αντίστοιχες εξελίξεις.
Συνοψίζοντας, ο συγκεκριμένος βιβλιογραφικός οδηγός αποτελεί μία πρωτοποριακή μελέτη η οποία
αποσκοπεί στην κατανόηση του αντίκτυπου του νόμου σε διαφορετικές ομάδες, αλλά και στην κριτική του
νόμου από την οπτική γωνία αυτών των ομάδων. Για να το επιτύχουμε αυτό, έχουμε παραθέσει σημαντικές
πληροφορίες στα ελληνικά οι οποίες έως τώρα ήταν διαθέσιμες μόνο στα αγγλικά και αυτό είχε ως αποτέλεσμα
να μην είναι άμεσα προσβάσιμες σε όλο το ελληνικό κοινό. Κάθε ενότητα του κεφαλαίου για τις διακρίσεις
περιέχει και πληροφορίες που υπάρχουν στο διαδίκτυο σχετικά με την κάθε θεματική, προκειμένου να
προϊδεάσει τον αναγνώστη/την αναγνώστρια/το αναγνωστό για τις κοινωνικές αλλαγές που ήδη έχουν επέλθει,
αλλά και που αναδύονται στην Ελλάδα. Με τη σειρά τους αυτές οι αλλαγές είναι πολύ πιθανό να επηρεάσουν
το εθνικό νομικό πλαίσιο, αλλά και τη νομολογία τα επόμενα χρόνια.
Πιο αναλυτικά, ο βιβλιογραφικός οδηγός περιλαμβάνει:
●
Εισαγωγή βασικών queer όρων και ορολογίας όπως χρησιμοποιούνται στη νομική, αλλά και σε άλλες
επιστήμες.
●
Τη σύνδεση της queer θεωρίας με τη νομική επιστήμη καθώς και σύντομη εισαγωγή στον τομέα των
κοινωνικο-νομικών σπουδών οι οποίες εμπεριέχουν τις queer σπουδές.
●
Παρουσίαση ορολογίας, η οποία τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε ο
οδηγός θεωρείται ως συμπεριληπτική και μη κακοποιητική.
●
Διεθνείς και εθνικές νομικές και νομολογιακές εξελίξεις στον συγκεκριμένο τομέα.
●
Επιπλέον βιβλιογραφία αλλά και γενικότερα κάθε είδους πηγή, διαδικτυακή και μη, που θα μπορούσε
να είναι χρήσιμη στην κατανόηση του αντικειμένου.
●
Εικόνες που αναπαριστούν τις πληροφορίες του κειμένου προκειμένου τα άτομα που χρησιμοποιούν
τον οδηγό να εξοικειώνονται με την πραγματικότητα.
Σκοπός του συγκεκριμένου οδηγού είναι:
50
●
Να παράσχει υλικό που θα καλύπτει τις σύγχρονες εξελίξεις στον χώρο των queer νομικών σπουδών
με επίκεντρο τα θέματα διακρίσεων.
●
Να εισαγάγει πληροφορίες που είναι συχνά διαθέσιμες μόνο στην αγγλική γλώσσα μέσα από τις
μεταφράσεις ποικίλων διεπιστημονικών πηγών.
●
Να εξοπλίσει τα άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη με τα κατάλληλα εφόδια προκειμένου
να μπορούν να χειριστούν σχετικά ζητήματα που πολύ πιθανό να συναντήσουν στον κόσμο της
εργασίας ή και στην καθημερινότητά τους.
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Τέλος, απώτερος σκοπός του συγκεκριμένου βιβλιογραφικού οδηγού είναι η μελλοντική εισαγωγή των «queer
νομικών σπουδών» ως διεπιστημονικού κλάδου της νομικής ο οποίος θα περιέχει πληροφορίες για θέματα
πέραν της ετεροκανονικότητας, αλλά και θα αποτελεί ένα ασφαλές περιβάλλον (safe space) για διαλόγους,
συζητήσεις, αναλύσεις και ανταλλαγές εμπειριών που θα συμβάλουν στην αποτελεσματική εξέλιξη της νομικής
επιστήμης.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
51
Κεφάλαιο 1
Τι είναι queer; Εισαγωγή σε βασικούς όρους και έννοιες
Σύνοψη
Η queer θεωρία παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλο εύρος και κατ’ επέκταση κρίνεται σημαντικό να τεθεί το βασικό
ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου αποκτά νόημα και εφαρμόζεται. Ως τέτοια, έχει
στον πυρήνα της τις έννοιες της διαθεματικότητας, του σεβασμού στην ποικιλομορφία και της αποδόμησης
κοινωνικά επιβαλλόμενων κυριαρχικών προτύπων. Το παρόν κεφάλαιο επικεντρώνεται στην εισαγωγή στην queer
θεωρία και τις βασικές έννοιες που τη διέπουν. Βασικός στόχος είναι να εισαχθεί η αναγνώστρια/ο αναγνώστης/το
αναγνωστό σε καίριες έννοιες γύρω από ζητήματα που αφορούν το φύλο, προκειμένου να μπορέσει να κατανοήσει
σε βάθος τις πληροφορίες που ακολουθούν στα επόμενα κεφάλαια του οδηγού.
Προαπαιτούμενη γνώση
Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο γίνεται παρουσίαση της σχετικής ορολογίας και επαναπροσδιορισμός όρων με την
ανάλογη παράθεση κάποιων μεταφραστικών ζητημάτων, τα οποία προκύπτουν κατά τη μεταφορά τους στην
ελληνική γλώσσα. Για την παρακολούθηση αυτού του κεφαλαίου δεν χρειάζεται να διαθέτει ο/η/το
αναγνώστης/στρια/στό προηγούμενη γνώση του θέματος, καθώς στο συγκεκριμένο σημείο παρατίθεται το
γενικότερο σχήμα της θεωρίας και δίδονται οι απαραίτητες κατευθυντήριες για περαιτέρω μελέτη. Εντούτοις, μια
ευρύτερη ευαισθητοποίηση και ένα γνωστικό υπόβαθρο σχετικά με ζητήματα που αφορούν ομάδες που
αμφισβητούν την ετεροκανονικότητα θα ήταν ιδιαίτερα βοηθητική. Ακόμη, κάποιες βασικές φιλοσοφικές γνώσεις
σχετικά με την κριτική θεωρία θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα χρήσιμες εδώ. Σε κάθε περίπτωση, το
αναγνωστό/η αναγνώστρια/ο αναγνώστης παραπέμπεται στα πιο σημαντικά έργα θεωρητικών, όπως ο Foucault
και η Butler, για την καλύτερη κατανόηση και την περαιτέρω μελέτη των κύριων θεμάτων που αναφέρονται στο
παρόν κεφάλαιο.
Μαθησιακά αποτελέσματα
Έπειτα από τη μελέτη του παρόντος κεφαλαίου, το/ο/η αναγνωστό/ης/στρια θα είναι σε θέση να:
-
κατανοεί τις βασικές έννοιες που σχετίζονται με τη θεωρία queer,
αναγνωρίζει τις βασικές φιλοσοφικές θεωρίες που αποτελούν το υπόβαθρο της queer θεωρίας,
-
περιγράψει την εξέλιξη της queer θεωρίας και των βασικών ζητημάτων που σχετίζονται με αυτήν.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
53
1.1 Η σημασία και η χρήση της λέξης queer
Το Λεξικό της Οξφόρδης αναφέρει ότι το ουσιαστικό queer χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με την έννοια
«ομοφυλόφιλος» από τον Μαρκήσιο του Queensbury, το 1894. Το Concise New Partridge Dictionary of Slang
αναφέρει ότι το επίθετο queer πήρε τη σημασία της λέξης «ομοφυλόφιλος» περίπου το 1914, κυρίως στις
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), και σημειώνει ότι ήταν ένας υποτιμητικός όρος για όσα άτομα
αποκαλούσαν έτσι τους άνδρες ομοφυλόφιλους, αλλά παράλληλα υπήρχαν δείγματα της χρήσης του όρου από
την ίδια την κοινότητα με σκοπό τον αυτοπροσδιορισμό (Partridge, 2008, σ. 524). Αργότερα, το 1965, στην
έκδοση του Websters New World Dictionary, College Edition, η λέξη queer, ως ουσιαστικό και επίθετο,
αναφέρεται ως αργκό (μη προσβλητική) για τον ομοφυλόφιλο. Το λεξικό Websters New World College
Dictionary, επεξηγεί τη λέξη queer ως εξής: «[Σλανγκ] ομοφυλόφιλος: σε γενική χρήση, εξακολουθεί να είναι
κυρίως ένας αργκό όρος περιφρόνησης ή χλευασμού, αλλά τελευταία χρησιμοποιείται από ορισμένους
ακαδημαϊκούς και ομοφυλόφιλους ακτιβιστές ως περιγραφικός όρος χωρίς αρνητικές συνδηλώσεις» (Editors
of Websters New World Coll, 2018). Επιπλέον, σύμφωνα με το λεξικό της αμερικανικής αργκό «στις αρχές της
δεκαετίας του 1990 ο όρος «queer» υιοθετήθηκε ως μη υποτιμητικός προσδιορισμός από ορισμένους
ομοφυλόφιλους, στο πνεύμα της Γκέι Υπερηφάνειας» (Kipfer & Chapman, 2010).
Η χρήση του όρου «queer» ως μη προσβλητική λέξη αλλά και ως μέσο ενδυνάμωσης και
αυτοπροσδιορισμού ταυτίζεται χρονικά με την εμφάνιση του κινήματος για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων
κυρίως εκείνων που ήταν θετικοί στον ιό HIV. Ορισμένες πηγές εντοπίζουν την πρώτη υιοθέτηση του queer ως
θετικού αυτοπροσδιορισμού στην ομάδα Queer Nation (QN), που ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990
ως ριζοσπαστική οργάνωση για την καταπολέμηση της βίας κατά των ομοφυλόφιλων. Σύμφωνα με το
Newsweek, το 1991, το QN είχε δηλώσει πως με τη χρήση του όρου queer μπόρεσε να αφοπλίσει τους
ομοφοβικούς (Perlman, 2019). Το Queer Nation ήταν παρακλάδι του AIDS coalition to Unleash Power (ACT
UP), το οποίο ιδρύθηκε το 1987.
Από το 1990 και μετά, η λέξη queer έχει επεκταθεί πέρα από την έννοια του «ομοφυλόφιλου» (βλέπε
επίσης Κεφάλαιο 3.6 Σεξουαλικός Προσανατολισμός), καθώς συμβολίζει οτιδήποτε είναι πέρα από αυτό που
ορίζει η κοινωνία ως «ετεροκανονικό». Για παράδειγμα, το Κ στο αρκτικόλεξο ΛΟΑΤΚΙ+ συμβολίζει το κουίρ
και χρησιμοποιείται συχνά από άτομα που δεν αποδέχονται τις παραδοσιακές έννοιες φύλων και
σεξουαλικότητας και δεν αυτοπροσδιορίζονται με κάποιον από τους υπόλοιπους όρους του ακρωνυμίου
ΛΟΑΤΙ+ (βλέπε Κεφάλαιο 3.5 Άτομα εκτός του διπόλου γυναίκα/άνδρας). Επιπλέον, μερικά άτομα που δεν
αυτοπροσδιορίζονται ούτε ως άνδρες ούτε ως γυναίκες αυτοπροσδιορίζονται ως genderqueer 3, ενώ άλλα άτομα
που αυτοπροσδιορίζονται με τον ίδιο τρόπο μπορεί να αποκαλούνται gender-fluid4 ή nonbinary5. Θα πρέπει να
σημειωθεί πως η χρήση του όρου queer είναι αμφιλεγόμενη καθώς αρκετά άτομα αλλά και οργανώσεις, τόσο
ΛΟΑΤΚΙ+ όσο και μη ΛΟΑΤΚΙ+ αποδοκιμάζουν τις προσπάθειες για την εδραίωση ή τη χρήση του όρου
επειδή τον θεωρούν προσβλητικό. Παράλληλα, σήμερα η χρήση του από ορισμένα cis ετεροφυλόφιλα άτομα
μπορεί να είναι υποτιμητική ενώ ορισμένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα τον αντιλαμβάνονται ως αργκό που είναι της
μόδας (Βλ. Ryan, 2018). Η διαμάχη σχετικά με τη λέξη queer ίσως να σηματοδοτεί και το κοινωνικό και
πολιτικό χάσμα που υπάρχει στην κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ+. Για παράδειγμα, ο όρος θεωρείται ως ευρωπαϊκός
(δυτικός) από άτομα της κοινότητας που δρουν εκτός Ευρώπης και κατ’ επέκταση δεν τα αντιπροσωπεύει.
Στην ελληνική γλώσσα, το αμετάφραστο της έννοιας queer έγκειται κυρίως στο εύρος των εννοιών που
εμπίπτουν στην εμβέλεια του όρου αυτού. Από το μη κανονικό ως το ανώμαλο και το ομοφυλοφιλικό, οι
προσπάθειες μετάφρασης του όρου οδηγούν σε παρανοήσεις. Είναι χρήσιμο να προστεθεί σε αυτό το σημείο
πως σχετικά με την επανοικειοποίηση ανάλογων όρων στην Ελλάδα και στον Ελληνικό ΛΟΑΤΚΙ+ χώρο, όπως
«πούστης» ή «τραβέλι», η Μαρίνα Γαλανού είχε δηλώσει πως τη βρίσκει προβληματική: «θεωρώ την
επανοικειοποίηση προσβλητικών όρων όπως «πούστης» ή «τραβέλι» προβληματική, όταν το κάνει ένα κίνημα
διεκδίκησης στις δεδομένες συνθήκες της Ελλάδας. Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι τα ίδια επιχειρήματα ισχύουν και
για τη χρήση του επανακειοποιημένου αγγλικού όρου «queer» (αδερφή, παράξενος κτλ.), καθώς ο όρος πλέον
χρησιμοποιείται διεθνώς και υπάρχει ένα ολόκληρο θεωρητικό υπόβαθρο από πίσω. Δεν πρέπει να
Σύμφωνα με την Colour Youth: Ταυτότητες φύλου οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τυπικά «αντρικές» ή
τυπικά «γυναικείες» και δεν εμπίπτουν στη δυαδικότητα του φύλου και την ετεροκανονικότητα.
4
Σύμφωνα με την Colour Youth: Άτομο το οποίο βιώνει την ταυτότητα φύλου του ως ρευστή ή εναλλασσόμενη.
5
Τα non-binary ή αλλιώς στα ελληνικά μη δυαδικά άτομα αναλύονται περαιτέρω στο Κεφάλαιο 3.5 «Άτομα εκτός του
διπόλου γυναίκα/άνδρας».
3
54
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
γενικεύσουμε. Τέλος, όσον αφορά τη χρήση της λέξης «τραβέλι», δεν έχω δει κανένα τρανς κίνημα σε καμία
χώρα να θέλει να επανοικειοποιηθεί την αντίστοιχη αγγλική λέξη trannie ή tranny, που ήταν, είναι και
παραμένει άκρως προσβλητική. Ιδιαίτερα μάλιστα για τους τρανς ανθρώπους, που αντιμετωπίζουν τη
μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό στον μέγιστο βαθμό, θα έβρισκα και βλαπτικές αυτές τις τακτικές
επανοικειοποίησης, καθώς οι τρανς ως η πιο καταπιεσμένη μειονότητα από τους/τις ΛΟΑΤΚΙ+ έχει ανάγκη
περισσότερη ασφάλεια, καθώς και πολιτικές προστασίας από τις διακρίσεις και τους αποκλεισμούς» (Γαλανού,
2014).
1.2 Η queer θεωρία
Η νομική παραγωγή, μοιραία τελούσα εντός κάποιου κοινωνικού πλαισίου, τίθεται αναμφίβολα σε σχέση
αλληλεπίδρασης με κοινωνικές αντιλήψεις και θεωρίες. Μέσα από αυτή την αλληλεπιδραστική σχέση
δημιουργείται η τάση παγίωσης κάποιων «κανονικοτήτων», με ένα κρίσιμο για την εν λόγω συζήτηση
παράδειγμα να είναι αυτό της ετεροκανονικότητας, ή πιο σωστά της «ετεροκανονιστικότητας»6. Η
ετεροκανονιστικότητα δεν έγκειται απλώς στην περιγραφή μιας κανονικής, παγιωμένης κοινωνικής
κατάστασης, αλλά στην ηθική, κανονιστική επιταγή να ενταχθούν τα κοινωνικά μέλη εντός της «επιθυμητής»
κοινωνικής κανονικότητας. Η queer θεωρία έρχεται να προκαλέσει ακριβώς αυτή την αντίληψη περί
κανονικότητας και τις επιβληθείσες εξ αυτής συνέπειες. Ήδη από τη φουκωική ανάλυση (στην οποία θα
αναφερθούμε εν συντομία στη συνέχεια) αναδύονται οι ψηφίδες σύστασης μιας θεωρίας μη κανονικότητας ή
καλύτερα ενός πλαισίου κριτικής της κανονικότητας.
Η προέλευση της queer θεωρίας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με σαφήνεια, καθώς προήλθε από
πολλαπλά κριτικά και πολιτισμικά πλαίσια, όπως ο φεμινισμός, τα γκέι και λεσβιακά κινήματα. Ο ίδιος ο όρος
«queer theory» προήλθε από την εργασία της Teresa de Lauretis το 1991 στο φεμινιστικό περιοδικό
πολιτισμικών σπουδών με τίτλο «Queer Theory: Lesbian and Gay Sexualities». Η ίδια αναλύει τον όρο
σημειώνοντας ότι υπάρχουν τουλάχιστον τρία αλληλένδετα θέματα στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας: α. η άρνηση
της ετεροφυλοφιλίας ως σημείο αναφοράς για τους σεξουαλικούς σχηματισμούς, β. η αμφισβήτηση της
πεποίθησης ότι οι λεσβιακές και γκέι σπουδές είναι μια ενιαία οντότητα και γ. η ισχυρή εστίαση στους
πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η «σεξουαλική προκατάληψη». Η De Laurentis προτείνει
ότι η queer θεωρία θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει όλες αυτές τις κριτικές μαζί και να καταστήσει δυνατή την
επανεξέταση όλων των θεμάτων σχετικά με τη σεξουαλικότητα (de Laurentis, 1991).
Η queer θεωρία ως ακαδημαϊκό εργαλείο προέκυψε εν μέρει από τις σπουδές φύλου και
σεξουαλικότητας που είχαν τις ρίζες τους στις λεσβιακές και γκέι σπουδές και τη φεμινιστική θεωρία. Συνεπώς,
πρόκειται για μια πολύ νεότερη θεωρία, δεδομένου ότι καθιερώθηκε τη δεκαετία του 1990, και αμφισβητεί
πολλές από τις πάγιες ιδέες των περισσότερο καθιερωμένων πεδίων από τα οποία προέρχεται, απορρίπτοντας
την έννοια των καθορισμένων και πεπερασμένων κατηγοριών ταυτότητας, καθώς και τις νόρμες που
δημιουργούν ένα δυαδικό σύστημα «καλών» και «κακών» σεξουαλικοτήτων. Μια από τις βασικές έννοιες της
queer θεωρίας είναι η ιδέα της «ετεροκανονικότητας», η οποία αφορά σε γενικό πλαίσιο τους θεσμούς, τις
δομές κατανόησης και τους πρακτικούς προσανατολισμούς που κάνουν την ετεροφυλοφιλία να φαίνεται όχι
μόνο συνεκτική –δηλαδή οργανωμένη ως σεξουαλικότητα–, αλλά και προνομιούχα (Berlant, 2001, σσ. 432438). Η ετεροκανονικότητα αποτελεί μια κοσμοθεωρία που προωθεί την ετεροφυλοφιλία ως τον φυσιολογικό
ή/και προτιμώμενο σεξουαλικό προσανατολισμό και ενισχύεται στην κοινωνία μέσω των θεσμών του γάμου,
της φορολόγησης και της εργασίας, μεταξύ άλλων. Επίσης, η ετεροκανονικότητα είναι μια μορφή εξουσίας και
Ο όρος «ετεροκανονικότητα» ανταποκρίνεται στη μετάφραση του αγγλικού όρου «heteronormativity», ο οποίος
εμφανίζεται κατά κόρον στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Ωστόσο, αυτός ο όρος αποτελεί σύνθεση των όρων «hetero-»
(έτερο-) και «-normativity» (κανονιστικότητα). Επομένως, αν επιθυμούμε το μετάφρασμα να βρίσκεται πιο κοντά στην
έννοια του όρου «heteronormativity» οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «ετεροκανονιστικότητα». Ακόμη, ο όρος
«κανονικότητα» αυστηρά ορισμένος αποτελεί καθαρά περιγραφικό όρο και δεν θα έπρεπε να έχει αξιολογική χροιά.
Αντιθέτως, ο όρος «κανονιστικότητα» έχει αξιολογική χροιά, καθώς αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο επιβάλλεται η
κανονικότητα, στο «πώς θα έπρεπε να είναι» το κανονικό. Βλ. ενδεικτικά: Waldenfels, B. (2005). Normalité et normativité.
Entre phénoménologie et structuralisme. Revue de métaphysique et de morale, 1, 45, 2005, pp. 57-67. Σε κάθε περίπτωση,
από τη στιγμή που στη βιβλιογραφία εμφανίζονται οι όροι «ετεροκανονικό» και «ετεροκανονικότητα», αυτοί υιοθετούνται
στο παρόν κείμενο για λόγους συνοχής.
6
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
55
ελέγχου που καταπιέζει τόσο τα ετεροφυλόφιλα όσο και τα ομοφυλόφιλα άτομα, μέσω θεσμικών ρυθμίσεων
και αποδεκτών κοινωνικών κανόνων (Berlant, 2001, σσ. 444-447).
Οι/τα queer θεωρητικοί/ες/α βασίζονται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει καθορισμένο «φυσιολογικό»,
παρά μόνο μεταβαλλόμενες νόρμες στις οποίες οι άνθρωποι μπορεί να ταιριάζουν ή να μην ταιριάζουν, και η
κύρια πρόκλησή τους είναι η αμφισβήτηση των δυαδικών συστημάτων με σκοπό την εξάλειψη των διακρίσεων
και των ανισοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, η queer θεωρία δίνει έμφαση στη ρευστή φύση της σεξουαλικότητας
και αμφισβητεί κοινωνικά καθιερωμένες νόρμες και δυϊστικές κατηγορίες με ιδιαίτερη έμφαση στην
αμφισβήτηση των σεξουαλικών, έμφυλων και φυλετικών ταξινομήσεων, ενώ παράλληλα κινείται πέρα από
αυτές τις «δυαδικές τάξεις» με σκοπό να αποδομήσει τις γενικές δυαδικές πολιτικές (Thiel, 2018). Παράλληλα,
η queer θεωρία αναλύει και επικρίνει τα κοινωνικά και πολιτικά πρότυπα, ιδίως όσον αφορά την εμπειρία της
σεξουαλικότητας και του φύλου. Όπως ακριβώς οι φεμινίστριες αντιλαμβάνονται το φύλο ως μια κοινωνικά
κατασκευασμένη δημόσια και πολιτική υπόθεση, έτσι και οι/τα queer θεωρητικοί/ες/ά επιχειρηματολογούν σε
σχέση με τη σεξουαλικότητα και την έκφραση του φύλου (Thiel, 2018).
Όπως ήδη αναλύθηκε, η λέξη «queer» χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τους ομοφυλόφιλους τον
19ο αιώνα. Κατ’ επέκταση, μια κοινή σημασία που αποδίδεται στον όρο περιστρέφεται γύρω από τη μη
συμμόρφωση προς τους ετεροκανονικούς κοινωνικούς κανόνες που αφορούν τη σεξουαλικότητα και το φύλο.
Ως εκ τούτου, η queer προσέγγιση της σεξουαλικής ισότητας και της ισότητας φύλων εμπεριέχει και την
υπεράσπιση των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων, καθώς η queer σκέψη εκφράζει μια πιο ρευστή προοπτική η οποία
έχει ως σκοπό να αμφισβητήσει και να αποδομήσει κοινωνικά καθιερωμένες έννοιες, οι οποίες στερούν την
απόλαυση θεμελιωδών δικαιωμάτων στα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Στις μέρες μας, η διεθνής πολιτική του
σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου και των χαρακτηριστικών φύλου γίνεται όλο και πιο
δημοφιλής καθώς ορισμένα κράτη έχουν ήδη νομοθετήσει για την ισότητα, πολλές φορές προκειμένου να
δείξουν ότι είναι αρκετά «σύγχρονα» ή «δυτικά», ενώ άλλα έχουν ακολουθήσει την εφαρμογή ομοφοβικής
νομοθεσίας7. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δικαιώματα που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό, στην
ταυτότητα και έκφραση φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου 8 πολλές φορές αμφισβητούνται από τους/ις/α
ίδιους/ες/α queer θεωρητικούς/ες/α ως υπερβολικά εξαρτημένα από τα δυτικά φιλελεύθερα πρότυπα των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, και έχουν γίνει σημεία πολιτικής διαμάχης (Thiel, 2018).
Από το 1998 και μετά, η ILGA Europe δημοσιεύει κάθε χρόνο αναφορές σχετικά με την κατάσταση των ΛΟΑΤΙ
δικαιωμάτων στην Ευρώπη βασιζόμενη σε νόμους και πολιτικές που έχει εισάγει το κάθε κράτος. Σύμφωνα με την πιο
πρόσφατη αναφορά που δημοσίευσε το 2023: «Παρά τις έντονες επιθέσεις κατά των ΛΟΑΤΚΙ σε αρκετές χώρες, η ισότητα
εξακολουθεί να προωθείται σε όλη την Ευρώπη. Ενώ ο δημόσιος διάλογος γίνεται όλο και πιο πολωμένος και βίαιος, ιδίως
κατά των τρανς ατόμων, η πολιτική δέσμευση για την προώθηση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ αποδίδει καρπούς. Οι
μεγαλύτερες βαθμολογίες στον χάρτη αφορούν χώρες που εισήγαγαν τη νομική αναγνώριση του φύλου χρησιμοποιώντας
το μοντέλο αυτοδιάθεσης. Τους τελευταίους 12 μήνες οι απαγορεύσεις του ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων των
ίντερσεξ ατόμων (Intersex Genital Mutilation - IGM) ανεβάζουν επίσης τις χώρες στην κατάταξη. Η Ισπανία έκανε άλμα
έξι θέσεων στην τέταρτη θέση με την εισαγωγή της νομικής αναγνώρισης φύλου με βάση τον αυτοπροσδιορισμό,
παράλληλα με την απαγόρευση του IGM, ενώ η Φινλανδία εισήλθε στην πρώτη δεκάδα, και πάλι με άνοδο έξι θέσεων,
και πάλι με τη νομική αναγνώριση φύλου με βάση τον αυτοπροσδιορισμό. Η Ελλάδα ανέβηκε επίσης τέσσερις θέσεις με
την απαγόρευση του IGM. Η ταυτότητα φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου περιλαμβάνονται πλέον στη νομοθεσία κατά
των διακρίσεων και/ή των εγκλημάτων μίσους διαφόρων χωρών, γεγονός που ανεβάζει το Βέλγιο, την Ισλανδία και τη
Μολδαβία στον πίνακα, μαζί με την Ισπανία. Η Μολδαβία έκανε άλμα 14 θέσεων, επειδή ο σεξουαλικός προσανατολισμός
και η ταυτότητα φύλου έχουν συμπεριληφθεί στη νομοθεσία που καλύπτει την απασχόληση, την εκπαίδευση, την παροχή
αγαθών και υπηρεσιών, την υγεία, τα εγκλήματα μίσους και τη ρητορική μίσους. Η Σλοβενία και η Ελβετία άλλαξαν
θέσεις, καθώς και οι δύο χώρες εισήγαγαν τον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και την κοινή τεκνοθεσία. Η Ελβετία
επιτρέπει επίσης την ιατρικώς υποβοηθούμενη γονιμοποίηση για τα ζευγάρια. Η Κροατία επίσης ανέβηκε μία θέση με την
εισαγωγή της τεκνοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια» (https://www.ilga-europe.org/report/rainbow-europe-2023/).
8
Το ακρώνυμο που έχει επικρατήσει διεθνώς για δικαιώματα που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την
ταυτότητα φύλου, την έκφραση φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου είναι το «SOGIESC» που σημαίνει «Sexual
Orientation,
Gender
Identity
and
Expression,
Sex
Characteristics».
Βλ.
https://www.iom.int/sites/g/files/tmzbdl486/files/documents/IOM-SOGIESC-Glossary-of-Terms.pdf
7
56
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
1.3 Σημαντικά queer έργα
Σκοπός αυτής της ενότητας είναι η σύντομη ανασκόπηση πνευματικών έργων τα οποία έχουν θεωρηθεί
σημαντικά για τη δημιουργία και ανάπτυξη της queer θεωρίας. Η επιλογή των έργων έγινε με βάση το
ενδιαφέρον που ενδέχεται να παρουσιάζουν ειδικά για άτομα τα οποία ασχολούνται με τη νομική επιστήμη.
Στην επιπρόσθετη βιβλιογραφία υπάρχουν έργα τα οποία είναι εξίσου ενδιαφέροντα και θα μπορούσαν να τα
συμβουλευτούν οι/τα αναγνώστες/τριες/τα που ενδιαφέρονται να διευρύνουν τις γνώσεις τους σχετικά με την
queer θεωρία.
Michael Foucault (Μισέλ Φουκώ) - Η σεξουαλικότητα ως κοινωνική κατασκευή
Ο φιλόσοφος και ιστορικός Michel Foucault αμφισβήτησε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, σε έργα
όπως Η ιστορία της σεξουαλικότητας (1976), τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αντιμετώπιζε τη
σεξουαλικότητα ως ουσιώδη αλήθεια και όχι ως κοινωνική κατασκευή. Η μέθοδος που έχει χρησιμοποιήσει ο
Foucault είναι γενεαλογική9 επιθυμώντας να ανακαλύψει το σύστημα σκέψης και την ορθολογικότητα που
διέπουν συγκεκριμένες ιδέες και πρακτικές σε συγκεκριμένα ιστορικά και γεωγραφικά πλαίσια (Foucault, 1980,
σσ. 138-145). Για τον Foucault, κάθε πολιτισμός περιέχει ένα συνεκτικό σύνολο διαχωριστικών γραμμών (π.χ.
η απαγόρευση της αιμομιξίας, η οριοθέτηση της τρέλας, ο αποκλεισμός μιας θρησκείας ή θρησκειών) και από
τη στιγμή που ορίζονται τα όρια, εμφανίζεται η δυνατότητα παραβίασής τους. Αυτός ο χώρος της υπέρβασης,
τόσο ο περιορισμένος όσο και ο ανοιχτός, έχει τους δικούς του νόμους κατά τρόπο που για κάθε εποχή συνθέτει
αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «σύστημα υπέρβασης» (Foucault, 1980, σ. 13). Με τη μέθοδο αυτή ο
Foucault θέλησε να προσδιορίσει τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας ως
ανωμαλίας ή παθολογίας και στο να θεωρούνται οι ομοφυλόφιλοι επικίνδυνα άτομα, καθώς αυτή η σύνθεση
της ιδέας της σεξουαλικότητας προωθεί την άσκηση εξουσίας (Foucault, 1980, σσ. 150-152).
Η έρευνα του Foucault αποσκοπούσε στην παραγωγή μιας ανάλυσης που θα μπορούσε να καταδείξει
τη διαδικασία αντικειμενοποίησης. Χρησιμοποιώντας την ιστορία της Δύσης κατέδειξε τους διαφορετικούς
τρόπους με τους οποίους τα ανθρώπινα όντα είναι υποκείμενα που αντικιμενοποιούνται ως τρελά και υγιή,
άρρωστα και υγιή ή εγκληματικά και νομοταγή. Ο Foucault επίσης ανέλυσε το γεγονός ότι η ταυτότητα δεν
είναι έμφυτη και ότι η πολιτική βασίζεται στις ιεραρχίες της επιθυμίας ως μέσου καταπίεσης. Επιπλέον,
σύμφωνα με τον Foucault, η σεξουαλικότητα είναι μια παραγωγή λόγου και όχι απλώς ένα μέρος του
ανθρώπου, κάτι το οποίο προέρχεται από την ευρύτερη ιδέα του ότι η σεξουαλικότητα δεν είναι καταπιεστική
και αρνητική, αλλά παραγωγική και γενεσιουργός. Αυτή η λανθασμένη αναγνώριση της λειτουργίας της
σεξουαλικότητας και των ιεραρχήσεων εξουσίας που σχετίζονται με αυτήν είναι τόσο διαδεδομένη που την
αποκαλεί «υπόθεση καταστολής» (Foucault, 1980, σ. 15) και υποστηρίζει ότι η εξουσία λειτουργεί μέσω του
λόγου για να παράγει τη σεξουαλικότητα ως μια κρυμμένη αλήθεια που πρέπει να ξεριζωθεί και να
προσδιοριστεί σε όλες τις εκδηλώσεις της:
Η κοινωνία που αναδύθηκε τον δέκατο ένατο αιώνα –αστική, καπιταλιστική ή βιομηχανική κοινωνία,
πείτε την όπως θέλετε– δεν αντιμετώπισε το σεξ με μια θεμελιώδη άρνηση αναγνώρισης. Αντιθέτως,
έθεσε σε λειτουργία έναν ολόκληρο μηχανισμό παραγωγής αληθινών λόγων σχετικά με αυτό. Όχι μόνο
μίλησε για το σεξ και υποχρέωσε τους πάντες να το κάνουν – έβαλε επίσης στόχο να διατυπώσει την
ενιαία αλήθεια του σεξ (Foucault, 1980, σ. 69).
Χρησιμοποιώντας την προσφιλή του μεθοδολογία, ήτοι εξετάζοντας την ιστορία της έννοιας και εντοπίζοντας
τη γενεαλογία αυτής, λέει για τη σεξουαλικότητα:
Οπωσδήποτε, εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια τώρα, ένας πολύπλοκος μηχανισμός έχει στηθεί για να
παράγει γύρω από το σεξ Λόγους αληθινούς: ένας μηχανισμός που κάνει ένα μεγάλο ιστορικό άλμα,
αφού συνδέει το παλιό πρόσταγμα της ομολογίας με τις μεθόδους της κλινικής ακρόασης. Και ακριβώς
Βλ.Crespo, J. S. B., Arcieri, C. A. O., & Hassan, V. M. (2016). Foucault and Homosexuality: From Power Relation to
Practice of Freedom*. Revista de Derecho, 46, 111–130. https://www.redalyc.org/journal/851/85147561005/html/
9
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
57
διαμέσου του πλέγματος αυτού του μηχανισμού, μπόρεσε να εμφανιστεί σαν αλήθεια του σεξ και των
ηδονών του κάποιο πράγμα σαν τη «σεξουαλικότητα».
Η «σεξουαλικότητα»: συσχετικό αυτής της αναλυτικής πρακτικής που αναπτύχθηκε με αργό ρυθμό και
που είναι η scientia sexualis. Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά αυτής της σεξουαλικότητας δεν εκφράζουν
μια παράσταση λίγο πολύ μπερδεμένη από την ιδεολογία, ή μια στραβή γνώση συνέπεια των
απαγορεύσεων· ανταποκρίνονται στις λειτουργικές απαιτήσεις του Λόγου που οφείλει να αναδείξει την
αλήθειά της. Στο σημείο διασταύρωσης μιας τεχνικής της ομολογίας και μιας επιστημονικής
διασκεπτικότητας, εκεί όπου χρειάστηκε να βρεθούν ανάμεσά τους κάποιοι μεγάλοι μηχανισμοί
προσαρμογής (τεχνική της ακρόασης, αίτημα της αιτιότητας, αρχή του υπολανθάνοντος, κανόνας της
ερμηνείας, επιταγή της ιατρικοποίησης), η σεξουαλικότητα ορίστηκε πως είναι «φύσει»: ένας χώρος
ευάλωτος σε παθολογικές διαδικασιές, και που κατά συνέπεια απαιτεί παρεμβάσεις θεραπευτικές ή
ομαλοποιητικές· ένα πεδίο σημασιοδοτήσεων για αποκρυπτογράφηση· ένας τόπος διαδικασιών
κρυμμένων από ειδικούς μηχανισμούς· μια εστία απροσδιόριστων αιτιακών σχέσεων, ένας Λόγος
σκοτεινός που πρέπει να τον ξετρυπώσεις και συνάμα να τον ακούσεις. Είναι η «οικονομία» των
Λόγων, θέλω να πω η ενδογενής τεχνολογία τους, οι ανάγκες της λειτουργίας τους, οι τακτικές τις
οποίες βάζουν σ ενέργεια, οι ενέργειες της εξουσίας που τους στηρίζουν και που αυτοί διαδίδουν –
αυτό είναι, κι όχι κάποιο σύστημα παραστάσεων, που καθορίζει τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που
λένε. Η ιστορία της σεξουαλικότητας –δηλαδή αυτού που λειτούργησε τον 19ο αιώνα ως περιοχή
ειδικής αλήθειας– πρέπει πρώτα να γίνει από τη σκοπιά μιας ιστορίας των Λόγων (Φουκώ, 2003a, σσ.
88-89).
Με άλλα λόγια, για τον Foucault, η εξουσία ενεργεί για να κάνει τη σεξουαλικότητα να φαίνεται σαν μια
κρυμμένη αλήθεια που πρέπει να ανασκαφεί και να συγκεκριμενοποιηθεί. Παράλληλα, αρνείται να δεχτεί ότι
η σεξουαλικότητα μπορεί να οριστεί με σαφήνεια και, αντίθετα, εστιάζει στην επεκτατική παραγωγή της
σεξουαλικότητας στο πλαίσιο των κυβερνήσεων της εξουσίας και της γνώσης. Ο Foucault αρνείται την ιδέα
ότι η σεξουαλικότητα μπορεί να οριστεί με αυθεντικό τρόπο, εστιάζοντας αντίθετα στη διακριτική παραγωγή
της σεξουαλικότητας μέσα σε καθεστώτα εξουσίας και γνώσης: τι λέγεται γι’ αυτήν, ποιες σχέσεις δημιουργεί,
πώς βιώνεται, ποια λειτουργία έχει διαδραματίσει ιστορικά. Υποστηρίζοντας, πρώτον, ότι η σεξουαλικότητα
δεν είναι μια ουσιαστικά προσωπική ιδιότητα, αλλά μια διαθέσιμη πολιτισμική κατηγορία και, δεύτερον, ότι
είναι το αποτέλεσμα της εξουσίας και όχι το προϋπάρχον αντικείμενό της, το έργο του Foucault απετέλεσε
κλειδί για την ανάπτυξη της queer θεωρίας, ιδίως την ικανότητά της να κατανοεί τον εαυτό της ως τρόπο
ανάλυσης χωρίς καθορισμένο αντικείμενο10.
Ο Foucault11 δεν ήταν ο πρώτος που υποστήριξε ότι η σεξουαλικότητα είναι κοινωνικά
κατασκευασμένη, αλλά από τη δεκαετία του 1980 το έργο του είχε αναμφισβήτητα την πιο σημαντική επιρροή
στις γκέι και λεσβιακές σπουδές. Πολλές πτυχές της αφήγησής του έχουν αναθεωρηθεί, τροποποιηθεί και
αμφισβητηθεί. Η συνολική του προσέγγιση έχει επίσης λάβει κριτική, κυρίως για τον ευρωκεντρισμό της
ιστορικής του εστίασης και την επικέντρωσή του στην ιστορία της ανδρικής σεξουαλικότητας. Ωστόσο, κανένα
έργο δεν πρέπει να απομονώνεται από το ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο, και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι
συνθήκες που επικρατούσαν τη δεκαετία του 1970 και του 1980 επηρέασαν σημαντικά την αναλυτική
προσέγγιση του Foucault.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Foucault έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη νομική επιστήμη, αλλά η
επιρροή του συνήθως συνδέεται –εσφαλμένα– κυρίως με το δοκίμιό του Επιτήρηση και Τιμωρία και όχι τόσο
με την Ιστορία της Σεξουαλικότητας. Για τον Foucault12, οι νόμοι, η νομολογία, τα ένδικα μέσα και οι ποινικές
διαδικασίες μπορούν να θεωρηθούν ως εκφραστικά αντικείμενα που σχετίζονται με το επιστητό, γεγονός που
μας επιτρέπει να δούμε τη νομολογία και την ιστορία του δικαίου ως ένα ετερογενές σύνολο λόγων και όχι ως
έναν ενιαίο κλάδο, εντούτοις όλα αυτά είναι προϊόντα και όχι διαμορφωτές της κοινωνίας. Αυτό το σημείο είναι
ιδιαίτερα σημαντικό για την κατανόηση της επόμενης ενότητας, όπου θα εξεταστεί το πώς, ενώ παραδοσιακά
Βλ. Foucault, M. https://science.jrank.org/pages/10941/Queer-Theory-Michel-Foucault.html
Βλ. https://monoskop.org/images/b/bb/Spargo_Tamsin_Foucault_and_Queer_theory_2000.pdf
12
Βλ. Foucault on Philosophy of Law (Lawteacher.net, August 2022) https://www.lawteacher.net/free-lawessays/general-law/jurisprudence-foucault.php?vref=1
10
11
58
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
η δικαιοσύνη θεωρείται ότι προηγείται της κοινωνίας, στην ουσία οι κοινωνικές εξελίξεις είναι εκείνες που
προηγούνται των νομικών.
Μεγάλο μέρος του έργου του Foucault Επιτήρηση και Τιμωρία αφορά τη σχέση μεταξύ της δικαστικής
εξουσίας, του ποινικού και της ευρύτερης κοινωνίας. Ο Foucault καταγράφει την άνοδο όχι μόνο της φυλακής,
αλλά και συνολικά της έννοιας του εγκληματία και του φυλακισμένου στη δυτική κοινωνία, επιβεβαιώνοντας
την πρωτοκαθεδρία της εξουσίας. Για τη σύγχρονή του κοινωνία και τη σχέση νόμου και εξουσίας όπως αυτή
αποτυπώνεται στη νομική τιμωρία, γράφει, μεταξύ άλλων:
Αν τώρα ο νόμος πρέπει να μεταχειρίζεται «με ανθρωπιά» το «εκτός φύσης» άτομο (ενώ ή αλλοτινή
δικαιοσύνη μεταχειριζόταν απάνθρωπα το «εκτός νόμου» άτομο) δεν είναι εξαιτίας μιας βαθύτατης
ανθρωπιάς που ο εγκληματίας μπορεί να κρύβει μέσα του, άλλα εξαιτίας της αναγκαιότητας να
αναδιαρθρωθεί ή δύναμη της εξουσίας. Ο «οικονομικός» αυτός ορθολογισμός πρέπει να ρυθμίζει την
ποινή και να εντέλλεται τις κατάλληλες τεχνικές. «Ανθρωπισμός» είναι το αξιοσέβαστο όνομα που
δίνεται σ’ αυτήν την οικονομία και στους σχολαστικούς υπολογισμούς της. «Όσο για την ποινή, το
κατώτατο όριό της το απαιτεί ή ανθρωπιά και το υποδείχνει ή πολιτική» (Φουκώ, 1989, σσ. 121-122)13.
Είτε αυτό οφείλεται στη φτώχεια, είτε στη σεξουαλικότητα, είτε στην πολιτική ιδεολογία, είτε σε άλλους
ενδεχομενικούς παράγοντες, η έννοια του εγκληματία, μετατοπίζεται και η ενασχόληση κινείται περισσότερο
προς ζητήματα εξουσίας και διατήρησης της, παρά προς οποιαδήποτε αντικειμενική έννοια της αλήθειας ή της
δικαιοσύνης. Ο Foucault υποδεικνύει ότι ο δικαστής, που θεωρείται από πολλούς στη νομική επιστήμη ως το
επίκεντρο του νομικού συστήματος, είναι απλώς ένας από τους πολλούς αγωγούς του επιστητού που αντανακλά
και ταυτόχρονα υποστηρίζει τους τρέχοντες λόγους εξουσίας. Ο δικαστής και το δικαστήριο είναι και οι δύο
συμμετέχοντες σε ένα πολύπλοκο σύστημα αλλοτρίωσης, επιτρέποντας στους έχοντες εξουσία να εδραιώσουν
τη δική τους ταυτότητα. Επί αυτού, γράφει:
Αν όμως το σύστημα των φυλακών, στην «υπέρβασή» του σχετικά με την κράτηση, μπόρεσε
πραγματικά να επιβληθεί, κι ακόμα να παγιδεύσει ολόκληρη την ποινική δικαιοσύνη και τους ίδιους
μάλιστα τους δικαστές, είναι γιατί κατόρθωσε να παρεμβάλει την ποινική δικαιοσύνη σε συσχετισμούς
γνώσεων που έγιναν τώρα γι’ αυτήν ένας απέραντος λαβύρινθος (Φουκώ, 1989, σ. 324).
Στη συνέχεια κάνει αναφορά στην κοινωνική κατασκευή των εγκληματιών, αναφέροντας:
Λένε πως η φυλακή κατασκευάζει εγκληματίες· είναι αλήθεια πως, σχεδόν μοιραία, ξαναφέρνει στο
δικαστήριο αυτούς που της είχαν εμπιστευθεί. Αλλά τους κατασκευάζει με την άλλη έννοια, ότι έχει
εισαγάγει στον μηχανισμό του νόμου και του αδικήματος, του δικαστή και του παραβάτη, του
κατάδικου και του δήμιου, την αφηρημένη πραγματικότητα της εγκληματικότητας, που τους συνδέει
τους μεν με τους δε, και που, όλους μαζί, ενάμιση αιώνα τώρα, τους παγιδεύει στην ίδια παγίδα (Φουκώ,
1989, σσ. 331-332).
Οι εγκληματίες, λοιπόν, κατασκευάζονται από το δικαστικό σώμα και τα άλλα όργανα αντί να υπάρχουν
ανεξάρτητα από αυτά.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον πώς ο Foucault διευρύνει το πεδίο της νομιμότητας για να συμπεριλάβει το
τεράστιο φάσμα των κλάδων και των επαγγελμάτων που συμβάλλουν στο να θεωρηθεί μια πράξη ή ένα
πρόσωπο εγκληματικό. Ο αρχιτέκτονας, για παράδειγμα, της φυλακής, ο ψυχίατρος που κρίνει ότι κάποιος
μπορεί ή δεν μπορεί να δικαστεί, ο αστυνομικός που κάνει την αρχική σύλληψη, ο πολιτικός που ψηφίζει το
νομοθέτημα, ο κοινωνικός λειτουργός, ο δάσκαλος, ο δικαστής και το μέλος του σώματος ενόρκων, όλοι
συμβάλλουν στην αντίληψή μας για το τι είναι νόμιμη πράξη και τι όχι. Εισάγοντας την επιστημολογική αυτή
θεώρηση, διευρύνει το πεδίο της παραγωγής γνώσης για την κατασκευή της έννοιας της νομιμότητας. Συνεπώς,
Σ.τ.Σ.: Έχει γίνει προσαρμογή του κειμένου στο μονοτονικό σύστημα γραφής, όπως και στα αντίστοιχα χωρία που
ακολουθούν.
13
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
59
ανοίγεται μια συζήτηση για τη μεταβαλλόμενη ισορροπία δυνάμεων εντός της κοινωνίας, από τον τρόπο με τον
οποίο μεταχειριζόμαστε το σώμα μας, για παράδειγμα, μέχρι τις έννοιες του νόμου και της ενοχής.
Οι θεωρίες του Foucault για την εξουσία και τη νομιμότητα δεν τελειώνουν, ωστόσο, με το στάδιο της
καταδίκης. Μεγάλο μέρος του έργου του Επιτήρηση και Τιμωρία αφιερώνεται στην ιστορία των φυλακών και
στη διαμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος. Όπως το άσυλο και η κλινική, η φυλακή αναπτύχθηκε
προκειμένου να διευκολύνει την απομάκρυνση ειδικά καθορισμένων ομάδων από την κοινωνία. Κατά τον
Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, οι εγκληματίες αντιμετωπίζονταν δημόσια, μέσω ορατών ποινών, όπως τα
δεσμά και οι δημόσιες εκτελέσεις. Από αυτό αναπτύχθηκε ένα ολόκληρο δίκτυο νοηματοδότησης σχετικά με
την επιτήρηση και την τιμωρία, από την έννοια της αγχόνης μέχρι τα δεσμά, ακόμη και τις χειροπέδες που
χρησιμοποιούνταν στον εγκληματία (Foucault, 1991, σ. 106).
Gayle Rubin (Γκέυλ Ρούμπιν) - Η ιεραρχία της σεξουαλικής συμπεριφοράς
Η Rubin εξέτασε πώς η κοινωνία τοποθετεί ορισμένες σεξουαλικές συμπεριφορές πάνω από άλλες και πώς
αυτό το κανονιστικό πλαίσιο έχει αποτελέσει τη βάση της περιθωριοποίησης και της καταπίεσης. Το δοκίμιο
της Rubin «Thinking Sex» έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα θεμελιώδη κείμενα και απορρίπτει τις βιολογικές
θεωρίες γύρω από τη σεξουαλικότητα αναδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο ορισμένες σεξουαλικές
συμπεριφορές καθίστανται πιο πολύτιμες από άλλες, οδηγώντας όσους/ες/α βρίσκονται εκτός αυτών των
παραμέτρων στην καταπίεση. Η Rubin επιχειρηματολόγησε επίσης ενάντια στη φεμινιστική πεποίθηση ότι
μέσω του φύλου αποκτάται η σεξουαλικότητα ή στην πεποίθηση ότι το φύλο και η σεξουαλικότητα είναι το
ίδιο. Επικεντρωμένη στην αναγνώριση των πολιτικών διαστάσεων της ερωτικής ζωής, η Rubin αναλύει τον
τρόπο με τον οποίο ορισμένες μορφές σεξουαλικής έκφρασης αξιολογούνται έναντι άλλων, επιτρέποντας τη
δίωξη όσων δεν εμπίπτουν στο στενό πλαίσιο αυτού που συνιστά σεξουαλική νομιμότητα (Rubin, 2006, σ. 35).
Αν και αναγνωρίζει ότι οι σχέσεις των φύλων απετέλεσαν σημαντικό πλαίσιο για τη διατύπωση του
σεξουαλικού συστήματος, υποστηρίζει ότι το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο 14 δεν είναι συνώνυμα και, ως
εκ τούτου, το φύλο δεν μπορεί να εξηγήσει τη σεξουαλικότητα στο σύνολό της. Το κριτικό ενδιαφέρον της
Rubin για τη σεξουαλική ποικιλομορφία που υπερβαίνει κάθε διαφοροποίηση μεταξύ ετερόφυλων και
ομοφυλόφιλων απαιτεί «μια αυτόνομη θεωρία και πολιτική ειδικά για τη σεξουαλικότητα» (Rubin, 2006, σ.
34)15.
Σχετικά με την επιρροή του έργου της στη νομική επιστήμη, η Rubin στο άρθρο της «Thinking Sex:
Notes for a Radical Theory of the Politics of Sexuality» κάνει πολλές ενδιαφέρουσες αναφορές στις νομικές
ρυθμίσεις για τον σεξουαλικό προσανατολισμό, το φύλο, τις σεξουαλικές πράξεις και επικρίνει τον τρόπο με
τον οποίο οι πολιτικές εκστρατείες στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια του 1900 συνέβαλαν
στη διάδοση μιας τρομακτικής εικόνας για τη σεξουαλικότητα. Για παράδειγμα, προέτρεπαν τους γονείς να
υιοθετήσουν σκληρές πρακτικές για να «προστατεύσουν τα παιδιά τους» από κάθε μορφή σεξουαλικής
απελευθέρωσης και συντέλεσαν στη δημιουργία νόμων για την αποχή από κάθε μορφή δημόσιας έκφρασης
σεξουαλικής συμπεριφοράς. Αυτοί οι νόμοι περιλάμβαναν την ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, της
σεξουαλικής εργασίας, της πορνογραφίας κ.λπ. Επίσης, στη δεκαετία του 1970, σε αμερικανικές/καναδικές
πόλεις έγινε προπαγάνδα μεγάλης κλίμακας για τη σύλληψη κάθε ατόμου που ήταν ύποπτο ότι ήταν
ομοφυλόφιλος ή ότι είχε σχέση με οποιονδήποτε ομοφυλόφιλο ή εργαζόμενο στο σεξ.
Η Rubin δίνει έμφαση σε πέντε ιδεολογικά μορφώματα: την αρνητικότητα του σεξ, την πλάνη της
λανθασμένης κλίμακας, την ιεραρχική αποτίμηση των σεξουαλικών πράξεων, τη θεωρία του ντόμινο του
σεξουαλικού κινδύνου και την έλλειψη της έννοιας της καλοήθους σεξουαλικής ποικιλίας. Το σύστημα
πεποιθήσεων που δημιουργεί την «αρνητικότητα του σεξ» υποστηρίζει ότι το σεξ είναι αμαρτωλό και
όποιος/α/ο το διαπράττει είναι μοχθηρός/ή/ό. Οι άνθρωποι που πιστεύουν σε αυτή την κουλτούρα θεωρούν τη
σεξουαλική συμπεριφορά ακατάλληλη για την κοινωνία και ο μόνος δρόμος για να αποδειχθεί η αθωότητα
είναι ο γάμος και η τεκνοποίηση. Η Rubin το αποκαλεί αυτό πλάνη της λανθασμένης κλίμακας ως επακόλουθο
της αρνητικότητας του σεξ. Η θεώρηση της σεξουαλικής συμπεριφοράς ως καταστροφικής παίρνει
τεκμηριωμένη μορφή όταν ψηφίζονται νόμοι εναντίον της. Αυτοί οι νόμοι είναι τόσο αυστηροί όσο θα ήταν οι
νόμοι κατά οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, όπως ο φόνος, και αν κριθούν ένοχα, τα άτομα υπόκεινται σε
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο, βλ. τον πίνακα ορολογίας στην αρχή
του οδηγού καθώς και τις ενότητες 3.5 και 3.6.
15
Βλ. https://science.jrank.org/pages/10942/Queer-Theory-Gayle-Rubin.html
14
60
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
τιμωρία. Παρακάτω παραθέτουμε κομμάτια από το έργο της Rubin τα οποία παρουσιάζουν εξαιρετικό
ενδιαφέρον για τα άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη:
Ο νόμος για το σεξ έχει ενσωματώσει την ακλόνητη στάση ότι το σεξ αποτελεί μια ιδιαίτερα ειδεχθή
αμαρτία που αξίζει τις αυστηρότερες τιμωρίες. Σε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής και αμερικανικής
ιστορίας, μια απλή πράξη συναινετικής πρωκτικής διείσδυσης αποτελούσε λόγο εκτέλεσης. Σε
ορισμένες πολιτείες, ο σοδομισμός εξακολουθεί να επισύρει ποινές εικοσαετούς φυλάκισης. Πέραν της
δικαιοδοσίας του νόμου, το σεξ αποτελεί επίσης μια χαρακτηρισμένη κατηγορία. Μικρές αποκλίσεις
στο αξιακό σύστημα του ατόμου ή διαφορές στη συμπεριφορά συχνά βιώνονται ως κοσμικές απειλές.
Παρόλο που οι άνθρωποι μπορεί να είναι μισαλλόδοξοι, ανόητοι ή πιεστικοί σχετικά με το τι συνιστά
σωστή διατροφή, διαφορές στο μενού σπάνια προκαλούν τα είδη οργής, άγχους και τον απόλυτο τρόμο
που συνήθως συνοδεύουν οι διαφορές στις ερωτικές προτιμήσεις. Δίνεται υπερβολική σημασία στις
σεξουαλικές πράξεις. Το κράτος παρεμβαίνει απροκάλυπτα στη σεξουαλική συμπεριφορά σε επίπεδο
που δεν θα ήταν ανεκτό σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν
την έκταση του νόμου για το σεξ, την ποσότητα και τις ιδιότητες της παράνομης σεξουαλικής
συμπεριφοράς, και τον τιμωρητικό χαρακτήρα των νομικών κυρώσεων. Παρόλο που οι ομοσπονδιακές
υπηρεσίες μπορεί να εμπλέκονται σε θέματα αισχροκέρδειας και σε υποθέσεις πορνείας, οι
περισσότεροι νόμοι για το σεξ θεσπίζονται σε πολιτειακό και δημοτικό επίπεδο και η επιβολή τους
είναι σε μεγάλο βαθμό στα χέρια της τοπικής αστυνομίας. Επομένως, υπάρχει τεράστια ποικιλία στους
νόμους που ισχύουν σε κάθε δεδομένη περιοχή. Επιπλέον, η επιβολή των νόμων για το σεξ ποικίλλει
δραματικά ανάλογα με το τοπικό πολιτικό καθεστώς. Παρά το νομικό αυτό πλέγμα, μπορεί κανείς να
κάνει κάποιες δοκιμαστικές και εξειδικευμένες γενικεύσεις. Εν προκειμένω, η συζήτηση για το δίκαιο
σχετικά με το σεξ δεν αφορά τους νόμους κατά του σεξουαλικού εξαναγκασμού, της σεξουαλικής
επίθεσης ή του βιασμού. Δεν αφορά τις μυριάδες απαγορεύσεις του συναινετικού σεξ και τα αδικήματα
«νομικού καθεστώτος», όπως η αποπλάνηση ανηλίκου. Ο νόμος για το σεξ είναι σκληρός. Οι ποινές
για την παραβίαση των νόμων περί φύλου είναι παγκοσμίως δυσανάλογες σε σχέση με οποιαδήποτε
κοινωνική ή ατομική βλάβη. Μία και μόνο πράξη συναινετικού αλλά παράνομου σεξ, όπως η
τοποθέτηση των χειλιών κάποιου πάνω στα γεννητικά όργανα ενός ενθουσιώδους συντρόφου,
τιμωρείται σε πολλές πολιτείες με μεγαλύτερη αυστηρότητα από ό,τι ο βιασμός, η σωματική βλάβη ή
η δολοφονία. Κάθε τέτοιο φιλί στα γεννητικά όργανα, κάθε άσεμνο χάδι, αποτελεί ξεχωριστό έγκλημα.
Επομένως, είναι εξαιρετικά εύκολο να διαπράξει κανείς πολλαπλά κακουργήματα κατά τη διάρκεια
μιας και μόνο βραδιάς παράνομου πάθους. Μόλις κάποιος καταδικαστεί για μια σεξουαλική παράβαση,
η δεύτερη εκτέλεση της ίδιας πράξης αποτελεί λόγο για δίωξη κατ’ εξακολούθηση παραβάτη, οπότε οι
ποινές θα είναι ακόμη πιο αυστηρές. Σε ορισμένες πολιτείες, τα άτομα έχουν γίνει κατ’ εξακολούθηση
κακοποιοί επειδή είχαν εμπλακεί σε ομοφυλοφιλικές ερωτικές περιπτύξεις σε δύο διαφορετικές
περιπτώσεις16 (Rubin, 2006, σ. 157).
Η μόνη ενήλικη σεξουαλική συμπεριφορά που είναι νόμιμη σε κάθε πολιτεία είναι η τοποθέτηση του
πέους στον κόλπο σε γάμο. Τα καταστατικά των ενηλίκων που συναινούν βελτιώνουν αυτή την
κατάσταση σε λιγότερες από τις μισές πολιτείες. Οι περισσότερες πολιτείες επιβάλλουν αυστηρές
ποινικές κυρώσεις για τον συναινετικό σοδομισμό, την ομοφυλοφιλική επαφή που δεν περιλαμβάνει
σοδομισμό, τη μοιχεία, την αποπλάνηση και την αιμομιξία ενηλίκων. Οι νόμοι περί σοδομισμού
ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό. Σε ορισμένες πολιτείες, ισχύουν εξίσου για ομοφυλόφιλους και
ετεροφυλόφιλους συντρόφους και ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση. Σε ορισμένες
πολιτείες, δικαστήρια έχουν αποφανθεί ότι τα παντρεμένα ζευγάρια έχουν το δικαίωμα να διαπράττουν
σοδομισμό κατ’ ιδίαν. Μόνο ο ομόφυλος σοδομισμός είναι παράνομος σε ορισμένες πολιτείες.
Ορισμένοι νόμοι περί σοδομισμού απαγορεύουν τόσο το πρωκτικό σεξ όσο και τη στοματικήγεννητική επαφή. Σε άλλες πολιτείες, ο σοδομισμός ισχύει μόνο για την πρωκτική διείσδυση και το
στοματικό σεξ καλύπτεται από ξεχωριστά νομοθετήματα (Fradella, 2002). Νόμοι όπως αυτοί
ποινικοποιούν τη σεξουαλική συμπεριφορά που επιλέγεται ελεύθερα και επιδιώκεται διακαώς. Η
Το συγκεκριμένο άρθρο δεν υπάρχει μεταφρασμένο στα ελληνικά, κάποια σημεία του κειμένου της Rubin
μεταφρασμένα από τους/τις συγγραφείς παρατίθενται εδώ προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση από τους
αναγνώστες/τις αναγνώστριες/τα αναγνωστά.
16
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
61
ιδεολογία που ενσωματώνεται σε αυτούς αντανακλά τις ιεραρχίες αξιών που συζητήθηκαν παραπάνω.
Δηλαδή, ορισμένες σεξουαλικές πράξεις θεωρούνται εγγενώς τόσο άθλιες που δεν πρέπει να
επιτρέπεται σε κανέναν να τις εκτελεί και σε καμία περίπτωση. Το γεγονός ότι τα άτομα συναινούν σε
αυτές ή ακόμη και τις προτιμούν θεωρείται επιπλέον απόδειξη της διαφθοράς. Αυτό το σύστημα του
σεξουαλικού νόμου είναι παρόμοιο με τον νομιμοποιημένο ρατσισμό. Η κρατική απαγόρευση της
επαφής μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, της πρωκτικής διείσδυσης και του στοματικού σεξ καθιστούν
τους ομοφυλόφιλους μια εγκληματική ομάδα που στερείται τα προνόμια της πλήρους ιθαγένειας. Με
τέτοιους νόμους, η δίωξη είναι παρενόχληση. Ακόμη και όταν δεν εφαρμόζονται αυστηρά, όπως
συνήθως συμβαίνει, τα μέλη των ποινικοποιημένων σεξουαλικών κοινοτήτων παραμένουν ευάλωτα
στην πιθανότητα αυθαίρετης σύλληψης ή στις περιόδους κατά τις οποίες γίνονται αντικείμενα
κοινωνικού πανικού. Όταν αυτά συμβαίνουν, οι νόμοι είναι σε ισχύ και η αστυνομική δράση είναι
ταχεία. Ακόμη και η σποραδική επιβολή της νομοθεσίας χρησιμεύει για να υπενθυμίζει στα άτομα ότι
είναι μέλη ενός υποκείμενου πληθυσμού. Η περιστασιακή σύλληψη για σοδομισμό, η άσεμνη
συμπεριφορά, η πορνεία ή το στοματικό σεξ κρατούν όλους τους υπόλοιπους φοβισμένους, νευρικούς
και επιφυλακτικούς. Το κράτος διατηρεί επίσης τη σεξουαλική ιεραρχία μέσω γραφειοκρατικών
ρυθμίσεων. Η μεταναστευτική πολιτική εξακολουθεί να απαγορεύει την εισδοχή ομοφυλόφιλων (και
άλλων σεξουαλικά «παρεκκλινόντων») στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι στρατιωτικοί κανονισμοί
απαγορεύουν στους ομοφυλόφιλους να υπηρετήσουν στις ένοπλες δυνάμεις. Το γεγονός ότι οι
ομοφυλόφιλοι δεν μπορούν να παντρευτούν νόμιμα σημαίνει ότι δεν μπορούν να απολαμβάνουν τα
ίδια νομικά δικαιώματα με τους ετεροφυλόφιλους σε πολλά θέματα, όπως η κληρονομιά, η φορολογία,
η προστασία από τη μαρτυρία στο δικαστήριο και η απόκτηση ιθαγένειας για τους αλλοδαπούς
συντρόφους. Αυτοί είναι μερικοί μόνο από τους τρόπους με τους οποίους το κράτος αντανακλά και
συντηρεί τις κοινωνικές σχέσεις της σεξουαλικότητας. Ο νόμος στηρίζει δομές εξουσίας, κώδικες
συμπεριφοράς και μορφές προκατάληψης. Στη χειρότερη περίπτωση, οι νόμοι για το σεξ και η ρύθμιση
του φύλου αποτελούν απλά σεξουαλικό απαρτχάιντ (Rubin, 2006, σ. 159).
Eve Kosofsky Sedgwick (Ιβ Κοσόφσκυ Σέντγουικ) - Το φύλο της σεξουαλικότητας
Το θεμελιώδες βιβλίο της Sedgwick Epistemology of the Closet (1990) διερεύνησε πώς η κοινωνία χρωματίζει
τη σεξουαλικότητα – για παράδειγμα, ορίζοντας τον σεξουαλικό μας προσανατολισμό κυρίως με βάση την
ταυτότητα φύλου των ανθρώπων που μας ελκύουν. Επισημαίνει ότι οι ορισμοί της σεξουαλικότητας εξαρτώνται
σε μεγάλο βαθμό από το φύλο του ερωτικού συντρόφου, κάνοντας την παραδοχή ότι το φύλο που έχει κανείς
και το φύλο του ατόμου από το οποίο έλκεται συνθέτουν το σημαντικότερο στοιχείο της σεξουαλικότητας. Τα
παραδείγματα της Sedgwick για το φάσμα του σεξουαλικού προσανατολισμού το οποίο τοποθετείται πέραν
των διακριτών θέσεων που δημιουργεί το δίπολο ετεροφυλοφιλίας και ομοφυλοφιλίας προσφέρουν το
κατάλληλο έδαφος και για περαιτέρω ανάλυση του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνονται το κοινωνικό και
βιολογικό φύλο.
Επίσης, η Sedgwick συνδύασε φεμινιστικές και αντιομοφοβικές μεθοδολογίες: «Στη δυτική κουλτούρα
του εικοστού αιώνα το φύλο και η σεξουαλικότητα αντιπροσωπεύουν δύο αναλυτικούς άξονες που μπορούν
παραγωγικά να θεωρηθούν τόσο διακριτοί μεταξύ τους όσο, ας πούμε, το φύλο και η τάξη ή η τάξη και η φυλή.
Διαφέρουν, δηλαδή, ελάχιστα, αλλά είναι πάντως χρήσιμοι» (Sedgwick, 1990, σ. 30· Sedgwick, 2008).
Υποστηρίζοντας την απόλυτη κεντρικότητα της σεξουαλικότητας για την κατανόηση του σύγχρονου
πολιτισμού –«μια κατανόηση σχεδόν οποιασδήποτε πτυχής του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού θα πρέπει να
θεωρείται, όχι απλώς ελλιπής, αλλά κατεστραμμένη στην κεντρική της ουσία στον βαθμό που δεν ενσωματώνει
μια κριτική ανάλυση του σύγχρονου ομοφυλοφιλικού/ετεροφυλοφιλικού ορισμού» (Sedgwick, 1990, σ. 1·
Sedgwick, 2008)–, η Sedgwick καταδεικνύει ότι η διάκριση ομοφυλοφίλων/ετεροφυλοφίλων στην καρδιά του
σύγχρονου σεξουαλικού ορισμού είναι θεμελιωδώς ασυνάρτητη για δύο λόγους. Αφενός, υπάρχει η αντίφαση
στην αναπαράσταση της ομοφυλοφιλίας ως ιδιοκτησίας ενός ξεχωριστού μειονοτικού πληθυσμού και ως
επιθυμίας που χαρακτηρίζει δυνητικά όλους/ες/α, συμπεριλαμβανομένων των φαινομενικά ετεροφυλόφιλων
υποκειμένων. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και η αντίφαση στο να σκεφτόμαστε την έμφυλη διάσταση της
ομοφυλοφιλικής επιθυμίας τόσο με μεταβατικούς όσο και με αυτονομιστικούς όρους. Η μεταβατική κατανόηση
εντοπίζει την επιθυμία αυτή ως προερχόμενη από κάποιο οριακό χώρο μεταξύ των κατηγοριών φύλου, ενώ η
αυτονομιστική την εκλαμβάνει ως την πιο καθαρή έκφραση είτε του ανδρισμού είτε της θηλυκότητας.
62
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Υποθέτοντας ότι «οι πιο ισχυρές επιδράσεις του σύγχρονου ομοφυλοφιλικού/ετεροφυλοφιλικού
σεξουαλικού ορισμού τείνουν να πηγάζουν ακριβώς από τη μη σαφήνεια ή την άρνηση των κενών μεταξύ των
μακροχρόνια υφιστάμενων μειονοτικών και καθολικών, ή μεταβατικών και μη μεταβατικών ως προς το φύλο,
αντιλήψεων για τις σχέσεις του ίδιου φύλου» (Sedgwick, 1990, σ. 47· Sedgwick, 2008), η προσοχή της
Sedgwick στις ανεπίλυτες ασυνέπειες των διαθέσιμων μοντέλων σκέψης για την ομοφυλοφιλία της επιτρέπει
«να καταστήσει λιγότερο υποθετική την ομοφυλοφιλία όπως την ξέρουμε σήμερα» (Sedgwick, 1990, σσ. 4748· Sedgwick, 2008).
Η Sedgwick επισημαίνει τον ιστορικά περιστασιακό και εννοιολογικά μη διαφοροποιημένο τρόπο με
τον οποίο οι σύγχρονοι ορισμοί της σεξουαλικότητας εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από το φύλο της
επιλογής του αντικειμένου, υποθέτοντας ότι το φύλο του ατόμου και το φύλο εκείνων που έλκονται από αυτό
σηματοδοτούν την πιο σημαντική πτυχή της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Σημειώνοντας ότι «η
σεξουαλικότητα εκτείνεται σε τόσες πολλές διαστάσεις που δεν περιγράφονται καθόλου καλά με βάση το φύλο
της αντικειμενικής επιλογής» (Sedgwick, 1990, σ. 35· Sedgwick, 2008), υποστηρίζει ότι πρέπει να δοθεί
μεγαλύτερη προσοχή «στους πολλαπλούς, ασταθείς τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι μπορεί να μοιάζουν
ή να διαφέρουν μεταξύ τους» (Sedgwick, 1990, σ. 23· Sedgwick, 2008). Επίσης, εστιάζει στις καθημερινές
διαφορές που διακρίνουν τους ανθρώπους σεξουαλικά αλλά δεν θεωρούνται επιστημολογικά σημαντικές: για
ορισμένους ανθρώπους, η προτίμηση για ένα συγκεκριμένο σεξουαλικό αντικείμενο, πράξη, ρόλο, είναι τόσο
αρχαία που μπορεί να βιωθεί μόνο ως έμφυτη, ενώ για άλλους φαίνεται να προκύπτει με αργούς ρυθμούς. Για
μερικούς ανθρώπους, η πιθανότητα κακού σεξ είναι αρκετά αποκρουστική ώστε η ζωή τους να χαρακτηρίζεται
έντονα από την αποφυγή του – για άλλους όμως δεν είναι. Για άλλους ανθρώπους, η σεξουαλικότητα παρέχει
έναν αναγκαίο χώρο αυξημένης ανακάλυψης και γνωστικής υπερδιέγερσης. Παράλληλα, υπάρχουν και
άνθρωποι στους οποίους η σεξουαλικότητα παρέχει έναν αναγκαίο χώρο ρουτίνας και εξοικείωσης (Sedgwick,
1990, σ. 25· Sedgwick, 2008). Η επιμονή της Sedgwick στην ασυνέπεια των σημερινών ορισμών της
σεξουαλικότητας, σε συνδυασμό με τη λεπτομερή περιγραφή των σεξουαλικών παραλλαγών που δεν μπορούν
να ενταχθούν στους κύριους άξονες της πολιτισμικής διαφοροποίησης (όπως το φύλο, η τάξη και η φυλή),
έχουν υιοθετηθεί στην queer θεωρία με σκοπό την τοποθέτηση ενάντια σε κανονικοποιητικούς λόγους 17.
Το έργο της Sedgwick έχει εκτιμηθεί ιδιαίτερα από νομικούς ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2010
δημοσιεύτηκε το A Tribute from Legal Studies to Eve Kosofsky Sedgwick» ως μία συλλογή δοκιμίων από
νομικούς και καθηγητές/ριες Νομικής, η οποία αποτέλεσε φόρο τιμής στο έργο της (Halley, 2010). Το έργο της
έχει πολλαπλές σημασίες για τη νομική επιστήμη καθώς εισάγει έναν τρόπο σκέψης πέρα από το παραδοσιακό
ρεύμα της νομικής επιστήμης και/ή της διδασκαλίας του δικαίου. Αυτό γίνεται με διάφορους τρόπους:
επανεξετάζοντας το φύλο, όπως αυτό έχει κανονικοποιηθεί στους τομείς του αστικού δικαίου και των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επανεξετάζοντας το εύρος των συναισθημάτων που λαμβάνονται υπόψη από το
δίκαιο. Σύμφωνα με τις/τους συγγραφείς των δοκιμίων, ειδικά οι επιστήμονες/ισσες που ασχολούνται με το
οικογενειακό δίκαιο συνηθίζουν να εκπλήσσονται με τις αλματώδεις εξελίξεις του κλάδου (Halley, 2010). Αυτό
συμβαίνει εξαιτίας της απομόνωσης του οικογενειακού δικαίου ως «ειδικού» τομέα στο νομικό πρόγραμμα
σπουδών – ως τόπου συναισθηματικών, αλτρουιστικών, οικείων σχέσεων, αποξενωμένων από τα διάφορα
κοινά, όπως αυτά της αγοράς, του χώρου εργασίας και του κράτους (Halley, 2010).
Judith Butler (Τζούντιθ Μπάτλερ) - Το φύλο ως επιτέλεση
Η Butler έχει ταυτιστεί περισσότερο με τη μελέτη των κυρίαρχων αντιλήψεων για το φύλο και τη
σεξουαλικότητα και έχει αντλήσει μεγάλο μέρος του στοχασμού της από τις ιδέες του Foucault, πάντοτε με
έμφαση στο φύλο. Η Butler επικεντρώθηκε στην παραγωγή των γυναικών ως υποκειμένων του φεμινισμού.
Ακολουθώντας τον Foucault, ο οποίος υποστήριξε ότι τα υποκείμενα κατασκευάζονται μέσω των νομικών
εννοιών της εξουσίας για να παράγουν τα υποκείμενα που έρχονται να εκπροσωπήσουν, η Butler προσπαθεί να
αποκαλύψει πώς είναι δυνατόν η «γυναίκα» να γίνει υποκείμενο και πώς η ιδιότητα του υποκειμένου επιτρέπει
σε κάποιον να σταθεί ενώπιον του νόμου. Συγκεκριμένα στο βιβλίο της Gender Trouble υποστηρίζει ότι το
φύλο, όπως και η σεξουαλικότητα, δεν είναι μια ουσιαστική αλήθεια που λαμβάνεται από το σώμα αλλά κάτι
που επιτελείται και απεικονίζεται ως «πραγματικότητα». Επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η αυστηρή πεποίθηση
πως υπάρχει μία «αλήθεια» για το φύλο καθιστά την ετεροφυλοφιλία κυρίαρχη λόγω του δυαδικού συστήματος
που δημιουργείται από το «θηλυκό» και το «αρσενικό» και έτσι παράγεται το μόνο λογικό αποτέλεσμα του να
17
Βλ. https://science.jrank.org/pages/10943/Queer-Theory-Eve-Kosofsky-Sedgwick.html
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
63
είσαι είτε «άνδρας» είτε «γυναίκα». Η Butler τονίζει ότι η επιτελεστικότητα του φύλου θα μπορούσε να είναι
μια στρατηγική αντίστασης με παραδείγματα όπως το drag18, το cross-dressing19 και η σεξουαλική μη
ρεαλιστική απεικόνιση των butch20 και femme21 ταυτοτήτων που αμφισβητούν τα καθορισμένα πρότυπα φύλου
στην κοινωνία.
Σχετικά με τη νομική, στο βιβλίο της Gender Trouble αναφέρει ότι «ο νόμος δεν εσωτερικεύεται
κυριολεκτικά, αλλά ενσωματώνεται, με συνέπεια να παράγονται σώματα που σημαίνουν αυτό τον νόμο πάνω
στο σώμα και μέσω του σώματος» (Butler, 1990, σσ. 134-135). Ο νόμος υπαγορεύει τη μορφή της παράστασης,
αλλά κάποιος επιτελεί τον νόμο μέσω της έκφρασής του, ακόμη και αν αυτή δεν είναι απαραίτητα της επιλογής
του. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως η Butler αναφερόμενη στον νόμο δεν εννοεί απαραίτητα το δίκαιο
(Young, 2016). Αντίθετα, θα μπορούσε να είναι ο «ετεροφυλόφιλος νόμος», ο οποίος είναι μια ομαδοποίηση
νομικών και πειθαρχικών μορφών εξουσίας που αποτελούν τρόπο ύπαρξης: το άτομο, σε όλη τη διάρκεια της
ζωής του επαναλαμβάνει επιτελέσεις φύλου που συμμορφώνονται με μια έμφυλη νόρμα και ως εκ τούτου το
φύλο είναι πάντα μια πράξη. Ο νόμος υπαγορεύει τη μορφή της επιτέλεσης, αλλά κάποιος/α/ο επιτελεί τον νόμο
μέσω της έκφρασής του, ακόμη και αν αυτή δεν είναι της επιλογής του/ης. Το υποκείμενο παραμένει
υποκείμενο μόνο για όσο διάστημα είναι σε θέση να επαναλαμβάνει το εαυτό του ως αναγνωρίσιμο, κατανοητό
και άρα κυβερνήσιμο υποκείμενο, πράγμα που εξαρτάται από την ικανότητα του υποκειμένου να
επαναλαμβάνει την επιτελεστικότητα με συνοχή (Young, 2016).
Σύμφωνα με την Diane S. Meier, η σημασία της φιλοσοφίας της Butler για το δίκαιο είναι δύσκολο να
γίνει αντιληπτή από την αρχή καθώς φαίνεται αδιανόητο το γεγονός ότι η αμφισβήτηση του δυαδικού
συστήματος βιολογικού φύλου/κοινωνικού φύλου θα μπορούσε να εφαρμοστεί στο δίκαιο, εντούτοις αναφέρει
παραδείγματα από τις ΗΠΑ όπου αυτό συνέβη (Meier, 2008). Η Meier αναφέρεται στην υπόθεση Price
Waterhouse κατά Hopkins, όπου η Ann Hopkins άσκησε αγωγή για διάκριση λόγω φύλου αφού ο εργοδότης
της αρνήθηκε να εξετάσει την υποψηφιότητά της για εταίρος. Ισχυρίστηκε ότι η εταιρεία της αρνήθηκε την
προαγωγή της λόγω φύλου, ισχυριζόμενη ότι οι εταίροι της είπαν ότι ήταν πολύ επιθετική, την αποκαλούσαν
«μάτσο» και της έλεγαν να πάει σε «σχολή γοητείας». Το Περιφερειακό Δικαστήριο της Κολούμπια
αποφάνθηκε υπέρ της Hopkins υπογραμμίζοντας ότι η Price Waterhouse «επηρεάστηκε από στερεότυπα
φύλου» και έκανε διακρίσεις εις βάρος της λόγω του φύλου της. Το πιο σημαντικό και αυτό που συνδέεται
άμεσα με τη θεωρία της Butler είναι ότι η Hopkins κέρδισε την υπόθεση όχι επειδή η Price Waterhouse έκανε
διακρίσεις εις βάρος της επειδή ήταν γυναίκα, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο επιτελούσε την ιδιότητά της ως
γυναίκα και εξέφραζε το φύλο της (Meier, 2008).
Στο μεταγενέστερο βιβλίο της Undoing Gender (2004), η Butler ξεκαθαρίζει ότι η «επιτελεστικότητα»
δεν είναι το ίδιο με την «περφόρμανς». Εξηγεί ότι η επιτελεστικότητα του φύλου είναι μια επαναλαμβανόμενη
διαδικασία που τελικά δημιουργεί το υποκείμενο ως υποκείμενο. Ακολουθώντας την αναγνώριση του Foucault
ότι δεν υπάρχει κάποιο ουτοπικό εξωτερικό σημείο εξουσίας και κατά συνέπεια ότι η αντίσταση είναι δυνατή
μόνο μέσα στα ίδια διακριτικά κυκλώματα μέσω των οποίων λειτουργεί η εξουσία, η Butler παρουσιάζει τη
δυνατότητα της επιτελεστικότητας του φύλου ως στρατηγικής αντίστασης. Για εκείνη, τέτοιες πρακτικές
D.R.A.G.: Ακρωνύμιο που αποτελείται από τις λέξεις «Dressed Resembling A Girl» (Ντυμένο/ος σαν Κορίτσι) και
αναφέρεται ευρύτερα σε αυτόν/ό που επιθυμεί να ντύνεται με ενδυμασία που ανταποκρίνεται τυπικά στο θηλυκό φύλο
(βλ. https://www.merriam-webster.com/dictionary/drag).
19
Cross-dressers: Συνήθως αναφέρεται σε ετεροφυλόφιλους άνδρες που κατά καιρούς φορούν ρούχα, μακιγιάζ ή/και
αξεσουάρ που πολιτισμικά συνδέονται με τις γυναίκες. Το cross-dressing γίνεται συνήθως για συναισθηματικούς ή/και
ψυχολογικούς σκοπούς που σχετίζονται με την έκφραση του φύλου και όχι για λόγους ψυχαγωγίας. Τα άτομα που κάνουν
cross-dressing δεν επιδιώκουν να αλλάξουν μόνιμα το φύλο τους ή να ζήσουν ως γυναίκες. Ορισμένοι cross dressers
μπορεί επίσης να αυτοπροσδιορίζονται ως τρανς (https://www.montana.edu/safezone/documents/Terminology.pdf).
20
Butch: Αναφέρεται στην αρρενωπή παρουσίαση, οι Butches δεν προσπαθούν απαραίτητα να «αντιγράψουν» την
ανδρική αισθητική και μπορεί να εξακολουθούν να έχουν τυπικά θηλυκά στοιχεία, όπως τα μακριά μαλλιά (βλ.
https://www.onewomanproject.org/lgbtqia/lesbian-slang-a-not-so-comprehensive-guide).
21
Femme/Fem: Sapphics ή trixics με θηλυκή έκφραση φύλου γενικά ή για συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το συγκεκριμένο
άτομο μπορεί να αλλάξει την έκφραση του φύλου του ανάλογα με την ημέρα. Ο όρος «Sapphic» αναφέρεται σε γυναίκα
ή θηλυκότητα που έλκεται από γυναίκες. Μπορεί να έλκεται ή να μην έλκεται και από άλλα φύλα και μπορεί να
προσδιορίζεται ως λεσβία, πανσεξουαλ, queer κ.λπ. Ο όρος αναφέρεται στη Σαπφώ, μια ποιήτρια του 7ου αιώνα π.Χ., η
οποία έγραψε για την έλξη της προς τις γυναίκες. Ο όρος «Trixic» αναφέρεται στα μη δυαδικά άτομα που έλκονται από
γυναίκες.
Μπορεί
αυτά
τα
άτομα
επίσης
να
αυτοπροσδιορίζονται
ως
λεσβίες
(βλ.
https://www.onewomanproject.org/lgbtqia/lesbian-slang-a-not-so-comprehensive-guide).
18
64
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
αμφισβητούν τις τρέχουσες συνθήκες πολιτισμικής καταληπτότητας για τα έμφυλα υποκείμενα μέσω της
επίδειξης «της απόλυτα κατασκευασμένης κατάστασης του λεγόμενου ετεροφυλόφιλου πρωτότυπου» (Butler,
1990, σ. 31). Εφιστά την προσοχή στις «νέες δυνατότητες για το φύλο που αμφισβητούν τους άκαμπτους
κώδικες των ιεραρχικών δυαδικών σχέσεων» (Butler, 1990, σ. 145). Το έργο της Butler έχει υιοθετηθεί, τόσο
με ενθουσιασμό όσο και με κριτική διάθεση, στις queer θεωρητικές έρευνες για μη ετεροκανονικές θέσεις
υποκειμένων, καθώς αναδεικνύει τη δημιουργία του φύλου αμφισβητώντας την ακαμψία των ιεραρχικών
δυαδικών σχέσεων.
Σε γενικές γραμμές, η έννοια της επιτελεστικότητας όπως την εισάγει είναι γενικά χρήσιμη στις νομικές
σπουδές επειδή το ίδιο το δίκαιο είναι συχνά επιτελεστικό (Young, 2016). Για παράδειγμα, ο/η δικαστής που
αποφασίζει για μία υπόθεση μπορεί να έχει την «επιτελεστική δύναμη» να μετασχηματίσει τις κανονιστικές και
κοινωνικές σχέσεις κάτι που θα μπορούσε να εξεταστεί υπό το πρίσμα της θέσης του κοινωνικού υποκειμένου.
Σύμφωνα με τον Young, σε αυτό το σημείο, προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με το ποιο μπορεί να είναι το
υποκείμενο της επιτελεστικής έκφρασης, ποιος/α/ο είναι ο/η/το ομιλητής/τρια/τό με τη φαινομενική εξουσία
να προβαίνει σε επιτελεστικές εκφράσεις ή ποιο είναι το αόρατο σώμα που δεν έχει ακόμη τεθεί ενώπιον του
νόμου (Young, 2016).
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
65
1.4 Βιβλιογραφία κεφαλαίου
Berlant, L. (2001). Love, a queer feeling. Homosexuality and psychoanalysis, 432-51.
Butler, J. (1990). Gender trouble: Feminism and the subversion of identity. Routledge.
Butler, J. (2004). Undoing gender. Routledge.
de Lauretis, T. (1991). Queer Theory: Lesbian and Gay Sexualities An Introduction. differences, 3(2), iii–xviii.
https://doi.org/10.1215/10407391-3-2-iii
Editors of Websters New World Coll (2018). Websters New World College Dictionary. Houghton Mifflin
Harcourt.
Foucault, M. (1980). The history of sexuality, Volume I: An introduction. Vintage Books.
Foucault, M. (1991). Discipline and punish: The birth of the prison. London: Penguin.
Fradella, H. F. (2002). Legal, Moral, and Social Reasons for Decriminalizing Sodomy. Journal of
Contemporary Criminal Justice, 18(3), 279–301. https://doi.org/10.1177/1043986202018003005
Halley, E. J. (2010). A Tribute from Legal Studies to Eve Kosoksky Sedgwick: Introduction (2010). 33 Harv.
J.L. & Gender 309 (2010), Available at SSRN: https://ssrn.com/abstract=3256953 or
http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.3256953
Kipfer, B. A., & Chapman, R. L. (2010). Dictionary of American Slang. Harper Collins.
Meier, D. S. (2008). Gender Trouble in the Law: Arguments Against the Use of Status/Conduct Binaries in
Sexual Orientation Law. Wash. & Lee J. Civil Rts. & Soc. Just., 15, 147.
Partridge, E. (2008). The Concise New Partridge Dictionary of Slang and Unconventional English. Routledge.
Perlman, M. (2019). How the word queerwas adopted by the LGBTQ community. Columbia Journalism
Review. https://www.cjr.org/language_corner/queer.php
Ryan, G. (2018). Is Everyone Queer Now? A Linguistic Investigation into the Reclamation of the Word Queer.
[Thesis].
University
of
Michigan.
https://lsa.umich.edu/content/dam/englishassets/migrated/honors_files/Ryan,%20G_Thesis.pdf
Sedgwick, E. K. (1990). Epistemology of the Closet. University of California Press.
Sedgwick, E. K. (2008). Epistemology of the closet (Updated [ed.] with a new preface). University of California
press.
Thiel, M. (2018). Introducing Queer Theory in International Relations. E-International Relationships.
https://www.e-ir.info/2018/01/07/queer-theory-in-international-relations/
Young,
St.
(2016).
Judith
Butler:
Performativity.
Critical
Legal
Thinking.
https://criticallegalthinking.com/2016/11/14/judith-butlersperformativity/#:~:text=Her%20focus%20on%20performance%20has,normalize%20legal%20or%20
political%20practice
Γαλανού, Μ. (2014). Περί επανοικειοποίησης-ανάκτησης
https://enthemata.wordpress.com/2014/02/23/margal/
προσβλητικών
όρων.
Η
Αυγή.
Φουκώ, Μ. (1989). Επιτήρηση και τιμωρία: η γέννηση της φυλακής. μτφρ. Χατζηδήμου, Κ. & Ράλλη, Ι. Αθήνα:
Ράππα.
Φουκώ, Μ. (2003a). Ιστορία της σεξουαλικότητας: 1 Η δίψα της γνώσης. μτφρ. Ροζάκη Γκ. Αθήνα: Ράππα.
1.5 Πρόσθετη προτεινόμενη βιβλιογραφία
Ahmed, S. (2006). Queer Phenomenology: Orientations, Objects, Others. Durham & London: Duke University
Press.
Anzaldúa, G., & Keating, A. (2009). The Gloria Anzaldúa reader. Duke University Press.
66
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Berlant, L. G. (1997). The queen of America goes to Washington city: Essays on sex and citizenship. Duke
University Press.
Bobo, J., Hudley, C., Michel, C., & Amazon.com (Firm). (2007). The Black studies reader. Taylor & Francis.
Bornstein, K., & Bergman, S. B. (Επιμ.). (2010). Gender outlaws: The next generation. Seal Press.
Butler, J. & Athanasiou, A. (2013). Dispossession: The Performative in the Political. Κέιμπριτζ: Polity Press.
Califia-Rice, P. (1997). Sex changes: The politics of transgenderism (1st ed). Cleis Press.
Christian, B. (1987). The Race for Theory. Cultural Critique, 6, 51. https://doi.org/10.2307/1354255
Clare, E. (2015). Exile and pride: Disability, queerness, and liberation. Duke University Press.
Cohen, C. J. (1997). Punks, Bulldaggers, and Welfare Queens: The Radical Potential of Queer Politics? GLQ:
A Journal of Lesbian and Gay Studies, 3(4), 437–465. https://doi.org/10.1215/10642684-3-4-437
Cotterrell, R. (1992). The sociology of law: An introduction (2nd ed). Butterworths.
Cotterrell, R. (1996). Laws community: Legal theory in sociological perspective (Paperb. ed). Clarendon Press.
Cruz, A. (2016). The color of kink: Black women, BDSM, and pornography. New York University Press.
Cvetkovich, A. (2003). An archive of feelings: Trauma, sexuality, and lesbian public cultures. Duke University
Press.
Deflem, M. (2008). Sociology of law: Visions of a scholarly tradition. Cambridge University Press.
Driskill, Q.-L., Justice, D. H., Miranda, D. A., & Tatonetti, L. (Επιμ.). (2011). Sovereign erotics: A collection
of two-spirit literature. University of Arizona Press.
Duggan, L. (1994). Queering the State. Social Text, 39, 1. https://doi.org/10.2307/466361
Fawaz, R. (2016). The new mutants: Superheroes and the radical imagination of American comics. New York
University Press.
Ferguson, R. A. (2004). Aberrations in black: Toward a queer of color critique. University of Minnesota Press.
Gaines, M. (2017). Black performance on the outskirts of the left: A history of the impossible. New York
University Press.
Ginnell, L. (2013). Brehon Laws: A Legal Handbook. Read Books Ltd.
Gopinath, G. (2005). Impossible desires: Queer diasporas and South Asian public cultures. Duke University
Press.
Gurvitch, G. (2001). Sociology of law. Transaction Publishers.
Habermas, J., Rehg, W., & Habermas, J. (2001). Between facts and norms: Contributions to a discourse theory
of law and democracy (1 MIT Press paperback ed., 4. printing). MIT Press.
Halberstam, J. (2005). In a queer time and place: Transgender bodies, subcultural lives. New York University
Press.
Halberstam, J. (2011). The queer art of failure. Duke University Press.
Halberstam, J. (2012). Gaga feminism: Sex, gender, and the end of normal. Beacon Press.
Halperin, D. M. (1989). Is There a History of Sexuality? History and Theory, 28(3), 257.
https://doi.org/10.2307/2505179
Hames-Garcia, M. R., & Martínez, E. J. (Επιμ.). (2011). Gay Latino studies: A critical reader. Duke University
Press.
Herring, S. (2010). Another country: Queer anti-urbanism. New York University Press.
Heyes, C. J. (2003). Feminist Solidarity after Queer Theory: The Case of Transgender. Signs: Journal of Women
in Culture and Society, 28(4), 1093–1120. https://doi.org/10.1086/343132
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
67
Holland, S. P. (2012). The erotic life of racism. Duke University Press.
Holmes, O. W. (1996). The path of the law. Applewood Books.
Jagose, A. (1996). Queer theory: An introduction. New York University Press.
Johnson, E. P. (2001). Quare studies, or (almost) everything I know about queer studies I learned from my
grandmother. Text and Performance Quarterly, 21(1), 1–25. https://doi.org/10.1080/10462930128119
Lambe, S. (2021). Queer Theory and Socio-Legal Studies. In: M. Valverde, K. M. Clarke, E. D. Smith & P.
Kotiswaran (eds.) The Routledge Handbook of Law and Society (pp. 51-58). London: Routledge.
Lee, R. C. (2014). The exquisite corpse of Asian America: Biopolitics, biosociality, and posthuman ecologies.
New York University Press.
Lim, E.-B. (2013). Brown boys and rice queens: Spellbinding performance in the Asias. New York University
Press.
Lorde, A. & Alexander Street Press. (1985). I am your sister Black women organizing across sexualities.
Kitchen Table: Women of Color Press.
Luhmann, N., Ziegert, K. A., & Kastner, F. (2004). Law as a social system. Oxford University Press.
Nonet, P., & Selznick, P. (2001). Law & society in transition: Toward responsive law. Transaction Publishers.
Petrażycki, L. (2011). Law and morality. Translation Publishers.
Podgórecki, A. (1974). Law and society. Routledge & K. Paul.
Rosenberg, G. N. (1994). The hollow hope: Can courts bring about social change? (Nachdr.). Univ. of Chicago
Press.
Sciullo, N. J. (2018). Queer Phenomenology in Law: A Critical Theory of Orientation. Pace Law Review, 39
(2):667-709.
Smart, C. (1989). Feminism and the power of law. Routledge.
Sullivan, N. (2003) A Critical Introduction to Queer Theory. New York: NYU Press.
Tamanaha, B. Z. (2001). A general jurisprudence of law and society. Oxford University Press.
Warner, M., & Social Text Collective (Επιμ.). (1993). Fear of a queer planet: Queer politics and social theory.
University of Minnesota Press.
Wilchins, R. (2014). Queer Theory, Gender Theory. New York: Riverdale Avenue Books.
Καντσά, Β. (2009). Οικείες έννοιες σε ανοίκειους συνδυασμούς. Ο φεμινισμός, το φύλο, η σεξουαλικότητα και
το ανατρεπτικό γέλιο. Εισαγωγή στο: Judith Butler Αναταραχή φύλου. Φεμινισμός και η ανατροπή της
ταυτότητας, ixi-xxiii. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Τσακιστράκη, Χ. (2016). Η queer θεωρία και πρακτική [Κεφάλαιο]. Στο Ρεθυμνιωτάκη, Ε., Μαροπούλου, Μ.,
& Τσακιστράκη, Χ. 2016. Φεμινισμός και Δίκαιο [Προπτυχιακό εγχειρίδιο]. Κάλλιπος, Ανοικτές
Ακαδημαϊκές Εκδόσεις. https://hdl.handle.net/11419/6176
Φουκώ, Μ. (2003b). Ιστορία της σεξουαλικότητας: 2 Η χρήση των απολαύσεων. μτφρ. Κωνσταντινίδης Γ.
Αθήνα: Ράππα.
Φουκώ, Μ. (2003c). Ιστορία της σεξουαλικότητας: 3 Η μέριμνα για τον εαυτό. μτφρ. Κρητικός, Γ. Αθήνα: Ράππα.
Videos
Queer Theory Defined: https://www.youtube.com/watch?v=sYaN2FZHvU4
What Does Queer Really Mean?: https://www.youtube.com/watch?v=58od0RlBIjY
Tyler
68
Ford Explains The History Behind the
https://www.youtube.com/watch?v=UpE0u9Dx_24
Word
«Queer»
|
InQueery
|
them:
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
QUEER THEORY FOR DUMMIES | Heiress: https://www.youtube.com/watch?v=x2fKWg9ko-U
PHILOSOPHY - Michel Foucault: https://www.youtube.com/watch?v=BBJTeNTZtGU
Judith
Butler:
Your
Behavior
Creates
https://www.youtube.com/watch?v=Bo7o2LYATDc
Your
Gender
|
Big
Think:
Judith Butler. «Legal Violence: An Ethical and Political Critique». Tanner Lectures on Human Values Interpreting Non-Violence. https://www.youtube.com/watch?v=coBcQajx18I
Podcasts
The
Origin
of
Queer
Theory:
Gayle
https://www.youtube.com/watch?v=TSgmxndjtu4
Rubin’s
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
«Thinking
Sex»:
69
Κεφάλαιο 2
Σπουδές queer και νομική επιστήμη
Σύνοψη
Στο παρόν κεφάλαιο γίνεται σύνδεση των σπουδών queer με τη νομική επιστήμη. Αρχικά, παρουσιάζεται το
ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο των σπουδών queer με ιδιαίτερη έμφαση σε κοινωνικο-νομικές θεματικές, όπως τα
κοινωνικά κινήματα και το δίκαιο, τα ΜΜΕ και το δίκαιο, καθώς και το φύλο και δίκαιο. Περισσότερος λόγος
για αυτά τα ζητήματα θα γίνει σε επόμενα κεφάλαια. Εδώ επιχειρείται μια ευρύτερη κατανόηση του φαινομένου
queer προκειμένου να κατανοηθεί ο τρόπος με τον οποίο καθίσταται το άτομο ικανό να προβεί στις ανάλογες
νομοθετικές ρυθμίσεις καθώς και το πλαίσιο στο οποίο θα έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο. Αναδύεται η κοινωνική,
πολιτική και νομική συμπαραγωγή της νομοθεσίας που αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα και γίνεται εκτενής λόγος
στο τέλος του κεφαλαίου για την queer νομική επιστήμη.
Προαπαιτούμενη γνώση
Δεν υπάρχουν προαπαιτούμενα για την παρακολούθηση του παρόντος κεφαλαίου. Θα ήταν επιθυμητό το
αναγνωστικό κοινό να είναι εξοικειωμένο με τη νομική παραγωγή και με τις σπουδές queer υπό μια ευρεία έννοια,
εντούτοις δεν αποτελεί κάτι τέτοιο προϋπόθεση για να είναι σε θέση να παρακολουθήσει τα ζητήματα του παρόντος
κεφαλαίου.
Μαθησιακά αποτελέσματα
Μετά το πέρας της ανάγνωσης του παρόντος κεφαλαίου, το αναγνωστικό κοινό θα είναι σε θέση:
- να έχει μια ευρύτερη αλλά σαφή εικόνα του πλαισίου των σπουδών queer,
-
να αναγνωρίζει τις κοινωνικο-νομικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναδύονται οι queer σπουδές και το
πώς αυτές τις επηρεάζουν με τη σειρά τους,
-
να κατανοήσει τη νομοθετική διαδικασία και το πώς αυτή επηρεάζεται από τις σπουδές queer.
Εισαγωγή
Ο παρών οδηγός έχει στοιχεία κοινωνικο-νομικής έρευνας καθώς παρουσιάζει και αναλύει κοινωνικές εξελίξεις
των τελευταίων χρόνων, όπως αυτές έχουν επηρεάσει την κοινωνία αλλά και τη διαμόρφωση του δικαίου.
Μέχρι πριν από πενήντα χρόνια, η κοινωνιολογική (σε γενικές γραμμές ορισμός που περιλαμβάνει όλες τις
κοινωνικές επιστήμες, συμπεριλαμβανομένης της ψυχολογίας και των οικονομικών) μελέτη του δικαίου
περιοριζόταν σε άτομα που ασχολούνται με την κοινωνιολογία, την ιστορία, την οικονομία ή
καθηγητές/τριες/τα Νομικής, οι/τα οποίοι/ες/α είχαν απομακρυνθεί πολύ από το επίκεντρο της επιστημονικής
τους κοινότητας. Με την έλευση της κοινωνικο-νομικής έρευνας, επιστήμονες από τη νομική αλλά και από όλο
το εύρος των κοινωνικών επιστημών άρχισαν να προσεγγίζουν το δίκαιο διεπιστημονικά με άξονα τη
συνάντηση της επιστήμης του δικαίου με την επιστήμη της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, η κοινωνικο-νομική
έρευνα εισάγει μια διεπιστημονική προσέγγιση για την ανάλυση και ερμηνεία του δικαίου, των νομικών
φαινομένων, της σχέσης μεταξύ αυτών των δύο, καθώς και της σχέσης τους με την κοινωνία με την ευρύτερη
έννοια22.
Η κοινωνική έρευνα και ο κλάδος των κοινωνικο-νομικών σπουδών αναπτύχθηκαν κυρίως από το ενδιαφέρον των
νομικών σχολών για την προώθηση της διεπιστημονικής μελέτης του δικαίου και θεωρούνται επιστημονικός κλάδος, ή
υποκλάδος, ή μεθοδολογική προσέγγιση. Δεν πρέπει να συγχέονται με την κοινωνιολογία του δικαίου (των
δυτικοευρωπαϊκών χωρών) καθώς αυτή έχει πολύ ισχυρότερους δεσμούς με τις κοινωνικές επιστήμες. Ο Max Travers
22
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
71
Η κοινωνικο-νομική έρευνα έχει θεωρητικές, πρακτικές και μεθοδολογικές βάσεις στις κοινωνικές
επιστήμες. Το δίκαιο είναι προϊόν των κοινωνικών εξελίξεων και εφαρμόζεται στις κοινωνίες με βάση τις
ιδιαίτερες ανάγκες, τα έθιμα, τις παραδόσεις της κάθε κοινωνίας και διαθέτει επίσης την ικανότητα να
επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική δομή και τις λειτουργίες της. Επομένως, όπως ακριβώς οι
ερευνητές/τριες, τα ερευνητά των κοινωνικών επιστημών καλούνται να έχουν γνώση των βασικών αρχών του
δικαίου και στοιχείων του νομικού συστήματος, έτσι και οι νομικοί ερευνητές/τριες, τα νομικά ερευνητά
οφείλουν να διαθέτουν τις βασικές γνώσεις σχετικά τις μεθόδους κοινωνικής έρευνας. Στις σύγχρονες
κοινωνίες, το δίκαιο παίζει το ρόλο του καταλύτη που συνήθως συμβάλλει και επιταχύνει τη διαδικασία της
κοινωνικής μεταρρύθμισης. Κατά συνέπεια, οι νομικοί οφείλουν να υιοθετήσουν μια διεπιστημονική
προσέγγιση, καθώς τα νομικά προβλήματα της κοινωνίας συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τα κοινωνικά,
οικονομικά, πολιτικά και ψυχολογικά ζητήματα.
Όπως αναφέρθηκε, η κατανόηση του δικαίου και του νομικού συστήματος ως κοινωνικού σχηματισμού
αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνικο-νομικής έρευνας. Εξίσου σημαντικό κομμάτι είναι η
αλληλεπίδραση μεταξύ του δικαίου και άλλων πτυχών της κοινωνίας. Για παράδειγμα, ένα κρίσιμο ερώτημα
είναι πώς το δίκαιο ως σύστημα κοινωνικών κανόνων αλληλεπιδρά με άλλα συστήματα κανόνων, όπως αυτά
των θρησκευτικών φορέων ή/και των οικογενειακών μορφών. Ένα άλλο ερώτημα είναι γιατί χρειαζόμαστε το
δίκαιο αν η κοινωνία συγκροτείται από σύνολα κοινωνικών κανόνων, τα οποία συμβάλλουν στη διατήρηση της
κοινωνικής τάξης, στην επίτευξη κοινωνικών αγαθών και στην προώθηση των κοινωνικών αξιών. Επιπλέον,
άλλο ένα ερώτημα αφορά την αποτελεσματικότητα του δικαίου: εάν το δίκαιο έχει ορισμένα κοινωνικά
πλεονεκτήματα έναντι των συστημάτων κοινωνικών κανόνων, τότε κατά πόσον ο νόμος είναι αποτελεσματικός
ως προς τον επηρεασμό της κοινωνικής συμπεριφοράς;
Για την ευκολότερη κατανόηση των επόμενων κεφαλαίων, σε αυτό το κεφάλαιο γίνεται μία σύντομη
παρουσίαση στοιχείων που θα αναλυθούν στις επόμενες ενότητες και παρατίθενται στις θεματικές: κοινωνικά
κινήματα και δίκαιο, ΜΜΕ και δίκαιο, φύλο και δίκαιο. Παράλληλα, στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζεται το
ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο των σπουδών queer και της queer θεωρίας και γίνεται ο συσχετισμός τους με τη
νομική επιστήμη. Στόχος του κεφαλαίου είναι να αναδειχθεί το πόσο πολύπλευρες είναι οι σπουδές queer, όπως
και η ανάγκη για μια ευρεία κατανόηση του φαινομένου queer προκειμένου να προκύψουν οποιεσδήποτε
σχετικές νομικές ρυθμίσεις. Η νομοθεσία που αφορά το queer, όπως φαίνεται από τα σχετικά υποκεφάλαια,
αποτελεί συμπαραγωγή κοινωνικών, πολιτικών και νομικών παραγόντων. Διά τούτο, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά
θεωρεί τις κοινωνικο-νομικές σπουδές ως ένα υποπεδίο της κοινωνικής πολιτικής, «που ασχολείται κυρίως με τον
επηρεασμό ή την εξυπηρέτηση της κυβερνητικής πολιτικής στην παροχή νομικών υπηρεσιών» (Travers, 2001). Η
κοινωνιολογία του δικαίου δεν διαθέτει μεθόδους έρευνας που να έχουν αναπτυχθεί ειδικά για τη διεξαγωγή κοινωνικονομικής έρευνας και αντ’ αυτού, χρησιμοποιεί ένα ευρύ φάσμα κοινωνικο-επιστημονικών μεθόδων,
συμπεριλαμβανομένων ποιοτικών και ποσοτικών ερευνητικών τεχνικών, για τη διερεύνηση του δικαίου και των νομικών
φαινομένων. Στις κοινωνικο-νομικές σπουδές χρησιμοποιούνται θετικιστικές καθώς και ερμηνευτικές (όπως η ανάλυση
λόγου) και εθνογραφικές προσεγγίσεις για τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων. Προκειμένου να γίνει ακόμα πιο
αντιληπτή η διαφορά μεταξύ της «Κοινωνιολογίας του Δικαίου» και των κοινωνικο-νομικών σπουδών, είναι σημαντικό
να γίνει αναφορά και στα προγράμματα σπουδών στις Νομικές Σχολές. Για παράδειγμα, στη Νομική του Δημοκρίτειου
Πανεπιστημίου Θράκης το μάθημα της Κοινωνιολογίας του Δικαίου περιλαμβάνει θεματικές όπως: το δίκαιο ως
φαινόμενο της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, δίκαιο και λοιποί κοινωνικοί κανόνες, η κανονιστική ιδιαιτερότητα του
δικαίου, χαρακτηριστικά του δικαίου, το νομικό σύστημα (Κelsen, Ηart, Luhmann), το σύγχρονο δίκαιο, οι λειτουργίες
του δικαίου, οι μεταμορφώσεις του δικαίου, η «κρίση» του σύγχρονου δικαίου, η κοινωνιολογική προσέγγιση του δικαίου
(Weber, Durkheim, Parsons), το θεωρητικό πλαίσιο- οι θεωρητικές υποθέσεις: ο νομικός πλουραλισμός, o κοινωνικός
προσδιορισμός του δικαίου, η εξέλιξη του δικαίου, δίκαιο και κοινωνική μεταβολή, η πραγματική γνώση του δικαίου, η
ουσιαστική εφαρμογή του δικαίου, η χρησιμότητα της Κοινωνιολογίας του Δικαίου (η παραγωγή νομικών κανόνων,
ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου κτλ.). Στο Ινστιτούτο Ονιάτι στην Ισπανία, τα μαθήματα του «Νομικοκοινωνικού
Μεταπτυχιακού» περιλαμβάνουν: Συγκριτική νομική κουλτούρα, Ισλαμικές νομικές κουλτούρες και προσαρμογή του
Ισλάμ στην Ευρώπη, Νομική Ανθρωπολογία: Ένας εισαγωγικός οδηγός για τον νομικό πλουραλισμό, Σχεδιασμός έρευνας
και ποσοτικές προσεγγίσεις, Δίκαιο και ΜΜΕ, Δίκαιο και φύλο, Κοινωνικο-νομική έρευνα: Πρακτικά ζητήματα
σχεδιασμού και διεξαγωγής της έρευνας, Δικαιοσύνη, ασφάλεια και δημόσια ασφάλεια πέραν της αστυνομίας, Διεθνές
δίκαιο και συλλογική μνήμη, Κοινωνικο-νομικές προσεγγίσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια
στις νομικές διαδικασίες.
72
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
στα κινήματα, όπως και στη σχέση των ΜΜΕ με τον νόμο. Τέλος, αφιερώνεται ένα σημαντικό μέρος του
κεφαλαίου στη συζήτηση γύρω από έναν νέο κλάδο νομικής, την queer νομική επιστήμη.
Καθόσον πρόκειται για εισαγωγικό κεφάλαιο στις queer σπουδές και τη σχέση τους με τη νομική
επιστήμη, δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις πάνω σε αυτά τα αντικείμενα. Αν και θα ήταν βοηθητικές ως
προς την κατανόηση των παρατιθέμενων πληροφοριών, δεν είναι αναγκαίες. Η πληροφόρηση γίνεται με απλό
και εύληπτο τρόπο.
2.1 Κοινωνικά κινήματα και δίκαιο
Η κοινωνική αλλαγή βρίσκεται στο επίκεντρο του ορισμού του κοινωνικού κινήματος. Το κοινωνικό κίνημα
είναι ένα ευρύ σύνολο βιώσιμων οργανωτικών προσπαθειών για την αλλαγή της δομής της κοινωνίας ή της
κατανομής των κοινωνικών πόρων (Coglianese, 2001). Από τη στιγμή που η κοινωνική αλλαγή είναι ο σκοπός
ενός κοινωνικού κινήματος, η μεταρρύθμιση του δικαίου θεωρείται ότι παρέχει ένα μέσο για την επίτευξη
αυτού του στόχου. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, τα κοινωνικά κινήματα, η μεταρρύθμιση του δικαίου και η
κοινωνία αλληλεπιδρούν με έναν απλό, μονόδρομο τρόπο (Coglianese, 2001). Οι οργανώσεις του κοινωνικού
κινήματος επιδιώκουν να εξασφαλίσουν τη μεταρρύθμιση του νόμου και με τη σειρά τους, οι αλλαγές στον
νόμο επιφέρουν αλλαγές στην κοινωνία. Εάν και σύμφωνα με την Coglianese αυτή η αντίληψη κυριαρχεί σε
μεγάλο μέρος της επιστημονικής βιβλιογραφίας και μπορεί να είναι χρήσιμη για την ανάλυση των άμεσων
επιπτώσεων της μεταρρύθμισης του νόμου από τα κοινωνικά κινήματα, παραλείπει σημαντικές διαστάσεις των
σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών κινημάτων, του δικαίου και της κοινωνίας (Coglianese, 2001). Υποστηρίζει
ότι, πρώτον, τα κοινωνικά κινήματα επιδιώκουν να επιφέρουν κοινωνική αλλαγή με άλλα μέσα εκτός από τη
μεταρρύθμιση του νόμου, επιδιώκουν να αλλάξουν την κοινή γνώμη, ή να δημιουργήσουν νέους μη νομικούς
κανόνες συμπεριφοράς και αυτές οι αλλαγές μπορούν μερικές φορές να επιφέρουν άμεσα την κοινωνική
αλλαγή. Δεύτερον, οι αλλαγές στις αξίες της κοινωνίας και στην κοινή γνώμη μπορούν να ανατροφοδοτήσουν
το νομικό σύστημα και να επηρεάσουν τις προοπτικές για τη μεταρρύθμιση του δικαίου ενισχύοντας την
αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας (Coglianese, 2001). Τέλος, οι προσπάθειες μεταρρύθμισης του
νόμου μπορεί να έχουν οι ίδιες αντίκτυπο στην κοινή γνώμη, με τη δράση των δικαστηρίων και άλλων νομικών
οργάνων, και να προσδίδουν ενίοτε νομιμοποίηση στις αξιώσεις που προβάλλουν τα κοινωνικά κινήματα. Έτσι,
τα κοινωνικά κινήματα, το δίκαιο και η κοινωνία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με έναν πιο δυναμικό και
αμφίδρομο τρόπο από αυτόν που συνήθως παρουσιάζεται (Coglianese, 2001).
Οι δικηγόροι που επιδιώκουν να υλοποιήσουν τους στόχους των κοινωνικών κινημάτων («δικηγόροι
κοινωνικών κινημάτων») χρησιμοποιούν τη δικαστική, νομοθετική και ακτιβιστική συνηγορία23.
Χρησιμοποιούν επίσης τεχνικές ηθικής αντιπαράθεσης, διαλόγου και δικτύωσης για να επηρεάσουν την
κυβερνητική πολιτική και την κοινή γνώμη. Τα δίκτυα που δημιουργούν οι δικηγόροι των κοινωνικών
κινημάτων εξαρτώνται από τις προφορικές και γραπτές ανταλλαγές πληροφοριών, καθώς και από το θετικό
δίκαιο για τη σταθερότητα και τη συνοχή τους (McDougal, 1989). Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί και
ένα εργαλείο το οποίο συχνά χρησιμοποιείται από τα νομικά τμήματα των οργανώσεων για την προάσπιση των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και είναι ο στρατηγικός δικαστικός αγώνας (στα αγγλικά: strategic litigation24) που
αποσκοπεί: α) στην επίτευξη ευρέων κοινωνικών αλλαγών πέραν του πεδίου εφαρμογής της εκάστοτε
μεμονωμένης υπόθεσης, β) στη χρήση νομικών μέσων για την αντιμετώπιση αδικιών που δεν έχουν
αντιμετωπιστεί επαρκώς από το δίκαιο ή την πολιτική, γ) στο να δώσει βήμα στα άτομα που πλήττονται από
παραβιάσεις δικαιωμάτων ώστε να γίνουν αντιληπτά και να ακουστούν και δ) στο να πυροδοτήσει τη συζήτηση
για τις παραβιάσεις αυτές αναδεικνύοντας αδυναμίες και κενά στο νόμο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το άρθρο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Boston Review, το οποίο κάνει
αναφορά στο κινηματικό δίκαιο ή δίκαιο των κινημάτων (στα αγγλικά: movement law25). Σύμφωνα με τους
συγγραφείς26 του άρθρου «What Movements Do to Law», το δίκαιο των κινημάτων αντλεί από την εμπειρία
της δικηγορίας με και για τα κινήματα. Βασίζεται επίσης σε νομικές σχολές σκέψης, συμπεριλαμβανομένων
των κριτικών νομικών σπουδών, της κριτικής φυλετικής θεωρίας και της φεμινιστικής νομικής θεωρίας.
Βλ. επίσης:Cummings, S. L. (2018). Law and Social Movements: Reimagining the Progressive Canon (SSRN
Scholarly Paper 3177207). https://papers.ssrn.com/abstract=3177207
24
Βλ. https://www.ecchr.eu/en/glossary/strategic-litigation/
25
Βλ. https://www.stanfordlawreview.org/print/article/movement-law/
26
Βλ. https://bostonreview.net/articles/what-movements-do-to-law/
23
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
73
Θεμελιώδης στόχος του δικαίου των κινημάτων είναι να κατανοηθούν οι στρατηγικές και οι τακτικές των
κοινωνικών κινημάτων ως μονοπάτια για τη δικαιοσύνη. Επίσης, σύμφωνα με τη σκέψη περί του δικαίου των
κινημάτων τα κινήματα μας υπενθυμίζουν δράσεις, που συχνά αγνοούνται στο νομικό λόγο, ανθρώπων που
δημιουργούν συλλογικά ιδέες και αγωνίζονται για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους, συχνά με μεγάλο
κίνδυνο για την ασφάλειά τους (Simonson et al., 2022).
Οι συγγραφείς επισημαίνουν «πως το δίκαιο των κινημάτων δεν είναι η ακαδημαϊκή μελέτη των
κοινωνικών κινημάτων, αλλά μια πρακτική που απαιτεί να σκεφτόμαστε και να πειραματιζόμαστε μαζί τους»
(Simonson et al., 2022). Δίνουν επίσης έμφαση στον βαθμό υπευθυνότητας που φέρουν οι ιστορίες (ειδικά οι
βιωματικές) που αφηγούμαστε τόσο για να περιγράψουμε τη δραστηριότητα των κοινωνικών κινημάτων όσο
και των κανονιστικών πλαισίων που στηρίζουν την εν λόγω δραστηριότητα. Το κινηματικό δίκαιο έχει την
ικανότητα να αντιστέκεται στον συμβιβασμό, να αποτρέπει την αποδυνάμωση των προγραμμάτων
διαρθρωτικής κοινωνικής αλλαγής και να καθιστά τις αλλαγές πιο ανθεκτικές πολιτικά. Όταν σκεφτόμαστε,
γράφουμε και δρούμε μαζί με τα κινήματα, συμβάλλουμε στο να κατονομάσουμε τις παραβιάσεις του νόμου
και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να συνδιαμορφώσουμε τον λόγο που αρθρώνουμε. Τα κοινωνικά
κινήματα έχουν επιστρατεύσει μερικές από τις πιο βαθιές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε
μεταξύ μας και στο τι μπορούμε να περιμένουμε από το κράτος. «Κινητοποιούν την ελπίδα και τη συλλογική
δράση με τρόπο που μπορεί να καθοδηγήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τις υλικές κρίσεις της εποχής
μας» (Simonson et al., 2022)27.
2.2 Μέσα μαζικής ενημέρωσης και δίκαιο
Το δίκαιο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, είναι
άμεσα συνδεδεμένα. Καθώς ένα σχετικά μικρό ποσοστό του κοινού έχει άμεση εμπειρία με το σύστημα
δικαιοσύνης, οι γνώσεις και οι απόψεις του για το δίκαιο και το νομικό σύστημα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό
από τις αναπαραστάσεις των μέσων ενημέρωσης. Ο νόμος, το έγκλημα και η δικαιοσύνη αποτελούν συχνά
θέματα κάλυψης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Επιπλέον, παρόμοια θέματα παρουσιάζονται σε πολύ
δημοφιλείς τηλεοπτικές ταινίες μυθοπλασίας και μη. Ο τρόπος με τον οποίο καλύπτονται τα νομικά γεγονότα
αλλάζει συνεχώς. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, είναι συνήθεις οι τηλεοπτικές ειδησεογραφικές εκπομπές που
περιλαμβάνουν βιντεοσκοπημένα στιγμιότυπα από δίκες ή συνεντεύξεις δημοσιογράφων μετά τη δίκη για
αμφιλεγόμενες υποθέσεις (Hans, 1990). Στις μέρες μας, τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης χρησιμοποιούνται και
για την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο
για την οργάνωση μαζικών διαδηλώσεων μεγάλης εμβέλειας. Η δράση σχεδόν κάθε κοινωνικού κινήματος στον
σύγχρονο κόσμο καταγράφεται μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία
σαρώνουν συχνά ιστότοπους όπως η πλατφόρμα Χ (πρώην Twitter) για να βρουν νέες πληροφορίες ή εικόνες
για τα τρέχοντα γεγονότα. Ένα παράδειγμα με μεγάλη δημοσιότητα είναι οι διαμαρτυρίες του Χονγκ Κονγκ το
201928, στις οποίες οι διαδηλωτές χρησιμοποίησαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να μοιραστούν
φωτογραφίες και βίντεο από τα γεγονότα ενώ συνέβαιναν. Άλλα θέματα που έχουν απασχολήσει σχετικά με τα
ΜΜΕ και τον νόμο είναι κατά πόσον η χρήση τους από τους/τις/τα δικαστές/ίνες/στα ασκεί επιρροή στις
αποφάσεις τους (Hans, 1990).
2.3 Φύλο και δίκαιο
Η σύνδεση του φύλου με το δίκαιο βρίσκει τις ρίζες της στα δικαιώματα των γυναικών και τους αγώνες του
φεμινιστικού κινήματος. Οι τέσσερις παγκόσμιες διασκέψεις για τα δικαιώματα γυναικών που διεξήχθησαν στα
Ηνωμένα Έθνη29 συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάδειξη της ισότητας των φύλων σε βασικό ζήτημα της
παγκόσμιας ατζέντας. Οι διασκέψεις ένωσαν τη διεθνή κοινότητα πίσω από ένα σύνολο κοινών στόχων με ένα
αποτελεσματικό σχέδιο δράσης για την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών σε όλους τους τομείς της
δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Το 1945, από τα 51 κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών, μόνο 30 επέτρεπαν στις
γυναίκες το δικαίωμα στην ψήφο ή να κατέχουν δημόσια αξιώματα. Οι συντάκτες του Χάρτη των Ηνωμένων
Εθνών είχαν την προνοητικότητα να αναφερθούν σκόπιμα στα «ίσα δικαιώματα των ανδρών και των
Ενδεικτικά, μπορεί να δει κανείς τις απαρχές των κινημάτων για τα έμφυλα δικαιώματα στις ΗΠΑ, βλ. Library of
Congress, 2015.
28
Βλ. https://www.hrw.org/blog-feed/hong-kong-protests
29
Βλ. https://archive.unescwa.org/our-work/womens-rights
27
74
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
γυναικών», καθώς διακήρυτταν την «πίστη του Οργανισμού στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα» και την
«αξιοπρέπεια και την αξία του ανθρώπου». Κανένα προηγούμενο διεθνές νομικό έγγραφο δεν είχε επιβεβαιώσει
τόσο έντονα την ισότητα όλων των ανθρώπων ή είχε στοχεύσει ειδικά το φύλο ως βάση για διακρίσεις. Τις
τρεις πρώτες δεκαετίες, το έργο των Ηνωμένων Εθνών για τις γυναίκες επικεντρώθηκε κυρίως στην
κωδικοποίηση των δικαιωμάτων των γυναικών και στη συγκέντρωση δεδομένων σχετικά με την κατάσταση
των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, έγινε ολοένα και πιο φανερό ότι οι νόμοι,
από μόνοι τους, δεν ήταν αρκετοί για να εξασφαλίσουν την ισότητα των δικαιωμάτων των γυναικών. Ο αγώνας
για την ισότητα εισήλθε σε ένα δεύτερο στάδιο με τη σύγκληση τεσσάρων παγκόσμιων διασκέψεων από τα
Ηνωμένα Έθνη για την ανάπτυξη στρατηγικών και σχεδίων δράσης για την προώθηση των δικαιωμάτων των
γυναικών.
Αργότερα, το 1960, αναδύθηκε ως τομέας της νομικής επιστήμης η φεμινιστική νομολογία 30. Η
φεμινιστική νομολογία ανήκει στη φιλοσοφία του δικαίου που βασίζεται στην πολιτική, οικονομική και
κοινωνική ισότητα των δύο φύλων. Σήμερα κατέχει σημαντική θέση στη νομική σκέψη και επηρεάζει πολλές
συζητήσεις σχετικά με τη βία κατά των γυναικών, την ανισότητα στον εργασιακό χώρο και τις διακρίσεις με
βάση το φύλο. Μέσω διαφόρων προσεγγίσεων, οι φεμινίστριες έχουν εντοπίσει έμφυλες συνιστώσες και
έμφυλες επιπτώσεις φαινομενικά ουδέτερων νόμων και πρακτικών. Οι νόμοι που αφορούν την απασχόληση,
το διαζύγιο, τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, τον βιασμό, την ενδοοικογενειακή βία και τη σεξουαλική
παρενόχληση έχουν επωφεληθεί από τη φεμινιστική νομολογία 31. Οι φεμινίστριες πιστεύουν ότι η ιστορία
γράφτηκε από ανδρική σκοπιά και δεν αντικατοπτρίζει τον ρόλο των γυναικών στη δημιουργία της ιστορίας
και τη διάρθρωση της κοινωνίας. Παρουσιάζοντας τα ανδρικά χαρακτηριστικά ως «κανόνα» και τα γυναικεία
χαρακτηριστικά ως απόκλιση από τον «κανόνα», οι επικρατούσες αντιλήψεις για το δίκαιο ενισχύουν και
διαιωνίζουν την πατριαρχική εξουσία. Οι φεμινίστριες αμφισβητούν την πεποίθηση ότι η βιολογική σύσταση
των ανδρών και των γυναικών είναι τόσο διαφορετική ώστε ορισμένες συμπεριφορές να μπορούν να αποδοθούν
με βάση το φύλο καθώς το φύλο δημιουργείται κοινωνικά, όχι βιολογικά. Το φύλο καθορίζει θέματα όπως η
σωματική εμφάνιση και η αναπαραγωγική ικανότητα, αλλά όχι ψυχολογικά, ηθικά ή κοινωνικά
χαρακτηριστικά32.
Η φεμινιστική νομολογία περιέχει τρεις μεγάλες σχολές σκέψης στο πλαίσιο της φεμινιστικής
νομολογίας σύμφωνα με τις Browman και Schneider. Πρώτον, ο παραδοσιακός ή φιλελεύθερος φεμινισμός
υποστηρίζει ότι οι γυναίκες είναι ίσες με τους άνδρες και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες. Οι
φιλελεύθερες φεμινίστριες αμφισβητούν την παραδοχή της ανδρικής εξουσίας και επιδιώκουν να εξαλείψουν
τις διακρίσεις βάσει φύλου που αναγνωρίζονται από τον νόμο, επιτρέποντας έτσι στις γυναίκες να είναι
ανταγωνιστικές στην αγορά (Browman & Schneider, 1998). Δεύτερον, ο πολιτισμικός φεμινισμός εστιάζει στις
διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών και εξυμνεί τις διαφορές αυτές υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες δίνουν
έμφαση στη σημασία των σχέσεων, των πλαισίων και της συμφιλίωσης των αντικρουόμενων διαπροσωπικών
θέσεων, ενώ οι άνδρες δίνουν έμφαση στις αφηρημένες αρχές των δικαιωμάτων και της λογικής. Στόχος αυτής
της σχολής είναι να αναγνωριστεί ισότιμα η φωνή της φροντίδας και των κοινοτικών αξιών των γυναικών
(Browman & Schneider, 1998). Τέλος, ο ριζοσπαστικός ή κυρίαρχος φεμινισμός εστιάζει στην ανισότητα.
Ομοίως με τον φιλελεύθερο φεμινισμό, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός υποστηρίζει ότι οι άνδρες έχουν
κυριαρχήσει στις γυναίκες δημιουργώντας την ανισότητα των φύλων. Για τις ριζοσπαστικές φεμινίστριες, το
φύλο είναι ζήτημα εξουσίας και μας προτρέπουν να εγκαταλείψουμε τις παραδοσιακές προσεγγίσεις που έχουν
ως σημείο αναφοράς την αρρενωπότητα. Υποστηρίζουν ότι η ισότητα των φύλων πρέπει να οικοδομηθεί με
βάση τις διαφορές των γυναικών από τους άνδρες και όχι να είναι μια απλή προσαρμογή αυτών των διαφορών
(Browman & Schneider, 1998).
Στη συνέχεια, οι Browman και Schneider στο άρθρο «Feminist legal theory, feminist law making and
the legal profession» επικεντρώνονται στην αλληλεπίδραση μεταξύ της φεμινιστικής νομικής θεωρίας, της
φεμινιστικής νομοθέτησης και του νομικού επαγγέλματος. Περιγράφουν μια σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ
θεωρίας και πρακτικής που έχει δύο κύριες «αρένες»: α) την αλληλεπίδραση μεταξύ της φεμινιστικής νομικής
Βλ.
https://www.law.cornell.edu/wex/feminist_jurisprudence#:~:text=Feminist%20jurisprudence%20is%20a%20philosophy,
feminist%20jurisprudence%20began%20in%201960s
31
Ό.π.
32
Ό.π.
30
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
75
θεωρίας και την ανάπτυξη της φεμινιστικής νομοθέτησης και του ουσιαστικού δικαίου, και β) τον αντίκτυπο
της φεμινιστικής νομικής θεωρίας στον τρόπο με τον οποίο ασκείται το δίκαιο. Υποστηρίζουν ότι:
η εξέταση της θεωρίας και της πρακτικής και στους δύο τομείς αποκαλύπτει μια σχέση στην οποία η
φεμινιστική πρακτική έχει δημιουργήσει τη φεμινιστική νομική θεωρία, η θεωρία στη συνέχεια
αναδιαμόρφωσε την πρακτική και η πρακτική έχει με τη σειρά της αναδιαμορφώσει τη θεωρία. Έτσι,
είτε το θέμα είναι η μεταρρύθμιση του φεμινιστικού δικαίου ή η έμφυλη δομή του νομικού
επαγγέλματος, η φεμινιστική νομική θεωρία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την πρακτική.
Ταυτόχρονα, η νομική επιστήμη δεν μπορεί να ξεχωρίσει από την πρακτική καθώς η διαμόρφωση της
νομικής θεωρίας έχει διαδραματίσει αναπόσπαστο ρόλο στην ανάπτυξη της κοινωνικής αλλαγής σε
όλους αυτούς τους τομείς (Browman & Schneider, 1998).
Το queer δίκαιο (queer law)33 βασίζεται σε πολλές από τις ιδέες σχετικά με το βιολογικό φύλο και το κοινωνικό
φύλο όπως διατυπώνονται στην queer θεωρία. Οι/τα θεωρητικοί/ες/ά του queer δικαίου εστιάζουν το έργο τους
στις εμπειρίες των queer ατόμων και σημειώνουν τη συχνή παράλειψη των queer ζητημάτων και προοπτικών
στον νόμο. Επιπλέον, οι queer θεωρητικοί αμφισβητούν την παραδοχή ότι το φύλο είναι δυαδικό,
επισημαίνοντας την ύπαρξη των ίντερσεξ ατόμων (βλ. Ενότητα 3.5 «Άτομα εκτός του διπόλου
γυναίκα/άνδρας»). Η ύπαρξη ατόμων που βρίσκονται εκτός του διπόλου γυναίκα/άνδρας επιβεβαιώνει πως το
φύλο είναι ένα φάσμα και πως το δίπολο γυναίκα/άνδρας είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα πάνω στο οποίο
έχει βασιστεί η συντριπτική πλειοψηφία των νομικών κειμένων. Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο της queer
θεωρίας είναι πως τονίζει ότι το βιολογικό φύλο, το κοινωνικό φύλο και ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν
χρειάζεται να ευθυγραμμίζονται, αν και ο νόμος συχνά υποθέτει ότι όλα τα άτομα είναι cis34 και ετεροφυλόφιλα.
Οι queer νομικοί στηρίζονται στην queer θεωρία και επιδιώκουν την αναθεώρηση νομικών κειμένων
που βασίζονται στο δίπολο γυναίκα/άνδρας με στόχο την αντιμετώπιση των παραβιάσεων των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και την ισότιμη μεταχείριση των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+. Η queer νομική θεωρία ασκεί
κριτική κατά των τρόπων με τους οποίους τα δικαστήρια προσπαθούν να αγνοήσουν ή να περιορίσουν τη
ρευστότητα του βιολογικού φύλου, του κοινωνικού φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού (Thiel,
2018). Βασικές θεματικές του queer δικαίου είναι το αν η σεξουαλική παρενόχληση από άτομα του ίδιου φύλου
μπορεί και πρέπει να λογίζεται ως παράνομη πράξη και αν θα πρέπει να επιτραπεί σε ομόφυλα ζευγάρια να
παντρεύονται. Οι queer νομικοί θεωρητικοί εισάγουν επίσης ερωτήματα σχετικά με έννοιες κεντρικής σημασίας
για το δίκαιο, όπως η συναίνεση, η ταυτότητα φύλου, και προσκαλούν σε επαναπροσδιορισμό των φαινομενικά
σταθερών δογματικών διακρίσεων μεταξύ, για παράδειγμα, της ίσης προστασίας και της ελευθερίας της
έκφρασης (Thiel, 2018).
Όσον αφορά την queer νομική θεωρία, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τρία εννοιολογικά πλαίσια στα
οποία ο Damir Banović την ταξινομεί στο άρθρο «Queer Legal Theory» εάν και καταλήγει πως ο καλύτερος
τρόπος για να προσδιορίσουμε την queer νομική θεωρία είναι να μην υπάρχουν ορισμοί και να μην
προσδιορίζονται όλα. Ο Banović ξεκινά με το πρώτο πλαίσιο που σχετίζεται με τη θεωρία και τα κινήματα τα
οποία επιδιώκουν την εξισορρόπηση της ηθικής κατάστασης του διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού
σε σχέση με τον ετεροφυλόφιλο. Εισάγει θέματα που αφορούν την ταυτότητα του φύλου στο πεδίο της
νομοθεσίας και υποστηρίζει το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας και αυτοδιάθεσης. Αυτή η κατανόηση
της queer νομικής θεωρίας δεν ασκεί κριτική στην έννοια του δικαίου, αλλά επεκτείνει τις υπάρχουσες έννοιες
ενώ παράλληλα εισάγει νέες (Banović, 2022). Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει την εισαγωγή ρυθμίσεων κατά
των διακρίσεων, την αλλαγή των ρυθμίσεων του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση της νομικής
αναγνώρισης των γάμων μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, το δικαίωμα νομικής αναγνώρισης του φύλου, την
απαγόρευση της ρητορικής του μίσους, την απαγόρευση των εγκλημάτων μίσους, την εισαγωγή της νομικής
απαγόρευσης επεμβάσεων όπως του ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων των ίντερσεξ ατόμων (Banović,
2022). Στο δεύτερο πλαίσιο, παραλληλίζει την queer νομική θεωρία με την κριτική που άσκησε ο αμερικανικός
νομικός ρεαλισμός στην κλασική νομική θεωρία. Αυτή η κριτική, αν και διαφορετική, μπορεί να συνοψιστεί
ως εξής: (1) κριτική του δικαίου ως επιστήμης, (2) κριτική των νομικών εννοιολογήσεων, (3) κριτική του
δικαίου ως αντικειμενικής και ουδέτερης πρακτικής (Banović, 2022). Με άλλα λόγια, σε αυτή την περίπτωση
Βλ. https://www.e-ir.info/2018/01/07/queer-theory-in-international-relations/
Cis: cisgender είναι τα άτομα που νιώθουν οικεία στο φύλο με το οποίο γεννήθηκαν. Cisgender είναι επίσης ταυτότητα
φύλου ή ένας ρόλος φύλου, για την ακρίβεια ο πιο ενδεδειγμένος από την κοινωνία.
33
34
76
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
δεν ασκείται εξωτερική κριτική στο δίκαιο, όπως στο πρώτο πλαίσιο, με αποτέλεσμα να περιορίζεται σημαντικά
η δυνατότητα νομικής αλλαγής καθώς το ισχύον δίκαιο (το οποίο πολύ συχνά είναι αμιγώς δυαδικό όσον αφορά
το φύλο) αντιμετωπίζεται ως ο βασικός άξονας. Το τρίτο πλαίσιο το ονομάζει «outsider queer legal theory» και
το περιγράφει ως έναν μεταμοντέρνο κλάδο (ή ομάδα κλάδων) που εφαρμόζει τη μεθοδολογική πορεία που
έχει καθιερωθεί εντός των κριτικών νομικών μελετών με γνώμονα τις συγκεκριμένες προσωπικές εμπειρίες
(Banović, 2022). Σε αυτή την περίπτωση, η queer νομική θεωρία ξεκινά από σεξουαλικότητες και έμφυλες
ταυτότητες που θεωρεί «ως προσωρινές, ρευστές και απροσδιόριστες, ασκώντας κριτική στο δίκαιο, τις
πρακτικές και τις πολιτικές που επιδιώκουν να αποκλείσουν, να κατηγοριοποιήσουν, να υποτάξουν και να
εξαλείψουν οτιδήποτε δεν εντάσσεται στις δυαδικές έννοιες της σεξουαλικότητας και του φύλου» (Banović,
2022).
Η παγκοσμιοποίηση έχει δώσει στους/ις/α θεωρητικούς/ες/α και τους/τις/τα ακτιβιστές/τριες/α του
queer ένα διευρυμένο πεδίο παρέμβασης κυρίως όσον αφορά την πολιτική υπεράσπισης των ΛΟΑΤΚΙ+
δικαιωμάτων μέσω της εμφάνισης πολυάριθμων μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) και συλλογικοτήτων.
Η συμπερίληψη των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων όχι ως περιθωριοποιημένων μειονοτήτων αλλά ως φορέων
ανθρωπίνων δικαιωμάτων με εγγενή αξιοπρέπεια και ατομικά δικαιώματα είναι στα κορυφαία αιτήματα της
ατζέντας τους. Ωστόσο, η queer θεωρία δεν ευθυγραμμίζεται πάντοτε με τις κυρίαρχες πολιτικές στρατηγικές
που προωθούνται μέσω της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ στην Ευρώπη καθώς αμφισβητεί
πολλούς υφιστάμενους κοινωνικο-πολιτικούς θεσμούς, όπως ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός που θεωρείται
βασικός στην ευρωπαϊκή πολιτική. Η υπεράσπιση των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων κρίνεται, κατά καιρούς, από
τον queer επιστημονικό χώρο ως συμμορφούμενη, ετεροκανονική και στερεοτυπική.
Οι πολιτικές εντάσεις στον «πραγματικό» κόσμο ωθούν τους/τις/τα queer νομικούς/α στο να
αμφισβητούν τις γενικά αποδεκτές, καθιερωμένες αντιλήψεις και συχνά χρησιμοποιούν την υπάρχουσα
βιβλιογραφία για να προχωρήσουν πέρα από το φαινομενικά προφανές, να αποδομήσουν και στη συνέχεια να
ανακατασκευάσουν τις υπάρχουσες διαδικασίες. Για παράδειγμα, η Cynthia Weber (2016) χρησιμοποιεί την
ομιλία της Hillary Clinton για τα σεξουαλικά δικαιώματα στα Ηνωμένα Έθνη το 2011 και την αντιπαραβάλλει
με τη νικητήρια εμφάνιση της Conchita Wurst στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision το 2014 για να
αναδείξει μια «queer λογική της κρατικής τεχνικής» που αμφισβητεί τις παραδοσιακές, έμφυλες και δυαδικές
προσεγγίσεις της διακυβέρνησης. Η Weber υπογραμμίζει πως παρά το γεγονός ότι στην ομιλία της η Κλίντον
μετέτρεψε την έννοια του ομοφυλόφιλου από «αποκλίνοντα» σε κάτοχο δικαιωμάτων, εξακολουθεί να παράγει
ένα διεθνές δυαδικό σύστημα προοδευτικών έναντι μισαλλόδοξων κρατών (Weber, 2016).
Στην ΕΕ, τα μέτρα πολιτικής κατά των διακρίσεων αφορούν κυρίως στις διακρίσεις που σχετίζονται με
την εργασία. Παράλληλα, η μεγαλύτερη ομάδα υπεράσπισης των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων στην Ευρώπη, η
ILGA Europe35, μαζί με άλλες ομάδες, έχει πιέσει για ένα ευρύτερο νομικό πλαίσιο κατά των διακρίσεων που
θα καλύπτει όλους τους τομείς της ζωής. Αυτό αποτελεί πρόκληση καθώς μερικά κράτη δεν θέλουν να
διευρύνουν το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, ενώ παράλληλα η ΕΕ πολλές φορές διστάζει να ξεπεράσει τους
τομείς εστίασής της που είναι τα οικονομικά δικαιώματα και οι ελευθερίες. Αυτό μειώνει τις δυνατότητες
αμφισβήτησης των υφιστάμενων πολιτικών, ενώ συχνά οι ακτιβιστικές ομάδες πρέπει να συνδέσουν τις
δραστηριότητές τους κατά των διακρίσεων με την ευρύτερη κοινωνική ένταξη και την ένταξη στην αγορά
εργασίας, προκειμένου να μπορέσουν να επωφεληθούν από τη χρηματοδότηση της ΕΕ για να επιτύχουν τους
στόχους τους36.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημανθεί πως η queer νομική μπορεί να εξελιχθεί σε χρήσιμο
εργαλείο για την προάσπιση των δικαιωμάτων στην ΕΕ, καθώς καθιερώνεται ως κριτική επιστημολογία στον
βαθμό που καταδεικνύει, από τις εμπειρίες ή τις θέσεις των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, όχι μόνο τα
όρια και τις αντιφάσεις της νομικής γνώσης σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα, αλλά και των ίδιων
των θεμελίων της, των θεωριών της και των κανόνων της (Ramos, 2021). Αποτελεί, επίσης, μια πολιτική
πρακτική τόσο ως προς τις μεταρρυθμιστικές στρατηγικές της για τη νομική συμπερίληψη των ΛΟΑΤΚΙ+, όσο
και τις επαναστατικές διεκδικήσεις της για την κατάργηση του φύλου και του ίδιου του νόμου ή, ακόμη, στην
επιτελεστική ανυπακοή της που εκτοπίζει και ανατρέπει τα νοήματα και τις χρήσεις των νομικών λόγων και
κανόνων (Ramos, 2021). Δεν πρόκειται για την επιβεβαίωση νέων δογμάτων σε ό,τι αφορά το αρσενικό και το
θηλυκό ή τη σεξουαλικότητα, αλλά για την απελευθέρωση από την ουσιοκρατική κανονικοποίηση, η οποία
35
36
Βλ. https://www.ilga-europe.org/
Βλ. https://www.e-ir.info/2018/01/07/queer-theory-in-international-relations/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
77
παράγεται από τις συχνά αφηρημένες προοπτικές των κανόνων δικαίου (Ramos, 2021). Επίσης, πρόκειται για
την παραγωγή νέας γνώσης από τις εμπειρίες των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων με στόχο να
αποκαλυφθούν οι επιπτώσεις των κανόνων δικαίου στο φύλο και τη σεξουαλικότητα και να αναδειχθεί η
μεροληψία των νόμων και των δικαστικών αποφάσεων, να καταγγελθεί η ψευδής αυτονομία του νόμου σε
σχέση με τα συμφέροντα των ετεροφυλόφιλων και να καταδειχθεί ότι το φύλο και η σεξουαλικότητα δεν είναι
τίποτε άλλο παρά «διαλεκτικές και κανονιστικές δομές που εντοπίζονται στην ενδεχομενικότητα μιας
συγκεκριμένης κουλτούρας, η οποία προφανώς περιλαμβάνει την ηγεμονική νομική κουλτούρα» (Ramos,
2021).
Οι παραδοσιακές νομικές θεωρίες όπως ισχύουν σήμερα δεν ενσωματώνουν την queer θεωρία, αλλά
βασίζονται στην παραμονή στο δίπολο γυναίκα/άνδρας οδηγώντας στην περιθωριοποίηση και στις πολλαπλές
παραβιάσεις των δικαιωμάτων των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. Μεταξύ των πολλαπλών μεθόδων
και στρατηγικών, η πιο ισχυρή συμβολή της queer κριτικής έγκειται ακριβώς στις προσπάθειές της να
παραγάγει:
μια πολυδιάστατη ανάλυση των καταπιέσεων που βιώνουν όσα σώματα καθίστανται αόρατα και
ακατάληπτα από το ηγεμονικό σύστημα γνώσης και κανόνων. Μια φεμινιστική και queer κριτική του
δικαίου ενσωματώνει μια αποδομητική στάση που, αποδομώντας και αποσταθεροποιώντας τα νοήματα
των λόγων και των κανόνων που διερευνά, μονίμως αποδομεί και αποσταθεροποιεί την εαυτό της
(Ramos, 2021, σσ. 1701-1702).
Τέλος, γιατί άραγε η queer θεωρία δεν είναι τόσο διαδεδομένη στις νομικές σχολές όπως σε άλλες
ανθρωπιστικές επιστήμες; Πιθανόν, η ορθολογική και θετικιστική αντίληψη του δικαίου καθώς και η έλλειψη
των κοινωνικο-νομικών επιστημών να μην διαμορφώνουν το κατάλληλο έδαφος για μία θεωρία η οποία
αμφισβητεί νόμους, συστήματα και θεσμούς (Romero, 2009). Επιπλέον, οι νομικές σχολές είναι συνήθως βαθιά
συνδεδεμένες με τα οικονομικά, και πολύ λιγότερο με τη λογοτεχνία, την εθνογραφική κοινωνική επιστήμη,
τις πολιτιστικές σπουδές, και τα εμπνευσμένα από το κίνημα τμήματα όπως οι Σπουδές Φύλου και
Σεξουαλικότητας (Romero, 2009). Κατ’ επέκταση, η προσπάθεια ένταξης σπουδών που προαπαιτούν μία
διεπιστημονική προσέγγιση στις Νομικές Σχολές, συναντά μεγάλη αντίσταση καθώς κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε
την ανανέωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων των Σχολών, καθώς και προσωπικό το οποίο διαθέτει τις
κατάλληλες γνώσεις και μπορεί να διδάξει αυτές τις θεματικές (Romero, 2009). Λαμβάνοντας υπόψη τα
παραπάνω, η παρουσία της queer θεωρίας στη νομική επιστήμη είναι πολύ αργή έως και μηδαμινή και για
αυτούς τους λόγους, ο στόχος του παρόντος οδηγού είναι εξαιρετικά σημαντικός καθώς απευθύνεται σε όλη
την ελληνική νομική κοινότητα και αποσκοπεί στην εισαγωγή της σε queer έννοιες οι οποίες έως τώρα
παραμένουν άγνωστες.
2.4 Διαθεματικότητα (intersectionality) και δίκαιο
Ο όρος «intersectionality» εμφανίστηκε για πρώτη φορά μέσα από το έργο της Kimberlé Williams Crenshaw,
μιας Αφροαμερικανίδας καθηγήτριας Νομικής (Βλέπε επίσης Κεφάλαιο 3.2 «Διαθεματκή Αναπηρία»). Σκοπός
της Crenshaw ήταν να ασκήσει κριτική στο υπάρχον αμερικανικό δίκαιο και στο πώς αντιμετώπιζε θέματα κατά
των διακρίσεων, στο δεύτερο κύμα του φεμινισμού και στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, αναδεικνύοντας
παράλληλα πώς όλα αυτά τα μοντέλα ουσιαστικά εξαιρούν τις μαύρες γυναίκες (Crenshaw, 1991). Παρόλο που
η Crenshaw έχει λάβει ευρεία αναγνώριση για την επινόηση του όρου «intersectionality», η ευρύτερη ιδέα ότι
διαφορετικοί λόγοι καταπίεσης αλληλεπιδρούν και οδηγούν σε νέες και πολυδιάστατες μορφές καταπίεσης
προϋπήρχε. Πολλές μαύρες γυναίκες πριν από την Crenshaw έχουν γράψει για την πολλαπλή καταπίεση και
ειδικότερα στη δεκαετία του 1980, όπου η ιδέα αυτή αναπτύχθηκε από το αντιρατσιστικό φεμινιστικό κίνημα.
Με απλά λόγια, η Crenshaw υποστήριξε ότι:
1. Ο νόμος κατά των διακρίσεων αντιμετωπίζει κατηγορίες ταυτότητας όπως το «φύλο» και η «φυλή» ως
αμοιβαία αποκλειόμενους λόγους διακρίσεων.
2. Ο φεμινισμός του δεύτερου κύματος εστιάζει στο φύλο ως τον κυρίαρχο φορέα ανάλυσης και με αυτό
τον τρόπο θέτει τις λευκές γυναίκες ως τον άρρητο κανόνα.,
78
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3. Η αντιρατσιστική πολιτική εστιάζει στη φυλή ως τον κυρίαρχο φορέα ανάλυσης και με αυτό τον τρόπο
θέτει τους μαύρους άνδρες ως τον άρρητο κανόνα (Ajele & McGill, 2020).
Βασιζόμενη στις παρουσιάσεις της Άννας Καραστάθη «Η διαθεματικότητα στην εποχή των συνυφασμένων
κρίσεων» και «Διαθεματικότητα και ρατσισμός: Συντακτικές της εξουσίας στην Ελλάδα των συνυφασμένων
κρίσεων», η ελληνική λέξη «διαθεματικότητα» αποδίδει τη λέξη «intersectionality», που κυριολεκτικά
αποδίδεται ως «διασταυρωτικότητα» (Carastathis, χ.χ.· Carastathis, 2018). Αυτό το παράδειγμα εξάλλου
χρησιμοποιεί και η Crenshaw προκειμένου να γίνει κατανοητή:
Σκεφτείτε την εξής αναλογία: η κυκλοφορία σε μία διασταύρωση, έρχεται και πηγαίνει και στις
τέσσερις κατευθύνσεις. Όπως η κυκλοφορία μέσω μιας διασταύρωσης, οι διακρίσεις μπορεί να ρέουν
προς μία κατεύθυνση ή μπορεί να ρέουν προς μία άλλη. Εάν συμβεί ένα ατύχημα σε μία διασταύρωση,
μπορεί να προκληθεί από αυτοκίνητα τα οποία ταξιδεύουν από διάφορες κατευθύνσεις αλλά και,
ορισμένες φορές, από όλα απ’ αυτά (ταυτόχρονα). Ομοίως, εάν τραυματιστεί μία μαύρη γυναίκα επειδή
βρίσκεται σε μία διασταύρωση, ο τραυματισμός της μπορεί να οφείλεται σε έμφυλες διακρίσεις ή σε
φυλετικές διακρίσεις … Αλλά δεν είναι πάντα εύκολο να ανασυγκροτηθεί το ατύχημα: μερικές φορές
τα σημάδια ολίσθησης και οι τραυματισμοί δείχνουν απλά ότι συνέβησαν ταυτόχρονα, ματαιώνοντας
προσπάθειες για να προσδιοριστεί ποιος οδηγός προκάλεσε το ατύχημα (Crenshaw, 2021, σ. 149).
Ουσιαστικά, σύμφωνα με την Άννα Καραστάθη, ο όρος «διαθεματικότητα» μεταφράζει κυριολεκτικά τη λέξη
«inter-issuality» και «αποτελεί ένα θεωρητικό πλαίσιο για την ανάδειξη των σχέσεων μεταξύ διαφόρων μορφών
κοινωνικού αποκλεισμού και καταπίεσης που έχουν ψευδώς διαχωριστεί σε διακριτές κατηγορίες μέσω
σύνθετων, ηγεμονικών αλλά και κινηματικών λογοθετικών διαδικασιών». Σε μία άλλη δημοσίευση, η Άννα
Καραστάθη και η Μυρτώ Τσιλιμπουνίδη (Καραστάθη & Τσιλιμπουνίδη, 2022) αναλύουν τη βαθύτητα του
όρου «διαθεματικότητα»:
Συχνά η διαθεματικότητα σήμερα ερμηνεύεται ως ένα αθροιστικό εργαλείο ανάλυσης ή σύγκρισης
διακριτών ταυτοτήτων. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι κάτι πολύ βαθύτερο από το να συγκρίνουμε
καταπιέσεις και προνόμια καταλήγοντας στο ποιος/ποια/ποιο βάλλεται περισσότερο ή λιγότερο. Η
διαθεματικότητα δίνει τρόπους να κατανοήσουμε τις σχέσεις ανάμεσα σε φαινομενικά διακριτά
συστήματα, μεταξύ ψευδώς διαχωρισμένων κατηγοριών, μεταξύ μορφών καταπιέσεων που
διακινούνται συστημικά από τη μία άκρη του πλανήτη μέχρι την άλλη. Συγκεκριμένα, o καπιταλισμός,
σαν σύστημα λευκής και πατριαρχικής υπεροχής χρησιμοποιεί ως στρατηγικές συσσώρευσης
κεφαλαίου και εξουσίας το καθεστώς μαζικής φυλάκισης, την αστυνόμευση, τη στρατιωτικοποίηση
των συνόρων και τις γυναικοκτονίες (μεταξύ άλλων). Η διαθεματικότητα προτείνει πλαίσια ανάλυσης
μέσω των οποίων οι παραπάνω μορφές συστημικής βίας διαφαίνονται ως αλληλένδετες και έμφυλα,
φυλετικά και ταξικά προσδιορισμένες. Παρά την παρανόηση της διαθεματικότητας ως μια πολιτική
ταυτοτήτων, η οποία δύναται να αποσπάσει την προσοχή μας από την ταξική πάλη, η διαθεματικότητα
αναδεικνύει πως η έμφυλη βία διέπει κινήματα για την απελευθέρωση καταπιεσμένων κοινωνικών
ομάδων και εργατικών τάξεων. Δηλαδή, πως η έμφυλη βία (αφενός η διαπροσωπική και αφετέρου η
επιστημολογική) λειτουργεί διασπαστικά και υπονομευτικά στο εσωτερικό ανδροκρατούμενων
κινημάτων (Καραστάθη & Τσιλιμπουνίδη, 2022).
Η σύνδεση της έννοιας της «διαθεματικότητας» με το δίκαιο κρίνεται κρίσιμη καθώς έτσι μπορεί να γίνει
κατανοητό το γεγονός ότι οι κοινωνικές διακρίσεις που οδηγούν σε συγκεκριμένες πρακτικές είναι πολλαπλές
και μπορούν είτε να επικαλύπτουν είτε να ενισχύουν η μία την άλλη. Παράλληλα, οι «διαθεματικές διακρίσεις»
δίνουν έμφαση και κάνουν ορατές τις ανισορροπίες ισχύος που προϋπάρχουν στην κοινωνία και συχνά δεν
είναι εμφανώς διακριτές. Στη νομική, η έννοια της διαθεματικότητας ίσως να έχει εμφανιστεί έως τώρα με την
έννοια των «πολλαπλών διακρίσεων» κυρίως από το 2000, όπου οι «πολλαπλές διακρίσεις» αναγνωρίστηκαν
ως πρόβλημα στις αιτιολογικές σκέψεις των Οδηγιών 2000/43 και 2000/78 της ΕΕ κατά των διακρίσεων. Σε
γενικό πλαίσιο, όμως, αν και η έννοια της «διαθεματικότητας» είναι πολύτιμη, οι νόμοι και οι πολιτικές για την
καταπολέμηση των διακρίσεων τείνουν να μην είναι «διαθεματικά» και να αγνοούν την πολυπλοκότητα των
προβλημάτων καθώς συνήθως επικεντρώνονται σε μια μονόπλευρη προσέγγιση η οποία συχνά είναι
αναποτελεσματική και στην ουσία δεν οδηγεί στην καταπολέμηση των διακρίσεων και τη διασφάλιση της
ισότητας (Collins, 2000). Για να γίνει αντιληπτή η χρησιμότητα της διαθεματικότητας στη νομική, αξίζει να
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
79
αναφερθούμε σε ένα σεμινάριο που διεξήχθη το 2022 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Συμβουλίου της
Ευρώπης κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας σχετικά με τη χρησιμότητα της εφαρμογής της
«διαθεματικότητας» στη νομική επιστήμη και συγκεκριμένα στη διάλεξη του Colm O’Cinneide.
Ο O’Cinneide τονίζει πως άτομα από τον ακαδημαϊκό και ακτιβιστικό χώρο έχουν εφαρμόσει την
έννοια της διαθεματικότητας για να εντοπίσουν κενά και ελλείψεις στην υφιστάμενη νομοθεσία για την ισότητα
(O’Cinneide, 2022). Μάλιστα, αρκετά από αυτά τα άτομα έχουν επικρίνει τις «παραδοσιακές» προσεγγίσεις
των διακρίσεων όπως αυτές διδάσκονται και στις Νομικές Σχολές, δηλαδή την εστίαση στη λογική της λιγότερο
ευνοϊκής μεταχείρισης και, συνακόλουθα, διακρίνεται η τάση να διευρυνθεί η εμβέλεια των λόγων διάκρισης.
Ωστόσο, τα δικαστήρια είναι συχνά απρόθυμα να ερμηνεύσουν την υφιστάμενη νομοθεσία ως καλύπτουσα τις
διαθεματικές διακρίσεις καθώς θεωρούν την έννοια νέα ή αμφιλεγόμενη. Ο O’Cinneide θεωρεί ότι η ανησυχία
αυτή είναι εν μέρει κατανοητή καθώς η διαθεματικότητα είναι μία έννοια με «μικρή νομική καταγωγή» και στα
δικαστήρια αρέσουν τα καθιερωμένα νομικά δόγματα, τα οποία έχει αποδειχθεί ότι λειτουργούν (κατά
προτίμηση πρώτα σε άλλες χώρες) (O’Cinneide, 2022). Η «λειτουργική εφαρμογή» της διαθεματικότητας
λοιπόν αποτελεί ακόμη ζήτημα για τη νομική επιστήμη. Ωστόσο, εάν τα δικαστήρια είναι διατεθειμένα να
λάβουν υπόψη το κοινωνικό πλαίσιο και να εστιάσουν στον αντίκτυπο των διακρίσεων και όχι μόνο στο τυπικό
σκεπτικό, θα μπορούσε να λειτουργήσει (O’Cinneide, 2022). Αυτό το στοιχείο που αναφέρει ο O’Cinneide
παραπέμπει στις προηγούμενες ενότητες και αναδεικνύει την αξία που έχουν οι κοινωνικο-νομικές επιστήμες
ειδικά στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συνεχίζει αναφέροντας πως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για
τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) έχει ήδη αρχίσει να λαμβάνει σταδιακά όλο και περισσότερο υπόψη τις
ανάγκες συγκεκριμένων ομάδων και η απόφαση που ξεχωρίζει από αυτή την άποψη μέχρι στιγμής είναι η B.S.
κατά Ισπανίας, όπου το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) σε σχέση με τη μη διερεύνηση καταγγελιών
για παρενόχληση από την αστυνομία εναντίον μιας Αφρικανής που ήταν σεξεργάτρια. Το Δικαστήριο
αναγνώρισε την «ιδιαίτερη ευαλωτότητα» της προσφεύγουσας που απορρέει από τη διασταύρωση του φύλου
και της εθνοτικής καταγωγής της σε συνδυασμό με τη φύση της εργασίας της. Κατά συνέπεια, υπάρχει αυτή τη
στιγμή μία αναπτυσσόμενη νομολογία του Δικαστηρίου για την «ευαλωτότητα» που σύμφωνα με τον
O’Cinneide είναι δυνητικά η εφαρμογή μιας μορφής «διαθεματικότητας» (O’Cinneide, 2022).
Τέλος, να επισημάνουμε πως η κατανόηση της έννοιας της διαθεματικότητας από τον/την/το
αναγνώστη/στρια/στό είναι απαραίτητη διότι ο οδηγός επικεντρώνεται σε πολλές και διαφορετικές μορφές
διακρίσεων. Εάν και αυτές οι μορφές διακρίσεων αναλύονται σε διαφορετικές ενότητες προκειμένου να
εξασφαλιστεί η ροή και η συνοχή του κειμένου, ο οδηγός είναι βαθιά διαθεματικός καθώς απώτερος σκοπός
του είναι η κατανόηση συγκεκριμένων εννοιών και η μετέπειτα συνδυαστική και όχι μονόπλευρη χρήση τους
από τα άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη. Περαιτέρω πληροφορίες και βιβλιογραφία σχετικά με
τη διαθεματικότητα βρίσκονται στο Κεφάλαιο 3.2 «Διαθεματική Αναπηρία».
80
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
2.5 Βιβλιογραφία κεφαλαίου
Ajele, G. & McGill, J. (2020). Intersectionality in Law and Legal Contexts. LEAF. Ανακτήθηκε 25 Ιουλίου
2023, από: https://www.leaf.ca/publication/intersectionality-in-law-and-legal-contexts/
Banović, D. (2022). Queer Legal Theory (February 9, 2022). Available
https://ssrn.com/abstract=4031017 or http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.4031017
at
SSRN:
Bowman, C., & Schneider, E. (1998). Feminist Legal Theory, Feminist Lawmaking, and the Legal Profession.
Fordham Law Review, 67(2), 249.
Carastathis, A. (2018). Διαθεματικότητα και ρατσισμός: Συντακτικές της εξουσίας στην Ελλάδα των
συνυφασμένων κρίσεων / Intersectionality and Racism: Syntaxes of Power in Greece of Intersecting
Crises
[in
Greek].
https://www.academia.edu/36200381/Διαθεματικότητα_και_ρατσισμός_Συντακτικές_της_εξουσίας_
στην_Ελλάδα_των_συνυφασμένων_κρίσεων_Intersectionality_and_Racism_Syntaxes_of_Power_in_
Greece_of_Intersecting_Crises_in_Greek_
Carastathis, A. (χ.χ.). Η διαθεματικότητα στην εποχή των συνυφασμένων κρίσεων / Intersectionality in times
of
intersecting
crises
[in
Greek].
Ανακτήθηκε
24
Ιουλίου
2023,
από:
https://www.academia.edu/37662299/Η_διαθεματικότητα_στην_εποχή_των_συνυφασμένων_κρίσεων
_Intersectionality_in_times_of_intersecting_crises_in_Greek_
Coglianese, C. (2001). Social Movements, Law, and Society: The Institutionalization of the Environmental
Movement.
University
of
Pennsylvania
Law
Review.
https://scholarship.law.upenn.edu/faculty_scholarship/1404.
Collins, P. H. (2000). Gender, Black Feminism, and Black Political Economy. The Annals of the American
Academy of Political and Social Science, 568, 41–53.
Crenshaw, K. (1991). Mapping the Margins: Intersectionality, Identity Politics, and Violence against Women
of Color. Stanford Law Review, 43(6), 1241–1299. https://doi.org/10.2307/1229039
Crenshaw, K. (2021). [1989]. Demarginalizing the Intersection of Race and Sex: A Black Feminist Critique of
Antidiscrimination Doctrine, Feminist Theory and Antiracist Politics. Droit et Societe, 108, 465.
Hans, P., V. (1990). Law and the Media: An Overview and Introduction. Paper 325. Cornell Law Faculty
Publications. http://scholarship.law.cornell.edu/facpub/325
Library of Congress. (2015). The Combahee River Collective Statement. United States. [Web Archive]
Retrieved from the Library of Congress, https://www.loc.gov/item/lcwaN0028151/
McDougal, M. (1989). Law and Peace. Denver Journal of International Law & Policy, 18(1).
https://digitalcommons.du.edu/djilp/vol18/iss1/4
O’Cinneide, C. (2022). Can Intersectionality Contribute to Effective Equality?. [Keynote Address]. ECRI
Annual
Seminar.
https://rm.coe.int/o-cinneide-ecri-keynote-intersectionality-final-sept-2022/1680a842d7
Ramos, M., M. (2021). Feminist and Queer Legal Theories: Gender and Sexuality as Useful Categories for the
Critique of Law. (trans. Nogueira La Croix, P., V.). Rev. Direito e Práx., Rio de Janeiro, Vol. 12. N. 3.
p. 1679-1710. https://dx.doi.org/10.1590/2179-8966/2020/50776
Romero, A. P. (2009). Methodological descriptions: Feminist and Queer legal theories. In: Fineman M. A.,
Jackson J. E., Romero, A. P. (eds) Feminist and queer legal theory:intimate encounters,uncomfortable
conversations. Routledge.
Simonson, J., Ashar, S., & Akbar, A. A. (2022, Απρίλιος 26). What Movements Do to Law. Boston Review.
https://www.bostonreview.net/articles/what-movements-do-to-law/
Thiel, M. (2018). Introducing Queer Theory in International Relations. E-International Relationships.
https://www.e-ir.info/2018/01/07/queer-theory-in-international-relations/
Weber, C. (2016). Queer Intellectual Curiosity as International Relations Method: Developing Queer
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
81
International Relations Theoretical and Methodological Frameworks. International Studies Quarterly,
60(1), 11–23. https://doi.org/10.1111/isqu.12212
Καραστάθη, Α. & Τσιλιμπουνίδη, Μ. (2022). Ατμοσφαιρική βία, διαθεματικότητα και φεμινισμός της
κατάργησης.
inExarchia.
Ανακτήθηκε
22
Ιουλίου
από:
https://www.inexarchia.gr/story/think/atmosfairiki-diathematikotita-feminismos-tis-katargisisfeministiko-kentro
2.6 Πρόσθετη προτεινόμενη βιβλιογραφία
Almas Shaikh (2023) Intersectionality and human rights law, Australian Journal of Human Rights,
https://dx.doi.org/10.1080/1323238X.2023.2207211
Aune, K., & Redfern, C. (2010). Reclaiming the F word: The new feminist movement. Zed Books.
Banović, D. (2021) Philosophical and legal foundations for LGBT rights. In: Mathis, K., Langensand, L. (eds)
Dignity, diversity, anarchy. Franz Steiner Verlag, Stuttgart, pp. 29–51. ArchivfürRechts-undSozail
philosophie–Beihefte Band 168.
Bartlett, K. T. (1994). Gender law. Duke J. Gender L. & Poly, 1, 1.
Beal, F. M. (2008). [1969]. Double Jeopardy: To Be Black and Female. Meridians, 8(2), 166–176.
Butler, J. (1994) Against proper objects. Differences JFemCultStud 6(2-3), 1–26
Carastathis,
A.(2016).
Intersectionality:
Origins,
Constestations,
https://www.academia.edu/25314806/Intersectionality_Origins_Contestations_Horizons
Horizons.
Collins, P., H. (1990). Black feminist thought in the matrix of domination.In Collins P.H. (ed.), Black feminist
thought: knowledge, consciousness, and the politics of empowerment. Unwin Hyman, Boston: 221-238.
Conaghan, J. (2013). Law and gender. Oxford University Press.
Cooper, A. J. (2017). [1892]. A Voice from the South: By a Black Woman of the South. UNC at Chapel Hill
Library.
Halley, J. (2009). Queer theory by men. In Fineman M. A., Jackson J. E., Romero A. P. (eds), Feminist and
queer legal theory: intimate encounters,uncomfortable conversations. Routledge.
Harris, A. P. (1990). Race and Essentialism in Feminist Legal Theory. Stanford Law Review, 42(3), 581.
https://doi.org/10.2307/1228886
Jagose, R. A. (1996). Queer theory, An introduction. Melbourne University Press: Melbourne.
Kennedy, D. (2017). Intersectionality and critical race theory: a genealogical note from a CLS point of view.
Available at SSRN: https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=3014312
Kepros, L. R. (1999–2000). Queer theory: Weed or Seed in the garden of legal theory, Law Sex Rev Lesbian
Gay Bisexual Transgender LegIssues, 9, 279–310.
King, D. K. (1988). Multiple Jeopardy, Multiple Consciousness: The Context of a Black Feminist Ideology.
Signs: Journal of Women in Culture and Society, 14(1), 42–72. https://doi.org/10.1086/494491
Kuykendall, M. (2000). Gay Marriages and Civil Unions: Democracy, the Judiciary and Discursive Space in
the Liberal Society. Mercer L. Rev., 52, 1003.
Leigh, D., & Weber, C. (2018). Gendered and sexualized figurations of security. In The Routledge Handbook
of Gender and Security (pp. 83-93). Routledge.
Lorde, A. (1984). Sister outsider: Essays and speeches. Crossing Press.
Lugones, M. (2007). Heterosexualism and the Colonial/Modern Gender System. Hypatia, 22(1), 186–219.
https://doi.org/10.1111/j.1527-2001.2007.tb01156.x
Masselot, A. (2007). The state of gender equality law in the European Union. European Law Journal, 13(2),
152-168.
82
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
McGinley, A. C. (2009). Reproducing gender on law school faculties. BYU L. Rev., 99.
Morgan, W. (1995). Queer law: Identity, culture, diversity, law. Australasian Gay and Lesbian Law Journal, 5
(July 1995), 1-41.
Nash, J.C. (2008). Re-Thinking Intersectionality. Feminist Review, 89, 1-15.
Papageorgiou, N. (2017). Εκκοσμίκευση και φύλο στην Ελλάδα: οι «αντιστάσεις» της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 105-122.
Richter-Montpetit, M., & Weber, C. (2017). Queer international relations. In Oxford research encyclopedia of
politics.
Rivera, R. R. (1998). Our straight-laced judges: Twenty years later. Hastings LJ, 50, 1179.
Robson, R. (2016). Educating the Next Generations of LGBTQ Attorneys. J. LegaL educ., 66, 502.
Spade, D. (2013). Intersectional Resistance and Law Reform. Signs, 38(4), 1031–55. JSTOR,
https://doi.org/10.1086/669574
Unger, R. M. (1983). The critical legal studies movement. Harv Law Rev, 96(3), 561–675.
Valdes, F. (1995). Afterword and prologue: queer legal theory. Calif Law Rev, 83, 344–378.
Valdes, F. (1995). Sex and race in queer legal culture: Ruminations on identities & (and) inter-connectivities.
S. Cal. Rev. L. & Womens Stud., 5(25).
Valdes, F. (2009). Queering sexual orientation: a call for theory as praxis. Routledge.
Vetri, D. (1998). Almost everything you always wanted to know about lesbians and gay men, their families,
and the law. SUL Rev., 26(1).
Weaver, R. M. (2009). Queer Law for the Straight Guy: The Effect of Lawrence on Fornication and Adultery
Statutes. Available at SSRN 1523702.
Καραστάθη, Ά. & Πολυκάρπου Μ. (επιμ.). (2021). Έλα Να Σου Πω: Φεμινιστικές Λεσβιακές και Κουήρ
Αφηγήσεις
της
Μεταπολίτευσης.
Φεμινιστικό
Αυτόνομο
Κέντρο
Έρευνας.
https://feministresearch.org/wp-content/uploads/2021/12/%CE%95%CC%81%CE%BB%CE%B1%CE%9D%CE%B1-%CE%A3%CE%BF%CF%85-%CE%A0%CF%89-ebook.pdf
Videos
Hungarys
anti-LGBT
law:
How
should
the
https://www.youtube.com/watch?v=PV-MmvGJC3Q
EU
respond?
-
BBC
Newsnight:
Fighting against Floridas Dont Say Gay bill: https://www.youtube.com/watch?v=BIRaY0qoqXk
How
Floridas Dont Say Gay law regulates school
https://www.youtube.com/watch?v=WQrULQHrLVE
lessons
on
gender,
sexual
orientation:
CRASSH | Queer Migrations: Law and Activism: https://www.youtube.com/watch?v=Yg6Usp3hQyg
LGBT Rights - Why They Matter: https://www.youtube.com/watch?v=1wsG9eYsl7Q
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
83
Κεφάλαιο 3
Μορφές διακρίσεων
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο όρος «queer» χρησιμοποιείται για οτιδήποτε βρίσκεται εκτός του «ετεροκανονικού».
Πιο συγκεκριμένα, ο όρος «queer» εκφράζει την «αντι-ετεροκανονικότητα» και χρησιμοποιείται στον ακαδημαϊκό
χώρο για να περιγράψει σώματα, πρακτικές, χωροθεσίες ή/και μη κανονιστικές πεποιθήσεις. Όπως έχει ήδη
αναφερθεί, κύριος άξονας του queer είναι η αποστασιοποίηση από τη δυαδικότητα των φύλων και γενικότερα της
ετεροκανονικότητας όπως έχει επιβληθεί. Στόχος των θεματικών αυτών είναι να αναδείξουν διακρίσεις κατά
ατόμων που είναι γεννημένα, αυτοπροσδιορίζονται ή αναπτύσσουν συμπεριφορές που δεν ακολουθούν τους
κανόνες που επιβάλλει η ετεροκανονικότητα. Για παράδειγμα, θα αναλυθεί το φαινόμενο του slut-shaming το
οποίο επηρεάζει κυρίως γυναίκες οι οποίες δεν συμμορφώνονται με τα πρότυπα της γυναίκας όπως τα επιβάλλει
η ετεροκανονικότητα και η πατριαρχία. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε με το slut-shaming καθώς, όπως ήδη
αναφέρθηκε στην Εισαγωγή, πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή του οδηγού ήταν το ελληνικό #metoo. Στη συνέχεια,
θα αναλυθούν οι διακρίσεις κατά ατόμων που δεν γεννιούνται ή δεν αυτοπροσδιορίζονται εντός του διπόλου
γυναίκα/άνδρας, χοντρών ατόμων, ατόμων με αναπηρία, πολυσυντροφικών ατόμων, ατόμων διαφόρων
σεξουαλικών προσανατολισμών, όπως πανσέξουαλ, τα οποία καθώς βρίσκονται εκτός του ετεροκανονικού
περιθωριοποιούνται και είναι συχνά θύματα στιγματισμού και βίας.
Πιο αναλυτικά, το συγκεκριμένο κεφάλαιο περιέχει πέντε υποκεφάλαια:
1. Slut shaming
2. Διαθεματική αναπηρία
3. Χοντρότητα
4. Πολυσυντροφικές σχέσεις
5. Άτομα εκτός του διπόλου άνδρας/γυναίκα-γυναίκα/άνδρας
6. Σεξουαλικός προσανατολισμός: ασεξουαλικότητα, πανσεξουαλικότητα, αμφισεξουαλικότητα
Σκοπός της κάθε θεματικής είναι να ενημερώσει άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη σχετικά με την
αποδεκτή και μη στιγματιστική ορολογία, το γενικό πλαίσιο (στοιχεία θεωρίας) και τις νομικές εξελίξεις
(νομοθεσία και νομολογία σε Ελλάδα και εξωτερικό). Στο τέλος κάθε ενότητας συμπεριλαμβάνεται ενδεικτική
πρόσφατη βιβλιογραφία, καθώς και βίντεο με στόχο την πληρέστερη ενημέρωση των αναγνωστριών/ων. Όλες οι
ενότητες είναι γραμμένες με προσβάσιμο τρόπο και μπορούν να διαβαστούν και από αναγνώστριες/ες/α εκτός του
νομικού κλάδου που ενδιαφέρονται για queer θέματα. Κάθε ενότητα περιλαμβάνει εικόνες προκειμένου τα άτομα
που διαβάζουν αυτό τον οδηγό να έχουν και οπτική εικόνα των πληροφοριών που παρατίθενται. Η γλώσσα που
χρησιμοποιείται είναι μη στιγματιστική και έχει γίνει προσπάθεια να συμπεριληφθούν όλα τα γένη (η/το/ο), όπου
είναι εφικτό. Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι συγγραφείς δεν έχουν αποπειραθεί να αποδώσουν όρους στα
ελληνικά όπως το slut-shaming, body-shaming, καθώς οι νέες αποδόσεις πολλές φορές τείνουν να μη γίνονται
αποδεκτές από τα άτομα της κοινότητας με αποτέλεσμα να στιγματίζουν περαιτέρω συγκεκριμένες ομάδες.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
85
3.1 Slut-shaming
Επιμέλεια κεφαλαίου: Δήμητρα Φιλίππου
Σύνοψη
Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζεται η έννοια του slut-shaming με ανάλυση των βασικών προβληματικών που
εκδηλώνονται γύρω από αυτήν. Γίνεται ευρύτερη συζήτηση των Σεξουαλικών Διπλών Προτύπων (ΣΔΠ), τα οποία
βρίσκονται στον πυρήνα του «slut-shaming». Μέσω της χρήσης/αξιοποίησης κατάλληλων θεωριών ερμηνεύονται
οι ρίζες των ΣΔΠ και μέσα από έρευνες διαφαίνεται η επικράτηση των ΣΔΠ στις σύγχρονες κοινωνίες. Ακόμη,
γίνεται ειδική αναφορά στο slut-shaming εντός της ελληνικής επικράτειας και εξηγούνται οι βασικές
προβληματικές που αφορούν την κατανόηση και χρήση του όρου στην ελληνική γλώσσα. Τέλος, παρουσιάζονται
οι νομικές εξελίξεις γύρω από αυτή την έννοια, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη του νομικού κενού που υπάρχει
αναφορικά με αυτήν. Πρέπει να σημειωθεί πως το slut-shaming είναι μόνο μία από τις πολλές μορφές
κακοποίησης που υφίστανται οι γυναίκες ή γενικότερα όλα τα άτομα ανεξαρτήτως φύλου. Επικεντρωθήκαμε σε
αυτό καθώς δεν υπάρχει διαθέσιμη βιβλιογραφία στα ελληνικά, όπως για παράδειγμα υπάρχει για μορφές βίας
όπως η γυναικοκτονία (Βλ. για παράδειγμα Πετράκη, 2020· Παπαχαραλάμπους, 2023). Αξίζει να επισημανθεί
πως στο παρόν κεφάλαιο δίνεται έμφαση στις γυναίκες και δεν γίνεται αναφορά στις θηλυκότητες. Σκοπός των
συγγραφέων δεν είναι να εξαιρέσουν τις θηλυκότητες από τη συγκεκριμένη θεματική αλλά καθώς ο οδηγός
βασίζεται σε υπάρχουσες πηγές, κυρίως νομικές ή κοινωνικο-νομικές, παρατηρήσαμε ότι –δυστυχώς– γίνεται
κυρίως αναφορά στις γυναίκες παρά στις θηλυκότητες.
Προαπαιτούμενη γνώση
Για την ανάγνωση του παρόντος κεφαλαίου δεν υπάρχουν προαπαιτούμενα. Φυσικά, μια προϋπάρχουσα γνώση
σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών θα ήταν βοηθητική. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητη, καθώς το εν λόγω
κεφάλαιο αποσκοπεί στην ευρύτερη παράθεση των βασικών ζητημάτων γύρω από την έννοια του slut-shaming
και στο να λειτουργήσει ως έναυσμα για περαιτέρω μελέτη.
Μαθησιακά αποτελέσματα
Έπειτα από τη μελέτη του παρόντος κεφαλαίου, οι αναγνώστες/στριες αναμένεται:
86
●
να είναι σε θέση να ορίσουν το slut-shaming,
●
να είναι σε θέση να κατανοήσουν και να διακρίνουν τα Σεξουαλικά Διπλά Πρότυπα που αναπτύσσονται
και οδηγούν στο slut-shaming,
●
να μπορούν να περιγράψουν τις δυσκολίες της μετάφρασης του όρου στην ελληνική γλώσσα,
●
να έχουν επίγνωση των συνεπειών του slut-shaming.
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.1.1 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.pexels.com/el-gr/photo/8553786/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
87
3.1.1 Ορολογία
Slut-shaming
Με τον όρο «slut-shaming» νοείται η πρακτική της κριτικής ανθρώπων και
ιδιαίτερα νεαρών γυναικών, οι οποίες θεωρείται ότι «παραβιάζουν» τις
κοινωνικές νόρμες συμπεριφοράς και εμφάνισης αναφορικά με θέματα που
σχετίζονται με τη σεξο υαλικότητα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
ομοφυλόφιλους άνδρες, οι οποίοι ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν αποδοκιμασία
για σεξουαλικές συμπεριφορές που θεωρούνται εκτός των κοινωνικά αποδεκτών.
Κάποια παραδείγματα slut-shaming περιλαμβάνουν την κριτική ή την τιμωρία σε
περιπτώσεις παραβίασης του ενδυματολογικού κώδικα, σε περιπτώσεις που
ο/η/το αποδέκτης/τρια/τό του slut-shaming έχει έντονη σεξουαλική ζωή, επαφές
με πολλούς συντρόφους, σεξουαλικές επαφές εκτός γάμου και άλλα. Ο όρος
χρησιμοποιείται για να επαναπροσδιοριστεί και να επανοικειοποιηθεί η λέξη
«slut» ώστε να ενδυναμωθούν οι γυναίκες, τα κορίτσια και γενικότερα όλα τα
άτομα αποκτώντας εξουσία επί της δικής τους σεξουαλικότητας.
Σεξουαλικά Διπλά
Πρότυπα (ΣΔΠ)
Τα Σεξουαλικά Διπλά Πρότυπα (Sexual Double Standards) αναφέρονται στη
διαφορετική αξιολόγηση των ετεροφυλόφιλων ανδρών και γυναικών για την ίδια
σεξουαλική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τα παραδοσιακά ΣΔΠ οι άνδρες
σκέφτονται πάντα το σεξ και οι γυναίκες πρέπει να προστατεύουν τη
σεξουαλικότητα τους. Ως αποτέλεσμα, τα παραδοσιακά ΣΔΠ ευνοούν τους
ιδιαίτερα σεξουαλικά ενεργούς ετεροφυλόφιλους άνδρες, καθώς αυτοί
αξιολογούνται θετικότερα από τις γυναίκες που παρουσιάζουν την ίδια
συμπεριφορά. Η αξιολόγηση του επιπολασμού των ΣΔΠ είναι σημαντική για την
κατανόηση της σεξουαλικής υγείας, η οποία σχετίζεται με την ικανότητα
ελεύθερης απόλαυσης και έκφρασης της σεξουαλικότητας. Τα ΣΔΠ έχουν
συνδεθεί με διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική ζωή, όπως η
σεξουαλική θυματοποίηση, οι σεξουαλικές επιθέσεις, οι επικριτικές στάσεις
απέναντι στα θύματα, ο υψηλότερος κίνδυνος απόκτησης σεξουαλικώς
μεταδιδόμενων νοσημάτων και η χαμηλότερη σεξουαλική ικανοποίηση.
(Sexual Double
Standards (SDS))
Εκδικητικό πορνό
(Revenge Porn)
Το εκδικητικό πορνό (revenge porn) είναι η διανομή εικόνων ή βίντεο που μπορεί
να έχουν δημιουργηθεί από έναν σύντροφο εντός μιας ερωτικής σχέσης εν γνώσει
και με τη συγκατάθεση του υποκειμένου εκείνη τη στιγμή, ή μπορεί να έχουν
δημιουργηθεί χωρίς τη συγκατάθεσή του. Στόχος του εκδικητικού πορνό είναι να
προκαλέσει δυσφορία, αισθήματα ντροπής, να εκβιάσει και να στιγματίσει το
άτομο.
Πηγές:
IOM-UN Migration. (2020, updated). SOGIESC-Glossary of terms, IOM LGBTIQ+ Focal Point Jenn
Rumbach. https://www.iom.int/sites/g/files/tmzbdl486/files/documents/IOM-SOGIESC-Glossary-ofTerms.pdf
88
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.1.2 Γενικό πλαίσιο
Στο παρόν μέρος του βιβλίου γίνεται παρουσίαση των βασικών στοιχείων αναφορικά με την έννοια του slutshaming και τις επιπτώσεις που έχει αυτό σε ζητήματα φύλου. Μέχρι στιγμής στη νομολογία το slut-shaming
αποτελεί ένα είδος σεξουαλικής παρενόχλησης. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαθέτει του
προσδίδουν ξεχωριστή θέση στην ανάλυση ζητημάτων φύλου. Στη μετα-ανάλυση των Endendijk et al. (2020)
διερευνάται διεξοδικά η ύπαρξη διπλών κοινωνικών προτύπων αναφορικά με τα δύο φύλα, το αρσενικό και το
θηλυκό. Εντούτοις, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι το slut-shaming μπορεί να έχει αντίκτυπο σε όλο το
φάσμα του φύλου. Εντός μιας πατριαρχικά δομημένης κοινωνίας, τα στερεότυπα που συνδέονται με το φύλο
ενδεχομένως να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην επιτελεστικότητα του φύλου εν συνόλω. Στην εν λόγω μεταανάλυση εξετάζεται η διαρκής ύπαρξη δύο μέτρων και δύο σταθμών στην αντίληψη του φύλου (Endendijk et
al., 2020).
Συγκεκριμένα, τα (ετερο)σεξουαλικά διπλά πρότυπα (Sexual Double Standards ή SDS, Σεξουαλικά
Διπλά Πρότυπα ή ΣΔΠ) συνεπάγονται ότι διαφορετικές σεξουαλικές συμπεριφορές κρίνονται κατάλληλες για
άνδρες και διαφορετικές για γυναίκες. Συνήθως, η ύπαρξη διαφορετικών προτύπων κατάλληλης συμπεριφοράς
για τους άνδρες και διαφορετικών για τις γυναίκες γίνεται άμεσα αντιληπτή (Foschi, 2000· Prentice & Carranza,
2002). Για παράδειγμα, οι γυναίκες τιμωρούνται περισσότερο από τους άνδρες όταν επιδεικνύουν συμπεριφορά
αυτοπροβολής (Rudman, 1998) και όταν μιλούν με άμεσο και κυρίαρχο τρόπο (Carli et al., 1995). Επιπλέον,
σε σύγκριση με τις γυναίκες, οι άνδρες τιμωρούνται για την παθητικότητά τους (Costrich et al., 1975) και για
συμπεριφορά που δείχνει μετριοπάθεια (Moss-Racusin et al., 2010). Τέτοιες «αντιδράσεις», όπου οι άνδρες και
οι γυναίκες λαμβάνουν κυρώσεις για παραβίαση των κοινωνικών προτύπων αναφορικά με τη συμπεριφορά
τους μπορεί να έχουν εκτεταμένες αρνητικές συνέπειες για τα άτομα και την κοινωνία (Rudman & Fairchild,
2004). Παραδοσιακά, οι άνδρες αναμένεται να είναι σεξουαλικά ενεργοί, κυρίαρχοι και εμπνευστές της
(ετερό)σεξουαλικής δραστηριότητας, ενώ οι γυναίκες αναμένεται να αντιδρούν αρνητικά σε σεξουαλικές
συμπεριφορές, να είναι περισσότερο υποτακτικές και παθητικές. Επιπλέον, οι άνδρες φαίνεται να έχουν
περισσότερη σεξουαλική ελευθερία από τις γυναίκες. Κατά συνέπεια, οι άνδρες και οι γυναίκες ενδεχομένως
να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση για τις ίδιες σεξουαλικές συμπεριφορές. Επί παραδείγματι, το 50% των
κοριτσιών φαίνεται να βιώνει το φαινόμενο του slut-shaming, ήτοι την ντροπή που προέρχεται από την κριτική
της έντονης σεξουαλικής δραστηριότητας, σε σύγκριση με μόλις το 20% των αγοριών (Hill & Kearl, 2011).
Επιπρόσθετα, τα παραδοσιακά ΣΔΠ έχουν συσχετιστεί με διαφορές που υφίστανται μεταξύ των φύλων
αναφορικά με τον σεξουαλικό εξαναγκασμό και τη βία (Shen et al., 2012), καθώς και τη σεξουαλική
ευχαρίστηση και την επίτευξη οργασμών (Kiefer et al., 2006· Sanchez et al., 2012). Τα ΣΔΠ έχουν επίσης
συσχετιστεί με διαφορές ανάλογα με το φύλο σε ό,τι αφορά σεξουαλικές συμπεριφορές αυξημένου κινδύνου.
Ειδικότερα, τέτοιου είδους συμπεριφορές μπορεί να αναφέρονται σε περισσότερους σεξουαλικούς συντρόφους
στην περίπτωση των ανδρών, ενώ στην περίπτωση των γυναικών ενδεχομένως να εμφανίζεται μεγαλύτερη
απροθυμία να ζητήσουν ή να επιμείνουν στη χρήση προφυλακτικού (Lefkowitz et al., 2014). Τα παραδοσιακά
ΣΔΠ έχουν περαιτέρω συσχετιστεί με άλλα κοινωνικά προβλήματα, όπως η ομοφοβία, ο σεξισμός και η
ανισότητα των φύλων (Zaikman & Marks, 2014· Zaikman, Marks et al., 2016). Εντούτοις, η έρευνα είναι
ελλιπής σχετικά με τη διατήρηση της ύπαρξης των ΣΔΠ όσο και την έκτασή τους (για μια ανασκόπηση βλ.
Bordini & Sperb, 2013· Crawford & Popp, 2003· Zaikman & Marks, 2017), κάτι που μπορεί να οφείλεται,
μεταξύ άλλων, σε διαφορές μεταξύ των μελετών ως προς την εννοιολόγηση και μέτρηση των ΣΔΠ. Λόγω των
αρνητικών επιπτώσεων των ΣΔΠ για τους άνδρες και τις γυναίκες, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί εάν αυτά
υπάρχουν ακόμη. Αυτό το εγχείρημα απαιτεί να διερευνηθεί το αν και κατά πόσον τα συμπεράσματα σχετικά
με την ύπαρξή τους εξαρτώνται από τον τύπο της σεξουαλικής συμπεριφοράς που αξιολογήθηκε ή από τον
τρόπο μέτρησης ή εννοιολόγησης των ΣΔΠ. Για τις ανάγκες του παρόντος κεφαλαίου, η ύπαρξη ΣΔΠ αφορά
τον βαθμό κατά τον οποίο οι άνθρωποι τα έχουν εσωτερικεύσει στις κοινωνικές τους στάσεις (Greenwald et
al., 2002).
Οι εξελικτικές θεωρίες, και ιδιαίτερα οι διαφορές μεταξύ των φύλων στην επένδυση στο ρόλο του
γονέα και τις αναπαραγωγικές στρατηγικές, παρέχουν στοιχεία για τις διαφορετικές προσδοκίες και
αξιολογήσεις της σεξουαλικής συμπεριφοράς μεταξύ ανδρών και γυναικών. Όσον αφορά την επένδυση στον
ρόλο του γονέα, οι γυναίκες φέρεται βιολογικά να επενδύουν περισσότερο στα παιδιά τους από τους άνδρες.
Λόγω της χαμηλότερης επένδυσης των ανδρών στο ρόλο του γονέα εν συγκρίσει με την αντίστοιχη επένδυση
των γυναικών, υπάρχει υψηλός βαθμός ανταγωνισμού μεταξύ τους αναφορικά με την εύρεση συντρόφου. Σε
αυτό το εξελικτικό πλαίσιο, για τους άνδρες το να είναι κανείς κυρίαρχος και διεκδικητικός σεξουαλικά είναι
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
89
πιθανό να αυξήσει την επιτυχία του ζευγαρώματος (Buss & Schmitt, 1993). Επιπλέον, οι άνδρες δείχνουν να
επωφελούνται εξελικτικά περισσότερο από τις γυναίκες από το συχνό σεξ με πολλούς συντρόφους, καθώς αυτό
αυξάνει την πιθανότητα μετάδοσης των γονιδίων τους στις επόμενες γενιές. Αντίθετα, η υψηλότερη επένδυση
στο ρόλο του γονέα από τις γυναίκες τις κάνει πιο επιλεκτικές όσον αφορά την επιλογή συντρόφου ή την
απόρριψη του σεξ, έως ότου σιγουρευτούν ότι ο σύντροφος μπορεί να παράσχει τους απαιτούμενους πόρους
(Oliver & Hyde, 1993) και είναι πρόθυμος να βοηθήσει στην ανατροφή των παιδιών τους (Wiederman &
Allgeier, 1992). Αυτές οι εξελικτικές διαδικασίες υποτίθεται ότι επηρεάζουν ασυνείδητα τον τρόπο με τον οποίο
βλέπει κανείς τη σεξουαλική συμπεριφορά των άλλων και του εαυτού του. Πιο συγκεκριμένα, έχει προταθεί
ότι τα φυσικά ή συμπεριφορικά χαρακτηριστικά που υποδεικνύουν αναπαραγωγική ικανότητα προκαλούν
θετικές αξιολογήσεις, ενώ τα χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν έλλειψη καλής φυσικής κατάστασης
προκαλούν αρνητικές αξιολογήσεις (Milhausen & Herold, 2001). Εντούτοις, αυτές οι εξελικτικές θεωρίες
κρίνονται ιδιαίτερα απλοϊκές και παρωχημένες όσον αφορά την περιγραφή και την ερμηνεία του πολύπλοκου
φαινομένου της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Επιπλέον, είναι σημαντικό το αναγνωστικό κοινό να είναι σε
θέση να αναγνωρίζει τόσο το θεωρητικό υπόβαθρο των θεωριών αυτών όσο και τις περιπτώσεις στις οποίες
χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για την προώθηση πατριαρχικών προτύπων με το πρόσχημα ότι πρόκειται περί
κάποιας υφέρπουσας εγκαθιδρυμένης «φυσικής» τάξης.
Σύμφωνα με τη βιοκοινωνική θεωρία (Wood & Eagly, 2002, 2012), διαφορετικοί κανόνες για τη
συμπεριφορά ανδρών και γυναικών φαίνεται να προκύπτουν από τον διαχωρισμό έμφυλων ρόλων που
συμβαίνει μέσα σε μια κοινωνία, όπως είναι επί παραδείγματι ο γυναικείος ρόλος της νοικοκυράς και ο
ανδρικός ρόλος του οικονομικού παρόχου. Σύμφωνα με έρευνες στον χώρο της βιοκοινωνικής θεωρίας, αυτοί
οι διαφορετικοί ρόλοι φέρεται να προέκυψαν, μεταξύ άλλων, από τις βιολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και
γυναικών, με τους άνδρες να είναι σωματικά ισχυρότεροι και τις γυναίκες να επενδύουν περισσότερο στην
τεκνοποίηση και τη φροντίδα. Ως εκ τούτου, αυτή η θεωρία ενσωματώνει εξελικτικές διαδικασίες που
σχετίζονται με την επένδυση στη γονεϊκότητα και στις σεξουαλικές στρατηγικές, αν και η κατανομή των ρόλων
των φύλων θεωρείται η βασικότερη αιτία των διαφορών μεταξύ τους. Παραδοσιακά, ο ανδρικός ρόλος
χαρακτηρίζεται από ανεξαρτησία, ανάπτυξη γενικότερων ικανοτήτων, ανταγωνιστικότητα, δύναμη και ηγετικό
ύφος, ενώ ο γυναικείος ενέχει την υποταγή, την ευγένεια, την προσοχή, τη βοήθεια και τη φροντίδα. Όπως
προκύπτει από τη θεωρία αυτή, τα άτομα αναμένεται να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους ρόλους του φύλου
τους. Η συμπεριφορά που ακολουθεί τους ρόλους του φύλου προκαλεί θετικές αξιολογήσεις, ενώ η
συμπεριφορά που παραβιάζει αυτούς τους ρόλους προκαλεί αρνητικές αξιολογήσεις (Gaunt, 2012). Επειδή οι
ρόλοι των φύλων είναι κοινωνικές κατασκευές, οι διαδικασίες κοινωνικοποίησης όπως η μάθηση μέσω
παρατήρησης, η ανταμοιβή και η τιμωρία είναι σημαντικές για την εκμάθηση του τι συνιστά κατάλληλη
σεξουαλική συμπεριφορά για άνδρες και γυναίκες (Bussey & Bandura, 1999). Αυτές οι διαδικασίες επηρεάζουν
τη σεξουαλική συμπεριφορά των ανδρών και των γυναικών, αλλά και τις αντιλήψεις τους σχετικά με τα ΣΔΠ.
Ως προς το πρακτικό μέρος της σεξουαλικής συμπεριφοράς, η διαφορά δύναμης στους ρόλους των
φύλων σημαίνει ότι η κοινωνία περιμένει από τους άνδρες να είναι σεξουαλικά κυρίαρχοι, ισχυροί και
διεκδικητικοί. Ανταμείβει τους άνδρες για τέτοιες συμπεριφορές. Αντίθετα, περιμένει από τις γυναίκες να είναι
σεξουαλικά υποτακτικές, παθητικές και κατά συνέπεια τις ανταμείβει για τέτοιες συμπεριφορές. Οι
περισσότερες έρευνες σχετικά με τις διαφορές των φύλων στη σεξουαλική δραστηριότητα επικεντρώθηκαν στα
πρότυπα μύησης, με τους άνδρες να παρακινούν τη σεξουαλική πράξη πιο συχνά από τις γυναίκες (Dworkin &
O’Sullivan, 2005). Άλλα παραδείγματα σεξουαλικά ενεργής συμπεριφοράς είναι η σεξουαλική βία και η
προθυμία να εμπλακούν σε περιστασιακές σεξουαλικές σχέσεις (Mosher & Danoff-Burg, 2005) ή να
κατευθύνουν τη σεξουαλική πράξη ως δάσκαλοι και ειδικοί στο σεξ (Schwartz & Rutter, 2000). Παραδείγματα
σεξουαλικά κοινών συμπεριφορών των γυναικών είναι ο συσχετισμός του σεξ με τη συμμόρφωση και την
υποταγή, η μη επικοινωνία των επιθυμιών του ατόμου (Fetterolf & Sanchez, 2015· Kiefer et al., 2006) και η
συναίνεση σε ανεπιθύμητες σεξουαλικές δραστηριότητες εντός των σχέσεων (O’Sullivan & Allgeier, 1998).
Άλλη μία θεωρία που σχετίζεται με τα ΣΔΠ είναι η θεωρία ελέγχου για άνδρες και γυναίκες
(Baumeister & Twenge, 2002). Αυτό το θεωρητικό πλαίσιο ενσωματώνει τόσο την εξελικτική όσο και την
κοινωνικο-πολιτισμική προοπτική για να εξηγήσει την καταστολή της γυναικείας σεξουαλικότητας γενικά και,
πιο συγκεκριμένα, για να εξηγήσει τις διαφορές των φύλων αναφορικά με τα ΣΔΠ. Σύμφωνα με τη θεωρία του
ανδρικού ελέγχου, τα ΣΔΠ μπορεί να θεωρηθούν ανδρικό προνόμιο, το οποίο κρίνεται επιθυμητό στους άνδρες
για να διατηρήσουν το status quo. Τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από τα ΣΔΠ για τους άνδρες, στα οποία
εντάσσονται η σχετική σεξουαλική κυριαρχία τους και η καταστολή της γυναικείας σεξουαλικότητας, έγκεινται
90
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
στη βελτίωση των πιθανοτήτων η πατρότητα να τους ανήκει (Buss, 1994), στη μείωση της ανδρικής
ανασφάλειας και στην υποτιθέμενη πρόληψη του κοινωνικού χάους που ενδεχομένως να προκληθεί από το
εκτεταμένο και χωρίς διακρίσεις σεξ (Baumeister & Twenge, 2002· Hyde & DeLamater, 1997). Ως εκ τούτου,
τα ΣΔΠ αποτελούν μέρος ενός πατριαρχικού συστήματος που δημιουργείται από και για τους άνδρες και
καταστέλλει τις επιθυμίες των γυναικών.
Παρόλο που η εξελικτική και η βιοκοινωνική θεωρία αντιπαρατίθενται στη βιβλιογραφία, υπάρχουν
συσσωρευμένα στοιχεία για υβριδικά μοντέλα που εξηγούν τις διαφορές των φύλων ως προς τη
σεξουαλικότητα μέσα από την αλληλεπίδραση μεταξύ των εξελικτικών προδιαθέσεων και των κοινωνικοπολιτισμικών πιέσεων (Lippa, 2009). Για παράδειγμα, η σχετική δυναμική της εξελικτικής και της
βιοκοινωνικής θεωρίας ως προς την εξήγηση των διαφορών των φύλων μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη
συμπεριφορά που εξετάζεται (Cross et al., 2013· Lippa, 2009). Όσον αφορά την αναπαραγωγική ικανότητα, οι
άνδρες θα ωφελούνταν περισσότερο από τις γυναίκες από το συχνό περιστασιακό σεξ με πολλούς συντρόφους,
την έναρξη των σεξουαλικών επαφών σε μικρή ηλικία και το σεξ με άλλα άτομα κατά τη διάρκεια μιας
δεσμευμένης σχέσης (δηλ. τη σεξουαλική απιστία: Buss & Schmitt, 1993· Petersen & Hyde, 2010). Για τους
άνδρες η εμπλοκή σε αυτές τις συμπεριφορές είναι πιθανό να αυξήσει την επιτυχία της μετάδοσης γονιδίων
στην επόμενη γενιά, ενώ για τις γυναίκες η αποχή ή η αναβολή αυτών των συμπεριφορών είναι πιθανό να
αποτελεί μια πιο επιτυχημένη αναπαραγωγική στρατηγική λόγω του υψηλότερου βαθμού επένδυσης στη
γονεϊκότητα. Επομένως, με βάση την εξελικτική θεωρία, αναμένεται ότι τα ΣΔΠ θα είναι πιο διαδεδομένα για
τις συγκεκριμένες συμπεριφορές και λιγότερο για άλλες σεξουαλικές συμπεριφορές, όπως το προγαμιαίο σεξ
σε δεσμευμένες σχέσεις ή ο σεξουαλικός εξαναγκασμός. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσει κανείς ότι οι
σεξουαλικές συμπεριφορές δεν περιορίζονται στο πλαίσιο της αναπαραγωγής, δεδομένου ότι η χρήση
προφυλακτικών και αντισυλληπτικών μπορεί να αποτρέψει την κύηση. Μάλλον, οι εξελικτικές διαδικασίες
μπορούν να θεωρηθούν ως γενικές τάσεις που ενδεχομένως να διέπουν τη σεξουαλική συμπεριφορά (Zaikman
& Marks, 2017).
Ο Reiss (1964) διεξήγαγε την πρώτη συστηματική μελέτη των ΣΔΠ κατά τη δεκαετία του 1960,
δείχνοντας ότι υπήρξε περισσότερη ανοχή στη σεξουαλική δραστηριότητα για τους άνδρες παρά για τις
γυναίκες. Έκτοτε, έχουν δημοσιευτεί δεκάδες μελέτες για τα ΣΔΠ, αν και με ετερογενή αποτελέσματα. Αρκετές
μελέτες δεν βρήκαν σαφείς ενδείξεις ύπαρξης ΣΔΠ (ενδεικτικά Gentry, 1998· O’Sullivan, 1995), ενώ άλλες
κατέδειξαν ξεκάθαρα την ύπαρξη παραδοσιακών ΣΔΠ (ενδεικτικά Marks, 2008· Marks & Fraley, 2007).
Ορισμένες μελέτες βρήκαν ακόμη και στοιχεία για ένα αντίστροφο διπλό πρότυπο (ενδεικτικά Howell et al.,
2011· Zaikman et al., 2016), όπου οι γυναίκες αξιολογήθηκαν πιο θετικά από τους άνδρες για υψηλή
σεξουαλική δραστηριότητα (Milhausen & Herold, 1999).
Άλλες μεγάλες υποθέσεις που βασίζονται στην εξελικτική θεωρία (Buss & Schmitt, 1993· Trivers,
1972) και στη βιοκοινωνική θεωρία κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα (Wood & Eagly, 2002, 2012): α) οι
άνθρωποι αναμένουν συμπεριφορές που σχετίζονται με υψηλή σεξουαλική δραστηριότητα περισσότερο από
τους άνδρες παρά από τις γυναίκες και συμπεριφορές που σχετίζονται με χαμηλή σεξουαλική δραστηριότητα
περισσότερο από τις γυναίκες παρά από τους άνδρες, β) αξιολογούν τους άνδρες με υψηλή σεξουαλική
δραστηριότητα πιο θετικά (ή λιγότερο αρνητικά) από τις γυναίκες με υψηλή σεξουαλική δραστηριότητα και τις
γυναίκες με χαμηλή σεξουαλική δραστηριότητα πιο θετικά (ή λιγότερο αρνητικά) από τους άνδρες με χαμηλή
σεξουαλική δραστηριότητα. Δοκιμάστηκαν αρκετές υποθέσεις με τη χρήση διαφόρων δεικτών. Τόσο η
εξελικτική όσο και η βιοκοινωνική θεωρία προτείνουν ότι υπάρχει συγκεκριμένη συσχέτιση των ΣΔΠ με μια
συμπεριφορά, με την εξελικτική θεωρία να προβλέπει ότι τα ΣΔΠ είναι πιο εμφανή στο συχνό περιστασιακό
σεξ με πολλούς συντρόφους, την πρώιμη έναρξη σεξουαλικών επαφών και τη σεξουαλική απιστία, ενώ η
βιοκοινωνική θεωρία προβλέπει ότι τα ΣΔΠ είναι πιο εμφανή στον σεξουαλικό εξαναγκασμό εντός μιας
ιεραρχικής σχέσης εξουσίας/ηλικίας. Επιπλέον, η βιοκοινωνική θεωρία προβλέπει ότι υπάρχουν διαφορές στα
ΣΔΠ μεταξύ των χωρών και αλλαγές με την πάροδο του χρόνου, αλλά η εξελικτική θεωρία όχι. Οι υποθέσεις
που βασίστηκαν στην εξελικτική θεωρία και στη βιοκοινωνική θεωρία είναι παρόμοιες με τις υποθέσεις που
παρουσιάστηκαν σε μια ανασκόπηση των θεωριών που σχετίζονται με τη μελέτη των ΣΔΠ (Zaikman & Marks,
2017).
Συμπερασματικά, η μετα-ανάλυση έδειξε ότι κατά μέσο όρο οι άνθρωποι εξακολουθούν να έχουν
ξεκάθαρα παραδοσιακές αντιλήψεις σχετικά με τα ΣΔΠ, ιδίως όσον αφορά τους άνδρες και τις γυναίκες που
κάνουν περιστασιακό σεξ, στο σεξ για πρώτη φορά σε νεαρή ηλικία και στο γενικό επίπεδο σεξουαλικής
δραστηριότητας. Βρέθηκαν επίσης σαφείς ενδείξεις για παραδοσιακά ΣΔΠ σε πειραματικές μελέτες εντός ή
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
91
μεταξύ υποκειμένων που μελετούσαν διαφορές στην αξιολόγηση ή τις προσδοκίες της σεξουαλικής
συμπεριφοράς ανδρών και γυναικών. Εντούτοις, τα ΣΔΠ ήταν λιγότερο εμφανή σε χώρες με υψηλότερα
επίπεδα ισότητας των φύλων. Επίσης, η μετα-ανάλυση έδειξε ότι τόσο η εξελικτική όσο και η βιοκοινωνική
θεωρία παρέχουν ως ένα βαθμό σχετικές προβλέψεις αναφορικά με την ύπαρξη ΣΔΠ. Φαίνεται ότι ένα υβριδικό
μοντέλο που περιλαμβάνει τόσο τις εξελικτικές διαδικασίες που σχετίζονται με τις διαφορές των φύλων στην
επένδυση στο ρόλο του γονέα και τις σεξουαλικές στρατηγικές, όσο και τον κοινωνικό διαχωρισμό στους
ρόλους των φύλων μπορεί να εξηγήσει, με μεγαλύτερη ακρίβεια από τη μεμονωμένη χρήση των ανωτέρω
θεωρίων, τα διπλά πρότυπα αναφορικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά ανδρών και γυναικών. Η μετα-ανάλυση
έδειξε επίσης τη συνάφεια των μοντέλων κοινωνικής γνώσης διπλής διαδικασίας (βλ. Gawronski & Creighton,
2013) για τη μέτρηση και την εννοιολόγηση των ΣΔΠ. Ως εκ τούτου, απαιτείται περισσότερη έρευνα σχετικά
με την αλληλεπίδραση μεταξύ των εξελικτικών και κοινωνικο-πολιτισμικών διεργασιών που διέπουν τα ΣΔΠ,
χρησιμοποιώντας άρρητες αλλά και ρητές εννοιολογήσεις, όπως και μέτρα ικανά να αξιολογήσουν ολόκληρο
το φάσμα των διπλών προτύπων, από τα αντίστροφα έως τα παραδοσιακά.
Εικόνα 3.1.2 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/search/My%20body%20my%20choice/
Επιπλέον, σε πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας αναγνωρίστηκε ότι τα
κοινωνικά πρότυπα αναφορικά με το φύλο και τα ΣΔΠ αποτελούν σημαντικές πρόδρομες μεταβλητές της
έκθεσης σε πρακτικές slut-shaming (Miano & Urone, 2023). Μέσα από την ανάδειξη των διαφορών μεταξύ
των φύλων εντοπίστηκε ότι οι έφηβες, οι νεαρές γυναίκες και τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ+ φαίνεται ότι κινδυνεύουν
περισσότερο από την έκθεση σε πρακτικές slut-shaming και φαίνεται ότι υφίστανται σοβαρότερες αρνητικές
συνέπειες από αυτή τη συμπεριφορά σε σχέση με άλλες έμφυλες ομάδες. Για την πρόληψη και την αποφυγή
του slut-shaming προτείνεται, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη κοινωνικών παρεμβάσεων, η προώθηση της
επίγνωσης και της ευαισθητοποίησης σε θέματα φύλου και των ποικίλων εκφράσεών του, όπως και η λήψη
τεκμηριωμένων αποφάσεων με την παροχή πλήρους πληροφόρησης όταν πρόκειται για περιστάσεις εντός
κλινικού πλαισίου (Miano & Urone, 2023).
92
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Ακόμη, είναι σημαντικό να ιδωθεί η πρακτική του slut-shaming σε όλες τις προεκτάσεις της μέσα σε
όλο το φάσμα του φύλου. Σε αυτό το κεφάλαιο γίνεται λόγος για την πιο ευκρινή εκδοχή αυτής της πρακτικής
ώστε να συζητηθεί η αντίστοιχη κατάσταση στον ελληνικό χώρο. Εντούτοις, η πρακτική του slut-shaming
ενδεχομένως να αφορά όχι μόνο γυναίκες αλλά και άλλα μέλη της της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Επί
παραδείγματι, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να πέσουν θύματα slut-shaming άνδρες μέλη
της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Η μελέτη αυτών των περιπτώσεων χρήζει διεύρυνσης ώστε να αναγνωριστούν οι
διάφοροι παράγοντες που συντελούν σε αυτή την πρακτική, όπως και το μέγεθος των συνεπειών της σε αυτές
τις έμφυλες ομάδες. Η έρευνα έχει δείξει ήδη ότι η τοπική κοινωνία, όπως και οι ποικίλες πτυχές της ζωής των
ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την εμφάνιση αυτή της πρακτικής (Terrell et al.,
2023). Μια τέτοια πρακτική συνήθως αποσκοπεί στη συμμόρφωση αυτών των ατόμων με την εκάστοτε
κοινωνική νόρμα (Terrell et al., 2023).
Η γυναικεία χειραφέτηση και η άρση του προβλήματος του slut-shaming αφενός απαιτούν την
αναγνώριση των σεξουαλικών διπλών προτύπων που είναι βαθιά ριζωμένα στον κοινωνικό ιστό και αφετέρου
την ευαισθητοποίηση και την εγρήγορση του γυναικείου και όχι μόνο πληθυσμού ως προς το ζήτημα με σκοπό
τη δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία όλα τα φύλα έχουν ισότιμο ρόλο. Οι Εικόνες 3.1.1-3.1.5 δείχνουν
ακριβώς αυτή την προοπτική από τη σκοπιά της γυναίκας, προτάσσοντας το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του
σώματός της, ένα δικαίωμα που απολαμβάνει απρόσκοπτα το αρσενικό φύλο (Βλ. Εικόνες 3.1.1-3.1.5). Υπό
αυτή την έννοια, είναι αυτονόητη η κοινωνική αποδοχή ενός τέτοιου δικαιώματος για τις γυναίκες και θα έπρεπε
να είναι εξίσου αυτονόητη η παροχή αυτού του δικαιώματος ανά πάσα στιγμή, όπως και οι υποχρεώσεις που
απορρέουν από ένα τέτοιο δικαίωμα, ήτοι η αποχή από πρακτικές όπως αυτή του slut-shaming, οι οποίες
διαιωνίζουν τα σεξουαλικά διπλά πρότυπα. Εντούτοις, για να είναι εφικτή μια τέτοια κατανόηση του πώς θα
έπρεπε να είναι η κατάσταση και να αποφεύγονται τέτοιου είδους προσβλητικές πρακτικές, είναι απαραίτητη
η αναγνώριση των βιολογικών, πολιτισμικών, κοινωνικών και ψυχολογικών καταβολών των σεξουαλικών
διπλών προτύπων. Για αυτόν ακριβώς το λόγο έγινε η παραπάνω αδρομερής επισκόπηση των σεξουαλικών
διπλών προτύπων. Με αυτό τον τρόπο τίθενται οι βάσεις για την κατανόηση και την άρση των κοινωνικών
συνεπειών που προκύπτουν από αυτά τα πρότυπα, καθιστώντας ορατές τις συνέπειες του slut-shaming στην
ολότητά τους. Στη συνέχεια γίνεται συζήτηση για το φαινόμενο αυτό στο ελληνικό συγκείμενο και
παρουσιάζονται κάποιες βασικές πτυχές του στην καθημερινή ζωή με παραδείγματα κυρίως ατόμων που έχουν
πέσει θύματα αυτής της πρακτικής.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
93
Εικόνα 3.1.3 Φωτογραφία από Pavel Danilyuk, αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/photo/a-woman-in-black-long-sleeves-holding-a-poster-6392633/
94
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Όσον αφορά την ελληνική βιβλιογραφία και σύμφωνα με τη Δήμητρα Φιλίππου (2019), η συνδυαστική μελέτη
του φαινομένου της γλωσσικής αγένειας και της έννοιας της ταυτότητας μπορεί να αναδείξει καίρια και
ενδιαφέροντα σημεία αλληλεπίδρασης. Στη διπλωματική της εργασία επιχείρησε να διερευνήσει τη γλωσσική
αγένεια και τη δόμηση της ταυτότητας γυναικών που έχουν δεχθεί Body και Slut Shaming μέσα από τις
μαρτυρίες τους (Φιλίππου, 2019). Πιο συγκεκριμένα, «το Body Shaming συνιστά την πραγμάτωση επικριτικών
σχολίων από ένα άτομο προς ένα άλλο εξαιτίας των χαρακτηριστικών του σώματός του» (Φιλίππου, 2019, σ.
86). «Συνήθως, αυτό συμβαίνει όταν το άτομο που υφίσταται το Body Shaming έχει κάποια φυσικά
χαρακτηριστικά τα οποία άλλοτε δεν εμπίπτουν στο μέσο όρο και άλλοτε αντιτίθενται στις κοινωνικές νόρμες»
(Φιλίππου, 2019, σ. 86). «Από την άλλη, το Slut Shaming», όπως ήδη αναφέρθηκε, «αφορά στην άσκηση
αρνητικής και, συχνά, δηκτικής κριτικής προς ορισμένα άτομα –κυρίως γυναίκες– εξαιτίας της ερωτικής τους
ζωής ή του τρόπου έκφρασης της σεξουαλικότητάς τους» (Φιλίππου, 2019, σ. 86). Στην εν λόγω διπλωματική,
για τις ανάγκες της έρευνας αξιοποιήθηκε και εφαρμόστηκε η θεωρία της γλωσσικής αγένειας του Culpeper
(1996, 2011, 2016), η προσέγγιση για τη διαχείριση σχέσεων (relational work) από τους Locher και Watts
(2005, 2008) και τη Locher (2008, 2013), τη διαχείριση αρμονικών σχέσεων (rapport management) από τη
Spencer-Oatey (2002, 2005, 2008), καθώς και οι βασισμένες στον Goffman (1967) τοποθετήσεις για την έννοια
του προσώπου από τους Brown και Levinson (1987) και Spencer-Oatey (2008) (Φιλίππου, 2019, σ. 86). Το
βασικό θεωρητικό μοντέλο που εφαρμόστηκε για τη γλωσσική αγένεια ήταν κατά κύριο λόγο το Bottom-up
Model of Impoliteness του Culpeper (2016), ενώ σε πολλά σημεία της ποιοτικής ανάλυσης κρίθηκε σημαντική
η συμβολή και η αναφορά στο μοντέλο της γλωσσικής ευγένειας/αγένειας (Culpeper, 1996· Φιλίππου, 2019, σ.
86). Αναφορικά με τη διαχείριση σχέσεων και τις προσεγγίσεις των Locher και Watts (relational work) και
Spencer-Oatey (rapport management), πρέπει να σημειωθεί ότι ο λόγος για τον οποίο αξιοποιήθηκαν
συνδυαστικά ήταν διότι κρίθηκε πως ορισμένα σημεία της ανάλυσης αναδεικνύονταν καλύτερα με την πρώτη
προσέγγιση, ενώ άλλα με τη δεύτερη (Φιλίππου, 2019, σ. 86). Εκτιμήθηκε πως η χρήση και των δύο θα
δημιουργούσε ένα –όσο το δυνατόν– αρτιότερο αποτέλεσμα. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από την ιστοσελίδα
VICE στην οποία είχαν δημοσιευθεί, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές εντός του 2018, οι μαρτυρίες των
γυναικών και για τα δύο είδη Shaming (Φιλίππου, 2019, σσ. 86-87).
Αναφορικά με τα συμπεράσματα στα οποία φτάνει η Φιλίππου μέσα από την έρευνά της φαίνεται ότι:
η αξιολόγηση της στάσης των διεπιδρώντων από τις γυναίκες στηρίχθηκε σε όλες τις περιπτώσεις στην
αντίληψη ότι η γλωσσική συμπεριφορά απέναντί τους ήταν αγενής και ακατάλληλη. Το συμπέρασμα
αυτό εξήχθη από τα μετασχόλια των γυναικών, οι οποίες, ορισμένες φορές, χαρακτήριζαν με ευθύ
τρόπο τη στάση των ατόμων ως «αγενή», ενώ άλλες φορές εξέφραζαν μετασχόλια που ενείχαν
χαρακτηρισμούς όπως το επίθετο «προσβλητικός» (Φιλίππου, 2019, σ. 87).
Η αντίδραση και η αξιολόγηση των γυναικών στην παραπάνω διαδικασία τις οδηγούσε, στο πλαίσιο
της διαχείρισης σχέσεων, να επαναδιαπραγματευτούν την ταυτότητά τους και να τη δομήσουν εκ νέου
(Locher, 2008, σ. 527· Hall & Bucholtz, 2013, σ. 130). Έτσι, διεκδίκησαν τα στοιχεία εκείνα που
θεώρησαν πως είχαν πληγεί, λόγου χάριν τα δικαιώματα ισότητας (Spencer-Oatey, 2008, σ. 16), και
προσπάθησαν να αναδείξουν το πρόσωπό τους διεκδικώντας τη θετική κοινωνική του αξία (SpencerOatey, 2008, σ. 13). Επιδίωκαν, δηλαδή, να ανατρέψουν την αναντιστοιχία που δημιουργήθηκε από τη
διεπίδραση με τα άτομα του περιβάλλοντος, καθώς άλλα χαρακτηριστικά αξίωναν οι γυναίκες για τον
εαυτό τους και άλλα τους απέδιδαν οι συνομιλητές τους (Spencer-Oatey, 2007, σ. 643). Σε όλη αυτή
τη διαδικασία που αφορούσε τη διαχείριση των σχέσεων και τη δόμηση της ταυτότητας, το κοινωνικό
σύνολο και οι νόρμες κατείχαν σοβαρό και καθοριστικό ρόλο (Φιλίππου, 2019, σ. 88).
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
95
Εικόνα 3.1.4 Το υλικό αντλήθηκε από την ιστοσελίδα: https://www.pexels.com/
96
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Επιπλέον, καταλήγει λέγοντας πως:
στη βάση της δόμησης της ταυτότητας, της αντίληψης για την καταλληλότητα της συμπεριφοράς, αλλά
και της αξιολόγησης της αγένειας τίθενται οι νόρμες που εμφανίζονται στην κοινωνική πρακτική
(Haugh, 2007, σ. 313· Haugh, 2013, σ. 69). Ένας ομιλητής διαμορφώνει τις αντιλήψεις αυτές
καθοδηγούμενος από το κοινωνικό σύνολο, τους κανόνες του και την αποδοχή ή απόρριψη αυτών.
Δεδομένης της πολυδιάστατης φύσης των φαινομένων της αγένειας και της ταυτότητας, κρίνεται
εύστοχο στο μέλλον να διενεργηθούν αντίστοιχες έρευνες σε αυτά τα πεδία, οι οποίες, όμως, να
λειτουργούν διεπιστημονικά και να παρουσιάζουν τις κοινωνιολογικές και ψυχολογικές πτυχές,
παράλληλα με τις γλωσσικές (Φιλίππου, 2019, σ. 88).
Όπως αναφέρεται στη διπλωματική εργασία:
η ελληνική βιβλιογραφία θα μπορούσε να επωφεληθεί από μια μεγαλύτερης κλίμακας έρευνα, η οποία,
παραδείγματος χάριν, με τη μέθοδο του ερωτηματολογίου να εντάξει στην έρευνα αυξημένο δείγμα
γυναικών –ή και ανδρών– που έχουν δεχθεί Body και Slut Shaming. Η διάκριση με βάση το
χαρακτηριστικό του φύλου θεωρείται πως θα έδινε πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Αναμφίβολα,
πάντως, τόσο η γλωσσική αγένεια, όσο και η ταυτότητα συνιστούν θεμελιώδη πεδία για όλες τις
ανθρωπιστικές επιστήμες και, όπως αποδείχθηκε, αλληλεπιδρούν διαρκώς μεταξύ τους (Φιλίππου,
2019, σ. 88).
Εικόνα 3.1.5 Φωτογραφία από Olia Danilevich, το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/photo/women-holding-signboards-6592163/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
97
3.1.3 Το slut-shaming στα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης
Εάν και η ελληνική βιβλιογραφία είναι πολύ περιορισμένη σχετικά με το slut-shaming, έχουν δημοσιευτεί
αρκετά δημοσιογραφικά άρθρα βασισμένα σε συνεντεύξεις καθώς και βίντεος, podcasts σχετικά με το θέμα.
Για παράδειγμα, το VICE37 δημοσίευσε το 2018 βιωματικές εμπειρίες γυναικών σχετικά με το slut-shaming
(Βλ. Εικόνες 3.1.6-3.1.9): H Στέλλα, 25 ετών αναφέρει:
Πριν από αρκετούς μήνες είχα μια συζήτηση με το αγόρι μου – που τότε δεν ήταν ακόμη το αγόρι μου,
αλλά ήμασταν friends with benefits. Έβγαινα και με άλλους και το ήξερε. Έλεγε πως δεν τον ενοχλούσε
και ο ίδιος δεν ήθελε κάτι σοβαρό. Πάνω, λοιπόν, σε μια γενική συζήτηση για τη σοβαρότητα της
σχέσης μας και το τι θέλουμε από τη ζωή μας, εγώ του είπα ότι δεν μπορώ να τον δω σοβαρά και αυτός
για αντίποινα μου είπε ότι άμα βγαίνω και πηγαίνω με τον έναν και τον άλλον, σιγά μη βρω άνδρα να
με παντρευτεί. Ήξερα ότι το έλεγε πάνω στα νεύρα του και δεν το εννοούσε, αλλά με ενόχλησε, επειδή
ήταν χτύπημα κάτω από τη μέση και σκεφτόμουν ότι αν αυτό του είχε μείνει τόσο καιρό από μένα, τότε
κρίμα.
Η Μαρία, 22 ετών δηλώνει πως
Ζούμε σε μια χώρα που όταν μας βιάζουν, ο κόσμος αναρωτιέται τι φορούσαμε, οπότε τι να λέμε; Γι’
αυτό και εγώ ποτέ μα ποτέ δεν σχολιάζω το ντύσιμο καμίας γυναίκας και δεν κάνω slut-shaming, επειδή
βιώνω αυτή την καταπίεση.
Αντιθέτως, η Ελένη, 30 ετών επικεντρώνεται στο slut-shaming που έχει δεχθεί από γυναίκα:
Το χειρότερο slut-shaming το έχω δεχτεί από την τότε κολλητή μου. Γενικά, είμαι ένας ανοιχτός
άνθρωπος και ειδικά με τους φίλους μου που νιώθω άνετα. Αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι την πέφτω σε
όλον τον κόσμο, ούτε ότι θέλω να πηδήξω οποιονδήποτε υπάρχει στο δωμάτιο. Απλώς, όπως είμαι
άνετη με τις γυναίκες, είμαι και με τους άνδρες. Για να μην πω περισσότερο με τους άνδρες, επειδή
από μικρή κάνω παρέα με αγόρια και μάλιστα έχω μια παρέα στην οποία είμαι η μοναδική γυναίκα και
με έχουν σαν μικρή τους αδελφή – προφανώς και δεν παίζει κάτι ερωτικό. Όταν, λοιπόν, σε μια
συζήτηση ρώτησα την τότε κολλητή μου τι πιστεύει ότι φταίει που είχα καιρό να μπω σε σχέση, εκείνη
ξεκίνησε ένα λογύδριο για το ότι είμαι πολύ διαχυτική με όλους, ότι αυτό παρεξηγείται και πως κανένας
άνδρας δεν θα με δει σοβαρά αν την πέφτω σε όλους, αλλά και ούτε καμιά γυναίκα θα με εμπιστεύεται.
Έχασα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Δεν παρέλειψε, μάλιστα, να με εγκαλέσει για το ότι είμαι
διαχυτική και με τα αγόρια των φιλενάδων μας, για να καταλάβω τελικά ότι όλο αυτό συνέβαινε, επειδή
ζήλευε για το δικό της αγόρι, με το οποίο τότε είχε πρωτογνωριστεί.
Βλ. https://www.vice.com/el/article/neg8xq/me-posoys-exeis-paei-gynaikes-sthn-ellada-miloyn-gia-to-slut-shamingpoy-exoyn-dextei
37
98
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.1.6 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.vice.com/el/article/neg8xq/me-posoys-exeispaei-gynaikes-sthn-ellada-miloyn-gia-to-slut-shaming-poy-exoyn-dextei
Εικόνα 3.1.7 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.vice.com/el/article/neg8xq/me-posoys-exeispaei-gynaikes-sthn-ellada-miloyn-gia-to-slut-shaming-poy-exoyn-dextei
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
99
Εικόνα 3.1.8 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.vice.com/el/article/neg8xq/me-posoys-exeispaei-gynaikes-sthn-ellada-miloyn-gia-to-slut-shaming-poy-exoyn-dextei
Εικόνα 3.1.9 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.vice.com/el/article/neg8xq/me-posoys-exeispaei-gynaikes-sthn-ellada-miloyn-gia-to-slut-shaming-poy-exoyn-dextei
100
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Το 2021, στο Post modern38 η Αγγελική Καρδαρά αναφέρει τα εξής:
κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ με το παρόν άρθρο σε έναν ακόμη όρο που σχετίζεται με το σώμα και την
εξωτερική εικόνα και παρουσιάζει υψηλό ερευνητικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον (Βλ. Εικόνα
3.1.10). Πρόκειται για το «slut-shaming». Ο όρος περιγράφει την κριτική που ασκείται ειδικά σε
γυναίκες και κορίτσια, που θεωρείται ότι με την εξωτερική τους εικόνα ή/και με τα ρούχα που
επιλέγουν να φορέσουν, έρχονται σε σύγκρουση με τα «κοινωνικά πρέπει» σχετικά με τη
σεξουαλικότητά τους. Ο όρος χρησιμοποιείται για να αποδώσει μία πολύ αρνητική έννοια στη γυναίκα
ή στο κορίτσι, ταυτίζοντάς τη με την «πόρνη». Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για
ομοφυλόφιλους άντρες, αλλά σπάνια για ετεροφυλόφιλους. Ακολούθως, παρουσιάζουμε συνέντευξη
για το θέμα, η οποία αντλείται από το πολύτιμο υλικό του Ομ. Καθηγητή Εγκληματολογίας Παντείου
Πανεπιστημίου, κ. Αντώνη Μαγγανά, τον οποίο όπως πολλές φορές έχω γράψει θαυμάζω για την
κοινωνική ευαισθησία του σε τόσο σοβαρά και επίκαιρα ζητήματα, που ανέδειξε όλα αυτά τα χρόνια,
με τρόπο επιστημονικό, στα μαθήματά του και μας δίνει την ευκαιρία να παρουσιάσουμε, σε επίπεδο
αρθρογραφίας, ευαισθητοποιώντας ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού. Η συνέντευξη
πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματός του, με τίτλο «Εγκληματολογική Θεωρία II», το έτος
2014. Επιμέλεια Εργασίας: κ. Μάζη Μαρία. Η κ. Μάζη επισημαίνει στην εισαγωγή της: «Στην Ελλάδα
σήμερα εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη η διάκριση των ατόμων με βάση το φύλο τους και την έκφραση
της σεξουαλικότητάς τους. Καθώς εξελίσσεται η κοινωνία, φυσικά διαμορφώνεται κι αυτό το
φαινόμενο αναλόγως. Στην παρούσα εργασία, υπογραμμίζεται το πρότυπο της γυναίκας-«τσούλας»,
χωροχρονικά ορισμένο σε ελληνικό Πανεπιστήμιο σήμερα. Το παραπάνω ανταποκρίνεται στον ορισμό
του «slut-shaming» διεθνώς και είναι ο εξής: «Η ταπείνωση μιας γυναίκας της οποίας η
σεξουαλικότητα δεν ακολουθεί το στενό πατριαρχικό μοντέλο. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της
διαπόμπευσης είναι ότι στα μάτια κάποιου κόσμου, η σεξουαλικότητα μίας γυναίκας (ή/και τα ρούχα
που φοράει) μπορεί να αντιμετωπιστεί ως αίτιο μίας επίθεσης.
Εικόνα 3.1.10 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.postmodern.gr/i-eikona-toy-somatos-maskai-i-koinonik/. Τα δικαιώματα χρήσης της εικόνας αυτής τελούν υπό τη διεθνή άδεια «Attribution-NonCommercialShareAlike 4.0 International», η οποία επιτρέπει την κοινοποίηση και την προσαρμογή της εικόνας για μη εμπορικούς
σκοπούς.
Η Ιωάννα Μπινιάρη στο FFPOST39 περιγράφει το slut-shaming ως αστυνόμευση της γυναικείας
σεξουαλικότητας:
βλέπουμε ότι ο μισογυνισμός και η τοξική αρρενωπότητα καλά κρατούν –δυστυχώς– αφού πολλές
φορές μία γυναίκα ανεξαρτήτως ηλικίας τείνει να γίνεται αντικείμενο χλευασμού και δημόσιας
διαπόμπευσης για τις σεξουαλικές της συνήθειες (Βλ. Εικόνα 3.1.11). Με απλά λόγια, ενώ ένας άντρας
που αλλάζει πολλές ερωτικές συντρόφους συχνά θεωρείται «μάγκας» και πως δικαιολογείται απόλυτα
να έχει τέτοιες διαθέσεις, μία γυναίκα που κάνει το ίδιο αυτόματα θεωρείται πόρνη. Πρόκειται για το
φαινόμενο Slut Shaming το οποίο ορίζεται ως τα λόγια αλλά και οι πράξεις που προσβάλλουν και
υποτιμούν μία γυναίκα για τον τρόπο που εκφράζει τη σεξουαλικότητά της, με αποτέλεσμα να της
προξενούνται αισθήματα φόβου και ντροπής. Την ίδια στιγμή, δηλαδή, που ένας άντρας επαινείται και
δέχεται συγχαρητήρια για τις σεξουαλικές του κατακτήσεις, μία γυναίκα χαρακτηρίζεται «εύκολη» και
38
39
https://www.postmodern.gr/i-eikona-toy-somatos-mas-kai-i-koinonik/
Βλ. https://www.offlinepost.gr/2021/12/15/slut-shaming-h-astynomeusi-tis-gynaikeias-sexoualikotitas/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
101
πόρνη, πράγμα το οποίο συνεπάγεται τη διαμόρφωση και άλλων αναχρονιστικών και σεξιστικών
στερεοτύπων ανάμεσα στα δύο φύλα.
Η δημοσιογράφος αναφέρεται και στο φαινόμενο του slut-shaming από γυναίκα σε γυναίκα:
Το πιο «πικρό» πάντως μέσα σε όλα είναι όταν το Slut Shaming προέρχεται από γυναίκα σε γυναίκα,
πράγμα το οποίο δυστυχώς συμβαίνει συχνά, ειδικά στις παρέες έφηβων κοριτσιών, που έχουν λίγο πιο
συντηρητικές και «αυστηρές» απόψεις και τείνουν να αντιμετωπίζουν κάποια πράγματα και
καταστάσεις πιο επιφανειακά και προκατειλημμένα. Για αυτό το λόγο, είναι πολύ σημαντικό μία
γυναίκα να υποστηρίζει την άλλη και να της παρέχει ασφάλεια, δηλαδή να τη δέχεται ακριβώς όπως
είναι και να μην την κρίνει με αρνητική χροιά για τις σεξουαλικές της εμπειρίες και αποδόσεις. Μόνο
τότε θα αντιμετωπιστούν οι συγκεκριμένες νοσηρές αντιλήψεις και θα πάψει μία γυναίκα να είναι
δακτυλοδεικτούμενη για το πόσο σεξ έχει κάνει.
Εικόνα 3.1.11 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.offlinepost.gr/2021/12/15/slut-shaming-h-astynomeusi-tis-gynaikeias-sexoualikotitas/
Τέλος, το 2022, η Λίλα Σταμπούλογλου στο Protagon40 αναφέρθηκε στο slut-shaming όπως αυτό προβάλλεται
στην ελληνική τηλεόραση:
Είναι απορίας άξιο γιατί στοιβάζονται τόσες κακές στιγμές σεξισμού και μισογυνισμού στα ελληνικά
ριάλιτι, τόσο ανεμπόδιστα (Βλ. Εικόνα 3.1.12). Στιγμές που πολλές φορές εκφράζονται τόσο
απροκάλυπτα και προσβλητικά, που είναι σαν να σου λένε «έλα και ρίξε μας πρόστιμο, τώρα». Και
μετά, έρχονται τα πάνελ. Και η σεξουαλική συμπεριφορά μιας γυναίκας που κάποιος διαπόμπευσε στο
ριάλιτι μπαίνει στη σκαλέτα και γίνεται θέμα προς ανάλυση.
40
Βλ. https://www.protagon.gr/apopseis/poso-slut-shaming-xwraei-sta-ellinika-rialiti-44342419184
102
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.1.12 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.protagon.gr/apopseis/poso-slut-shaming-xwraei-sta-ellinika-rialiti-44342419184
Γενικότερα για την παρενόχληση και κακοποίηση που υφίστανται οι γυναίκες μίλησε η Ντόριν Τουτικιάν στο
Antivirus (Βλ. Εικόνα 3.1.13) αναφέροντας πως:
Η καθημερινή κακοποίηση και παρενόχληση έχει τόσες πολλές μορφές, σε βαθμό που πολλ@ από εμάς
δεν τις βλέπουμε πραγματικά ως κακοποιήσεις, αλλά ως γεγονός της ζωής που δεν έχουμε τη δύναμη
να αλλάξουμε. Πρώτα πιστεύω ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε την κακοποίηση με το να είμαστε
επικριτικ@ και να ενημερώνουμε τον εαυτό μας για τα δικαιώματά μας. Η αυτοφροντίδα έχει επίσης
να κάνει με το να αγαπάς τον εαυτό σου αρκετά ώστε να τον προστατεύεις και να τον υπερασπίζεσαι.
Αλλά για να υπερασπιστούμε την κακοποίηση που αντιμετωπίζουμε, πρέπει να νιώθουμε
ενδυναμωμέν@ και θεωρώ ότι η γνώση και η κοινότητα είναι τα εργαλεία που χρειαζόμαστε για αυτό.
Έχουμε ανάγκη τη δύναμη για να μην ντρεπόμαστε και για να διεκδικούμε τα δικαιώματά μας. Μερικές
φορές χρειάζεται να έρθουμε αντιμέτωπ@ι με ανθρώπους, και αυτό μπορεί να είναι δύσκολο να το
κάνουμε μόν@ μας. Αλλά αν έχουμε μια κοινότητα που μας υποστηρίζει και γνωρίζει τα δικαιώματά
μας, τότε μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τέτοιες συμπεριφορές.
Σχετικά με το σύστημα υγείας αναφέρει πως:
είναι προφανές ότι οι θηλυκότητες έχουν υπονομευθεί στις ιατρικές σπουδές και συνεχίζουν να
υπονομεύονται στις ιατρικές κλινικές. Αυτό ήταν ένα θέμα που το παλιό σύστημα θα παρέβλεπε
εύκολα. Δεν μπορούμε να το δεχτούμε πια. Είμαστε το μέλλον της υγειονομικής περίθαλψης, βλέπουμε
την αλλαγή σε ολόκληρο τον κόσμο: η υγιής και χαρούμενη οικοδόμηση κοινότητας με βασικές
ανθρώπινες αξίες πρέπει να βρίσκεται στον πυρήνα κάθε επιτυχημένου συστήματος στο μέλλον, ειδικά
της υγειονομικής περίθαλψης. Έχουμε την τεχνολογία, απλά πρέπει να ενσωματώσουμε τη φροντίδα.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
103
Εικόνα 3.1.13 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://avmag.gr/ntorin-toytikian-quot-didaskomasteapo-mikri-ilikia-oti-o-kolpos-mas-einai-kati-poy-prepei-na-krypsoyme-quot/
Επίσης, στο Antivirus και στον Βασίλη Θανόπουλο μιλά και η Nalyssa Green για το πώς είναι να ζεις ως
γυναίκα σε μία βαθιά πατριαρχική κοινωνία, όπως η ελληνική (Βλ. Εικόνα 3.1.14). Η Nalyssa εξηγεί πως:
Το βίωμα του να είσαι γυναίκα είναι διαπλανητικό και άχρονο. Η εμπειρία του να είσαι στην πλευρά
του κόσμου τη μυστική, την κρυφή, τη σιωπηλή, την υποδουλωμένη δημιουργεί μια κοινή ταυτότητα
για όσες τη φέρουν. Αυτό αφορά προφανώς και την Ελλάδα. Ίσως τελευταία να έχει ωριμάσει και
κάπως ο καιρός στη χώρα μας, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλάμε πιο εύκολα για αυτά τα ζητήματα
(δεν υπήρχαν καν οι λέξεις προ ολίγου) και να μπορούμε και να τα καταλαβαίνουμε όταν τα ακούμε (η
αφύπνιση δεν είναι δεδομένη, η πατριαρχία είναι σαν το μάτριξ).
Προσθέτει πως:
ως γυναίκα σε μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία έχω νιώσει πλήρως ότι είμαι το άλλο. Το λάθος. Αυτό
που υπάρχει μόνο για να διευκολύνει, να ακολουθεί, να υφίσταται, να υπομένει, να εξυπηρετεί και να
σιωπά και να νιώθει ένοχη και ντροπιασμένη για την ύπαρξή της. Ό,τι δε συμμορφώνεται με την
επιταγή του straight λευκού άνδρα το σύστημα το πολεμά.
Τέλος αναφέρεται και στα κοινά που υπάρχουν με την queer κοινότητα:
Νιώθω μεγάλη συγγένεια με όλες τις θηλυκότητες και όλες τις διαφορετικότητες. Νιώθω σύμμαχος με
την queer κοινότητα καθώς πιστεύω ότι ως γυναίκες μπορούμε ως ένα βαθμό να κατανοήσουμε πώς
είναι να ζεις σε μια κοινωνία που σε θεωρεί το άλλο, το λάθος. Πώς είναι να ζεις σε έναν κόσμο που
δεν είναι φτιαγμένος για σένα. Πιστεύω πως είμαστε όλα σύμμαχ@ και ήδη νιώθω έναν πιο όμορφο
πολύχρωμο και φωτεινό κόσμο να έρχεται προς το μέρος μας. Και μέσα στη μαυρίλα της εποχής μας
είναι τουλάχιστον παρήγορο το ότι έχουμε το ένα το άλλο.
104
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.1.14 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://avmag.gr/nalyssa-green-os-gynaika-se-mia-vathia-patriarchiki-koinonia-echo-niosei-pliros-oti-eimai-to-lathos/
3.1.4 Νομικές εξελίξεις
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το slut-shaming δεν έχει προσδιοριστεί νομικά. Το Συμβούλιο της Ευρώπης αναφέρεται
στο slut-shaming μόνο στο πλαίσιο της σεξιστικής ρητορικής μίσους. Συγκεκριμένα, η Στρατηγική για την
Ισότητα των Φύλων 2014-2017 αναφέρει πως η σεξιστική ρητορική μίσους:
παίρνει πολλές μορφές τόσο στο διαδίκτυο όσο και εκτός διαδικτύου, ιδίως την ενοχοποίηση των
θυμάτων και την εκ νέου θυματοποίηση· «slut shaming»· «body shaming»· «πορνό εκδίκησης» (η
δημοσιοποίηση ακατάλληλων ή σεξουαλικών εικόνων χωρίς συγκατάθεση)· βάναυσες και σεξουαλικές
απειλές θανάτου· βιασμό και βία· προσβλητικά σχόλια για την εμφάνιση, τη σεξουαλικότητα, τον
σεξουαλικό προσανατολισμό ή τους ρόλους των φύλων αλλά και ψεύτικες φιλοφρονήσεις ή
υποτιθέμενα αστεία, χρησιμοποιώντας το χιούμορ για την ταπείνωση και γελοιοποίηση του στόχου
(Council of Europe, 2014, σ. 3).
Παράλληλα, συνδέει τη σεξιστική ρητορική μίσους (η οποία εμπεριέχει το slut-shaming) αποκλειστικά με το
γυναικείο φύλο τονίζοντας πως πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στη σεξιστική ρητορική μίσους,
συμπεριλαμβανομένης της επικράτησης των πατριαρχικών κοινωνιών, της διάδοση εξευτελιστικών μηνυμάτων
για γυναίκες ή κορίτσια, των βίαιων και υπερσεξουαλικών εικόνων, ιδίως στα μέσα ενημέρωσης, και των
προσδοκιών γύρω από τη σεξουαλικότητα και τους ρόλους των γυναικών και των ανδρών στην κοινωνία.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης στη διάδοση της σεξιστικής ρητορικής
μίσους καθώς συνήθως οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στα μέσα ενημέρωσης με συνέπεια να παρουσιάζονται
συχνά μηνύματα και εικόνες γυναικών/ανδρών που ενισχύουν τα έμφυλα στερεότυπα (Council of Europe, 2014,
σ. 3).
Η σεξιστική ρητορική μίσους αντιμετωπίζεται συχνά ως ένα αβλαβές και μη σοβαρό ζήτημα και οι
κοινωνικές νόρμες επιτάσσουν ρητά ή έμμεσα στις γυναίκες να την αποδέχονται. Ωστόσο, η ρητορική μίσους
υπονομεύει την ελευθερία του λόγου για τις γυναίκες και τα κορίτσια, ενώ οι ψυχολογικές και/ή σωματικές
επιπτώσεις είναι πραγματικές και ιδιαίτερα σοβαρές. Στην αναφορά του, το Συμβούλιο της Ευρώπης, τονίζει
πως η ελευθερία της έκφρασης41 δεν είναι απόλυτο δικαίωμα αλλά συνδέεται στενά με άλλα δικαιώματα. Όπως
Αρ. 11 της ΕΣΔΑ: Παρ. 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει
την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών
και αδιακρίτως συνόρων. Παρ. 2. Η ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η πολυφωνία τους είναι σεβαστές.
41
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
105
η ελευθερία της έκφρασης, η ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών είναι αναπόσπαστο μέρος των θεμελιωδών
δικαιωμάτων και κάθε αληθινής δημοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ισότητα των φύλων και η ελευθερία της
έκφρασης θα πρέπει να θεωρούνται ως αλληλένδετα και όχι ως αντίθετα δικαιώματα. Αυτός είναι ο λόγος για
τον οποίο η ελευθερία της έκφρασης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως τρόπος φίμωσης των γυναικών και των
κοριτσιών (Council of Europe, 2014, σ. 5). Για την καταπολέμηση της σεξιστικής ρητορικής μίσους, το
Συμβούλιο της Ευρώπης προτείνει πως πρέπει να εξαλειφθούν οι νόμοι που εισάγουν διακρίσεις, να
αντιμετωπιστούν τα κενά στη νομοθεσία και να παρακολουθείται η εφαρμογή των νομικών πλαισίων
προκειμένου να καταπολεμηθεί η σεξιστική ρητορική μίσους (Council of Europe, 2014, σ. 6).
Η Σύσταση 2019 του Συμβουλίου της Ευρώπης42 αναφέρεται εκτενώς στη σεξιστική ρητορική μίσους
όπου την εντάσσει στη σεξιστική συμπεριφορά. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει πως η σεξιστική συμπεριφορά,
όπως, ειδικότερα, η σεξιστική ρητορική μίσους, μπορεί να κλιμακωθεί σε ή να υποκινήσει προσβλητικές και
απειλητικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής κακοποίησης ή βίας, του βιασμού ή της δυνητικά
θανατηφόρας δράσης. Άλλες συνέπειες (της σεξιστικής συμπεριφοράς) μπορεί να περιλαμβάνουν την απώλεια
οικονομικών πόρων, τον αυτοτραυματισμό ή την αυτοκτονία. Η αντιμετώπιση του σεξισμού είναι «θετική
υποχρέωση των κρατών για τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ισότητα των φύλων και την
πρόληψη της βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών σύμφωνα με το διεθνές ανθρώπινο δίκαιο» (ECRI,
2019, σ. 11). Στη Σύστασή του, το Συμβούλιο της Ευρώπης και πάλι περιορίζεται στο δίπολο γυναίκα/άνδρας
όσον αφορά τη σεξιστική ρητορική μίσους και παράλληλα αναγνωρίζει πως το διαδίκτυο έχει δώσει μία άλλη
έκταση στην έκφραση και μετάδοση της σεξιστικής ρητορικής μίσους.
Σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την καταπολέμηση της σεξιστικής ρητορικής μίσους,
το Συμβούλιο της Ευρώπης προτείνει:
1. Νομικές μεταρρυθμίσεις που καταδικάζουν τον σεξισμό και ορίζουν και ποινικοποιούν τη σεξιστική
ρητορική μίσους.
2. Την εφαρμογή νομοθετικών μέτρων που ορίζουν και ποινικοποιούν τα περιστατικά της σεξιστικής
ρητορικής μίσους και θα αφορούν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρχουν
μηχανισμοί αναφοράς και παρακολούθησης σχετικά με τα περιστατικά ρητορικής μίσους οι οποίοι θα
αφορούν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου και των μέσων
κοινωνικής δικτύωσης).
3. Την επιβολή μη ποινικών κυρώσεων, όπως τη διακοπή οικονομικής στήριξης, στην περίπτωση
δημόσιων φορέων ή άλλων οργανισμών που αποτυγχάνουν να καταγγείλουν τον σεξισμό και τη
σεξιστική συμπεριφορά, ειδικά τη σεξιστική ρητορική μίσους.
4. Τη στήριξη και τη χρηματοδότηση έρευνας που παρέχει δεδομένα σχετικά με τη συχνότητα και τον
αρνητικό αντίκτυπο της σεξιστικής ρητορικής μίσους. Επιπλέον, προτείνεται η ευρεία διάδοση των
δεδομένων στις σχετικές δημόσιες αρχές, εκπαιδευτικά ιδρύματα και κοινό.
5. Την εκπαίδευση των νομικών σχετικά με τη σεξιστική ρητορική μίσους και τη διευκόλυνση της
αναφοράς τέτοιων περιστατικών στην αστυνομία.
Η προσέγγιση του slut-shaming στη νομολογία των δικαστηρίων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (Η.Π.Α.)
ξεφεύγει από τη «ρητορική μίσους» και κινείται περισσότερο στη σφαίρα της «σεξουαλικής παρενόχλησης».
Σύμφωνα με την Hess, στο άρθρο της «Slut-shaming in the workplace: Sexual rumors & hostile environment
claims» (Σε ελεύθερη απόδοση: Slut-shaming στον χώρο εργασίας: Φήμες που σχετίζονται με τη σεξουαλική
συμπεριφορά και ισχυρισμοί περί εχθρικού περιβάλλοντος) που δημοσιεύθηκε το 2016, φαίνεται το slutshaming να έχει απασχολήσει κυρίως όσον αφορά τον χώρο εργασίας (Hess, 2016).
Δες επίσης την πρώτη αναφορά στη σεξιστική ρητορική μίσους από το Συμβούλιο της Ευρώπης και συγκεκριμένα την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας, Σύσταση Γενικής Πολιτικής Νο. 15, παρ. 44, σελ. 25
https://rm.coe.int/ecri-general-policy-recommendation-no-15-on-combating-hate-speech/16808b5b01
42
106
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Το σκεπτικό των αποφάσεων που αναλύει η Hess βασίζεται στον Τίτλο VII του Νόμου για τα Πολιτικά
Δικαιώματα του 1964 (Title VII of the Civil Rights Act of 1964) και την ερμηνεία της πρότασης εξαιτίας του
(βιολογικού) φύλου (because of sex). Συγκεκριμένα, στην Ενότητα 703 α. «Πρακτικές Εργοδοτών» αναφέρεται
πως:
Αποτελεί παράνομη εργασιακή πρακτική για έναν εργοδότη/μία εργοδότρια –
1. να αποτύχει ή να αρνηθεί να προσλάβει ή να απολύσει οποιοδήποτε άτομο ή να κάνει διακρίσεις σε
βάρος οποιουδήποτε ατόμου σε σχέση με την αποζημίωση, τους όρους, τις προϋποθέσεις ή τα προνόμια
εργασίας του, λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, του φύλου ή της εθνικής καταγωγής; ή
2. να περιορίζει, να διαχωρίζει ή να κατατάσσει τους/τις υπαλλήλους του ή τους/τις αιτούντες/αιτούσες
για εργασία με οποιονδήποτε τρόπο που θα στερούσε ή θα έτεινε να στερήσει από οποιοδήποτε άτομο
ευκαιρίες απασχόλησης ή θα επηρέαζε αρνητικά την ιδιότητά του ως εργαζόμενου/εργαζομένης, λόγω
της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας αυτού του ατόμου, το φύλο ή την εθνική καταγωγή.
Η Hess αναφέρει πως δεν υπάρχει συνέπεια στον τρόπο με τον οποίο τα δικαστήρια έχουν απαντήσει στο
ερώτημα του εάν υπήρχαν φήμες σχετικά με διαφορετική σεξουαλική συμπεριφορά εξαιτίας του φύλου (Hess,
2016). Τα δικαστήρια τα οποία έχουν αναγνωρίσει ότι υπήρξαν φήμες για διαφορετική σεξουαλική
συμπεριφορά εξαιτίας του φύλου τις περισσότερες φορές το έκαναν επί τη βάσει ότι αυτές οι φήμες οδήγησαν
στην αμφισβήτηση της αξίας της γυναίκας στον εργασιακό χώρο. Παράλληλα, τα δικαστήρια που έχουν
αποφανθεί ότι δεν υπήρξαν φήμες εξαιτίας του φύλου, αναφέρθηκαν στον «παρενοχλητή των ίσων ευκαιριών»
(equal opportunity harasser)43 που διαδίδει φήμες τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.
Τα δικαστήρια τα οποία έχουν αποφανθεί πως οι φήμες για τη σεξουαλική συμπεριφορά μιας γυναίκας
πληρούν την προϋπόθεση «εξαιτίας του» φύλου (παρά το γεγονός ότι παρόμοιες φήμες αφορούσαν και κάποιον
άνδρα), βασίστηκαν στο επιχείρημα ότι η φήμη ήταν παρενοχλητική αποκλειστικά για τη γυναίκα επειδή
αμφισβητήθηκαν η ικανότητα και τα επιτεύγματά της44. Η απόφαση του δικαστηρίου στην υπόθεση McDonell
v. Cisneros είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς ήταν η πρώτη υπόθεση για φήμες σχετικά με τη σεξουαλική
συμπεριφορά που αφορούσαν παράλληλα μία γυναίκα και έναν άνδρα. Ο δικαστής Posner, κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι ακόμη και εάν οι σεξουαλικές φήμες αφορούν έναν άνδρα και μια γυναίκα, υπόκεινται στον
τίτλο VII. Το δικαστήριο απεφάνθη πως οι κατηγορίες ότι μια εργαζόμενη είναι πόρνη, συνευρίσκεται με τους
συναδέλφους της για να προαχθεί, μπορούν να κάνουν τον χώρο εργασίας αφόρητο για τη γυναίκα που είναι
θύμα της παρενόχλησης.
Αντιθέτως, έχουν υπάρξει και αποφάσεις όπου το δικαστήριο απεφάνθη πως δεν υπάρχει παρενόχληση
βασιζόμενο στο επιχείρημα του παρενοχλητή ίσων ευκαιριών και συγκεκριμένα στην απόφαση Pasqua v. Metro
Life Insurance. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο ίδιο δικαστήριο (Seventh Circuit) με την McDonell v. Cisneros
αλλά η σύνθεση των δικαστών ήταν διαφορετική. Οι φήμες ότι ο κ. Pasqua διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με
συνάδελφό του κατώτερης βαθμίδας και ότι την ευνοούσε γι’ αυτό δεν αποτέλεσε παρενόχληση εξαιτίας του
φύλου καθώς σύμφωνα με το συλλογισμό του δικαστηρίου παρόμοιες φήμες μπορούν να διαδοθούν για
αμέτρητους λόγους που δεν έχουν καμία σχέση με τις διακρίσεις λόγω φύλου. Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι
είναι πιθανή η διάδοση συκοφαντικών φημών στον χώρο εργασίας για τον απλό λόγο ότι κάποια/ος/ο είναι
συγκεκριμένου φύλου αλλά η περίπτωση του κ. Pasqua δεν ενέπιπτε σε αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις. Είναι
αξιοσημείωτο πως το δικαστήριο δεν αναφέρθηκε καθόλου στην προηγούμενη απόφαση McDonell v. Cisneros.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει νομοθεσία ούτε νομολογία σχετικά με το slut-shaming καθώς είναι ένας νέος
όρος ο οποίος έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό κυρίως λόγω του Ελληνικού κινήματος me too, το οποίο ξεκίνησε
τον Δεκέμβριο του 2020. Το κίνημα me too έφερε στην επιφάνεια πολλαπλά νομικά κενά όσον αφορά τα
εγκλήματα του βιασμού, της σεξουαλικής παρενόχλησης και της ενδοοικογενειακής βίας. Πέρα από τα νομικά
Ο «παρενοχλητής ίσων ευκαιριών» περιγράφει έναν εργοδότη/μία εργοδότρια που, στην πραγματικότητα, παρενοχλεί
και άνδρες και γυναίκες στην εργασία. Ο όρος έχει συχνά οδηγήσει στο συμπέρασμα πως αν κάποια/κάποιο/κάποιος
συμπεριφέρεται άσχημα και στα δύο φύλα, δεν κάνεις διακρίσεις. Συνεπώς, οι ενάγουσες/τα ενάγοντα/οι ενάγοντες χάνουν
την αξίωσή τους βάσει του Τίτλου VII.
44
Δες τις αποφάσεις: Jew v. University of Iowa (U.S. District Court for the District of Iowa), Spain v. Gallegos (Third
Circuit), McDonell v. Cisneros (Seventh Circuit).
43
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
107
κενά, οι χρονοβόρες ποινικές προδικασίες, οι καθυστερημένες δικάσιμοι και το πολύ σοβαρό ζήτημα της
απόδειξης αλλά και της (συνήθως) υποδεέστερης οικονομικής θέσης του θύματος είναι αυτά που δίνουν το
«θάρρος» στον εκάστοτε θύτη να δρα μέσω της έκφρασης διαφόρων μορφών κακοποίησης, εκ του ασφαλούς45.
Σχετικά με τη ρητορική μίσους, η οποία πολλές φορές εμπεριέχεται στο slut shaming, υπάρχει ο νόμος για τη
ρητορική μίσους και συγκεκριμένα το αρ. 1 του Νόμου 927/11979 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο
4285/2014:
Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή διά του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο
μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με
βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή,
το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία, κατά
τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική
ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και
με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 - 20.000) ευρώ.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο άρθρο δεν περιέχει το «φύλο» παρά μόνο την «ταυτότητα
φύλου» και τα «χαρακτηριστικά φύλου». Στα νομικά κείμενα, ο όρος «ταυτότητα φύλου» είναι κυρίως
συνδεδεμένος με τα διεμφυλικά (τρανς) άτομα ενώ ο όρος «χαρακτηριστικά φύλου» είναι συνδεδεμένος με τα
διαφυλικά (ίντερσεξ) άτομα (Βλέπε Κεφάλαιο 3.5 «Άτομα εκτός του διπόλου γυναίκα/άνδρας»).
Βλ. https://www.tanea.gr/2021/02/17/greece/law/kinima-metoo-einai-eparkes-to-nomiko-plaisio-ti-prepei-na-kanei-tothyma/
45
108
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.1.5. Βιβλιογραφία κεφαλαίου
Baumeister, R. F., Twenge, J. M. (2002). Cultural suppression of female sexuality. Review of General
Psychology, 6(2), 166–203. https://doi.org/10.1037/1089-2680.6.2.166
Brown, P. & Levinson, S. (1987). Politeness: Some Universals in Language Usage. Cambridge: Cambridge
University Press.
Buss, D. M. (1994). The strategies of human mating. American Scientist, 82, 238–249.
Buss D. M., Schmitt D. P. (1993). Sexual strategies theory: An evolutionary perspective on human mating.
Psychological Review, 100, 204–232. https://doi.org/10.1037/0033-295X.100.2.204
Bussey, K., Bandura, A. (1999). Social cognitive theory of gender development and differentiation.
Psychological Review, 106, 676–713. https://doi.org/10.1037/0033-295X.106.4.676
Carli, L. L., LaFleur, S. J., Loeber, C. C. (1995). Nonverbal behavior, gender, and influence. Journal of
Personality and Social Psychology, 68, 1030–1041. https://doi.org/10.1037/0022-3514.68.6.1030
Costrich, N., Feinstein, J., Kidder, L., Marecek, J., Pascale, L. (1975). When stereotypes hurt: Three studies of
penalties for sex-role reversals. Journal of Experimental Social Psychology, 11, 520–530.
https://doi.org/10.1016/0022-1031(75)90003-7
Council
of Europe (2014). Gender
https://rm.coe.int/1680651592
Equality
Strategy
2014-2017,
Sexist
Hate
Speech.
Crawford, M., & Popp, D. (2003). Sexual double standards: A review and methodological critique of two
decades
of
research.
Journal
of
Sex
Research,
40(1),
13–26.
https://doi.org/10.1080/00224490309552163
Cross C. P. & Cyrenne D. L. M., Brown G. R. (2013). Sex differences in sensation-seeking: A meta-analysis.
Scientific Reports, 3, Article 2486. https://doi.org/10.1038/srep02486
Culpeper, J. (1996). Towards an anatomy of impoliteness. Journal of Pragmatics 25, 349-367.
Culpeper, J. (2011). Impoliteness: Using Language to Cause Offence. Cambridge: Cambridge University Press.
Culpeper, J. (2016). Impoliteness strategies. Στο Capone, A. & Mey, J. (Eds.), Interdisciplinary Studies in
Pragmatics, Culture and Society. Switzerland: Springer, 421-445.
Dworkin, S. L., & O’Sullivan, L. (2005). Actual versus desired initiation patterns among a sample of college
men: Tapping disjunctures within traditional male sexual scripts. The Journal of Sex Research, 42(2),
150–158. https://doi.org/10.1080/00224490509552268
ECRI. (2019). Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας, Σύσταση Γενικής Πολιτικής
Νο. 15, παρ. 44, σελ. 25 https://rm.coe.int/ecri-general-policy-recommendation-no-15-on-combatinghate-speech/16808b5b01
Endendijk, J. J., van Baar, A. L., & Deković, M. (2020). He is a Stud, She is a Slut! A Meta-Analysis on the
Continued Existence of Sexual Double Standards. Personality and social psychology review : an
official journal of the Society for Personality and Social Psychology, Inc, 24(2), 163–190.
https://doi.org/10.1177/1088868319891310
Fetterolf, J. C. & Sanchez, D. T. (2015). The costs and benefits of perceived sexual agency for men and women.
Archives of Sexual Behavior, 44, 961–970. https://doi.org/10.1007/s10508-014-0408-x
Foschi, M. (2000). Double standards for competence: Theory and research. Annual Review of Sociology, 26,
21–42. https://doi.org/10.1146/annurev.soc.26.1.21
Foucault, M. (1980). The history of sexuality, Volume I: An introduction. Vintage Books.
Gaunt, R. (2012). «Blessed is he who has not made me a woman»: Ambivalent sexism and Jewish religiosity.
Sex Roles, 67, 477–487. https://doi.org/10.1007/s11199-012-0185-8
Gawronski B., Creighton L. A. (2013). Dual process theories. In Carlston D. E. (Ed.), The Oxford handbook of
social
cognition
(pp.
282–312).
American
Psychologist
Association.
https://doi.org/10.1093/oxfordhb/9780199730018.013.0014
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
109
Gentry, M. (1998). The sexual double standard: The influence of number of relationships and level of sexual
activity on judgments of women and men. Psychology of Women Quarterly, 22, 505–511.
https://doi.org/10.1111/j.1471-6402.1998.tb00173.x
Goffman, E. (1967). Interaction Ritual. Essays on Face-to-Face Behaviour. Golden City: Anchor Books.
Greenwald A. G., Banaji M. R., Rudman L. A., Farnham S. D., Nosek B. A., Mellott D. S. (2002). A unified
theory of implicit attitudes, stereotypes, self-esteem, and self-concept. Psychological Review, 109, 3–
25. https://doi.org/10.1037/0033-295X.109.1.3
Hall, K. & Bucholtz, M. (2013). Epilogue: facing identity. Journal of Politeness Research. 9(1), 123-132.
Haugh, M. (2007). The discursive challenge to politeness research: An interactional alternative. Journal of
Politeness Research, 3, 295-397.
Haugh, M. (2013). Im/politeness, social practice and the participation order. Journal of Pragmatics 58, 52-72.
Hess N. W. (2016). Slut-shaming in the workplace: sexual rumors & hostile environment claims. N.Y.U Review
of Law & Social Change, https://socialchangenyu.com/review/slut-shaming-in-the-workplace-sexualrumors-hostile-environment-claims/
Hill, C. & Kearl, M. A. (2011). Crossing the line: Sexual harassment at school. American Association of
University Women.
Howell, J. L., Egan, P. M., Giuliano, T. A., Ackley, B. D. (2011). The reverse double standard in perceptions
of student-teacher sexual relationships: The role of gender, initiation, and power. The Journal of Social
Psychology, 151, 180–200. https://doi.org/10.1080/00224540903510837
Hyde, J. S. & DeLamater, J. (1997). Understanding human sexuality (6th ed.). McGraw-Hill.
Kiefer, A. K., Sanchez, D. T., Kalinka, C. J., Ybarra, O. (2006). How womens nonconscious association of sex
with submission relates to their subjective sexual arousability and ability to reach orgasm. Sex Roles,
55, 83–94. https://doi.org/10.1007/s11199-006-9060-9
Lefkowitz E. S., Shearer C. L., Gillen M. M., Espinosa-Hernandez G. (2014). How gendered attitudes relate to
womens and mens sexual behaviors and beliefs. Sexuality & Culture, 18, 833–846.
https://doi.org/10.1007/s12119-014-9225-6
Lippa R. A. (2009). Sex differences in sex drive, sociosexuality, and height across 53 nations: Testing
evolutionary and social structural theories. Archives of Sexual Behavior, 38, 631–651.
https://doi.org/10.1007/s10508-007-9242-8
Locher, M. A. (2008). Relational work, politeness and identity construction. Στο Handbooks of applied
linguistics: communication competence, language and communication problems, practical solutions,
vol. 2. Handbook of interpersonal communication. Berlin, 509-540.
Locher, M. A. (2013). Relational work and interpersonal pragmatics. Journal of pragmatics, 58, 145-149.
Locher, M. A. & Watts, R. J. (2005). Politeness theory and relational work. Journal of Politeness Research.
Language, Behaviour, Culture, 1(1), 9-33.
Locher, M. A. & Watts, R. J. (2008). Relational work and impoliteness: Negotiating norms of linguistic
behaviour (No. 21, pp. 77-99). Mouton de Gruyter.
Marks, M. J., Fraley, R. C. (2007). The impact of social interaction on the sexual double standard. Social
Influence, 2, 29–54. https://doi.org/10.1080/15534510601154413
Marks, M. J. (2008). Evaluations of sexually active men and women under divided attention: A social cognitive
approach to the sexual double standard. Basic and Applied Social Psychology, 30, 84–91.
https://doi.org/10.1080/01973530701866664
Miano, P., & Urone, C. (2023). What the hell are you doing? A PRISMA systematic review of psychosocial
precursors of slut-shaming in adolescents and young adults. Psychology & Sexuality, 0(0), 1–17.
https://doi.org/10.1080/19419899.2023.2213736
110
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Milhausen, R. R., Herold, E. S. (1999). Does the sexual double standard still exist? Perceptions of university
woman. The Journal of Sex Research, 36, 361–368. https://doi.org/10.1080/00224499909552008
Milhausen R. R., Herold E. S. (2001). Reconceptualizing the sexual double standard. Journal of Psychology &
Human Sexuality, 13, 63–83. https://doi.org/10.1300/J056v13n02_05
Mosher, C. E. & Danoff-Burg, S. (2005). Agentic and communal personality traits: Relations to attitudes toward
sex and sexual experiences. Sex Roles, 52, 121–129. https://doi.org/10.1007/s11199-005-1199-2
Moss-Racusin, C. A., Phelan, J. E., Rudman, L. A. (2010). When men break the gender rules: Status incongruity
and backlash against modest men. Psychology of Men & Masculinity, 11, 140–151.
https://doi.org/10.1037/a0018093
Oliver M. B., Hyde J. S. (1993). Gender differences in sexuality: A meta-analysis. Psychological Bulletin, 114,
29–51. https://doi.org/10.1037/0033-2909.114.1.29
O’Sullivan, L. F., Allgeier, E. R. (1998). Feigning sexual desire: Consenting to unwanted sexual activity in
heterosexual dating relationships. The Journal of Sex Research, 35, 234–243.
https://doi.org/10.1080/00224499809551938
O’Sullivan, L. F. (1995). Less is more: The effects of sexual experience on judgments of mens and womens
personality characteristics and relationship desirability. Sex Roles, 33, 159–181.
https://doi.org/10.1007/BF01544609
Petersen J. L., Hyde J. S. (2010). A meta-analytic review of research on gender differences in sexuality, 1993–
2007. Psychological Bulletin, 136, 21–38. https://doi.org/10.1037/a0017504
Prentice, D. A. & Carranza, E. (2002). What women and men should be, shouldnt be, are allowed to be, and
dont have to be: The contents of prescriptive gender stereotypes. Psychology of Women Quarterly, 26,
269–281.https://doi.org/10.1111/1471-6402.t01-1-00066
Reiss, I. L. (1964). The scaling of premarital sexual permissiveness. Journal of Marriage and Family, 26, 188–
198.https://doi.org/10.2307/349726
Rudman, L. A., Fairchild, K. (2004). Reactions to counterstereotypic behavior: The role of backlash in cultural
stereotype maintenance. Journal of Personality and Social Psychology, 87, 157–176.
https://doi.org/10.1037/0022-3514.87.2.157
Rudman, L. A. (1998). Self-promotion as a risk factor for women: The costs and benefits of counterstereotypical
impression management. Journal of Personality and Social Psychology, 74, 629–645.
https://doi.org/10.1037/0022-3514.74.3.629
Sagebin Bordini, G., & Sperb, T. M. (2013). Sexual double standard: A review of the literature between 2001
and 2010. Sexuality & Culture: An Interdisciplinary Quarterly, 17(4), 686–704.
https://doi.org/10.1007/s12119-012-9163-0
Sanchez D. T., Fetterolf J. C., Rudman L. A. (2012). Eroticizing inequality in the United States: The
consequences and determinants of traditional gender role adherence in intimate relationships. The
Journal of Sex Research, 49, 168–183. https://doi.org/10.1080/00224499.2011.653699
Schwartz, P. & Rutter, V. (2000). The gender of sexuality (2nd ed.). Pine Forge Press.
Shen A. C. T., Chiu M. Y. L., Gao J. (2012). Predictors of dating violence among Chinese adolescents: The role
of gender-role beliefs and justification of violence. Journal of Interpersonal Violence, 27, 1066–1089.
https://doi.org/10.1177/0886260511424497
Spencer-Oatey, H. (2002). Managing rapport in talk: Using rapport sensitive incidents to explore the
motivational concerns underlying the management of relations. Journal of Pragmatics, 34(5), 529–45.
Spencer-Oatey, H. (2005). (Im)Politeness, face and perceptions of rapport: Unpackaging their bases and
interrelationships. Journal of Politeness Research: Language, Behaviour, Culture, 1(1), 95–119.
Spencer-Oatey, H. (2008). Culturally Speaking: Managing Rapport through Talk across Cultures (2nd edition).
London & New York: Continuum.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
111
Terrell, K. R., Quinn, N., Velasquez Nash, B., & Salpietro, L. (2023). Investigating Slut Shaming of Men in
LGBTQIA + Communities: A Qualitative Exploratory Study. Journal of LGBTQ Issues in Counseling,
17(4), 289–305. https://doi.org/10.1080/26924951.2023.2254169
Trivers R. L. (1972). Parental investment and sexual selection. In Campbell B. (Ed.), Sexual selection and the
descent of man 1871-1971 (pp. 136–207). Aldine de Gruyter.
Wiederman M. W., Allgeier E. R. (1992). Gender differences in mate selection criteria: Sociobiological or
socioeconomic
explanation?
Ethology
and
Sociobiology,
13,
115–124.
https://doi.org/10.1016/0162-3095(92)90021-U
Wood, W., Eagly, A. H. (2002). A cross-cultural analysis of the behavior of women and men: Implications for
the
origins
of
sex
differences.
Psychological
Bulletin,
128,
699–727.
https://doi.org/10.1037/0033-2909.128.5.699
Wood W., Eagly A. H. (2012). Biosocial construction of sex differences and similarities in behavior. In Olson
J. M., Zanna M. P. (Eds.), Advances in experimental social psychology (Vol. 46, pp. 55–123). Academic
Press.
Zaikman, Y., Vogel, E. A., Vicary, A. M., Marks, M. J. (2016). The influence of early experiences and adult
attachment on the exhibition of the sexual double standard. Sexuality & Culture, 20, 425–455.
https://doi.org/10.1007/s12119-015-9332-z
Zaikman Y., Marks M. J. (2014). Ambivalent sexism and the sexual double standard. Sex Roles, 71, 333–344.
https://doi.org/10.1007/s11199-014-0417-1
Zaikman Y., Marks M. J. (2017). Promoting theory-based perspectives in sexual double standard research. Sex
Roles, 76, 407–420. https://doi.org/10.1007/s11199-016-0677-z
Παπαχαραλάμπους, Χ. (επιμ.). (2023). Γυναικοκτονία και ποινικό δίκαιο, Διδάγματα από τη νέα κυπριακή
νομθεσία. Νομική Βιβλιοθήκη. https://www.nb.org/gynaikoktonia-kai-poiniko-dikaio.html
Πετράκη, Γ. (επιμ). (2020). Γυναικοκτονίες, Διαπιστώσεις, Ερωτήματα και Ερωτηματικά. Gutenberg
https://www.politeianet.gr/books/9789600121834-sullogiko-gutenberg-gunaikoktonies-317939
Φιλίππου, Δ. (2019). Body & Slut Shaming: Γλωσσική Αγένεια και Δόμηση Ταυτότητας μέσα από μαρτυρίες
γυναικών, [Διπλωματική Εργασία, ΕΚΠΑ]. Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής.
Αποφάσεις
Jew v. University of Iowa (U.S. District Court for the District of Iowa)
McDonell v. Cisneros (Seventh Circuit)
Spain v. Gallegos (Third Circuit)
3.1.6. Προτεινόμενη πρόσθετη βιβλιογραφία
Armstrong, E. A., Hamilton, L. T., Armstrong, E. M., & Seeley, J. L. (2014). «Good Girls»: Gender, Social
Class, and Slut Discourse on Campus. Social Psychology Quarterly, 77(2), 100–122.
https://doi.org/10.1177/0190272514521220
Ayuningtyas, P., & Kariko, A. (2018). The slut-shaming phenomenon in social media: A case study on female
English
literature
students
of
Binus
University
(σσ.
347–352).
https://doi.org/10.1201/9780429507410-54
Barrios, M. M., Cancino-Borbón, A., Arroyave, J., & Miller, T. (2021). Coloring your prejudices: Nail-polish
marketing, «slut-shaming» and feminist activism. Feminist Media Studies, 21(5), 739–757.
https://doi.org/10.1080/14680777.2020.1749693
Browning, G., J. (2021). Slut-Shamed In the workplace? Avoid Exposure for Your Employees Exposure.
September, 2021. https://www.lawjournalnewsletters.com/2021/09/01/slut-shamed-in-the-workplaceavoiding-exposure-for-your-employees-exposure/
112
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Carson, A., Mikolajczak, G., Ruppanner, L., & Foley, E. (2023). From online trolls to Slut Shaming:
Understanding the role of incivility and gender abuse in local government. Local Government Studies,
0(0), 1–24. https://doi.org/10.1080/03003930.2023.2228237
Crawford, M., & Popp, D. (2003). Sexual double standards: A review and methodological critique of two
decades
of
research.
The
Journal
of
Sex
Research,
40(1),
13–26.
https://doi.org/10.1080/00224490309552163
Dragotto, F., Giomi, E., & Melchiorre, S. M. (2020). Putting women back in their place. Reflections on slutshaming, the case Asia Argento and Twitter in Italy. International Review of Sociology, 30(1), 46–70.
https://doi.org/10.1080/03906701.2020.1724366
Hackman, C. L., Pember, S. E., Wilkerson, A. H., Burton, W., & Usdan, S. L. (2017). Slut-shaming and victimblaming: A qualitative investigation of undergraduate students perceptions of sexual violence. Sex
Education, 17(6), 697–711. https://doi.org/10.1080/14681811.2017.1362332
Hess, W. (2016). Slut-Shaming in The Workplace: Sexual Rumors & Hostile Environment Claims (SSRN
Scholarly
Paper
Τχ.
3461414).
Social
Science
Research
Network.
https://papers.ssrn.com/abstract=3461414
Kirby,
E. Gwen. (2022). My Slut Shaming Ghost Can Go to
https://electricliterature.com/here-preached-his-last-by-gwen-kirby/
Hell.
Electric
Literature.
Moore, A. (2022). «Just how depraved is this town?»: An intersectional interrogation of feminist snaps, slut
shaming, and sometimes sisterhood in Riverdales rape culture. Feminist Media Studies, 22(2), 167–
182. https://doi.org/10.1080/14680777.2020.1786428
Poole, E. (2013). Hey Girls, Did You Know? Slut-Shaming on the Internet Needs to Stop. University of San
Francisco Law Review, 48(1). https://repository.usfca.edu/usflawreview/vol48/iss1/7
Ralston, M. (2021). Slut-Shaming, Whorephobia, and the Unfinished Sexual Revolution. McGill-Queens
University Press.
Recommended Reading List For YA Books Dealing With Slut-Shaming & Sexuality. (2014, Ιούνιος 6). The
Perpetual Page-Turner. https://www.perpetualpageturner.com/recommended-reading-list-for-yabooks-dealing-with-slut-shaming-sexuality/
Salam, Sh. (2022). What Is Slut Shaming?: Unpacking The Practice Of Regulating Female Sexuality Through
Humiliation. Feminism in India. https://feminisminindia.com/2022/01/06/what-is-slut-shamingregulating-female-sexuality-through-humiliation/
Sundén, J., & Paasonen, S. (2018). Shameless hags and tolerance whores: Feminist resistance and the affective
circuits
of
online
hate.
Feminist
Media
Studies,
18(4),
643–656.
https://doi.org/10.1080/14680777.2018.1447427
Urone, C., Passiglia, G., Graceffa, G., & Miano, P. (2023). Pathways of Self-Determination: A Constructivist
Grounded Theory Study of Slut-shaming Vulnerability in a Group of Young Adults. Sexuality &
Culture. https://doi.org/10.1007/s12119-023-10180-1
Webb, L. (2015). Shame transfigured: Slut-shaming from Rome to cyberspace. First Monday, 20(4-6).
http://dx.doi.org/10.5210/fm.v20i4.5464
Videos
Μικρές Συναντήσεις, Slut-shaming και σεξισμός, το συναινετικό σεξ, τα unfollow, η απόρριψη στο φλερτ και
οι κίνδυνοι https://www.youtube.com/watch?v=598T2rcE0J8
Podcasts
Slut shaming: Γιατί πρέπει να νιώθω ένοχη που έχω κάνει όσο σεξ ήθελα στη ζωή μου;
https://www.lifo.gr/podcasts/sex-diaries-unsensored/giati-prepei-na-niotho-enohi-poy-eho-kanei-oso-sex-tha-ithela-sti
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
113
3.2. Διαθεματική αναπηρία
Επιμέλεια κεφαλαίου: Έλενα Κυριακίδου
Σύνοψη
Το παρόν κεφάλαιο αναφέρεται στη διαθεματικότητα και αναλύονται οι βασικές πτυχές του ζητήματος, με έμφαση
στον ορισμό του πλαισίου της έννοιας και της χρήσης της ως μεθοδολογικού εργαλείου. Παρουσιάζεται το
θεωρητικό υπόβαθρο της έννοιας και γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στις πτυχές της, οι οποίες σχετίζονται με το
ζήτημα της αναπηρίας και του φύλου. Αναδεικνύεται ο χαρακτήρας του μεθοδολογικού αυτού εργαλείου για την
ανάλυση ποικίλων ζητημάτων, τα οποία βρίσκουν συχνά πεδίο πολλαπλών διασταυρώσεων. Η αναγνώριση αυτή
δείχνει τον πολυπαραγοντικό χαρακτήρα της αναπηρίας και βοηθά στην κριτική ανάλυσή της. Στο τέλος του
κεφαλαίου παρουσιάζονται οι σχετικές νομικές εξελίξεις και γίνεται κατανοητό το πώς η διαθεματικότητα μπορεί
να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για τη νομική παραγωγή.
Προαπαιτούμενη γνώση
Για την παρακολούθηση του παρόντος κεφαλαίου δεν απαιτείται η ύπαρξη κάποιας προϋπάρχουσας γνώσης από
το αναγνωστικό κοινό. Είναι σημαντική η κατανόηση των προηγούμενων κεφαλαίων, ειδικά εκείνων που
σχετίζονται με τη «διαθεματικότητα».
Μαθησιακά αποτελέσματα
Με την ανάγνωση του παρόντος κεφαλαίου, το αναγνωστικό κοινό θα είναι σε θέση:
- να κατανοεί το ευρύτερο πλαίσιο της έννοιας της διαθεματικότητας και τη χρήσης της ως μεθοδολογικού
εργαλείου,
- να αναγνωρίσει τη διαθεματική αναπηρία μέσα από τους ποικίλους παράγοντες που διασταυρώνονται
στην αναπηρία,
-
114
να γνωρίζει τις νομικές εξελίξεις που σχετίζονται με το ζήτημα της διαθεματικής αναπηρίας.
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.2.1 Ορολογία
Αναπηρία
Σύμφωνα με το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας, η
βλάβη αφορά τη σωματική λειτουργία, ενώ η αναπηρία
αφορά τη δόμηση της κοινωνίας (Oliver, 1996b).
Ουσιαστικά, με τον όρο «αναπηρία» νοείται ο
αποκλεισμός που βιώνει το άτομο με βλάβη λόγω των
εμποδίων που δημιουργούνται εξαιτίας συμπεριφορών,
στάσεων και περιβαλλοντικών παραγόντων. Στα
ανάπηρα άτομα περιλαμβάνονται τα άτομα που έχουν
μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, διανοητικές ή
αισθητηριακές βλάβες και τα οποία, όταν
αλληλεπιδρούν με διάφορα εμπόδια, μπορεί να μην είναι
σε θέση να έχουν μια πλήρη και αποτελεσματική
συμμετοχή στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους.
Η αναπηρία/βλάβη μπορεί να είναι παρούσα από τη
γέννηση ή ενδέχεται να αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της
ζωής του ατόμου. Αν και ιστορικά οι αναπηρίες/βλάβες
έχουν αναγνωριστεί μόνο επί τη βάσει ενός στενού
συνόλου κριτηρίων, εντούτοις, έχει ποικίλες εκφάνσεις.
Διαθεματικότητα
Με τον όρο «διαθεματικότητα» και ειδικά ως προς
έμφυλα ζητήματα, νοείται το αναλυτικό εργαλείο για τη
μελέτη, την κατανόηση και την αντιμετώπιση των
τρόπων με τους οποίους το βιολογικό και το κοινωνικό
φύλο
διασταυρώνονται
με
άλλα προσωπικά
χαρακτηριστικά/ταυτότητες και πώς αυτές οι
διασταυρώσεις συμβάλλουν σε εξατομικευμένες
εμπειρίες διακρίσεων. Ακόμη, η διαθεματικότητα
αποτελεί το θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο μέσα
από το οποίο αναλύεται και γίνεται κατανοητή η
κατάσταση ομάδων ατόμων που βιώνουν πολλαπλά
υπονόμια.
Προσβασιμότητα
Με τον όρο «προσβασιμότητα» γίνεται λόγος για τη
δυνατότητα των ατόμων με αναπηρία να έχουν
πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες. Ακόμη, ο όρος
αναφέρεται στον βαθμό στον οποίο μια δομή είναι
προσβάσιμη σε άτομα με οποιαδήποτε βλάβη.
Ρομά
Οι Ρομά αποτελούν μια ινδοάρια εθνοτική ομάδα που
παραδοσιακά είχε έναν νομαδικό, περιπλανώμενο τρόπο
ζωής. Στην Ευρώπη, οι Ρομά έχουν ανά καιρούς
συνδεθεί με τη φτώχεια, έχουν κατηγορηθεί για υψηλά
ποσοστά εγκληματικότητας και για συμπεριφορά που
θεωρείται αντικοινωνική ή ακατάλληλη από τον
υπόλοιπο ευρωπαϊκό πληθυσμό. Από την πλευρά της
πολιτείας, οι προσπάθειες οργανικής ενσωμάτωσης των
Ρομά πληθυσμών έχουν κριθεί αναποτελεσματικές ή/και
ανεπαρκείς. Ο όρος «Ρομά» έχει καθιερωθεί και
χρησιμοποιείται ευρέως σε δημόσια έγγραφα, νομικά
κείμενα κτλ., ενώ οι εν λόγω κοινότητες χρησιμοποιούν
επίσης τον όρο «τσιγγάνος/τσιγγάνοι».
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
115
Προσφύγισσες
Πρόκειται για θηλυκότητες που αναγκάζονται να
εγκαταλείψουν τον τόπο μόνιμης διαμονής τους για
διάφορους λόγους. Οι προσφύγισσες εξακολουθούν να
υφίστανται πολλαπλές μορφές έμφυλης βίας, διακρίσεις
και εκμετάλλευση.
Μετανάστριες
Πρόκειται για θηλυκότητες που εγκαταλείπουν τον τόπο
μόνιμης διαμονής τους για διάφορους λόγους, συνήθως
προς εύρεση εργασίας. Σε πολλές περιπτώσεις, οι
μετανάστριες βιώνουν πολλαπλές μορφές έμφυλης βίας,
διακρίσεις και εκμετάλλευση.
Διακρίσεις λόγω αναπηρίας
(Disability discrimination)
Αναφέρεται σε οποιαδήποτε μορφή διάκρισης,
αποκλεισμού ή περιορισμού της πρόσβασης επί τη βάσει
αναπηρίας/βλάβης που έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την
υποβάθμιση ή την ακύρωση της αναγνώρισης,
απόλαυσης ή άσκησης, σε ίση βάση με τους άλλους,
όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των
θεμελιωδών ελευθεριών σε πολιτικά, οικονομικά,
κοινωνικά, πολιτιστικά, ή σε οποιαδήποτε άλλα
ζητήματα. Περιλαμβάνει όλες τις μορφές διακρίσεων,
συμπεριλαμβανομένης
της
άρνησης
εύλογων
διευκολύνσεων προς τους ανάπηρους ανθρώπους.
Πηγές
Bilefsky, D. (2013). Are the Roma Primitive, or Just Poor? The New York Times.
EIGE.
(n.d.).
«intersectionality».
resources/thesaurus/terms/1050?language_content_entity=en
https://eige.europa.eu/publications-
Glossary of Disability Terminology. (2015). Glossary of Disability Terminology. Disabled Peoples Association,
Singapore.
Guittar, S. G., & Guittar, N. A. (2015). Intersectionality. In J. D. Wright (Eds.), International Encyclopedia of
the Social & Behavioral Sciences (Second Edition) (σσ. 657–662). Elsevier.
https://doi.org/10.1016/B978-0-08-097086-8.32202-4
Oliver, M. (1996b). The Social Model in Context. In: Understanding Disability. London: Palgrave.
https://doi.org/10.1007/978-1-349-24269-6_4
116
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.2.2 Γενικό πλαίσιο
Ξεκινώντας τη συζήτηση περί διαθεματικής αναπηρίας, οφείλουμε να ορίσουμε την έννοια αυτή και να
αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται στις μέρες μας. Αφενός, η διαθεματικότητα αποτελεί
το αναλυτικό πεδίο που αποσκοπεί στην ανάδειξη και τη συμπερίληψη όλων εκείνων των παραγόντων οι οποίοι
συνθέτουν την ταυτότητα του ατόμου. Αφετέρου, η έννοια της αναπηρίας περικλείει όλους τους παράγοντες
που δυσκολεύουν την καθημερινότητα του ατόμου εντός μιας κοινωνίας και δημιουργούν ανισότητες. Ένα
παράδειγμα μιας τέτοιας ανισότητας αποτελεί, μεταξύ άλλων, η αδυναμία πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες.
Σε αυτό το μινιμαλιστικό σχήμα, η έννοια της διαθεματικής αναπηρίας αναφέρεται σε όλους του παράγοντες
που οδηγούν στην άνιση μεταχείριση του ατόμου.
Προτού προχωρήσουμε στην επισκόπηση της βιβλιογραφίας αναφορικά με την έννοια της
διαθεματικής αναπηρίας και στην ανάλυση της σύγχρονης εμπειρίας, κρίνεται σκόπιμο να εισαχθεί το
αναγνωστικό κοινό, πολύ σύντομα, στη διάκριση μεταξύ κανονικού και παθολογικού. Η παθολογικοποίηση
της αναπηρίας καθιστά κρίσιμη τη διάκριση αυτή. Σύμφωνα με το ιατρικό μοντέλο της αναπηρίας, η απόκλιση
από το τυπικό σώμα οδηγεί σε παθολογικά χαρακτηριστικά και χρήζει ιατρικής παρέμβασης με στόχο τη
«διόρθωση». Η εστίαση στην απόκλιση αυτή ως βιολογικό χαρακτηριστικό του ατόμου έχει ως αποτέλεσμα
την προώθηση του ζητήματος της αναπηρίας ως «προσωπικής τραγωδίας» και όχι ως ζητήματος άμεσα
σχετιζόμενου με κοινωνικές προεκτάσεις και διεκδικήσεις (Areheart, 2008). Σε μια κοινωνία που θέτει την
αναπηρία στο περιθώριο, είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς τις ρίζες αυτή της διάκρισης και να είναι σε θέση
να σταθεί κριτικά απέναντι της. Η αναγνώριση της αναπηρίας ως παθολογικής κατάστασης παράγει κοινωνικές
διακρίσεις, οι οποίες δεν είναι διόλου εύκολο να υπερβαθούν χωρίς μία de profundis κατανόηση του ζητήματος.
Η έννοια του «κανονικού» μπορεί να φαντάζει αυτονόητη και τα θεμέλιά της ακλόνητα για τον
σύγχρονο άνθρωπο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί κάτι να χαρακτηριστεί αβίαστα και απόλυτα ως
«κανονικό». Αντιθέτως, το κανονικό με την κοινή του σημασία συνιστά ερμηνεία της ανθρώπινης σκέψης, η
οποία θέτει τα όρια του κανονικού σε άμεση σύγκριση με το παθολογικό. Ο Ζορζ Κανγκιλέμ επισημαίνει ότι η
εκκίνηση από το κανονικό για να εξηγηθεί καθετί παθολογικό ως απόκλιση του κανόνα που απορρέει από το
κανονικό δημιουργεί τη λανθασμένη αυτή πορεία. Η χρήση της έννοιας του κανονικού ως βάσης και ως μέτρου
για τον εντοπισμό παρεκκλίσεων δείχνει να αγνοεί την ίδια τη συγκρότηση του κανονικού και να το
χρησιμοποιεί ως μήτρα για την παραγωγή παθολογικών καταστάσεων (Κανγκιλέμ, 2007, σσ. 279-282).
Σε μεγάλο μέρος του έργου του ο Κανγκιλέμ εξηγεί ότι η σχέση κανονικού και παθολογικού δεν μπορεί
να προσδιοριστεί αξιωματικά, αλλά μόνο μέσα από το πρίσμα της αλληλεπίδρασης των δύο και της κατανόησης
της ρευστότητας των ορίων που τα χωρίζουν ανάλογα με την περίπτωση. Ό,τι θεωρείται παθολογικό για κάποιο
άτομο σε ένα συγκεκριμένο σημείο του χώρου και σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο μπορεί να θεωρηθεί
κανονικό για κάποιο άλλο άτομο που ζει σε διαφορετικό τόπο και σε άλλη χρονική περίοδο και το αντίθετο.
Πρόκειται για μια σχέση δυναμικής αλληλεπίδρασης και όχι για μια a priori καθορισμένη κατάσταση. Ο
φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι «αυστηρά μιλώντας, το παθολογικό αποτελεί το ζωτικό αντίθετο του υγιούς»
(Canguilhem, 2008, σ. 131), ήτοι η παθολογική κατάσταση αποκτά μια ειδικότητα εντός του βιολογικού
φαινομένου, η οποία δεν ταυτίζεται με το αντίθετο του κανονικού από λογικής απόψεως. Αποτελεί το αξιακό
του αντίθετο και με αυτό τον τρόπο αναδεικνύεται το κανονικό και αποκτά τη θετική του αξία. Από λογικής
απόψεως το κανονικό δεν διαφέρει από το παθολογικό. Το παθολογικό δεν αποτελεί μια κατάσταση αταξίας,
αλλά μία τάξη με δικούς της κανόνες.
Το κανονικό δεν μπορεί να ιδωθεί ως μια στατική κατάσταση. Το κανονικό άτομο βρίσκεται πάντοτε
σε μια δυναμική σχέση με το οικείο του, και όχι μόνο, περιβάλλον. Επομένως, η ίδια η «κανονική κατάσταση»
είναι εγγενώς επισφαλής και αποτελεί μια διαρκή προσπάθεια εύρεσης μιας ισορροπίας στη σχέση κανονικού
ατόμου και περιβάλλοντος, μια διαρκή προσπάθεια κανονικοποίησης. Αν ιδωθεί μόνο από την πλευρά του
κανονικού ατόμου, η δυνατότητα κανονικοποίησής του βρίσκεται μέσα σε κάποια δεδομένα όρια που τίθενται
εν πολλοίς από το ίδιο το άτομο. Μόνο μέσα από τη σχέση του με το περιβάλλον καθίσταται δυνατό να υπερβεί
το κανονικό άτομο τα όρια του και να επεκτείνει τη δυνατότητα κανονικοποίησής του. Η έννοια της
κανονικοποίησης είναι απλά η ικανότητα να γίνεται το άτομο «κανονικό» ευρισκόμενο σε μία δυναμική και
διαρκώς μεταβαλλόμενη σχέση με το περιβάλλον του. Επιπλέον, όταν γίνεται λόγος για κανονικοποίηση του
κανονικού ατόμου, αυτή ενδεχομένως να περιλαμβάνει τη δημιουργία νέων κανόνων για την επίτευξή της. Όσο
μεγάλη κι αν είναι η δυνατότητα κανονικοποίησης του ατόμου, πάντα θα υπάρχει το παθολογικό ως αντίθεση,
ως ακύρωση, εξασθένηση ή υπέρβαση της κανονικότητας. Τα όρια του κανονικού αποτελούν τεχνητά
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
117
δημιουργήματα της ανθρώπινης σκέψης σε μια προσπάθεια τόσο να αντικειμενικοποιηθεί η διάκριση μεταξύ
κανονικού και παθολογικού όσο και να δοθεί μια θετική αξία στο πρώτο. Πρόκειται για μια κομφορμιστική
διαδικασία κατά την οποία ό,τι δεν υπακούει στους κανόνες περιθωριοποιείται. Αντιστρέφεται, δηλαδή, το
πνεύμα της διάκρισης μεταξύ κανονικού και παθολογικού από μια διαδικασία περιγραφής σε μια προσπάθεια
επιβολής της κανονικότητας ως μόνης αλήθειας. Το περιγραφικό γίνεται κανονιστικό. Εδώ υποβόσκει μια
αξιολογική κρίση η οποία θέλει το κανονικό να έχει θετικό πρόσημο και το παθολογικό αρνητικό. Ωστόσο, η
διάκριση κανονικού και παθολογικού καθίσταται προβληματική. Μια οριζόντια διάκριση μεταξύ κανονικού
και παθολογικού σε συλλογικό επίπεδο θα προϋπέθετε ότι αυτό που είναι κανονικό για το άτομο μπορεί να
γενικευθεί σε κοινωνικό επίπεδο. Εντούτοις, το κανονικό μπορεί μόνο να νοηθεί ως το κανονικό του κάθε
οργανισμού και όχι ως κανόνας προς επιβολή (Κανγκιλέμ, 2007, σσ. 280-284).
Έχοντας κατά νου την ανωτέρω εισαγωγή, μπορεί κανείς να προχωρήσει στην παρουσίαση του γενικού
πλαισίου της διαθεματικής αναπηρίας. Αρχικά, ένας ιδιαίτερα ευρύς και περισσότερο περιγραφικός ορισμός
της αναπηρίας, ο οποίος εμφανίζεται στη βιβλιογραφία, έχει ως εξής:
Η αναπηρία είναι περισσότερο μια ρευστή κατάσταση, η οποία τελεί σε συνάφεια με το περικείμενό
της, παρά μια βιολογική. Αυτό δεν σημαίνει ότι η βιολογία δεν παίζει ρόλο στη φυσιολογία του μυαλού
και του σώματός μας, αλλά ότι ο ορισμός της αναπηρίας επιβάλλεται σε ορισμένα είδη μυαλών και
σωμάτων… …Αλλά περισσότερο από αυτό, η αναπηρία, αν γίνει κατανοητή ως κατασκευασμένη
έννοια μέσω ιστορικών και πολιτισμικών διαδικασιών, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως δυαδική, αλλά
ως συνεχής. Κάποιος είναι πάντα ανάπηρος/ανάπηρη/ανάπηρο σε σχέση με το πλαίσιο στο οποίο
εντάσσεται. Κάποιο άτομο έχει μαθησιακή αναπηρία αν βρεθεί σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον. H
χρήση αναπηρικού αμαξιδίου γίνεται αναπηρία και μειονέκτημα όταν το περιβάλλον είναι απρόσιτο.
Κάποιο άτομο που φοράει γυαλιά μπορεί να είναι ανάπηρο χωρίς αυτά όταν προσπαθεί να διαβάσει
κάτι γραπτό ή να δει μακριά, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει ανάλογα με το πλαίσιο εντός του οποίου
βλέπει και το βλέπουν (Ben-Moshe et al., 2013).
Ένας τέτοιος ορισμός της αναπηρίας τονίζει τον κοινωνικό της χαρακτήρα και αποδίδει τη σχετικότητα που
αυτή λαμβάνει όταν αναδειχθεί η κοινωνική της πτυχή. Αν αφήσει κανείς τη βιολογία κατά μέρος, η αναπηρία,
ως κοινωνική κατασκευή, είναι ενδεχομενική του πλαισίου εντός του οποίου εγγράφεται. Εντός ενός
κοινωνικού πλαισίου το κανονικό μπορεί να οριστεί ως μια κατασκευή η οποία αναδύεται μέσω της
συμπαραγωγής ποικίλων παραγόντων. Επί παραδείγματι, σε ένα εργασιακό περιβάλλον όπου η πρόσβαση στο
γραφείο απαιτεί την ανάβαση απουσία ανελκυστήρα και η χρήση υπολογιστή είναι απαραίτητη, κάποιο άτομο
που έχει κινητικά προβλήματα ή προβλήματα όρασης χρειάζεται βοηθήματα αλλιώς καθίσταται ανάπηρο. Η
κοινωνική πτυχή της αναπηρίας οδηγεί σε μία σχετικοποίηση της τελευταίας με σκοπό να σταθεί το άτομο
κριτικά απέναντι στην έννοια της αναπηρίας και στην αντιπαραβολή της με την κανονική κατάσταση, αυτήν
του υγιούς-τυπικού ατόμου. Εστιάζοντας στην κοινωνική προσέγγιση της αναπηρίας, το βάρος μετατοπίζεται
από το ίδιο το άτομο που έχει την αναπηρία/βλάβη στην κοινωνία (Oliver, 1996a,b). Έτσι, αναδεικνύεται η
αναγκαιότητα για πολιτικές και πρακτικές που προωθούν τη συμπερίληψη και δεν αποκλείουν τα ανάπηρα
άτομα λόγω της βλάβης τους – γεγονός που αποτελεί διάκριση.
Εντός του παραπάνω πλαισίου κείται, μεταξύ άλλων, η αναζήτηση δειγμάτων αναπηρίας σε έμφυλα
διακριτικά ή σεξουαλικούς προσανατολισμούς. Ιστορικά, η ομοφυλοφιλία χαρακτηριζόταν ως μια μορφή
αναπηρίας, καθώς μόλις το 1973 η Αμερικανική Ψυχιατρική Ένωση την αφαίρεσε από τη λίστα ψυχικών
διαταραχών (Drescher, 2015). Στο πλαίσιο μιας ετεροκανονικής πατριαρχικής κοινωνίας φαίνεται λογικό να
θεωρείται παθολογική κατάσταση η ομοφυλοφιλία. Εντούτοις, αυτό το πλαίσιο δεν είναι το μοναδικό δυνατό
ούτε διαθέτει το προνόμιο της μίας και μοναδικής αλήθειας. Αντιθέτως, πρόκειται απλώς για το κυρίαρχο
πλαίσιο που έχει επιβληθεί στην κοινωνία. Η αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας ως αναπηρίας εντός του πλαισίου
αυτού δεν σημαίνει ότι πρόκειται πράγματι για αναπηρία. Αν το επιβληθέν πρότυπο ήταν μια ομοφυλοφιλική
κοινωνία, θα μπορούσε κάλλιστα η ετεροφυλοφιλία να αποτελεί αναπηρία. Εν ολίγοις, η κοινωνική πτυχή της
αναπηρίας και δη η χρήση της για να χαρακτηρίσει μια αποκλίνουσα κατάσταση αναδεικνύει τον βαθμό στον
οποίο η έννοια αυτή χρωματίζεται αρνητικά.
Με βάση τα ανωτέρω, γίνεται κατανοητό ότι η παρούσα κατάσταση της έννοιας της αναπηρίας
αποτελεί προϊόν μακροχρόνιων διεργασιών σε κοινωνικό επίπεδο. Η προσέγγιση της έννοιας αυτής, εντούτοις,
118
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
μπορεί να αλλάξει. Με τον παρακάτω ορισμό φαίνεται ακόμη περισσότερο ο πολιτικός χαρακτήρας της έννοιας
και αναδεικνύεται η διαθεματικότητά της, που αποσκοπεί στην άρση των ήδη εγκαθιδρυμένων ανισοτήτων.
Μπορούμε να εργαστούμε προς αυτή τη διαθεματική προσέγγιση της αποδόμησης εγγενών ανισοτήτων
αν δεσμευτούμε στο ιδανικό της δικαιοσύνης στην αναπηρία… Η δικαιοσύνη στην αναπηρία δεν
έρχεται να αντικαταστήσει άλλα μεθοδολογικά πλαίσια, αλλά να ενσωματωθεί στις μάχες μας ενάντια
στην αποικιοκρατία, τη λευκή υπεροχή, την ετεροκανονική πατριαρχία και τον καπιταλισμό, καθώς
κάθε ένα από αυτά συνεισφέρει στη δημιουργία ενός κανονιστικού προτύπου και τιμωρεί όσα άτομα
δεν συμμορφώνονται με αυτό… (Annamma, 2017).
Στην έρευνα για την αναπηρία γίνεται τα τελευταία χρόνια στροφή προς το παράδειγμα της διαθεματικότητας
(Goodley, 2010· Jacob et al., 2010· Söder, 2009). Η διαθεματικότητα αντιμετωπίζει μια κεντρική φεμινιστική
ανησυχία σχετικά με την καταγραφή πολλαπλών ταυτοτήτων, δίνοντας ρητή έμφαση στις διαφορές μεταξύ των
κοινωνικών ομάδων (Davis, 2008). Ακόμη, επιδιώκει να φωτίσει διάφορους παράγοντες που αλληλεπιδρούν
και επηρεάζουν με αυτό τον τρόπο τη ζωή των ανθρώπων. Επιπλέον, προσπαθεί να προσδιορίσει τον τρόπο με
τον οποίο αυτές οι διαφορετικές συστημικές συνθήκες που ποικίλλουν ανάλογα με τον τόπο, τον χρόνο και τις
περιστάσεις συνδημιουργούν συνθήκες ανισότητας. Αν και η θεωρία της διαθεματικότητας εμφανίστηκε στα
τέλη της δεκαετίας του 1970, οι ρίζες της εντοπίζονται στο κίνημα του Μαύρου Φεμινισμού. Πρωτοπόρες
μαύρες γυναίκες, όπως η Sojourner Truth (1851) χρησιμοποίησαν τη δική τους ζωή για να αναδείξουν την
εμπειρία της διαθεματικότητας. Στο διάσημο λόγο της Truth, «Aint I A Woman?», αφήνει να εννοηθεί ότι πολύ
συχνά ο όρος «γυναίκα» σήμαινε στην πραγματικότητα τη λευκή γυναίκα. Έπειτα, ο όρος «διαθεματικότητα»
επανεπινοήθηκε το 1989 από την Kimberlé Crenshaw και έκτοτε έχει διαχυθεί σε όλο τον κόσμο ως μια
ελπιδοφόρα έννοια που χρησιμοποιείται για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο διασταυρώνονται οι
διάφοροι άξονες εξουσίας (Crenshaw, 1989). Η ιδέα αυτή έχει γίνει δεκτή από διαφορετικούς επιστημονικούς
κλάδους (Sen et al., 2009) και πλέον αναγνωρίζεται ως ένα αναδυόμενο ερευνητικό παράδειγμα (Hancock,
2007a) που βασίζεται σε μια σειρά από υποθέσεις σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις πολλαπλών συστημάτων σε
πολλαπλά επίπεδα.
Πρώτον, η διαθεματικότητα έρχεται να θολώσει τα παραδοσιακά πλαίσια που διαχωρίζουν την
κοινωνική ζωή σε διακριτά επίπεδα (Brah & Phoenix, 2004, σ. 76). Οι άνθρωποι έχουν πολλαπλούς ρόλους και
ταυτότητες και καθώς είναι μέλη περισσότερων της μίας ομάδας, ενδέχεται να βιώνουν ταυτόχρονα προνόμια
και καταπιέσεις. Με το να μην εξετάζεται πλέον, για παράδειγμα, η αναπηρία απομονωμένη από άλλες
κατηγορίες, όπως το φύλο, η θρησκεία, το εισόδημα, η ηλικία, το πολιτισμικό υπόβαθρο, η οικογενειακή
κατάσταση και πολλές άλλες, οι ρευστές και συχνά αντικρουόμενες δυναμικές της εξουσίας γίνονται
περισσότερο εμφανείς και καθίσταται σαφές ότι καμία κοινωνική κατηγορία δεν είναι πιο σημαντική από
κάποια άλλη. Δεύτερον, η διαθεματικότητα προσφέρει ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο οι κατηγορίες γίνονται
κατανοητές ως αλληλοσυγκροτούμενες διαδικασίες. Αντί να προστίθενται απλώς κατηγορίες η μία στην άλλη,
η διαθεματική προσέγγιση επιχειρεί να κατανοήσει τις μοναδικές εμπειρίες και προοπτικές στη διασταύρωση
δύο ή περισσότερων κοινωνικών ή πολιτισμικών κατηγοριών και θέσεων που διαπλέκονται ως σύνθετα,
αλληλοεπικαλυπτόμενα, αλληλεπιδρώντα και συχνά αντικρουόμενα συστήματα (Hancock, 2007b). Τρίτον, η
έννοια της διαθεματικότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναλυθεί ο τρόπος με τον οποίο η εξουσία και
οι σχέσεις εξουσίας διατηρούνται και αναπαράγονται. Οι μελετητές της διαθεματικότητας τείνουν να εξετάζουν
τις προοπτικές και τις εμπειρίες των μειονοτικών ομάδων των οποίων η φωνή δεν ακούγεται όσο θα έπρεπε
(Goethals et al., 2015).
Κατά τον Staunæs (2003), «η έννοια μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για την
ανίχνευση του τρόπου με τον οποίο ορισμένοι άνθρωποι φαίνεται να τοποθετούνται όχι μόνο ως διαφορετικοί,
αλλά και ως ενοχλητικοί και, σε ορισμένες περιπτώσεις, περιθωριοποιημένοι» (Staunæs, 2003, σ. 101). Παρά
το γεγονός ότι η διαθεματικότητα αποτελεί μια θεματική που έχει προσελκύσει αυξανόμενο ενδιαφέρον και
έχει δημιουργήσει πληθώρα βιβλιογραφίας σχετικά με αυτή την έννοια, εμφανίζεται μια έλλειψη ακαδημαϊκών
μελετών σχετικά με τη διαθεματικότητα από μεθοδολογικής απόψεως (Bowleg, 2008· Cuádraz & Uttal, 1999·
McCall, 2005). Ειδικότερα, αν και η ίδια η έννοια φαίνεται να έχει παράσχει ένα σταθερό πλαίσιο, όπως
σημειώνει η Nash (2008), υπάρχει «έλλειψη σαφώς καθορισμένης διαθεματικής μεθοδολογίας» (Nash, 2008,
σ. 4). Με μια σειρά από μελέτες που έχουν γίνει (βλ. για παράδειγμα Christensen & Jensen, 2012· Sen et al.,
2009), η ανάπτυξη μεθοδολογικών πρακτικών μπορεί να οδηγήσει τόσο σε θεωρητική όσο και σε μεθοδολογική
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
119
καινοτομία στην έρευνα πάνω στις σπουδές αναπηρίας. Νεότερες μελέτες έχουν επιχειρήσει να γεφυρώσουν
το κενό ανάμεσα στην έννοια της διαθεματικότητας και την πρακτική της εφαρμογή μέσω της εγκαθίδρυσης
μιας συγκεκριμένης μεθοδολογικής προσέγγισης (Schudde, 2018· Abrams et al., 2020· Hancock, 2019· Rice,
et al., 2019· Haynes et al., 2020· Garneau, 2018).
Η πρακτική εφαρμογή της διαθεματικότητας για την παραγωγή έργων σε πνεύμα συνεργασίας και
συμπεριληπτικότητας έχει γίνει φανερή ήδη μέσα από ποικίλες μελέτες (Goodley, 2000· Walmsley & Johnson,
2003). Σε αυτή τη συμπεριληπτική προσέγγιση, η ερευνητική διαδικασία και οι μεθοδολογίες της πρέπει να
διασφαλίζουν ότι τα άτομα με αναπηρία, για τα οποία σχεδιάζεται η έρευνα, εμπλέκονται όχι απλώς ως
υποκείμενα της έρευνας, αλλά διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο ως ερευνητικά και συμμετέχοντα μέλη στην
έρευνα. Όταν γίνεται αναφορά στην έρευνα χωρίς αποκλεισμούς αυτή εκλαμβάνεται ως ένας όρος που
περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ερευνητικών προσεγγίσεων που παραδοσιακά έχουν χαρακτηριστεί
συμμετοχικές και συμπεριληπτικές (Walmsley, 2001). Στην έρευνα για τις σπουδές αναπηρίας, η ανάπτυξη της
έρευνας χωρίς αποκλεισμούς, όπου τα άτομα με αναπηρία συμμετέχουν ενεργά, είναι πλέον αρκετά
συνηθισμένη, ωστόσο ο αντίκτυπός της είναι σε αρκετές περιπτώσεις περιορισμένος (Walmsley, 2001). Δεν
έχουν λείψει οι επικριτές της ενταξιακής, συμπεριληπτικής προσέγγισης στην έρευνα. Αυτού του είδους η
έρευνα παρουσιάζει μια σειρά από ηθικές και μεθοδολογικές προκλήσεις, όπως το γεγονός ότι οι διαφορές
δυναμικότητας στις ερευνητικές σχέσεις είναι εύθραυστες, ότι η παροχή βήματος για να ακουστούν διάφορες
κοινωνικές ομάδες δεν μπορεί να οργανωθεί βεβιασμένα, ότι το συνερευνητικό κοινό με αναπηρία μπορεί να
νιώσει ότι αποξενώνεται από τη δική του ερευνητική διαδικασία, καθώς και το γεγονός ότι η γλώσσα και η
υποβολή εκθέσεων μπορεί να είναι αδιαφανείς τόσο για τους ερευνητές όσο και για τους συμμετέχοντες
(Goethals et al., 2015).
Εντούτοις, κατ’ αναλογία με τη βασική παραδοχή «Τίποτα για εμάς χωρίς εμάς» («Nothing About Us
Without Us») και τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, πρέπει να υπογραμμιστεί
η σημασία και η ανάγκη της συμμετοχής των ανάπηρων ατόμων στην έρευνα, προκειμένου η έρευνα να
παραμείνει σχετική με το αντικείμενο της, ακριβής και αντιπροσωπευτική, διασφαλίζοντας ότι η ανάλυση
βασίζεται στις βιωμένες εμπειρίες των συμμετεχόντων. Επιχειρείται η δημιουργία ενός διαλεκτικού χώρου με
όλα τα εμπλεκόμενα μέρη μέσω μιας διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης και συνεννόησης, όπου μπορεί να
σκεφτεί και να αλληλεπιδράσει το ένα άτομο με το άλλο ελεύθερα, κάνοντας έρευνα μαζί με τα άτομα με
αναπηρία και όχι πάνω σε αυτά ή για αυτά, καθώς και συνδιαμορφώνοντας μια έρευνα όπου τα άτομα δεν
αποξενώνονται από τη διαδικασία. Προωθείται η εμπλοκή των συμμετεχόντων ατόμων σε μια συζήτηση χωρίς
αποκλεισμούς για θέματα που τα αφορούν, δημιουργείται ένας παραγωγικός διάλογος για την ανάπτυξη της
θεωρίας και γίνεται σύνδεση με τη θεωρία της διαθεματικότητας, τις συμμετοχικές μεθόδους για την επίτευξη
κοινωνικής αλλαγής και την κριτική εμπλοκή με ζητήματα εξουσίας και διαρθρωτικών ανισοτήτων (KrumerNevo, 2009). Ειδικότερα, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά μιας διαθεματικής προοπτικής και ένα από τα
κεντρικά θέματα στην προσέγγιση χωρίς αποκλεισμούς, είναι ότι περιλαμβάνει τη δημιουργία στρατηγικών
συμμαχιών για την άμβλυνση του κοινωνικού αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης και της υποταγής στην
κυρίαρχη εξουσία (Hankivsky et al., 2010). Μέσω μιας συνεργατικής άρθρωσης εμπειριών και ακολουθώντας
το ένα άτομο τα βήματα του άλλου, τα συμμετέχοντα άτομα και το ερευνητικό κοινό γνωρίζουν το ένα τα
ενδιαφέροντα του άλλου και αποκτούν μια πλουραλιστική εικόνα των νοημάτων, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν
νέα νοήματα. Ακόμη, στη διαθεματική προσέγγιση όλες οι μορφές γνώσης εκτιμώνται ως πηγές δεδομένων και
πληροφοριών. Σε γενικές γραμμές, αυτή η προσέγγιση προσφέρεται για μια εις βάθος διερεύνηση της
πολυπλοκότητας και των διασταυρώσεων της κοινωνικής ζωής των ατόμων. Επιτρέπει στη συζήτηση να
εισχωρήσει στην πραγματική ζωή, όπου οι ιδέες συζητούνται και δοκιμάζονται σε σχέση με ό,τι συμβαίνει
πραγματικά και γίνεται κατανοητό ως βίωμα (Fine, 2007· Kemmis & McTaggart, 2008).
Στον αντίποδα των πολλαπλών διακρίσεων (multiple discrimination) που μπορεί να βιώνει ένα άτομο
βάσει των πολλαπλών ταυτοτήτων του (π.χ. προσφύγισσα ανάπηρη τρανς γυναίκα), τίθεται η προσέγγιση αντιδιάκρισης (anti-discrimination), χωρίς αποκλεισμούς (Bielefeldt, 2007), η οποία αποτελεί κύριο κομμάτι της
διαθεματικής προοπτικής. Είναι το κλειδί για την ανάπτυξη μιας πλήρως διαφοροποιημένης ιστορίας και
διαρρηγνύει την απόσταση μεταξύ εκείνων που χαρακτηρίζονται και κατηγοριοποιούνται ως «αυτοί» ή «εμείς»,
γεγονός που οδηγεί αυτόματα σε έναν κοινό ακτιβισμό και μια στάση αντίστασης προκειμένου να καλλιεργηθεί
η επιθυμητή κοινωνική αλλαγή. Η πεποίθηση ότι όλα τα άτομα που συμμετέχουν στην έρευνα έχουν πολύτιμες
γνώσεις να μεταδώσουν με βάση τα προσωπικά τους βιώματα και εμπειρίες οδηγεί σε διαφορετικές
συνεργατικές μεθόδους, όπως η διοργάνωση ημερών προβολής και συμμετοχικής ανάλυσης δεδομένων, η
120
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
επεξεργασία του υλικού σε στενή συνεργασία με τα άτομα που συμμετέχουν, η έναρξη λειτουργίας ενός
δικτυακού τόπου με προσβάσιμο ερευνητικό υλικό και αναφορές, η συμμετοχή εκπροσώπων με αναπηρία στη
συμβουλευτική επιτροπή έρευνας, αλλά, πάνω απ’ όλα, ο συνεχής διάλογος και οι εντατικές και στενές σχέσεις
συνεργασίας μεταξύ του ερευνητικού προσωπικού και των ατόμων που συμμετέχουν, όπου ανταλλάσσονται
απόψεις, προσεγγίσεις και εμπειρίες. Η συμμετοχή στις ημέρες προβολής θεωρείται ότι αποτελεί ένα σημαντικό
σημείο για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής συμμετοχής και του διαλόγου στο πλαίσιο του ερευνητικού
έργου. Αυτός ο διάλογος και η ακρόαση μετουσιώνει το γνωστό σε άγνωστο και ανοίγει νέους δρόμους γνώσης
και ύπαρξης (Davies, 2014). Η έρευνα μπορεί να ωφεληθεί πάρα πολύ από τη συνεργατική ανάλυση και τον
συνεχή διάλογο με τα άτομα που συμμετέχουν, καθώς εξασφαλίζεται ο σεβασμός στη φωνή όσων συμμετέχουν
και δίδεται νόημα στα ευρήματα της έρευνας (Goethals et al., 2015). Συνοψίζοντας, οι διαθεματικές μελέτες
για την αναπηρία ωφελούνται από μια προσέγγιση χωρίς αποκλεισμούς στην έρευνα, καθώς αυτή δίνει την
εικόνα της πολυπλοκότητας και της πολυεπίπεδης ζωής των ατόμων που συμμετέχουν επιτρέποντας την εις
βάθος μελέτη των μοναδικών, προσωπικών κοινωνικών θέσεων και εμπειριών των ατόμων αναφορικά με την
εξουσία και τα προνόμια.
Με τον όρο «αναστοχαστικότητα» νοείται η εξιστόρηση των βιωμένων εμπειριών και των πολλαπλών
διασταυρώσεων μέσα από ατομικές και συλλογικές αφηγήσεις μαζί με την αναγνώριση των προσωπικών
θέσεων, εμπειριών και ρόλων του ερευνητικού προσωπικού. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι ιστορίες των
βιωμένων εμπειριών τόσο του υποκειμένου όσο και του ερευνητικού προσωπικού συνδιαμορφώνονται και
διαπραγματεύονται με τα εμπλεκόμενα άτομα λειτουργώντας ως μέσο καταγραφής των πολύπλοκων,
πολυεπίπεδων και διαφοροποιημένων κατανοήσεων. Η στρατηγική σημασία αυτών των προσεγγίσεων της
βιωμένης εμπειρίας έχει ήδη αναγνωριστεί στην έρευνα για τις σπουδές αναπηρίας (Atkinson, 1997· Booth &
Booth, 1996). Ένα κορυφαίο ζήτημα των σπουδών αναπηρίας έγκειται στην αποτύπωση και την πλήρη
συμπερίληψη των φωνών των ατόμων με αναπηρία, όπως και στον τρόπο παροχής ευκαιριών ώστε να
ακουστούν οι παραδοσιακά περιθωριοποιημένες ομάδες (Ashby, 2011· Barton, 2005· Garland-Thomson, 2005·
Goodley & Van Hove, 2005). Μαζί με τους προβληματισμούς του ερευνητικού προσωπικού σχετικά με το πώς
οι δικές τους αφηγήσεις δομούνται σε σχέση τόσο με την έρευνα όσο και με το υποκείμενο αυτής, η
αναστοχαστική προσέγγιση έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης για τις έρευνες στις σπουδές αναπηρίας, καθώς
τα θετικιστικά ερευνητικά μοντέλα τίθενται υπό αμφισβήτηση (Rinaldi, 2013· Crooks et al., 2012).
Ο Rinaldi (2013), αναφέρει ότι η αναστοχαστική ενασχόληση με τις διάφορες προσεγγίσεις και
τοποθετήσεις και το πώς αυτές επηρεάζουν την παραγωγή της γνώσης μπορεί να είναι ιδιαίτερα επωφελής για
τις σπουδές αναπηρίας, βοηθώντας στη μετατόπιση του επιστημονικού παραδείγματος από την έρευνα για τα
άτομα με αναπηρία στην έρευνα από και για τα άτομα με αναπηρία. Όπως πιστεύει ο Cole (2009), η διαθεματική
θεωρία μπορεί να παράσχει σημαντική θεωρητική υποστήριξη για μεθοδολογικές προσεγγίσεις όπως η
αναστοχαστική, οι οποίες επιτρέπουν τη διερεύνηση πολλαπλών ατομικών εμπειριών, διαφορετικών
συνδέσεων, νέων ερωτημάτων και εναλλακτικών κατανοήσεων. Εν τω μεταξύ, η εξιστόρηση των βιωμένων
εμπειριών μπορεί συχνά να φωτίσει κρυμμένες πολυπλοκότητες και να ακυρώσει απλουστευτικές δυαδικές και
ουσιοκρατικές γενικεύσεις. Οι Elliot (1991) και Titchkosky (2007) υποστηρίζουν ότι οι βιωμένες εμπειρίες
έχουν τη δύναμη να διαταράσσουν τις κυρίαρχες κανονιστικές και με αυτό τον τρόπο μπορούν να φωτίσουν
την ενσώματη πραγματικότητα και την πολυπλοκότητα της εμπειρίας της αναπηρίας εν αντιθέσει με τα
θετικιστικά και τα κυρίαρχα βιολογικά μοντέλα της αναπηρίας. Με αφετηρία τις προσωπικές εμπειρίες, ο Hearn
(2011) στη μελέτη του για τους άνδρες, πρότεινε ότι είναι απαραίτητο «να πάμε πέρα από τον ανδρισμό στους
ίδιους τους άνδρες», δηλαδή να δοθεί χώρος για ενσώματες πραγματικότητες και εμπειρίες αντί να εκκινεί η
έρευνα από τη θέση που κατέχουν τα υποκείμενά της. Επίσης, η Butler (2011) αναφέρει ότι πρέπει να υπάρξει
μια διάκριση μεταξύ υποκειμένων και ατόμων, καθώς οι ενσώματες εμπειρίες των πραγματικών ατόμων που
λαμβάνουν θέσεις υποκειμένου είναι πολύ πιο πολύπλοκες από τις κοινωνικές κατασκευές (βλ., επίσης, Villa,
(2011), «Embodiment Is Always More»).
Οι διαφορετικές ιστορίες προσφέρουν δεδομένα τα οποία είναι ανοιχτά σε διαφορετικές αναγνώσεις
και ερμηνείες υποδηλώνοντας τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους η αναπηρία και άλλοι άξονες
διαφορετικότητας μπορεί να αλληλεπιδρούν. Εξάλλου, εκτός από τις διαφορές μεταξύ των ομάδων, η
εξιστόρηση των βιωμένων εμπειριών λαμβάνει υπόψη τις ενδοομαδικές διαφορές, ένα σημαντικό
χαρακτηριστικό της διαθεματικότητας (Crenshaw, 1991, σ. 1242). Αυτές οι αφηγήσεις είναι χρήσιμες για τη
διεκδίκηση των εξιστορήσεων των ανάπηρων ατόμων και την ανάδειξή τους ως κατάλληλο ερευνητικό υλικό.
Ακόμη, επιτρέπουν τη διαφοροποίηση μεταξύ αυτών των εμπειριών χωρίς την προβληματική έμφαση στην
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
121
καθολικότητα. Έχει διαπιστωθεί ότι ένας καλύτερος τρόπος για να προσεγγιστούν οι υποκείμενες δυναμικές
εξουσίας που συμβάλλουν στα πρότυπα κυριαρχίας, καταπίεσης και προνομίων είναι να τεθούν ανοιχτά
ερωτήματα σε διαφορετικές πτυχές της κοινωνικής ζωής. Με αυτό τον τρόπο λαμβάνονται πλούσιες
πληροφορίες σχετικά με την υποκειμενικότητα και το πλαίσιο των σχέσεων εξουσίας (Goethals et al., 2015).
Είναι σημαντική η ποιοτική στάση του ερευνητικού προσωπικού προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι
πολυπλοκότητες της διαθεματικότητας (Bowleg, 2008). Έχουν αναπτυχθεί, επίσης, ιδέες για τη διεξαγωγή
διαθεματικών συνεντεύξεων και φάνηκε ότι:
η μέθοδος της φεμινιστικής συνέντευξης εις βάθος ενθάρρυνε τα άτομα να εξηγήσουν πώς έβλεπαν τις
συνθήκες διαβίωσής τους, να ορίσουν τα ζητήματα με τους δικούς τους όρους, να προσδιορίσουν τις
διαδικασίες που οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα και να ερμηνεύσουν το νόημα της ζωής τους
για το ερευνητικό προσωπικό (Cuádraz & Uttal, 1999, σ. 160).
Ακόμη είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι τα αφηγηματικά σενάρια που είναι διαθέσιμα για τις διαφορετικές
συλλογικές ταυτότητες τροποποιούν το ένα το άλλο και παράγουν μια μοναδική ιστορία ζωής. Ο Prins
υποστηρίζει περαιτέρω ότι οι αφηγήσεις μας λένε πώς οι άνθρωποι αντλούν από διαφορετικές κατηγορίες στην
κατασκευή της ιστορίας της ζωής τους και αναδεικνύεται η ταυτότητα ως μια αφήγηση στην οποία το άτομο
έχει μεν πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά ταυτόχρονα γράφει και το σενάριο (Prins, 2006, σ. 281). Είναι σημαντικό
να αναφερθεί ότι η αναστοχαστικότητα συνεπάγεται:
μια κριτική συνείδηση των λόγων που μας κρατούν στη θέση μας, δηλαδή μια ικανότητα να
αποστασιοποιούμαστε από αυτούς ενώ την ίδια στιγμή αυτοί οι λόγοι είναι που μας συγκροτούν, ήτοι
μια ικανότητα να βλέπουμε το έργο που επιτελούν και να αμφισβητούμε τα αποτελέσματά τους, την
ίδια στιγμή που ζούμε αυτά τα αποτελέσματα (Davies & Gannon, 2006, σ. 380).
Επιπλέον, οι αφηγήσεις καταδεικνύουν τη δύναμή τους διότι:
προκρίνουν τις φωνές της καθημερινής ζωής έναντι των προκατασκευασμένων θεωρητικών γνώσεων
της προοπτικής του ερευνητικού προσωπικού, καθώς αυτό το ερευνητικό προσωπικό δεν οργανώνει
τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο που τον οργανώνουν τα υποκείμενα της έρευνας (Cuádraz & Uttal, 1999,
σ. 168).
Συνοπτικά, πρέπει να υπογραμμιστεί για ακόμη μία φορά η σημασία της αναστοχαστικότητας στην έρευνα, η
σημασία των αφηγήσεων και της ανάλυσης της καθημερινής ζωής. Η υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης ως
αφετηρία για την έρευνα μπορεί να ενισχύσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη διαθεματικότητα στις μελέτες
αναπηρίας. Μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο για την αποκάλυψη θέσεων και να δομήσει μια πιο προσεκτική
αναπαράσταση της πραγματικότητας, η οποία δεν νοείται πλέον ως αντικειμενική, θετικιστική αλήθεια.
Οι σπουδές αναπηρίας υποστηρίζουν μια προσέγγιση που έρχεται σε αντίθεση με την ουσιοκρατική
και αυτή είναι πολύ σημαντική γιατί προσφέρει μια διαφορετική οπτική ως προς την έννοια της αναπηρίας και
δίνει το πλαίσιο για την κατανόηση της κοινωνικής κατασκευής των ανθρώπινων διαφορών (Danforth & Gabel,
2007). Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, η ετικέτα της αναπηρίας χρησίμευσε ως σύμβολο
αποκλεισμού και ως μια παθολογική κατηγορία, σύμφωνα με την οποία προκοινωνικές βιολογικές διαφορές
προτείνονται για να διαχωρίσουν τα ανάπηρα άτομα από τα κανονικά ή φυσιολογικά. Κατά την άποψη αυτή,
οι κοινωνικές κατηγορίες και οι διχοτομήσεις (ανάπηρο/μη ανάπηρο, φυσιολογικό/αφύσικο) γίνονται
αντιληπτές ως πραγματικές και σταθερές (Price & Shildrickn, 1998· Corker & French, 1999· Corker &
Shakespeare, 2002). Η προοπτική που αντιτίθεται σε αυτή την ουσιοκρατική άποψη, μπορεί να ρίξει νέο φως
στον τρόπο με τον οποίο οι θεσμοί και το ερευνητικό προσωπικό χρησιμοποιούν την παραδοσιακή
ελλειμματική και ντετερμινιστική προσέγγιση για να διαμορφώσουν τις αλληλεπιδράσεις και τις παραδοσιακές
παραμέτρους στη θεωρητικοποίηση της αναπηρίας. Στο πλαίσιο της προοπτικής αυτής:
η θεωρία της αναπηρίας επικεντρώνεται στην εξέταση των πολιτισμικών κατηγοριών, των λόγων, της
γλώσσας και των πρακτικών στις οποίες η «αναπηρία», η «βλάβη» και το «να είσαι φυσιολογικός»
122
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
δημιουργούνται μέσω της κοινωνικής τους επιτέλεσης και στην εξουσία που αυτές οι κατηγορίες έχουν
στην κατασκευή υποκειμενικοτήτων και ταυτοτήτων του εαυτού και των άλλων (Thomas, 2004, σ. 36).
Η θεωρία περί ριζώματος των Deleuze και Guattari μπορεί να μας προσφέρει τόσο ένα πλαίσιο όσο και
μια μεταφορά για το πεδίο των σπουδών που αντιτίθενται στην ουσιοκρατική προσέγγιση, καθώς αναφέρουν
ότι «σε αντίθεση με τα δέντρα ή τις ρίζες τους, το ρίζωμα συνδέει οποιοδήποτε σημείο με οποιοδήποτε άλλο
σημείο, δεν υπάρχουν σημεία ή θέσεις σε ένα ρίζωμα, όπως αυτές που συναντάμε σε μια δομή, ένα δέντρο ή
μια ρίζα. Υπάρχουν μόνο γραμμές» (Deleuze & Guattari, 1987, σ. 9). Αυτή η ιδέα ταιριάζει περισσότερο με
μια μεταμοντέρνα θεώρηση της πραγματικότητας. Εν αντιθέσει, η μοντερνική επιστημολογία μπορεί να
θεωρηθεί ως δέντρο με ρίζες. «Το δέντρο είναι ήδη η εικόνα του κόσμου, ή η ρίζα είναι η εικόνα του κόσμουδέντρου... Η δυαδική λογική είναι η πνευματική πραγματικότητα της ρίζας-δέντρου» (Deleuze & Guattari,
1987, σσ. 5-6). Το ρίζωμα, ωστόσο, ανοίγει νέους τρόπους προσέγγισης του τρόπου ζωής των ατόμων με
αναπηρία και της αναπηρίας ως λέξης και έννοιας. Μπορεί να στεγάσει μια μεγάλη ποικιλία εμπειριών και να
αποτελέσει ταυτόχρονα μια δομημένη θέση σε στιγμές επισφαλούς παραγωγικής ανισορροπίας (Kuppers,
2011). Ακολουθώντας τη διαθεματική προσέγγιση, είναι σημαντικό να μην γίνεται ουσιοκρατική θεώρηση μιας
ομάδας ή να υποτίθεται ότι όλα τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας μοιράζονται παρόμοιες εμπειρίες,
προσεγγίσεις και ανάγκες (Hankivsky & Cormier, 2009). Αντιθέτως, μια ουσιοκρατική προοπτική υποθέτει ότι
η εμπειρία του να είναι το άτομο μέλος μιας ομάδας αποτελεί μια σταθερή εμπειρία, με σαφές και σταθερό
μέσα στο χρόνο και τον χώρο νόημα, σε διαφορετικά ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά και προσωπικά πλαίσια
(Butler, 1990· Grillo, 2013). Επί παραδείγματι, η ομάδα «γυναίκες με αναπηρία» μπορεί να διαφέρει σημαντικά
ανάλογα με το εισόδημα, την εθνικότητα, τις θρησκευτικές απόψεις, την ηλικία και τη γεωγραφική θέση και,
κατά συνέπεια, μπορεί να έχει πολύ διαφορετικές εμπειρίες. Επιπρόσθετα, κοινωνικές κατηγορίες όπως η
αναπηρία, το φύλο, η ηλικία, η εθνικότητα, η τάξη, η γεωγραφική θέση κ.ο.κ. είναι ευέλικτες και ρευστές.
Σύμφωνα με τους Burgess-Proctor (2006) και Weber και Parra-Medina (2003) στη διαθεματική προσέγγιση
είναι εμφανές ότι οι κοινωνικές κατηγορίες είναι δυναμικές, ιστορικά θεμελιωμένες, κοινωνικά
κατασκευασμένες και λειτουργούν τόσο σε μικρο- όσο και σε μακρο-δομικά επίπεδα. Η μεταμοντέρνα
φεμινιστική θεωρία αναφέρεται σε αυτές τις κατηγορίες ως «επιτελεστικές» (Butler, 1990). Αυτές
αναδημιουργούνται ή ξαναγράφονται συνεχώς μέσω καθημερινών ενεργειών και αλληλεπιδράσεων.
Εντωμεταξύ, πολλές έρευνες προσπαθούν να διορθώσουν και να σταθεροποιήσουν αυτές τις κατηγορίες, για
παράδειγμα μέσω μιας γραμμικής ανάλυσης. Εντούτοις, οι κατηγορίες και οι ταυτότητες, όπως η αναπηρία,
είναι εγγενώς ασταθείς, δυναμικές και αλληλεπιδρούν με διάφορες άλλες διαδικασίες. Δεν είναι τόσο καθολικές
και διχοτομικές όσο ενδεχομένως να φαίνονται. Δημιουργούνται πάντοτε σε σχέση με, είναι διαχρονικές και
ταυτόχρονα συγκυριακές.
Επιπλέον, τα άτομα μιλούν από διαφορετικές θέσεις, αλλάζουν θέσεις ή συνδυάζουν διαφορετικές
θέσεις. Η αφήγηση της ιστορίας της ζωής κάποιου ατόμου συνίσταται επομένως στην ενορχήστρωση των
φωνών μέσα του που μιλούν από διαφορετικές θέσεις και στην προσαρμογή των αφηγήσεων για διαφορετικά
ακροατήρια (Buitelaar, 2006). Ως εκ τούτου, οι ανησυχίες των ατόμων με αναπηρία μπορούν να γίνουν ορθά
κατανοητές μόνο όταν τοποθετούνται μέσα σε ένα δυναμικό πλαίσιο σχέσεων και αλληλεπιδράσεων. Αυτό
ομοιάζει με τη διάκριση που κάνει ο Prins (2006), μεταξύ συστημικών και κατασκευαστικών ερμηνειών της
διαθεματικότητας. Η πρώτη ερμηνεία προϋποθέτει μια πιο ουσιοκρατική θεώρηση των κατηγοριών που
θεωρούνται στατικά και άκαμπτα συστήματα κυριαρχίας. Αντίθετα, η δεύτερη ερμηνεία υιοθετεί μια πιο
σχεσιακή και δυναμική θεώρηση της εξουσίας όπου η ταυτότητα δεν γίνεται αντιληπτή ως ζήτημα ονομασίας,
αλλά ως ζήτημα αφήγησης. Οι άνθρωποι είναι συν-συγγραφείς των ιστοριών της ζωής τους και οι θέσεις τους
δεν είναι στατικές ή δεδομένες, αλλά τόποι συνεχούς αγώνα και διαπραγμάτευσης. Ως εκ τούτου, η
εννοιολόγηση των κοινωνικών κατηγοριών περιλαμβάνει μια διαδικασία κατασκευής, αποδόμησης και
αναδόμησης (Staunæs, 2003) και ζητά έναν πιο ριζωματικό τρόπο σκέψης προκειμένου να αμφισβητηθεί η
πανταχού παρούσα αντίληψη που βλέπει τους ανθρώπους, την κοινωνία και τις έννοιες με γραμμικό δενδροειδή
τρόπο.
Η πολυπλοκότητα, η αβεβαιότητα και τα στρώματα των αντιφάσεων που αναδύονται όταν οι άνθρωποι
με αναπηρία αφηγούνται την εμπειρία τους οφείλει να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης. Οι πολλαπλές,
κατακερματισμένες και αντικρουόμενες εμπειρίες μπορεί να ανευρίσκονται σε ένα ευρύ φάσμα
παραδειγμάτων. Συνοψίζοντας, μια προσέγγιση που αντίκειται στην ουσιοκρατία είναι χρήσιμη όσον αφορά
την παροχή λεπτομερών αφηγήσεων και του πλαισίου μέσα στο οποίο απεικονίζονται οι πολύπλοκες
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
123
κοινωνικές σχέσεις, οι δυναμικές, οι πολλαπλές πραγματικότητες που συμβάλλουν στην κατανόηση όχι μόνο
των μη γραμμικών σχέσεων μεταξύ των εννοιών, αλλά και της δημιουργίας νοήματος και των διαδικασιών
πίσω από αυτές τις δυναμικές. Η προσέγγιση αυτή αμφισβητεί την ιδέα ότι ο κοινωνικός κόσμος χωρίζεται
ξεκάθαρα σε κατηγορίες και συμβάλλει στην αποδόμηση της ουσιοκρατικής εννοιολόγησης των «ατόμων με
αναπηρία» στις μελέτες για την αναπηρία. Βοηθά το ερευνητικό κοινό να εντοπίσει το πλήρες φάσμα των
αλληλένδετων παραγόντων που επηρεάζουν τις εμπειρίες των ατόμων με αναπηρία, όπως απαιτεί η διαθεματική
προσέγγιση (Goethals et al., 2015).
Η ανάγκη για διαθεματική έρευνα αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ούτως ώστε να
περιλαμβάνεται στις μελέτες όλο το φάσμα των εμπειριών και των προσεγγίσεων των διαφορετικών ατόμων
με αναπηρία. Το διαθεματικό αυτό πλαίσιο (Βλ. Εικόνα 3.2.1) παρέχει σημαντικές γνώσεις σχετικά με τους
τρόπους με τους οποίους η αναπηρία διασταυρώνεται με άλλες ταυτότητες, συμβάλλοντας σε μοναδικές
εμπειρίες. Μπορεί η γεφύρωση της θεωρίας και της μεθόδου να μην είναι ποτέ ένα εύκολο εγχείρημα, ωστόσο,
η προσπάθεια αυτή έχει μεγάλη αξία, διότι η θεωρία της διαθεματικότητας μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση
και τον αναστοχασμό πάνω σε γνώσεις που θεωρούνταν αυτονόητες και χρησιμοποιούνταν για να ενισχύσουν
τις ιεραρχικές δομές και τους αποκλεισμούς των μειονοτικών ομάδων. Μέσα από την επισκόπηση της
διαθεματικότητας ως μεθοδολογικού εργαλείου συμπερίληψης, αναστοχαστικότητας και αντι-ουσιοκρατικής
προσέγγισης γίνεται φανερή η χρησιμότητά του για τις μελέτες ατόμων με αναπηρία. Με τη χρήση αυτού του
εργαλείου αναδεικνύονται οι πολυπλοκότητες της καθημερινής ζωής, απορρίπτοντας τη διακριτότητα των
κοινωνικών κατηγοριών, καθώς αναγνωρίζεται η ετερογένεια των ατόμων με αναπηρία. Αμφισβητούνται οι
εννοιολογικές κατηγορίες «εμείς» και «αυτοί» και εξαλείφονται τα ανάλογα στερεότυπα. Ενθαρρύνεται «μια
διαλογική διαδικασία όπου τα άτομα που συμμετέχουν διαπραγματεύονται τα νοήματα στο επίπεδο της
υποβολής ερωτήσεων, της συλλογής δεδομένων και της ανάλυσης» και «ενθαρρύνονται τα άτομα που
συμμετέχουν να συνεργαστούν επί ίσοις όροις για την επίτευξη αμοιβαίας κατανόησης» (Bridges, 2001, σ.
382). Έτσι, γίνεται αναφορά στη φεμινιστική ανησυχία, η οποία έγκειται στην καταγραφή των πολλαπλών
προοπτικών, όπου ερευνητικό προσωπικό και συμμετέχον κοινό δημιουργούν σχέσεις και εμπλέκονται σε
εντατικές συναντήσεις για τις οποίες η εμπιστοσύνη, η ανοικτότητα, η συμμετοχικότητα και η σύνδεση
αποτελούν βασικές αξιακές έννοιες (Tillman-Healy, 2003). Επιπλέον, οι τρεις πτυχές της διαθεματικότητας,
όπως παρουσιάζονται σε αυτό το σύντομο κείμενο, συνεπάγονται μια στάση θεμελιώδους μη γνώσης (Claes,
2014), μια στάση που μέσα από την αβεβαιότητα δημιουργεί χώρο για την πολυπλοκότητα και την ασάφεια,
μια «άγνοια που δεν δείχνει τον δρόμο, αλλά απευθύνει μόνο μια πρόσκληση να ξεκινήσει το ταξίδι» (Biesta,
1998, σ. 505). Η ιδέα του πειραματισμού αφορά αυτό που δεν είναι ακόμη γνωστό και απαιτεί περισσότερα
από την απλή αναγνώριση ή την αναπαράσταση της αλήθειας (De Schauwer, 2011). Αυτό το γίγνεσθαι
στηρίζεται στην ικανότητα να αποδεσμεύεται το άτομο από σταθερές ταυτότητες και μοτίβα, να είναι ανοικτό
σε ό,τι δεν του είναι ακόμη γνωστό (Deleuze, 1994).
124
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.2.1 Το υλικό αντλήθηκε από: https://www.flickr.com/photos/182229932@N07/48479969727
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
125
Crip θεωρία
Αφού έχουν ήδη ειπωθεί κάποια πράγματα για τη διαθεματικότητα, σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει λόγος
για την έννοια του «crip» (κριπ) και να γίνει ο απαραίτητος συσχετισμός με αυτή του «queer». Η Carrie Sandahl
εξηγεί ότι η έννοια «crip», μια έννοια η οποία, όπως και αυτή του «queer», διαθέτει μια μακρά ιστορία
υποτιμητικής χρήσης, «είναι ρευστή και διαρκώς μεταβαλλόμενη, διεκδικούμενη από εκείνους που αρχικά δεν
την όριζαν» (Sandahl, 2003). Συνεχίζει, λέγοντας ότι:
ο όρος crip, έχει επεκταθεί για να συμπεριλάβει όχι μόνο όσα άτομα έχουν σωματικές βλάβες, αλλά
και όσα έχουν αισθητηριακές ή διανοητικές βλάβες. Αν και δεν έχω ακούσει ποτέ ένα άτομο χωρίς
αναπηρία να ισχυρίζεται σοβαρά ότι είναι crip (όπως τα ετεροφυλόφιλα έχουν ισχυριστεί ότι είναι
queer), δεν θα με εξέπληττε αυτό πρακτικά. Η ρευστότητα και των δύο όρων καθιστά πιθανή τη
διάλυση των ορίων τους (Sandahl, 2003).
Ο Robert McRuer στο βιβλίο του Crip Theory βασίζεται στο έργο της Sandahl και συγκρίνει δύο διαφορετικές
καταστάσεις μέσα από δύο διαφορετικά, αλλά σε κοντινή σχετικά απόσταση, μέρη των ΗΠΑ προκειμένου να
δείξει πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει η θεωρία του crip, ή τι μπορεί να σημαίνει να είναι κανείς crip
(McRuer, 2006, σ. 34). Αφενός, κοιτά την κατασκευή και την αποτύπωση της αναπηρίας στο Μαλιμπού, που
χρησιμοποιείται ως ο τόπος όπου αναδύεται μια κριτική στάση απέναντι στις σπουδές αναπηρίας οι οποίες
εστιάζουν στην ίδια την εικόνα της αναπηρίας και όχι τόσο στον τόπο εντός του οποίου παράγονται η εικόνα
και οι ταυτότητες που συνδέονται με την αναπηρία. Αφετέρου, εστιάζει στο νοτιο-κεντρικό Λος Άντζελες όπου
οι διαφορές και η τοπικότητα των crip ταυτοτήτων και πρακτικών έχει δεσπόζουσα σημασία και λαμβάνεται
σοβαρά υπόψη κατά την κατασκευή αυτών των ταυτοτήτων. Αυτή η κατασκευή γίνεται αντιληπτή ως μια
σύνθετη και αντιφατική, πολλές φορές, διαδικασία, η οποία λαμβάνει πάντα χώρα σε κάποιον συγκεκριμένο
τόπο. Η επιλογή του Μαλιμπού συμβολίζει τόσο την κυριολεκτική τοποθεσία όσο και την κοινωνία του
θεάματος, έναν μυθικό τόπο άφιξης στον οποίο όσα άτομα φτάνουν τα έχουν φαινομενικά καταφέρει στη ζωή
τους και έχουν πλήρη επίγνωση της ταυτότητάς τους. Αντιθέτως, το νοτιο-κεντρικό Λος Άντζελες είναι ένας
τόπος απομάκρυνσης και αναβαλλόμενων ή πολλές φορές ακυρωμένων ονείρων. Εκεί έχει ενδιαφέρον η
συμπαραγωγή των ταυτοτήτων crip σε άτομα που συνδέονται περισσότερο με τη συγκεκριμένη τοποθεσία,
όπως σε νέους Αφροαμερικανούς άνδρες που είναι μέλη συμμοριών crip. Φαίνεται ότι σε αυτή την περίπτωση
η αναπηρία λειτουργεί σε σχέση τόσο με την υλική πραγματικότητα (την οικονομική/περιουσιακή κατάσταση
του ατόμου και το περιβάλλον στο οποίο ζει) όσο και με την ιστορία αυτών των ατόμων και με αυτό τον τρόπο
συμπαράγεται η έννοια του crip. Ο McRuer χρησιμοποιεί τη φράση «coming out crip» κατ’ αναλογίαν του
γνωστού coming out για τα ομοφυλόφιλα άτομα προκειμένου να αναδείξει το πώς είναι να γίνεται ορατή η
αναπηρική ταυτότητα του ατόμου και το πώς αναδύεται η διαθεματικότητα αυτής της ταυτότητας (Mc Ruer,
2006, σσ. 34-35). Επί παραδείγματι, στην περίπτωση του coming out crip στο νοτιο-κεντρικό Λος Άντζελες
δύναται να συνυπάρχουν στην ταυτότητα του ατόμου τόσο η αναπηρία, το σκούρο δέρμα-η αφρικανική
καταγωγή όσο και το queer. Στη συνέχεια του βιβλίου του, παρουσιάζει μια σύντομη queercrip ιστορία, η οποία
αναδεικνύει την ανάγκη μιας crip θεωρίας και της ανάδειξης της διαθεματικότητας μέσω της σχέσης φύλου και
αναπηρίας.
Μέσα από τη συζήτηση για την έννοια του crip για την οποία έγινε μια μικρή νύξη παραπάνω, ο
McRuer καταλήγει σε κάποια βασικά στοιχεία που έχει ή θα έπρεπε να έχει η θεωρία crip. Αυτά περιλαμβάνουν
τη διεκδίκηση της αναπηρίας και της πολιτικής ταυτότητας της αναπηρίας, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργείται ο
επαναπροσδιορισμός αυτής της πολιτικής ταυτότητας. Οι διαθεματικές και χωρικές αναλύσεις επιτρέπουν τη
λεπτομερή ανάλυση αυτής της ταυτότητας, θέτοντας παράλληλα το κριτικό υπόβαθρο για την αμφισβήτησή
της. Με άλλα λόγια, αναδεικνύουν τη ρευστότητα αυτής της ταυτότητας και φέρνουν στο φως τους ποικίλους
παράγοντες που οδηγούν στην παραγωγή της. Ακόμη, η crip θεωρία διεκδικεί, μέσα από την εστίαση σε
ζητήματα φύλου, την queer ιστορία του coming out, ενώ συγχρόνως συνομιλεί με τη μητρική κουλτούρα,
συμπεριλαμβανομένων των σπουδών αναπηρίας και του κινήματος για τα δικαιώματα των ατόμων με
αναπηρία. Μέσα από αυτή τη συνομιλία αναδεικνύεται το γεγονός ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, ένας
κόσμος προσβάσιμος σε όλα τα άτομα. Εντούτοις, αυτή η προσβασιμότητα πρέπει να γίνει κατανοητή στην
ολότητά της. Πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο οι τοπικές όσο και οι παγκόσμιες παράμετροι, τόσο το
συγκεκριμένο όσο και το γενικό. Ένας προσβάσιμος κόσμος σε όλα τα επίπεδα θα πρέπει να κατασκευαστεί σε
αντίθεση με τον νεοφιλελευθερισμό και με τις «κουλτούρες αναδιανομής προς τα πάνω» που επικρατούν τα
126
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
τελευταία χρόνια (Duggan, 2003, xvii). Επιπλέον, δίνοντας την απαραίτητη έμφαση στην ορατότητα της
αναπηρίας, η crip θεωρία οφείλει να επιμείνει στο γεγονός ότι ένας κόσμος με αναπηρία είναι εφικτός και να
ασκήσει την ανάλογη κριτική στην αδυναμία κατανόησης μιας τέτοιας προοπτικής από τα κινήματα ενάντια
στην παγκοσμιοποίηση, τα αριστερά, ακόμη και τα ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματα. Επειδή αυτά τα κινήματα έχουν στη
βάση τους απελευθερωτικά μοντέλα, συχνά νεοφιλελεύθερα, χρειάζονται την αναπηρία ως την πρώτη ύλη
ενάντια στην οποία θα δημιουργηθεί ο απελευθερωμένος επιθυμητός κόσμος που φαντάζονται (Snyder &
Mitchel, 2006). Αντίθετα, η κριτική crip θεωρία δείχνει ότι ένας κόσμος με αναπηρία είναι εφικτός αλλά και
επιθυμητός, καθώς προωθεί την έννοια μιας ανεκτικής κοινωνίας στα αγαθά της οποίας όλα τα άτομα έχουν
πρόσβαση. Τέλος, η crip θεωρία οφείλει να αναδείξει τη συμπαραγωγή των crip ταυτοτήτων μέσα από την
ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο συλλαμβάνεται και πραγματώνεται η ατομική/ιδιωτικοποιημένη έναντι της
δημόσιας κουλτούρας ικανότητας ή αναπηρίας. Πρέπει να δείξει πώς αυτή η κουλτούρα πραγματώνεται σε
συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και πώς αυτές οι ατομικές εκφάνσεις της κουλτούρας ικανότητας ή αναπηρίας
οδηγούν στη συμπαραγωγή της κοινωνικής αποτύπωσης του φαινομένου. Με αυτό τον τρόπο έρχονται στο φως
οι πολιτισμικές, γεωγραφικές και άλλες ανισότητες που προκύπτουν και χαράσσονται πάνω σε σώματα που
χαρακτηρίζονται από διαφορές φυλής, τάξης, φύλου και ικανοτήτων. Μέχρι ένας άλλος κόσμος, ένας κόσμος
προσβασιμότητας για όλα τα άτομα, να είναι εφικτός, οι τόποι ή οι τοποθεσίες όπου αναδύονται οι ταυτότητες
της αναπηρίας θα είναι πάντα υπό αμφισβήτηση και θα μετασχηματίζονται συνεχώς, διατηρώντας πάντοτε στον
νου το γεγονός ότι το ποιοι είμαστε ή θα μπορούσαμε να είμαστε μπορεί να έχει νόημα μόνο σε σχέση με το
ποιοι δεν είμαστε, ή δεν έχουμε γίνει ακόμα (Mc Ruer, 2006, σσ. 71-72).
Όπως ισχυρίζεται ο McRuer, η crip θεωρία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα σώμα σκέψης, ή ως
μια σκέψη για τα σώματα, που επιτρέπει ισχυρισμούς όπως ο ακόλουθος: αν δεν μπορείς να διανοηθείς να
ταυτίζεσαι με ή ως Βραζιλιάνος, γκέι, μετανάστης εργάτης με σκλήρυνση κατά πλάκας, τότε δεν έχεις
παρακολουθήσει τον τρόπο με τον οποίο τα σώματα και οι τοπικότητες πραγματώνονται υλικά στις σύγχρονες
κοινωνίες αναδιανομής προς τα πάνω στις οποίες κατοικούμε. Συνεχίζει λέγοντας ότι πιστεύει πως τέτοιες
ταυτοποιήσεις, όσο απίθανες κι αν φαίνονται, όπως και οι κουλτούρες αναδιανομής προς τα κάτω (επί
παραδείγματι, queer και ανάπηρα άτομα) παραμένουν στη σφαίρα του δυνατού (Mc Ruer, 2006, σ. 76).
Η αξία της χρήσης της crip θεωρίας ως μεθοδολογικού εργαλείου για τις αναλύσεις των κοινωνικών
επιστημών έχει επισημανθεί στη βιβλιογραφία (Mery Karlsson & Rydström, 2023). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί
με επιτυχία σε διαθεματικές σπουδές, σε σπουδές φύλου και αναπηρίας, αλλά και αλλού. Η crip θεωρία μπορεί
να είναι χρήσιμη για την απόρριψη των ιεραρχικών δυαδισμών που υπάρχουν στις γλώσσες, για τη διεκδίκηση
του δικαιώματος στην προσωπική ονοματοδοσία, για την αποσταθεροποίηση των κατηγοριών περί διακρίσεων
απέναντι σε άτομα με αναπηρία, για την άρση της κανονιστικότητας, για την αποκάλυψη του διακρίσεων κατά
ατόμων με αναπηρία και την ενίσχυση της πολιτικής σημασίας της έρευνας και του ακτιβισμού των κοινωνικών
επιστημών. Αυτή η θεωρία μπορεί να διευρύνει το πεδίο των σπουδών φύλου και της φεμινιστικής έρευνας
ώστε να εμβαθύνει στην κατανόηση της συλλογιστικής περί ανεκτικότητας. Ακόμη, δύναται να αναπτυχθούν
crip επιστημολογίες ικανές να δώσουν νέες προοπτικές στις θέσεις της φεμινιστικής θεωρίας και να
αντιμετωπιστεί, ίσως, η ιδεολογική οπισθοδρόμηση που εμφανίζεται όταν αυτές οι θεωρίες αφήνουν κατά
μέρος το ζήτημα της αναπηρίας, όπως και να μειωθεί το ανθρώπινο κόστος των σύγχρονων πολιτικών λιτότητας
που εστιάζουν στη διατήρηση του status quo, αλλά και της επέλασης των ακροδεξιών κινημάτων που έχουν
στον πυρήνα τους έναν κόσμο χωρίς αναπηρία (Mery Karlsson & Rydström, 2023).
Μια πρακτική εφαρμογή της crip θεωρίας ως μεθοδολογικού εργαλείου μπορεί να γίνει στην πρόσφατη
εμπειρία της πανδημίας COVID-19. Προσφέρεται για μια κριτική ανάλυση των εκκλήσεων για επιστροφή στην
κανονικότητα, καθώς δίνει το απαραίτητο θεωρητικό πλαίσιο για την αμφισβήτηση των τρόπων με τους
οποίους δημιουργείται αυτός ο προσανατολισμός προς την κανονικότητα. Η έκτακτη κατάσταση τον καιρό της
πανδημίας ανέδειξε την επιθυμία για επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά θα πρέπει να διερευνηθεί για ποια
κανονικότητα γίνεται λόγος. Η Karmiris εξερευνά τη σύνθεση αυτής της κανονικότητας στο πλαίσιο της
πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Χρησιμοποιώντας την crip θεωρία καθώς και crip επιστημολογίες, συνθέτει αυτή
την κανονικότητα, την έννοια του φυσιολογικού και το κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο καλούμαστε να
επιστρέψουμε μετά την πανδημία. Αυτή η κανονικότητα ταυτίζεται με τη μυθική λευκή, αρσενική, αρτιμελή,
μεσοαστική, ετεροκανονική φιγούρα που παραμένει ηγεμονική, αν και δέχεται έντονη αντίσταση, αμφισβήτηση
και κριτική από τις κριτικές σπουδές αναπηρίας (Karmiris, 2022). Όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, οι
εκκλήσεις για επιστροφή στην κανονικότητα εμπλέκονται σε μια επίμονη προσπάθεια διαγραφής και
αποκλεισμού των παιδιών και των νέων με αναπηρία από μια δυνητικά μετασχηματιστική και αναγκαία
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
127
συζήτηση για το πώς θα ήταν δυνατή η επιδίωξη εννοιολογήσεων και πραγματώσεων της συμπερίληψης αυτών
πέρα από την τρέχουσα προσκόλλησή σε κανονιστικούς νεοφιλελεύθερους σκοπούς και στόχους (Karmiris,
2022). Οι crip επιστημολογίες είναι ικανές να διευρύνουν τον ορίζονται της παραγωγής γνώσης και ως εκ
τούτου να θέσουν υπό αμφισβήτηση την κανονικότητα και, ακολούθως, το πρόταγμα επιστροφής σε αυτήν.
Συνοψίζοντας, η crip θεωρία (Βλ. Εικόνα 3.2.2) αποτελεί κομβικό σημείο στις σπουδές αναπηρίας και,
φυσικά, στη μελέτη της διαθεματικής αναπηρίας. Η σύνδεση του queer με το crip μέσα σε αυτό το πλαίσιο
αναδεικνύει την ανάγκη ορατότητας των πολλαπλών ταυτοτήτων που ενδεχομένως να συνυπάρχουν στο ίδιο
άτομο. Άλλωστε, η επιλογή των πολλαπλών ταυτοτήτων του ατόμου αποτελεί μέρος του τρόπου με τον οποίο
προσδιορίζεται το άτομο. Το παραπάνω συμφωνεί με τη θεωρία του αυτοπροσδιορισμού και τη σημαντικότητα
της εφαρμογής της στο πλαίσιο της ενίσχυσης της φωνής των ίδιων των ανάπηρων ατόμων όσον αφορά τις
ζωές τους (Sprague & Hayes, 2000). Η σύνδεση του queer με το crip αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο, με
διαδεδομένη χρήση στη διεθνή βιβλιογραφία τα τελευταία χρόνια, το οποίο είναι ικανό να ενισχύσει τις
αναλύσεις στις σπουδές φύλου και να θέσει τις βάσεις για μια συνολική επισκόπηση των ζητημάτων που
ανακύπτουν μέσα από μια κριτική ανάλυση της διαφορετικότητας και των ποικίλων πτυχών αυτής.
Ταυτόχρονα, αναδεικνύει το συγκεκριμένο, την τοπικότητα του crip βιώματος, και ενισχύει την παραγωγή
γνώσης σχετικά με το πώς είναι να είναι το άτομο crip, σχετικά με τον τρόπο δημιουργίας μιας ατομικής
ταυτότητας με ορατή την κατηγορία της αναπηρίας.
Εικόνα 3.2.2 Δημιουργία των συγγραφέων με το λογισμικό WordArt, https://wordart.com/edit/m7nghfdb353r
3.2.3 Διαθεματική αναπηρία στα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης
Σχετικά με τη διαθεματική αναπηρία, υπάρχουν πολλές ιστορίες γυναικών με αναπηρία κυρίως στο διαδίκτυο
όπου δίνουν πληροφορίες σχετικά με τη ζωή τους στην Ελλάδα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Το 2022,
3 γυναίκες μιλούν στο Bovary (Βλ. Εικόνες 3.2.3) για το πώς είναι να ζουν με αναπηρία στην Ελλάδα 46. Η
Ιωάννα-Μαρία Γκέρτσου αναφέρει πως:
Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζει μια γυναίκα με αναπηρία στην Ελλάδα είναι ο στιγματισμός
κι ο αποκλεισμός που προκαλεί η διττή αυτή ταυτότητα: της ανάπηρης γυναίκας. Οι πιθανότητες
κακοποίησης, ανεργίας, στέρησης της μόρφωσης και της εκπαίδευσης ως προς την υγιεινή, καθώς και
της πρόσβασης σε ιατρική περίθαλψη –ειδικά για όσες έχουν βαριές βλάβες– είναι διπλάσιες στις
46
Βλ. https://www.bovary.gr/faces/oramatistes/gynaikes-me-anapiria-stin-ellada
128
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
ανάπηρες από ότι στις μη ανάπηρες γυναίκες. Δύσκολες καταστάσεις, όπως π.χ. η σωματική ή η
σεξουαλική κακοποίηση είναι συνήθως χρόνιες και δεν τις μαθαίνουμε ποτέ, αφού συμβαίνουν «πίσω
από κλειστές πόρτες». Ακόμα κι αν κάποια περίπτωση βγει στο φως της δημοσιότητας δεν υπάρχουν
π.χ. ειδικά διαμορφωμένοι, προσβάσιμοι ξενώνες για ανάπηρες γυναίκες.
Προσθέτει ότι άλλο ένα βασικό θέμα είναι πως:
οι ανάπηροι και οι ανάπηρες μεγαλώνουμε δίχως να έχουμε την πλήρη ελευθερία και μια αυθεντική
αλληλεπίδραση αρχικά με την οικογένειά μας, ώστε να αυτονομηθούμε και να αναγνωρίσουμε τους
εαυτούς μας, τις προτιμήσεις μας, τις αδυναμίες και τα προβλήματά μας. Γι’ αυτό και παγκοσμίως είναι
ελάχιστοι/ες οι ανάπηροι και οι ανάπηρες που γνωρίζουν και εκφράζουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα
ή/και τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Εξάλλου, έχουμε ανύπαρκτη σεξουαλική αγωγή στα
σχολεία.
Η Χρύσα Παυλή αναφέρει πως έχει αντιμετωπίσει bullying από παιδί μέχρι και στη δουλειά της:
Το έχω βιώσει στο δημοτικό και έντονα στο λύκειο όπου ήταν μεγάλος ο ανταγωνισμός. Επίσης έχω
δεχθεί bullying στη δουλειά από γονείς και ευτυχώς από ελάχιστους συναδέλφους, γιατί θεώρησαν ότι
λόγω της αναπηρίας μου δεν θα μπορούσα να ανταποκριθώ στον ρόλο μου ως δασκάλα.
Εικόνα 3.2.3 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.bovary.gr/faces/oramatistes/gynaikes-me-anapiria-stin-ellada
Αρκετές συνεντεύξεις γυναικών με αναπηρία εστιάζουν στο δικαίωμά τους στη σεξουαλική ζωή. Για
παράδειγμα, τέσσερις γυναίκες δίνουν συνεντεύξεις στην Άννα Κοκκόρη στη LIFO (Βλ. Εικόνες 3.2.4)47. H
Αλεξάνδρα Σταματοπούλου δηλώνει ότι θα ήθελε να αλλάξουν οι πεποιθήσεις που επικρατούν για τα άτομα με
αναπηρία στην Ελλάδα δηλαδή:
ότι οι άνθρωποι με αναπηρία, είναι τουλάχιστον αδύνατον να βγουν από το σπίτι, να εργαστούν, να
κάνουν οικογένεια και παιδιά. Έχω φίλους και φίλες με αναπηρία, που ήδη έχουν παιδιά και ζουν μια
φυσιολογική ζωή. Δεν τους εμποδίζει κάτι, πάρα μόνο η κριτική που δέχονται από παλαιών αρχών
πεποιθήσεις. Όμως και γι’ αυτό υπάρχει λύση. Είμαστε ο καθρέφτης μας. Εκπέμπουμε γύρω μας τον
φόβο και τις ενοχές των γύρω μας. Αν οι ίδιοι ήμασταν απελευθερωμένοι και δεν είχαμε τις συχνές
ερωτήσεις για τα πάντα που κάνουμε στην καθημερινότητα μας, δεν θα συζητήσουμε πλέον για τα
αυτονόητα. Επίσης θα ήθελα οι φορείς που ήδη υπάρχουν και ενημερώνουν για τον σεξουαλικό
47
Βλ. https://ampa.lifo.gr/gunaikes/tesseris-gynaikes-me-anapiria-miloyn-gia-to-dikaioma-toys-sti-sexoyaliki-zoi/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
129
προσανατολισμό των ατόμων με αναπηρία, να δείχνουν περισσότερες εναλλακτικές, και έτσι να μην
υπάρχει αποκλεισμός σε καμία κατηγορία παθήσεων, είτε εκ γενετής είτε επίκτητες.
Επίσης η Γεωργία Καλτσή αναφέρει πως: «οι αναπηρίες ποικίλουν και δεν είναι μόνο κινητικές ή νοητικές,
παρ’ όλα αυτά το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων με αναπηρία δε χρήζουν ειδικής μεταχείρισης στο σεξ ούτε
λεκτικά ούτε πρακτικά».
Εικόνα 3.2.4 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://ampa.lifo.gr/gunaikes/tesseris-gynaikes-me-anapiria-miloyn-gia-to-dikaioma-toys-sti-sexoyaliki-zoi/
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα άρθρο από το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων το οποίο αναφέρει
πως στο πλαίσιο της ημερίδας, με θέμα «Πρόληψη του Γυναικολογικού Καρκίνου στις Γυναίκες με
Αναπηρία»48, που διοργάνωσε η Αντιπεριφέρεια Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης της ΠΚΜ, σε
συνεργασία με τον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης (ΙΣΘ) ειπώθηκε πως το ποσοστό των γυναικών με αναπηρία
που κάνουν προληπτικές εξετάσεις για τον γυναικολογικό καρκίνο σε σύγκριση με τις άλλες γυναίκες είναι
σαφώς μικρότερο. Σύμφωνα με το άρθρο, «αυτό οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι έχουν να αντιμετωπίσουν
συνθήκες και δυσκολίες που αποτελούν εμπόδιο στο να κάνουν προληπτικές εξετάσεις όσο και στο γεγονός ότι
δεν τους αναγνωρίζονται δικαιώματα που έχουν να κάνουν με τη σεξουαλικότητά τους». Κατά τη διάρκεια της
ημερίδας, η ψυχολόγος Άννα Παπαχρήστου δήλωσε ότι:
Οι γυναίκες με αναπηρία είναι γυναίκες οι οποίες θεωρούνται μη σεξουαλικές από όλους μας. Αυτό
σημαίνει ότι δεν τους αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα για πράγματα που έχουν να κάνουν με τη
σεξουαλικότητά τους. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι γυναίκες αυτές δεν δέχονται και υπηρεσίες πρόληψης
από γυναικολόγους και γενικά από γιατρούς. Ήρθαμε, λοιπόν, εδώ για να αλλάξουμε αυτές τις
αντιλήψεις, να πούμε πως οι γυναίκες μπορούν να διεκδικήσουν τον δικαίωμά τους σε ελεύθερη
πρόσβαση στην υγεία και από κει και πέρα να τους δηλώσουμε ότι η αυτοσυνηγορία και το να
δηλώνουν οι ίδιες αυτό που θέλουν στους γιατρούς είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο,
προκειμένου να λάβουν όλες εκείνες τις υπηρεσίες που δικαιούνται.
Τέλος, η κοινωνιολόγος Ιωάννα Λάνου Καράπα στο άρθρο «Έμφυλη βία και γυναίκες με αναπηρία», που
βρίσκεται στην ιστοσελίδα Social Policy (Βλ. Εικόνα 3.2.5),49 τονίζει πως «το κλειδί για να γίνει κατανοητή η
βία κατά των γυναικών με αναπηρία είναι η εικόνα που η κοινωνία δημιουργεί για αυτές καθώς και ο τρόπος
που οι ίδιες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους». Συχνά:
Βλ. https://www.pkm.gov.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=35&pressid=25110
Βλ. https://socialpolicy.gr/2021/11/%CE%AD%CE%BC%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%B7%CE%B2%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B5%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%80%CE%B7%CF%81%CE%AF%CE%B1.html
48
49
130
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
η γυναίκα με αναπηρία θεωρείται ως ανίκανη να επιτελέσει τον παραδοσιακό ρόλο της γυναίκας και
επομένως να αναπτύξει «φυσιολογικές» κοινωνικές σχέσεις. Το γεγονός ότι η γυναίκα με αναπηρία δεν
μπορεί να συμβαδίσει με τα κοινωνικά πρότυπα και να εκτελέσει τους προκαθορισμένους ρόλους της
οδηγεί στην «αορατότητά» της. Δεν μπορεί να γίνει μητέρα ή σύζυγος, ούτε να εργαστεί κάπου όπου
η αρεστή εξωτερική εμφάνιση είναι απαραίτητη. Από τα παραπάνω προκύπτει και η στρεβλή άποψη
ότι τα άτομα με αναπηρίες είναι μη σεξουαλικά όντα, δεν μπορούν δηλαδή να έχουν ενεργή σεξουαλική
ζωή, γεγονός που εξηγεί γιατί αποφεύγουν να απευθυνθούν στους κρατικούς φορείς αλλά και γιατί
όταν το κάνουν υπάρχει ο κίνδυνος η ιστορία τους να μην γίνει πιστευτή. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, τα
κοινωνικά στερεότυπα, η δυσκολία των γυναικών με αναπηρία να εργαστούν, να αμειφθούν επαρκώς,
η δυσχέρεια να καταφύγουν στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και η κατάσταση που αντιμετωπίζουν
αν τελικά καταφύγουν είναι μερικοί από τους παράγοντες που κατατάσσουν τις γυναίκες με αναπηρία
στην κορυφή της κατηγορίας υψηλού κινδύνου, σε μία εποχή που το να είσαι γυναίκα, από μόνο του
αποτελεί απειλή για τη σωματική ακεραιότητα και την ψυχική μας υγεία.
Εικόνα 3.2.5 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://socialpolicy.gr/2021/11/%CE%AD%CE%BC%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%B7%CE%B2%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B5%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%80%CE%B7%CF%81%CE%AF%CE%B1.html
Το 2017, ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα με αναπηρία έδωσαν συνεντεύξεις στο Antivirus (Βλ. Εικόνες 3.2.6-3.2.7). Ο
Ηλίας, ο οποίος προσδιορίζεται ως cis γκέι άντρας κι έχει κινητική αναπηρία λόγω πρόωρης γέννησης είπε:
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ασχολούμαι με τη μουσική, όντας παιδί από μουσική οικογένεια,
οπότε και σχεδόν αυτονόητα σπούδασα μουσικολογία, σύνθεση και πρόσφατα ηχοληψία. Ταυτόχρονα,
ασχολούμαι ερασιτεχνικά με το χορό στη μικτή ομάδα ΕΞΙΣ και είμαι μέλος σε ακτιβιστικές κινήσεις
που αφορούν την αναπηρία (ΛΟΑΤΚΙ+ ΑμεΑ, Κίνηση χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή»,
Κίνηση Καλλιτεχνών με Αναπηρία). Είμαι θερμός υποστηρικτής ενός δικαιωματικού,
κοινωνιοκεντρικού μοντέλου της αναπηρίας που σε αντίθεση με το ιατροκεντρικό μοντέλο, διαχωρίζει
τη βλάβη από την έννοια της αναπηρίας, που θεωρεί την αναπηρία «κοινωνική κατασκευή», εφόσον
είναι η ίδια η κοινωνία που, λόγω έλλειψης σχεδιασμού και κατάλληλων συνθηκών αποκλείει μια
μεγάλη μερίδα των πολιτών της. Οπότε ναι, δεν είναι και πολύ εύκολο να είσαι άτομο με αναπηρία
στην Ελλάδα και σε μια κοινωνία που θεωρεί τη βλάβη σε ένα σώμα εξ ορισμού ως δυστυχία. Στην
Αθήνα π.χ., οι υποδομές είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου σχεδιασμένες για «μη ανάπηρα» σώματα. Παντού
ανούσια σκαλοπάτια, επικίνδυνες λακκούβες, ενώ ακόμα και οι διαβάσεις των πεζών είναι μη
προσβάσιμες. Τραγική είναι η έλλειψη περισσότερων θέσεων στάθμευσης ΑμεΑ αφού οι υπάρχουσες
είναι παρανόμως μετρημένες στα δάχτυλα. Όλα αυτά και άλλα πολλά μου δυσκολεύουν καθοριστικά
την καθημερινότητα ως άτομο με αναπηρία. Όσον αφορά τη ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητα μου, αισθάνομαι
ευτυχής που κατάφερα να διεκδικήσω το δικαίωμα στην ερωτική ζωή και να ζήσω τη σεξουαλικότητα
μου από νεαρή ηλικία. Πλέον καθημερινά μου επιτρέπω περισσότερη ελευθερία να είμαι ο εαυτός μου,
να γκρεμίζω εσωτερικά εμπόδια και να αντιστέκομαι στην κυρίαρχη άποψη που θεωρεί τα ΛΟΑΤΚΙ+
άτομα μη φυσιολογικά και προσπαθεί ακόμα μέσω των ΜΜΕ ή των θεσμών να μου την επιβάλλει.
Θέλει θάρρος να παραμένεις ο εαυτός σου σε μια κοινωνία που εκφασίζεται με γοργούς ρυθμούς.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
131
Αναγκάστηκα από πολύ μικρή ηλικία να κρύβω τη σεξουαλική μου ταυτότητα ώστε να γίνω αποδεκτός
πχ στο σχολείο και σε φίλους. Όμως, είχα την τύχη να μεγαλώσω σε μια υποστηρικτική οικογένεια,
ανοικτή στο διαφορετικό και σε ένα περιβάλλον όπου το σεξ δεν ήταν ταμπού. Προσωπικά όμως,
θεωρώ ότι επειδή στο σχολικό περιβάλλον έχω υπάρξει θύμα ρατσισμού και λεκτικού bullying που
αφορούσε τη ΛΟΑΤΚΙ+ κυρίως ταυτότητα, άργησα μέχρι τα 18 μου να κάνω coming out σε οικογένεια
και φίλους κι αυτό είναι κάτι που μετανιώνω ακόμα και σήμερα. Θεωρώ τον εαυτό μου πια ανοικτά
γκέι, κι έτσι πια, απολαμβάνω την ειλικρίνεια στις σχέσεις με τους ανθρώπους που αγαπώ
ολοκληρωτικά και χωρίς μάσκες, και αυτό είναι υπέροχο συναίσθημα!
Εικόνα 3.2.6 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://avmag.gr/ta-loat-atoma-me-anapiria-pernoun-ton-logo/
Ο Ιωάννης, ο οποίος έλκεται κυρίως από άντρες αλλά αρκετές φορές και από γυναίκες, είναι κωφός άμφω,
φοράει ακουστικό και εξηγεί πως είναι δύσκολο για ένα ΛΟΑΤΚΙ+ ΑμεΑ άτομο να μιλήσει ανοιχτά στο
περιβάλλον του:
Από προσωπική εμπειρία, θεωρώ πως ναι είναι δύσκολο. Από τη μια, ο οικογενειακός κύκλος θεωρεί
πως το θέμα της αναπηρίας ταυτόχρονα με τη σεξουαλική μου ταυτότητα, με περιθωριοποιεί διπλά σε
σχέση με αυτούς που έχουν μόνο το ένα από τα δύο. Δηλαδή: Έχω να αντιμετωπίσω και τις δυσκολίες
ως LGBT άτομο αλλά και τις δυσκολίες ως Άτομο με Αναπηρία. Από την άλλη, ο κύκλος των LGBT
μπορεί να δείξει οίκτο ή να κάνει προσπάθειες αποφυγής συναναστροφής με κάποιο ΑμεΑ «για να μη
κουραστούν παραπάνω». Εγώ προσωπικά, δεν είμαι πολύ ανοικτός γενικά ως άτομο, από τότε που με
θυμάμαι. Για την αναπηρία μου το γνωρίζουν όσο δυνατόν περισσότεροι γίνεται, για τη σεξουαλική
μου ταυτότητα, τα άτομα που θεωρώ πως πρέπει να ξέρουν. Απ’ αυτά είναι η οικογένεια μου, οι φίλοι
μου και τα άτομα με τα οποία περνώ πολύ χρόνο μαζί τους, π.χ. στη δουλειά, για να μην υπάρξουν
στιγμές αμηχανίας ή να καταφεύγω σε «αθώα» ψέματα μακροπρόθεσμα. Μέχρι στιγμής δεν μου έχει
προξενήσει κανένα πρόβλημα».
Σχετικά με την πρόσβαση σε ΛΟΑΤΚΙ+ μαγαζιά και εκδηλώσεις αναφέρει ότι για εκείνον συγκεκριμένα ως
κωφό άτομο, είναι σχετικά εύκολη η πρόσβαση αλλά για άλλες αναπηρίες (ενδεικτικά κινητικές) όχι:
Ίσως να υπάρξει κάποιο θέμα για μένα προσωπικά, αν υπάρχει πολύς κόσμος και βαβούρα, αν μιλάνε
πολλοί ταυτόχρονα και γίνεται φασαρία, «χάνομαι» και δεν αντιλαμβάνομαι πλήρως τα όσα λέγονται
αλλά ένα σχετικά μεγάλο μέρος. Και θέλω να μαθαίνω λεπτομέρειες. Υπάρχει η αντίστοιχη παροχή
διερμηνέα Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας, την οποία κι έμαθα τα τελευταία χρόνια, που είναι ένα
βοηθητικό εργαλείο αλλά τα κονδύλια και οι παροχές του κράτους πάνω σε τέτοια θέματα είναι
132
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
ελάχιστα έως και μηδαμινά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διερμηνέας συνήθως. Με την πρωτοβουλία
της ΛΟΑΤΚΙ+ ΑμεΑ υπάρχει διερμηνεία, έγγραφα γραμμένα με τυφλό σύστημα γραφής (Braille),
αλλά και πρόληψη για χώρους κατάλληλα διαμορφωμένους για αναπηρικά αμαξίδια. Πρέπει να
υπάρχει πρόσβαση παντού, για όλα τα άτομα ανεξαιρέτως αναπηρίας ή μη.
Η Ιωάννα – Μαρία Γκέρτσου, έχει απώλεια όρασης και αυτοπροσδιορίζεται ως bi, γυναίκα:
Έχω μια αρκετά σύνθετη κοινωνική ταυτότητα, αλλά είχα συνειδητοποιήσει τις επιθυμίες, τα πιστεύω
και τις δυνατότητες μου από πολύ μικρή κι έτσι δε μου ήρθε απότομα. Η σεξουαλική μου ταυτότητα
με βοήθησε να υπερασπιστώ την αναπηρία μου διότι μου προσέδιδε ανέκαθεν ένα μαχητικό
συναίσθημα και μια αύρα αυτοπεποίθησης. Η αναπηρία μου από την άλλη με παρακίνησε να μάχομαι
με σθένος για τον εαυτό μου και για τους/τις άλλες/ους. Δε γίνεται να βιώνει ή ακόμα και να
υπερασπίζεται κανείς/καμιά μια συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα και να αντιδρά με ρατσιστικό
μένος για τις υπόλοιπες. Δεν είναι φυσιολογικό. Π.χ. πολλοί άνθρωποι με ακολουθούν στο Facebook,
λόγω της ανθρωπιστικής μου δράσης με τους σκύλους-οδηγούς και μου γράφουν διθυραμβικά σχόλια,
αλλά με κάνουν delete εάν πχ., γράψω κάτι για να υπερασπιστώ τους LGBT+.
Αυτό που θα ήθελε να πει στα άτομα που διαβάζουν τη συνέντευξή της είναι πως:
η αναπηρία είναι μια συνθήκη που μπορεί να συμβεί στον καθένα/στην καθεμία και η σεξουαλική
ταυτότητα, ένα κομμάτι του εαυτού μας με το οποίο γεννιόμαστε, εξελισσόμαστε και πεθαίνουμε. Είναι
και τα δυο φυσιολογικά –από τη λέξη «φύση»– φαινόμενα και δεν πρέπει να τα αρνείστε και να
ντρέπεστε γι’ αυτά διότι έτσι, αρνείστε την ίδια σας τη ζωή και είναι κρίμα. Το περιβάλλον
μεταφράζεται σε μικρόκοσμο και μακρόκοσμο. Όσο πιο αυτογνωσία κι αυτοπεποίθηση έχει κάποιος/α
στο μικρόκοσμό του, τόσο πιο συνειδητοποιημένος/η θα βγει στο μακρόκοσμο. Κι οχυρωμένος/η,
ενάντια σε παράλογες απόψεις κι ενάντια στο φασισμό. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να σας ορίσει
πως θα ζείτε, να σας αποκαλέσει «αφύσικους», ούτε να σας περιορίσει την πρόσβαση στον δρόμο, στην
παιδεία, στη νομοθεσία, στην εργασία. Σεβαστείτε το συνάνθρωπο και γίνετε η αλλαγή που θέλετε να
δείτε στον κόσμο.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
133
Εικόνα 3.2.7 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://avmag.gr/ta-loat-atoma-me-anapiria-pernoun-ton-logo/
Ο Κωνσταντίνος είναι κωφός και γκέι άνδρας και διηγείται την εμπειρία του σχετικά με τη ζωή στην Ελλάδα:
Το να ζεις στην Ελλάδα την εποχή μας είναι πιστεύω για τους περισσότερους ανθρώπους δύσκολο.
Ένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο στην Ελλάδα ακόμα μέχρι και σήμερα μπορεί να γίνει δέκτης ρατσισμού
διακρίσεων κι ακόμα και επιθέσεων. Παρ’ όλα αυτά, η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα στην Ελλάδα σήμερα, αν
και δεν είναι η πιο δυνατή απ’ αυτές άλλων χωρών, υπάρχει κι έχει αξιοσημείωτη δράση, γεγονός που
μου δίνει ελπίδα για το μέλλον. Τώρα, για ένα ΑμεΑ άτομο τα πράγματα είναι επίσης δύσκολα. Αν και
γίνονται πολλές προσπάθειες από την κοινωνία υπάρχουν ακόμα πολλά κενά σε πολλούς τομείς, όπως
εργασία, ποιότητα ζωής, προσβασιμότητα κ.ά. Προσωπικά είμαι ένα άτομο που θέλει να είναι
δραστήριο και να μαθαίνει συνεχώς καινούργια πράγματα. Κάνω κουνγκ φου, θέατρο κι είμαι και
μέλος των Rainbow Dancers, μιας ομάδας λάτιν χορού. Δεν αφήνω την αναπηρία μου να με εμποδίζει
να ζήσω το οτιδήποτε αλλά την κάνω δύναμη και προτέρημά μου.
Οι συνεντεύξεις κλείνουν με τον Έρικ που είναι τρανς άνδρας και το 2015 διαγνώστηκε με καρδιακή
ανεπάρκεια (η οποία οι γιατροί στην Ελλάδα πιστεύουν πως προκλήθηκε από ορμονοθεραπεία) και αντιστοίχως
μοιράζεται την εμπειρία του στην Ελλάδα ως ένα άτομο που δεν έχει ζήσει πολλά χρόνια στη χώρα:
Νιώθω πως εδώ πρέπει να πω ότι δεν έχω ζήσει στην Ελλάδα για πολύ. Πριν την καρδιακή ανεπάρκεια,
ζούσα στο εξωτερικό, έτσι (αναπόφευκτα) συγκρίνω την εμπειρία μου εδώ με εκείνη που είχα τότε,
ενώ δεν είναι καθόλου όμοιες. Επίσης, τώρα λόγω του μηχανήματος, πρέπει να έχω συνοδό σχεδόν
παντού, έτσι η εμπειρία μου είναι λίγο περιορισμένη και προσαρμοσμένη και στα γούστα των συνοδών
μου. Πάντως, όταν βγαίνω εκτός σπιτιού, νομίζω μου συμπεριφέρονται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο
λόγω του μηχανήματος. Επειδή το βλέπουν. Κάποια άτομα, όταν μαθαίνουν τι είναι και τι κάνει για
μένα (δηλαδή ότι χωρίς αυτό βασικά δε ζω), αρχίζουν να σταυροκοπιούνται και να μοιρολογάνε.
Αρχίζουν τα «αχ παιδάκι μου/λεβέντη μου/παλικάρι μου/ (πάντα μπαίνει ένα χαϊδευτικό εδώ)». Άλλα
134
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
άτομα απλά λένε ένα «υπομονή» (την έχω σιχαθεί τη λέξη) ή «κουράγιο». Πολλά άτομα με
αντιμετωπίζουν λες και είμαι εύθραυστος. Έπειτα υπάρχουν κι αυτοί που θα πούνε «μπράβο» λες και
έκανα κάποιο κατόρθωμα ή άθλο. Εντάξει, δεν είναι εύκολο. Ως LGBT άτομο, πολύ σπάνια θα
προκύψει θέμα επειδή γενικά, περνάω ως άντρας – εκτός αν χρειαστώ ταυτότητα για κάτι. Ακόμα και
τότε, κάποιες φορές είναι που πρέπει να τους πείσω πως είναι δική μου η ταυτότητα! Όμως στο
νοσοκομείο χρησιμοποιούσαν (κι ακόμη χρησιμοποιούν) το όνομα που είναι γραμμένο στα χαρτιά και
θηλυκές αντωνυμίες. Δεν τους έχω διορθώσει ποτέ εντός του νοσοκομείου. Δεν ξέρω γιατί, ίσως απλά
όταν ήρθα δεν είχα το ψυχικό σθένος να το παλέψω αυτό μαζί με το θέμα υγείας και έμεινε.
3.2.4 Νομικές εξελίξεις
Το 1997, ο Mike Oliver σε δημοσίευσή του για το κίνημα των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία μιλά για
ένα νέο κοινωνικό κίνημα το οποίο αρχίζει να καθιερώνεται στον δικαιωματικό χώρο. Εστιάζει στο κίνημα της
Βρετανίας και υποστηρίζει πως ο σημαντικότερος αντίκτυπος που είχε το κίνημα εκεί ήταν η προώθηση της
ιδέας της καταπολέμησης των διακρίσεων, αλλά μετέπειτα εξελίχθηκε σε κίνημα που πέτυχε και άλλα
σημαντικά πράγματα όσον αφορά τη νομική αλλαγή και την εισαγωγή σχετικής νομοθεσίας για την προστασία
των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων γενικότερα (Oliver, 1997).
Επίσης συνέδραμε σε αλλαγές σχετικές με την εξάλειψη του στίγματος στην κοινωνία μέσω εκστρατειών που
έλαβαν κυρίως χώρα το 1994 και το 1995 με αποτέλεσμα η κοινή γνώμη να αρχίσει να αναγνωρίζει τις
διακρίσεις που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία και να υποστηρίζει τις δικαιωματικές διαδηλώσεις και
εκστρατείες τους. Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι το κίνημα για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία,
όπως και άλλα κοινωνικά κινήματα, δεν είναι καθόλου ομοιογενές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η
Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία υπογραμμίζει τη μεγάλη ποικιλομορφία των ατόμων
με αναπηρία, τονίζοντας το ενδιαφέρον της για εκείνους των οποίων η εθνικότητα, το φύλο, η
κοινωνικοοικονομική θέση ή άλλοι λόγοι τα καθιστούν ευάλωτα σε πολλαπλές ή «διαθεματικές», όπως ήδη
αναφέρθηκε στο 1ο κεφάλαιο, μορφές διακρίσεων. Στο πρώτο άρθρο της Σύμβασης γίνεται ξεκάθαρο πως
σκοπός της είναι η προώθηση, η προστασία και η εξασφάλιση της πλήρους και ισότιμης απόλαυσης όλων των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών από όλα τα άτομα με αναπηρία, καθώς και η
προώθηση του σεβασμού της εγγενούς αξιοπρέπειάς τους. Επίσης ορίζεται ότι τα άτομα με αναπηρία
περιλαμβάνουν όσους έχουν μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, διανοητικές ή αισθητηριακές βλάβες, οι οποίες
σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια μπορεί να εμποδίζουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους
στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους. Έπειτα, το άρθρο 6 αναφέρεται στις γυναίκες με αναπηρία και το
άρθρο 7 στα παιδιά με αναπηρία.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), περίπου 80
εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχουν κάποια αναπηρία. Στην αναφορά του,
τονίζεται ότι η μορφή διάκρισης δεν είναι πάντα άμεση, όπως για παράδειγμα η απροκάλυπτη άρνηση
πρόσληψης ενός ατόμου λόγω της αναπηρίας του αλλά μπορεί να είναι έμμεση, όπως η έλλειψη πρόσβασης για
αναπηρικά αμαξίδια σε κτίρια ή η λήψη αποφάσεων για λογαριασμό ενός ατόμου με αναπηρία χωρίς να ζητηθεί
η γνώμη του. Για την αποφυγή των έμμεσων διακρίσεων, αναφέρει ότι η νομοθεσία πρέπει να διασφαλίζει την
ύπαρξη «εύλογης μέριμνας» για τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία. Για παράδειγμα, ένας/μία
εργοδότης/εργοδότρια πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των εργαζομένων με προβλήματα όρασης
παρέχοντάς τους ένα πληκτρολόγιο Braille ή μια ειδικά προσαρμοσμένη οθόνη υπολογιστή που θα διευκολύνει
την εργασία τους (FRA, 2011).
Σε εθνικό επίπεδο, ο νόμος 4488/2017 και το άρθρο 60 ορίζει ότι ως Άτομα με Αναπηρία (ΑμεΑ):
νοούνται τα άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, διανοητικές ή αισθητηριακές δυσχέρειες, οι
οποίες σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια, ιδίως θεσμικά, περιβαλλοντικά ή εμπόδια κοινωνικής
συμπεριφοράς, δύναται να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή των ατόμων
αυτών στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους.
Το 2017 και με το άρθρο 72 του Ν. 4488/2017 εισήχθη ο μηχανισμός για την εξωτερική, ανεξάρτητη
παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
135
Αναπηρίες και υπεύθυνη είναι η Ανεξάρτητη Αρχή του Συνηγόρου του Πολίτη. Το 2020, δημοσιεύτηκε το
Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία σύμφωνα το οποίο:
αποτελεί κατεξοχήν εφαρμογή της επιτελικής λειτουργίας του κράτους, όπως για πρώτη φορά
συγκροτήθηκε με τον ν. 4622/2019, δεδομένου ότι συνθέτει, σε μια ενιαία ομπρέλα πολιτικής, δράσεις
από όλα τα Υπουργεία που ευλόγως συνέχονται, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, στην ιδιαίτερη
μέριμνα που το κράτος οφείλει στα άτομα με αναπηρία. Με τον τρόπο αυτό μετουσιώνεται σε πράξη η
συνταγματική επιταγή του άρθρου 21 παράγραφος 6 που εγγυάται ότι τα άτομα με αναπηρία έχουν
δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρα που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και
τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας (Εθνικό Σχέδιο Δράσης,
Πρόλογος).
Συγκεκριμένα για τις γυναίκες με αναπηρία, υπογράφηκε το 2021 το Πρωτόκολλο Συνεργασίας μεταξύ της
Ε.Σ.Α.μεΑ. και της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των
Φύλων (ΓΓΔΟΠΙΦ) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και σκοπεύει στην προαγωγή της
ισότιμης και άνευ διακρίσεων συμμετοχής των αναπήρων γυναικών στην κοινωνία. Η Εθνική Στρατηγική για
την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ αναγνωρίζει πως τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα με αναπηρία υφίστανται πολλαπλούς
αποκλεισμούς και διακρίσεις και γι’ αυτό τον λόγο προτείνει την εισαγωγή εξειδικευμένων πολιτικών σε
συνεργασία με τους φορείς υλοποίησης του εθνικού σχεδίου για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία.
Παρά τις παραπάνω νομικές εξελίξεις, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) δημοσίευσε
το 2023 τα αποτελέσματα της έρευνας για την «Κατάσταση των Γυναικών με Αναπηρία και των Αναγκών
Γονέων και Κηδεμόνων Παιδιών με Αναπηρία», ένα έργο που ανέλαβε μέσω του Εργαστηρίου Ερευνών για το
Φύλο του Ινστιτούτου Πολιτικών Ερευνών (ΙΠΕ). Σύμφωνα με τα δεδομένα που συνέλεξε, υπάρχουν σοβαρές
υστερήσεις κυρίως όταν πρόκειται για τη διαθεματική σκοπιά της αναπηρίας. Σχετικά με τις αιτούσες και
δικαιούχες διεθνούς προστασίας γυναίκες και κορίτσια με αναπηρία αναφέρει ότι αποτελούν μία ομάδα με
υψηλή ευαλωτότητα λόγω της πολλαπλής ταυτότητάς τους. Στη διάσταση του φύλου προστίθεται αυτή της
αναπηρίας και της προσφυγικής τους ιδιότητας επαυξάνοντας σημαντικά τον κίνδυνο να υποστούν βία και
διακρίσεις. Συχνά αποτελούν τα θύματα τριπλής διάκρισης λόγω του φύλου, της αναπηρίας και του
προσφυγικού τους καθεστώτος, ιδιότητες ή καταστάσεις που δρουν πολλαπλασιαστικά στην ευαλωτότητα, ενώ
αντιμετωπίζουν αυξημένους κινδύνους ως προς την ασφάλεια και την προστασία τους στο περιβάλλον του
ξένου κράτους που καλούνται να ζήσουν. Στις συνθήκες αυτές οι προσφύγισσες με αναπηρία έχουν λιγότερες
ευκαιρίες δημιουργίας εισοδήματος, γεγονός που μειώνει την αυτονομία τους και οξύνει τον κίνδυνο για
ενδοοικογενειακή βία, αλλά και για κατάχρηση και εκμετάλλευση από τους παρόχους υπηρεσιών ή τα μέλη της
κοινότητας. Μια σημαντική όψη της πολλαπλής ευαλωτότητάς τους αφορά την έμφυλη βία που έχουν βιώσει
στη διάρκεια της προσφυγικής τους διαδρομής προς τη χώρα υποδοχής ή όταν φτάνουν σε αυτήν. Σε συνδυασμό
με την προσφυγική εμπειρία και το φύλο τους, ο παράγοντας της αναπηρίας αυξάνει τον κίνδυνο βίας για τις
αιτούσες άσυλο και τις προσφύγισσες οι οποίες αντιμετωπίζουν πολλαπλά επίπεδα κινδύνου (Βλ. ΕΚΚΕ, Η
κατάσταση των αιτουσών και δικαιούχων διεθνούς προστασίας γυναικών και κοριτσιών με αναπηρία στην
Ελλάδα). Το ΕΚΚΕ βασιζόμενο στα αποτελέσματα της ίδιας της έρευνας διαπιστώνει πολλαπλά εμπόδια για
τις συγκεκριμένες γυναίκες αναφέροντας πως:
η ευαλωτότητα των γυναικών και κοριτσιών με αναπηρία που είναι αιτούσες ή δικαιούχες διεθνούς
προστασίας συχνά τις θυματοποιεί σε πολλαπλές διακρίσεις και αποκλεισμούς λόγω του φύλου, της
αναπηρίας και της προσφυγικής τους ιδιότητας. Φαίνεται ωστόσο, πως, μεταξύ των πολλαπλών
ταυτοτήτων τους, η προσφυγική είναι αυτή που κατά βάση προσδιορίζει την ευαλωτότητά τους (Βλ.
ΕΚΚΕ, Η κατάσταση των αιτουσών και δικαιούχων διεθνούς προστασίας γυναικών και κοριτσιών με
αναπηρία στην Ελλάδα).
Επίσης υπάρχει «έλλειψη ενημέρωσης των αιτούντων/αιτουσών και δικαιούχων διεθνούς προστασίας με
αναπηρίες για τα δικαιώματα, τις υπηρεσίες, τους φορείς και τις οργανώσεις που μπορούν να τους/τις
υποστηρίξουν ως προς την αναπηρία τους» καθώς και «το υποστηρικτικό δίκτυο για τις επιζώσες προσφύγισσες
έμφυλης βίας είναι ανεπαρκές για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών τους, τόσο ως προς τις υπηρεσίες που
παρέχει όσο και ως προς τις υφιστάμενες δημόσιες δομές» (Βλ. ΕΚΚΕ, Η κατάσταση των αιτουσών και
136
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
δικαιούχων διεθνούς προστασίας γυναικών και κοριτσιών με αναπηρία στην Ελλάδα). Η συγκεκριμένη έρευνα
δημοσίευσε και αποτελέσματα για τις γυναίκες Ρομά και αρχικά επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι δεν υπάρχει
σχετική βιβλιογραφία καθώς «οι περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές έχουν ως αντικείμενο την κατάσταση
του πληθυσμού Ρομά στην Ελλάδα, ενώ λίγες είναι οι μελέτες για τον πληθυσμό Ρομά που εστιάζουν στις
γυναίκες Ρομά και ακόμα λιγότερες για τις γυναίκες Ρομά με αναπηρία» (Βλ. ΕΚΚΕ, Γυναίκες Ρομά με
αναπηρία).
Όσον αφορά την έμφυλη βία και τις γυναίκες με αναπηρία, η οργάνωση Διοτίμα αναφέρει ότι, σύμφωνα
με έρευνα που πραγματοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2018, οι γυναίκες με αναπηρία αποτελούν το 25,7%
του πληθυσμού της Ελλάδας, αλλά, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για το ένα τέταρτο του πληθυσμού,
απουσιάζουν έρευνες, δράσεις και πολιτικές στοχευμένες στις πολλαπλές συνδέσεις της αναπηρία με την
έμφυλη βία, καθώς και την αντιμετώπισή της (Διοτίμα, Safeable). Στην Ελλάδα, τα είδη έμφυλης βίας που
βιώνουν οι γυναίκες με αναπηρία είναι παρόμοια με αυτά που βιώνουν άλλες γυναίκες όπως σωματική,
λεκτική/συναισθηματική, σεξουαλική και οικονομική βία (Διοτίμα, Safeable). Ωστόσο, όταν πρόκειται για
γυναίκες με αναπηρία η έμφυλη βία μπορεί να λάβει μισαναπηρικές προεκτάσεις και μορφές όπως
συναισθηματική υποβάθμιση που συνδέεται με την αναπηρία, τη στέρηση επιδομάτων και άλλων βοηθημάτων
(Διοτίμα, Safeable). To 90% των κακοποιητών είναι άνδρες και οι ανάπηρες επιζώσες, παραμένουν στο
κακοποιητικό περιβάλλον για μεγαλύτερα διαστήματα συγκριτικά με άλλες γυναίκες διότι αδυνατούν να
καταγγείλουν την κακοποίηση εξαιτίας των αυξημένων κοινωνικών εμποδίων (Διοτίμα, Safeable). Παράλληλα,
το ΕΚΚΕ αναφέρει πως δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα σχετικά με την έμφυλη βία κατά των γυναικών με
αναπηρία εάν και είναι εξαιρετικά εκτεθειμένες σε αυτή:
Σε κάποιες περιπτώσεις η αναπηρία συντελεί στην ένταση της βίας αλλά και στην εκμετάλλευση και
τον εγκλωβισμό της ανάπηρης γυναίκας στην κακοποιητική σχέση και την ενίσχυση της εξάρτησης.
Αρκετές είναι οι περιπτώσεις που η αναπηρία χρησιμοποιείται από τον κακοποιητικό σύζυγο για την
καταρράκωση της αξιοπρέπειας και της αυτοπεποίθησης των αναπήρων γυναικών. Η ενδυνάμωση και
η χειραφέτηση στην περίπτωση των γυναικών με αναπηρία, ιδιαίτερα μητέρων παιδιών με αναπηρία,
που υφίστανται βία, είναι δύσκολα εγχειρήματα καθώς δεν υπάρχουν επαρκή αντισταθμίσματα.
Επιπρόσθετα, οι γυναίκες και παιδιά με αναπηρία εμφανίζουν την ιδιαιτερότητα να είναι συχνά θύματα
κακοποιητικών ή/και βίαιων συμπεριφορών και από τους φροντιστές τους. Γενικά μιλώντας
διαφαίνεται ότι οι γυναίκες με αναπηρία εμφανίζουν μεγαλύτερη ένταση της ευαλωτότητας από το
γενικό πληθυσμό των γυναικών υποκειμένων σε εις βάρος τους βία, ιδιαίτερα ενδοοικογενειακή (Βλ.
ΕΚΚΕ, Η κατάσταση των αιτουσών και δικαιούχων διεθνούς προστασίας γυναικών και κοριτσιών με
αναπηρία στην Ελλάδα).
Άλλο ένα σημαντικό εμπόδιο που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες με αναπηρία το οποίο συνδέεται με την
απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους είναι το ότι δεν είναι επαρκώς ενημερωμένες οι ίδιες για τα
δικαιώματά τους αλλά και η πρόσβασή τους στους δικαστικούς θεσμούς είναι δύσκολη και πάλι λόγω
προκαταλήψεων, σχετικής αδιαφορίας ή/και έλλειψης σχετικής ενημέρωσης (Βλ. ΕΚΚΕ, Η κατάσταση των
αιτουσών και δικαιούχων διεθνούς προστασίας γυναικών και κοριτσιών με αναπηρία στην Ελλάδα). Στην
περίπτωση των Ρομά γυναικών με αναπηρία και την πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη, η έρευνα του ΕΚΚΕ δεν
κατάφερε να συγκεντρώσει ικανοποιητικά στοιχεία:
σε σχέση με την έμφυλη βία και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, παρότι στη βιβλιογραφία υπάρχουν
κάποιες αναφορές για ευρεία χρήση βίας από τις κοινότητες Ρομά, το θέμα αυτό δεν αναδείχτηκε από
τη συνομιλία μας με τις γυναίκες Ρομά με αναπηρία, ούτε και από το Focus Group με τα Παραρτήματα
Ρομά. Έτσι λοιπόν, η ύπαρξη πολλών περιστατικών βίας στις κοινότητες των Ρομά δεν επιβεβαιώθηκε.
Το συγκεκριμένο ζήτημα, ωστόσο, χρήζει μεγαλύτερης διερεύνησης και καλό θα ήταν να μελετηθεί
αυτόνομα (...) Καμία από τις γυναίκες Ρομά με αναπηρία δεν έχει αποταθεί στη Δικαιοσύνη για επίλυση
ζητημάτων της, αφού αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη διάρρηξη των δεσμών με την οικογένεια, αλλά
και με την κοινότητα των Ρομά, κάτι το οποίο για την πλειονότητα των γυναικών Ρομά καθίσταται
απαγορευτικό για τη μετέπειτα επιβίωσή τους (Βλ. ΕΚΚΕ, Γυναίκες Ρομά με αναπηρία).
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
137
Όσον αφορά τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα και την αναπηρία, η βιβλιογραφία στα ελληνικά παραμένει εξαιρετικά
περιορισμένη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία της Σοφίας Προύντζου
«Αναπηρία και ΛΟΑΤΚΙ», η οποία, χρησιμοποιώντας τη συλλογή και την ανάλυση δεδομένων από
διαδικτυακές πηγές και συνεντεύξεις, καταλήγει σε κάποια σημαντικά συμπεράσματα σχετικά με την
κατάσταση στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την Προύντζου:
μέσα από τα ευρήματα της παρούσας έρευνας διαφαίνεται ο μισαναπηρισμός, οι διακρίσεις και τα
εμπόδια που τα ανάπηρα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα υφίστανται. Στοιχεία που εντοπίζονται είτε στη βάση της
σεξουαλικής ταυτότητας είτε στη βάση της βλάβης. Χαρακτηριστικά στη βάση της βλάβης τους,
εντοπίζεται η έλλειψη πρόσβασης και προσβασιμότητας στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, στις
ΛΟΑΤΚΙ+ εκδηλώσεις και στα ΛΟΑΤΚΙ+ μαγαζιά, καθώς και η ύπαρξη ρατσιστικών συμπεριφορών
και απόψεων περί ασεξουαλικότητας στο πλαίσιο των ιστοσελίδων γνωριμιών. Από τις απόψεις και τις
εμπειρίες των ίδιων των ατόμων διαπιστώνεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό, ένα θετικό κλίμα των ίδιων
προς τη διπλή ταυτότητά τους, ενώ αναδεικνύεται ο ρόλος αυτών των στοιχείων σε διάφορες εκφάνσεις
της ζωής τους, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά. Για ορισμένα άτομα η διπλή αυτή ταυτότητά τους,
αποτελεί σύμμαχο στον αγώνας τους για διεκδικήσεις, αλλά και στην εμπλοκή τους στις κοινότητες
(Προύντζου, 2021, σσ. 130-131).
Η συγγραφέας επισημαίνει ότι:
η διαδικασία του «coming out», όπως αναλύεται από τα ίδια τα άτομα, πρόκειται για ένα μέσο
απελευθέρωσης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι μια δύσκολη διαδικασία, άμεσα συνυφασμένη
με ανασταλτικούς παράγοντες. Ωστόσο παρατηρείται, πως τα άτομα ένιωθαν πρόθυμα να μιλήσουν
ελεύθερα στην οικογένεια, σε φίλους, αλλά και σε άλλα άτομα.
Παράλληλα συμπεραίνει ότι:
εντοπίζονται κάποιες προσπάθειες από μέρους των ατόμων, με χαρακτηριστική τη συμμετοχή στο
Pride, την ακτιβιστική και κινηματική δράση μέσω των social media, αλλά και την εμπλοκή και
συμμετοχή στο σωματείο ΛΟΑΤΚΙ+ ΑμεΑ. Στο πλαίσιο αυτό του ακτιβισμού και της κινηματικής
δράσης, μέσα από την αρθρογραφία που μελετήθηκε, αναδεικνύεται ο ρόλος του σωματείου ΛΟΑΤΚΙ+
ΑμεΑ και συγκεκριμένα οι προσπάθειες από μέρους του για ενημέρωση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας σε
σχέση με ζητήματα πρόσβασης και προσβασιμότητας, αλλά και η προσπάθεια υποστήριξης και
εθελοντισμού. Επιπλέον, οι προσπάθειες της ΛΟΑΤΚΙ+ ΑμεΑ για ενίσχυση της πρόσβασης και
προσβασιμότητας των ΛΟΑΤΚΙ+ εκδηλώσεων, αναδεικνύουν το γεγονός πως από τη συγκεκριμένη
κοινότητα λείπουν οι προβλέψεις κατά τις οποίες μπορούν να εντοπιστούν και ανάπηρα άτομα που
φέρουν έναν μη-cis σεξουαλικό προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου, ενισχύοντας έτσι τη θέση περί
ύπαρξης εξιδανικευμένης κανονικότητας και εντός της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Διαπιστώνεται, πως
εντός της συγκεκριμένης κοινότητας που στηρίζεται στη διαφορετικότητα του σεξουαλικού
προσανατολισμού και της διαχείρισης του σώματος έχει διαμορφωθεί μια αντίληψη εσωτερικευμένης
κανονικότητας ως προς το σώμα και γι’ αυτό τον λόγο οι ανάπηροι/ες/α ΛΟΑΤΚΙ+ αποτελούν μια
ομάδα περιθωριοποιημένη. Εν κατακλείδι, η κυριαρχία της εξιδανικευμένης κανονικότητας που
διαπιστώθηκε εντός της κοινωνίας όσο και των κοινοτήτων που χαρακτηρίζονται από τη
διαφορετικότητα, αναδεικνύει την ύπαρξη αλλά και την προσπάθεια διατήρησης της κυριαρχίας του
ικανού σώματος και της ετεροσεξουαλικότητας στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Συνθήκη που χρήζει περαιτέρω την ανάγκη εμβάθυνσης, μέσω της συνάντησης και μελέτης όλων των
πιθανών στοιχείων της ταυτότητας του ατόμου, αλλά και τη διερεύνηση της πιθανής σχέσης
αλληλεξάρτησης ετεροσεξουαλικότητας και ικανότητας σώματος. Συνάμα, η ανάδειξη και η μελέτη
των απόψεων και των εμπειριών των ατόμων αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο, πηγή εκτενέστερων
δεδομένων για το ρόλο που μπορεί να διαδραματίζουν, αλλά και τον τρόπο που γίνονται αντιληπτά τα
στοιχεία της ταυτότητας, όπως η βλάβη, το φύλο, η φυλή, η σεξουαλική ταυτότητα, η ηλικία, η
ταυτότητα φύλου, που μπορεί να φέρει το άτομο. Στη βάση, λοιπόν, των Σπουδών για την αναπηρία
και μέσα από τη χρήση της διατομεακότητας στη μελέτη και διερεύνηση πολύπλοκων θεμάτων, όπως
και αυτό που μελετήθηκε στην παρούσα εργασία, μπορεί να αναδειχθεί μια περαιτέρω σύνδεση και
138
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
μελέτη του τρόπου που γίνεται αντιληπτός ο μισαναπηρισμός, οι διακρίσεις, ο ρατσισμός, η ομοφοβία
και ο σεξισμός, με τα οποία έρχονται αντιμέτωπα τα άτομα (Προύντζου, 2021, σσ. 133-135).
Βέβαια, θα μπορούσε να προστεθεί ότι γενικότερα χρήζει μεγαλύτερης διερεύνησης το θέμα της
διαθεματικότητας και η σύνδεσή του με την αναπηρία καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία των παραπάνω ερευνών
που έχουν εκπονηθεί στην Ελλάδα, πολλές ομάδες ατόμων με αναπηρία παραμένουν αόρατες καθώς δεν
υπάρχουν επαρκή έως καθόλου δεδομένα. Η χρήση της έννοιας της διαθεματικότητας μπορεί να συμβάλει στην
κατανόηση των εμπειριών των ατόμων με αναπηρία και σε συνάρτηση με τη θεωρία των πολλαπλών
διακρίσεων να δοθεί έμφαση σε συγκεκριμένες ομάδες ανάπηρων ατόμων (όπως π.χ. ανάπηρων trans
γυναικών). Όπως ήδη αναφέρθηκε, η διαθεματικότητα στη νομική έχει κυρίως χρησιμοποιηθεί για την
αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν λόγω των πολλαπλών διακρίσεων, όμως η περιπλοκότητα
των θεμάτων που αντιμετωπίζουν διαφορετικές ομάδες ατόμων με αναπηρία στην Ελλάδα αναδεικνύει την
ανάγκη για εφαρμογή της συγκεκριμένης θεωρίας και σε άλλους κλάδους του δικαίου προκειμένου να υπάρξει
μία πολύπλευρη και ολιστική αντιμετώπιση.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
139
3.2.5 Βιβλιογραφία κεφαλαίου
Abrams, J. A., Tabaac, A., Jung, S., & Else-Quest, N. M. (2020). Considerations for employing intersectionality
in qualitative health research. Social Science & Medicine, 258, 113–138.
Amea
Care.
(n.d.).
5
γυναίκες
με
αναπηρία
μιλούν
για
https://www.amea-care.gr/πώς-κάνω-σεξ-ενώ-είμαι-ανάπηρη-5-γυναίκ/
σεξ
και
σχέσεις.
Annamma S. A. (2017). Not enough: Critiques of Devos and expansive notions of justice. International Journal
of Qualitative Studies in Education, 30, 1047–1052.
Areheart, B., A. (2008). When Disability Isn't "Just Right": The Entrenchment of the Medical Model of
Disability and the Goldilocks Dilemma. Indiana Law Journal, 83(1).
Ashby, C. E. (2011). Whose «voice» is it anyway? Giving voice and qualitative research involving individuals
that type to communicate. Disability Studies Quarterly, 31(4), 1723-1771.
Atkinson, P. (1997). Narrative Turn or Blind Alley? Qualitative Health Research, 7, 325-344.
Barton, L. (2005). Emancipatory Research and Disabled People: Some Observations and Questions.
Educational Review, 57(3), 317-327.
Ben-Moshe, Liat, Anthony J. Nocella, and A. J. Withers. (2013). «Queer-Cripping Anarchism: Intersections
and Reflections on Anarchism, Queer-ness, and Dis-Ability.» In Queering Anarchism, edited by C. B.
Daring, J. Rogue, Deric Shannon, and Abbey Volcano, 207–20. Oakland, CA: AK Press.
Bielefeldt, H. (2007). Tackling multiple discrimination: practices, policies and laws. Office for Official
Publications of the European Communities.
Biesta, G. (1998). Say You Want a Revolution... Suggestions for the Impossible Future of Critical Pedagogy.
Educational Theory, 48(4), 499-510.
Booth, T., & Booth, W. (1996). Sounds of Silence: narrative research with inarticulate subjects. Disability &
Society, 11(1), 55-69.
Bowleg, L. (2008). When Black + Lesbian + Woman ? Black Lesbian Woman: The Methodological Challenges
of Qualitative and Quantitative Intersectionality Research. Sex Roles, 59(5-6), 312- 325.
Brah, A., & Phoenix, A. (2004). Aint I a Woman? Revisiting Intersectionality. Journal of International Womens
studies, 5(3), 75-86.
Bridges, D. (2001). The Ethics of Outsider Research. Journal of Philosophy of Education, 35(3), 371-386.
Buitelaar, M. (2006). I Am the Ultimate Challenge. European Journal of Womens studies, 13(2), 259-296.
Burgess-Proctor, A. (2006). Intersections of Race, Class, Gender, and Crime: Future Directions for Feminist
Criminology. Feminist Criminology, 1(1), 27-47.
Butler, J. (1990). Gender trouble: Feminism and the subversion of identity. Routledge.
Butler, J. (2011). Psyche der Macht. Das Subject der Unterwerfung. Frankfurt a. M.: Suhrkamp.
Canguilhem, G. (2008). The normal and the pathological, στο: Canguilhem, G. (2008). Knowledge of life. (επίμ)
Paola Marrati & Todd Meyers. (μτφρ.) Stefanos Geroulanos & Daniela Ginsburg, New York: Fordham
University Press.
Christensen, A. D., & Jensen, S. Q. (2012). Doing Intersectional Analysis: Methodological Implications for
Qualitative Research. Nordic Journal of Feminist and Gender Research, 20(2), 109-125.
Claes, L. (2014). Mensen met een verstandelijke beperking in een vastgelopen situatie: onderzoek naar
levenstrajecten vanuit een kruisbestuiving van theoretische perspectieven (Unpublished doctoral
dissertation). Proefschrift ingediend tot het behalen van de academische graad van Doctor in de
Pedagogische Wetenschappen, Universiteit Gent.
Cole, E. R. (2009). Intersectionality and Research in Psychology. American Psychologist, 64(3), 170.
Corker, M., & French, S. (1999). Disability Discourse. Buckingham: Open University Press.
140
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Corker, M., & Shakespeare, T. (2002). Disability/Postmodernity: Embodying Disability Theory. London:
Continuum.
Crenshaw, K. (1989). Demarginalizing the Intersection of Race and Sex: A Black Feminist Critique of
Antidiscrimination Doctrine, Feminist Theory and Antiracist Politics. University of Chicago Legal
Forum, 138-167.
Crenshaw, K. (1991). Mapping the Margins: Intersectionality, Identity Politics, and Violence against Women
of Color. Stanford Law Review, 43(6), 1241-1299.
Crooks, V., Owen, M., & Stone, S. (2012). Creating a (More) Reflexive Canadian Disability Studies: Our Teams
Account. Canadian Journal of Disability Studies, 1(3), 45-65.
Cuádraz, G. H., & Uttal, L. (1999). Intersectionality and In-depth Interviews: Methodological Strategies for
Analyzing Race, Class, and Gender. Race, Gender & Class, 6(3), 156-172.
Danforth, S., & Gabel, S. (2007). Vital Questions Facing Disability Studies in Education. New York: Peter
Lang Publishing.
Davies, B. (2014). Listening to Children. Being and Becoming. Abingdon, Oxon: Routledge.
Davies, B., & Gannon, S. (2006). Doing Collective Biography. Maidenhead: Open University Press.
Davis, K. (2008). Intersectionality as Buzzword: A Sociology of Science Perspective on What Makes a Feminist
Theory Successful. Feminist Theory, 9(1), 67-85.
De Schauwer, E. (2011). Participation of Children with Severe Communicative Difficulties in Inclusive
Education and Society (Unpublished doctoral dissertation). Proefschrift ingediend tot het behalen van
de academische graad van Doctor in de Pedagogische Wetenschappen, Universiteit Gent.
Deleuze, G. (1994). Difference and Repetition. London: Athlone Press.
Deleuze, G., & Guattari, F. (1987) A Thousand Plateaus. Capitalism and Schizophrenia. London: Continuum.
Drescher J. (2015). Out of DSM: Depathologizing Homosexuality. Behavioral sciences (Basel, Switzerland),
5(4), 565–575. https://doi.org/10.3390/bs5040565
Duggan, L. (2003). The Twilight of Equality?: Neoliberalism, Cultural Politics, and the Attack on Democracy.
Beacon Press.
Elliot, T. (1991). Making Strange What Had Appeared Familiar. The Monist, 77(4), 424-433.
European Commission, Directorate-General for Employment, Social Affairs and Inclusion, Grammenos, S.
(2021). European comparative data on Europe 2020 and persons with disabilities : labour market,
education, poverty and health analysis and trends, Publications Office of the European Union.
https://data.europa.eu/doi/10.2767/745317
Fine, M. (2007). Feminist Designs for Difference. In S. Hesse-Biber (Ed.), Handbook of Feminist Research:
Theory and Praxis. Sage, Thousand Oaks.
FRA, European Agency for Fundamental Rights. (2011). Δικαιώματα-κλειδιά των ατόμων με αναπηρία: μια
εισαγωγή.
https://fra.europa.eu/sites/default/files/fra_uploads/1741-disability_key%20rights_factsheet_EL.pdf
Garland-Thomson, R. (2005). Feminist Disability Studies. Signs, 30(2), 1557-1587.
Garneau, S. (2018). Intersectionality beyond feminism? Some methodological and epistemological
considerations for research. International Review of Sociology, 28(2), 321-335.
Goethals, T., De Schauwer, E. & Van Hove, G. (2015). Weaving Intersectionality into Disability Studies
Research: Inclusion, Reflexivity and Anti-Essentialism. DiGeSt. Journal of Diversity and Gender
Studies, 2(1-2), 75–94. https://doi.org/10.11116/jdivegendstud.2.1-2.0075
Goodley, D. & Van Hove, G. (2005). Another Disability Studies Reader? People with Learning Difficulties and
a Disabling World. Leuven/Apeldoorn: Garant.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
141
Goodley, D. (2000). Self-Advocacy in the Lives of People with «Learning Difficulties». Buckingham: Open
University Press.
Goodley, D. (2010). Disability Studies: an Interdisciplinary Introduction. London: Sage.
Grillo, T. (1995). Anti-Essentialism and Intersectionality: Tools to Dismantle the Masters House. Berkeley
Womens Law Journal, 10, 16-30.
Hancock, A. M. (2007a). Intersectionality as a Normative and Empirical Paradigm. Politics and Gender, 3(2),
248-253.
Hancock, A. M. (2007b). When Multiplication Doesnt Equal Quick Addition: Examining Intersectionality as a
Research Paradigm. Perspectives on Politics, 5(1), 63-79.
Hancock, A. M. (2019). Empirical intersectionality: A tale of two approaches. The Palgrave handbook of
intersectionality in public policy, 95-132.
Hankivsky, O., & Cormier, R. (2009). Intersectionality: Moving Womens Health Research and Policy Forward.
Vancouver: Womens Health Research Network.
Hankivsky, O., Reid, C., Cormier, R., Varcoe, C., Clark, N., Benoit, C., & Brotman, S. (2010). Exploring the
Promises of Intersectionality for Advancing Womens Health Research. International Journal for Equity
in Health, 9(5), 1-15.
Haynes, C., Joseph, N. M., Patton, L. D., Stewart, S., & Allen, E. L. (2020). Toward an understanding of
intersectionality methodology: A 30-year literature synthesis of Black womens experiences in higher
education. Review of Educational Research, 90(6), 751-787.
Hearn, J. (2011). Neglected Intersectionalities in Studying Men: Age(ing), Virtuality, Transnationality. In
Helma Lutz, Maria Teresa Herrera Vivar & Linda Supik (Eds.) Framing Intersectionality: Debates on
a Multi-Faceted Concept in Gender Studies. Farnham: Ashgate.
Jacob, J., Köbsell, S., & Wollrad, E. (2010). Gendering Disability. Intersektionale Aspekte von Behinderung
und Geschlecht. Bielefeld: Transkript Verlag.
Karmiris, M. (2022). Cripistemologies and resisting the calls to return to normal. Curriculum Inquiry, 52(4),
426–442. https://doi.org/10.1080/03626784.2022.2089005
Kemmis, S., & McTaggart, R. (2008). Participatory Action Research: Communicative Action and the Public
Sphere. In N. Denzin, & Y. Lincoln (Eds.) Strategies of Qualitative Inquiry. Sage, Thousand Oaks.
Krumer-Nevo, M. (2009). From Voice to Knowledge: Participatory Action Research, Inclusive Debate and
Feminism. International Journal of Qualitative Studies in Education, 22(3), 279-296.
Kuppers, P. (2011). Disability Culture and Community Performance: Find a Strange and Twisted Shape. New
York: Palgrave MacMillan.
Leonardi M., Bickenbach J., Ustun B. T., Kostanjsek N., Chatterji S., (2006). The definition of disability: what
is in a name? https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/17027711/
McCall, L. (2005). The Complexity of Intersectionality. Signs: Journal of Women in Culture and Society, 30(3),
1771-1800.
McRuer, R. (2006). Crip theory: Cultural signs of queerness and disability. New York University Press.
Medium.
(2019).
Identity
beyond
https://medium.com/dna-s-blog/identity-beyond-disability-3d59d19b1dad
Disability.
Mery Karlsson, M., & Rydström, J. (2023). Crip Theory: A Useful Tool for Social Analysis. NORA - Nordic
Journal
of
Feminist
and
Gender
Research,
31(4),
395–410.
https://doi.org/10.1080/08038740.2023.2179108
Nash, J. C. (2008). Re-thinking Intersectionality. Feminist Review, 89, 1-15.
Oliver, M. (1996a). Understanding disability: from Τheory to Practice. London: Macmillan.
142
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Oliver, M. (1996b). The Social Model in Context. In: Understanding Disability. London: Palgrave.
https://doi.org/10.1007/978-1-349-24269-6_4
Oliver, M. (1997). The Disability Movement Is a New Social Movement! Community Development Journal,
32(3), 244–51. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/44257345
Price, J., & Shildrick, M. (1998). Uncertain Thoughts on the Disabled Body. In M. Shildrick, & J. Price (Eds.)
Vital Signs: Feminist Reconfigurations of the Biological Body. Edinburgh: Edinburgh University Press.
Prins, B. (2006). Narrative Accounts of Origins. European Journal of Womens Studies, 13(2), 277-290.
Rice, C., Harrison, E., & Friedman, M. (2019). Doing justice to intersectionality in research. Cultural Studies↔
Critical Methodologies, 19(6), 409-420.
Rinaldi, J. (2013). Reflexivity in Disability Research: Disability between the Lines. Disability Studies
Quarterly, 33(2).
Sandahl, C. (2003). Queering the Crip or Cripping the Queer?: Intersections of Queer and Crip Identities in Solo
Autobiographical Performance. GLQ: A Journal of Lesbian and Gay Studies, 9(1), 25–56.
Schudde, L. (2018). Heterogeneous effects in education: The promise and challenge of incorporating
intersectionality into quantitative methodological approaches. Review of Research in Education, 42(1),
72-92.
Sen, G., Iyer, A., & Mukherjee, C. (2009). Methodology to Analyse the Intersections of Social Inequalities in
Health. Journal of Human Development and Capabilities, 10, 397-415.
Sixty-first session of the General Assembly by resolution A/RES/61/106. (2006). Convention on the Rights of
Persons
with
Disabilities.
United
Nations.
https://www.ohchr.org/en/instruments-mechanisms/instruments/convention-rights-personsdisabilities#:~:text=The%20purpose%20of%20the%20present,respect%20for%20their%20inherent%
20dignity.
Snyder, S. L., & Mitchell, D. T. (2006). The Eugenic Atlantic: Disability and the Making of an International
Science. Στο S. L. Snyder & D. T. Mitchell (Επιμ.), Cultural Locations of Disability (σ. 0). University
of Chicago Press. https://doi.org/10.7208/chicago/9780226767307.003.0004
Söder, M. (2009). Tensions, Perspectives and Themes in Disability Studies. Scandinavian Journal of disability
Research, 11(2), 67-81.
Sprague, J., & Hayes, J. (2000). Self-determination and empowerment: A feminist standpoint analysis of talk
about disability. American journal of community psychology, 28, 671-695.
Staunæs, D. (2003). Where Have All the Subjects Gone? Bringing Together the Concepts of Intersectionality
and Subjectification. Nordic Journal of Feminist and Gender Research, 2(11), 101-109.
Thomas, C. (2004). Developing the Social Relational in the Social Model of Disability: a Theoretical Agenda.
In C. Barnes, & G. Mercer. Implementing the Social Model of Disability: Theory and Research. Leeds:
The disability Press.
Tillman-Healy, L. M. (2003). Friendship as Method. Qualitative Inquiry, 9(5), 729-749.
Titchkosky, T. (2007). Reading & Writing Disability Differently: The Textured Life of Embodiment. Toronto:
University of Toronto Press.
Villa, P. (2011). Embodiment is Always More: Intersectionality, Subjection and the Body. Framing
Intersectionality. In H. Lutz, M. T. Herrera Vivar & L. Supik (Eds.) Framing Intersectionality: Debates
on a Multi-faceted Concept in Gender Studies. Farnham: Ashgate.
Walmsley, J. (2001). Normalisation, Emancipatory Research and Learning Disability, Disability and Society,
16(2), 187-205.
Walmsley, J., & Johnson, K. (2003). Inclusive Research with People with Learning Disabilities: Past, Present
and Futures. London/New York: Jessica Kingsley Publishers.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
143
Weber, L., & Parra-Medina, D. (2003). Intersectionality and Womens Health: Charting a Path to Eliminating
Health Disparities. In M. T. Segal, V. Demos, & J. J. Kronenfeld (Eds.) Advances in Gender Research:
Gendered Perspectives on Health and Medicine, 7(A). San Diego: Elsevier.
Αναστασόπουλος, Κ. (2017). Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. [Πτυχιακή εργασία]. Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ
Πελοποννήσου.
http://nestor.teipel.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/18412/%CE%A4%CE%95%CE%9B%CE%
99%CE%9A%CE%97_%28%CE%9A%29%2019-4-2017.pdf?sequence=1
Διοτίμα. (n.d.). Safeable. https://diotima.org.gr/cases/ypostirixi-se-epizonta-atoma-me-aisthitiriakes-anapiries/
ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ. (2020).
https://www.primeminister.gr/wp-content/uploads/2020/12/2020-ethniko-sxedio-drasis-amea.pdf
ΕΚΚΕ. (2023), Κατάσταση των Γυναικών με Αναπηρία και των Αναγκών Γονέων και Κηδεμόνων Παιδιών με
Αναπηρία https://www.kethi.gr/ereunes-meletes/ekponisi-ereynas-gia-tin-katastasi-ton-gynaikon-meanapiria-kai-ton-anagkon-goneon-kai-kidemonon-paidion-me-anapiria
Κανγκιλέμ, Ζ. (2007). Το Κανονικό και το Παθολογικό. μτφρ.: Φουρτούνης, Γ. Αθήνα: Νήσος.
Καράπα, Λ.
Ι. (2021).
Έμφυλη βία και
γυναίκες με
αναπηρία.
https://socialpolicy.gr/2021/11/έμφυλη-βία-και-γυναίκες-με-αναπηρία.html
Social
Policy.
Κοκόρη, Α. (2022). Τέσσερις γυναίκες με αναπηρία μιλούν για τo δικαίωμά τους στη σεξουαλική ζωή. ampa LIFO.
https://ampa.lifo.gr/gunaikes/tesseris-gynaikes-me-anapiria-miloyn-gia-to-dikaioma-toys-sti-sexoyaliki-zoi/
Προύντζου Σοφία Οδυσσέα (2021), Αναπηρία και ΛΟΑΤΚΙ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
https://ikee.lib.auth.gr/record/331871?ln=el
Σπηλιωτόπουλος, Α. (2022). 3 γυναίκες με αναπηρία μιλούν για το πώς είναι να ζουν στην Ελλάδα του σήμερα.
BOVARY. https://www.bovary.gr/faces/oramatistes/gynaikes-me-anapiria-stin-ellada
Τσιγκάνου, Ι., Σαρρής, Ν. (2023). ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΜΕ
ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ.
ΕΚΚΕ
ΚΕΘΙ.
https://www.kethi.gr/sites/default/files/attached_file/file/202303/ΕΠΙΤΕΛΙΚΗ%20ΣΥΝΟΨΗ%20ΕΡΕΥΝΑΣ%20ΓΙΑ%20ΤΗΝ%20ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ%20ΤΩΝ%20Γ
ΥΝΑΙΚΩΝ%20ΜΕ%20ΑΝΑΠΗΡΙΑ%20ΚΑΙ%20ΤΩΝ%20ΑΝΑΓΚΩΝ%20ΓΟΝΕΩΝ%20ΚΑΙ%20
ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ%20ΠΑΙΔΙΩΝ%20ΜΕ%20ΑΝΑΠΗΡΙΑ_0.pdf
Φωτοπούλου, Α. (2023). Μικρότερο το ποσοστό των γυναικών με αναπηρία που κάνουν προληπτικές εξετάσεις
για τον γυναικολογικό καρκίνο σε σύγκριση με τις άλλες γυναίκες. Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο
Ειδήσεων. https://www.amna.gr/macedonia/article/716029/Mikrotero-to-pososto-ton-gunaikon-meanapiria-pou-kanoun-proliptikes-exetaseis-gia-ton-gunaikologiko-karkino-se-sugkrisi-me-tis-allesgunaikes
3.2.6 Πρόσθετη προτεινόμενη βιβλιογραφία
Abbott, D., & Burns, J. (2007). Whats love got to do with it?: Experiences of lesbian, gay, and bisexual people
with intellectual disabilities in the United Kingdom and views of the staff who support them. Sexuality
Research & Social Policy, 4(1), 27.
Abbott, D. (2013). Nudge, nudge, wink, wink: love, sex and gay men with intellectual disabilities–a helping
hand or a human right?. Journal of Intellectual Disability Research, 57(11), 1079-1087.
Altermark, N. (2023). Crip Solidarity: Vulnerability as the Foundation of Political Alliances. International
Journal of Disability and Social Justice, 3, 27–48. https://doi.org/10.13169/intljofdissocjus.3.3.0027
Appleby, Y. (1994). Out in the margins. Disability & Society, 9(1), 19-32.
Atrey, S., & Dunne, P. (Eds.). (2020). Intersectionality and human rights law. Hart Publishing, an imprint of
Bloomsbury Publishing.
144
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Atrey, S. (2020). The Humans of Human Rights: From Universality to Intersectionality (SSRN Scholarly Paper
3542773). https://papers.ssrn.com/abstract=3542773
Bennett, J. (2022). Crip Theory. Στο Oxford Research
https://doi.org/10.1093/acrefore/9780190228613.013.1217
Encyclopedia
of
Communication.
Cappotto, C., & Rinaldi, C. (2016). Intersectionalities, dis/abilities and subjectification in deaf LGBT people:
An exploratory study in Sicily. InterAlia: Pismo poświęcone studiom queer, (11a), 68-87.
Council
of
Europe.
(n.d.).
Intersectionality
and
Multiple
Discrimination.
https://www.coe.int/en/web/gender-matters/intersectionality-and-multiple-discrimination
Dolmage, J. (2007). Review of Crip Theory: Cultural Signs of Queerness and Disability [Review of Crip
Theory: Cultural Signs of Queerness and Disability, συγγραφέας: R. McRuer]. JAC, 27(3/4), 844–850.
Duke, T. S. (2011). Lesbian, gay, bisexual, and transgender youth with disabilities: A meta-synthesis. Journal
of LGBT Youth, 8(1), 1-52.
Jenks, A. (2019). Crip theory and the disabled identity: Why disability politics needs impairment. Disability &
Society, 34(3), 449–469. https://doi.org/10.1080/09687599.2018.1545116
Miller, R. A. (2017). « My voice is definitely strongest in online communities»: Students using social media for
queer and disability identity-making. Journal of college student development, 58(4), 509-525.
Moumos, A. F. S., Alan Santinele Martino, Eleni. (2023). Cripping intellectual disability and sexuality in media
representations: Conundrums and possibilities. Στο Routledge Handbook of Sexuality, Gender, Health
and Rights (2ο έκδ.). Routledge.
OToole, C. J., & Bregante, J. L. (1992). Lesbians with disabilities. Sexuality and disability, 10(3), 163-172.
Shaikh, A. (2023) Intersectionality and human rights law, Australian Journal of Human Rights,
https://dx.doi.org/10.1080/1323238X.2023.2207211
Shakespeare, T., Gillespie-Sells, K., & Davies, D. (1996). The sexual politics of disability: Untold desires.
Burns & Oates.
Sinecka, J. (2008). I am bodied.I am sexual.I am human. Experiencing deafness and gayness: a story of a young
man. Disability & Society, 23(5), 475-484.
Toft, A., & Franklin, A. (2020). Identifying as young, disabled and bisexual within evangelical Christianity:
Abigails story.
Toft, A., Franklin, A., & Langley, E. (2019). Young disabled and LGBT+: Negotiating identity. Journal of
LGBT Youth, 16(2), 157-172.
Toft, A., Franklin, A., & Langley, E. (2020). Youre not sure that you are gay yet: The perpetuation of the phasein
the lives of young disabled LGBT+ people. Sexualities, 23(4), 516-529.
Toft, A. (2020a). Parallels and Alliances: The Lived Experiences of Young, Disabled Bisexual People. Journal
of Bisexuality, 20(2), 183-201.
Toft, A. (2020b). Identity Management and Community Belonging: The Coming Out Careers of Young
Disabled LGBT+ Persons. Sexuality & Culture, 1-20.
Truscan, I., Bourke-Martignoni, J. (2016). International Human Rights Law and Intersectional Discrimination.
The
Equal
Rights
Review.
16.
https://www.equalrightstrust.org/ertdocumentbank/International%20Human%20Rights%20Law%20a
nd%20Intersectional%20Discrimination.pdf
Αποστολίδου, Α. (2012). Σωματικές συνάφειες: αγωνιστικά σώματα και αναδυόμενες συλλογικότητες στην
ελληνική γκέι/ομοφυλοφιλική κοινότητα. Στο Αποστολέλλη Α. & Χαλκιά Α. Σώμα, Φύλο,
Σεξουαλικότητα: ΛΟΑΤΚ πολιτικές στην Ελλάδα (σσ.53-78). Αθήνα: Πλέθρον.
Καμπερίδου, Ειρήνη (2020). Γυναίκα με αναπηρία στον Αθλητισμό: «Διεκδικώ τα δικαιώματά μου!».
Κοινωνική αναπαράσταση αναπηρίας στον Aθλητισμό. Εισήγηση (μετά από πρόσκληση) στην
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
145
Ημερίδα Γυναίκα –Μητέρα – Αναπηρία & Αθλητισμός, 8 Μαρτίου, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος
Νιάρχος (Πύργος Βιβλίων), 17:00-21.00, υπό την επιστημονική επίβλεψη του Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Στάυρος Νιάρχος,
Αναγέννηση & Πρόοδος, και Sports Excellence της Α Ορθοπαιδικής Κλινικής του ΕΚΠΑ.
https://www.uoa.gr/anakoinoseis_kai_ekdiloseis/proboli_ekdilosis/imerida_gynaika_mitera_anapiria_
athlitismos/
Videos
Intersectionality & Disability, featuring Keri Gray, the Keri Gray Group https://www.fordfoundation.org/newsand-stories/videos/disability-demands-justice/intersectionality-disability-featuring-keri-gray-the-kerigray-group/
Η
αναπηρία
είναι
κουλ?
Konilo
https://www.youtube.com/watch?v=HTpao9XSVyI&ab_channel=Konilo
Talks
UNICEF GREECE, Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία | ο 10χρονος Παναγιωτάκης μιλάει στην κάμερα
της UNICEF https://www.youtube.com/watch?v=E4qbsiEKzVY&ab_channel=UNICEFGreece
SNFCC Stavros Niarchos Foundation Cultural Center, Small Talk: Αναπηρία & Προσβασιμότητα | SNFCC
https://www.youtube.com/watch?v=Rk5E7vw4L4E&ab_channel=SNFCCStavrosNiarchosFoundatio
nCulturalCenter
OW, Η περιπέτεια της Κατερίνας Βρανά | Τι κάνεις όταν μια αναπηρία σου αλλάζει τη ζωή;
https://www.youtube.com/watch?v=Z2JgWIsg-cw&ab_channel=OW
Onassis Foundation, Disability and Culture. Visibility and Representation. | Society Uncensored 02
https://www.youtube.com/watch?v=SPKKJXeABp0&ab_channel=OnassisFoundation
Σχολείο Κωφών , ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ
ΑΝΑΠΗΡΙΑ
«βλέπω...νιώθω....ακούω»
https://www.youtube.com/watch?v=Qat49QQShOc&ab_channel=sholeiokofon
LIFO
TV, Ένας νέος με φωκομέλεια μιλά για τη διαφορετικότητα
https://www.youtube.com/watch?v=ng9mliPKYWc&ab_channel=LiFOTV
και
την
αναπηρία
ΕΡΤ NEWS, «Επικίνδυνη αναπηρία»: Γυναίκες που αναμετρώνται με την αναπηρία στο ελληνικό περιβάλλον
(video)
https://www.ertnews.gr/eidiseis/ellada/kinonia/epikindyni-anapiria-gynaikes-poyanametrontai-me-tin-anapiria-sto-elliniko-perivallon-video/
146
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.3 Χοντρότητα
Επιμέλεια κεφαλαίου: Fat Unicorns
Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό αναλύεται το «fat shaming», το οποίο αποτελεί κατ’ ουσίαν υποσύνολο της ευρύτερης έννοιας
του «body shaming». Για την κατανόηση της ως άνω έννοιας, γίνεται ευρύτερη συζήτηση της χοντρότητας, η
οποία αποτελεί την περιγραφική έννοια, και της χοντροφοβίας, που αναφέρεται στον παθολογικό φόβο απέναντι
στη χοντρότητα. Η υποτιμητική στάση απέναντι στα χοντρά άτομα και ο χλευασμός τους λόγω της εικόνας του
σώματός τους αποτελεί έναν βασικό παράγοντα ανάδειξης ψυχολογικών και, ευρύτερα, κοινωνικών
προβλημάτων. Ειδικά, είναι εξαιρετικά συχνή η περίπτωση όπου η αρνητική αυτή συμπεριφορά στοχοποιεί άτομα
λόγω του βάρους τους και διά τούτο γίνεται λόγος για «fat shaming». Στο ανά χείρας κεφάλαιο συζητούνται τόσο
τα γενικά ζητήματα που σχετίζονται με αυτή την έννοια, όσο και οι σχετικές εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο. Στη
συνέχεια, παρουσιάζονται οι νομικές εξελίξεις γύρω από αυτή την έννοια και ιδίως γύρω από την πρακτική του
εκφοβισμού που εσωκλείεται στο φαινόμενο αυτό.
Προαπαιτούμενη γνώση
Για την παρακολούθηση του παρόντος κεφαλαίου δεν υπάρχουν προαπαιτούμενα. Απευθύνεται σε κάθε
ενδιαφερόμενο άτομο το οποίο επιζητά να γνωρίσει περισσότερα επί του θέματος.
Μαθησιακά αποτελέσματα
Με το πέρας της ανάγνωσης του παρόντος κεφαλαίου, το αναγνωστικό κοινό θα είναι σε θέση:
-
να κατανοεί τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη χοντρότητα,
να αναγνωρίζει τη διάκριση που υφίστανται τα άτομα με βάση το πάχος,
να γνωρίζει τις βασικές νομικές εξελίξεις γύρω από ζητήματα που σχετίζονται με τη διάκριση των ατόμων
επί τη βάσει των σωματικών τους χαρακτηριστικών.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
147
3.3.1. Ορολογία50
Χοντρότητα
Η κατάσταση όπου ένα άτομο έχει περισσότερα κιλά από όσα είναι κοινωνικά
«αποδεκτό», όπου είναι δηλαδή παχύτερο από το κοινωνικά αποδεκτό,
ανεξαρτήτως του πραγματικού του μεγέθους. Η λέξη «χοντρότητα» και
«χοντρός/ή/ό» στο παρόν κεφάλαιο έχει ουδέτερη, περιγραφική, και όχι αρνητική
χροιά καθώς έχει επανοικειποιηθεί από την κοινότητα.
Μικρό πάχος
(Small fat)*
Αναφέρεται σε άτομα που φορούν τα μικρότερα μεγέθη από το φάσμα των
υπερμεγέθων ρούχων. Συνήθως δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εύρεση
ρουχισμού που να καλύπτει τις ανάγκες τους.
Μεσαίο πάχος
(Mid fat)*
Αναφέρεται σε άτομα που βρίσκονται στο μέσο του φάσματος των υπερμεγέθων
ρούχων. Αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εύρεση ρούχων που να καλύπτουν τις
ανάγκες τους και γίνονται αποδέκτες κοινωνικών και δομικών διακρίσεων που
σχετίζονται με το μέγεθος των ρούχων που φορούν.
Μεγάλο πάχος
(Large fat ή Lane
Bryant fat)*
Πρόκειται για άτομα που αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα στην εύρεση
ρούχων που να καλύπτουν τις ανάγκες τους και πέφτουν θύματα τόσο κοινωνικών
όσο και δομικών διακρίσεων με βάση το μέγεθος του ρούχου. Εντούτοις, αυτή η
κατηγορία ατόμων μπορεί ακόμα να βρει ρούχα στο μέγεθός της σε ένα κατάστημα
Lane Bryant, κατάστημα γυναικείων ενδυμάτων μεγάλου μεγέθους, απ’ όπου και
πήρε το όνομά της.
Superfat
(Υπερπάχος)*
Αναφέρεται σε άτομα που δέχονται διαφόρων μορφών διακρίσεις με βάση το
πάχος τους. Μεταξύ άλλων, δεν μπορούν να βρουν ρούχα στο μέγεθός τους, ενίοτε
δεν τους επιτρέπεται η πρόσβαση σε δημόσιους χώρους ή σε ιατρική περίθαλψη.
Infinifat
(Άπειρο πάχος)*
Αναφέρεται στα άτομα που κανένα μέγεθος ρούχου δεν καλύπτει τις ανάγκες τους.
Πρόκειται για όρο συμπληρωματικό, ο οποίος υπέρκειται του «superfat».
Death fat
(Θανάσιμο πάχος)*
Ο όρος αυτός αποτελεί την ακραία εκδοχή του «infinifat» και επιχειρεί να
αποτελέσει σάτιρα αναφορικά με τους υποτιθέμενους κινδύνους που κρύβει το
αυξημένο πάχος για την υγεία.
Χοντροφοβία
Η αρνητική προκατάληψη απέναντι στα χοντρά άτομα. Η χοντροφοβία μπορεί να
εκδηλωθεί μη λεκτικά, λεκτικά, αλλά και με σωματική βία.
Fat shaming
Fat shaming είναι ο υποβιβασμός, η χλεύη και η γελοιοποίηση χοντρών ατόμων,
αλλά και η σωματική βία εναντίον τους, επειδή είναι χοντρά.
Body shaming
Μορφή εκφοβισμού, που είτε λαμβάνει χώρα διά ζώσης, είτε διαδικτυακά.
Ειδικότερα, με τον όρο «body shaming», εννοούμε την πράξη ή την τακτική να
κρίνουμε αρνητικά κάποιο άτομο με βάση την εικόνα του σώματός του, με
αποτέλεσμα να αισθάνεται πολύ άσχημα για το σώμα και την εξωτερική του
εμφάνιση. Κατά κανόνα, τα άτομα δέχονται την πιο δριμεία κριτική και
Θα πρέπει να σημειωθεί πως σε κάποια σημεία του κειμένου παρουσιάζεται και ορολογία η οποία είναι
παθολογικοποιητική για την κοινότητα. Γνωρίζουμε ότι δυστυχώς ακόμη στον νομικό χώρο είναι πολύ συχνό το φαινόμενο
της χρήσης ορολογίας μη αποδεκτής από την κοινότητα γι’ αυτό και έχουμε συμπεριλάβει παρωχημένους όρους όπως τους
έχουμε βρει σε διάφορα κείμενα νομικά και μη (πάντα με σχετική αναφορά στο γεγονός ότι είναι παθολογικοποιητικοί και
δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται) και τους αποδεκτούς που στηρίζονται στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
καθώς ο οδηγός σκοπεύει να ενημερώσει και να ξεκαθαρίσει τι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται και τι πρέπει. Προσοχή!
όροι που θεωρούνται στιγματιστικοί ή προβληματικοί για την κοινότητα φέρουν το σύμβολο του αστερίσκου (*).
50
148
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
αισθάνονται ντροπή για το σώμα τους όταν είναι υπέρβαρα, ή λιποβαρή, ή όταν
δεν ταιριάζει ο δικός τους σωματότυπος με την κυρίαρχη, κάθε φορά, άποψη της
κοινωνίας για την «ιδανική» εικόνα σώματος.
Προκαταλήψεις
λόγω βάρους
(Weight bias)
Αρνητικές στάσεις και πεποιθήσεις για τους άλλους οι οποίες προκύπτουν από
λανθασμένες αντιλήψεις και στερεότυπα σχετικά με το βάρους τους.
Στιγματισμός
λόγω πάχους
(Fat stigma)
Ενέργειες κατά των χοντρών ατόμων που μπορεί να προκαλέσουν αποκλεισμό και
περιθωριοποίηση οδηγώντας σε ανισότητες, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση
που χοντρά άτομα δεν λαμβάνουν επαρκή υγειονομική περίθαλψη ή υφίστανται
διακρίσεις στον χώρο εργασίας ή στο εκπαιδευτικό περιβάλλον.
Διακρίσεις με βάση
την εξωτερική
εμφάνιση
(Appearance
discrimination)
Πρόκειται για διακρίσεις που σχετίζονται με την εξωτερική εμφάνιση του ατόμου
και αφορούν την άνιση μεταχείρισή του λόγω αυτής. Εν προκειμένω, μπορεί να
γίνει λόγος για άνιση μεταχείριση του ατόμου εξαιτίας του πάχους του.
Κουλτούρα
της δίαιτας
Αφορά τη νοοτροπία που θέλει το αδύνατο σώμα να είναι δείκτης ομορφιάς και
αυτοσκοπός που πρέπει να επιτευχθεί με οποιοδήποτε κόστος.
Πηγές
Zoller, Ch. (2021). What Terms Like «Superfat» and «Small Fat» Mean, and How They Are Used. teenvogue.
https://www.teenvogue.com/story/superfat-small-fat-how-they-are-used
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
149
3.3.2 Γενικό πλαίσιο
Το body shaming51 αφορά την τάση των ανθρώπων να κριτικάρουν άλλους/ες/α ή και τον εαυτό/την εαυτή/το
εαυτό τους σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση και κυρίως με την εμφάνιση του σώματος. Η τάση αυτή, σε
συνδυασμό με την ταχύτατη ανάπτυξη της τεχνολογίας, έχει συμβάλει στη βιομηχανοποίηση του σώματος. Τα
social media, αλλά και τα lifestyle περιοδικά, προωθούν συνεχώς τρόπους βελτίωσης της εξωτερικής μας
εμφάνισης, του πώς να χάσουμε εύκολα και γρήγορα κιλά αλλά και πώς να μοιάσουμε στα πρότυπα που
επιβάλλουν οι διαφημιστικές εταιρείες και η βιομηχανία του θεάματος. Με αυτό τον τρόπο, καλλιεργείται η
ιδέα πως η αποδοχή του εαυτού/της εαυτής μας αλλά και η αποδοχή από τους άλλους/τις άλλες/τα άλλα,
προκύπτει από τη διατήρηση και τη φροντίδα ενός ωραίου –όχι απαραίτητα υγιούς– σώματος, ενός
σωματότυπου με ιδανικές αναλογίες (Βλ. Εικόνες 3.3.1, 3.3.3). Το fat-shaming, το οποίο ανήκει στην ομπρέλα
του body shaming, είναι μία συναισθηματική εμπειρία που απορρέει από τις αντιλήψεις (στερεότυπα,
προκαταλήψεις) ότι κάποιο άτομο έχει αποτύχει να ικανοποιήσει τα καθορισμένα κοινωνικά πρότυπα για το
σώμα του. H προκατάληψη με βάση το πάχος του ατόμου ορίζεται ως το σύνολο των αρνητικών στάσεων και
πεποιθήσεων απέναντι στους/ις/α άλλους/ες/α εξαιτίας του βάρους τους. Αυτές οι αρνητικές στάσεις
εκδηλώνονται με στερεότυπα ή/και προκαταλήψεις απέναντι σε άτομα που είναι υπέρβαρα και γίνονται
αντιληπτά ως παχύσαρκα. Η εσωτερικευμένη προκατάληψη με βάση το βάρος του ατόμου ορίζεται ως η κατοχή
αρνητικών πεποιθήσεων για τον εαυτό μας εξαιτίας του βάρους ή του μεγέθους μας. Η προκατάληψη με βάση
το βάρος του ατόμου μπορεί να οδηγήσει στο στίγμα του πάχους, το οποίο αποτελεί κοινωνικό σημάδι ή ετικέτα
που αποδίδεται σε ένα άτομο που πέφτει θύμα προκατάληψης (Βλ. Εικόνα 3.3.2). Το στίγμα του πάχους
περιλαμβάνει ενέργειες κατά των χοντρών ατόμων που μπορεί να προκαλέσουν αποκλεισμό, περιθωριοποίηση
και να οδηγήσουν σε ανισότητες, όπως για παράδειγμα, όταν τα χοντρά άτομα δεν λαμβάνουν επαρκή
υγειονομική περίθαλψη ή όταν υφίστανται διακρίσεις σε βάρος τους στον εργασιακό χώρο ή σε εκπαιδευτικά
πλαίσια.
Παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι τα άτομα που δεν είναι ικανοποιημένα με το σώμα τους είναι πιο
πιθανό να εμπλακούν σε συζητήσεις περί πάχους (Sharpe et al., 2013), εντούτοις έχουν αναπτυχθεί διάφορες
εικασίες σχετικά με τη φύση αυτής της συσχέτισης (βλ. Gapinski et al., 2003· Jones, 2011· Salk & EngelnMaddox, 2011). Σε μια διαθεματική, διαχρονική και πειραματική αξιολόγηση της συσχέτισης μεταξύ των
συζητήσεων περί πάχους και της αρνητικής αυτό-εικόνας των ατόμων σχετικά με το σώμα τους, διερευνήθηκε
ενδελεχώς αυτή η συσχέτιση ώστε να κατανοηθούν καλύτερα οι συνέπειες που έχει στην ψυχοσύνθεση των
ατόμων (Mills & Fuller-Tyszkiewicz, 2017). Φάνηκε ότι η συζήτηση περί πάχους σχετίζεται διαθεματικά με
ένα ευρύτερο φάσμα συνιστωσών της εικόνας του σώματος πέρα από την απλή δυσαρέσκεια για το σώμα.
Επιπλέον, παρά τις διάφορες ανησυχίες σχετικά με τους περιορισμούς των υφιστάμενων διαχρονικών μελετών,
τα ήδη διενεργηθέντα πειραματικά και διαχρονικά ευρήματα υποδηλώνουν ότι η συζήτηση περί πάχους
αποτελεί περισσότερο παράγοντα κινδύνου για διαταραχές της εικόνας του σώματος παρά αποτέλεσμα αυτών
(Mills & Fuller-Tyszkiewicz, 2017).
Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η συζήτηση περί πάχους αναδύεται προκειμένου να μειωθεί η
δυσαρέσκεια που νιώθει ένα άτομο απέναντι στην εμφάνισή του (βλ. Engeln-Maddox et al., 2012· Tucker et
al., 2007). Ωστόσο, υποστηρίζεται ότι η προσέγγιση αυτή δεν πετυχαίνει αυτό τον στόχο, επειδή η πράξη της
υποτίμησης της εμφάνισης ενός ατόμου στρέφει την προσοχή στα αντιληπτά ελαττώματα του ατόμου,
ενθαρρύνοντας έτσι αρνητικούς προβληματισμούς για την εμφάνισή του (Gapinski et al., 2003· Salk & EngelnMaddox, 2012). Ακόμη, η συζήτηση περί πάχους στρέφει περισσότερο την προσοχή στην εμφάνιση και είναι
ικανή να προάγει την αρνητική εικόνα του σώματος με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς είναι η μετάδοση
του ιδεώδους του αδύνατου ατόμου (Mills & Fuller-Tyszkiewicz, 2017). Όσο η συζήτηση περί πάχους αποτελεί
απάντηση σε αρνητικές εμπειρίες σχετικά με την εικόνα του σώματος, φαίνεται ότι χρησιμεύει για την
παράταση της εστίασης στην εμφάνιση, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα ενεργοποίησης ανθυγιεινών
σχημάτων και συμπεριφορών που σχετίζονται με την εμφάνιση. Επί παραδείγματι, η υποτίμηση του εαυτού ή
η υποτίμηση ενός άλλου ατόμου επειδή δεν ανταποκρίνεται στο ιδεώδες του αδύνατου ενισχύει τη σημασία
αυτού του ιδεώδους, ενώ, αντίθετα, αυτό θα έπρεπε να αμφισβητείται (Stice et al., 2013· Stice et al., 2000). Η
εστίαση στις αρνητικές πτυχές της εμφάνισης ενός άλλου ατόμου μπορεί να ενθαρρύνει τον προβληματισμό
σχετικά με τους τομείς ανησυχίας που έχει ο ακροατής για τη δική του εμφάνιση. Περαιτέρω, η πράξη αυτή
περιλαμβάνει, επίσης, τον έλεγχο της δικής του εμφάνισης ή της εμφάνισης των άλλων και, επομένως, δεν
51
Δες «Άλλες μορφές body shaming» στο τέλος του κεφαλαίου.
150
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι όσοι επιδίδονται σε περί πάχους συζητήσεις επιδίδονται συνήθως σε
συμπεριφορές παρατήρησης και σύγκρισης σωμάτων.
Έχουν γίνει προσπάθειες για την αναθεώρηση των παραδεδεγμένων κοινωνικο-πολιτισμικών μοντέλων
της εικόνας του σώματος ώστε να διευρυνθούν οι πηγές και η φύση της κοινωνικής επιρροής στην εικόνα του
σώματος. Για παράδειγμα, έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για το ρόλο που διαδραματίζουν το Facebook και άλλες
πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης στη διαιώνιση του ιδεώδους του αδύνατου ατόμου και στην πρόκληση
συναισθημάτων δυσαρέσκειας στους χρήστες (βλ. Puccio et al., 2016· Rodgers et al., 2013). Ομοίως, αυξάνεται
η συνειδητοποίηση ότι τα διφορούμενα ή ακόμη και τα θετικά διατυπωμένα σχόλια σχετικά με την εμφάνιση
μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην εικόνα του σώματος. Χρειάζονται περισσότερες αναλύσεις ώστε να
αξιολογηθούν οι εικασίες σχετικά με τη συσχέτιση ανάμεσα στις συζητήσεις περί πάχους και στα μοντέλα της
εικόνας του σώματος (Mills & Fuller-Tyszkiewicz, 2017).
Το στίγμα του πάχους είναι πανταχού παρόν. Λεπτομερείς μελέτες που αναφέρονται στην κατάσταση
στην Ευρώπη γενικά λείπουν, αλλά μια μελέτη από χώρα της Δυτικής Ευρώπης διαπίστωσε ότι το 18,7% των
ατόμων που γίνονται αντιληπτά ως παχύσαρκα βίωναν στίγμα. Για πολύ χοντρά (superfat) άτομα, το ποσοστό
ήταν πολύ υψηλότερο φτάνοντας το 38% (Sikorski et al., 2016). Ακόμη, υπάρχει έλλειψη πολυεθνικών μελετών
που να συγκρίνουν συμπεριφορές με βάση το βάρος, αλλά μια πιο πρόσφατη μελέτη που αφορούσε τις ΗΠΑ,
τον Καναδά, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα
των συμπεριφορών που αποτελούν έκφραση της προκατάληψης με βάση το βάρος του ατόμου είναι παρόμοια
σε όλες τις χώρες. Τα χοντρά άτομα βιώνουν το στίγμα από εκπαιδευτικούς, εργοδότες, επαγγελματίες υγείας,
ΜΜΕ, ακόμη και από φίλους και συγγενείς (Puhl et al., 2021).
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
151
Εικόνα 3.3.1 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.pexels.com/el-gr/photo/13765631/
152
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Στοιχεία από το Κέντρο Rudd για την Πολιτική Τροφίμων και Παχυσαρκίας δείχνουν ότι:
●
τα χοντρά παιδιά σχολικής ηλικίας έχουν 63% μεγαλύτερη πιθανότητα να πέσουν θύματα εκφοβισμού,
●
το 54% των χοντρών ενηλίκων αναφέρουν ότι έχουν στιγματιστεί από συναδέλφους,
●
το 69% των χοντρών ενηλίκων αναφέρουν εμπειρίες στιγματισμού από επαγγελματίες υγείας (Sikorski
et al., 2016).
Αν και τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες βιώνουν την πίεση και το στίγμα της παχυσαρκίας, οι γυναίκες
βιώνουν περισσότερο την ψυχοπαθολογία που σχετίζεται με τη διατροφή. Αναφέρουν ότι βιώνουν περισσότερο
τον στιγματισμό του βάρους και εσωτερικεύουν την προκατάληψη με βάση το κοινωνικά αποδεκτό βάρος
περισσότερο από τους άνδρες. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συχνά
διαιωνίζουν στερεοτυπικές απεικονίσεις των χοντρών ανθρώπων και ενισχύουν την κοινωνική αποδοχή της
προκατάληψης με βάση το βάρος του ατόμου. Μελέτες στις ΗΠΑ δείχνουν ότι το 72% των εικόνων των ΜΜΕ
και το 77% των βίντεο στιγματίζουν τα χοντρά άτομα (Sikorski et al., 2016). Ευρωπαϊκές μελέτες δείχνουν ότι
η διαμόρφωση της εικόνας από τα ΜΜΕ των χοντρών ατόμων δίνει μεγάλη έμφαση στην ατομική ευθύνη και
μπορεί να συμβάλει σε μια κουλτούρα προκατάληψης και στίγματος. Η έρευνα δείχνει ότι ένα πολύ μεγάλο
ποσοστό των συζητήσεων σχετικά με την παχυσαρκία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιδίως στο Χ (πρώην
Twitter) και στο Facebook, αποπνέουν ένα αίσθημα ντροπής για την ύπαρξη περιττού βάρους και λίπους
(Sikorski et al., 2016). Η διαπόμπευση, η παρενόχληση ή η κριτική των ανθρώπων για το βάρος τους ή/και τις
διατροφικές τους συνήθειες χρησιμοποιείται συχνά στα ΜΜΕ για να παρακινήσουν τους ανθρώπους να
αλλάξουν τη συμπεριφορά τους. Οι έρευνες δείχνουν ότι το fat-shaming έχει το αντίθετο αποτέλεσμα (Sikorski
et al., 2016). Η δημιουργία αυτού του αισθήματος ντροπής για την ύπαρξη πάχους στο σώμα του ατόμου
προκαλεί άγχος και μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στην υπερκατανάλωση τροφής και στην αποφυγή της
σωματικής δραστηριότητας.
Το στίγμα αποτελεί βασική αιτία των ανισοτήτων στην υγεία και ένα πρόσθετο βάρος που πλήττει τους
ανθρώπους πάνω και πέρα από τις όποιες βλάβες θα μπορούσε να επιφέρει το αυξημένο σωματικό τους βάρος.
Σε αντίθεση με άλλες μορφές στιγματισμού (λόγω φυλής, κοινωνικής τάξης, ικανότητας, φύλου, σεξουαλικού
προσανατολισμού κ.λπ.), το στίγμα του πάχους συνδέεται με σημαντικές φυσιολογικές και ψυχολογικές
συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης κατάθλιψης και του άγχους, της διαταραγμένης διατροφής
και της μειωμένης αυτοεκτίμησης. Το στίγμα του πάχους μπορεί επίσης να επηρεάσει την ποιότητα της
φροντίδας για τους ασθενείς με κλινική παχυσαρκία, οδηγώντας τελικά σε αρνητικά αποτελέσματα για την
υγεία και στην αύξηση του κινδύνου θνησιμότητας.
Συγκεκριμένα, η προκατάληψη ως προς το βάρος του ατόμου και το στίγμα του πάχους σχετίζονται με:
●
την κακή εικόνα του σώματος και τη δυσαρέσκεια για το σώμα,
●
τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση,
●
το αίσθημα αναξιότητας και μοναξιάς,
●
τις αυτοκτονικές σκέψεις και πράξεις,
●
την κατάθλιψη, το άγχος και άλλες ψυχολογικές διαταραχές,
●
τα δυσπροσαρμοστικά διατροφικά πρότυπα,
●
την αποφυγή της σωματικής δραστηριότητας,
●
την παθοφυσιολογία που προκαλείται από το άγχος,
●
την αποφυγή ιατρικής περίθαλψης.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
153
Εικόνα 3.3.2 (Φωτογραφία από Anna Tarazevich), το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/5910757/
Όλο και περισσότερα στοιχεία δείχνουν ότι τα χοντρά άτομα μπορεί να εσωτερικεύουν συμπεριφορές που
προκαλούνται από, αλλά και ανατροφοδοτούν, την προκατάληψη με βάση το βάρος του ατόμου, που οδηγούν
σε αυτοκατευθυνόμενη ντροπή και στερεότυπα για τον εαυτό τους/την εαυτή τους/το εαυτό τους. Η
εσωτερίκευση των προκαταλήψεων ως προς το βάρος μπορεί επίσης να έχει σοβαρές συνέπειες για το άτομο,
καθώς είναι πιο πιθανό να αναφέρει ότι η υγεία του βρίσκεται σε κακή κατάσταση και η ποιότητα ζωής του
είναι κακή, να παρουσιάζει αδηφαγία και να έχει δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές υγείας (Ratcliffe &
Ellison, 2015).
Σχετικά με την αντιμετώπιση της προκατάληψης βάρους και του στίγματος γύρω από την παχυσαρκία,
η Επιτροπή του ΠΟΥ για τον Τερματισμό της Παιδικής Παχυσαρκίας αναγνώρισε ότι το πάχος στα παιδιά
συνδέεται με τον στιγματισμό και το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε επίσης ότι η
κυβέρνηση και η κοινωνία έχουν ηθική ευθύνη να ενεργήσουν για λογαριασμό των παιδιών για τη μείωση των
υγειονομικών και κοινωνικών συνεπειών της παχυσαρκίας. Κατά την έγκριση της έκθεσης της Επιτροπής και
την υιοθέτηση των συστάσεών της μέσω μιας Παγκόσμιας Συνέλευσης για την Υγεία, τα κράτη μέλη
αναγνώρισαν ότι οι διακρίσεις εις βάρος των χοντρών παιδιών από τους επαγγελματίες υγείας και άλλους
φορείς είναι απαράδεκτες και ότι ο στιγματισμός και ο εκφοβισμός πρέπει να αντιμετωπιστούν. Το
Περιφερειακό Γραφείο του ΠΟΥ για την Ευρώπη μπορεί να συνεργαστεί με τα κράτη μέλη με πολλούς
διαφορετικούς τρόπους και μέσω διαφόρων πολιτικών πλαισίων για να διασφαλιστεί ότι η προκατάληψη ως
προς το βάρος και το στίγμα της παχυσαρκίας στα παιδιά και τους ενήλικες αντιμετωπίζονται κατάλληλα με
εθνικές δραστηριότητες στον τομέα της δημόσιας υγείας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, ειδικότερα, μέσω:
154
●
της έρευνας: συνεργασία με ερευνητές/ερευνήτριες/ερευνητά και εμπειρογνώμονες/ισσες/α για τον
εντοπισμό και την επικύρωση προσεγγίσεων για τη μείωση της προκατάληψης με βάση το βάρος του
ατόμου και του στίγματος του πάχους,
●
της ανταλλαγής: ανταλλαγή γνώσεων και βέλτιστων πρακτικών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο,
●
της ιεράρχησης προτεραιοτήτων: διερεύνηση τρόπων για την ανάδειξη των ανησυχιών σχετικά με την
προκατάληψη με βάση το βάρος του ατόμου και το στίγμα του πάχους σε διάφορους χώρους,
συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας πολιτικής, της εκπαίδευσης και της υγείας. Ορισμένα
παραδείγματα για τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα
περιγράφονται παρακάτω.
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Όσον αφορά τις διακρίσεις, είναι σημαντικό να γίνει αναφορά σε έρευνα που διεξήχθη και βασίστηκε σε δείγμα
που ξεπερνούσε τους 6.000 ενήλικες. Πρόκειται για μια μελέτη που αφορά Αμερικανούς ηλικίας 50 ετών και
άνω και τους/τις συζύγους τους. Οι συμμετέχοντες έδωσαν, τόσο το 2006 όσο και το 2010, στοιχεία για τη
σωματική, νοητική και συναισθηματική τους υγεία, καθώς και για εμπειρίες τους που αφορούσαν διαφορετικά
είδη διακρίσεων. Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ενώ είναι γνωστό πόσο επιβλαβείς μπορούν να είναι
οι διακρίσεις που βασίζονται στην εθνικότητα και το φύλο, εντούτοις ήταν εκπληκτική η διαπίστωση ότι οι
αντιλαμβανόμενες διακρίσεις βάσει μεταβαλλόμενων χαρακτηριστικών, όπως η ηλικία και το βάρος, επέφεραν
πιο διάχυτες επιδράσεις στην υγεία σε σύγκριση με τα σταθερότερα χαρακτηριστικά (Sutin et al., 2014). Πιο
συγκεκριμένα, άλλη έρευνα έδειξε ότι αυξημένα επίπεδα νευρωτισμού συνδέονται με παρερμηνείες ως προς το
αντιλαμβανόμενο βάρος του ατόμου ειδικά στις γυναίκες. Ενώ σε άνδρες βρέθηκε ότι αυτή η παρερμηνεία ως
προς το βάρος μπορεί να οδηγεί σε αυξημένη εξωστρέφεια (Sutin & Terracciano, 2016).
Το 2021, στην Ευρώπη, με αφορμή την Ημέρα Ζωής για την Παχυσαρκία και την Ημέρα Πρώτα ο
Άνθρωπος, ο Ευρωπαϊκός Συνασπισμός για τα Άτομα που ζουν με Παχυσαρκία (ECPO) και τα μέλη του, τα
οποία ζητούν να μπει ένα τέλος στις διακρίσεις και το στίγμα λόγω βάρους, ανέπτυξαν την πρώτη
πανευρωπαϊκή τράπεζα εικόνων με φωτογραφίες χοντρών ατόμων. Περισσότερες από 250 επαγγελματικές και
ελεύθερες προς χρήση φωτογραφίες είναι άμεσα διαθέσιμες για να υποστηρίξουν τους συντάκτες στην επιλογή
λιγότερο στιγματιστικών εικόνων για χρήση σε εφημερίδες και περιοδικά. Οι φωτογραφίες, τραβηγμένες σε
διάφορα περιβάλλοντα, επιλέχθηκαν από περισσότερες από 1.000 που υποβλήθηκαν από 12 χώρες. Σύμφωνα
με την Kremlin Wickramasinghe, εκτελούσα χρέη επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Γραφείου του ΠΟΥ για τις μη
παθολογικές νόσους, η τράπεζα εικόνων θα είναι πολύ χρήσιμη για τα κράτη μέλη και όλους τους άλλους
ενδιαφερόμενους φορείς ως προς τη δημιουργία αυτών των προτύπων και σε ό,τι αφορά τα ίδια τα ΜΜΕ για
τη χρήση αυτών των μη στιγματιστικών εικόνων. Επιπρόσθετα, η Sólveig Sigurðardóttir δήλωσε ότι η
προκατάληψη με βάση το βάρος του ατόμου έχει σημαντικές συνέπειες στη φυσιολογία και την ψυχολογία του,
οδηγώντας σε αυξημένη κατάθλιψη και άγχος, διατροφικές διαταραχές και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Στο πλαίσιο
της υγειονομικής περίθαλψης μπορεί επίσης να επηρεάσει την ποιότητα της περίθαλψης των ασθενών με
παχυσαρκία (EASO, 2021).
Σε αυτό το κείμενο χρησιμοποιούνται όροι, όπως η «παχυσαρκία», για την περιγραφή κλινικών
περιπτώσεων και με δεδομένο ότι πρόκειται για όρους που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιβλιογραφία
αναφορικά με τα χοντρά άτομα και την υγεία. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι τέτοιοι όροι μπορεί να είναι
στιγματιστικοί για αυτά τα άτομα και δεν θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη η χρήση τους στον καθημερινό
λόγο. Μέχρι πρόσφατα στην ιατρική εκπαίδευση και πρακτική, οι γιατροί προσπαθούσαν να παρακινήσουν
τους ασθενείς να αλλάξουν τις συμπεριφορές τους και τον τρόπο ζωής τους. Περιέγραφαν λεπτομερώς τις
συνέπειες του υπερβολικού βάρους, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων για σοβαρές επιπλοκές και
πρόωρο θάνατο. Παρόλο που η περιγραφή των πραγματικών συνεπειών ως συμβουλευτική προσέγγιση για την
απώλεια βάρους μπορεί να προκαλέσει φόβο και ντροπή σε ορισμένα άτομα, η εφαρμογή της θεωρήθηκε
αποδεκτή αν γινόταν για τους σωστούς λόγους. Εντούτοις, αυτές οι τεχνικές δεν είναι πάντα αποτελεσματικές
και μπορεί να είναι επιζήμιες για τους αποδέκτες τους (Sackett & Dajani, 2019). Επιπλέον, είναι γεγονός ότι ο
ιατρικός λόγος εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις βαθιά εξουσιαστικός και εμποτισμένος με την προκατάληψη
περί πάχους, ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες το άτομο έχει απευθυνθεί στο ιατρικό προσωπικό για κάποιο
εντελώς διαφορετικό ζήτημα υγείας (Puhl et al., 2013). Στο 125ο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής
Ψυχολογικής Εταιρίας επισημάνθηκε από την Joan Chrisler, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Κολέγιο του
Κονέκτικατ με ερευνητικό έργο πάνω σε ψυχολογικά θέματα που, μεταξύ άλλων, σχετίζονται και με τη
χοντρότητα (βλ. Chrisler & Barney, 2017), ότι η προκατάληψη με βάση το βάρος του ατόμου είναι ικανή να
προκαλέσει άγχος και ενδεχομένως να οδηγήσει σε καθυστέρηση των ασθενών να ανταποκριθούν στις
συναντήσεις με το ιατρικό προσωπικό ή ακόμη και στην αποφυγή κάθε αλληλεπίδρασης με αυτό, καθώς μπορεί
να αισθανθούν ότι δέχονται κριτική, απόρριψη ή να νιώσουν ντροπή (Sackett & Dajani, 2019).
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
155
Εικόνα 3.3.3 (Φωτογραφία από Mizuno K.), το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/13771170/
156
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.3.3 Η χοντρότητα στα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης
Το 2018, η Μαρία Λούκα γράφει στο VICE52 για τον ελληνικό χοντρακτιβισμό στο άρθρο «Είμαστε
Χοντρές*Χωρίς Ενοχές» – Ο Ελληνικός Χοντρακτιβισμός. Πήρε συνεντεύξεις από τον Αβραάμ Βροχίδη,
petkeeper, συνοδό-φροντιστή παιδιών με αναπηρία και fatqueer άτομο, την Ειρήνη Πάλμου, η οποία σπουδάζει
ψυχολογία και είναι λεσβία και την Κατερίνα Μάντουκα που έχει σπουδάσει κοινωνική εργασία και είναι στρέιτ
(Βλ. Εικόνες 3.3.4-3.3.7). Η Ειρήνη δηλώνει ότι:
το fat shaming είναι παντού. Στα social media, αν ανεβάσεις μια φωτογραφία σου με μαγιό, στον δρόμο,
παντού. Κάθε καταραμένο καλοκαίρι θα ακούσεις τρομερά σχόλια, «φάλαινα», «ψόφα» – ό,τι μπορείς
να φανταστείς. Πέρσι στην παραλία γελούσαν στη μάπα μου με αισχρό τρόπο. Τους κοιτούσα στα
μάτια, αλλά δεν τους ενδιέφερε καθόλου.
Η Λούκα αναφέρεται στην πατριαρχική δόμηση των κοινωνιών και τη διάχυτη σεξιστική κουλτούρα που
ευνοούν την αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος και με τη σειρά τους χοντρές θηλυκότητες, μιας και
δεν ικανοποιούν τα ανδρικά κριτήρια είναι πολύ συχνά θύματα του κακοποιητικού λόγου. Ο Αβράαμ τονίζει
τον ρόλο που παίζει στον κακοποιητικό λόγο και η ίδια η οικογένεια:
Την ντροπή τη μαθαίνεις πρώτα από τους συγγενείς σου. «Μην τρως τόσο, θα παχύνεις. Πέρσι που
ήσουν πιο αδύνατος, ήσουν πιο όμορφος». Εγώ τόλμησα και έβγαλα την μπλούζα μου μπροστά στους
γονείς μου σε ηλικία 22 ετών. Ήταν η χρονιά που έκανα πρώτη φορά σεξ και αυτό με έκανε να νιώθω
πιο άνετα με το σώμα μου. Μετά, πήγα στο σπίτι της μητέρας μου και πίστεψα ότι μπορώ να βγάλω
την μπλούζα μου χωρίς να με νοιάζει τι θα πουν. Μας κάνουν και εμάς τους ίδιους χοντροφοβικούς.
Εγώ παλιότερα δεν ήθελα να έχω σεξουαλικές επαφές με παχουλά άτομα. Αν κυκλοφορούσα στον
δρόμο μ’ ένα πιο χοντρό άτομο από εμένα, ενδόμυχα ένιωθα ανακουφισμένος. Σκεφτόμουν ότι θα
στοχοποιηθεί αυτός κι εγώ θα περάσω απαρατήρητος. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά έχει συμβεί.
Έπρεπε να αποδομήσω πολλά στερεότυπα μέσα μου, για να πω ότι είναι ΟΚ να είσαι χοντρός. Το πιο
σοκαριστικό κατά την άποψή μου είναι να βλέπεις άτομα που υπήρξαν παχουλά να αρθρώνουν
υποτιμητικά και προσβλητικά σχόλια για το βάρος. Δηλαδή, αδυνατίζουν και εκτονώνουν πάνω σου
όλη την επιθετικότητα που έχουν δεχτεί.
Η Κατερίνα μιλάει και για την εσωτερίκευση της χοντροφοβίας από το ίδιο το άτομο:
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ποια είναι η δική σου αντίληψη και ποια σου έχει επιβληθεί. Βγαίνεις
στον δρόμο – ακόμη και αν δε σε κοιτάνε, εσύ νομίζεις ότι σε κοιτάνε, ότι σκέφτονται άσχημα για
σένα. Για πολλά χρόνια, ζούσα με συστολές, πρόσεχα τι θα φορέσω, πώς θα κάτσω. Τα social media
και το κίνημα του body positivity με βοήθησαν να αποκτήσω αυτοπεποίθηση. Δεν λέω ότι έχω
αποβάλει εντελώς τις ενοχές. Αισθάνομαι, όμως, καλύτερα.
Η συγγραφέας του άρθρου χαρακτηρίζει τη χοντροφοβία ως «ύπουλη», καθώς:
δεν εκφράζεται μόνο ως αποστροφή. Μπορεί να εκφραστεί και ως ηθικός πανικός για την υγεία. Δεν
έχει σημασία αν υπάρχουν χιλιάδες αδύνατοι άνθρωποι που δεν γυμνάζονται, που δεν κάνουν υγιεινή
διατροφή, που αρέσκονται σε βλαβερές συνήθειες, όπως το κάπνισμα ή το αλκοόλ, που μπορεί να
αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας. Κανένας αδύνατος δεν στοχοποιήθηκε από το σχήμα του σώματός
του και μόνο ως άρρωστος. Για τους χοντρούς ανθρώπους, όμως, το μέγεθος του σώματός τους στη
συλλογική συνείδηση ισοδυναμεί με κοκκινισμένες εξετάσεις αίματος και ακτινογραφίες γεμάτες
βρώμικες σκιές.
Όσον αφορά τον ΛΟΑΤΚΙ+ χώρο και τη χοντροφοβία, ο Αβράαμ δηλώνει:
52
Βλ. https://www.vice.com/el/article/j5kdmd/eimaste-xontres-xwris-enoxes-o-ellhnikos-xontraktibismos
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
157
τη μεγαλύτερη χοντροφοβία την έχω βιώσει από γκέι άνδρες. Λυπάμαι που το λέω, αλλά είναι αλήθεια.
Μου έχει συμβεί σε dating app να στέλνω μήνυμα και να μου γράψουν από «προτιμώ να μην κάνω σεξ
ποτέ ξανά», μέχρι «τράβα ψόφα καρκινιάρη, να βγάλεις καρκίνο εσύ και η μάνα σου». Καταλαβαίνεις
τώρα για πόσο μίσος μιλάμε; Επειδή είσαι χοντρός, ο άλλος να σου εύχεται να πάθεις καρκίνο. Είναι
μια καταπιεσμένη κοινότητα που πρέπει να μετουσιώσει την καταπίεσή της σε ενσυναίσθηση και να
μην καταπιέζει άλλες μειονότητες.
Εικόνα 3.3.4 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.vice.com/el/article/j5kdmd/eimaste-xontres-xwris-enoxes-o-ellhnikos-xontraktibismos
Εικόνα 3.3.5 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.vice.com/el/article/j5kdmd/eimaste-xontres-xwris-enoxes-o-ellhnikos-xontraktibismos
158
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Η Λούκα εξηγεί τι είναι το «body positive movement» και πώς ο χοντρακτιβισμός ως κομμάτι του, δεν είναι
μια καινούργια υπόθεση:
Στο εξωτερικό, τέτοιες ομάδες δραστηριοποιούνται χρόνια. Αναδεικνύουν πως το σώμα δεν είναι μόνο
η υλική υπόσταση της ύπαρξής μας, αδιαπέραστη από κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, αλλά ένα
πεδίο στο οποίο ασκούνται οι σχέσεις εξουσίας. Ο έλεγχος του σώματος και της επιθυμίας είναι ένας
βασικός μηχανισμός χειραγώγησης της προσωπικότητας. Πρέπει να επιδιώκεις πάντα το καλούπι ενός
λεπτού, νεανικού, σχεδόν πλαστικού σώματος, όσες θυσίες και αν προϋποθέτει. Αλλιώς, το σώμα σου
θα λογίζεται πάντα ως ένα νοητό δοχείο που μπορούμε να πετάξουμε βιτριόλι. Μ’ αυτή την έννοια, η
αντίσταση στη διαδικασία πειθάρχησης του σώματος είναι βαθιά πολιτική, επειδή δεν αφορά τη
διευθέτηση μιας διαπροσωπικής ασυμμετρίας, αλλά τον τρόπο που ένα ολόκληρο σύστημα
κατηγοριοποιεί τα σώματα σε αποδεκτά και φυσιολογικά ή ανεπαρκή, περιττά και παθολογικά.
Ωστόσο, το να παραδεχτείς στην Ελλάδα ότι είσαι χοντρή μοιάζει με μοιρολατρική ομολογία ήττας.
Συνεχίζει με τις συνεντεύξεις των Σοφία Αποστολίδου και Βάσω Λαζαρίδου, οι οποίες είναι οι «Πολιτικά
Χοντρέλες» (Political Fatties) και οι οποίες μιλούν για την πρωτοβουλία τους:
Η ομάδα αποτελείται από τέσσερις χοντρές θηλυκότητες που συνομιλούν μεταξύ τους για το πάχος ως
βίωμα και πολιτική ταυτότητα. Υπάρχει ανάγκη να μιλήσουμε για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, να πούμε
ότι το πάχος δεν είναι αστείο, δεν είναι σημάδι αποτυχίας, δεν είναι σιχαμένο. Σιχαμένη είναι η
χοντροφοβία και το φαινομενικά αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε ατόμου να σχολιάζει αρνητικά τα
χοντρά σώματα. Στο εξωτερικό, τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι άλλοι για να σε κοροϊδέψουν, τα
κινήματα τις πήραν και τις έκαναν δείκτες περηφάνιας. Γι’ αυτό και εμείς είμαστε πολιτικά χοντρέλες.
Δεν θέλαμε καν να χρησιμοποιήσουμε μια ξένη λέξη που θα ήταν κάπως αισθητικοποιημένη. Θέλαμε
αυτή τη λέξη, «χοντρέλα», που είναι η προσβολή που ακούμε από το νηπιαγωγείο, να την πάρουμε
πίσω, να τη μεταγράψουμε στο δικό μας πλαίσιο. Είναι μια εσωτερική διαδικασία ίασης και ταυτόχρονα
μια κίνηση πολιτικού συμβολισμού.
Επιπρόσθετα επισημαίνουν πως:
Όποια μελέτη και αν έχουμε διαβάσει, δείχνει ότι το 95% των ανθρώπων που έχει χάσει πάνω από το
10% του βάρους του, μέσα σε πέντε χρόνια το παίρνει ξανά, με σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία. Οι
εγχειρήσεις για την απώλεια βάρους είναι από τις πιο επικίνδυνες που υπάρχουν. Σου κόβουν το
στομάχι και έχουν σημαντικό ποσοστό θνησιμότητας. Το μήνυμα που σου στέλνει η ιατρική, δηλαδή,
είναι καλύτερα πεθαμένος παρά χοντρός. Μας έχει τύχει σε όλες να πηγαίνουμε στον γιατρό με πολύ
καλές εξετάσεις και να μας προτείνει εγχείρηση, να πάρει έναν υγιή οργανισμό και να τον πετσοκόψει,
μόνο και μόνο για να αδυνατίσει. Από τα δέκα μας θυμόμαστε τον εαυτό μας να μπαίνει σε
προγράμματα δίαιτας. Είναι πολύ βαρύ όλο αυτό. Η χοντροφοβία είναι η άρνηση στην ευτυχία του
τώρα. Είναι μια μετάθεση προς ένα μέλλον που θα έχει στο επίκεντρο ένα αδύνατο και σφριγηλό σώμα.
Αυτό το σώμα, όσο κι αν το κυνηγήσεις, δεν θα το φτάσεις ποτέ. Το ιδανικό σώμα και η ιδανική υγεία
δεν θα υπάρξουν ποτέ. Εσύ, όμως, πρέπει να πληρώνεις φόρο, επειδή δεν τα ’χεις.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
159
Εικόνα 3.3.6 To υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.vice.com/el/article/j5kdmd/eimaste-xontres-xwris-enoxes-o-ellhnikos-xontraktibismos
Εικόνα 3.3.7 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.vice.com/el/article/j5kdmd/eimaste-xontres-xwris-enoxes-o-ellhnikos-xontraktibismos
Την ίδια χρονιά, η Μελπομένη Μαραγκίδου γράφει για το body shaming στο VICE 53:
«Άβυζη», «χαρχάλω», «βυζαρού», «χοντρή», είναι μερικά μόνο από τα επίθετα που μπορεί να
συνοδεύουν και να στιγματίζουν μια γυναίκα στη ζωή της, λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης (Βλ.
Εικόνα 3.3.8). Για πολλούς η συζήτηση για το γυναικείο σώμα γίνεται με αφορμή την παραλία το
καλοκαίρι, τότε που τα περιοδικά φωνάζουν για το τέλειο σώμα, για τα «ιδανικά» πρότυπα, τότε που η
καταπίεση της τέλειας εικόνας καταδυναστεύει όλους όσους ετοιμάζονται για τις παραλίες. Στα μέσα
Βλ. https://www.vice.com/el/article/neqgqq/abyzh-xontrh-shmademenh-gynaikes-sthn-ellada-fwtografizontaimilwntas-gia-to-body-shaming
53
160
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
του χειμώνα, με τη φωτογράφο Ιωάννα Χρονοπούλου αποφασίσαμε να θίξουμε ένα φαινόμενο που δεν
έχει εποχές. Αυτό του body shaming.
Στο συγκεκριμένο άρθρο, η Γεωργία μιλάει για το βάρος της καθώς για αυτό έχει δεχθεί body shaming από
πολύ μικρή:
Ως «size 16», έχω ακούσει πολλές φορές, από τη μία ότι πρέπει να χάσω βάρος για την υγεία μου –
χωρίς να έχω ποτέ το οποιοδήποτε πρόβλημα–, από την άλλη ότι ως γυναίκα με καμπύλες είμαι
«πραγματική γυναίκα», σαν να ενσαρκώνω κάποια αρχετυπική θηλυκότητα – ήδη από την εφηβεία μου
αυτά. Αυτός είναι και ο λόγος που επέλεξα το στήσιμο των φωτογραφιών να είναι πιο αισθησιακό, για
να παίξω με το concept της υπερσεξουαλικοποίησης αντιστρέφοντας τους όρους, επανοικειοποιούμενη
τη σχέση μου με το σώμα μου και τη σεξουαλικότητά μου – κάτι που κάνω και στο μπουρλέσκ.
Στη συνέχεια εξηγεί πως τα σχόλια που λαμβάνει δεν έχουν φύλο:
Είναι κυρίως, μάλλον, από ανθρώπους του οικογενειακού –όχι απαραίτητα στενού– περιβάλλοντος,
ανεξαρτήτως του φύλου τους. Η επικριτικότητα συγκαλυμμένη από το περίβλημα της ανησυχίας δεν
είναι παρά ένας ακόμη μηχανισμός ελέγχου: με τον ίδιο τρόπο που θεωρούν ότι μπορούν να έχουν λόγο
για το τι θα σπουδάσεις, το επάγγελμα που θα επιλέξεις να κάνεις ή το ποιον θα ερωτευτείς, αντίστοιχα
θεωρούν ότι μπορούν να έχουν λόγο και για το σώμα σου και πώς αυτό πρέπει να είναι.
Θεωρεί ότι οι γυναίκες κάνουν ανάλογα σχόλια εξαιτίας της πατριαρχίας που υπάρχει στην κοινωνία μας:
Δεν ζούμε εκτός πατριαρχίας. Ως γυναίκες, μάλιστα, έχουμε εσωτερικεύσει πολύ περισσότερο τις
επιταγές της σχετικά με την εμφάνισή μας. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που καταπιεζόμαστε να
διατηρήσουμε το σώμα μας αδύνατο –καθώς τον τελευταίο αιώνα θεωρείται συνώνυμο του
«ελκυστικού»– εξαιτίας μιας ολόκληρης κουλτούρας που ξεκινά από τις δίαιτες και την εξαντλητική
άσκηση και φτάνει ως τις λιποαναρροφήσεις, είναι λογικό αυτή η καταπίεση να ξεπερνά τα όρια του
εαυτού και να επεκτείνεται και σε άλλα σώματα, άλλων γυναικών.
Τέλος, εξηγεί για ποιον λόγο διάλεξε να φωτογραφηθεί χωρίς να δείχνει το πρόσωπό της:
Η απάντηση είναι και πάλι, «επειδή πατριαρχία/επειδή μισογυνισμός». Όσο εξακολουθούν να
υπάρχουν ταμπού γύρω από το σώμα και τη σεξουαλικότητα και εμμονές στις παραδοσιακές έμφυλες
αναπαραστάσεις και ρόλους, τόσο θα στιγματίζονται οι γυναίκες που τολμούν να δείξουν ότι νιώθουν
άνετα και έχουν ικανότητα αυτενέργειας πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα. Φαντάζομαι πολλοί αναγνώστες
θα πουν, στην καλύτερη περίπτωση, ότι είμαι τσούλα – και δεν έχω κανένα πρόβλημα με τον
χαρακτηρισμό, τι καλύτερο άλλωστε μπορείς να είσαι σε έναν κόσμο νοικοκυραίων; Υπάρχει, όμως,
ανάγκη για αυτοπροστασία. Επιπλέον, στη θέση μου βρίσκονται εκατομμύρια άλλες γυναίκες, το
ζήτημα δεν είναι ατομικό. Το συμβολικό φορτίο βρίσκεται στο σώμα καθεαυτό. Μόνο μέσω του
σώματος μπορούμε να υπάρξουμε στον κόσμο, είναι το μόνο πράγμα που όντως μας ανήκει και όμως
μας μαθαίνουν από τόσο νωρίς να το μισούμε. Το στοίχημα είναι αν και πώς μπορούμε να παίξουμε με
τις ίδιες τις μορφές καταπίεσης, ώστε να απαλλαγούμε τελικά από αυτές.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
161
Εικόνα 3.3.8 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.vice.com/el/article/neqgqq/abyzh-xontrh-shmademenh-gynaikes-sthn-ellada-fwtografizontai-milwntas-giato-body-shaming
Αργότερα, το 2021, τα χοντρακτιβιστά και μέλη της ομάδας Fat Unicorns Αβραάμ, Εύα και Στέλλα μίλησαν
στη LIFO (Βλ. Εικόνες 3.3.9-3.3.11).54 Ο Αβραάμ, ιδρυτής της ομάδας, που κατά τη συνέντευξη
χρησιμοποιούσε τη λέξη χοντρός δήλωσε πως:
θέλει θάρρος να κάνεις coming out ως τέτοιο άτομο, να αγκαλιάσεις τη λέξη, να την
επανοικειοποιηθείς, να μη σε πληγώνει. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι περήφανος που είμαι χοντρός, δεν
είναι κάτι δύσκολο, δεν κοπίασα γι’ αυτό. Αλλά, σίγουρα, το ότι είμαι χοντρός δεν είναι κακό.
Ο Αβραάμ συνεχίζει λέγοντας πως:
κάποιοι πιστεύουν ότι ο χοντρακτιβισμός είναι επικίνδυνος για την υγεία όλων, λες και τους μαγεύουμε
και τους λέμε «μείνετε έτσι» ή «να γίνετε έτσι». Δεν θέλουμε να παχύνουμε κανέναν ούτε να
αγιοποιήσουμε τα κιλά μας. Τι είναι όμως πιο σημαντικό, να σε αγαπήσεις ή να σε αλλάξεις; Θα πω το
πρώτο, αν αναλογιστούμε ότι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που δεν το αγαπούν το σώμα τους, ακόμα κι
αν δεν έχουν παραπάνω κιλά.
H Εύα συνδυάζει τη χοντρότητα με το γυναικείο φύλο και προσθέτει πως:
υπάρχει μια άνεση στο να σχολιάζουμε την εμφάνιση των γυναικών. Ακόμα και μέσω φωτογραφίσεων
που σχετίζονται με το body positivity, όταν αυτές είναι ρετουσαρισμένες και μη ρεαλιστικές, όταν
54
Βλ. https://www.lifo.gr/tropos-zois/health-fitness/eimaste-hontra-atoma-ki-einai-ok
162
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
γίνονται σε ένα πλαίσιο ομορφιάς και ελκυστικότητας, αυτό που πετυχαίνουν είναι να μας λένε για
ακόμη μία φορά ότι ως γυναίκες το μεγαλύτερο αξίωμά μας στη ζωή είναι να είμαστε όμορφες.
Όπως και ο Αβραάμ, έτσι κι εκείνη λέει πως έχει βιώσει χοντροφοβία από πρώην χοντρά άτομα που μετέπειτα
έχασαν κιλά:
Εν μέρει, μπορώ να καταλάβω τη συμπεριφορά τους. Επειδή έχω μπει πολλές φορές στη διαδικασία να
κάνω διατροφή, κάθε φορά ένιωθα μια περιφρόνηση για τους άλλους που απολάμβαναν το φαγητό,
σκεφτόμουν ότι εγώ στερούμαι πράγματα, αλλά παραμένω αδύνατη, ήταν σαν είμαι κάπως ηθικά
ανώτερη από τους άλλους. Δεν μπορείς να φανταστείς πόση επιβράβευση σου δίνει ο κοινωνικός σου
κύκλος αν χάσεις κιλά. Από κει που με φώναζαν «ντουλάπα», «αγελάδα», «φάλαινα», θυμάμαι να είμαι
στο σχολείο και να με κοιτάνε όλοι με γουρλωμένα μάτια, να μου κάνουν κομπλιμέντα λες κι έκανα
extreme makeover. Είναι λες και εθίζεσαι στην ντοπαμίνη, την οποία έχεις στερηθεί όλο αυτό τον
καιρό, που είσαι κάτι το αποκρουστικό, ένα τίποτα.
H παροχή ίσης πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη και σε δημόσιους χώρους, ο τερματισμός της βίας
κατά των χοντρών ατόμων, για εκείνη δεν είναι ζήτημα αυτοεκτίμησης αλλά κοινωνικής δικαιοσύνης. Σύμφωνα
με έρευνες που παραθέτει, τα χοντρά άτομα που έχουν υποστεί σεξουαλική επίθεση είναι λιγότερο πιθανό να
γίνουν πιστευτά και λιγότερο πιθανό να αναφέρουν διάφορα εγκλήματα εναντίον τους από τα αδύνατα θύματα.
Το 27% των πολύ χοντρών γυναικών και το 13% των πολύ χοντρών ανδρών επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Πάνω
από το 50% των γιατρών περιγράφει τους χοντρούς ασθενείς τους ως «δύστροπους, μη ελκυστικούς, άσχημους,
που δεν συμμορφώνονται». Τέλος, η Στέλλα ανέφερε περιστατικά που έχουν συμβεί στο σχολείο:
Υπήρχαν παιδιά που με κορόιδευαν συνεχώς για το βάρος μου, για την εμφάνισή μου και ο καθηγητής
τούς έδινε κι άλλες αφορμές, έλεγε μπροστά τους «κάνε πιο γρήγορα, δεν προσπαθείς αρκετά,
προσπάθησε περισσότερο». Το αποτέλεσμα ήταν να εκνευριστώ, να σταματήσω να φοράω φόρμα στη
γυμναστική και ο τελικός μου βαθμός να είναι αυτός. Το βρήκα ακραίο.
Εικόνα 3.3.9 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.lifo.gr/tropos-zois/health-fitness/eimaste-hontra-atoma-ki-einai-ok
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
163
Εικόνα 3.3.10 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.lifo.gr/tropos-zois/health-fitness/eimaste-hontra-atoma-ki-einai-ok.
Το «Ναι, Είσαι Μισογύνης»55 αναφέρεται στη χοντροφοβία και την υγεία:
Ο τρόπος που αναπαρίσταται κοινωνικά το πάχος περικλείει μια έντονη, ίσως κυρίαρχη, νότα
νοσηρότητας, παθογένειας και δυστυχίας. Το πάχος είναι ασθένεια, είναι ένα ιατρικό πρόβλημα, μας
λένε οι χοντροφοβικοί, και το χοντρό άτομο δε γίνεται να είναι ποτέ πραγματικά ευτυχισμένο ή να έχει
αποδεχτεί τα κιλά του, γιατί αν το είχε κάνει πραγματικά, δεν θα προσπαθούσε να τα χάσει. Το βάρος
από μόνο του βέβαια δεν προσθέτει ούτε αφαιρεί κάτι από την ευτυχία μας, καθώς το θετικό η αρνητικό
πρόσημό του καθορίζεται από το πώς μας αντιμετωπίζει ο κοινωνικός μας περίγυρος λόγω αυτού. Όταν
η απώλεια βάρους δοξάζεται σαν την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος, όταν τα χοντρά σώματα
αποκτούν ορατότητα μόνο ως αντικείμενα κοροϊδίας, χλεύης και αποστροφής, η ευτυχία που συχνά
είναι συνυφασμένη με αυτή την αλλαγή έχει λιγότερο να κάνει με το ίδιο το βάρος και περισσότερο με
τη συνειδητοποίηση ότι το σώμα μας δεν είναι πια κινούμενος στόχος για την κριτική και την
αποστροφή των γύρω μας, ότι ίσως πλέον έχει γίνει αποδεκτό με έναν τρόπο που επιτρέπει και σε εμάς
να το αγαπήσουμε. Το επιχείρημα της υγείας όμως, το οποίο πατάει γερά πάνω στις πλάτες του
κυρίαρχου επιστημονικού λόγου, είναι το τελευταίο προπύργιο των χοντροφοβικών, όταν αποτύχουν
οι επικλήσεις στην αισθητική και στην ηθική (...). Η υγεία καθίσταται έτσι μια πρόφαση που
επιφανειακά αποκρύπτει τη χοντροφοβία, καθώς προβλήματα υγείας έχουν όλοι οι άνθρωποι
ανεξαρτήτως πάχους, πολλές φορές ακόμη και εκείνοι που παίζουν το παιχνίδι σύμφωνα με τους
ενδεδειγμένους κανόνες διατροφής και άσκησης, όμως τα δικά τους προβλήματα υγείας τα βλέπουμε
ως κάτι που προκύπτει οργανικά, από τη φύση, και όχι σαν μια εσφαλμένη ατομική επιλογή, την οποία
πρέπει να ψέξουμε. Αντιθέτως, το «ανθυγιεινό» lifestyle ή οι διατροφικές διαταραχές δεν
δαιμονοποιούνται εξίσου στα λεπτά σώματα, διότι αυτά έχουν το τεκμήριο της αθωότητας: είναι υγιή
Βλ.
https://naieisaimisogynis.com/2021/04/16/%cf%87%ce%bf%ce%bd%cf%84%cf%81%ce%bf%cf%86%ce%bf%ce%b2
%ce%af%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%85%ce%b3%ce%b5%ce%af%ce%b1/
55
164
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Όταν λοιπόν ο κακός τρόπος ζωής μάς απασχολεί μόνο σε σχέση με
τα χοντρά σώματα, τότε δεν είναι η υγεία το πρόβλημα, αλλά τα ίδια τα σώματα.
Ο Παναγιώτης Κούστας στο άρθρο Χοντροφοβία| Γιατί ασχολούμαστε με τα κιλά των άλλων; (Βλ. Εικόνα
3.3.11)56 προτείνει ότι:
η ευτοπία δε βρίσκεται στο body positivity, αλλά στο body neutrality. Αν και είναι απαραίτητο ένα
μεταβατικό στάδιο στο οποίο θα βλέπουμε περισσότερα χοντρά role models, στο μέλλον θα ήταν
υπέροχο το να μη βλέπουμε, κυριολεκτικά, το μέγεθος των σωμάτων. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Με
τον ίδιο τρόπο που τώρα κάποιοι άντρες δεν μπορούν να παρατηρήσουν την αλλαγή στα μαλλιά μιας
γυναίκας, ακόμα κι αν αυτή τα έχει κόψει 12 πόντους, γιατί πολύ απλά δεν τους ενδιαφέρουν τα μαλλιά
– όχι η γυναίκα, τα μαλλιά. Το ίδιο είναι εφικτό να γίνει και με τα σώματα. Σύμφωνα με το concept του
body neutrality, μπορούμε να υπάρχουμε ως άτομα χωρίς να σκεφτόμαστε το σώμα μας με τρόπο
αξιολογικό ανάλογα με το μέγεθός του (Κούστας, 2022).
Εικόνα 3.3.11 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.madamefigaro.gr/sygxroni-zoi/life-now/137413/xontrofobia-giati-asxoloumaste-me-ta-kila-tonallon#:~:text=%CE%95%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%87%CF%8D%CE%B5%CE%B9%20%CE%AD%CE%BD
%CE%B1%CE%BD%20%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B7%20%CF%80%CE%BF%CF%85
%20%CE%B1%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CF%84%CE%B1%CE%B9,%CF%84%CE
%BF%20%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%BF%20%CF%84%CE%B9%CF%82%20%CF%80%CE%B1
%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%B5%CE%AF%20%CE%B1%CE%B4%CE%B7%CF%86%CE
%AC%CE%B3%CE%B1
3.3.4 Νομικές εξελίξεις57
Το 2014, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε μία προδικαστική απόφαση η οποία εξετάζει
κατά πόσον η διάκριση λόγω βάρους αντίκειται ή όχι στο δίκαιο της ΕΕ και κατά πόσον ένα χοντρό άτομο
μπορεί να προστατεύεται από την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας.
Βλ. https://www.madamefigaro.gr/sygxroni-zoi/life-now/137413/xontrofobia-giati-asxoloumaste-me-ta-kila-tonallon#:~:text=%CE%95%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%87%CF%8D%CE%B5%CE%B9%20%CE%AD%CE%B
D%CE%B1%CE%BD%20%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B7%20%CF%80%CE%BF%CF%
85%20%CE%B1%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CF%84%CE%B1%CE%B9,%CF%84%
CE%BF%20%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%BF%20%CF%84%CE%B9%CF%82%20%CF%80%CE%
B1%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%B5%CE%AF%20%CE%B1%CE%B4%CE%B7%CF%86%
CE%AC%CE%B3%CE%B1
57
Το παρόν κείμενο περιλαμβάνει αποσπάσματα από δικαστικές αποφάσεις και πολλές φορές η χρήση της ορολογίας
είναι προβληματική ή και στιγματιστική.
56
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
165
Ο κ. Kaltoft είχε προσληφθεί από μια δημόσια διοικητική αρχή της Δανίας ως παιδαγωγός, εργαζόμενος
από το σπίτι του. Εργάστηκε υπό αυτή την ιδιότητα επί δεκαπέντε περίπου έτη. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα
ήταν «παχύσαρκος» σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, με Δείκτη Μάζας Σώματος
άνω του 30. Το 2010 ήταν ο μόνος παιδαγωγός που απολύθηκε. Η γραπτή ειδοποίηση ανέφερε ότι απολύθηκε
λόγω μείωσης του αριθμού των παιδιών, άρα και του φόρτου εργασίας.
Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης είχε πραγματοποιηθεί μια συνάντηση για να
συζητηθεί η απόλυσή του κατά τη διάρκεια της οποίας είχε αναφερθεί η «παχυσαρκία». Ο κ. Kaltoft άσκησε
αγωγή στο δικαστήριο του Kolding της Δανίας με το σκεπτικό ότι, με την απόλυσή του, η αρχή έκανε διακρίσεις
εις βάρος του λόγω του βάρους του.
Το Δικαστήριο της Δανίας υπέβαλε στο ΔΕΕ τα τέσσερα κάτωθι ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής
αποφάσεως:
1. Αντιβαίνει στο άρθρο 6 της Συνθήκης για τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η
διάκριση που κάνει εργοδότης του δημόσιου τομέα στην αγορά εργασίας λόγω βάρους;
Το Δικαστήριο συμφώνησε με τον Γενικό Εισαγγελέα στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει νομική βάση στο δίκαιο
της ΕΕ για την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω παχυσαρκίας ως αυτοτελούς χαρακτηριστικού.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αρνήθηκε να απαντήσει στα ερωτήματα δύο και τρία, τα οποία ήταν:
2. Εάν υπάρχει τέτοια απαγόρευση διακρίσεων λόγω αναπηρίας, έχει άμεση εφαρμογή μεταξύ ενός
Δανού πολίτη και μιας δημόσιας αρχής ως εργοδότη του;
3. Εάν ναι, πού στηρίζεται το βάρος της απόδειξης;
Αντ’ αυτού, το Δικαστήριο επικεντρώθηκε στο τέταρτο ερώτημα.
4. Εάν η παχυσαρκία μπορεί να θεωρηθεί αναπηρία, ποια κριτήρια θα είναι καθοριστικά για την
εκτίμηση του κατά πόσον η παχυσαρκία ενός ατόμου μπορεί να προστατευθεί από την
απαγόρευση των διακρίσεων;
Η οδηγία 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την
εργασία δεν παρέχει ορισμό της αναπηρίας, οπότε το Δικαστήριο στράφηκε στη δική του νομολογία: το
Δικαστήριο επιβεβαίωσε ορισμένες από τις αρχές που συζητήθηκαν στις προηγούμενες αποφάσεις του HK
Danmark, EU:C:2013:222, Glatzel, C-356/12, EU:C:2014:350 και Chacón Navas, C-13/05, EU:C:2006:456.
Στην υπόθεση HK Danmark, το Δικαστήριο εξέτασε τον αντίκτυπο της επικύρωσης της Σύμβασης των
Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, η οποία προσεγγίζει τον ορισμό της αναπηρίας
ως κοινωνικό και όχι ως αμιγώς ιατρικό μοντέλο. Υπό το πρίσμα της Σύμβασης, το Δικαστήριο είχε
προηγουμένως κρίνει ότι η έννοια της «αναπηρίας» πρέπει να νοείται ως αναφερόμενη σε περιορισμό που
προκύπτει ιδίως από μακροχρόνιες σωματικές, διανοητικές ή ψυχολογικές βλάβες, οι οποίες, σε αλληλεπίδραση
με διάφορα εμπόδια, μπορούν να εμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του ενδιαφερόμενου
προσώπου στην επαγγελματική ζωή σε ισότιμη βάση με τους άλλους εργαζομένους. Η έννοια της αναπηρίας
δεν απαιτεί πλήρη αδυναμία άσκησης μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, αρκεί η παρεμπόδιση.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι στόχος της οδηγίας είναι η εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης και ότι θα ήταν
αντίθετο προς τον σκοπό αυτό να καθοριστεί το πεδίο εφαρμογής της αναπηρίας με αναφορά στην προέλευση
της αναπηρίας. Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι η «παχυσαρκία» δεν συνιστά, αυτή
καθαυτή, αναπηρία κατά την έννοια της Οδηγίας. Ωστόσο, εάν η παχυσαρκία συνεπάγεται μακροχρόνιο
περιορισμό που έχει ως αποτέλεσμα σωματικές, διανοητικές ή ψυχολογικές βλάβες οι οποίες, σε
αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια, μπορούν να εμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του
ενδιαφερομένου στην επαγγελματική ζωή, τότε συνιστά αναπηρία. Ο Γενικός Εισαγγελέας ήταν αρκετά
συγκεκριμένος στην προσέγγισή του στο ζήτημα αυτό. Εξέτασε τις τρεις κατηγορίες παχυσαρκίας του ΠΟΥ
και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: «πιθανότατα μόνο η παχυσαρκία της κατηγορίας ΙΙΙ του ΠΟΥ, δηλαδή η
σοβαρή, ακραία ή νοσηρή παχυσαρκία, θα δημιουργήσει περιορισμούς, όπως προβλήματα κινητικότητας,
αντοχής και διάθεσης, που ισοδυναμούν με αναπηρία για τους σκοπούς της οδηγίας 2000/78».
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο ορισμός της αναπηρίας για τους σκοπούς του νόμου περί ισότητας διαφέρει
από εκείνον της οδηγίας. Σύμφωνα με τον νόμο περί ισότητας, η αναπηρία πρέπει να έχει «ουσιώδη δυσμενή
επίπτωση στην ικανότητα άσκησης των συνήθων καθημερινών δραστηριοτήτων», ενώ η οδηγία αφορά την
166
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
«πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή στην επαγγελματική ζωή». Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η
απόφαση Walker κατά Sita Information Networking Computing Ltd UKEAT/0097/12/KN. Στην υπόθεση
Walker, ο δικαστής Langstaff κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παχυσαρκία δεν καθιστά, από μόνη της, ένα
άτομο ανάπηρο, αλλά συμπεραίνει ότι ο ενάγων/η ενάγουσα/το ενάγον έχει κάποια βλάβη ή άλλη πάθηση.
Τόνισε ότι: «ο σκοπός του ορισμού της αναπηρίας δεν είναι να περιορίσει μια βλάβη σε εκείνη που μπορεί να
αποδειχθεί ότι έχει λάβει ιατρική ετικέτα που είναι είτε μια αναγνωρισμένη σωματική ή ψυχική πάθηση: είναι
να περιγράψει τη φύση της βλάβης».
Εν κατακλείδι, ο γενικός χαρακτηρισμός της «παχυσαρκίας» στο δίκαιο της ΕΕ παραμένει άλυτος, διότι
το Δικαστήριο δεν καθόρισε αν το πάχος εμπίπτει στη γενική απαγόρευση των διακρίσεων που περιέχεται στον
Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για το διεθνές δίκαιο γενικά, η σημασία της
υπόθεσης Kaltoft είναι ότι αποτελεί την απόφαση σχετικά με τις υποχρεώσεις ενός κράτους έναντι των χοντρών
ατόμων ως ατόμων και ως αναγνωρίσιμης ομάδας. Ωστόσο, η απόφαση του ΔΕΕ θα μπορούσε να οδηγήσει σε
μια στρεβλή κατάσταση: Οι χοντροί εργαζόμενοι θα μπορούσαν να απολύονται λόγω του πάχους τους, εφόσον
μπορούν να εκτελούν την εργασία τους εξίσου καλά με τους συναδέλφους τους (οπότε η παχυσαρκία δεν θα
αποτελούσε αναπηρία). Εάν οι εργαζόμενοι με παχυσαρκία δεν μπορούσαν –λόγω του πάχους τους– να
εκτελέσουν την εργασία, ο εργοδότης δεν θα μπορούσε να τους απολύσει, διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με
διάκριση λόγω αναπηρίας. Τέλος, η απόφαση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σημείο εκκίνησης για τη
διεθνή νομική κοινότητα σχετικά με το τι σημαίνει το σωματικό βάρος για εμάς ως κοινωνία και ως άτομα.
Το 2016, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) εξέδωσε μία απόφαση (2625/2016) σχετικά με τον
διαγωνισμό προς πλήρωση κενών θέσεων ανθυπασπιστών–γραμματέων του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων
Δυνάμεων και το κατά πόσο οι υποψήφιοι58 που «πάσχουν από ελαφρά παχυσαρκία» κρίνονται κατάλληλοι
προς κατάταξη. Το δικαστήριο ανέφερε πως η σωματική ικανότητα των υποψηφίων προς πλήρωση κενών
θέσεων γραμματέων του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων κρίνεται επί τη βάσει του
προσαρτημένου στο Π.Δ. 133/2002 «Γενικού Πίνακα Νοσημάτων, Παθήσεων και Βλαβών» και εκ των
υποψηφίων κρίνονται ακατάλληλοι και, άρα, αποκλείονται του διαγωνισμού, εκείνοι, οι οποίοι κατά την
εξέταση της σωματικής τους ικανότητας αποδεικνύεται ότι πάσχουν από νόσημα, πάθηση ή βλάβη που
εμφαίνεται, υπό τον αριθμό 17, η «ελαφρά παχυσαρκία με βάρος 2/10 – 3/10 πάνω από το φυσιολογικό».
Συνεπώς, επί διαγωνισμού προς πλήρωση κενών θέσεων ανθυπασπιστών-γραμματέων του Δικαστικού
Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, οι υποψήφιοι που πάσχουν από «ελαφρά παχυσαρκία» κρίνονται «ικανοί
δεύτερης κατηγορίας» (Ι2) και ως εκ τούτου «ακατάλληλοι» προς κατάταξη, με συνέπεια να αποκλείονται από
τον διαγωνισμό. Σύμφωνα με το δικαστήριο, ο αποκλεισμός των υποψηφίων εκ του λόγου ότι πάσχουν από
«ελαφρά παχυσαρκία» δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς οι δικαστικοί γραμματείς των
Ενόπλων Δυνάμεων ανήκουν στο στρατιωτικό προσωπικό και τα καθήκοντά τους, ως εκ του προεχόντως
στρατιωτικού χαρακτήρα τους, ανάγονται στην Εθνική Άμυνα της Χώρας (αρ. 1 Ν. 2292/1995). Εξάλλου, όπως
αναφέρει το Δικαστήριο, οι δικαστικοί γραμματείς των Ενόπλων Δυνάμεων δεν υποχρεούνται να εκτελούν
μόνο τα καθήκοντα της κυρίας θέσεώς τους, αλλά, ως αξιωματικοί στρατιωτικής Υπηρεσίας, υποχρεούνται σε
«[...] εκτέλεση ασκήσεων [και] ειδική εκπαίδευση [...] σύμφωνα με τους οικείους Κανονισμούς και Διαταγές
των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων [...]», ενώ, περαιτέρω, «δεν υπηρετούν μόνο σε στρατιωτικά δικαστήρια
αλλά και [...] σε Μονάδες, Συγκροτήματα και Σχηματισμούς των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων» Συνεπώς,
τα προσόντα διορισμού ανάγονται όχι μόνο στην ηθική και πνευματική συγκρότηση, αλλά και στη σωματική
ικανότητα των υποψηφίων για την πλήρωση των θέσεων αυτών. Με το σκεπτικό αυτό, το Δικαστήριο θεώρησε
πως η θέσπιση ειδικών σωματικών προσόντων, μεταξύ των οποίων το επίδικο ειδικό προσόν του σωματικού
βάρους κάτω του ορίου της «ελαφράς παχυσαρκίας», δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του
Συντάγματος, με την οποία κατοχυρώνεται η πρόσβαση κάθε Έλληνα πολίτη σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα
κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας, ούτε στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
Παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η γνώμη της μειοψηφίας στη συγκεκριμένη απόφαση. Σύμφωνα με
τους δικαστές που μειοψήφησαν, ο αποκλεισμός υποψηφίων από διαγωνισμό προς πλήρωση θέσεων
δικαστικών γραμματέων των Ενόπλων Δυνάμεων, μόνο εξαιτίας του ότι πάσχουν από «ελαφρά παχυσαρκία»
δεν δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ούτε τελεί σε προφανή συνάφεια προς το κύριο
αντικείμενο των καθηκόντων των δικαστικών γραμματέων των Ενόπλων Δυνάμεων. Σε αντίθεση με το ΔΕΕ
όπου ο συλλογισμός επικεντρώθηκε στη χοντρότητα και τη σύνδεσή της με την αναπηρία, η απόφαση του ΣτΕ
βασίστηκε σε διατάξεις για την ισότητα και την αξιοκρατική πρόσβαση των Ελλήνων σε δημόσιες θέσεις. Είναι
58
Στο κείμενο χρησιμοποιείται το αρσενικό γένος καθώς βασίζεται σε αποσπάσματα της απόφασης του Δικαστηρίου.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
167
αξιοσημείωτο, όμως, πως ο όρος που χρησιμοποιείται στο κείμενο είναι «πάσχει από ελαφριά παχυσαρκία»
παραπέμποντας σε άτομο με χρόνια νοσοαναπηρία. Τέλος, και σε ευρωπαϊκό αλλά και εθνικό επίπεδο οι
υποθέσεις σχετικά με τις διακρίσεις με βάση τη χοντρότητα έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια κυρίως –ή ίσως
αποκλειστικά– στον τομέα της εργασίας.
Την ίδια χρονιά, το 2016, κυκλοφόρησε το βιβλίο ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΧΟΝΤΡΕΛΕΣ: Διαστάσεις του Πάχους
ως πολιτική Ταυτότητα, το οποίο προέκυψε από τις ομιλίες τεσσάρων χοντρών γυναικών στο Outview Film
Festival, σε επιμέλεια της Άλκηστης Ευθυμίου. Στην εισαγωγή, ήδη γίνεται μία πολύ ενδιαφέρουσα σύνδεση
με τον όρο «τσούλα» και το «slut-shaming», όπως έχει ήδη αναλυθεί στο Κεφάλαιο 3.1:
Γενικά, η σημερινή κουβέντα θα στηριχτεί στην πεποίθηση ότι τα μόνα άτομα που έχουν λόγο για το
πάχος, την εμπειρία του, την αλήθεια του, είναι τα ίδια τα χοντρά άτομα. Τώρα, θα μου πείτε, ποια
είναι η γραμμή μεταξύ του λεπτού και του χοντρού, είναι άραγε αληθινή, και ποιος την καθορίζει; Θα
σας πω πως έχετε δίκιο, πολύ καλή ερώτηση, η γραμμή δεν είναι αληθινή, και απλά χρησιμοποιείται
ως μπαμπούλας με μόνο σκοπό την καταπίεση και τη συμμόρφωση. Παρόμοια είναι η λέξη «τσούλα».
Πρέπει να προσέχεις να μην είσαι τσούλα και να μην είσαι χοντρή – όμως το αν είσαι τσούλα ή χοντρή
το αποφασίζει ανά πάσα στιγμή όποιος θέλει να σε προσβάλλει, συχνά ανεξάρτητα από το σώμα ή τη
σεξουαλική συμπεριφορά σου.
Η «χοντρέλα», μία λέξη που χρησιμοποιείται με κακία και αποτελεί κομμάτι του κακοποιητικού λόγου, μέσα
από τις συγκεκριμένες ομιλίες αποκτά την αληθινή της διάσταση:
Η χοντρέλα είναι πολιτική θέση. Το σύστημα που μας υποτιμά δεν είναι αυθαίρετο, αυθύπαρκτο,
αέναο, ευάερο κι ευήλιο. Είναι κομμάτι της μεγαλύτερης εικόνας. Αυτής που αξιολογεί τα αρρενωπά,
στρέητ, σις, υγιή και λευκά σώματα ως τα μόνα άξια σεβασμού ή ανθρώπινης ύπαρξης. Ακόμα και
μέσα στην ίδια την κοινότητα των ακτιβιστριών χοντρέλων, αναπαράγονται τα ίδια προβληματικά
πρότυπα αισθητικής: λεία, λευκά σώματα, χωρίς τρίχες και κυτταρίτιδα, σώματα που επιτελούν ένα
συγκεκριμένο είδος θηλυκότητας (Πολιτικά Χοντρέλες, 2016, «Εισαγωγή»).
Ακολουθεί μία βιωματική τοποθέτηση η οποία αναδεικνύει το τραύμα που προκαλεί η χοντροφοβία:
Πρώτον, είμαι μία από τις τυχερές, από εκείνες που έχουν υποστηρικτική και συμπεριληπτική
οικογένεια και πως, παρόλο που τραύματα υπήρξαν, κάποια από αυτά προσπαθούμε όχι να τα
ξεπεράσουμε, αλλά τουλάχιστον να ζούμε ανοιχτά με αυτά, χωρίς να κατακρίνουμε η μία τον άλλον.
Κάποτε λειτουργεί, κάποτε όχι. Είναι μία συνεχής διεργασία. Δεύτερον, μου ήταν αρκετά δύσκολο να
αναφερθώ στο συγκεκριμένο θέμα, μπροστά στο κοινό, με όχι θεωρητικό και ακαδημαϊκό τρόπο αλλά
με βιωματικό, και εξηγώντας την εμπειρία μου. Κι αυτό γιατί ο πρώτος τρόπος με απομακρύνει αρκετά
απ’ τα συναισθήματα που μου προκαλεί το θέμα, ενώ ο δεύτερος με φέρνει ενώπιον τους. Είμαι λοιπόν
–νομίζω– αρκετά ευχαριστημένη και μόνο που μπόρεσε να γραφτεί αυτό εδώ, πόσο μάλλον να
εκφραστεί μεγαλοφώνως μπροστά σας (Πολιτικά Χοντρέλες, 2016, σ. 16).
Η διαθεματικότητα της χοντρότητας αναδεικνύεται στο κείμενο «Μια χοντρή μαύρη θηλυκότητα στην
Ολλανδία», το οποίο έχει εξίσου βιωματικό χαρακτήρα:
Το μαύρο, χοντρό σώμα μου θεωρείται υπερβολικό, λόγω του σχετικού του μεγέθους. Υπάρχουν επίσης
φυλετικοποιημένα μέρη του σώματός μου που θεωρούνται υπερβολικά με διαφορετικό τρόπο: το
σχήμα του κώλου μου, τα γεμάτα μου χείλη, τα κατσαρά μου μαλλιά. (...) Οι λευκοί Ευρωπαίοι έχουν
δημιουργήσει ένα περίπλοκο δίκτυο καταπιέσεων, προνομιακό για τους ίδιους, που συντηρεί την
εξουσία τους και απο-ανθρωποποιεί όλα τα υποκείμενα που κατασκευάζονται ως Άλλα. Είναι ένα
σύστημα που υπάρχει εδώ και αιώνες. Τα παραπάνω είναι μερικές φορές μια αφόρητη πραγματικότητα,
ενώ άλλες είναι απλώς η αλήθεια. Πώς θα ετοίμαζε λοιπόν η απο-αποικιοποίηση και η απελευθέρωση
σε αυτό το συγκείμενο; (Πολιτικά Χοντρέλες, 2016, σσ. 18-19).
168
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Το τελευταίο κείμενο επικεντρώνεται στις «Χοντρές θηλυκότητες και σεξουαλικότητα»:
Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες που αντιμετωπίζει μια χοντρή θηλυκότητα στο πλαίσιο του φλερτ, της
συντροφικότητας, ή απλά του σεξ. Κάποια άτομα θεωρούν ότι μία χοντρή θηλυκότητα δεν είναι
συνηθισμένο να δέχεται κομπλιμέντα. Έτσι, οποιοδήποτε σχόλιο γίνει πρέπει να λαμβάνεται θετικά.
Μια φιλοφρόνηση για να θεωρείται φιλοφρόνηση όμως πρέπει να είναι αποδεκτή από το άτομο που τη
λαμβάνει. (...) Όταν μας φλερτάρουν ή έχουμε ξεκινήσει μία σχέση, όλα τα παραπάνω περνούν από το
μυαλό μας, βαλλόμαστε καθημερινά από διάφορες πλευρές και είναι λογικό να μη νιώθουμε αρχικά
ασφάλεια. Με βλέπει ως ένα σετ μεγάλου στήθους; Αυτός ο άνθρωπος ενδιαφέρεται μόνο για
μεγαλόσωμες γυναίκες; Αν αλλάξω θα συνεχίσω να του αρέσω; (...) (Πολιτικά Χοντρέλες, 2016, σ.
23).
Η σημασία του συγκεκριμένου βιβλίου προβάλλεται πολύ εύστοχα στην κριτική που έχει αναρτηθεί στην
ιστοσελίδα Normes:
Χωρίς να διαθέτω κάποιο αξίωμα κριτικού βιβλίων, ή οποιαδήποτε άλλη μορφή αυθεντίας, θεωρώ ότι
αυτό το τόσο μικρό βιβλίο μας προσφέρει πολύ συνοπτικά μια ιδέα του τι σημαίνει να ζεις ως χοντρή
γυναίκα, λευκή ή μη, στη σύγχρονη δυτική κοινωνία. Το βιβλίο θίγει το ζήτημα της χοντροφοβίας μέσα
από κοινωνικό, πολιτικό αλλά και προσωπικό πρίσμα, εξηγώντας πώς το μεγάλο βάρος κάποιου ατόμου
επηρεάζει τη σεξουαλικότητα (υπό την έννοια ότι αποστασιοποιεί το ίδιο το άτομο από τη σεξουαλική
του ταυτότητα), πώς οι οικογενειακές σχέσεις μπορούν να συντελέσουν στην περαιτέρω καταπίεση του
ατόμου και τη σχέση της χοντροφοβίας με την ιατρική. Επιπλέον, σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι
στο βιβλίο γίνεται αναφορά στο λευκό προνόμιο και στην ανδροποίηση των χοντρών μαύρων
γυναικών, ζήτημα το οποίο έγινε ορατό στον δυτικό κόσμο για πρώτη φορά μέσα από τον
χαρακτηριστικό λόγο της Sojourner Truth «Aint I a woman?» (Δεν είμαι εγώ γυναίκα;) του 1851.
Τελικά, το βιβλίο καταφέρνει να θέσει ωμά και συνοπτικά το ζήτημα της χοντροφοβίας, χωρίς
ενδοιασμούς και αναστολές, εξηγώντας ότι το σωματικό βάρος δεν είναι κάτι το οποίο θα έπρεπε να
αφορά κανένα άλλο παρά μόνο το ίδιο το άτομο στο οποίο ανήκει. Όπως είχε ειπωθεί κατά τη διάρκεια
του δεύτερου φεμινιστικού κύματος «το προσωπικό είναι πολιτικό». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, «το
προσωπικό είναι πολιτικό» και σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να μένει προσωπικό, υπό την έννοια της
προσωπικής επιλογής και αυτοδιάθεσης. Η καταπίεση των χοντρών ατόμων, δεν αποτελεί απλά μια
ενόχληση, κάτι παροδικό, κάτι ασήμαντο. Είναι μια πολιτική θέση και ταυτότητα, χωρίς πάντα αυτό
να σημαίνει ότι αυτή είναι η μοναδική ταυτότητα του ατόμου ή η μοναδική με την οποία η κοινωνία
και τα κινήματα θα πρέπει να αναγνωρίζουν αυτά τα άτομα.59
3.3.5 Άλλες μορφές body shaming
Πέρα από το fat-shaming, υπάρχουν και άλλες μορφές body shaming οι οποίες αξίζει να αναφερθούν:
1. Skinny shaming
To skinny shaming είναι η πράξη της μομφής ή χλεύης ενός αδύνατου ατόμου και της αρνητικής αντιμετώπισης
αυτού του σωματότυπου. Πολλές φορές ένα άτομο με γρήγορο μεταβολισμό ή ενεργό τρόπο ζωής είναι βέβαιο
ότι καίει θερμίδες πιο γρήγορα, διατηρώντας το σε πιο αδύνατη μορφή. Πολλές φορές οι άνθρωποι μπορεί
επίσης να πάσχουν από άλλες συναισθηματικές και σωματικές διαταραχές που μπορεί να προκαλέσουν
σημαντική απώλεια βάρους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ακόμη και ένα υγιές άτομο μπορεί να είναι
εξαιρετικά αδύνατο και να φαίνεται αδιάθετο. Το skinny shaming μπορεί να είναι εξίσου επιβλαβές με
οποιοδήποτε άλλο είδος body shaming, καθώς οι άνθρωποι τείνουν να αναπτύσσουν διαταραχές ψυχικής υγείας
ή διατροφικές διαταραχές όταν δέχονται συνεχώς κριτική για το βάρος, όπως και να παρουσιαστούν σοβαρές
και μακροχρόνιες επιπτώσεις στο σώμα.
59
Βλ. https://normes.gr/politiki-kai-pachos/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
169
2. Body hair shaming
Στις σύγχρονες κοινωνίες, το ιδανικό σώμα είναι μόνο άτριχο, ενώ το τριχωτό σώμα που ξεχωρίζει, θεωρείται
ανώμαλο και αφύσικο, παρόλο που οι τρίχες αναπτύσσονται στο σώμα μας κάθε στιγμή της ζωής μας. Συνεπώς,
πρέπει να εξαφανίσουμε τις τρίχες από το σώμα μας με διάφορες μεθόδους αποτρίχωσης προκειμένου να
δημιουργήσουμε μία νέα κανονικότητα που ανταποκρίνεται στα πρότυπα ομορφιάς. Υπό αυτό το πρίσμα, η
κριτική για τις τρίχες του σώματος δεν είναι ασήμαντη ή ήσσονος σημασίας, καθώς οδηγεί σε συναισθήματα
ντροπής για το σώμα που μπορεί να οδηγήσουν σε ψυχολογικά και σωματικά προβλήματα. Είναι αξιοσημείωτο
πως ενώ οι τρίχες στο σώμα δεν είναι κοινωνικά αποδεκτές, οι τρίχες στο κεφάλι ή στα φρύδια είναι σύμβολο
ομορφιάς και υγείας, οπότε πολλές φορές τα καραφλά άτομα είναι και αυτά θύματα του body hair shaming
αλλά με τον αντίστροφο τρόπο. Αυτού του είδους η διάκριση απαντάται διαφορετικά απέναντι στα γυναικεία
και τα ανδρικά σώματα. Τα γυναικεία πρότυπα ομορφιάς είναι πολύ πιο αυστηρά απέναντι στις τρίχες σε σχέση
με τα αντρικά.
3. Food shaming
Το food shaming συμβαίνει όταν κάποιος/α/ο κρίνει ή επικρίνει τι τρώει ένα άλλο άτομο, είτε σκόπιμα είτε
ακούσια προκαλώντας άγχος, αμηχανία ή ενοχές. Οι κρίσεις για τις διατροφικές επιλογές προέρχονται από την
κουλτούρα της δίαιτας – τη νοοτροπία ότι το να είσαι αδύνατος/η/ο είναι αυτό που έχει πάνω από όλα σημασία.
Επιπλέον, το food shaming μπορεί να βασίζεται στην ιδέα ότι ορισμένα τρόφιμα είναι «κακά» ή «καλά» . Αλλά
κάτι τέτοιο δεν υπάρχει – τα τρόφιμα δεν έχουν μια ηθική πτυχή. Η επισήμανση ενός συγκεκριμένου τύπου
τροφίμων δημιουργεί μια ατμόσφαιρα κριτικής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ενοχές για το φαγητό. Στην
πραγματικότητα, η αποφυγή ορισμένων τροφίμων που έχουν χαρακτηριστεί ως «κακά» αυξάνει μόνο την
επιθυμία για το συγκεκριμένο τρόφιμο, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αδηφαγία ή υπερκατανάλωση
τροφής.
170
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.3.6 Βιβλιογραφία κεφαλαίου
Chrisler, J. C., & Barney, A. (2017). Sizeism is a health hazard. Fat Studies, 6(1), 38–53.
https://doi.org/10.1080/21604851.2016.1213066
EASO. (2021). Europeans living with obesity call for an end to weight discrimination. https://easo.org/webinars/
Gapinski K. D., Brownell K. D., LaFrance M. (2003). Body objectification and «fat talk»: Effects on emotion,
motivation,
and
cognitive
performance.
Sex
Roles,
48,
377–388.
https://doi.org/10.1023/A:1023516209973
Jones D. C. (2011). Interpersonal and familial influences on the development of body image. In Cash T. F.,
Smolak L. (Eds.), Body image: A handbook of science, practice, and prevention (pp. 110–118). New
York, NY: The Guilford Press.
Mills, J., & Fuller-Tyszkiewicz, M. (2017). Fat Talk and Body Image Disturbance: A Systematic Review and
Meta-Analysis.
Psychology
of
Women
Quarterly,
41(1),
114–129.
https://doi.org/10.1177/0361684316675317
Puccio, F., Kalathas, F., Fuller-Tyszkiewicz, M., & Krug I. (2016). A revised examination of the dual pathway
model for bulimic symptoms: The importance of social comparisons made on Facebook and sociotropy.
Computers in Human Behavior, 65, 142–150. https://dx.doi.org/10.1016/j.chb.2016.08.018
Puhl, R. M., Lessard, L. M., Pearl, R. L., Himmelstein, M. S., & Foster, G. D. (2021). International comparisons
of weight stigma: Addressing a void in the field. International Journal of Obesity, 45(9), 1976–1985.
https://doi.org/10.1038/s41366-021-00860-z
Puhl, R., Peterson, J. L., & Luedicke, J. (2013). Motivating or stigmatizing? Public perceptions of weight-related
language used by health providers. International Journal of Obesity, 37(4), Article 4.
https://doi.org/10.1038/ijo.2012.110
Ratcliffe, D., & Ellison, N. (2015). Obesity and Internalized Weight Stigma: A Formulation Model for an
Emerging Psychological Problem. Behavioural and Cognitive Psychotherapy, 43(2), 239–252.
https://doi.org/10.1017/S1352465813000763
Rodgers R. F., Melioli T., Laconi S., Bui E., Chabrol H. (2013). Internet addiction symptoms, disordered eating,
and body image avoidance. Cyberpsychology, Behavior, and Social Networking, 16, 56–60.
https://dx.doi.org/10.1089/cyber.2012.1570
Sackett, D. & Dajani, T. (2019). Fat Shaming in Medicine: Overview of Alternative Patient Strategies.
Osteopathic Family Physician, 11(4), Article 4. https://ofpjournal.com/index.php/ofp/article/view/583
Salk R., Engeln-Maddox R. (2012). Fat talk among college women is both contagious and harmful. Sex Roles,
66, 636–645. https://dx.doi.org/10.1007/s11199-011-0050-1
Sharpe H., Naumann U., Treasure J., Schmidt U. (2013). Is fat talking a causal risk factor for body
dissatisfaction? A systematic review and meta-analysis. International Journal of Eating Disorders, 46,
643–652. https://dx.doi.org/10.1002/eat.22151
Sikorski C, Spahlholz J, Hartlev M, Riedel-Heller S. (2016). Weight-based discrimination: an ubiquitary
phenomenon? Int J Obes (Lond); 40(2), 333–7.
Stice E., Butryn M. L., Rohde P., Shaw H., Marti C. N. (2013). An effectiveness trial of a new enhanced
dissonance eating disorder prevention program among female college students. Behaviour Research
and Therapy, 51, 862–871. https://dx.doi.org/10.1016/j.brat.2013.10.003
Stice E., Mazotti L., Weibel D., Agras W. S. (2000). Dissonance prevention program decreases thin-ideal
internalization, body dissatisfaction, dieting, negative affect, and bulimic symptoms: A preliminary
experiment.
International
Journal
of
Eating
Disorders,
27,
206–217.
https://dx.doi.org/10.1002/(SICI)1098-108X(200003)27:2<206::AID-EAT9>3.0.CO;2-D
Sutin, A. R., & Terracciano, A. (2016). Five-Factor Model Personality Traits and the Objective and Subjective
Experience
of
Body
Weight.
Journal
of
Personality,
84(1),
102–112.
https://doi.org/10.1111/jopy.12143
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
171
Sutin, A. R., Stephan, Y., Luchetti, M., & Terracciano, A. (2014). Perceived weight discrimination and Creactive protein. Obesity, 22(9), 1959–1961. https://doi.org/10.1002/oby.20789
Κούστας, Π. (2022). Χοντροφοβία | Γιατί ασχολούμαστε με τα κιλά των άλλων; Madame Figaro.
https://www.madamefigaro.gr/sygxroni-zoi/life-now/137413/xontrofobia-giati-asxoloumaste-me-takila-ton-allon
Πολιτικά
Χοντρέλες.
(2016).
Διαστάσεις
https://queerink.gr/el/publication/fatties/
του
Πάχους
ως
Πολιτική
Ταυτότητα
3.3.7 Πρόσθετη προτεινόμενη βιβλιογραφία
Apostolidou, S, Kakari, F. et al. (2016). Political Fatties: Aspects of Fatness as a Political Identity. Queer Ink:
Athens, Greece.
Beattie, S. (2014). Bear Arts Naked: Queer Activism and the Fat Male Body. In C. Pausé, J. Wykes and S.
Murray (eds.), Queering Fat Embodiment. Ashgate, Surrey and Burlington: 115-129.
Chairetis, S. (2019). Ambivalence in encounters with my big fat Greek closet. Whatever. A Trandisciplinary
Journal
of
Queer
Theories
and
Studies,
2(1),
179-198,
https://whatever.cirque.unipi.it/index.php/journal/article/view/29/24
Chrisler, J. C. (2012). «Why Cant You Control Yourself?» Fat Should Be a Feminist Issue. Sex Roles, 66(9),
608–616. https://doi.org/10.1007/s11199-011-0095-1
Chrisler, J. C. (2018). Teaching health psychology from a size-acceptance perspective. Fat Studies, 7(1), 33–
43. https://doi.org/10.1080/21604851.2017.1360668
Cooper, C. (2010). Fat Studies: Mapping the Field. Sociology Compass, 4(12), 1020–1034.
https://doi.org/10.1111/j.1751-9020.2010.00336.x
Ernsberger, P. (2012). BMI, Body Build, Body Fatness, and Health Risks, Fat Studies, 1(1): 6-12,
https://dx.doi.org/10.1080/21604851.2012.627788
Farrell, A. E. (2011). Fat Shame: Stigma and the Fat Body in American Culture. NYU Press: New York.
Gailey, J.A. (2012). Fat Shame to Fat Pride: Fat Womens Sexual and Dating Experiences. Fat Studies, 1(1):
114-127, https://dx.doi.org/10.1080/21604851.2012.631113
Gailey, J.A. and Prohaska, A. (2006). «Knocking off a Fat Girl»: an Exploration of Hogging, Male Sexuality,
and Neutralizations. Deviant Behavior, 27(1): 31-49, https://dx.doi.org/10.1080/016396290968353
Gordon, A. (2021). What We Don’t Talk About When We Talk About Fat. Boston: Beacon Press.
Helathline.
(n.d.)
The
Harmful
Effects
of
Fat
Shaming.
https://www.healthline.com/nutrition/fat-shaming-makes-things-worse
healthline.com.
Jutel, A. (2001). Does size really matter? Weight and values in public health. Perspectives in Biology and
Medicine, 44(2): 283-296, https://dx.doi.org/10.1353/pbm.2001.0027
LaMotte, S. (2021). Fat-shaming by doctors, family, classmates is a global health problem, studies find. CNN.
https://edition.cnn.com/2021/06/01/health/fat-shaming-weight-stigma-wellness/index.html
LeBesco, K. (2003). Revolting Bodies: The Struggle to Redefine Fat Identity. Amherst, MA, University of
Massachusetts Press.
Lupton, D. (2013). FAT. London & New York: Routledge.
McHugh, M. C., & Chrisler, J. C. (2019). Making Space for Every Body: Ending Sizeism in Psychotherapy and
Training. Women & Therapy, 42(1-2), 7–21. https://doi.org/10.1080/02703149.2018.1524062
Murray, S. (2007). Corporeal Knowledges and Deviant Bodies: Perceiving the Fat Body. Social Semiotics,
17(3), 361-373.
Nath, R. (2019). The injustice of fat stigma. Bioethics, 33(5), 577–590. https://doi.org/10.1111/bioe.12560
172
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Overweight and Underpaid: Weight Discrimination at Work. (2016). EKU Online.
Pausé, C. (2014). X-Static Process: Intersectionality Within the Field of Fat Studies. Fat Studies, 3(2), 80-85,
https://dx.doi.org/10.1080/21604851.2014.889487
Shannon, A., & Mills, J. S. (2015). Correlates, causes, and consequences of fat talk: A review. Body Image, 15,
158–172. https://doi.org/10.1016/j.bodyim.2015.09.003
VICE Greece. (2022). Body Shaming: Η Χοντροφοβία. https://video.vice.com/gr/video/body-shaming-thebody-and-the-shame-chondrophobia/61deaae85813f26c07108ef8
Viitasaari, N. (2018). Should weight discrimination be prohibited by the European Union legislation in
employment? [Masters thesis]. University of Eastern Finland.
Vogel L. (2019). Fat shaming is making people sicker and heavier. CMAJ : Canadian Medical Association
journal
=
journal
de
lAssociation
medicale
canadienne,
191(23),
E649.
https://doi.org/10.1503/cmaj.109-5758
Warbrick, I., Came, H., & Dickson, A. (2019). The shame of fat shaming in public health: Moving past racism
to
embrace
indigenous
solutions.
Public
Health,
176,
128–132.
https://doi.org/10.1016/j.puhe.2018.08.013
Videos
Only Human, No Fatties Allowed https://www.youtube.com/watch?v=nGNPUJhqpuA
Onassis
Foundation, BODY SHAMING: What makes
https://www.youtube.com/watch?v=g1bnleLNzm8
you
embarrassed
of
your
body?
Mega Stories, Ιστορίες του body shaming https://www.youtube.com/watch?v=fnFLMPymEwM
VICE Greece, Body Shaming: Το Σώμα και η Ντροπή https://www.youtube.com/watch?v=HxxzEloI3xE
TEDxPanteionUniversity,
Body
Shaming,
https://www.youtube.com/watch?v=JLQBQqE_jds
Onassis
Foundation,
BODY
SHAMING:
Με
https://www.youtube.com/watch?v=xAaq5zl93vU
Penelope
λένε
Μυρσίνη
Anastasopoulou
και
είμαι
κοντή
Short Film Body Shaming https://www.youtube.com/watch?v=hmHlATJ8vWc
MY BODY - A Body Shaming Short Film https://www.youtube.com/watch?v=H8TN3n1ASkM
Τα FAT UNICORNS στο Στούντιο 4 https://www.youtube.com/watch?v=z_mCxlxY0P4
Τα FAT UNICORNS στο TV100 https://www.youtube.com/watch?v=ZT-wSDRvADM
Onassis
Foundation,
BODY
SHAMING:
My
name
https://www.youtube.com/watch?v=wimJNlxDVos
is
Antigoni
and
I
am
fat
Podcasts
LIFO,
Αντιγόνη
Πάντα
Χαρβά
«Χριστέ
μου,
το
λίπος
θα
σε
καταπιεί»
https://www.lifo.gr/podcasts/mpoulingk/antigoni-panta-harba-hriste-moy-lipos-tha-se-katapiei
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
173
3.4 Πολυσυντροφικές σχέσεις
Επιμέλεια κεφαλαίου: Λίζα Αστερίου
Σύνοψη
Στο παρόν κεφάλαιο αναλύονται οι πολυσυντροφικές σχέσεις. Παρατίθενται οι έννοιες της «πολυγαμίας», της
«συναινετικής μη μονογαμίας» και της «ανοικτής σχέσης», μεταξύ άλλων, ώστε να δοθεί μια επισκόπηση των
βασικών όρων που είτε συγχέονται είτε σχετίζονται με την πολυσυντροφικότητα. Σκοπός του κεφαλαίου είναι να
εισαχθεί ο αναγνώστης/το αναγνωστό/η αναγνώστρια στις σχετικές προβληματικές μέσα από την παρουσίαση
αφενός της αντίστοιχης διεθνούς βιβλιογραφίας και αφετέρου της υφιστάμενης κατάστασης στον ελλαδικό χώρο.
Ακόμη, δίδεται μια γενικότερη επισκόπηση των κεντρικών ζητημάτων τα οποία απασχολούν τα πολυσυντροφικά
άτομα. Τέλος, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις σχετικές νομικές εξελίξεις στον χώρο της πολυσυντροφικότητας.
Προαπαιτούμενη γνώση
Για την κατανόηση του παρόντος κεφαλαίου δεν απαιτείται προϋπάρχουσα γνώση. Οι έννοιες αναλύονται
διεξοδικά με απτό και εύληπτο τρόπο.
Μαθησιακά αποτελέσματα
Με την ανάγνωση του παρόντος κεφαλαίου, το αναγνωστικό κοινό θα είναι σε θέση:
-
να έχει μια ευρύτερη εικόνα της έννοιας της πολυσυντροφικότητας και της εξέλιξής της,
να διαχωρίζει τις σχετικές έννοιες,
-
να αναγνωρίζει τις νομικές εξελίξεις που αφορούν ζητήματα πολυσυντροφικότητας.
Εικόνα 3.4.1 (Φωτογραφία από Markus Winkler), το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/mockup-18500692/
174
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.4.1 Ορολογία
Ανεξάρτητη πολυσυντροφικότητα
(solo polyamory)
Ένα είδος πολυσυντροφικής σχέσης που βασίζεται στην
ανεξαρτησία. Τα άτομα που το ασκούν διατηρούν
ειλικρινείς παράλληλες σχέσεις χωρίς να σχηματίζουν
ζευγάρια, τριάδες, τετράδες κ.ά.
Πολυγαμία
Η πολυσυντροφικότητα δεν είναι το ίδιο με την πολυγαμία.
Η τελευταία έγκειται στην τέλεση γάμου μεταξύ πολλών
ατόμων ταυτόχρονα. Η πολυσυντροφικότητα δεν
περιλαμβάνει κατ’ ανάγκην γάμο.
Συναινετική μη μονογαμία
(Consensual non monogamy (CNM))
Η συναινετική μη μονογαμία (CNM) περιγράφει κάθε
σχέση
στην
οποία
όλοι/όλες/όλα
οι/τα
συμμετέχοντες/ουσες/α συμφωνούν ρητά να έχουν
πολλαπλές ταυτόχρονες σεξουαλικές, στενές ή/και
ρομαντικές σχέσεις. Οι συγκεκριμένες συμφωνίες στο
πλαίσιο των σχέσεων CNM μπορεί να ποικίλλουν, ανάλογα
με το τι χρειάζονται και τι θέλουν οι σύντροφοι.
Ανοιχτή σχέση
Κάθε σχέση που είναι συναινετικά μη μονογαμική.
Πολυσυντροφικότητα ή πολυερωτισμός
(polyamory)
Η πολυσυντροφικότητα αποτελεί μια πρακτική ή
φιλοσοφία όπου κάποιος έχει ή είναι ανοιχτός στο να έχει
πολλούς ερωτικούς συντρόφους ταυτόχρονα, με τη γνώση
και τη συγκατάθεση όλων των εμπλεκομένων. Διαφέρει
από άλλους τύπους συναινετικής μη μονογαμίας στο
γεγονός ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την
πολυσυντροφικότητα τείνουν να είναι πιο ανοιχτοί στο να
ερωτευτούν περισσότερα από ένα άτομα. Οι
πολυσυντροφικοί άνθρωποι μπορεί να εμπλέκονται σε μία
σχέση με πολλούς συντρόφους ή σε πολλές σχέσεις ενός
προς έναν.
Πολυφοβία
Είναι προϊόν της μονοκανονικότητας (mononormativity),
δηλαδή της αντίληψης που θεωρεί ότι οι μόνες σοβαρές και
ουσιαστικές σχέσεις είναι οι μονογαμικές.
Εσωτερικευμένη πολυφοβία
Οι αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις ενός ατόμου
απέναντι στις ανοιχτές σχέσεις. Συνήθως παίρνουν τη
μορφή ανασφάλειας, ζήλιας και κτητικότητας. Τις
εκδηλώνουν και τα πολυσυντροφικά ή πολυγαμικά άτομα.
Μονογαμοειδής (monogamish)
Η σχέση ενός ζευγαριού που επιτρέπει τις σεξουαλικές
επαφές με τρίτα άτομα, αλλά όχι τη δημιουργία άλλων
ερωτικών σχέσεων.
Μονοκανονικότητα (mononormativity)
Ο κοινωνικά κατασκευασμένος κανόνας (νόρμα) της
μονογαμίας. Το κυρίαρχο πρότυπο που παρουσιάζει τη
μονογαμία ως το μοναδικό αποδεκτό είδος σχέσης.
Μονοπεϊκή τακτική (One Penis Policy)
Η προσπάθεια κάποιων ανδρών να εμποδίσουν τη
σύντροφό τους να έχει ερωτικές επαφές με άλλους άνδρες
στο πλαίσιο μιας ανοιχτής σχέσης.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
175
Πολυανδρία (polyandry)
Το έθιμο να παντρεύεται μια γυναίκα δύο ή περισσότερους
άνδρες.
Πολυαποκλειστικότητα
(polyfidelity)
Η πολυσυντροφική σχέση μεταξύ τριών ή περισσότερων
ατόμων που δεν επιτρέπει ερωτικές σχέσεις και
σεξουαλικές επαφές με άλλα πρόσωπα.
Πολυγυνία (polygyny) ή πατριαρχική
πολυγαμία (patriarchal polygamy)
Το έθιμο να παντρεύεται ένας άνδρας δύο ή περισσότερες
γυναίκες. Ασκείται σε χώρες ή κοινότητες όπου οι γυναίκες
δεν έχουν ίσα δικαιώματα.
Πολυσυντροφικές οικογένειες
Τρεις ή περισσότεροι άνθρωποι που βρίσκονται σε
πολυσυντροφική σχέση, ζουν μαζί και μεγαλώνουν από
κοινού τα παιδιά τους (εφόσον έχουν).
Σχεσιακή αναρχία (relationship anarchy)
Ένα παρακλάδι της πολυσυντροφικότητας. Οι άνθρωποι
που την ασκούν δεν ιεραρχούν τις σχέσεις τους με κριτήριο
το σεξ ή τον έρωτα και γενικά αποφεύγουν την
κατηγοριοποίηση και τις νόρμες των σχέσεων.
Συναπόλαυση (compersion)
Το να χαίρεσαι με τη χαρά που βιώνει ο/η σύντροφός σου
στο πλαίσιο μιας άλλης σχέσης.
Swinging ή ανταλλαγή συντρόφων
Ομαδικές σεξουαλικές συνευρέσεις που συνήθως γίνονται
μεταξύ ζευγαριών, χωρίς να αποκλείεται και η συμμετοχή
μεμονωμένων ατόμων.
Sex Positive
Συχνά ο όρος συνοδεύεται από πολλές παρανοήσεις. Το να
είσαι θετικός απέναντι στο σεξ δεν έχει σε τίποτα να κάνει
με το τι είδους σεξ κάνεις, ούτε με το πόσο συχνά ή πόσο
πολύ κάνεις ή δεν κάνεις σεξ. Θετική στάση σημαίνει να
αποδέχεσαι κάθε έκφανση της σεξουαλικότητας (όταν
αυτή είναι συναινετική) όχι μόνο αυτές που συμβαδίζουν
με τη δική σου. Σημαίνει να αναγνωρίζεις τη σημασία της
σεξουαλικής εκπαίδευσης (που στην Ελλάδα είναι σχεδόν
ανύπαρκτη) και του ασφαλούς σεξ. Σημαίνει να δέχεσαι ότι
κάποιο άτομο απολαμβάνει το σεξ συνέχεια και ότι για
κάποιο το σεξ είναι αδιάφορο και να τα υποστηρίζεις και
τα δύο εξίσου. Με δυο λόγια, να σέβεσαι τις σεξουαλικές
επιλογές των άλλων ατόμων και να μην τα στιγματίζεις ως
τσούλες ή αγάμητα. Να μην περιθωριοποιείς τις
εργαζόμενες στο σεξ και να υποστηρίζεις τα εργασιακά
τους δικαιώματα. (https://sexpositive.gr/?page_id=16)
Πηγές
Πολυσυντροφικότητα (Polyamory). https://polysyntrofikotita.wordpress.com/glossary/
IOM-UN Migration. (2020, updated). SOGIESC-Glossary of terms, IOM LGBTIQ+ Focal Point Jenn
Rumbach. https://www.iom.int/sites/g/files/tmzbdl486/files/documents/IOM-SOGIESC-Glossary-ofTerms.pdf
Sex Positive. https://sexpositive.gr/?page_id=16
176
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.4.2 Γενικό πλαίσιο
Η πολυσυντροφικότητα (Βλ. Εικόνα 3.4.1.) αποτελεί μια πρακτική ή μια επιθυμία για στενές σχέσεις με
περισσότερους από έναν συντρόφους, με τη συγκατάθεση όλων των εμπλεκόμενων συντρόφων. Οι άνθρωποι
που αυτοπροσδιορίζονται ως πολυσυντροφικοί μπορεί να πιστεύουν σε ανοιχτές σχέσεις με συνειδητή
διαχείριση της ζήλιας και να απορρίπτουν την άποψη ότι η σεξουαλική και σχεσιακή αποκλειστικότητα είναι
προϋπόθεση για βαθιές, με δέσμευση, μακροχρόνιες, ερωτικές σχέσεις (Klesse, 2011). Άλλοι προτιμούν να
περιορίζουν τη σεξουαλική τους δραστηριότητα μόνο στα μέλη της ομάδας, μια κλειστή πολυσυντροφική
σχέση που συνήθως αναφέρεται ως πολυαποκλειστικότητα (Pines & Aronson, 1981).
Η πολυσυντροφικότητα έχει καταλήξει να είναι ένας «όρος-ομπρέλα» για διάφορες μορφές μη
μονογαμικών σχέσεων με πολλούς συντρόφους ή μη αποκλειστικών σεξουαλικών ή ρομαντικών/ερωτικών
σχέσεων. Η χρήση της αντανακλά τις επιλογές και τις φιλοσοφίες των εμπλεκόμενων ατόμων, με
επαναλαμβανόμενα μοτίβα ή αξίες, όπως η αγάπη, η οικειότητα, η ειλικρίνεια, η ακεραιότητα, η ισότητα, η
επικοινωνία και η δέσμευση. Η λέξη πολυσυντροφικός-ή-ό (polyamorous) εμφανίστηκε στη διεθνή
βιβλιογραφία για πρώτη φορά σε ένα άρθρο της Morning Glory Zell-Ravenheart, με τίτλο «A Bouquet of
Lovers», που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 1990 στο περιοδικό Green Egg Magazine, ως «poly-amorous» (ZellRavenheart, 1990). Τον Μάιο του 1992, η Jennifer L. Wesp δημιούργησε την ομάδα ενημέρωσης Usenet
alt.polyamory και το Oxford English Dictionary (OED) αναφέρει την πρόταση για τη δημιουργία αυτής της
ομάδας ως την πρώτη εξακριβωμένη εμφάνιση της λέξης (Alan, 2007). Το 1999, η Zell-Ravenheart κλήθηκε
από τον συντάκτη του OED να δώσει έναν ορισμό και το έκανε για την έκδοση του Ηνωμένου Βασιλείου
ορίζοντάς τον ως «η πρακτική, η κατάσταση ή η ικανότητα του να έχει κανείς περισσότερες από μία
σεξουαλικές ερωτικές σχέσεις ταυτόχρονα, με πλήρη γνώση και συναίνεση όλων των εμπλεκόμενων
συντρόφων» (The Ravenhearts, 2011). Οι λέξεις polyamory, polyamorous και polyamorist προστέθηκαν στο
OED το 2006 (The OED today, 2006).
Ορισμένα έργα αναφοράς όπως τα Oxford Living Dictionaries, Cambridge Advanced Learners
Dictionary & Thesaurus και Dictionary.com ορίζουν την «πολυσυντροφικότητα» ως μια μορφή σχέσης (είτε
διαπροσωπική, είτε ρομαντική, είτε σεξουαλική) που περιλαμβάνει πολλά άτομα με τη συγκατάθεση όλων των
εμπλεκομένων (Oxford Living Dictionaries, 2018· Cambridge Advanced Learners Dictionary & Thesaurus,
2018· Dictionary.com, 2020). Ορισμένοι επέκριναν τον ορισμό του Merriam-Webster για την
πολυσυντροφικότητα, καθώς αυτή ορίζεται ως «η κατάσταση ή η πρακτική του να έχει κανείς περισσότερες
από μία ανοιχτές ρομαντικές σχέσεις ταυτόχρονα», καθώς του λείπει ένα βασικό συστατικό: η συναίνεση
(Merriam-Webster, 2020).
Η συναινετική μη μονογαμία, στην οποία υπάγεται η πολυσυντροφικότητα, μπορεί να πάρει πολλές
διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τις ανάγκες και τις προτιμήσεις του ατόμου ή των ατόμων που εμπλέκονται
σε κάθε σχέση. Από το 2019, πάνω από το ένα πέμπτο του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών έχει, σε
κάποια στιγμή της ζωής του, εμπλακεί σε κάποιο είδος συναινετικής μη μονογαμίας (Haupert et al., 2017).
Διακριτοί από την πολυσυντροφικότητα ως φιλοσοφική βάση για τις σχέσεις, είναι οι πρακτικοί τρόποι με τους
οποίους οι άνθρωποι που ζουν πολυσυντροφικά, οργανώνουν τη ζωή τους και χειρίζονται ορισμένα ζητήματα,
σε σύγκριση με εκείνους που βιώνουν μια πιο συμβατική μονογαμική κατάσταση. Είναι σύνηθες για τα
swinging και τα ανοιχτά ζευγάρια να διατηρούν τη συναισθηματική μονογαμία, ενώ παράλληλα εμπλέκονται
σε εξωδυαδικές σεξουαλικές σχέσεις (Barker & Langdridge, 2012, σσ. 71-72).
Το όριο φύλου ή συντρόφου στις μονογαμικές σχέσεις όπως και στις μορφές μη μονογαμίας είναι
συνήθως αρκετά σαφές. Σε αντίθεση με άλλες μορφές μη μονογαμίας, όμως, «η πολυσυντροφικότητα είναι
αξιοσημείωτη για την προτίμηση της συναισθηματικής οικειότητας με τους άλλους» (Brunning, 2018). Τα
οφέλη μιας πολυσυντροφικής σχέσης μπορεί να περιλαμβάνουν:
●
Τη δυνατότητα των ατόμων να συζητούν θέματα με πολλούς συντρόφους, ενδεχομένως
διαμεσολαβώντας και έτσι σταθεροποιώντας μια σχέση και μειώνοντας την πόλωση των απόψεων,
ενισχύοντας τη συναισθηματική υποστήριξη και δομή με τους άλλους δεσμευμένους ενήλικες μέσα
στη συντροφική μονάδα.
●
Άλλα οφέλη περιλαμβάνουν ένα ευρύτερο φάσμα εμπειριών, δεξιοτήτων, πόρων και προοπτικής των
ενηλίκων και υποστήριξης των συντροφικών γάμων, οι οποίοι μπορεί να είναι ικανοποιητικοί ακόμη
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
177
και αν δεν είναι πλέον σεξουαλικά παραγωγικοί, δεδομένου ότι οι ερωτικές ανάγκες ικανοποιούνται
αλλού. Αυτό δρα στη διατήρηση των υφιστάμενων σχέσεων.
●
Ένα τελικό όφελος είναι η ικανοποίηση περισσότερων συναισθηματικών, πνευματικών και
σεξουαλικών αναγκών ως μέρος της κατανόησης ότι δεν μπορεί να αναμένεται από ένα άτομο να τις
παρέχει όλες. Αντίθετα, η πολυσυντροφικότητα προσφέρει απελευθέρωση από τη μονογαμική
προσδοκία ότι ένα άτομο πρέπει να καλύπτει όλες τις ανάγκες ενός ατόμου (σεξ, συναισθηματική
υποστήριξη, πρωταρχική φιλία, πνευματική διέγερση, συντροφικότητα, κοινωνική παρουσία)
(Weitzman et al., 2010).
Πολυσυντροφικές κοινότητες υπάρχουν σε χώρες της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής, της Ωκεανίας, της
Νότιας Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής. Το Kinsey Institute for Research in Sex, Gender and
Reproduction εκτιμά ότι υπήρχαν μισό εκατομμύριο «ανοιχτά πολυσυντροφικές οικογένειες» στις Ηνωμένες
Πολιτείες τον Ιούλιο του 2009 (Newitz, 2006). Επιπλέον, το 15-28% των ετεροφυλόφιλων ζευγαριών και
περίπου οι μισοί ομοφυλόφιλοι και αμφιφυλόφιλοι έχουν κάποια «μη παραδοσιακή» συμφωνία, όπως ανέφερε
ο Guardian τον Αύγουστο του 2013 (Penny, 2013). Οι πολυσυντροφικές κοινότητες έχει ειπωθεί ότι είναι
εξωτερικά φεμινιστικές, καθώς οι γυναίκες έχουν κεντρικό ρόλο στη δημιουργία τέτοιων κοινοτήτων και η
ισότητα των φύλων αποτελεί κεντρικό δόγμα. Για όσους-ες-α είναι πολυσυντροφικοί-ές-ά, η κοινωνική
απομάκρυνση, ως αποτέλεσμα της πανδημίας COVID-19, δημιούργησε τριγμούς στις υπάρχουσες σχέσεις,
οδηγώντας κάποιους-α-ες στο να χωρίσουν και άλλους-ες-α στο να αγωνίζονται να διατηρήσουν τις σχέσεις
τους.
Η έρευνα σχετικά με την επικράτηση της πολυσυντροφικότητας είναι περιορισμένη. Μια
ολοκληρωμένη μελέτη σχετικά με τις σεξουαλικές στάσεις, συμπεριφορές και σχέσεις στη Φινλανδία το 1992
(άτομα 18-75 ετών, περίπου 50% γυναίκες και άνδρες) διαπίστωσε ότι περίπου 200 από τους 2250 (8,9%)
ερωτηθέντες/θείσες «συμφώνησαν ή συμφώνησαν απόλυτα» με τη δήλωση ότι: «Θα μπορούσα να διατηρήσω
πολλές σεξουαλικές σχέσεις ταυτόχρονα» και 8,2% δήλωσαν ότι ο τύπος σχέσης που «ταιριάζει καλύτερα» στο
παρόν στάδιο της ζωής τους θα περιλάμβανε πολλαπλούς συντρόφους. Αντίθετα, όταν ρωτήθηκαν για άλλες
σχέσεις ταυτόχρονα με μια σταθερή σχέση, περίπου το 17% δήλωσε ότι είχε και άλλους συντρόφους ενώ
βρισκόταν σε σταθερή σχέση (50% όχι, 17% ναι, 33% αρνήθηκε να απαντήσει) (Haavio-Mannila & Kontula,
1992). Επιπλέον, εφαρμογές γνωριμιών όπως το #Open, το Feeld και το OkCupid είναι φιλικές προς την
πολυσυντροφικότητα (Βλ. Εικόνα 3.4.2).
Στο άρθρο «What Psychology Professionals Should Know About Polyamory», που βασίζεται σε μια
εργασία που παρουσιάστηκε στο 8ο Ετήσιο Συνέδριο Διαφορετικότητας τον Μάρτιο του 1999 στο Albany της
Νέας Υόρκης, αναφέρεται ότι ενώ οι ανοιχτά πολυσυντροφικές σχέσεις είναι σχετικά σπάνιες, υπάρχουν
«ενδείξεις ότι οι ιδιωτικές πολυσυντροφικές ρυθμίσεις μέσα στις σχέσεις είναι στην πραγματικότητα αρκετά
συχνές» (Weitzman et al., 2010). Σημειώνεται, επίσης, βάσει μιας μελέτης του 1983 σε 3.574 παντρεμένα
ζευγάρια του δείγματός, ότι «το 15-28% είχε μια κατανόηση που επιτρέπει τη μη μονογαμία υπό ορισμένες
συνθήκες», με τα ποσοστά να είναι υψηλότερα μεταξύ «των ζευγαριών που συμβιώνουν (28%), των λεσβιακών
ζευγαριών (29%) και των ομοφυλόφιλων ανδρών (65%)» (Weitzman et al., 2010).
Σύμφωνα με την Jessica Fern, ψυχολόγο και συγγραφέα του βιβλίου Polysecure: Attachment, Trauma
and Consensual Nonmonogamy, από τον Σεπτέμβριο του 2020, περίπου το 4% των Αμερικανών, σχεδόν 16
εκατομμύρια άνθρωποι, «ασκούν ένα μη μονογαμικό στιλ σχέσης» (Kavanagh, 2020). Η μελέτη των Amy C.
Moors, Amanda N. Gesselman και Justin R. Garcia που δημοσιεύθηκε στις 23 Μαρτίου 2021 και
χρησιμοποίησε δείγμα 3.438 ατόμων έδειξε ότι το 10,7% του δείγματος είχε εμπλακεί σε μια πολυσυντροφική
σχέση σε κάποια στιγμή της ζωής του και το 16,8% ανέφερε την επιθυμία να δοκιμάσει ή να είναι σε μια τέτοια
σχέση (Moors et al., 2021). Η μελέτη αποκάλυψε επίσης μια συσχέτιση μεταξύ του μορφωτικού επιπέδου και
της πολυσυντροφικότητας, δείχνοντας ότι τα λιγότερο μορφωμένα αρσενικά άτομα είχαν περισσότερες
πιθανότητες να εμπλακούν ή να έχουν εμπλακεί σε πολυσυντροφικές σχέσεις. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι
ο αριθμός των Αμερικανών που έχουν εμπλακεί σε πολυσυντροφικές σχέσεις είναι σημαντικά υψηλότερος από
ό,τι πιστευόταν προηγουμένως.
178
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.4.2 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.pexels.com/el-gr/photo/15101506/
Σχετικοί με την πολυσυντροφικότητα οργανισμοί υπάρχουν σε διάφορες χώρες. Ο Καναδικός Σύνδεσμος
Προάσπισης της Πολυσυντροφικότητας (Canadian Polyamory Advocacy Association – CPAA) ιδρύθηκε το
2009. Όπως επισημαίνεται: «Συνηγορεί για λογαριασμό των Καναδών που ασκούν την πολυσυντροφικότητα.
Ακόμη, προωθεί τη νομική, κοινωνική, κυβερνητική και θεσμική αποδοχή και υποστήριξη της
πολυσυντροφικότητας και τα συμφέροντα της καναδικής πολυσυντροφικής κοινότητας γενικά» (Alan, 2010).
Στην Αυστραλία ιδρύθηκε το 2013 το Polyamory Action Lobby (PAL) για να καταπολεμήσει τις πολιτισμικές
παρανοήσεις σχετικά με τους πολυσυντροφικούς ανθρώπους και να αγωνιστεί για τα νομικά τους δικαιώματα.
Η Polyamory Legal Advocacy Coalition (PLAC), με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, «επιδιώκει να προωθήσει
τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα των πολυαμορίστων ατόμων, κοινοτήτων και οικογενειών μέσω της
νομοθετικής συνηγορίας, της δημόσιας πολιτικής και της δημόσιας εκπαίδευσης» (PLAC, 2021). Η οργάνωση
Unitarian Universalists for Polyamory Awareness (UUPA) ιδρύθηκε το 2001. Έχει ως αποστολή της να
υπηρετήσει την Ένωση Ενωτικών Οικουμενιστών και την κοινότητα των πολυσυντροφικών εντός και εκτός
του UUPA παρέχοντας υποστήριξη, προωθώντας την εκπαίδευση και ενθαρρύνοντας την πνευματική ολότητα
όσον αφορά την πολυσυντροφικότητα.
Ωστόσο, δεν λείπει η κριτική στην έννοια και την πρακτική της πολυσυντροφικότητας. Η Yasmin Nair,
συνιδρύτρια του Against Equality υποστήριξε ότι η πολυσυντροφικότητα δεν κάνει κάποιον ριζοσπάστη,
αναδεικνύοντας ότι η ρητορική γύρω από την πολυσυντροφικότητα είναι κουραστική και όχι απελευθερωτική,
απλώς φετιχοποιεί μια «ιδιότυπη μορφή μονογαμίας... και μακροχρόνιων σχέσεων» (Nair, 2012) και δήλωσε
ότι δεν την ενδιαφέρει «αν το κράτος αναγνωρίζει ή όχι την πολυσυντροφικότητα ή την πολυγαμία» (Nair,
2015a). Σε άλλο σημείο αποκάλεσε το σημερινό ενδιαφέρον για την πολυσυντροφικότητα και την πολυγαμία
έναν λόγο που «διατηρεί την εξουσία μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο σύνολο κοινωνικών διατάξεων» (Nair,
2015b) και δήλωσε ότι η αναγνώριση των πολυσυντροφικών και πολυγαμικών σχέσεων δεν θα «διορθώσει όλα
τα προβλήματά μας» (Nair, 2015c) και ότι δεν καταλαβαίνει την πολυσυντροφικότητα επειδή είναι μια
«παλιομοδίτικη τσούλα που μερικές φορές κάνει σεξ με φίλους», χρησιμοποιώντας το σεξ ως «μέσο για να
σπάει τον πάγο στη συνεύρεση με αγνώστους» (Nair, 2008). Η Julie Bindel έγραψε επίσης μια κριτική στην
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
179
εφημερίδα The Guardian, στην οποία ανέφερε ότι ενώ δεν τη νοιάζει πώς οι άνθρωποι οργανώνουν τις σχέσεις
τους, η «συνδιαλλαγή και το rebranding της πολυγαμίας» είναι ανησυχητική, ενώ ανέφερε επίσης ότι η ιδέα
της μη μονογαμίας αναπτύχθηκε στην πραγματικότητα από ριζοσπαστικές φεμινίστριες από τη δεκαετία του
1970 και μετά ως ένας τρόπος «να αμφισβητηθεί η πατριαρχική ετεροφυλοφιλία» (Bindel, 2013). Υποστήριξε
επίσης ότι «οι σύγχρονοι υποστηρικτές της πολυσυντροφικότητας τείνουν να αγνοούν τη δυναμική των φύλων»
και αποκάλεσε την πολυσυντροφικότητα επιλογή «κατά συντριπτική πλειοψηφία των λευκών, εύπορων,
πανεπιστημιακά μορφωμένων και προνομιούχων ανθρώπων» που έχουν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους (Bindel,
2013).
Τέλος, η επιστημονική μελέτη της ψυχολογικής ευημερίας και της ικανοποίησης από τις σχέσεις των
συμμετεχόντων στην πολυσυντροφικότητα είναι περιορισμένη λόγω του ότι ως επί το πλείστον πρόκειται για
έναν «κρυφό πληθυσμό», καθώς το να ανοιχτούν τα πολυσυντροφικά άτομα για το είδος της σχέσης τους είναι
ζήτημα εμπιστοσύνης και ενδεχομένως να απαιτεί σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα για να αποκτηθεί. Αν και
ορισμένα αποτελέσματα θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως θετικά, τα ευρήματα αυτά συχνά υστερούν λόγω
μεροληψίας και άλλων μεθοδολογικών ζητημάτων. Ένας σημαντικός αριθμός μελετών βασίζεται σε μικρά
δείγματα, τα οποία συχνά προσλαμβάνονται από παραπομπές, δειγματοληψία με χιονοστιβάδα και ιστότοπους
αφιερωμένους στην πολυσυντροφικότητα. Τα άτομα που προσλαμβάνονται με αυτό τον τρόπο τείνουν να είναι
σχετικά ομοιογενή όσον αφορά τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τα δημογραφικά στοιχεία, γεγονός που περιορίζει
τη γενίκευση των ευρημάτων. Αυτά τα δείγματα τείνουν επίσης να επιλέγονται μεροληπτικά από άτομα με
θετικές εμπειρίες, ενώ εκείνοι που βρίσκουν την πολυσυντροφικότητα αγχωτική ή οδυνηρή μπορεί να είναι
λιγότερο πρόθυμοι να συμμετάσχουν στην έρευνα. Σε γενικές γραμμές, οι αυτοαναφορές του βαθμού ευημερίας
και ικανοποίησης από τη σχέση με την πάροδο του χρόνου είναι ελαττωματικές και συχνά βασίζονται σε
πεποιθήσεις παρά σε πραγματικές εμπειρίες. Τα μέτρα αυτοαναφοράς διατρέχουν επίσης τον κίνδυνο της
μεροληψίας αυτοενίσχυσης, καθώς τα υποκείμενα μπορεί να αισθάνονται πίεση να δώσουν θετικές απαντήσεις
για την ευημερία τους και την ικανοποίηση από τη σχέση τους μπροστά στην απειλή στερεοτύπων. Αυτή η
ανισότητα επισημάνθηκε από τους Amy C. Moors, Terri D. Conley, Robin S. Edelstein και William J. Chopik,
οι οποίοι συνέκριναν ερωτηθέντες/θείσες/ερωτηθέντα οι/τα οποίοι/ες/α εξέφραζαν ενδιαφέρον για συναινετική
μη μονογαμία και που προέρχονταν από τον γενικό πληθυσμό με εκείνους που προέρχονταν από διαδικτυακές
κοινότητες αφιερωμένες στη συζήτηση θετικών πτυχών της μη μονογαμίας (Moors et al. 2015). Συγκεκριμένα,
παρατηρήθηκε ότι τα άτομα με κλίση προς τη συναινετική μη μονογαμία στο δείγμα του γενικού πληθυσμού
συσχετίστηκαν ισχυρά με την ύπαρξη ενός προτύπου αποφυγής της προσκόλλησης.
Σε πιο θεωρητικό επίπεδο, η ευρύτερη προβληματική μέσα στην οποία εντάσσεται και η έννοια της
πολυσυντροφικότητας έρχεται να αποδομήσει την αξιακή σύσταση του καθιερωμένου ερωτικού προτύπου, ήτοι
του ετεροκανονιστικού ζευγαριού που αποτελείται από έναν ετεροφυλόφιλο άνδρα και μία ετεροφυλόφιλη
γυναίκα, ιδανικά δε έχει και παιδιά, τους καρπούς αυτού του έρωτα. Στο μανιφέστο περί αναρχίας στις ερωτικές
σχέσεις (The short instructional manifesto for relationship anarchy), η Andie Nordgren προτείνει μια
εναλλακτική υπόθεση περί έρωτος κατά την οποία αυτός δεν εξαντλείται ούτε περιορίζεται μόνον εντός του
πλαισίου του ζευγαριού (Nordgren, 2006). Αν και η έννοια της αναρχίας στις ερωτικές σχέσεις δεν ταυτίζεται
με την πολυσυντροφικότητα ή τη μη μονογαμία καθώς στον πυρήνα της διατηρεί την πεποίθηση ότι κάθε άτομο
μπορεί να δημιουργεί τις ερωτικές του σχέσεις κατά τον τρόπο που αυτό κρίνει καταλληλότερο βάσει των
στάσεων και πεποιθήσεών του, η αποδόμηση της ιεραρχικής κυριαρχίας των ετεροκανονιστικών ερωτικών
σχέσεων αποτελεί ένα κοινό σημείο αναφοράς με τις προαναφερθείσες έννοιες (Hemery, 2018).
Στη βιβλιογραφία, η ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων που εμπλέκονται σε πολυσυντροφικές
σχέσεις έχει μελετηθεί εκτενώς. Συγκεκριμένα, η έννοια του τραύματος που μπορεί να έχει ποικίλες αιτίες,
συμπεριλαμβανομένης της προσκόλλησης σε ένα άτομο και της συνακόλουθης απογοήτευσης που μπορεί να
νιώσει κανείς όταν ματαιωθεί αυτή, έχει προταθεί ότι ίσως να μπορούσε να θεραπευθεί μέσα από μια μη
μονογαμική ή και πολυσυντροφική σχέση. Η Jessica Fern αναφέρει αυτή τη συνθήκη ως «polysecure»
(πολυασφαλής), σύμφωνα με την οποία το άτομο που εμπλέκεται σε μία συναινετικά μη μονογαμική σχέση
αναζητά και, εντέλει, ίσως και να βρίσκει τη συναισθηματική ασφάλεια που αναζητεί σε διάφορες και με
ποικίλες διαβαθμίσεις ερωτικές σχέσεις (Fern, 2020, κεφ. 7). Βασικό σημείο αποτελεί η αναγνώριση ότι κάθε
σχέση είναι μοναδική, φέρει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και η μονογαμική σχέση δεν είναι πανάκεια
για την εύρεση της συναισθηματικής ασφάλειας (Fern, 2020, κεφ. 5).
Μια πολύ σημαντική συναισθηματική ανησυχία, η οποία απαντάται σε πολυσυντροφικά άτομα που
επισκέπτονται κάποιον ψυχοθεραπευτή, είναι η σεξουαλική ζήλια και για αυτό τον λόγο απαιτείται να γίνει
180
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
ιδιαίτερη μνεία σε αυτήν. Η λανθασμένη αντίληψη ότι η ζήλια δεν υφίσταται στην πολυσυντροφικότητα
συναντάται συχνά εκτός των κύκλων της και μεταξύ των ανθρώπων που είναι νέοι σε αυτή την πρακτική. Το
σύνθετο μείγμα συμπεριφορών που η κοινωνία ονομάζει «ζήλια» μπορεί να εκδηλώνεται και πράγματι
εκδηλώνεται στις πολυσυντροφικές σχέσεις (Weitzman et al., 2012). Ο τρόπος με τον οποίο οι συμμετέχοντες
εντοπίζουν, χαρακτηρίζουν και αντιμετωπίζουν αυτές τις εκδηλώσεις συχνά καθορίζει τον βαθμό επιτυχίας ή
αποτυχίας τους στη διατήρηση αυτών των σχέσεων. Έρευνες υποστηρίζουν ότι αυτό που αποκαλείται «ζήλια»
μοιάζει περισσότερο με ένα πλήρες κακέκτυπο ποικίλων συναισθημάτων παρά με ένα μόνο συναίσθημα
(Eckman, 1999· Hupka, 1984· Parrott & Smith, 1993· Solomon, 1976· White & Mullen, 1989). Το καθένα από
αυτά πρέπει να διαχωριστεί, να εξεταστεί και να αντιμετωπιστεί από τον ψυχοθεραπευτή χρησιμοποιώντας
συνήθεις θεραπευτικές μεθοδολογίες. Εν ολίγοις, ο ψυχοθεραπευτής καλείται να αποφύγει τη θεώρηση της
ζήλιας ως κάτι το φυσικό, μονολιθικό και ανεπίδεκτο παρέμβασης.
Όλα τα συστατικά συναισθήματα της ζήλιας (όπως π.χ. ο θυμός, η μομφή, ο πόνος) μπορούν να
αποσπαστούν από την ανυπόστατη έκφραση της ζήλιας του ατόμου και να αντιμετωπιστούν με τρόπους που να
ανταποκρίνονται στα βαθύτερα αίτια των αρνητικών συναισθημάτων που εμποδίζουν την επιτυχία. Η ζήλια
μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω επαναδιαπραγμάτευσης με τους συντρόφους, ευαισθητοποίησης, διαλόγου και
αυξημένης αυτογνωσίας (Weitzman et al., 2012). Ο διαχωρισμός σε «ορθολογική» και «παράλογη» ζήλια είναι
ιδιαίτερα χρηστικός εν προκειμένω. Η πρώτη αντιστοιχεί στις συμπεριφορές ζήλιας με τις οποίες μπορεί να
ζήσει κανείς και ενδεχομένως να ενισχύει τη σχέση, ενώ η δεύτερη αποτελεί την «τυπική» κοινωνικά
εγκεκριμένη αντίδραση στην απόκλιση ενός ερωτικού συντρόφου από τη σεξουαλική/συναισθηματική
αποκλειστικότητα και η οποία συνήθως οδηγεί σε ένα ευρύ φάσμα καταστροφικών συμπεριφορών (Ellis, 1972).
Η «συναπόλαυση» (compersion) αποτελεί το αντίθετο της ζήλιας (Pines & Aronson, 1981).
Αναφέρεται στην απόλαυση της αγάπης ενός συντρόφου για κάποιον άλλον, όπως ένας γονιός χαίρεται με το
να βλέπει να μεγαλώνει το αγαπημένο του παιδί. Πρόκειται για ένα ιδανικό, που δεν είναι πάντα εφικτό να
επιτευχθεί γρήγορα στις σχέσεις. Συνδέεται συχνά με την ισοτιμία της σχέσης και αυτή η ισοτιμία είναι που
βοηθά μερικές φορές στην προώθηση της συναπόλαυσης (Weitzman et al., 2012). Τα συναισθήματα ζήλιας
προς τον εραστή ενός συντρόφου μπορεί να είναι υπερβολικά στην απουσία μιας συμπληρωματικής,
ικανοποιητικής και ισοδύναμης σχέσης. Ενώ κάποια έκφραση ζήλιας είναι συνηθισμένη στις ανοιχτές σχέσεις,
ιδίως στα αρχικά στάδια, ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι αυτή συχνά μειώνεται με την πάροδο του χρόνου,
ακόμη και χωρίς θεραπευτική παρέμβαση (Constantine & Constantine, 1977). Συχνά, η βοήθεια ενός
εκπαιδευμένου συμβούλου μπορεί να μειώσει σημαντικά αυτό το διάστημα, καθώς και να εξομαλύνει την
πορεία της μετάβασης προς μια κατάσταση με μικρότερη παρουσία ζήλιας (Weitzman et al., 2012).
Εικόνα 3.4.3 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.pexels.com/el-gr/photo/5018203/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
181
Οι διαφορές της πολυσυντροφικότητας (Βλ. Εικόνα 3.4.3.) από άλλες μορφές μη μονογαμίας έχουν τονιστεί
ιδιαίτερα στη βιβλιογραφία. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι ο έντονα ηθικός χαρακτήρας της
πολυσυντροφικότητας προέρχεται από την ισχυρή έμφαση που δίνει στην αγάπη, την οικειότητα, τη δέσμευση,
τη συναίνεση και την ειλικρίνεια. Η έμφαση στην αγάπη συχνά τείνει να συμβαδίζει με μια υποτίμηση της
σεξουαλικότητας (Klesse, 2006). Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ενδιαφέρον να δει κανείς ότι υπό ορισμένες οπτικές
γωνίες η πολυσυντροφικότητα δεν εμφανίζεται ως μια ξεχωριστή (δηλ. «υπεύθυνη») μορφή μη μονογαμίας,
αλλά ενδεχομένως να μην θεωρείται καθόλου μορφή μη μονογαμίας (Klesse, 2006). Το να είναι κανείς
πολυσυντροφικός και το να είναι μη μονογαμικός μπορεί να συνεπάγεται αρκετά διαφορετικές προσεγγίσεις
με το κρίσιμο ζήτημα σε αυτή τη διάκριση να είναι η διαφορετική έμφαση που δίνεται στο σεξ (Klesse, 2006).
Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να ασκήσει κανείς τη μη μονογαμία, όπως το swinging, ήτοι η ανταλλαγή
σεξουαλικών συντρόφων συνήθως σε κάποιο πάρτι. Σε αντιδιαστολή, ένα πολυσυντροφικό άτομο επενδύει σε
έναν περιορισμένο αριθμό συναισθηματικά στενών μακροχρόνιων σχέσεων. Το περιστασιακό σεξ και το
swinging παρουσιάζονται ως μορφές μη μονογαμίας και όχι ως μορφές πολυσυντροφικότητας. Οι όροι, φυσικά,
δεν είναι τόσο αυστηρά ορισμένοι, οπότε εμφανίζονται κάποιες επικαλύψεις και υπάρχει χώρος για μία
διφορούμενη ή κάπως μεταβαλλόμενη ταύτιση. Ωστόσο, τελικά η πολυσυντροφικότητα και η μη μονογαμία
σηματοδοτούν διακριτές ταυτότητες. Η πολυσυντροφικότητα δίνει έμφαση στην αγάπη, ενώ η μη μονογαμία
βασίζεται σε έναν τρόπο ζωής ή μια ταυτότητα προσανατολισμένη στο σεξ (Klesse, 2006).
Ένα ακόμα σημείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς αποτελεί η δημιουργία πολυσυντροφικών
οικογενειών από ομοφυλόφιλους άνδρες. Οι οικογένειες αυτές αποτελούνται συνήθως από περισσότερους των
δύο gay ανδρών και, επομένως, έρχονται σε ρήξη με το κοινώς αποδεκτό μοντέλο δημιουργίας οικογένειας από
ένα ετεροφυλόφιλο ζευγάρι (Bettinger, 2005). Η πρακτική της πολυσυντροφικότητας έρχεται να διαταράξει για
ακόμη μία φορά την πρωτοκαθεδρία της ετεροκανονιστικότητας ως του μοναδικού αποδεκτού μοντέλου
δόμησης μιας κοινωνίας. Σε παρόμοιο μοτίβο μπορεί να βρει κανείς την αποδόμηση της κοινωνικά
επιβαλλόμενης ετεροκανονιστικότητας στις πρακτικές των πολυσυντροφικών ομοφυλόφιλων γυναικών (Vera,
1999). Η απελευθέρωση των λεσβιών από τα παραδεδεγμένα μοντέλα της πατριαρχικής κοινωνίας μπορεί να
έρθει μέσα από τη δημιουργία ενός συμπλέγματος ερωτικών, πολυσυντροφικών σχέσεων στις οποίες η
ειλικρίνεια και η υπευθυνότητα διαδραματίζουν καίριο ρόλο. Η πολυσυντροφικότητα είναι ικανή να δώσει μια
βιώσιμη εναλλακτική αποδομώντας την παραδοχή ότι η μονογαμία αποτελεί το μοναδικό, επιθυμητό κοινωνικό
μοντέλο (Vera, 1999).
Σε αντίθεση με μία σιωπηρή παραδοχή του γεγονότος ότι η μονογαμία εντός του διπόλου αποτελεί τη
μοναδική έκφραση της σεξουαλικής ταυτότητας και τη βάση για τη δημιουργία οικογενειών, δεσμών, σχέσεων,
όπως και τη βασική προϋπόθεση για την αγάπη και τον έρωτα, υπάρχουν queer τρόποι για να δημιουργηθούν
οι συνθήκες σχετικοποίησης «του ανοιχτού πλέγματος δυνατοτήτων, κενών, επικαλύψεων, ασυμφωνιών και
συμφωνιών, παραλείψεων και υπερβολικών νοημάτων όταν τα συστατικά στοιχεία της κάθε σεξουαλικότητας
δεν λαμβάνουν μονολιθική σημασία» (Sedgwick, 1993, σ. 8). Ακόμη, λαμβάνοντας υπόψη την έκκληση των
θεωρητικών του queer να κινηθούν πέρα από την απλή πολιτική της ταυτότητας, τα πολυσυντροφικά άτομα
μπορούν να οικοδομήσουν συμμαχίες με άλλες ακτιβιστικές ομάδες που ενδιαφέρονται για τη δημιουργία
διευρυμένων ορισμών αναφορικά με το τι σημαίνουν όχι μόνο ο όρος «οικογένεια», αλλά και φαινομενικά
προφανείς όροι/έννοιες/πρακτικές, όπως οι «σχέσεις» και οι «κοινότητες» (Noël, 2006). Η queer θεωρία, όπως
και η έννοια της πολυσυντροφικότητας, βοηθούν στην παραγωγική αποτίναξη των βασικών παραδοχών που
έχουν τα άτομα για την έννοια της κοινωνίας και του να είναι κανείς κοινωνικό ον (Trahan, 2014).
Η πρώτη πόλη στις ΗΠΑ που αναγνώρισε δικαιώματα στις πολυσυντροφικές σχέσεις είναι το
Somerville, μια πόλη κοντά στη Βοστόνη, όπου εγκρίθηκε μια διάταξη η οποία περιλαμβάνει τις
πολυσυντροφικές σχέσεις στην ενδοοικογενειακή συμβίωση (Malandrakis, 2020). Αυτή η εξέλιξη ανοίγει τον
δρόμο για μια σταδιακή ενσωμάτωση της πολυσυντροφικότητας εντός του κοινωνικού πλαισίου. Αν και
γενικότερα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και ειδικά στην εκπαίδευση, η πολυσυντροφικότητα αποσιωπάται ως
εναλλακτική για τη δημιουργία οικογενειών και ως δομικό χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας, τα πολυσυντροφικά
άτομα νιώθουν την ανάγκη να αποκτήσουν ορατότητα και να επιδιώξουν ολοένα περισσότερο την κοινωνική
ενσωμάτωση (Pallotta-Chiarolli, 2006). Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται να εισαχθεί η
πολυσυντροφικότητα και τα συνακόλουθα με αυτήν ζητήματα στην εκπαίδευση των παιδιών και των νέων,
ούτως ώστε να γίνει κατανοητό ότι δεν αποτελεί μια παρέκκλιση κάποιου κοινωνικού κανόνα, αλλά μια
βιώσιμη εναλλακτική (Pallotta-Chiarolli, 2006).
182
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.4.3 Η πολυσυντροφικότητα στα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης
Το 2016, το BOVARY60 στο άρθρο για τις πολυσυντροφικές οικογένειες (Βλ. Εικόνα 3.4.4) επικεντρώθηκε
στο πώς είναι η ζωή μέσα σε αυτές:
Οι τρόποι οργάνωσης τέτοιου είδους σχέσεων είναι ατέλειωτοι και η πολυσυντροφικότητα κουβαλάει
ένα σύνολο προκλήσεων. Λέγεται ότι στις πολυσυντροφικές σχέσεις στόχος είναι τα συναισθήματα να
συζητιούνται και να αναλύονται ώστε να αποκτούν βάθος. Πόσο εύκολο είναι να εμπλέκεσαι σε μια
τέτοια σχέση; Πώς είναι να ζεις σε μια πολυσυντροφική οικογένεια; Μια ομοφυλόφιλη γυναίκα και
παράλληλα παντρεμένη με άνδρα εξηγεί πώς είναι να ζεις σε μια πολυσυντροφική οικογένεια: Είναι
σαν να ζεις σε οποιαδήποτε άλλη οικογένεια. Τις 99 φορές στις 100 μια πολυσυντροφική οικογένεια
λειτουργεί όπως μια μονογαμική. Απλά θέλει λίγο παραπάνω συντονισμό και ο καθένας πρέπει να
θυμάται τι κάνει ο άλλος. Καθένας έχει το δωμάτιό του. Προφανώς καθένας δεν κοιμάται εκεί κάθε
βράδυ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο καθένας κοιμάται οπουδήποτε. Καθένας έχει τον πλήρη έλεγχο
για το ποιον καλεί στο κρεβάτι του. Υπάρχει περίπτωση να θέλει να κοιμηθεί μόνος του κάποιο βράδυ.
Κανένας γάμος δεν είναι συναρπαστικός όλη την ώρα. Πηγαίνουμε στις δουλειές μας, μαγειρεύουμε,
βάζουμε πλυντήριο, μεγαλώνουμε τα παιδιά, παίζουμε παιχνίδια, βλέπουμε ταινίες αγκαλιά,
ανησυχούμε για το πώς θα πληρώσουμε λογαριασμούς. Κάνουμε ό,τι κάνουν όλες οι οικογένειες. Είναι
λιγάκι πιο δύσκολο για τις πολυσυντροφικές οικογένειες να παραμείνουν ενωμένες σε σύγκριση με τις
μονογαμικές οικογένειες. Πρέπει οι άνθρωποι που θα απαρτίζουν μια πολυσυντροφική οικογένεια να
έχουν τα ίδια θέλω, όχι μόνο ένα ή δύο άτομα. Αλλά αν βρεις καλά άτομα με τα οποία μπορείς να
συνυπάρξεις και δεν αναστατώνονται όταν ο σύντροφός σου κάνει κάτι και με άλλα άτομα αλλά σε
αγαπά και είναι εκεί για σένα, μπορεί να είναι υπέροχο.
Εικόνα 3.4.4 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.bovary.gr/health-diary/3143/polysyntrofikes-oikogeneies-pos-einai-na-zeis-se-aytes
60
Βλ. https://www.bovary.gr/health-diary/3143/polysyntrofikes-oikogeneies-pos-einai-na-zeis-se-aytes
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
183
Το 2021, το YES I DO61 αναφέρεται σε ένα άρθρο του αμερικανικού Harpers Bazaar και αποκαλεί την
πολυσυντροφικότητα ως τη νέα τάση στις σχέσεις (Βλ. Εικόνα 3.4.5). Επιπλέον, μιλά επί του θέματος η Λίζα
Αστερίου, δημιουργός της πρώτης οργανωμένης συλλογικότητας πολυσυντροφικών στην Ελλάδα, Ανοιχτές
Σχέσεις, αναφέροντας πως: «Επειδή η έννοια αυτή είναι καινούργια για τα ελληνικά δεδομένα, εύκολα
δημιουργείται σύγχυση». Όπως πιστεύει, πάρα πολλά στοιχεία δείχνουν ότι η μονογαμία είναι κοινωνικό
κατασκεύασμα:
Στις φυλές κυνηγών-τροφοσυλλεκτών επικρατούσε σεξουαλική ελευθερία. Η ανθρωπότητα έζησε το
μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής της σ’ αυτό το στάδιο. Η μονογαμία των γυναικών καθιερώθηκε στις
κοινωνίες όπου αναπτύχθηκε η ατομική ιδιοκτησία με σκοπό την εξασφάλιση «γνήσιων» απογόνωνκληρονόμων. Σε πάρα πολλούς λαούς και πολιτισμούς, από την αρχαιότητα ως σήμερα, οι μη
μονογαμικές σχέσεις αποτελούν τον κανόνα.
Η Λ. Αστερίου συμπληρώνει ότι:
οι «μύθοι» γύρω από τη μονογαμία, του τύπου «στους δύο, τρίτος δεν χωρεί», βασίζονται στο
«ρομαντικό ιδεώδες» που καλλιέργησε η βικτωριανή εποχή και δεν έχουν καμία επιστημονική
τεκμηρίωση. Αν κάποιος άνθρωπος θέλει να ζει μονογαμικά, αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμά του.
Όμως, είναι άλλο πράγμα να κάνεις κάτι από επιλογή και άλλο να σου το επιβάλλουν.
Αναφέρεται επίσης και στο θέμα της ζήλιας, την οποία οι πολυσυντροφικοί θεωρούν ένα κατασκεύασμα της
σύγχρονης μονογαμικής κοινωνίας πίσω από το οποίο κρύβονται άλλα συναισθήματα, όπως ο φόβος της
μοναξιάς. Όπως εξηγεί:
τα πολυσυντροφικά άτομα μαθαίνουν να διαχειρίζονται τη ζήλια με ποικίλους τρόπους: ανάλυση των
δυσάρεστων σκέψεων και συναισθημάτων, καλλιέργεια εμπιστοσύνης και καλής επικοινωνίας,
συναπόλαυση: να χαίρεσαι με την ευτυχία που νιώθουν οι σύντροφοί σου στις άλλες σχέσεις τους (μια
μορφή ενσυναίσθησης), να έχεις φιλικές σχέσεις με τους/τις μετασυντρόφους (τους/τις συντρόφους
των συντρόφων μας), αυτοεκτίμηση, θετική σκέψη, κατανόηση, δημιουργική επίλυση προβλημάτων.
Επίσης, στο blog polyamory.gr62, η Λ. Αστερίου σε συνέντευξή της (Βλ. Εικόνα 3.4.6) εξήγησε τα αρνητικά
και τα θετικά μίας πολυσυντροφικής σχέσης:
Θετικά στοιχεία της πολυσυντροφικότητας είναι η μεγαλύτερη ελευθερία και ποικιλία που προσφέρει.
Δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσει κανείς περισσότερους ανθρώπους, να συνδεθεί μαζί τους και –γιατί
όχι;– να τους ερωτευτεί. Θεωρώ ότι η βαθιά και ουσιαστική επαφή με άλλα πρόσωπα αποτελεί πηγή
ανεξάντλητου πλούτου. Άρα, όσο πιο πολλές και καλές σχέσεις έχουμε, τόσο πιο πλούσιες και πλούσιοι
είμαστε! Ωστόσο, δεν λείπουν και τα αρνητικά στοιχεία. Το πιο σημαντικό είναι η δυσκολία να
χτιστούν στην πράξη πολυσυντροφικές σχέσεις. Έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε την εχθρότητα της
κοινωνίας, την προκατάληψη και το στίγμα ότι αυτά που θέλουμε είναι ανώμαλα, ανήθικα ή ανώριμα.
Πολλές φορές χρειάζεται μεγάλο ψυχικό σθένος για να διεκδικήσεις το δικαίωμα να είσαι ο εαυτός σου
και να δομήσεις τις σχέσεις σου έτσι όπως σου ταιριάζει. Τα περισσότερα πολυγαμικά άτομα επιλέγουν
την «εύκολη λύση», δηλαδή την απιστία. Δυστυχώς, στην κοινωνία όπου ζούμε, η υποκρισία είναι πιο
αποδεκτή απ’ ό,τι η ειλικρίνεια. Έτσι, δεν είναι εύκολο να βρεθούν τα κατάλληλα πρόσωπα που θα
καταφέρουν να λειτουργήσουν με πολυσυντροφικό τρόπο. Όσο κι αν οι άνθρωποι θεωρούν τον εαυτό
τους απελευθερωμένο, στην πράξη κουβαλάνε πολλά ταμπού και αμέτρητες ανασφάλειες. Είναι
μεγάλη η πρόκληση να μπορέσει κανείς ν’ αποτινάξει ιδέες και νοοτροπίες με τις οποίες έχει
Βλ. https://www.yes-i-do.gr/wedding-blog/polysyntrofikotita-einai-i-nea-tasi-stis-sxeseis/
Βλ. https://polyamorygr.wordpress.com/2014/05/18/%CE%BF%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%B9%CF%87%CF%84%CE%AD%CF%82%CF%83%CF%87%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AE/?fbclid=IwAR1nizk6lNEadkyxKj96QmEBlTQrGgwjyg_55C1ZnLeTqCYZHBKjWQpFNGw
61
62
184
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
γαλουχηθεί μια ζωή. Πιστεύω επίσης ότι για να μπορέσει να δημιουργήσει ένας άνθρωπος μια καλή
σχέση θα πρέπει να έχει κατακτήσει ένα βαθμό ωριμότητας και αυτογνωσίας. Πόσο μάλλον όταν θέλει
δύο, τρεις ή τέσσερις καλές σχέσεις ταυτόχρονα…
Στο δεύτερο μέρος63 της συνέντευξής της, αναφέρθηκε και στο πώς τα πολυσυντροφικά άτομα στην Ελλάδα
μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους:
Πιστεύω πως ο καλύτερος τρόπος είναι να βγούμε πρώτα απ’ όλα από το καβούκι μας. Αν κοιτάξουμε
γύρω μας, θα δούμε ένα πρωτοπόρο κίνημα που παλεύει ενάντια στη σεξουαλική και σεξιστική
καταπίεση. Μέχρι στιγμής το σηκώνουν στους ώμους τους οι ΛΟΑΤΚΙ+ άνθρωποι. Ίσως αυτό να
ξενίζει κάποιους/ες γιατί αυτοπροσδιορίζονται ως ετεροφυλόφιλοι ή βρίσκονται μακριά από τις
διεργασίες εκείνου του χώρου. Ωστόσο, με μια πιο προσεκτική ματιά οι ανοιχτές σχέσεις και ο
ΛΟΑΤΚΙ+ χώρος έχουν πολλά κοινά. Για παράδειγμα, πρόσφατα έκανε το γύρο του κόσμου η είδηση
σχετικά με τρεις Αμερικανίδες που «παντρεύτηκαν» μεταξύ τους με μια ρομαντική γαμήλια τελετή και
τώρα περιμένουν παιδί. Κι αν αυτό ακούγεται πολύ extreme για τα ελληνικά δεδομένα, να θυμίσω ότι
στο πεδίο των ανοιχτών σχέσεων η αμφισεξουαλικότητα δεν είναι διόλου σπάνιο φαινόμενο. Π.χ. στον
χώρο των swingers είναι πολύ συνηθισμένο να «παίζουν» ερωτικά οι γυναίκες μεταξύ τους. Επίσης,
υπάρχουν αμφιφυλόφιλα ζευγάρια που συνευρίσκονται με παρόμοια ζευγάρια ή προσκαλούν στην
παρέα τους διεμφυλικά (trans) άτομα. Ωστόσο, πέρα από τις ερωτικές «συγγένειες», ο ίδιος ο όρος
queer υποδηλώνει τους ανθρώπους που αμφισβητούν τα κυρίαρχα πρότυπα σεξουαλικότητας, σχέσεων
και φύλου. Προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα να αυτοπροσδιορίζομαι ως queer. Θεωρώ ότι αυτός
ο όρος χωράει θαυμάσια και τα πολυσυντροφικά άτομα. Για να το δούμε, όμως, και πιο πρακτικά το
θέμα: για να μπορέσουμε να παλέψουμε ενάντια στις σεξουαλικές και σεξιστικές διακρίσεις
χρειαζόμαστε συμμάχους. Τι πιο λογικό, λοιπόν, από να στραφούμε προς τους ανθρώπους που
αντιμετωπίζουν τέτοιες διακρίσεις και αγωνίζονται εναντίον τους; Ας κάνουμε το βήμα να τους
προσεγγίσουμε γιατί κι εκείνοι έχουν ανάγκη από αλληλεγγύη. Είναι σημαντικό να στηρίζουμε με την
παρουσία μας τις κινητοποιήσεις και τις εκδηλώσεις τους, επικοινωνώντας μαζί τους και για τα δικά
μας θέματα.
Βλ.
https://polyamorygr.wordpress.com/2014/06/09/%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5
%CF%85%CE%BE%CE%B7-%CE%BC%CE%B5-%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%B9
%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%BA%CF%84/?fbclid=IwAR3oYM_5rwRIYTmScwUVQg2SQz6W5adhTO3XYKpwGdbRHpBdTQ34erOP0Q
63
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
185
Εικόνα 3.4.5 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.yes-i-do.gr/wedding-blog/polysyntrofikotita-einai-i-nea-tasi-stis-sxeseis/.
Εικόνα 3.4.6 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://polyamorygr.wordpress.com/2014/06/09/%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5
%CF%85%CE%BE%CE%B7-%CE%BC%CE%B5-%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%B9
%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%BA%CF%84/?fbclid=IwAR3oYM_5rwRIYTmScwUVQg2SQz6W5adhTO3XYKpwGdbRHpBdTQ34erOP0Q
Την ίδια χρονιά, πολυσυντροφικά άτομα μίλησαν στο NEWS 24/7 (Βλ. Εικόνα 3.4.7)64. Ο 35χρονος Κώστας
που διατηρεί μια τριαδική σχέση με την 32χρονη Αγγελική και την 30χρονη Έλενα, αναφέρει πως:
μιλάμε για τη σχέση μας κυρίως στον στενό φιλικό μας κύκλο. Κυρίως σε ανθρώπους που ελπίζουμε
ότι δε θα κολλήσουν σε στερεότυπα. Κυρίως σε ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα στα οποία είναι πιο εύκολη η
αποδοχή της αμφισεξουαλικότητας που εκ των πραγμάτων υπάρχει στη σχέση μας. Βέβαια έχουμε
64
Βλ. https://www.news247.gr/afieromata/polysyntrofikotita-stin-ellada-agapi-sex-kai-koinonika-tampoy.9174070.html
186
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
αντιμετωπίσει επικριτικότητα και αλλαγή συμπεριφοράς από ΛΟΑΤΚΙ+ ή άτομα φιλικά σε ΛΟΑΤ.
Στην οικογένειά μας δεν έχουμε μιλήσει ακόμα. Προσωπικά δεν έχω πρόβλημα στο να κάνω coming
out. Η σύντροφός μου όμως δεν το θέλει. Και κακά τα ψέματα, η κοινωνία αποδέχεται πολύ πιο εύκολα
έναν πολυσυντροφικό άντρα, παρά μια πολυσυντροφική γυναίκα.
Ο Κώστας αναφέρθηκε και στα έμφυλα στερεότυπα που υπάρχουν στις πολυσυντροφικές σχέσεις:
Αυτό που με εκνευρίζει αφάνταστα είναι όταν με αντιμετωπίζουν ως τον «πολλά βαρύ μάτσο άντρα»
που έχει δυο γυναίκες. Αγνοούν δηλαδή τη σχέση που έχουν τα κορίτσια μεταξύ τους και
επικεντρώνονται στον άντρα. (...) Ξέρετε, κάνουμε ό,τι κάνουν και τα ζευγάρια. Τρώμε, βγαίνουμε
βόλτες, βλέπουμε ταινίες, πηγαίνουμε για καφέ κ.λπ.
Ο Γιώργος, άλλο ένα πολυσυντροφικό άτομο που έδωσε συνέντευξη στο NEWS 24/7 και διαχειριστής της
ιστοσελίδας: polyamorygr.wordpress.com / Facebook: Polyamorygr. μίλησε για τα κοινωνικά πρότυπα και
την έννοια της αγάπης:
Η κοινωνία που ζούμε παρότι μιλάει συνέχεια για αγάπη και για έρωτα, παράλληλα τα πολεμάει και τα
περιορίζει στην ιδιωτικοποιημένη μορφή του ζευγαριού. Η αντίληψη που έχουμε για τον έρωτα και την
αγάπη προέρχεται από τη βικτωριανή εποχή. Υπήρχαν κοινωνίες που τα αντιλαμβάνονταν αυτά τα
πράγματα πολύ διαφορετικά. Αλλά και στο σήμερα μέσα από τις πολυσυντροφικές κοινότητες έχω
γνωρίσει προσωπικά εκατοντάδες άτομα που ζουν σε μακροχρόνιες ευτυχισμένες σχέσεις, σε
διευρυμένες μορφές οικογένειας κ.λπ. Υπάρχουν και άφθονες επιστημονικές μελέτες πάνω στο ζήτημα
που αποδεικνύουν πόσο εφικτό είναι κάτι τέτοιο. Ήδη αυτό που θεωρούμε μονογαμία σήμερα είναι
πολύ πιο ρευστό και σχετικό από ό,τι πριν έναν αιώνα. Νομίζω ότι στο μέλλον θα περάσουμε από τις
σημερινές σχέσεις κτητικότητας και αποκλειστικότητας σε σχέσεις μοιράσματος και αλληλεγγύης σε
όλους τους τομείς της ζωής μας και η συλλογική συμβίωση θα πάρει μια πολύ πιο διευρυμένη μορφή
από αυτήν της πυρηνικής οικογένειας.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
187
Εικόνα 3.4.7 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.news247.gr/afieromata/polysyntrofikotita-stin-ellada-agapi-sex-kai-koinonika-tampoy.9174070.html
3.4.4 Νομικές εξελίξεις
Ιστορικά, οι μη παραδοσιακές σχέσεις έχουν ποινικοποιηθεί και κηρυχθεί ακατάλληλες να μεγαλώσουν τα
παιδιά τους. Παρά τις μεταρρυθμίσεις και την πρόοδο για ορισμένες οικογενειακές δομές, αυτές οι αρνητικές
παραδοχές εξακολουθούν να υφίστανται και σήμερα. Πολλοί δικαστές συμπεραίνουν, χωρίς υποστηρικτικά
στοιχεία, ότι οι άνθρωποι που εμπλέκονται σε μη παραδοσιακές σχέσεις μπορεί να είναι λιγότερο ηθικοί,
λιγότερο σταθεροί και λιγότερο ικανοί να φροντίσουν τα παιδιά σε σύγκριση με τους μονογαμικούς ανθρώπους
(Βλ. V.B. v. J.E.B., 2012· Cross v. Cross, 2008). Περαιτέρω, ορισμένα οικογενειακά δικαστήρια έχουν
παρεξηγήσει τις πολυσυντροφικές σχέσεις, καθώς πολλά υποθέτουν ότι οι μακροχρόνιες δεσμευμένες
πολυγαμικές σχέσεις είναι ισοδύναμες με την «ανταλλαγή συζύγων» ή την περιστασιακή εναλλαγή στο σεξ.
188
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
(Βλ. Cross v. Cross, 2008· In re Aleksandree M.M., 2010). Η άγνοια σχετικά με την πολυσυντροφικότητα
τροφοδοτεί τις συστηματικές διακρίσεις απέναντι σε αυτές τις οικογένειες.
Μελέτες καταδεικνύουν ένα υψηλό επίπεδο στίγματος, καθώς η κοινωνική προετοιμασία οδηγεί
πολλούς να κρίνουν τις μη παραδοσιακές σχέσεις ως λιγότερο αξιόπιστες, λιγότερο ουσιαστικές και λιγότερο
ικανοποιητικές από τις αντίστοιχες μονογαμικές (Conley et. al., 2013· Moors et. al., 2013). Επιπλέον, έχουν
εντοπίσει κοινές μορφές στίγματος και διακρίσεων μεταξύ συναινετικά μη μονογαμικών ατόμων και ΛΟΑΤΚΙ+
κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένων (ενδεικτικά): φόβος για το coming out, αντίποινα για το coming out,
συζυγικά/γονεϊκά ζητήματα, οικογενειακή απόρριψη, δυσκολία πρόσβασης σε υποστηρικτική ψυχιατρική
φροντίδα, διακρίσεις στη στέγαση και διακρίσεις στον χώρο εργασίας.
Ένα άρθρο του VICE δημοσιευμένο το 2017 αναφέρει πως στην Κολομβία, τρεις ομοφυλόφιλοι άνδρες
έγιναν η πρώτη πολυσυντροφική οικογένεια που αναγνωρίστηκε νομικά από τις αρχές και της αναγνωρίστηκαν
δικαιώματα παρόμοια με αυτά των ατόμων που έχουν τελέσει γάμο. Υπέγραψαν νομικά έγγραφα σε δικηγόρο
με έδρα το Μεντεγίν και καθιερώθηκαν ως οικογενειακή μονάδα, με τα δικά τους κληρονομικά δικαιώματα
(VICE, 2017). Αργότερα, σε μια πρωτοφανή απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κολομβίας αναγνώρισε
ότι το σύνταγμα προστατεύει οποιοδήποτε οικογενειακό μοντέλο και έδωσε πρόσβαση στη σύνταξη θανόντος
στα υπόλοιπα μέλη της πολυσυντροφικής οικογένειας. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι τα επιχειρήματα του
συνταξιοδοτικού ταμείου προκειμένου να μην δοθεί η συγκεκριμένη πρόσβαση στη σύνταξη του θανόντος ήταν
«ετεροκανονικά», καθώς τιμωρούσε δύο άτομα για το απλό γεγονός ότι έκαναν κάτι «ασυνήθιστο» για την
κοινωνία. Αυτή η απόφαση είναι πιθανώς η πρώτη απόφαση στον κόσμο που αναγνωρίζει ένα ζευγάρι τριών
ατόμων ως έγκυρο οικογενειακό μοντέλο που μπορεί να έχει πρόσβαση σε συνταξιοδοτικές παροχές με ίσους
όρους, αμφισβητώντας την παραδοσιακή αντίληψη της οικογένειας (Universidad de los Andes, 2023).
Πολλές πολιτείες των ΗΠΑ (μεταξύ των οποίων η Καλιφόρνια, η Ουάσιγκτον, η Λουιζιάνα και το
Ρόουντ Άιλαντ) έχουν αναγνωρίσει ρητά τις οικογένειες με πολλούς γονείς. Ο νόμος Uniform Parentage Act
(ένα συνιστώμενο ενιαίο νομικό πλαίσιο για την καθιέρωση σχέσεων γονέα-παιδιού στις ΗΠΑ) επιτρέπει τη
νομική αναγνώριση περισσότερων από δύο γονέων. Τον Ιούνιο του 2020, η πόλη του Somerville ενέκρινε
διάταγμα που επιτρέπει περισσότερα από δύο οικογενειακά σύμφωνα συμβίωσης, με το οποίο οι κάτοικοι θα
μπορούσαν να αναγνωρίζουν νομικά περισσότερες από μία σχέσεις. Εκτός των ΗΠΑ, το Ανώτατο Δικαστήριο
του Νιουφάουντλαντ αναγνώρισε τις γονικές ευθύνες μιας πολυσυντροφικής οικογένειας τριών γονέων.
Συγκεκριμένα, το διάταγμα στο Σόμερβιλ της Μασαχουσέτης, το οποίο τα μέλη του δημοτικού
συμβουλίου πρότειναν στις 25 Ιουνίου και ο δήμαρχος υπέγραψε σε νόμο στις 29 Ιουνίου, παρέχει την
αναγνώριση του συμφώνου συμβίωσης σε άτομα με σχέσεις πολλαπλών συντρόφων. Αρχικά, το Δημοτικό
Συμβούλιο συζητούσε τρόπους για να επιτρέψει στους άγαμους συντρόφους να επισκέπτονται τα αγαπημένα
τους πρόσωπα που νοσηλεύονται με COVID-19. Τελικά, η συζήτηση αυτή διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει
άτομα που δεν ζουν μαζί και άτομα που βρίσκονται σε σχέσεις πολλαπλών συντρόφων. Ενώ η κίνηση αυτή
είναι σημαντική για τους κατοίκους του Somerville που βρίσκονται σε σχέσεις με πολλούς συντρόφους, έχει
κάπως περιορισμένη εμβέλεια στην πράξη. Ως δημοτική διάταξη, για παράδειγμα, δεν μπορεί να επιβάλλει
στους εταιρικούς εργοδότες που εδρεύουν αλλού να καλύπτουν τους πολλαπλούς συντρόφους των κατοίκων
της πόλης στην ασφάλισή τους ή να απαιτήσει από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να παρέχει στους πολλαπλούς
συντρόφους παροχές κοινωνικής ασφάλισης. Το διάταγμα αυτό μπορεί, ωστόσο, να παρέχει πρωτοφανή νομική
προστασία για τα άτομα που έχουν σχέσεις με πολλαπλούς συντρόφους. Τον Μάρτιο του 2021, το δημοτικό
συμβούλιο του Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης ενέκρινε διάταγμα που τροποποιούσε τους νόμους της πόλης,
ορίζοντας ότι «μια οικογενειακή συμβίωση δεν χρειάζεται να περιλαμβάνει μόνο δύο συντρόφους». Τον
Νοέμβριο του 2020, το θέμα της πολυσυντροφικότητας έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Βερμόντ με τη
μορφή μιας διαφοράς μεταξύ δύο ανδρών και μιας γυναίκας σε πολυσυντροφική σχέση. Το 2021, το Ανώτατο
Δικαστήριο της Βρετανικής Κολούμπια απεφάνθη ότι μια γυναίκα έχει το νόμιμο δικαίωμα να ενεργεί ως τρίτος
«πλήρης γονέας» σε μια πολυσυντροφική σχέση που αφορά ένα δίχρονο αγόρι – η απόφαση επισημαίνει ένα
κενό στην ισχύουσα νομοθεσία, το οποίο προκύπτει είτε από νομοθετικό σφάλμα είτε από «μεταβαλλόμενες
κοινωνικές συνθήκες». Η απόφαση περιγράφει τρεις ενήλικες, την Olivia, την Eliza και τον Bill –τα ονόματα
των οποίων ανωνυμοποιήθηκαν από το δικαστήριο– που ζουν μαζί σε μια δεσμευμένη πολυσυντροφική σχέση
από το 2017. Όταν η Eliza και ο Bill συνέλαβαν παιδί το 2018, συμφωνήθηκε ότι η Olivia θα συμμετείχε στη
ζωή του παιδιού ως «πλήρης γονέας». «Η Olivia έφτασε στο σημείο να προκαλέσει γαλουχία, ώστε να είναι σε
θέση να ταΐσει και τον Clarke όταν γεννήθηκε», έγραψε η δικαστής Sandra Wilkinson, αναφερόμενη στο
ανώνυμο παιδί. Ο Γενικός Εισαγγελέας διαφώνησε με τον δικαστή και τόνισε ότι «η διαφορά μεταξύ του να
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
189
είσαι γονέας και του να είσαι κηδεμόνας είναι ονομαστική και ότι η δήλωση της γονεϊκότητας δεν θα έδινε
στην Olivia πολύ περισσότερα, ούτε καν λίγο περισσότερα, ουσιαστικά δικαιώματα», αναφέρεται στην
απόφαση. Ο δικαστής διαφώνησε, σημειώνοντας ότι υπάρχουν «σαφείς και απτές διαφορές μεταξύ του να είσαι
γονέας και του να είσαι κηδεμόνας» και ότι η συμβολική αναγνώριση της σχέσης γονέα-παιδιού «δεν πρέπει
να υποβαθμίζεται». Πρόσθεσε πως η παροχή του δικαιώματος «πλήρους γονέα» θα παρείχε στην οικογένεια
ασφάλεια, ψυχική ηρεμία και επικύρωση του ρόλου που διαδραματίζει η Olivia στη ζωή του Clarke. Επιπλέον,
το ποιος θα γίνει γονέας επηρεάζει την καταγωγή του παιδιού, τα δικαιώματα γύρω από την κληρονομιά και
την ιθαγένεια. Η ανακήρυξη της Olivia Clarke ως δεύτερης μητέρας θα εξασφάλιζε οικονομικές υποχρεώσεις
προς το αγόρι, θα του έδινε πρόσβαση στο διευρυμένο πρόγραμμα υγείας που της παρέχει η εργασία της και
θα έδινε στην Olivia πρόσβαση σε γονική άδεια, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου. Στην απόφασή
της, η δικαστής έδωσε εντολή στην υπηρεσία Vital Statistics Agency της Βρετανικής Κολομβίας να
τροποποιήσει την εγγραφή γέννησης του αγοριού, ώστε η Olivia να αναφέρεται ως νόμιμος γονέας του Clarke
μαζί με τον Bill και την Eliza. Εντέλει, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ο συλλογισμός του Δικαστηρίου
βασίστηκε ουσιαστικά σε ένα κενό που υπάρχει στο οικογενειακό δίκαιο: η ισχύουσα νομοθεσία δεν
διευκρινίζει τα δικαιώματα γονικής μέριμνας όταν ένα παιδί συλλαμβάνεται μέσω σεξουαλικής επαφής και έχει
περισσότερους από δύο γονείς.
Παρόμοιο νομικό «κενό» υπάρχει και στη Βραζιλία όπου δεν είναι παράνομος ρητά ο γάμος με
περισσότερα από ένα άτομα, επομένως ένας/μία δικαστής μπορεί να δώσει σε ένα πολυσυντροφικό ζευγάρι το
δικαίωμα να παντρευτεί. Στην Tupã, η οποία βρίσκεται στην πολιτεία του Σάο Πάολο, μια τριάδα παντρεύτηκε,
γεγονός που αποτελεί τεράστιο βήμα για τις πολυσυντροφικές σχέσεις στη χώρα65. Στην Ταϊλάνδη μία τριάδα
παντρεύτηκε το 2015 με συμβολικό βουδιστικό γάμο66. Τέλος, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν νομικές εξελίξεις
σχετικά με την πολυσυντροφικότητα, αλλά υπάρχει ακτιβιστικό κίνημα που επικοινωνεί μέσω της διαδικτυακής
πλατφόρμας «Ανοιχτές Σχέσεις».
65
Βλ. https://kitschmix.com/polyamorous-marriage-legal-brazil/
66
Βλ. https://nypost.com/2015/02/27/thai-throuple-believed-to-be-worlds-first-gay-married-trio/
190
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.4.5 Βιβλιογραφία κεφαλαίου
Alan (2007). «Polyamory» enters the Oxford English Dictionary, and tracking the words origins». Polyamory
in the News!. Retrieved February 25, 2021.
Alan M. (2010). «Polyamory in the News: As Canadian poly case nears, publicity ramps up». Polyinthemedia.
Barker, M., Langdridge, D. (2012). Understanding non-monogamies. New York: Routledge.
Bettinger, M. (2005). Polyamory and Gay Men. Journal of GLBT Family Studies, 1(1), 97–116.
https://doi.org/10.1300/J461v01n01_07
Bindel, J. (2013). «Rebranding polyamory does women no favors». The Guardian.
Brunning, L. (2018). The Distinctiveness of Polyamory. Journal of Applied Philosophy, 35(3), 513–531.
https://doi.org/10.1111/japp.12240
Cambridge Advanced Learners Dictionary & Thesaurus (2018). Definition of «polyamory – English Dictionary.
Cambridge University Press. Retrieved February 25, 2021.
Conley, T. D., Moors, A. C., Matsick, J. L., & Ziegler, A. (2013). The fewer the merrier?: Assessing stigma
surrounding consensually non‐monogamous romantic relationships.
Constantine, L. & J. Constantine (1977). Sexual aspects of group marriage, in R. Libby & R. Whitehurst (eds.)
Marriage and Alternatives, (186-194). Glenview, IL: Scott, Foresman.
Dictionary.com. (2020). Polyamory - Definition of Polyamory at Dictionary.com. Retrieved January 20, 2021.
Ekman, P. (1999). Basic emotions. In T. Dalgleish & M. J. Power (Eds.), Handbook of cognition and emotion
(pp. 45–60). John Wiley & Sons Ltd. https://doi.org/10.1002/0470013494.ch3
Ellis, A. (1972). The Civilized Couples Guide to Extramarital Adventure. New York: P. H. Wyden.
Fern, J. (2020). Polysecure: Attachment, Trauma and Consensual Nonmonogamy. Portland: Thorntree Press.
Haavio-Mannila, E. & Kontula, O. (1992). Finnish Sex Survey 1992 [dataset]. Version 2.0 (2018-08-10).
Finnish Social Science Data Archive [distributor]. http://urn.fi/urn:nbn:fi:fsd:T-FSD1243
Haupert, M. L., Gesselman, Amanda N., Moors, Amy C., Fisher, Helen E., Garcia, Justin R. (2017). Prevalence
of Experiences With Consensual Nonmonogamous Relationships: Findings From Two National
Samples of Single Americans, Journal of Sex & Marital Therapy, 43(5), 424-440, DOI:
10.1080/0092623X.2016.1178675
Hemery, S. (2018). Vice reports on Londons Polyday convention. Retrieved 22 January 2021.
https://polyinthemedia.blogspot.com/2018/11/vice-reports-on-londons-polyday.html
Hupka, R. B. (1984). Jealousy: Compound emotion or label for a particular situation? Motivation and Emotion,
8(2), 141–155. https://doi.org/10.1007/BF00993070
Kavanagh, J. (2020). «Building bridges: How polyamory made me a better friend, lover and person». Irish
Times.
Klesse, C. (2011). Shady characters, untrustworthy partners, and promiscuous sluts: Creating bisexual
intimacies in the face of heteronormativity and biphobia. Journal of Bisexuality, 11(2-3), 227–244.
https://doi.org/10.1080/15299716.2011.571987
Klesse, Ch. (2006). Polyamory and its Others: Contesting the Terms of Non-Monogamy. London, Thousand
Oaks,
CA
and
New
Delhi:
SAGE
Publications.
9(5):
565–583
https://dx.doi.org/10.1177/1363460706069986
Malandrakis, N. (2020). Η πρώτη πόλη των ΗΠΑ που αναγνώρισε δικαιώματα στις πολυσυντροφικές σχέσεις.
Antivirus.
https://avmag.gr/125605/i-proti-poli-ton-ipa-poy-anagnorise-dikaiomata-stispolysyntrofikes-scheseis/
Merriam-Webster. (2020). Polyamory--Definition of Polyamory by Merriam-Webster. Retrieved January 21,
2021.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
191
Moors, A. C., Conley, T. D., Edelstein, R. S., & Chopik, W. J. (2015). Attached to monogamy? Avoidance
predicts willingness to engage (but not actual engagement) in consensual non-monogamy. Journal of
Social and Personal Relationships, 32(2), 222–240. https://doi.org/10.1177/0265407514529065
Moors, A. C., Gesselman, A. N., & Garcia, J. R. (2021). Desire, Familiarity, and Engagement in Polyamory:
Results From a National Sample of Single Adults in the United States. Frontiers in Psychology, 12.
https://doi.org/10.3389/fpsyg.2021.619640
Moors, A. C., Matsick, J. L., Ziegler, A., Rubin, J. D., & Conley, T. D. (2013). Stigma toward individuals
engaged in consensual nonmonogamy: Robust and worthy of additional research.
Nair, Y. (2008). «Friendship in the Time of Love». Yasmin Nairs official website. WordPress.
Nair, Y. (2012). «Newt Gingrich: Polyamorist?». Yasmin Nairs official website. WordPress.
Nair, Y. (2015a). «Your Sex Is Not Radical». Yasmin Nairs official website. WordPress.
Nair, Y. (2015b). «On Power Couples». Yasmin Nairs official website. WordPress.
Nair, Y. (2015c). «Weekly Roundup: November 22». Yasmin Nairs official website. WordPress.
Newitz, A. (2006). Love Unlimited: The Polyamorists. New Scientist. Retrieved December 20, 2021.
Noël, J., M. (2006). Progressive polyamory: Considering issues of diversity. Sexualities 9(5), 602–620.
Nordgren, A. (2006). The short instructional manifesto for relationship anarchy. The Anarchist Library.
https://theanarchistlibrary.org/library/andie-nordgren-the-short-instructional-manifesto-forrelationship-anarchy
Oxford Living Dictionaries (2018). Definition of polyamory in US English. Oxford University Press. Retrieved
February 25, 2021.
Pallotta-Chiarolli, M. (2006). Polyparents having children, raising children, schooling children.
https://www.researchgate.net/publication/306228246_Polyparents_having_children_raising_children_
schooling_children
Parrott, W. G., & Smith, R. H. (1993). Distinguishing the experiences of envy and jealousy. Journal of
Personality and Social Psychology, 64(6), 906–920. https://doi.org/10.1037/0022-3514.64.6.906
Penny, L. (2013). Being polyamorous shows theres no traditional way to live. The Guardian. Retrieved
December 20, 2021.
Pines, A. & Aronson, P. (1981). Polyfidelity: An alternative lifestyle without jealousy? Alternative Lifestyles,
4(3), 373-392.
PLAC. (2021). «Polyamory Legal Advocacy Coalition». Polyamory Legal Advocacy Coalition.
https://polyamorylegal.org/
Sedgwick, K. E. (1993). Tendencies. Durham: Duke University Press.
Solomon, R. C. (1976). The passions. Garden City, NY: Doubleday.
The OED today. (2006). Oxford University Press. Retrieved March 27, 2021.
The Ravenhearts. (2010). «Frequently Asked Questions re: Polyamory». Retrieved July 8, 2021.
Trahan, A. H. (2014). Relationship Literacy and Polyamory: a queer approach. (dissertation). Ohio: Bowling
Green State Univesiry.
Universidad de los Andes (2023), La polémica sentencia de la Corte Suprema que le reconoció la pensión de
sobrevivientes a una trieja, explicadita https://derecho.uniandes.edu.co/es/polemica-sentencia-cortesuprema-reconocio-pension-sobrevivientes#_ftn7
Vera, D., A. (1999). The Polyamory Quilt: Lifes Lessons. Copublished simultaneously in Journal of Lesbian
Studies (The Haworth Press, Inc.) 3(1/2),11-22; &: The Lesbian Polyamory Reader: Open
Relationships, Non-Monogamy, and Casual Sex (ed: Marcia Munson & Judith P. Stelboum) The
Haworth Press, Inc., pp. 11-22.
192
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Vice (2017), Three Men become first «polyamorous family» legally recognized in Colombia
https://www.vice.com/en/article/vbgpka/gay-men-polyamorous-marriage-colombia
Weitzman, G., Davidson, J., & Phillips, Jr., R. (2010). What psychology professionals should know about
polyamory. National Coalition for Sexual Freedom, 1–36.
Weitzman, G., Davidson, J. & Phillips, A., R. (2012). What Psychology Professionals Should Know About
Polyamory. NCSF.
White, G.I. & Mullen, P.E. (1989). Jealousy: theory, research and clinical strategies.
Zell-Ravenheart, M. G. (1990). A bouquet of lovers: Strategies for responsible open relationships. Green Egg,
23(89), 228-231.
Αποφάσεις
VB v. JEB, 55 A.3d 1193 (Pa. Super. Ct. 2012).
Cross v. Cross, 891 N.E.2d 635 (Ind. Ct. App. 2008).
IN RE ALEKSANDREE, No. M2010-01084-COA-R3-PT (Tenn. Ct. App. Sept. 27, 2010).
3.4.6 Πρόσθετη βιβλιογραφία
Gupta, S., Tarantino, M., & Sanner, C. (2023). A scoping review of research on polyamory and consensual nonmonogamy: Implications for a more inclusive family science. Journal of Family Theory & Review,
n/a(n/a). https://doi.org/10.1111/jftr.12546
Hemery, S. (2018). Can relationship anarchy create a world without heartbreak? Aeon.
https://aeon.co/ideas/can-relationship-anarchy-create-a-world-withoutheartbreak?fbclid=IwAR0T7gI0vCw9N_nd_N49wISMFftAir9wzF1s0MVDprE2zcovLcSk4ZWMYJ
g#
Jamie.
(n.d.)
A
Polyamorous
Marriage-Legal
https://kitschmix.com/polyamorous-marriage-legal-brazil/
in
Brazil.
Kitschmix.
Katz, M. I. L., & Graham, J. R. (2020). Building Competence in Practice with the Polyamorous Community: A
Scoping Review. Social Work, 65(2), 188–196. https://doi.org/10.1093/sw/swaa011
Klesse, C. (2018). Theorizing multi-partner relationships and sexualities – Recent work on non-monogamy and
polyamory. Sexualities, 21(7), 1109–1124. https://doi.org/10.1177/1363460717701691
Klesse, C. (2019a). Polyamorous Families – Parenting Practice, Stigma and Social Regulation. Sociological
Research Online, 24(4), Article 4.
Klesse, C. (2019b). Polyamorous Parenting: Stigma, Social Regulation, and Queer Bonds of Resistance.
Sociological Research Online, 24(4), 625–643. https://doi.org/10.1177/1360780418806902
Labbé, St. (2021). B.C. judge declares woman third legal parent in polyamorous triad. Times Colonist.
https://www.timescolonist.com/local-news/bc-judge-declares-woman-third-legal-parent-inpolyamorous-triad-4688999
Moors, A. C., Matsick, J. L., & Schechinger, H. A. (2017). Unique and Shared Relationship Benefits of
Consensually Non-Monogamous and Monogamous Relationships. European Psychologist, 22(1), 55–
71. https://doi.org/10.1027/1016-9040/a000278
Santos, A. C., Gusmano, B., & Pérez Navarro, P. (2019). Polyamories in Southern Europe: Critical Perspectives
–
an
Introduction.
Sociological
Research
Online,
24(4),
617–624.
https://doi.org/10.1177/1360780419879721
Vasallo, B. (2023). Μονογαμική σκέψη, πολυσυντροφική πρόκληση: για μια νέα πολιτική των αισθημάτων. μτφρ.
Μποσινάκη, Κ. Αθήνα: Oposito.
Συλλογικό έργο. (2016). Δώδεκα Ερωτικές Διαδρομές. Αθήνα: Εκδόσεις Πηγή.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
193
Videos
Maze of the mind, Social podcast, Πολυσυντροφικότητα και Ελεύθερη Σχέση, τί σημαίνουν πραγματικά;
https://www.youtube.com/watch?v=3p0BHWHFSPM
Podcast
LIFO, Ένα πολυσυντροφικό ζευγάρι https://www.lifo.gr/podcasts/anna-k/ena-polysyntrofiko-zeygari
194
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.5 Άτομα εκτός του διπόλου γυναίκα/άνδρας
Επιμέλεια: Γιώργος/Ζωρζ Κουνάνης
Σύνοψη
Η συγκεκριμένη ενότητα επικεντρώνεται σε άτομα τα οποία βρίσκονται εκτός του διπόλου γυναίκα/άνδρας.
Πρόκειται για άτομα τα οποία είτε γεννιούνται πέρα από το δίπολο, όπως είναι τα ίντερσεξ άτομα, είτε άτομα τα
οποία δεν αυτοπροσδιορίζονται ως άνδρες ή ως γυναίκες. Οι συγγραφείς του οδηγού κατανοούν ότι, δεδομένου
ότι το φύλο είναι φάσμα και κατ’ επέκταση το πώς βιώνει ένα άτομο το φύλο του είναι κάτι πολύ προσωπικό και
ξεχωριστό, η συγκεκριμένη ενότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξαντλητική. Σκοπός της ενότητας είναι να
ενημερωθούν τα άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη για την ύπαρξη αυτών των ατόμων, καθώς είναι
πολύ πιθανό να έρθουν αντιμέτωπα με σχετικές υποθέσεις. Επιπλέον, είναι σημαντικό να ενημερωθούν και για το
πώς μπορούν να συναναστραφούν με άτομα που βρίσκονται εκτός του διπόλου χωρίς να τα προσβάλλουν. Για
παράδειγμα, η χρήση των σωστών αντωνυμιών (βλέπε την ενότητα σχετικά με την ορολογία) είναι κομβική για
την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Θα πρέπει να σημειωθεί πως καθώς στην Ελλάδα υπάρχει
ήδη σχετική βιβλιογραφία για τα τρανς άτομα (Βλ. ενδεικτικά Γαλανού, 2014· Φράγκου, 2023) αλλά και επειδή
συχνά και τα τρανς άτομα κινούνται εντός του διπόλου, η ενότητα θα επικεντρωθεί περισσότερο σε άλλες ομάδες
ατόμων όπως τα άφυλα, τα ίντερσεξ, τα genderfluid άτομα για τα οποία υπάρχει περιορισμένη βιβλιογραφία στα
ελληνικά, ειδικά στο νομικό κλάδο με αποτέλεσμα την πλήρη αορατότητά τους.
Προαπαιτούμενη γνώση
Για την παρακολούθηση της συγκεκριμένης ενότητας δεν υπάρχουν προαπαιτούμενα. Συστήνεται, εντούτοις,
ο/η/το αναγνώστης/στρια/στό να είναι εξοικειωμένος/η/ο με θέματα που αφορούν το φάσμα του φύλου. Σχετικές
εισαγωγικές πληροφορίες βρίσκονται στην αρχή του οδηγού και είναι σημαντικό να έχουν γίνει κατανοητές.
Μαθησιακά αποτελέσματα
Με την ανάγνωση του παρόντος κεφαλαίου, το αναγνωστικό κοινό θα είναι σε θέση:
-
να αναγνωρίζει τις έννοιες που αναφέρονται σε μη δυαδικά άτομα,
να αποκτήσει εποπτεία της μη δυαδικής έμφυλης ταυτότητας και των ζητημάτων που σχετίζονται με αυτήν,
-
να κατανοήσει τις νομικες εξελίξεις στον χώρο,
να δει κριτικά τη θέση των μη δυαδικών ατόμων στην κοινωνία και τα κινήματα που δρουν για τα
δικαιώματά τους.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
195
Εικόνα 3.5.1 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.pexels.com/el-gr/photo/4971526/
196
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.5.1 Ορολογία67
Το δυαδικό φύλο
Δίπολο γυναίκα/άνδρας
ή Δίπολο άνδρα/γυναίκας
Μια παραδοσιακά δυτική αντίληψη που ταξινομεί το φύλο σε δύο
διακριτές, «αντίθετες» υποτίθεται, μορφές, σε άνδρες/αγόρια και
γυναίκες/κορίτσια. Ενώ πολλοί πολιτισμοί έχουν ιστορικά αναγνωρίσει
μια ποικιλία ταυτοτήτων φύλου με αντίστοιχους ρόλους στην κοινωνία,
οι ταυτότητες αυτές μπορεί να έχουν κατασταλεί με την εξάπλωση του
δυτικού αποικισμού. Καθώς αυτές οι παραδόσεις ανακαλύπτονται εκ
νέου και η δυτική κατανόηση εξελίσσεται, είναι σαφές ότι το δυαδικό
σύστημα των φύλων αποτυγχάνει να συλλάβει τις αποχρώσεις των
βιωμένων έμφυλων εμπειριών. Το δυαδικό φύλο έχει επίσης ιστορικά
χρησιμοποιηθεί για την καταπίεση των γυναικών και των ατόμων με μηcis ταυτότητες φύλου, εμποδίζοντάς τα να ασκήσουν τα ανθρώπινα
δικαιώματά τους και να συμμετέχουν ισότιμα στην κοινωνία. Η
γλωσσική προσκόλληση στο δυαδικό φύλο (για παράδειγμα, με τη χρήση
αντωνυμιών αρσενικού ή θηλυκού γένους, ή με την αναφορά μόνο σε
άνδρες, αγόρια, γυναίκες και κορίτσια), στη συλλογή δεδομένων και στις
υπηρεσίες αποκλείει τα άλλα φύλα και περιορίζει την ικανότητά παροχής
κατάλληλης βοήθειας και σεβασμού στην ποικιλομορφία (diversity).
Έκφραση φύλου
Τα άτομα χρησιμοποιούν μια σειρά από ενδείκτες, όπως ονόματα,
αντωνυμίες, συμπεριφορά, ενδυμασία, φωνή, μανιερισμούς ή/και
σωματικά χαρακτηριστικά, για να ερμηνεύσουν το φύλο άλλων ατόμων.
Η έκφραση φύλου δεν αποτελεί απαραίτητα ακριβή αντανάκλαση της
ταυτότητας φύλου. Τα άτομα με μη-cis σεξουαλικό προσανατολισμό,
ταυτότητα φύλου ή χαρακτηριστικά φύλου δεν έχουν απαραίτητα και
διαφορετική έκφραση φύλου. Ομοίως, άτομα που δεν έχουν διαφορετικό
σεξουαλικό προσανατολισμό, ταυτότητα φύλου ή χαρακτηριστικά
φύλου μπορεί να έχουν διαφορετική έκφραση φύλου. (Βλ. Εικόνα 3.5.1)
Ταυτότητα φύλου
Η βαθιά αισθητή, εσωτερική και ατομική, εμπειρία του φύλου κάθε
ατόμου, η οποία μπορεί να αντιστοιχεί ή να μην αντιστοιχεί με το φύλο
που του αποδίδεται κατά τη γέννηση ή με το φύλο που του αποδίδει η
κοινωνία. Αναφέρεται στην προσωπική αίσθηση του σώματος, η οποία
μπορεί να περιλαμβάνει ή όχι την επιθυμία για τροποποίηση της
εμφάνισης ή της λειτουργίας του σώματος με ιατρικά, χειρουργικά ή
άλλα μέσα.
Χαρακτηριστικά φύλου
Τα φυσικά χαρακτηριστικά κάθε ατόμου που σχετίζονται με το φύλο,
συμπεριλαμβανομένων των χρωμοσωμάτων, των γονάδων, των
ορμονών, των γεννητικών οργάνων και των δευτερευόντων σωματικών
χαρακτηριστικών.
Βλ. επίσης Παπαθανασίου, Ν., & Χρηστίδη, Έ-Ό. (επιμ.) (2020). Βασικές Αρχές Ψυχοκοινωνικής Στήριξης σε θέματα
σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας, έκφρασης και χαρακτηριστικών φύλου, Gutenberg και FAROS, Παροχή
συμπεριληπτικών υπηρεσιών προς ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, Ένας πρακτικός οδηγός για επαγγελματίες στο δημόσιο τομέα
https://www.faros2020.eu/wp-content/uploads/2022/03/D3.3_Guide-for-public-servants.pdf
Θα πρέπει να σημειωθεί πως σε κάποια σημεία του κειμένου παρουσιάζεται και ορολογία η οποία είναι
παθολογικοποιητική για την κοινότητα. Γνωρίζουμε ότι, δυστυχώς, ακόμη στον νομικό χώρο είναι πολύ συχνό το
φαινόμενο της χρήσης ορολογίας μη αποδεκτής από την κοινότητα γι’ αυτό και έχουμε συμπεριλάβει παρωχημένους όρους
όπως τους έχουμε βρει σε διάφορα κείμενα νομικά και μη (πάντα με σχετική αναφορά στο γεγονός ότι είναι
παθολογικοποιητικοί και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται) και τους αποδεκτούς που στηρίζονται στην προστασία των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς ο οδηγός σκοπεύει να ενημερώσει και να ξεκαθαρίσει τι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται
και τί πρέπει. Προσοχή! όροι που θεωρούνται στιγματιστικοί ή προβληματικοί για την κοινότητα φέρουν το σύμβολο
του αστερίσκου (*).
67
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
197
Ίντερσεξ
Τα ίντερσεξ άτομα γεννιούνται με χαρακτηριστικά φύλου που δεν
ταιριάζουν στους τυπικούς ορισμούς του αρσενικού και του θηλυκού
σώματος. Το ίντερσεξ είναι ένας όρος-ομπρέλα που χρησιμοποιείται για
να περιγράψει ένα ευρύ φάσμα φυσικών σωματικών παραλλαγών.
Ορισμένες από αυτές τις παραλλαγές μπορεί να είναι εμφανείς πριν ή
κατά τη γέννηση, ενώ άλλες δεν είναι εμφανείς παρά μόνο μετά την
εφηβεία ή αργότερα, ή μπορεί να μην είναι ποτέ εμφανείς. Υπάρχουν
περισσότερες από 40 παραλλαγές ίντερσεξ. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι
μεταξύ 0,5% και 1,7% του πληθυσμού γεννιέται με ίντερσεξ
χαρακτηριστικά. Ο ξεπερασμένος και στιγματιστικός όρος
«ερμαφρόδιτος» απορρίπτεται γενικά από τα ίντερσεξ άτομα σήμερα,
ωστόσο ορισμένα έχουν επιλέξει να τον επανοικειοποιηθούν. Στα
ελληνικά, πολλές φορές χρησιμοποιείται λανθασμένα ο όρος
«μεσοφυλικός-ή-ό», ο οποίος δεν εκφράζει τα ίντερσεξ άτομα καθώς
υπονοεί πως βρίσκονται στη «μέση των δύο φύλων». Έχουν γίνει
προσπάθειες να καταργηθεί εντελώς ο συγκεκριμένος όρος, ειδικά στα
δημόσια έγγραφα και να χρησιμοποιείται αυστηρά ο εξελληνισμένος
όρος ίντερσεξ (ή διαφυλικός), όπως συμβαίνει ήδη στα επίσημα έγγραφα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βλ. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
της 14ης Φεβρουαρίου 2019 σχετικά με τα δικαιώματα των ίντερσεξ
ατόμων). Στην ελληνική ίντερσεξ κοινότητα ο όρος αυτός προτιμάται
καθώς δεν μπερδεύει το ευρύ κοινό, το οποίο συχνά συγχέει λανθασμένα
τα διεμφυλικά (τρανς) άτομα με τα διαφυλικά (ίντερσεξ) άτομα. Τα
ίντερσεξ άτομα μπορούν να έχουν οποιονδήποτε σεξουαλικό
προσανατολισμό, ταυτότητα φύλου ή έκφραση φύλου.
Αποδιδόμενο φύλο
κατά τη γέννηση
Το φύλο που αποδίδεται σε ένα άτομο κατά τη γέννηση, συνήθως με
βάση την εξωτερική ανατομία του βρέφους. Αναφέρεται επίσης ως φύλο
κατά τη γέννηση ή γενέθλιο φύλο. Οι φράσεις «εκχωρημένο θηλυκό κατά
τη γέννηση» (Assigned Female At Birth) και «εκχωρημένο αρσενικό
κατά τη γέννηση» (Assigned Male At Birth) αναφέρονται σε άτομα με
τυπικά χαρακτηριστικά αρσενικού ή θηλυκού φύλου, ανεξάρτητα από
την ταυτότητα φύλου τους ή την έκφραση φύλου. Σε κάποια βιβλία
υπάρχει η φράση «εκβιαστικά εκχωρημένο θηλυκό (αρσενικό) κατά τη
γέννηση» (CAFAB και CAMAB), η οποία συνήθως αναφέρεται σε
ίντερσεξ άτομα στα οποία αποδίδεται ένα δυαδικό φύλο, συχνά μέσω μη
συναινετικών χειρουργικών επεμβάσεων.
Κουίρ (Queer)
Παραδοσιακά ένας αρνητικός όρος, ο όρος «queer» έχει ανακτηθεί από
ορισμένους ανθρώπους και θεωρείται ότι περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα
διαφορετικών σεξουαλικών προσανατολισμών, ταυτοτήτων και
εκφράσεων φύλου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όρος-ομπρέλα για τα
άτομα με ποικίλα SOGIESC, ή ως εναλλακτική λύση στη φράση «άτομα
με ποικίλα SOGIESC» ή το ακρωνύμιο LGBTQI+. Ο όρος «κουίρ»
χρησιμοποιείται από πολλούς ανθρώπους που αισθάνονται ότι δεν
συμμορφώνονται με τους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς
κανόνες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σε ό,τι αφορά τον σεξουαλικό
προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου και την έκφραση του φύλου
τους.
Τρανς άτομο
Διεμφυλικό άτομο
(Trans/Transgender)
Οι όροι «trans», «transgender» χρησιμοποιούνται από ορισμένα άτομα
των οποίων η ταυτότητα φύλου διαφέρει από αυτό που συνήθως
συνδέεται με το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση. Οι όροι
«trans», «transgender», καθώς και οι μη δυαδικοί αποτελούν «όρους-
198
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
ομπρέλα», οι οποίοι αντιπροσωπεύουν μια ποικιλία λέξεων που
χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της εσωτερικής αίσθησης του
φύλου που διαφέρει από το φύλο που αποδόθηκε κατά τη γέννηση και το
φύλο που αποδίδεται στο άτομο από την κοινωνία, είτε το άτομο αυτό
ταυτοποιείται ως άνδρας, ως γυναίκα, ως «trans» ή «transgender», είτε
ταυτίζεται με κάποιο άλλο φύλο ή είναι χωρίς φύλο.
Transsexual*
Παλαιότερος όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στην Αμερική και
προτιμάται από ορισμένα άτομα των οποίων η ταυτότητα φύλου διαφέρει
από το φύλο που τους έχει αποδοθεί.
MTF/FTM*
Ορισμένες transgender γυναίκες μπορεί να αναφέρονται στην εαυτή τους
ως M to F ή MTF (Male-to-Female) transgender. Κάποιοι transgender
άνδρες μπορεί να αναφέρονται στον εαυτό τους ως F to M ή FTM
(Female-to-Male) transgender. Αυτοί οι όροι μπορεί να θεωρηθούν
αμφιλεγόμενοι λόγω της επικέντρωσής τους στο φύλο που αποδίδεται
στους transgender ανθρώπους κατά τη γέννηση και στον εγγενή
αποκλεισμό των μη δυαδικών και άλλων ταυτοτήτων φύλου. Για τους
λόγους αυτούς, πολλά δυαδικά τρανς πρόσωπα/άτομα χρησιμοποιούν
όρους όπως MtM ή FtF για να υπογραμμίσουν πως ήταν πάντα το φύλο
που ένιωθαν άσχετα με τις εξωγενείς επιβολές ταυτότητας που
υπέστησαν.
Άφυλο άτομο
(Agender)
Όρος που περιγράφει άτομα που δεν ταυτίζονται με κανένα κοινωνικό
φύλο. Ο όρος αυτός μπορεί επίσης να περιλαμβάνει άτομα που βιώνουν
έλλειψη κοινωνικού φύλου και άτομα των οποίων το κοινωνικό φύλο
είναι ουδέτερο. Τα agender άτομα έχουν ένα εύρος σεξουαλικών
προσανατολισμών, εκφράσεων κοινωνικού φύλου και χαρακτηριστικών
φύλου.
Polygender
Πρόκειται για μη δυαδική ταυτότητα φύλου, σύμφωνα με την οποία το
άτομο βιώνει πολλαπλά κοινωνικά φύλα. Αισθάνεται ότι διαθέτει
περισσότερες από μία ταυτότητες φύλου.
Genderqueer
Άτομο που δεν ταυτίζεται ούτε ως άνδρας ούτε ως γυναίκα ή ως
συνδυασμός φύλων. Πρόκειται για άτομα που εκφράζουν το φύλο τους
με τρόπους που αψηφούν τα πολιτισμικά πρότυπα. Δεν ακολουθούν τους
κανόνες ή τη γραμματική του φύλου (Girshick, 2008). Τα άτομα αυτά
βλέπουν το δυαδικό φύλο ως ανασταλτικό παράγοντα και αισθάνονται
ότι η ταυτότητά τους βρίσκεται έξω από αυτό (Richards & Barker, 2015).
Τα άτομα αυτά βιώνουν το φύλο ως μεταβαλλόμενο με την πάροδο του
χρόνου, αισθάνονται ότι είναι ένα συνεχές, ντύνονται με τρόπο
«ανάμειξης φύλου» και πιστεύουν ότι υπάρχουν περισσότερες
κατηγορίες από το αρσενικό και το θηλυκό (Stachowiak, 2017).
Αναφέρεται στην ταυτότητα και όχι στη σωματική υπόσταση.
Genderfluid
(παρόμοια είναι και η χρήση του
όρου Genderflux)
Επίθετο που περιγράφει κάποιο άτομο του οποίου το φύλο δεν παραμένει
σταθερό με την πάροδο του χρόνου. Τα άτομα βιώνουν την ταυτότητα ή
την έκφραση του φύλου τους ως περισσότερο ή λιγότερο έντονη σε
διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Μη δυαδικό άτομο
(non-binary)
Επίθετο που περιγράφει άτομα των οποίων η ταυτότητα φύλου δεν
εμπίπτει στο δυαδικό σύστημα αρσενικού-θηλυκού. Το «μη δυαδικό»
αποτελεί έναν όρο-ομπρέλα που περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία
εμπειριών φύλου, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με συγκεκριμένη
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
199
ταυτότητα φύλου εκτός από αυτή του διπόλου άντρας ή γυναίκα, άτομα
που ταυτίζονται με δύο ή περισσότερα φύλα (bigender ή pan/polygender)
και άτομα που δεν ταυτίζονται με κανένα φύλο (agender). Ο όρος «nonbinary» εμφανίζεται και ως «nonbinary» στην αγγλική γλώσσα (Richards
& Barker, 2015).
Αξίζει να σημειωθεί πως ο/το Γιώργος/Ζωρζ Κουνάνης που επιμελήθηκε
το κεφάλαιο «Άτομα εκτός του διπόλου άνδρας/γυναίκα» παρατηρεί πως
είθισται να γίνεται χρήση του όρου «τρανς και μη δυαδικά» πρόσωπα.
Αντιπροτείνει να γίνεται χρήση του όρου ως «τρανς δυαδικά και μη
δυαδικά πρόσωπα» ώστε να μην υπάρχει η υπόνοια περί μη τρανς
ταυτότητας φύλου της trans non binary ταυτότητας. Αυτή η αντίληψη
συχνά έχει προεκτάσεις ακόμη βαρύτερες εκτός ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων
και είναι εμφανής στη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου στην
Ελλάδα, όπου αγνοήθηκε η τρανς μη δυαδική ταυτότητα φύλου
αποκλείοντας αυτά τα άτομα από την πλήρη αναγνώριση και προστασία.
Drag
(Drag queen)
(Drag king)
Υπερβολική, θεατρική ή/και επιτελεστική παρουσίαση του φύλου. Οι
Drag καλλιτέχνες μπορεί να χρησιμοποιούν μακιγιάζ, σκηνικά, ρούχα
και συμπεριφορές για να παρουσιάσουν μια καρικατούρα του φύλου.
Συνήθως, οι drag καλλιτέχνες παρουσιάζουν ένα φύλο διαφορετικό από
το δικό τους (π.χ. ένα μη δυαδικό άτομο που ντύνεται με αντρικό «drag»
και παρουσιάζεται ως «drag king», ή ένας άνδρας που ντύνεται με
θηλυκό «drag» και εμφανίζεται ως «drag queen»). Οι παραστάσεις drag
μπορεί να ενσωματώνουν στοιχεία από την υψηλή τέχνη, τη μόδα, τον
χώρο της showbiz, την κωμωδία και άλλα. Ενώ η κουλτούρα του drag
συνδέεται στενά με τις κοινότητες ΛΟΑΤΚΙ+, οι καλλιτέχνες του drag
δεν έχουν απαραίτητα ποικίλα SOGIESC.
PoMoSexual*
Ο όρος «PoMosexual» αποτελεί συντομογραφία των όρων «Post Modern
Sexuality», οι οποίοι μεταφράζονται στην ελληνική ως «μεταμοντέρνα
σεξουαλικότητα». Δεν προορίζεται να γίνει μια ετικέτα ικανή να
υιοθετηθεί ευρέως ή να αποτελέσει μια νέα ταυτότητα. Περιγράφει
άτομα που δεν έχουν καθορισμένη σεξουαλικότητα ή/και φύλο. Ο όρος
αποτελεί μια αντίδραση και μια κριτική στάση απέναντι στους σταθερούς
όρους φύλου και σεξουαλικότητας που έχει υιοθετήσει η LGBTQI
κοινότητα (Wilchins & Serano, 1997). Χρησιμοποιείται για να
περιγράψει την απομάκρυνση από τη σεξουαλικότητα και το φύλο ως
σταθερές και άκαμπτες κατηγορίες (Queen & Schimel, 1997)
Two-Spirit
Είναι
ένας σύγχρονος, παν-ινδιάνικος όρος-ομπρέλα που
χρησιμοποιείται από ορισμένους αυτόχθονες Βορειοαμερικανούς για να
περιγράψει τους ιθαγενείς στις κοινότητές τους που εκπληρώνουν έναν
παραδοσιακό τελετουργικό και κοινωνικό ρόλο τρίτου φύλου (ή άλλης
παραλλαγής φύλου) στους πολιτισμούς τους.
Hijra
Πρόκειται για όρο της γλώσσας Χιντουστάνι (Χίντι και Ούρντου). Ο
όρος «Hijra» μπορεί να μεταφραστεί στην ελληνική με τον όρο
«χίτζρας», ο οποίος αποτελεί μεταγραμματισμό της αγγλικής απόδοσης.
Αναφέρεται σε άτομα που διαθέτουν τόσο ανδρικά όσο και γυναικεία
σεξουαλικά χαρακτηριστικά (Case & Ramachandran, 2012). Αξίζει να
σημειωθεί ότι πρόκειται για όρο που είναι δύσκολο να αποδοθεί σε άλλες
γλώσσες όσο και να κατανοηθεί από μια δυτική σκοπιά. Χρησιμοποιείται
σε χώρες της ινδικής υποηπείρου και ενώ έχουν προταθεί μεταφράσεις
του τύπου «ευνούχος» ή «ερμαφρόδιτος», πέραν του στιγματιστικού και
200
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
παρωχημένου τους χαρακτήρα αυτές οι μεταφράσεις δεν αποδίδουν τη
σημασία και το εύρος του όρου, καθώς η έννοιά του μπορεί να
περιλαμβάνει μια πληθώρα έμφυλων ταυτοτήτων που έχουν γενικά
χαρακτηριστεί ως «τρίτο φύλο».
Berdache*
Ο όρος «berdache» χρησιμοποιείται για να γίνει αναφορά σε ένα
ξεχωριστό τρίτο φύλο που ενσωματώνει τόσο αρσενικά όσο και θηλυκά
χαρακτηριστικά (Ward, 2000). Πρόκειται για έναν παραδοσιακό όρο των
ιθαγενών της Αμερικής για την αναφορά σε άτομα τα οποία
ενσαρκώνουν τόσο το «αρσενικό» όσο και το «θηλυκό» πνεύμα.
Θεωρείται ένας ξεπερασμένος και υποτιμητικός όρος που
δημιουργήθηκε από Ευρωπαίους αποίκους για να χλευάσουν τους twospirit λαούς (Wilson, 1996).
Ψυχολογική ανδρογυνία*
Με τον όρο «ψυχολογική ανδρογυνία» μεταφράζεται ο αγγλικός όρος
«Psychological Androgyny» και αναφέρεται στα άτομα που μπορεί να
έχουν τόσο «αρσενικά» όσο και «θηλυκά» χαρακτηριστικά και να
παρουσιάζουν συμπεριφορές που να σχετίζονται με τους ρόλους και των
δύο φύλων (Wiggins & Holzmuller, 1978), Χρησιμοποιείται για άτομα
που παρουσιάζουν τόσο θετικά όσο και αρνητικά χαρακτηριστικά, τα
οποία συνήθως σχετίζονται με τους ρόλους των δύο φύλων (Berzins et
al., 1978). Πρόκειται για ένα εναλλακτικό μοντέλο ρόλων του φύλου, για
έναν δυναμικό και ευέλικτο προσανατολισμό ζωής για τον οποίο δεν έχει
σημασία το αποδιδόμενο φύλο (Wilson, 1996). Στην ποσοτική της
εκδοχή, γίνεται λόγος για συγκρίσιμα επίπεδα αρσενικών και θηλυκών
χαρακτηριστικών (Fitzpatrick et al., 2005).
Bigender
(Αμφίφυλο)
Πρόκειται για άτομα που εναλλάσσονται μεταξύ σταθερών ανδρικών και
γυναικείων ταυτοτήτων, άλλοτε σε χρονικό διάστημα μιας μόνο ώρας
άλλοτε σε χρονικό διάστημα έτους (Budge et al., 2014). Τα άτομα αυτά
συνδυάζουν αρσενικές και θηλυκές ταυτότητες φύλου (Corwin, 2017).
Ποικιλομορφία φύλου
Με τον όρο «ποικιλομορφία φύλου» μεταφράζεται εδώ ο αγγλικός όρος
«Gender Diverse». Η ποικιλομορφία φύλου αναφέρεται σε ένα άτομο
που δεν συμμορφώνεται απόλυτα με τα πρότυπα ή τις αξίες της
κοινωνίας στην οποία ζει όσον αφορά την έμφυλη σωματική του
υπόσταση, την έμφυλη ταυτότητα, την έκφραση του φύλου του ή έναν
συνδυασμό αυτών των παραγόντων (Hines & Taylor, 2018).
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
201
Πηγές
Berzins, J. I., Welling, M. A., & Wetter, R. E. (1978). A new measure of psychological androgyny based on the
Personality Research Form. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 46(1), 126–138.
https://dx.doi.org/10.1037//0022-006X.46.1.126
Budge, S. L., Rossman, H. K., & Howard, K. A. (2014). Coping and psychological distress among genderqueer
individuals: The moderating effect of social support. Journal of LGBT Issues in Counseling, 8(1), 95–
117. doi: https://dx.doi.org/10.1080/15538605.2014.853641
Case, L. K., & Ramachandran, V. S. (2012). Alternating gender incongruity: A new neuropsychiatric syndrome
providing insight into the dynamic plasticity of brain-sex. Medical Hypotheses, 78(5), 626–631.
https://dx.doi.org/10.1016/j.mehy.2012.01.041
Corwin, A. I. (2017). Emerging genders: Semiotic agency and the performance of gender among genderqueer
individuals. Gender and Language, 11(2), 255–277. https://dx.doi.org/10.1558/genl.27552
Fitzpatrick, K. K., Euton, S. J., Jones, J. N., & Schmidt, N. B. (2005). Gender role, sexual orientation and suicide
risk. Journal of Affective Disorders, 87(1), 35–42. https://dx.doi.org/10.1016/j.jad.2005.02.020
Girshick, L. B. (2008). Transgender voices: Beyond women and men. Lebanon, NH: University Press of New
England.
Hines, S., & Taylor, M. (2018). Is gender fluid? A primer for the 21st century (the big idea). London, UK:
Thames and Hudson Ltd.
IOM-UN Migration. (2020, updated). SOGIESC-Glossary of terms, IOM LGBTIQ+ Focal Point Jenn
Rumbach.
Το
υλικό
αντλήθηκε
από
τον
παρακάτω
σύνδεσμο:
https://www.iom.int/sites/g/files/tmzbdl486/files/documents/IOM-SOGIESC-Glossary-of-Terms.pdf.
Queen, C., & Schimel, L. (1997). Pomosexuals: Challenging assumptions about gender and sexuality. San
Francisco, CA: Cleis Press.
Richards, C., & Barker, M. J. (Eds.). (2015). The Palgrave handbook of the psychology of sexuality and gender.
Basingstoke, UK: Palgrave Macmillan.
Stachowiak, D. M. (2017). Queering it up, strutting our threads, and baring our souls: Genderqueer individuals
negotiating social and felt sense of gender. Journal of Gender Studies, 26(5), 532–543.
https://dx.doi.org/10.1080/09589236.2016.1150817
Ward, C. A. (2000). Models and measurements of psychological androgyny: A cross-cultural extension of
theory and research. Sex Roles, 43(7/8), 529–552.
Wiggins, J. S., & Holzmuller, A. (1978). Psychological androgyny and interpersonal behavior. Journal of
Consulting and Clinical Psychology, 46(1), 40–52 https://dx.doi.org/10.1037//0022-006X.46.1.40
Wilchins, R. A., & Serano, J. (1997). Read my lips: Sexual subversion and the end of gender. Ithaca, NY:
Firebrand Books.
Wilson, A. (1996). How we find ourselves: Identity development and two spirit people. Harvard Educational
Review, 66(2), 303–318. https://dx.doi.org/10.17763/haer.66.2.n551658577h927h4
202
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.5.2 The Gender Unicorn, το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://transstudent.org/gender/
Κατά την επιμέλεια του κειμένου, ο/το Γιώργος/Ζωρζ Κουνάνης σημείωσε πως όσα άτομα έχουν μεγαλώσει
με τα ελληνικά ως πρώτη γλώσσα κι έχουν επηρεαστεί καθοριστικά κυρίως από την παλαιά ελληνική
κουλτούρα, αντιλαμβάνονται το φύλο ως έννοια φυσικογεννή άρα και αποσπασμένη από την ταυτότητα. Αυτό
είναι εμφανές στη νομική καθώς ακόμη και μετά τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου (η οποία αναλύεται
περαιτέρω στην παρακάτω ενότητα: Νομικές Εξελίξεις) δεν έγιναν καθοριστικές τροποποιήσεις σε αυτές τις
έννοιες. Παράλληλα, αυτή η γλωσσική πρακτική υπονοεί ότι η ταυτότητα δεν είναι εξίσου σεβαστή ή φυσική.
Σύμφωνα με τον/το Γιώργο/Ζωρζ Κουνάνη, αυτή η σύλληψη έχει πυρήνα cis-σεξιστικό, πατριαρχικό και
τρανσφοβικό, εκεί υπάγονται και οι έννοιες του «βιολογικού φύλου» και «κοινωνικού φύλου», καθώς αυτή η
διχοτόμηση που συνοδεύεται πάντα απ’ την έννοια «φύλο» παράγει περαιτέρω σύγχυση. Ο/Το Γιώργος/Ζωρζ
Κουνάνης εισηγείται πως το φύλο δεν μπορεί να είναι κάτι μη ταυτοτικό, κάτι που μπορεί έστω και νοητά να
αποδοθεί εξωγενώς του προσώπου που το βιώνει. Το «φύλο» είναι μόνο gender γιατί αποτελεί εξ υπαρχής ένα
κοινωνικό κατασκεύασμα στο οποίο έχουν υπεισέλθει τα κοινωνικά υποκείμενα με βάση τις εκάστοτε ταυτίσεις
και προσλαμβάνουσές τους. Με αυτό κατά νου, αποδίδει το «sex» ως «γενετικά/σωματικά/ανατομικά
χαρακτηριστικά».
Σχετικά με τις αντωνυμίες, στα αγγλικά, το «αυτός» (he) και το «αυτή» (she), που ονομάζονται
αντωνυμίες τρίτου προσώπου, είναι έμφυλες, ενώ ο ενικός αριθμός «they» χρησιμοποιείται ως ουδέτερη
αντωνυμία ως προς το φύλο. Σε άλλες γλώσσες, όπως η αραβική και η κοράνα, οι αντωνυμίες δεύτερου
προσώπου («εσείς») και οι αντωνυμίες πρώτου προσώπου («εγώ») μπορεί επίσης να είναι έμφυλες. Ορισμένες
γλώσσες δεν απαιτούν οι αντωνυμίες να δηλώνουν φύλο ή να έχουν μια ουδέτερη ως προς το φύλο επιλογή,
όπως η ιαπωνική, η σουαχίλι, η σουηδική και η τουρκική. Η Σουηδία έχει προσθέσει την ουδέτερη ως προς το
φύλο αντωνυμία «hen» στη γλώσσα της για να συμπληρώσει τις αντωνυμίες «han» (αυτός) και «hon» (αυτή).
Άλλες γλώσσες δεν αναφέρονται καθόλου στο φύλο, όπως η αρμενική, η φινλανδική, η ουγγρική, η περσική
και η γιορούμπα (IOM-UN Migration, 2020, updated). Στα ελληνικά έχει καθιερωθεί η χρήση του ουδέτερου
γένους «αυτό/το» και η συγκεκριμένη αντωνυμία χρησιμοποιείται από άτομα τα οποία δεν
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
203
αυτοπροσδιορίζονται ούτε με το αρσενικό γένος «αυτός/ο» ούτε με το θηλυκό γένος «αυτή/η» . (Βλ. Εικόνες
3.5.2-3.5.4).
3.5.2 Πίνακας αντωνυμιών
Εικόνα 3.5.3 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.gsrc.princeton.edu/understanding-pronoun-use
204
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Προσωπικές αντωνυμίες
Οι αντωνυμίες είναι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για τον εαυτό μας («εγώ»), σε κάποιον
(«εσύ») ή για άλλους ανθρώπους («αυτή, αυτός, αυτοί» κ.λπ.).
Εικόνα 3.5.4 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://saigecounseling.org/pronouns/
Σχετικά με τη συμπεριληπτική γλώσσα
Η γλώσσα συμπερίληψης, ή συμπεριληπτική γλώσσα κατά την αυτολεξεί μετάφραση του αγγλικού όρου
«inclusive language», εγείρει σημαντικά γλωσσικά ζητήματα διεθνώς. Με τη χρήση γλώσσας συμπερίληψης,
στόχος είναι η αποφυγή διακρίσεων επί τη βάσει εγγενών ανθρώπινων χαρακτηριστικών, όπως το φύλο, η φυλή,
η κοινωνική τάξη κ.τ.ό. Εντούτοις, σε μεγαλύτερο βαθμό η χρήση της γλώσσας συμπερίληψης αφορά την
περίπτωση του φύλου, με τα προβλήματα να αυξάνονται σε γλώσσες που είναι πρόσφορες για διάκριση
ανάμεσα σε αρσενικό και θηλυκό, όπως είναι επί παραδείγματι η ελληνική, στη γραμματική της οποίας
συμπεριλαμβάνονται τα γένη των ουσιαστικών και των επιθέτων. Κάνοντας μια περιγραφή της χρήσης
γλώσσας συμπερίληψης, φαίνεται να συνυπάρχουν δύο φαινομενικά αντίρροπες τάσεις για την επίλυση του
προβλήματος της κυριαρχίας του ενός φύλου, ήτοι του αρσενικού, στην πλειοψηφία των κειμένων,
ανεξαρτήτως είδους. Αφενός, υπάρχει η τάση χρησιμοποίησης αυστηρά ουδέτερης γλώσσας για την αποφυγή
του αποκλεισμού των έμφυλων προσδιορισμών από το κείμενο. Αφετέρου, η χρήση θηλυκοποιημένων
ουσιαστικών και επιθέτων για την ανάδειξη του φύλου. Συνοπτικά, η αυστηρά ουδέτερη γλώσσα αποσκοπεί
στην άρση των διακρίσεων διά της απόκρυψης του έμφυλου χαρακτηριστικού, ενώ η αντίρροπη τάση επιθυμεί
να εξασφαλίσει και να διευρύνει την ορατότητα του έμφυλου υποκειμένου.
Ουδέτερη γλώσσα
Αποσκοπώντας στην άρση των διακρίσεων, προτείνεται η χρήση ουδέτερης γλώσσας. Σύμφωνα με τον ορισμό
που δίνεται από την ΕΕ:
η ουδέτερη ως προς το φύλο γλώσσα είναι ένας γενικός όρος ο οποίος καλύπτει τη χρήση μη σεξιστικής
γλώσσας, συμπεριληπτικής γλώσσας ή δίκαιης ως προς το φύλο γλώσσας. Σκοπός της ουδέτερης ως
προς το φύλο γλώσσας είναι να αποφεύγονται επιλογές λέξεων στις οποίες μπορεί να αποδοθεί
χαρακτήρας προκατάληψης, διάκρισης ή απαξίωσης, επειδή υπονοούν ότι ένα βιολογικό ή κοινωνικό
φύλο είναι ο κανόνας. Η χρήση δίκαιης και συμπεριληπτικής ως προς το φύλο γλώσσας συντελεί επίσης
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
205
στη μείωση των έμφυλων στερεοτύπων, προάγει την κοινωνική αλλαγή και συμβάλλει στην επίτευξη
ισότητας των φύλων (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2018, σ. 3).
Κάνοντας λόγο για αυστηρά ουδέτερη γλώσσα, εννοείται η χρήση γλώσσας με σκοπό την αποσιώπηση του
έμφυλου προσδιορισμού και διά της απόκρυψης αυτής την άρση των όποιων διακρίσεων θα προέκυπταν από
τη χρήση ενός τέτοιου προσδιορισμού. Υπάρχουν πολλές μέθοδοι για την επίτευξη ουδέτερης γλώσσας.
Ιδιαίτερα προσφιλής στην ελληνική είναι η χρήση παθητικής σύνταξης (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2018, σ. 10).
Με αυτό τον τρόπο, αποφεύγεται η επιλογή γένους, είτε γίνεται λόγος για ουσιαστικό ή επίθετο. Ενώ κάτι
τέτοιο μπορεί να αποφευχθεί στην αγγλική γλώσσα, στην ελληνική, όπως και σε άλλες γλώσσες με παρόμοια
γραμματική, αυτό δεν είναι τόσο απλό. Ακόμη, η χρήση πληθυντικού και δη πρώτου ή δευτέρου προσώπου
μπορεί να βοηθήσει τη διαμόρφωση ουδέτερης γλώσσας. Η χρήση προστακτικής, όπου είναι εφικτό, έχει τα
ίδια αποτελέσματα (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2018, σ. 10). Ακόμη, υπάρχει η δυνατότητα χρήσης περίφρασης
για την αποφυγή του έμφυλου προσδιορισμού, όπως για παράδειγμα «νοσηλευτικό προσωπικό» αντί για
νοσηλευτές/νοσηλεύτριες, οπότε και αποφεύγεται ο διπλός τύπος (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2018, σ.11).
Πέραν των πρακτικών που εμφανίζονται στην ελληνική γλώσσα, οφείλει να δει κανείς ευρύτερα την
ίδια τη φύση της χρήσης ουδέτερης γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα, καλείται να απαντήσει σε κάποια βασικά
ερωτήματα, μεταξύ άλλων: «Γιατί είναι σημαντική η χρήση ουδέτερης γλώσσας; Είναι όλες οι χρήσεις του
αρσενικού γένους πατριαρχικά φορτισμένες; Τι γίνεται στην περίπτωση που κρίνεται αναγκαία η χρήση
πολλαπλών διπλών τύπων;». Φυσικά, η παράθεσή τους δεν είναι επ’ ουδενί εξαντλητική ούτε δίνονται εφάπαξ
απαντήσεις. Αντιθέτως, επιχειρείται το άνοιγμα της συζήτησης γύρω από αυτό το ιδιαίτερα σημαντικό και
επίκαιρο ζήτημα.
Οφείλει κανείς να επισημάνει ότι η γλώσσα είναι φορέας πολιτισμού και άρα εμποτισμένη,
τουλάχιστον ως ένα βαθμό, από τις όποιες αντιλήψεις υπάρχουν στην ευρύτερη κοινωνία. Εν προκειμένω, οι
πατριαρχικές νοοτροπίες έχουν παρεισφρήσει σε αυτήν και είναι αρκετά δύσκολο να ξεπεραστούν με κάθετη
επιβολή νέων κανόνων. Εντούτοις, υπάρχει μια έντονη τάση προς αυτή την κατεύθυνση. Εντός της βρίσκεται
η χρήση ουδέτερης γλώσσας, όπως και η ανάδειξη του φύλου μέσα από τη δημιουργία νέων συμπεριληπτικών
τύπων. Η αποτύπωση της πρωτοκαθεδρίας του αρσενικού τύπου στη γλώσσα, γραπτή και προφορική, δεν
ξενίζει τον αναγνώστη/την αναγνώστρια/το αναγνωστό. Μάλιστα, το παρόν κείμενο δεν αποτελεί εξαίρεση:
έχει γίνει συνειδητή προσπάθεια χρησιμοποιηθεί συμπεριληπτική γλώσσα αλλά σε κάποια σημεία μπορεί να
προτιμάται αναπόφευκτα το θηλυκό ή αρσενικό.
Συμπερίληψη, ανάδειξη του φύλου
Μαζί με την προσπάθεια δημιουργίας ουδέτερης γλώσσας διά της απόκρυψης του έμφυλου προσδιορισμού,
διακρίνεται η τάση ανάδειξης του τελευταίου με σκοπό την άρση της πρωτοκαθεδρίας του αρσενικού γένους.
Ακόμη και στην περίπτωση των λέξεων όπου ο ίδιος τύπος εκφράζει τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό, είναι
εμφανές ότι η δυναμική του αρσενικού υπονομεύει την ανάδειξη του έμφυλου χαρακτηριστικού. Ειδικά σε
περιπτώσεις επαγγελμάτων, όπως αυτό «του δικαστή» λόγου χάριν, που η συντριπτική πλειοψηφία των
εργαζομένων ανήκε μέχρι πρότινος στο ανδρικό φύλο. Εντούτοις, γίνεται μια προσπάθεια να καταστεί ορατό
το γυναικείο φύλο στον κλάδο με την προσθήκη νέων έμφυλων καταλήξεων στο ουσιαστικό, δημιουργώντας
τον τύπο «δικάστρια». Σημειωτέον, ο παλαιότερος «δικαστίνα» δεν προτιμάται καθώς φέρει αρνητικές
πατριαρχικές συνδηλώσεις. Ακόμη κι αν όροι όπως «δικάστρια», «βουλεύτρια» και ούτω καθεξής θεωρούνται
ακόμα αδόκιμοι, δείχνουν την υφέρπουσα τάση ανάδειξης της ορατότητας του φύλου, μια αποτύπωση της
κοινωνικής αλλαγής που διενεργείται στη γλώσσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η χρήση αυστηρά ουδέτερων
εκφράσεων δεν γίνεται δεκτή καθώς ενισχύει τη διαιώνιση της καθεστηκυίας τάξης.
Αξίζει, επίσης, να εξεταστεί τι αντίκτυπο μπορεί να έχει η χρήση συμπεριληπτικής γλώσσας για την
ανάδειξη του φύλου στις αντιλήψεις των ατόμων και τανάπαλιν. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην
αγγλική γλώσσα σχετικά με τους όρους «ήρωας/ηρωίδα» και «δολοφόνος/δολοφόνισσα», φάνηκε ότι η χρήση
του διπλού τύπου άλλαξε την ορατότητα του θηλυκού γένους στην πρώτη περίπτωση, αλλά όχι στη δεύτερη.
Πιο συγκεκριμένα, δόθηκαν σε αναγνώστες/αναγνώστριες κείμενα όπου στο ένα υπήρχε μόνο ο αρσενικός
τύπος και στο άλλο τόσο ο αρσενικός όσο και ο θηλυκός. Τα άτομα που εκτέθηκαν στο δεύτερο κείμενο
αναγνώρισαν «περισσότερους ήρωες θηλυκού γένους» για να χρησιμοποιήσουμε την παραδοσιακή έκφραση.
Δεν έγινε το ίδιο, όμως, με την περίπτωση του/της δολοφόνου/δολοφόνισσας. Φυσικά χρειάζονται
206
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
περισσότερες έρευνες και το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι απόλυτο, εντούτοις, φαίνεται ότι η ανάδειξη του φύλου
γίνεται περισσότερο πρόσφορη όταν το ουσιαστικό ή το επίθετο αξιολογείται θετικά (Hansen et al., 2016).
Έρευνα σε άτομα που μιλούν τη γερμανική γλώσσα έδειξε ότι η πρότερη χρήση μη σεξιστικής γλώσσας
και οι ιδεολογικές πεποιθήσεις του ατόμου αναφορικά με την ισότητα των δύο φύλων και τον σεξισμό
αποτελούν βασικούς δείκτες για την πρόβλεψη χρήσης ή μη συμπεριληπτικής γλώσσας (Sczesny et al., 2015).
Όπως φάνηκε η χρήση γλώσσας συμπερίληψης γίνεται μέσα από περίπλοκους μηχανισμούς, οι οποίοι
συμπεριλαμβάνουν στάσεις, πεποιθήσεις και προθέσεις (Sczesny et al., 2015). Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα
περίπτωση γλώσσας συμπερίληψης για την ανάδειξη του έμφυλου χαρακτηριστικού και δη της άρσης του
δυαδικού σχήματος αναφορικά με το φύλο αποτελεί η περίπτωση της χρήσης του νεολογισμού Latinx, ο οποίος
αναφέρεται σε άτομα λατινικής καταγωγής, συμπεριλαμβάνοντας εννοιολογικά ολόκληρη τη ΛΟΑΤΚΙ+
κοινότητα (Scharrón-del Río et al., 2020).
Στην περίπτωση των επιχειρήσεων φάνηκε ότι όταν η διοίκηση και, συνακόλουθα, ολόκληρος ο
οργανισμός προωθεί τη δεκτικότητα στο διαφορετικό και δη κάνοντας χρήση γλώσσας συμπερίληψης, αυτό
επηρεάζει θετικά τη δημιουργικότητα και την αποδοτικότητα των εργαζομένων, δημιουργώντας μια
οργανωσιακή κουλτούρα ανοικτότητας (Lauring & Klitmøller, 2017). Η αναγνώριση της ανάγκης να
χρησιμοποιηθεί συμπεριληπτική γλώσσα και η δεοντολογική διακήρυξη ότι ο οργανισμός αποσκοπεί στην όσο
το δυνατόν μεγαλύτερη χρήση της για την άρση οιωνδήποτε αποκλεισμών γίνεται όλο και περισσότερο συχνή,
όπως για παράδειγμα σε επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες (Dellmann et al., 2017).
3.5.3 Γενικό πλαίσιο
Σε έρευνα των Thorne et al. (2019) με τίτλο «The terminology of identities between, outside and beyond the
gender binary – A systematic review» περιγράφονται με συστηματικό τρόπο και στην ιστορικότητά τους οι
ποικίλες μορφές ταυτοτήτων φύλου που κείτονται εκτός του διπόλου άνδρας-γυναίκα (Thorne et al., 2019).
Διάφορες περιγραφικές έννοιες έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια για να ορίσουν ταυτότητες που
βρίσκονται ανάμεσα, έξω ή ακόμη και πέρα από το δυαδικό σύστημα προσέγγισης του φύλου (Richards et al.,
2017· Richards et al., 2016). Σε άτομα που δεν ταυτίζονται με το σχήμα του δυαδικού φύλου μπορεί να έχει
δοθεί ο χαρακτηρισμός «αρσενικό» ή «θηλυκό» κατά τη γέννηση και να έχουν ένα σώμα που αντιστοιχεί στο
βιολογικό «αρσενικό» ή «θηλυκό». Εντούτοις, τα σώματα των ατόμων που βρίσκονται εκτός του δυαδικού
φύλου ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό. Πολλά άτομα υποβάλλονται σε ιατρικές και μη πράξεις επιβεβαίωσης
φύλου, ενώ άλλα σώματα γεννιούνται ίντερσεξ (Richards et al., 2016). Τις πιο πολλές φορές, αυτό που συνδέει
τους ανθρώπους που βρίσκονται εκτός του διπόλου έγκειται στο γεγονός ότι όλοι μοιράζονται την αίσθηση πως
στον πυρήνα τους δεν ταυτίζονται απόλυτα ούτε με τον «άνδρα» ούτε με τη «γυναίκα» (Kuper et al., 2012). Η
έννοια των ταυτοτήτων φύλου ως μέρους της αφήγησης των ατόμων εκτός του δυαδικού συστήματος είναι μια
πρόσφατη έννοια στην έρευνα.
Εντούτοις, η έννοια του «τρίτου φύλου» ή μιας ταυτότητας που δεν μπορεί να ενταχθεί στους γενικά
αποδεκτούς προσδιορισμούς «άνδρας» ή «γυναίκα» δεν είναι καινούργια. Από τα αρχαία χρόνια, μορφές όπως
ο Έλληνας θεός Ερμαφρόδιτος (Grimal et al., 1990) και οι Σουμέριοι ιερείς Gala των αρχαίων πόλεων της
Μεσοποταμίας (Suter, 2008) αποτελούν παραδείγματα ατόμων που δεν μπορούν να αναγνωριστούν με ευκολία
ως «αρσενικά» ή «θηλυκά». Φιλόσοφοι και ορισμένοι πρώιμοι χριστιανοί ηγέτες προώθησαν ενεργά την
ανδρογυνία ως την αρχική και ιδανική κατάσταση για έναν άνθρωπο (Cobb, 1993). Ενδεικτικά, ο Πλάτων στο
Συμπόσιον ή Περί έρωτος αναφέρει μέσα από τα λόγια του Αριστοφάνη την αρχική κατάσταση του
ερμαφρόδιτου, ενός στρογγυλού, δυνατού όντος το οποίο εκνεύρισε τους θεούς με αποτέλεσμα οι τελευταίοι
να το κόψουν στη μέση και να το χωρίσουν σε αρσενικό και θηλυκό. Μετά από αυτό τον μύθο της διάσπασης,
ο χωρισμός στα δύο φύλα χρησιμοποιείται για να περιγραφούν οι ποικίλες μορφές έρωτος ως μια προσπάθεια
τα δύο μισά να ενωθούν σε ένα όλον. Σημειωτέον, στο εν λόγω έργο ο ετεροφυλόφιλος έρως δεν ανήκει στην
υψηλότερη βαθμίδα έρωτος κατά τον Αριστοφάνη (Συκουτρής, 2009, σσ. 188e-193d).
Πριν τον Κολόμβο, στην Αμερική εμφανίζονται ιστορικές αναφορές για πολλές φυλές που είχαν την
πεποίθηση ότι στην πραγματικότητα υπήρχαν τέσσερα φύλα, «αρσενικό», «αρρενωπό», «θηλυκό» και
«θηλυπρεπές», αν και αυτές οι κατηγορίες εξετάζονται, φυσικά, μέσα από μια πολύ δυτική αντίληψη της
ταυτότητας φύλου και η ακριβής πρακτική εφαρμογή τους δεν μπορεί να συμπυκνωθεί σε τέσσερις κατηγορίες
με τόση ευκολία. Η χρήση ποικίλων ταυτοτήτων φύλου δεν ενθαρρυνόταν από τους χριστιανούς μετανάστες,
όπως και οι παραδοσιακές ταυτότητες two-spirit (δύο πνευμάτων) σε πολλές φυλές, οι οποίες μερικές φορές
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
207
κατονομάζονταν από τους μετανάστες με απαξιωτικούς όρους και γενικά υφίσταντο διακρίσεις (Estrada, 2011).
Η έλευση του χριστιανισμού είδε πολλούς πολιτισμούς να τηρούν τους αυστηρούς δυαδικούς «ανδρικούς» και
«γυναικείους» ρόλους που τους επέβαλε η θρησκεία. Εντούτοις, υπήρχαν συχνά περίοδοι κατά τις οποίες η
«ανδρογυνία» ήταν της μόδας, όπως τη δεκαετία του 1920, του 1960 και τη σημερινή εποχή (Townson, 2016).
Στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, πολύ συχνά οι ταυτότητες που δεν είναι δυαδικές χαρακτηρίζονται ως τρανς
ταυτότητες και πολλά άτομα που παρουσιάζουν τέτοιες εκφράσεις φύλου συχνά θεωρούνται και τα ίδια τρανς
(Richards et al., 2017). Πρέπει όμως να υπογραμμιστεί πως η μοναδική εμπειρία των ατόμων με ταυτότητα
φύλου που δεν ανήκει εντός του δυαδικού συστήματος μόλις τώρα αρχίζει να γίνεται αντικείμενο
εμπεριστατωμένης έρευνας.
Πάνω από το ήμισυ του συνολικού αριθμού των δημοσιεύσεων που έχουν ποτέ γραφτεί για θέματα
τρανς, έχουν δημοσιευτεί μετά το 2010 (Matsuno & Budge, 2017), εντούτοις μόνο ένας σχετικά μικρός αριθμός
εστιάζει, ή ακόμη και περιλαμβάνει, ταυτότητες φύλου που δεν είναι δυαδικές. Με τον αριθμό των ατόμων που
δεν βρίσκονται εντός του δυαδικού συστήματος να αυξάνεται ραγδαία, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να επεκταθεί
η έρευνα στον τομέα αυτόν (Practical Androgyny, 2014). Οι όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν
ταυτότητες που δεν συμμορφώνονται με το δυαδικό φύλο αλλάζουν με γρήγορο ρυθμό. Σε αυτό το πλαίσιο,
υφίστανται πολλαπλοί περιγραφικοί όροι σε συνεχή χρήση, καθένας από τους οποίους διαμορφώνεται
παίρνοντας διάφορες αποχρώσεις με στόχο την επίτευξη μιας ακριβούς και συχνά πολύ προσωπικής
ταυτότητας, εμπειρίας και έκφρασης φύλου (Matsuno & Budge, 2017). Η Stachowiak (2017) περιγράφει πως
το να είσαι εκτός του «αρσενικού» και του «θηλυκού» δεν είναι σαφώς καθορισμένο, αλλά κάτι «οργανικό και
προσωπικό» (Stachowiak, 2017, σ. 532), το οποίο περιλαμβάνει μια διαλεκτική πολλών κοινωνικών και
βιωμένων εμπειριών φύλου. Αυτό το ιδιαίτερα εξατομικευμένο ταξίδι δεν έχει οδηγήσει μόνο σε έναν
καταιγισμό διαφορετικών προσδιορισμών (π.χ. Kuper et al., 2012), αλλά και σε μία αξιοσημείωτη έλλειψη
συνεκτικής περιγραφής στο επιστημονικό έργο για ταυτότητες που δεν εντάσσονται στο δυαδικό σύστημα. Για
να γίνει κατανοητή η έρευνα σχετικά με αυτές τις ταυτότητες, είναι απαραίτητη η κατανόηση όρων που έχουν
χρησιμοποιηθεί σε όλη την ιστορία της έρευνας επί του θέματος. Οι πρώιμες μελέτες που αμφισβητούν την
έννοια του δυαδικού συστήματος φύλου και οι μελέτες που εξετάζουν ιστορικές παραλλαγές φύλου σε άλλους
πολιτισμούς αποτελούν ένα καλό σημείο εκκίνησης για να διερευνηθεί η εξέλιξη αυτής της έκφρασης φύλου.
Ιστορικά, εμφανίζεται ένα μείγμα ποσοτικών πειραμάτων, ποιοτικών μελετών και θεωρητικών άρθρων,
καθώς και μία νευρολογική μελέτη (Case & Ramachandran, 2012). Από τα πρώτα άρθρα, τα περισσότερα
επικεντρώθηκαν στις ατομικές διαφορές, ιδίως σε σχέση με τα αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά (Bem,
1974· Berzins et al., 1978· Gilbert, 1981· Wiggins & Holzmuller, 1978). Σε τρία άρθρα γίνεται διερεύνηση του
«τρίτου φύλου» εκτός του «αρσενικού» και του «θηλυκού» σε εθνοτικές ομάδες εκτός του λεγόμενου «δυτικού
πολιτισμού», δηλαδή του «Two-Spirit» στην κοινωνία των ιθαγενών της Αμερικής και του «τρίτο φύλο» ή
«Hijra» στην Ινδία (Goulet, 1996· Taparia, 2011· Wilson, 1996). Τρία από τα ποιοτικά άρθρα επικεντρώθηκαν
στη βιωμένη εμπειρία της ταυτοποίησης εκτός του δυαδικού συστήματος (Corwin, 2017· Darwin, 2017·
Stachowiak, 2017) και ένα εξέτασε τα «bigender» άτομα που ταυτοποιούνται και ζουν εναλλάξ είτε ως
«άνδρες» είτε ως «γυναίκες» ανάλογα με το πώς αισθάνονται κάθε φορά (Blechner, 2015). Υπήρχαν επίσης
τρία άρθρα που σχολίαζαν μια αλλαγή παραδείγματος, δύο από αυτά από τη δεκαετία του 1980 τα οποία
περιγράφουν μια μετατόπιση από τα «αρσενικά» και «θηλυκά» χαρακτηριστικά που θεωρείται ότι ανήκουν σε
ένα μονοδιάστατο μοντέλο (Bockting, 2008· Diamond & Butterworth, 2008· Robinson & Green, 1981) και ένα
μεταγενέστερο άρθρο που εξετάζει τη μετατόπιση από τις αυστηρά δυαδικές κατηγορίες ρόλων φύλου στο
πλαίσιο της υγειονομικής περίθαλψης για τρανς (Koehler et al., 2018). Όσον αφορά τα βιβλία, το παλαιότερο
γύρω από το θέμα αυτό εκδόθηκε το 1997 (Queen & Schimel, 1997).
Τα περισσότερα από τα άρθρα που περιλαμβάνονται σε αυτό το κεφάλαιο παρήχθησαν στις Ηνωμένες
Πολιτείες της Αμερικής ή στο Ηνωμένο Βασίλειο και εμφανίζεται, φυσικά, μια δυτική προκατάληψη στο υλικό.
Αρκετές μελέτες, εντούτοις, εξέτασαν δύο αξιοσημείωτες ομάδες κοινωνιών εκτός του δυτικού πολιτισμού, τις
«Two-Spirit» και «Hijras». Σε έρευνά του ο Wilson (1996) περιγράφει μερικές από τις παρεξηγημένες
ερμηνείες του όρου «Two-Spirit», ο οποίος σχετίζεται με μια ιστορική έννοια στον χώρο των ιθαγενών της
Αμερικής. Αναφέρεται ότι ο όρος χρησιμοποιείται συχνά λανθασμένα ως όρος-ομπρέλα για το σύνολο της
κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+, ενώ στην πραγματικότητα το «Two-Spirit» αναφέρεται παραδοσιακά σε μια ξεχωριστή
παρουσίαση φύλου που δεν είναι ούτε «αρσενικό» ούτε «θηλυκό» (Wilson, 1996). Η Goulet (1996) σχολιάζει
τους τρόπους με τους οποίους ο όρος παρερμηνεύεται ακόμη περισσότερο λόγω της ερμηνείας από τους
Ευρωπαίους εποίκους των ατόμων «Two-Spirit» ως αποκλινουσών μορφών και δίνοντάς τους τον
208
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
χαρακτηρισμό «Berdache», έναν υποτιμητικό όρο που αναφέρεται σε έναν ομοφυλόφιλο με έντονες θηλυκές
τάσεις. Αναδεικνύει επίσης το πρόβλημα της έλλειψης ενιαίου ορισμού του όρου «Two-Spirit» (Goulet, 1996).
Ο πολιτισμός των ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής βασίζεται στο φυλετικό σύστημα. Ενώ σε ορισμένες φυλές
τα «Two-spirit» άτομα είχαν μεγάλη εκτίμηση, σε άλλες απλά αφομοιώθηκαν στην καθημερινή ζωή, ενώ σε
άλλες φυλές τα «Two-spirit» άτομα δεν αναγνωρίζονταν καθόλου. Παρόμοια ζητήματα περιγράφονται από την
Taparia (2011) σε σχέση με την αναγνωρισμένη κουλτούρα του τρίτου φύλου στην Ανατολική Ασία, γνωστή
ως «Hijra» («Χίτζρα»). Όπως και ο όρος «Two-spirit», ο όρος «Hijra» έχει υποστεί ιστορική σύγχυση και κατά
καιρούς έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει άλλες κοινωνικές ομάδες, όπως οι ομοφυλόφιλοι και οι
ευνούχοι. Ο ρόλος του «Hijra» είναι επίσης ένας διαρκώς μεταβαλλόμενος ρόλος, του οποίου η τελετουργική
σημασία έχει ιστορική σημασία, εντούτοις σήμερα συνδέεται έντονα με την είσπραξη φόρων και τη σεξουαλική
εργασία (Subramanian et al., 2015· Taparia, 2011). Η Taparia περιέγραψε πώς η ταυτότητα του Hijra έχει
επιβληθεί, περιοριστεί και έχει γίνει προϊόν διαπραγμάτευσης ιστορικά με τη βασική έννοια του ευνουχισμένου
«ανδρικού» σώματος να παραμένει ο πυρήνας της ταυτότητας αυτής (Taparia, 2011). Το άτομο Hijra θεωρείται
από την κοινωνία στο σύνολό της ότι δεν είναι ούτε «αρσενικό» ούτε «θηλυκό» και αναγνωρίζεται επίσημα ως
«τρίτο φύλο» στο νόμο. Παρόλο που τους παρέχεται αυτή η αναγνώριση, τα περισσότερα άτομα Hijra έχουν
χαμηλή κοινωνική θέση με τους ρόλους και τη σημασία τους να αποδίδονται σε μεγάλο βαθμό στην
ανταπόκριση στις μεταβαλλόμενες δομές της κοινωνίας στο σύνολό της (Taparia, 2011· Hossain, 2022).
Μέχρι το 1985 οι εργασίες και τα βιβλία που αναφέρονται έχουν ως κύριο περιγραφικό στοιχείο την
«ψυχολογική ανδρογυνία». Με τον όρο «ψυχολογική ανδρογυνία», ο οποίος πλέον θεωρείται παρωχημένος
έως και υποτιμητικός, κακοποιητικός, παρουσιάζεται η αντίθεση με τους ρόλους που θεωρούνται
χαρακτηριστικά κάποιου κοινωνικού φύλου και δεν γίνεται αναφορά σε μια ταυτότητα φύλου ως τέτοια, αλλά
περισσότερο σε μια σειρά χαρακτηριστικών της προσωπικότητας (Robinson & Green, 1981). Το ψυχολογικά
ανδρόγυνο άτομο περιγράφεται ως ένα άτομο που εμφανίζει υψηλά επίπεδα τυπικά «αρσενικών» και
«θηλυκών» χαρακτηριστικών, τα οποία χρησιμεύουν για να ωφελήσουν το άτομο σε κοινωνικές καταστάσεις
παρέχοντας μεγαλύτερη ευελιξία στη συμπεριφορά (Bem, 1974). Αν και μεταγενέστερες έρευνες σχετικά με
το στίγμα της υπέρβασης των αναμενόμενων ρόλων των φύλων υποδηλώνουν ότι τα μειονεκτήματα
υπερτερούν των όποιων κοινωνικών ωφελειών, ιδίως στις σχέσεις μεταξύ νεότερων ατόμων (Grossman &
D’Augelli, 2006· Lee & Troop-Gordon, 2011). Η Bem περιέγραψε στην εργασία της το 1974 ότι «η άκαμπτη
διαφοροποίηση των ρόλων του φύλου έχει ήδη ξεπεράσει τη χρησιμότητά της» (Bem, 1974, σ. 162). Ακόμη, η
μελέτη της περιγράφει λεπτομερώς την ανάπτυξη ενός «Sex-Role Inventory». Αυτό το μέτρο των στερεοτύπων
και των ρόλων του φύλου αναπτύχθηκε με τη διεξαγωγή έρευνας σε 100 φοιτητές του Πανεπιστημίου του
Στάνφορντ σχετικά με το ποια θεωρούν «ιδανικά» , «αρσενικά» και «θηλυκά» , χαρακτηριστικά. Τα επιθυμητά
αυτά χαρακτηριστικά για κάθε φύλο χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τις ερωτήσεις στο πλαίσιο του SexRole
Inventory της Bem. Οι περισσότερες εργασίες που μελετήθηκαν εδώ περιγράφουν την «ανδρογυνία» ως έννοια
και όχι ως προσδιορισμό φύλου, αλλά συνέχισαν να κάνουν λόγο για μια ομοιογενή ομάδα χρησιμοποιώντας
τις απαντήσεις από τις συνεχείς μεταβλητές «αρσενικό» και «θηλυκό». Οι βαθμολογίες από τα ψυχομετρικά
τεστ χωρίζονταν σε κατηγορίες και σε ορισμένα προεπιλεγμένα επίπεδα. Για παράδειγμα, οι Wiggins και
Holzmuller (1978) περιέγραψαν διάφορες ομάδες ως «στερεοτυπικά αρρενωπές», «στερεοτυπικά θηλυκές» και
«ανδρόγυνες». Οι συμμετέχοντες τοποθετήθηκαν σε μία από τις τρεις κατηγορίες ανάλογα με την ισορροπία
των «αρσενικών» και «θηλυκών» απαντήσεων που έδωσαν σε ένα σύνολο προκαθορισμένων ερωτήσεων.
Παρομοίως, ο Gilbert (1981) χρησιμοποιεί τις ομαδοποιήσεις που αναπτύχθηκαν στους Spence et al. (1975) για
να περιγράψει τέσσερις διακριτές και ομοιογενείς ομάδες – «Ανδρόγυνοι» (υψηλή βαθμολογία σε αρσενικά
και θηλυκά χαρακτηριστικά), «Αρσενικό» (υψηλή βαθμολογία σε αρσενικά χαρακτηριστικά και χαμηλή σε
θηλυκά), «Θηλυκό» (υψηλή βαθμολογία σε θηλυκά χαρακτηριστικά και χαμηλή σε αρσενικά) και
«Αδιαφοροποίητο» (χαμηλή βαθμολογία σε αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά).
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
209
Εικόνα 3.5.5 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.pexels.com/el-gr/
210
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Οι Fitzpatrick et al. (2005), εισήγαγαν την κατηγορία «cross-gender» και περιέγραφαν τα άτομα που
εμφανίζουν έντονα χαρακτηριστικά του αντίθετου φύλου από αυτό που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση (Βλ.
Εικόνα 3.5.5.). Προσοχή, σήμερα ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται για «το άτομο που φοράει ρούχα που
συνήθως σχετίζονται με το «αντίθετο» (με βάση το μοντέλο δυαδικότητας του φύλου) κοινωνικό φύλο του
ατόμου, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Τα άτομα αυτά δεν είναι απαραίτητα τρανς» (Colour
Youth, Ορολογίες). Η έννοια της «ψυχολογικής ανδρογυνίας» (Ward, 2000) οδήγησε ασφαλώς σε μια αλλαγή
παραδείγματος μακριά από το φύλο ως διχοτόμηση («αρσενικό» και «θηλυκό» ως αντίθετα χωρίς
αλληλοεπικάλυψη) και αντί αυτού θεωρούσε την «αρρενωπότητα» και τη «θηλυκότητα» ως ανεξάρτητες
διαστάσεις της προσωπικότητας, οι οποίες μπορούν να αποτελούν χαρακτηριστικά ενός ατόμου σε ίσα ή άνισα
ποσοστά (Robinson & Green, 1981). Αυτό κατέρριψε επίσης τον ντετερμινιστικό χαρακτήρα του «να είναι
κανείς άνδρας ή γυναίκα» και προώθησε τις ιδέες ότι το φύλο είναι, τουλάχιστον εν μέρει, κοινωνικά
κατασκευασμένο. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα ζητήματα που σχετίζονται με την έννοια του Sex-Role
Inventory. Η έννοια της ανδρογυνίας εξακολουθεί να εξαρτάται από το δυαδικό σύστημα του «αρσενικού» και
«θηλυκού» (Bem, 1974). Οι βαθμολογίες που δίνονται μετά την ολοκλήρωση του τεστ εξακολουθούν να έχουν
δυαδικό χαρακτήρα με μια «αρσενική» και μια «θηλυκή» βαθμολογία. Το τεστ εξακολουθεί να δημιουργείται
χρησιμοποιώντας
έναν
κατάλογο
κοινωνικά
αποδεκτών
«αρσενικών»
και
«θηλυκών»
χαρακτηριστικών. Η διαφορά μεταξύ αυτών των «αρσενικών» και «θηλυκών» χαρακτηριστικών θα πρέπει να
υπάρχει στην κοινωνία προκειμένου να λειτουργήσει το τεστ. Αν και αποτελούσε ένα καλό σημείο εκκίνησης
για τη μελέτη των «μη αρσενικών» και «μη θηλυκών» ταυτοτήτων, η «ψυχολογική ανδρογυνία» θεωρήθηκε
παρωχημένη, καθώς ανακαλύφθηκε ότι η έννοια της ταυτότητας φύλου είναι πιο πολύπλευρη και πολύπλοκη
από ό,τι μπορεί εύκολα να περιγράψει ένα ψυχομετρικό τεστ.
Μία ακόμη σημαντική έννοια, με φιλοσοφικές προεκτάσεις, για τη μη δυαδική ταυτότητα φύλου είναι
η μεταμοντέρνα σεξουαλικότητα. Στην εισαγωγή του ομώνυμου βιβλίου του 1997, οι Queen και Schimel
αναφέρουν ότι ο όρος «PoMoSexuality» (συντόμευση των όρων «Post Modern Sexuality», ήτοι στην ελληνική
«μεταμοντέρνα σεξουαλικότητα») δεν προοριζόταν να γίνει ένας περιγραφικός όρος, αλλά ένα εργαλείο με το
οποίο θα εξεταστούν τα αναδυόμενα όρια του φύλου και της σεξουαλικότητας εκείνη την εποχή (Queen &
Schimel, 1997). Περιγράφονται από τους Queen και Schimel ως οι «queers, που δεν μπορούν να μείνουν μέσα
σε μια όμορφη και απλή ταυτότητα» (Queen & Schimel, 1997). Το βιβλίο χρησιμοποιεί τον όρο
«PoMoSexuality» ως αφετηρία για την κατάρριψη των ορίων του φύλου και σχολιάζει την άλλη πλευρά της
ομοφυλοφιλίας και της διεμφυλικότητας, την πλευρά που δεν επιθυμεί να συμμορφωθεί με τα κανονιστικά όρια
που θέτει η κοινωνία. Οι Queen και Schimel περιέγραψαν πώς ο όρος ήταν μια αντίδραση ενάντια στις
παραδοχές της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι queer. «Αντιδρούμε ενάντια σε αυτές
τις παραδοχές με τον ίδιο τρόπο που στον κόσμο της τέχνης ο “μεταμοντερνισμός” ήταν μια αντίδραση ενάντια
στον μοντερνισμό» (Queen & Schimel, 1997). Με άλλα λόγια, πρόκειται για την εφαρμογή του ρεύματος του
μεταμοντερνισμού στην κριτική θεωρία του φύλου, καθώς στον πυρήνα της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας
βρίσκεται η έννοια της αποδόμησης, της αντίδρασης και αμφισβήτησης παραδεδεγμένων αντιλήψεων του
μοντερνισμού. Ο όρος δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ευρέως, αν και αποτυπώνει μια στιγμή κατά την οποία τα
όρια του φύλου και της σεξουαλικότητας άρχισαν να διαρρηγνύονται. Ενώ οι ιδέες πίσω από τον όρο
«PoMoSexuality» ήταν σίγουρα προς την κατεύθυνση της ποικιλομορφίας των φύλων, η ίδια η λέξη δεν υπήρξε
ποτέ κατάλληλη για τον ορισμό μιας συγκεκριμένης ταυτότητας φύλου. Η χρήση της ίδιας της έννοιας
«PoMoSexuality» ως εναλλακτικού προσδιορισμού για το φύλο θα ήταν λανθασμένη. Αντιθέτως, παρατίθεται
εδώ για να δείξει μια στιγμή στο επιστημονικό έργο όπου η ιδέα των ανθρώπων που επιλέγουν να ζουν εκτός
του δυαδικού φύλου διερευνήθηκε ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για την κατάρριψη των ετικετών στην
κοινωνία, ως μέρος της μεταμοντερνικότητας. Το βιβλίο των Queen και Schimel αποτυπώνει την ιδέα ότι εκείνη
την εποχή το φύλο στο πλαίσιο του κινήματος ΛΟΑΤΚΙ+ αποτελούσε κάτι το αξιοσημείωτο και υπήρχαν ήδη
φωνές που δήλωναν ότι η ταυτότητά τους δεν ταίριαζε με καμία από τις επιλογές του διπόλου «άνδρας» ή
«γυναίκα» (Queen & Schimel, 1997).
Κατά τη δεκαετία του 1990, η πολιτισμική στροφή προς τη χρήση του όρου «διεμφυλικά άτομα»
(transgender) αντί του όρου «τρανσέξουαλ» ως ευρύτερου όρου-ομπρέλα έδωσε χώρο για τη συμπερίληψη και
άλλων ταυτοτήτων εκτός των αυστηρά δυαδικών «αρσενικό» και «θηλυκό» (Smelser & Baltes, 2001). Στο
Read my lips: Sexual subversion and the end of gender (Wilchins & Serano, 1997), η λέξη «genderqueer»
χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε διεμφυλικό άτομο που δεν έχει υποβληθεί και δεν σκοπεύει να
υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Στα παραδείγματα που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνονται οι
«crossdressers», οι «stone butches», τα «intersex άτομα» και τα «drag άτομα». Η λέξη «Gender queer» (πλέον
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
211
συναντάται περισσότερο ως μία λέξη) εμφανίζεται στο κουίρ και διεμφυλικό λεξιλόγιο, αργότερα μέσα στη
δεκαετία του 1990, με μια πιο καθορισμένη σημασία (Ekins & King, 2006· Halberstam, 1998). Άρχισε να
περιγράφει κάποιο άτομο που αισθανόταν ότι το φύλο του βρίσκεται εκτός του δυαδικού συστήματος, μεταξύ
«αρσενικού» και «θηλυκού», ή κείτεται προς μια συγκεκριμένη δυαδική ταυτότητα, χωρίς όμως να ταυτίζεται
απόλυτα με αυτήν. Υπάρχουν μερικά σαφή στοιχεία που εμφανίζονται είτε με τη μία είτε με την άλλη μορφή
στα περισσότερα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν για τη βιβλιογραφική ανασκόπηση. Πρώτον, ο όρος
«genderqueer» αποτελεί έναν πολύμορφο όρο που δεν μπορεί να ταξινομηθεί απλά στο δίπολο «άνδρας» ή
«γυναίκα» και, δεύτερον, πρόκειται τόσο για μια αισθητή εσωτερική εμπειρία όσο και για μια συνειδητή
έκφραση μιας «μη ανδρικής» και «μη γυναικείας» ταυτότητας. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του όρου
«genderqueer» επισημαίνεται πολλάκις. Επί παραδείγματι, η Stachowiak (2017) περιγράφει πώς το genderqueer
αποτελεί «πρόκληση» για το σύστημα των φύλων, ενώ οι Bradford et al. (2018) περιγράφουν τις «genderqueer»
ταυτότητες ως εξέγερση ενάντια στο κύριο αφήγημα. Η επισήμανση της επαναστατικής φύσης του όρου
ταιριάζει με τις πρώτες αφηγήσεις για το queering του φύλου μέσω της κατάρριψης της ετεροκανονικής
αφήγησης (Richards et al., 2017) και διαμορφώνει μια εικόνα του «genderqueer» που αντίκειται στις άκαμπτες
ετεροκανονικές κατηγορίες φύλου. Αυτή η διάκριση που δίνει σημασία στην πράξη και όχι απλώς στην
ταυτότητα αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα γραφής που χαρακτήρισαν έντονα το ζήτημα (Girshick, 2008·
Nestle et al., 2002· Wilchins & Serano, 1997). Εντούτοις, η πολιτική πτυχή του να είναι το άτομο «genderqueer»
δεν είναι ομοιογενής, καθώς τα άτομα που ασχολήθηκαν με τέτοιου είδους μελέτες δεν προσθέτουν πάντα αυτό
το στοιχείο στην περιγραφή τους, αλλά τον χρησιμοποιούν ως όρο-ομπρέλα για κάθε φύλο εκτός του
«αρσενικού» και του «θηλυκού» (Bockting, 2008· McGuire et al., 2018).
Η απουσία επισήμανσης της ενεργής και επαναστατικής φύσης του όρου «genderqueer» θα μπορούσε
να υποστηριχτεί ότι τον καθιστά σε μεγάλο βαθμό δυσδιάκριτο από άλλους όρους όπως ο «μη δυαδικός», ο
άλλος σημαντικός όρος για τέτοιου είδους ταυτότητες φύλου. Ενώ η πρώιμη χρήση του όρου έδινε έμφαση
στην ενεργό αντίταξη στην ετεροκανονική δομή του φύλου (Wilchins & Serano, 1997), αυτό το στοιχείο
χάνεται σε ορισμένες μεταγενέστερες μελέτες που δεν περιγράφουν τη γεμάτη νόημα επαναστατική φύση του
όρου. Παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες μελέτες γίνεται αναφορά σε εναλλακτικούς όρους για τις ταυτότητες
«genderqueer» (Bockting 2008· Bradford et al., 2018), κάποιες από αυτές εξαρτώνται από το «genderqueer»
ως τον κύριο όρο με ελάχιστη ή καθόλου αναφορά σε εναλλακτικές επιλογές (Budge et al., 2014· Corwin 2017·
Stachowiak, 2017). Επί παραδείγματι, οι McGuire et al. (2018), χρησιμοποιούν τις λέξεις «non-binary» και
«genderqueer» εντός της ίδιας μελέτης, χωρίς φαινομενικά να υπάρχει σαφής ή προφανής διάκριση μεταξύ
τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι η αναζήτηση του όρου «genderqueer» έχει σε μεγάλο βαθμό ποιοτικό χαρακτήρα.
Ένα από τα παραδείγματα ποσοτικής μελέτης που σχετίζεται με αυτό τον όρο, η μελέτη των McGuire et al.
(2018), καταδεικνύει την πολυπλοκότητα αυτού του γεγονότος. Στοχεύοντας στην παραγωγή ενός νέου
εργαλείου για το φύλο που μπορεί να περιγράψει την πολυδιάστατη φύση του φύλου πέρα από το δίπολο
«αρσενικό» και «θηλυκό», οι McGuire et al. (2018) δημιούργησαν την Κλίμακα Ταυτότητας Φύλου
(Genderqueer Identity Scale – GQI), ένα εργαλείο που μελετά ενεργά την ποικιλομορφία της έκφρασης του
φύλου. Εντούτοις, αν και φαινομενικά αποτελεί ένα εργαλείο για να βοηθήσει το ερευνητικό κοινό στον ορισμό
των φύλων πέραν του διπόλου «αρσενικό» και «θηλυκό», οι στιγμιαίες καταστασιακές εκφράσεις και οι
διαπραγματεύσεις της ταυτότητας φύλου ενός ατόμου δεν είναι σε θέση να αποτυπωθούν με ουσιαστικό τρόπο,
καθώς οι ερωτήσεις προϋποθέτουν μια στατικότητα στην αίσθηση και την έκφραση του φύλου (Βλ. Εικόνα
3.5.6).
212
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.5.6 (Φωτογραφία από Kamaji Ogino), το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/5067467/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
213
Έπειτα από την ευρεία χρήση του όρου «genderqueer», άρχισε να εμφανίζεται ο όρος «μη δυαδικό» (nonbinary) (Richards et al., 2017). Μία από τις πρώτες αναφορές του όρου «μη δυαδικό» γίνεται από τους Richards
και Barker στο Κεφάλαιο 10 με τίτλο «Further Genders» του The Palgrave Handbook of the Psychology of
Sexuality and Gender (Richards & Barker, 2015). Αυτή η εμφάνιση του όρου «μη δυαδικό» τον τοποθετεί
σχεδόν μια δεκαετία μακριά από την πρώτη εμφάνιση του «genderqueer» (Wilchins & Serano, 1997). Η
βιβλιογραφική ανασκόπηση δείχνει ότι ο όρος «μη δυαδικός» είναι σχετικά πρόσφατος στις επιστημονικές
μελέτες (Richards et al., 2016, 2017). Η περιγραφή που παρατίθεται στους Richards και Barker (2015)
αναφέρεται στις «μη δυαδικές» ταυτότητες διαχωρίζοντάς τες σε επτά σημεία: 1) κανένα φύλο, 2)
ενσωματώνουν πτυχές και των δύο φύλων, 3) ταυτίζονται ως έναν βαθμό αλλά όχι πλήρως με ένα φύλο, 4)
αποτελούν ένα επιπλέον φύλο, 5) κινούνται μεταξύ των φύλων, 6) κινούνται μεταξύ πολλαπλών φύλων και 7)
διαταράσσουν το δυαδικό σύστημα. Αυτή η περιγραφή των επτά σημείων συντομεύεται τις περισσότερες φορές
σε τρία σαφή σημεία για να περιγράψει τις μη δυαδικές ταυτότητες: 1) μεταξύ «αρσενικού» ή «θηλυκού», 2)
πιο κοντά στο ένα φύλο από το άλλο, αλλά όχι εντελώς «αρσενικό» ή «θηλυκό» και 3) εντελώς εκτός του
δυαδικού συστήματος. Αυτή η περιγραφή τριών σημείων χρησιμοποιείται συνήθως με τη μία ή την άλλη μορφή
για να περιγράψει τις «μη δυαδικές» ταυτότητες (Clark et al., 2018· Darwin, 2017· Monro & Van der Ros,
2018· Richards et al., 2017).
Στην αγγλική, ο όρος «non binary» εμφανίζεται με δύο κυρίως γραφές. Ο Darwin (2017) επιλέγει να
μην χρησιμοποιήσει παύλα και αντ’ αυτού γράφει τη λέξη ως μία, ήτοι «nonbinary», κάτι που συμφωνεί με την
ορθογραφία του λεξικού MerriamWebster (Nonbinary, 2022). Αντίθετα, το Oxford English Dictionary
περιλαμβάνει την παύλα (Non-binary, 2022). Η πλειονότητα των μελετών, βέβαια, επιλέγει επίσης την παύλα
(«non-binary») σύμφωνα τόσο με την αγγλική γλώσσα όπως αυτή ομιλείται στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και με
την επιστημονική έρευνα γενικότερα, η οποία είναι περισσότερο απρόθυμη να εγκαταλείψει την παύλα (Nichol,
2019). Ενώ κάτι τέτοιο φαντάζει αμελητέο, είναι σημαντικό για τη σύγχρονη έρευνα καθώς αυτή βασίζεται σε
μια βάση δεδομένων για τη διεξαγωγή της. Για την προσπέλαση της βάσης δεδομένων θα πρέπει να είναι σε
θέση το ερευνητικό προσωπικό να χρησιμοποιήσει τις αντίστοιχες λέξεις κλειδιά. Ακόμη, στην αγγλική γλώσσα
υπάρχουν διαφορές στο ουσιαστικό που επιλέγεται για να ακολουθήσει τον όρο «non binary». Τρεις επιλογές
ξεχωρίζουν στη βιβλιογραφία, με την πρώτη να έγκειται στην επιλογή «προσώπου» ή «ατόμου». Επί
παραδείγματι, οι Taylor et al., (2018) αναφέρονται σε «...non-binary individuals…» (Taylor et al., 2018, σ. 1).
Σε άλλες έρευνες χρησιμοποιείται το «φύλο» ως ουσιαστικό που ακολουθεί, όπως σε αυτή των Clark et al.
(2018), όπου γίνεται αναφορά σε «non-binary gender». Σε άλλες έρευνες, όπως για παράδειγμα σε αυτή των
Monro και Van Der Ros (2018) τον όρο «μη δυαδικό» ακολουθούν οι όροι ταυτότητα φύλου ή απλώς
«ταυτότητα». Φαίνεται ότι δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με το πιο κατάλληλο ουσιαστικό για να ακολουθήσει
τον όρο «μη δυαδικό» τόσο μεταξύ των διαφόρων μελετητών όσο και εντός μεμονωμένων έργων, όπως στην
περίπτωση των Clark et al., (2018), οι οποίοι χρησιμοποιούν τόσο το «personal/individual(s)» όσο και το
«gender» ως ουσιαστικά που ακολουθούν το «μη δυαδικό». Σε γενικές γραμμές το να ακολουθείται ο όρος από
τα ουσιαστικά «πρόσωπο» ή «άτομο» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γλωσσικά ορθό (π.χ. το
«αρσενικό/θηλυκό πρόσωπο» ή το «cis-άτομο» είναι αποδεκτοί όροι).
Όσον αφορά την ελληνική γλώσσα, εμφανίζονται παρόμοια ζητήματα με τα προαναφερθέντα καθώς
σε αδρές γραμμές ακολουθείται η ξενόγλωσση και δη η αγγλική βιβλιογραφία για την απόδοση όρων όπως το
«μη δυαδικό» (Βλ. Γράφημα 3.5.1). Με μια σύντομη αναζήτηση, ωστόσο, στην ελληνική διαδικτυακή
ειδησεογραφία μπορεί να δοθεί μια εικόνα του τρόπου χρήσης του όρου «μη δυαδικό». Όταν ο όρος
χρησιμοποιούνταν χωρίς να ακολουθείται από κάποιο σχετικό ουσιαστικό, δεν υπήρχαν σημαντικά
αποτελέσματα που να ενδιαφέρουν εν προκειμένω. Μπορεί μάλιστα να αναφερόταν σε κάτι τελείως
διαφορετικό από το θέμα του φύλου. Για αυτό τον λόγο, η αναζήτηση πέρασε στους όρους «μη-δυαδικό φύλο»,
όροι οι οποίοι μπορεί να εμφανίζονται είτε με τη χρήση παύλας είτε χωρίς σε επιστημονικά άρθρα. Εντούτοις,
αν ληφθεί υπόψη η σχετική διαδικτυακή ειδησεογραφία εμφανίζεται στη συντριπτική του πλειοψηφία με τη
χρήση παύλας, όπως φαίνεται από το παρακάτω γράφημα.
214
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Γράφημα 3.5.1 Εμφάνιση των όρων «Μη δυαδικό φύλο» και «Μη-δυαδικό φύλο» σε διαδικτυακές ειδήσεις στην ελληνική
γλώσσα από το 2008 έως σήμερα (τέλη 2023). Η εικόνα δημιουργήθηκε μέσω της πλατφόρμας Google Trends.
Ωστόσο, στην περίπτωση των όρων «μη δυαδικό άτομο» τα αποτελέσματα είναι ακριβώς αντίθετα, όπως
φαίνεται στο γράφημα 3.5.2 παρακάτω. Το «μη δυαδικό άτομο» εμφανίζεται ως επί το πλείστον χωρίς τη χρήση
παύλας ανάμεσα στους όρους «μη» και «δυαδικό», ενώ για το «μη-δυαδικό φύλο», όπως φάνηκε παραπάνω,
είναι περισσότερο συνήθης η χρήση παύλας.
Γράφημα 3.5.2 Εμφάνιση των όρων «Μη δυαδικό άτομο» και «Μη-δυαδικό άτομο» σε διαδικτυακές ειδήσεις στην
ελληνική γλώσσα από το 2008 έως σήμερα (τέλη 2023). Η εικόνα δημιουργήθηκε μέσω της πλατφόρμας Google Trends.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
215
Μετά το 2014 οι όροι «genderqueer» και «nonbinary» γίνονται οι κύριοι περιγραφικοί όροι που
χρησιμοποιούνται πλέον στη βιβλιογραφία. Ποικίλες μελέτες, βέβαια, περιγράφουν λεπτομερώς και άλλους
όρους όπως οι «genderfluid», «genderfuck» και «polygender», αν και οι περισσότερες εξακολουθούν να
χρησιμοποιούν είτε το «genderqueer» είτε το «non-binary» ως κύριο όρο-ομπρέλα. Σε μελέτες που έχουν
δημοσιευτεί την τελευταία πενταετία (Broussard et al., 2018· Koehler et al., 2018) χρησιμοποιούνται αμφότεροι
οι όροι ως κύριος όρος-ομπρέλα, χρησιμοποιώντας μερικές φορές έναν αρχικό όρο όπως τον «GQ/NB»
(genderqueer, non-binary). Οι διαφορές μεταξύ των δύο έχουν αμφισβητηθεί και συζητηθεί εκτενώς από τότε
που και οι δύο όροι συνέκλιναν στο πεδίο της ταυτότητας φύλου.
Αποσκοπώντας να αποφευχθεί η περαιτέρω συζήτηση επί του θέματος σε αυτό τον οδηγό, καθώς θα
αποτελούσε από μόνη της το αντικείμενο τουλάχιστον ενός ολόκληρου βιβλίου, πρέπει να αναφερθεί ότι τα
περισσότερα άρθρα και βιβλία επιλέγουν είτε έναν από τους δύο όρους είτε περιστασιακά ένα συνδυασμό και
των δύο, όπως το «GQ/NB» (Lykens et al., 2018). Μερικά άρθρα περιλαμβάνουν επίσης και τους δύο όρους,
αναιρώντας την ανάγκη επιλογής ενός από αυτούς ως τον πλέον καθοριστικό όρο-ομπρέλα (Nicholas, 2018).
Η ιεράρχηση των δύο όρων αποτελεί επίσης ένα πεδίο αμφισβήτησης όπου φαίνεται ότι δεν υπάρχει νικητής,
αλλά οι δύο όροι ιεραρχούνται με ισότιμο τρόπο. Ορισμένες μελέτες, όπως για παράδειγμα αυτή της Darwin
(2017) περιγράφουν το «genderqueer» ως ταυτότητα εντός της σφαίρας του «μη δυαδικού», ενώ άλλοι
συγγραφείς χρησιμοποιούν τους δύο όρους εναλλακτικά με ελάχιστο ή καθόλου σχολιασμό που να υποδηλώνει
κάποια επιλογή στη χρήση. Οι Richards et al. (2017) δηλώνουν ρητά ότι το «genderqueer» έχει γίνει δημοφιλής
όρος εκτός του επιστημονικού χώρου και γι’ αυτό περιλαμβάνεται στον τίτλο του βιβλίου τους ώστε να
αντικατοπτρίζει την ίση βαρύτητα που του δίνεται εν συγκρίσει με τον όρο «non-binary» (Richards et al., 2017,
σ. 2). Για μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού, μπορεί να τίθεται ένα μικρό ζήτημα αναφορικά με την
εναλλαξιμότητα αυτών των δύο όρων. Για το επιστημονικό κοινό, το θέμα χρήζει επίλυσης, καθώς είναι
ζωτικής σημασίας η χρήση των λέξεων-κλειδιών στον ακαδημαϊκό χώρο και μια μελέτη μπορεί να επιτύχει ή
να αποτύχει ανάλογα με τις λέξεις που χρησιμοποιούνται τόσο εντός του τίτλου, όσο και εντός του κειμένου
και της λίστας των λέξεων-κλειδιών. Για την αναζήτηση ακαδημαϊκών εργασιών συνήθως χρησιμοποιούνται
πλέον κάποιες βάσεις δεδομένων, πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες και διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης όπως
το Google Scholar που χρησιμοποιούν λέξεις-κλειδιά στον τίτλο, την περίληψη και το κείμενο ώστε να
επιστρέψουν αποτελέσματα. Η εξάρτηση από κοινές μορφές ορθογραφίας ή γραμματικής σε μια εργασία θα
μπορούσε να οδηγήσει στο να χαθεί μια μελέτη σε πολλές αναζητήσεις, καθώς δεν περιέχει μια ευρέως
χρησιμοποιούμενη λέξη-κλειδί, αλλά μια λιγότερο χρησιμοποιούμενη εναλλακτική. Επιπλέον, η σημασία της
ετυμολογίας δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η γλώσσα δεν είναι άκαμπτη ή στατική και η ετυμολογία μιας λέξης φέρει
τις ιστορικές και πολιτισμικές συνιστώσες που οδήγησαν στον σχηματισμό της, αποκαλύπτοντας τις
μεταβαλλόμενες αφηγήσεις και ιδέες που σχετίζονται με το αντικείμενο ή τη δράση που περιγράφει. Υπάρχουν,
επίσης, χρονικές στιγμές όπου οι λέξεις γίνονται αντικείμενο διεκδικήσεων ή εκπίπτουν από την εύνοια των
χρηστών, δημιουργώντας την ανάγκη για νέες λέξεις ή νέους ορισμούς υπαρχουσών λέξεων. Η κίνηση προς
έναν ενιαίο, εναλλακτικό όρο-ομπρέλα μπορεί να αντιπροσωπεύει μια στιγμή συνοχής, όπου πολλαπλές ιδέες
και λέξεις που περιβάλλουν μια ορισμένη ταυτότητα φύλου ομαδοποιούνται με μια παρόμοια έννοια
ταυτοτήτων που δεν εμπίπτει στο σχήμα «αρσενικό» και «θηλυκό». Ο Vincent (2016) υπογραμμίζει την ανάγκη
σεβασμού στη δυνατότητα του ατόμου να επιλέξει για ταυτότητα φύλου κάποιο άλλο «genderqueer» ή κάποιο
άλλο «non-binary».
Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι ένα πλήθος ταυτοτήτων πέρα από τη δυαδική έχουν αναδυθεί στη δημόσια
σφαίρα με την αυξανόμενη πρόσβαση στο διαδίκτυο (Cover, 2018). Είναι σε διαδικτυακούς χώρους όπου όσα
αισθάνονται ότι το φύλο τους δεν συνάδει με το δυαδικό σύστημα συναντιούνται σε διαδικτυακούς χώρους
(Fraser, 2017). Ταυτότητες, συναισθήματα και εμπειρίες που μπορεί να υπήρχαν πάντα στην κοινωνία, αλλά
καταπιέζονταν και βιώνονταν απομονωμένα, θα μπορούσαν να έρθουν στην επιφάνεια με τη δυνατότητα των
ατόμων να συναντηθούν, να συζητήσουν και να δημιουργήσουν συλλογικά λεξιλογικές εκφράσεις με τη χρήση
του διαδικτύου σε ένα ασφαλές, μη στιγματιστικό περιβάλλον (Plummer, 2002). Στις επιστημονικές μελέτες
αντικατοπτρίζονται τέτοιοι όροι. Ο όρος που χρησιμοποιείται πιο συχνά εξαρτάται από τις προτιμήσεις των
ερευνητών, τη διακριτική τους ευχέρεια ή την εποχή κατά την οποία γράφτηκε η μελέτη. Οι δύο κορυφαίοι
όροι-ομπρέλες που αναδείχθηκαν σε αυτή την αναζήτηση είναι οι όροι «μη δυαδικό» και «genderqueer».
Εντούτοις, αυτοί οι όροι δεν είναι πανάκεια και καθώς η έρευνα συνεχίζεται, αναδύονται ποικίλα ζητήματα που
αφορούν τη χρήση αυτών των γενικών όρων. Ο όρος «Genderqueer» έχει συχνά συνδεθεί με μια πολιτική στάση
ενάντια στο καθιερωμένο πλαίσιο της συζήτησης γύρω από το φύλο, αλλά σήμερα χρησιμοποιείται πιο απλά
216
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
ως όρος-ομπρέλα για κάθε ταυτότητα εκτός του «αρσενικού» και του «θηλυκού». Η συμπερίληψη της λέξης
«queer» μέσα στη λέξη μπορεί να έχει αρνητικές συνδηλώσεις για ορισμένα άτομα. Όσα έχουν βιώσει στο
παρελθόν τη λέξη «queer» ως λεκτική επίθεση μπορεί να έχουν έντονες αρνητικές εμπειρίες που σχετίζονται
με το αρνητικό πρόσημο που ελάμβανε η χρήση της λέξης αυτής και ως εκ τούτου μπορεί να αισθάνονται άβολα
με τον αυτοπροσδιορισμό ως «genderqueer» (wiseGEEK, 2021).
Από την έως τώρα συζήτηση, έχει γίνει σαφές ότι η φύση του φύλου έχει αρχίσει να θεωρείται
ετερογενής και όχι απλώς μια διχοτόμηση ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους. Ο ποικιλόμορφος χαρακτήρας
των έμφυλων ταυτοτήτων εκτός του δυαδικού συστήματος καθιστά δυσχερή την προσπάθεια να συνοψιστεί
μια τέτοια ομάδα όπως αυτή των τρανς ατόμων με έναν γενικό όρο. Τίθεται, επίσης, το ερώτημα γιατί και εάν
χρειάζεται ένας ενιαίος όρος-ομπρέλα όταν οι ταυτότητες φύλου εκτός του δυαδικού συστήματος ποικίλλουν
τόσο πολύ από άτομο σε άτομο.
Οι Hines και Taylor (2018) χρησιμοποίησαν διάφορους προσδιορισμούς (συμπεριλαμβανομένων των
«μη δυαδικό» και «genderqueer») στο βιβλίο τους, αλλά επιπλέον, έδωσαν την περιγραφή του όρου «gender
diverse». Εκεί γράφεται ότι: «ένα άτομο με ποικιλομορφία φύλου δεν συμμορφώνεται με τις νόρμες ή τις αξίες
της κοινωνίας του όσον αφορά την έμφυλη σωματική του υπόσταση, την έμφυλη ταυτότητα, την έκφραση του
φύλου του ή τον συνδυασμό αυτών των παραγόντων» (Hines & Taylor, 2018, σ. 13). Αυτός ο ορισμός
υποδηλώνει ότι η «ποικιλομορφία» αφορά τα άτομα με ταυτότητες πέρα από εκείνες των δυαδικών
χαρακτηριστικών φύλου, υποδηλώνοντας ότι όλες οι ταυτότητες φύλου πέρα από τις αναγνωρίσιμες ταυτότητες
του «αρσενικού» και του «θηλυκού» θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην ομπρέλα της «ποικιλομορφίας φύλου».
Ορισμένοι οργανισμοί και ιδρύματα εκτός του ακαδημαϊκού χώρου έχουν επίσης υιοθετήσει τον όρο
«ποικιλομορφία φύλου» ως όρο για όσα άτομα βρίσκονται ανάμεσα ή εκτός του δυαδικού φύλου. Στο Ηνωμένο
Βασίλειο,
φιλανθρωπικές
οργανώσεις
για
τρανς,
όπως
η
Gendered
Intelligence
(http://genderedintelligence.co.uk) και η οργάνωση νεολαίας Mermaids (https://www.mermaidsuk.org.uk),
έχουν υιοθετήσει τον όρο «gender diverse» στη βιβλιογραφία τους. Το 2017, το Τμήμα 44 της Αμερικανικής
Ψυχολογικής Εταιρείας άλλαξε το όνομά του από Εταιρεία Ψυχολογικής Μελέτης ΛΟΑΤ Θεμάτων σε
Ψυχολογία του Σεξουαλικού Προσανατολισμού και της Ποικολομορφίας Φύλου για να αντικατοπτρίζει την
αυξανόμενη ποικιλομορφία του φύλου πέρα από το δίπολο «αρσενικό» και «θηλυκό». Τόσο η Αυστραλία όσο
και η Νέα Ζηλανδία έχουν πλέον το «ποικιλόμορφο» (diverse) ως νομική επιλογή φύλου, επίσης
αναγνωρίζοντας ότι ο αυστηρός διαχωρισμός που προκύπτει από τις επιλογές «άνδρας» και «γυναίκα» έχει
γίνει πολύ περιοριστικός για έναν πληθυσμό που παρουσιάζει μια ολοένα αυξανόμενη ποικιλομορφία. Τα
αυστραλιανά διαβατήρια έχουν την επιλογή «ποικιλόμορφο» και αυτή σημειώνεται με το γράμμα «Χ» αντί για
τα γράμματα «Μ» και «F» που χρησιμοποιούνται για το δυαδικό φύλο. Η χρήση του όρου «ποικιλομορφία
φύλου» έχει αυξηθεί.
Η χρήση του όρου «ποικιλομορφία φύλου» ως γενικού, συλλεκτικού όρου για τα φύλα εκτός του
δυαδικού συστήματος, αλλά χωρίς περαιτέρω περιγραφή ή εξέταση της ποικιλομορφίας έχει δύο σημαντικούς
περιορισμούς. Πρώτον, διαχωρίζει τους δύο όρους, «τρανς» και «ποικιλομορφία φύλου», και υποθέτει ότι οι
ταυτότητες εντός της «ποικιλομορφίας φύλου» είναι διαφορετικές από τις ταυτότητες «τρανς», κάτι που για
πολλούς ανθρώπους δεν ισχύει. Επί παραδείγματι, οι Koehler et al. (2018) ανέφεραν ότι το 20% της κοινότητας
των τρανς δεν ταυτοποιούνται ως «άνδρες» ή «γυναίκες» και έτσι ένα σημαντικό μέρος της τρανς κοινότητας
θα μπορούσε να περιγραφεί με τον όρο «ποικιλομορφία φύλου». Δεύτερον, ο διαχωρισμός όσων ατόμων δεν
ταυτοποιούνται στο δυαδικό σύστημα με αυτό τον τρόπο υπονοεί ότι είναι οι «άλλοι» στην κυρίαρχη αφήγηση
για τα τρανς άτομα και αποκλείει τις βιωμένες εμπειρίες τους από την αφήγηση για τους τρανς, αλλοιώνοντας
περαιτέρω τις ταυτότητες που δεν αποτελούν μέρος του δυαδικού συστήματος. Παρά το γεγονός ότι όσα άτομα
ταυτοποιούνται εκτός του δυαδικού συστήματος συχνά ταυτοποιούνται επίσης ως τρανς, πρέπει να γίνεται
σαφής διάκριση στην έρευνα που αφορά ειδικά θέματα της κυρίαρχης δυαδικής αφήγησης για τα τρανς άτομα,
καθώς οι εμπειρίες όσων βρίσκονται εκτός του δυαδικού συστήματος μπορεί να διαφέρουν. Κατά παρόμοιο
τρόπο, οι διαφορές στις εμπειρίες όσων ταυτίζονται με το δυαδικό σύστημα θα πρέπει επίσης να
αναγνωρίζονται με μια λιγότερο διχοτομική θεώρηση του φύλου και να μην αποδυναμώνονται. Η αναγνώριση
των τομέων στους οποίους οι δύο ομάδες δεν είναι ομοιογενείς θα ωφελήσει και τις δύο ομάδες. Εάν ο όρος
«ποικιλομορφία φύλου» χρησιμοποιείται πιο συγκεκριμένα ως υποομάδα της ομπρέλας των τρανς, τότε θα
μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με θετικό τρόπο για να συνοψίσει ταυτότητες εκτός του δυαδικού συστήματος.
Το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης ορίζει τη λέξη «ποικιλόμορφο» ως αυτό που «παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία,
το πολύ διαφορετικό» (Diverse, 2023). Επομένως, ένα άτομο που κατέχει μια ποικιλόμορφη ταυτότητα φύλου
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
217
εκφράζει ή βιώνει εξ ορισμού κάτι περισσότερο από το έχον μια «ανδρική» και μια «γυναικεία» ταυτότητα.
Είναι πιο κοντά σε έναν συνδυασμό ή στην έλλειψη αυτών των ταυτοτήτων. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι
το να βιώνεις το φύλο σου καθαρά ως «αρσενικό» ή «θηλυκό» δεν δείχνει ποικιλία και συνεπώς δεν είναι
«ποικιλόμορφο» από τη φύση του. Η λέξη «ποικιλόμορφο» θεωρείται γενικά ότι διαθέτει θετικό πρόσημο και
έχει μια ευρέως διαδεδομένη ερμηνεία, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση της της διαφορετικότητας (Gerteis
et al., 2007).
Εικόνα 3.5.7 (Φωτογραφία από Rosemary Ketchum), το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/2306809/
Βέβαια, υπάρχει ένας ακόμη περιορισμός στην πιθανότητα δημιουργίας μιας παραδοχής ομοιογένειας εντός
του συνόλου των ατόμων που ταυτίζονται με την «ποικιλομορφία φύλου». Η εμπειρία ενός ατόμου που
ταυτοποιείται εκτός του «αρσενικού» και του «θηλυκού» μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από την εμπειρία
ενός άλλου ατόμου. Ωστόσο, η έμφαση πρέπει να παραμείνει στο γεγονός ότι το άτομο είναι ελεύθερο να
επιλέξει τον εκάστοτε συγκεκριμένο όρο κάτω από αυτή την ομπρέλα, όρο τον οποίο αισθάνεται σωστό για τη
δική του έμφυλη ταυτότητα. Στο πλαίσιο του παρόντος κεφαλαίου έγινε αναφορά μόνο σε έρευνες που κάνουν
λόγο για άτομα εκτός του διπόλου «αρσενικό/θηλυκό» και για αυτό τον λόγο δεν συμπεριλήφθηκαν
περισσότερες έρευνες που χρησιμοποιούν διαφορετικούς όρους για τη δήλωση της έμφυλης ταυτότητας, καθώς
στην πλειονότητά τους ασχολούνται με θέματα δυαδικού τρανς. Επιπλέον, με την ταυτότητα φύλου να
ενσωματώνει ένα πολύπλοκο φάσμα χαρακτηριστικών και σημασιών για το άτομο, είναι φυσικό ότι πέρα από
τους βασικούς όρους που περιγράφονται σε αυτό το κεφάλαιο, υπάρχουν πολλοί επιμέρους όροι που
χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό μιας πιο προσωπικής και διαφοροποιημένης περιγραφής. Πολλές
φορές, οι μελέτες και τα βιβλία που παρατίθενται περιέχουν περισσότερους από έναν όρους και σε ορισμένες
περιπτώσεις ολόκληρες λίστες με διάφορους όρους που δημιουργούνται τόσο από το άτομο που συμμετέχει
στην έρευνα όσο και από αυτό που την πραγματοποιεί. Αυτοί οι δευτερεύοντες όροι αποτελούν έναν μακρύ
κατάλογο πιθανών έμφυλων ταυτοτήτων και αναγνωριστικών στοιχείων. Ο κύριος όρος-ομπρέλα που
επιλέχθηκε και ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή των ζητημάτων που σχετίζονται με την έμφυλη
ταυτότητα στην εκάστοτε έρευνα, αποτελούσε γενικά επιλογή των ατόμων που διεξήγαγαν την έρευνα. Εδώ,
θα είχε ενδιαφέρον να ερευνηθεί το κατά πόσον οι όροι που χρησιμοποιεί η ακαδημαϊκή κοινότητα για τις
έμφυλες ταυτότητες ανταποκρίνονται στους όρους που χρησιμοποιούν οι διάφορες κοινότητες και αν και κατά
218
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
πόσον είναι επαρκείς ή αν γίνονται αποδεκτοί από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Μέχρι ένα πολύ μικρό, βέβαια,
σημείο φάνηκε παραπάνω πώς χρησιμοποιείται το «μη δυαδικό» εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας, στην
ελληνόφωνη διαδικτυακή ειδησεογραφία.
Έως τώρα, έχουμε αναφερθεί κυρίως σε θέματα «ταυτότητας φύλου» και όχι «χαρακτηριστικών
φύλου», που αναφέρονται στα ίντερσεξ άτομα τα οποία γεννιούνται εκτός του θηλυκού/αρσενικού διπόλου. Τα
ίντερσεξ άτομα γεννιούνται με χαρακτηριστικά φύλου που είναι είτε θηλυκά και αρσενικά ταυτόχρονα, είτε όχι
απόλυτα θηλυκά ή αρσενικά, είτε ούτε θηλυκά ούτε αρσενικά. Οι τρόποι με τους οποίους µπορεί να γίνουν
εµφανείς στο κάθε σώµα (και στον κάθε οργανισμό) οι ίντερσεξ παραλλαγές των χαρακτηριστικών του φύλου
ποικίλλουν. Μερικές φορές ένα παιδί µπορεί να γεννιέται µοιάζοντας τυπικά θηλυκό, αλλά να ανακαλύπτεται
στην πορεία ότι έχει εσωτερικούς όρχεις, ενώ µερικές φορές ένα παιδί µε τυπική αρσενική εµφάνιση µπορεί
να βρεθεί ότι έχει µήτρα ή ωοθήκες. Σε ορισµένες περιπτώσεις, ένα κορίτσι δεν θα αρχίσει να έχει εµµηνόρροια
ή ένα αγόρι θα αρχίσει να έχει εµµηνόρροια. Αυτού του είδους οι ποικιλοµορφίες είναι φυσικές και πιο
συνηθισµένες από όσο νοµίζαµε παλαιότερα. Εκτιμάται ότι τουλάχιστον 1 στους 200 ανθρώπους είναι
διαφυλικοί (ίντερσεξ) και ορισµένες πηγές αναφέρουν ότι έως και το 1,7% των ανθρώπων εµφανίζουν κάποιες
παραλλαγές στα χαρακτηριστικά φύλου τους, το ίδιο περίπου ποσοστό µε τα άτοµα που έχουν κόκκινα µαλλιά
(Βλ. Intersex Greece, 2023, Επεμβάσεις κανονικοποίησης φύλου και Επεμβάσεις κανονικοποίησης φύλου σε
βρέφη και παιδιά). Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως θέματα που αφορούν την ίντερσεξ σωματικότητα
σχετίζονται πρωτίστως με το βιολογικό φύλο και τα χαρακτηριστικά φύλου και όχι αποκλειστικά με το
κοινωνικό φύλο και την ταυτότητα φύλου, όπως στις περιπτώσεις που αναλύθηκαν παραπάνω. Επιπλέον, τα
χαρακτηριστικά φύλου δεν πρέπει να συγχέονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό ούτε με την έκφραση
φύλου. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως ένα ίντερσεξ άτομο δεν έχει τη δική του ταυτότητα φύλου, σεξουαλικό
προσανατολισμό και έκφραση φύλου, όπως ακριβώς και τα άτομα που γεννιούνται με ΧΧ (θηλυκό) ή ΧΥ
(αρσενικό) χρωμόσωμα. Για παράδειγμα, ένα άτομο που έχει γεννηθεί ίντερσεξ μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται
ως γυναίκα, άνδρας, ίντερσεξ γυναίκα, ίντερσεξ άνδρας, μη δυαδικό άτομο κ.ο.κ, μπορεί να είναι
ετεροφυλόφιλο, ομοφυλόφιλο, πανσέξουαλ κ.ο.κ και η έκφραση φύλου του μπορεί να είναι θηλυκή, μη
δυαδική, ρευστή, αρσενική κ.ο.κ.
Επειδή τα ίντερσεξ σώματά δεν εμπίπτουν στο δίπολο, κινδυνεύουν από παραβιάσεις των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, όπως βία, στιγματισμό και επιβλαβείς πρακτικές. Τα ίντερσεξ παιδιά μπορεί να υποβληθούν σε
χειρουργικές επεμβάσεις και ιατρικές διαδικασίες σε μια προσπάθεια να ευθυγραμμιστεί η εμφάνισή τους με
τις κοινωνικές προσδοκίες για το ανδρικό και το γυναικείο σώμα. Οι χειρουργικές επεμβάσεις και άλλες
θεραπείες που πραγματοποιούνται σε παιδιά εξ ορισμού δεν μπορούν να βασίζονται σε ενημερωμένη συναίνεση
οπότε και οι γονείς καλούνται να συναινέσουν σε επεμβάσεις χωρίς να έχουν λάβει την απαραίτητη
πληροφόρηση καθώς στην πραγματικότητα σπάνια υπάρχει ιατρική ανάγκη για τέτοιες επεμβάσεις ή
παρεμβάσεις (Βλ. Εθνική Στρατηγική για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+, 2021). Η «ανάγκη» για επεμβάσεις
βασίζεται πρωτίστως στην κοινωνική προκατάληψη, το στίγμα που συνδέεται με τα ίντερσεξ σώματα και τις
διοικητικές απαιτήσεις για την απόδοση φύλου κατά την καταγραφή της γέννησης. Οι χειρουργικές επεμβάσεις
είναι συνήθως μη αναστρέψιμες, μπορούν να προκαλέσουν ένα ευρύ φάσμα σοβαρών, αρνητικών σωματικών
και ψυχολογικών επιπτώσεων στην υγεία και να οδηγήσουν σε στείρωση. Ορισμένα ίντερσεξ άτομα
αισθάνονται ότι οι επεμβάσεις τους ανάγκασαν να ενταχθούν σε κατηγορίες βιολογικού και κοινωνικού φύλου
που δεν τους ταίριαζαν.
Σύμφωνα με καταγγελίες που έχει δημοσιεύσει η οργάνωση «Ελληνική Κοινότητα Ίντερσεξ - Intersex
Greece», στην Ελλάδα όταν γεννιέται ένα ίντερσεξ βρέφος µε εµφανή διαφοροποίηση στα χαρακτηριστικά
φύλου του, συχνά οι γιατροί συµβουλεύουν τους γονείς να προβούν σε χειρουργικές και άλλες ιατρικές
παρεµβάσεις, ώστε να «συµµορφώσουν» (φαινοµενικά) τα χαρακτηριστικά φύλου του στα «πρότυπα» των
τυπικών αρσενικών ή θηλυκών σωµάτων, ώστε στη συνέχεια να µπορούν να το εντάξουν στο δίπολο
γυναίκα/άνδρας (να το καταχωρίσουν, δηλαδή, ξεκάθαρα ως «αγόρι» ή ως «κορίτσι») (Βλ. Intersex Greece,
2023, Επεμβάσεις κανονικοποίησης φύλου και Επεμβάσεις κανονικοποίησης φύλου σε βρέφη και παιδιά). Στις
περισσότερες περιπτώσεις, αυτές οι παρεµβάσεις δεν είναι ιατρικά απαραίτητες και µπορεί να έχουν εξαιρετικά
αρνητικές ψυχοσωµατικές συνέπειες στα ίντερσεξ παιδιά ενώ αυτά µεγαλώνουν. Σύμφωνα με τον Οργανισμό
Ηνωμένων Εθνών, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συµβουλίου της Ευρώπης, στη συντριπτική πλειοψηφία των
περιπτώσεων των ίντερσεξ βρεφών δεν συντρέχει κανένας κίνδυνος υγείας (Ενημερωτικό δελτίο: τι είναι
ίντερσεξ, 2021). Ο ΟΗΕ συγκεκριµένα κατατάσσει τις επεµβάσεις αυτές, οι οποίες ονομάζονται και «Intersex
Genital Mutilations (IGM) - Ακρωτηριασμός των ίντερσεξ γεννητικών οργάνων», στα ανθρώπινα
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
219
βασανιστήρια. Εκτός από τις οργανώσεις υπεράσπισης των ίντερσεξ ατόμων, διάφοροι φορείς έχουν ζητήσει
τον τερματισμό των περιττών χειρουργικών επεμβάσεων και θεραπειών, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής
για τα Δικαιώματα του Παιδιού, της Επιτροπής Κατά των Βασανιστηρίων, καθώς και των εντολοδόχων των
ειδικών διαδικασιών για το δικαίωμα στην υγεία και για τα βασανιστήρια.
Η πλειοψηφία της ξένης ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας σχετικά με τα ίντερσεξ άτομα έχει ασχοληθεί με
το θέμα των επεμβάσεων στα ίντερσεξ βρέφη και παιδιά (Βλ. Πρόσθετη Βιβλιογραφία) όπως αναφέρουν και
οι Monro et al. (2019):
Οι πρώτες συζητήσεις σχετικά με την ιθαγένεια των ίντερσεξ (intersex citizenship) τόνισαν τη σημασία
της διακοπής των μη συναινετικών χειρουργικών επεμβάσεων σε ανηλίκους. Ωστόσο, το πρώιμο έργο
της Monro τοποθετεί το ίντερσεξ κάτω από την ευρεία ομπρέλα της ίντερσεξ ποικιλομορφίας, μια
κίνηση που είναι άκρως προβληματική, καθώς τα ζητήματα των ίντερσεξ ατόμων είναι διακριτά από
εκείνα των τρανς ατόμων. Αυτή η εσφαλμένη συγχώνευση του τρανς με το ίντερσεξ είναι εμφανής σε
ορισμένες μεταγενέστερες εργασίες για την ιθαγένεια. Ωστόσο, η έμφαση που δίνεται σε αυτές τις
περιγραφές στη σωματική αυτονομία και στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη εάν/όπως
επιθυμεί το ίντερσεξ άτομο, είναι κεντρικής σημασίας για την οικοδόμηση σύγχρονων μοντέλων
ιντερσεξ ιδιότητας του πολίτη. Η Grabham ανέπτυξε επίσης τις έννοιες της ίντερσεξ ιθαγένειας,
καταγράφοντας τις κριτικές των ίντερσεξ ακτιβιστών για τα πρωτόκολλα θεραπείας. Ωστόσο, μέχρι
σήμερα, άλλες βασικές πτυχές της ίντερσεξ ιδιότητας του πολίτη έχουν μείνει ασχολίαστες (Monro et
al., 2019).
Χαρακτηριστικά, η Grabham αναφέρει πως:
όσο τα ίντερσεξ ζητήματα ορίζονται από ιατρικές τεχνικές πειθαρχίας, παραμένει η ανάγκη να
σκεφτούμε κριτικά για το πώς κατασκευάζονται τα πρότυπα της ιθαγένειας μέσω των αντιδράσεων στη
σωματικότητα. Η έννοια των «σωμάτων των πολιτών» των Carol Lee Bacchi και Chris Beasley παρέχει
ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης τόσο στην προσπάθεια θεωρητικοποίησης των κανόνων που διέπουν
την υπερ-σωματοποίηση των ίντερσεξ υποκειμένων, όσο και στη συσχέτιση αυτής της υπερσωματοποίησης με την κατασκευή των ίντερσεξ ατόμων ως μη πολιτών (Grabham, 2007).
Εν συνόψει, τα τελευταία 50 χρόνια χρησιµοποιούνται διάφοροι όροι για να περιγράψουν τα άτοµα των οποίων
η έμφυλη ταυτότητα βρίσκεται κάπου ανάμεσα, εκτός και πέρα από το δυαδικό σύστηµα των φύλων. Ένας από
τους παλαιότερους όρους που χρησιμοποιήθηκε για αυτό ήταν η «ψυχολογική ανδρογυνία», αν και ο όρος
«Two-Spirit» αποτελεί όρο που εμφανίστηκε πολύ νωρίτερα στην κουλτούρα των ιθαγενών της Αμερικής. Σε
μέρη της ινδικής υποηπείρου, οι άνθρωποι «Χίτζρα» θολώνουν τα όρια μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Στα
τέλη της δεκαετίας του 1990, η θεωρητική στάση των Queen και Schimel στο βιβλίο τους PoMoSexual
κατέδειξε πώς τα γενικώς αποδεκτά όρια του αρσενικού και του θηλυκού καταρρίπτονται, τοποθετώντας τη
σκέψη για το φύλο μέσα στο γενικότερο ρεύμα του μεταμοντερνισμού Αργότερα, η λέξη «genderqueer»
εμφανίστηκε μέσα σε επιστημονικές εργασίες, ενώ ακολούθησε η λέξη «μη δυαδικό» (Queen & Schimel,
1997). Αμφότεροι οι όροι αυτοί αποτελούν πλέον κορυφαίους όρους-ομπρέλα για όσα άτομα αισθάνονται ότι
η ταυτότητα φύλου τους δεν είναι ούτε αρσενική ούτε θηλυκή. Τόσο ο όρος «genderqueer» όσο και ο όρος «μη
δυαδικό» μπορεί να έχουν μη επιθυμητές συνέπειες για ορισμένα τμήματα της κοινότητας που
αντιπροσωπεύουν και, ως εκ τούτου, ένας προτεινόμενος εναλλακτικός όρος-ομπρέλα για ακαδημαϊκή χρήση
είναι ο όρος «ποικιλομορφία φύλου». Ο όρος αυτός αποτελεί περιγραφικό προσδιορισμό για ταυτότητες που
δεν είναι «αρσενικές» ή «θηλυκές» και προορίζεται ως ένας γενικός όρος υπό τον οποίο τα άτομα παραμένουν
ελεύθερα να επιλέξουν το δικό τους αναγνωριστικό. Επιπλέον, όροι όπως «χαρακτηριστικά φύλου»,
«διαφυλικά» ή «ίντερσεξ» προέκυψαν την ίδια δεκαετία, όταν το ίντερσεξ κίνημα ξεκίνησε να μάχεται για τα
δικαιώματα του στη σωματική ακεραιότητα και την αυτοδιάθεση. Η ανάγκη έρευνας και εύρεσης κατάλληλων
όρων δεν αποτελεί μόνο ένα σημαντικό βήμα για τη ζωτικής σημασίας εργασία στον τομέα αυτό, αλλά πρέπει
επίσης να είναι ένα έργο που θα διεξάγεται με ευαισθησία προς την εν λόγω ομάδα και, όπου είναι δυνατόν, με
άμεση συμβολή της ίδιας της κοινότητας.
Οι απόψεις σχετικά με το πώς αισθάνεται η κοινότητα για την επιλογή των όρων από όσα άτομα
μελετούν ΛΟΑΤΚΙ+ ζητήματα θα αποτελούσε ένα σημαντικό ερευνητικό έργο, καθώς πολλά βασικά θέματα
220
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
συζήτησης και όροι ενδεχομένως να λείπουν από το επιστημονικό έργο. Για αυτό τον λόγο, το ανά χείρας
εγχειρίδιο επιχειρεί να δώσει μια ευρύτερη επισκόπηση της σύγχρονης έμφυλης πραγματικότητας βασιζόμενο
πρωτίστως, φυσικά, στην ακαδημαϊκή έρευνα, αλλά χωρίς να μένει στα όρια αυτής. Προσπαθεί να δώσει, όσο
είναι δυνατό κάτι τέτοιο, μια ευρύτερη εικόνα της συζήτησης για το φύλο εντός της σύγχρονης κοινωνίας (Βλ.
Εικόνες 3.5.7-3.5.14).
Εικόνα 3.5.8 (Φωτογραφία από Laker), το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/6156944/
Εικόνα 3.5.9 (Φωτογραφία από Alexander Grey), το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/1146851/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
221
Εικόνα 3.5.10 (Φωτογραφία από Tim Samuel), το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/5838319/. Πρόκειται για τη Rainbow σημαία που αποτελεί σύβολο της ΛΟΑΤΚΙ+
υπερηφάνειας από το 1970.
Εικόνα 3.5.11 (Φωτογραφία από Alexander Grey), το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/3705283/
222
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.5.12 (Φωτογραφία από Alexander Grey), το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/3859982/
Εικόνα 3.5.13 (Φωτογραφία από Alexander Grey), το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/4316200/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
223
Εικόνα 3.5.14 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://consent.yahoo.com/v2/collectConsent?sessionId=3_cc-session_c66d035c-e1be-414e-806d-25a5a70b3fed
Πρόκειται για την Progress Pride Flag στη νεότερη έκδοσή της, η οποία περιλαμβάνει το ίντερσεξ.
3.5.4 Άτομα εκτός του διπόλου στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης
Στις 26 Οκτωβρίου 2017, ημέρα ορατότητας των ίντερσεξ ατόμων, ο Λάκης Κανδύλης (Βλ. Εικόνα 3.5.15)
έδωσε την πρώτη συνέντευξη ως ίντερσεξ άτομο στο περιοδικό Antivirus 68 και αναφέρει χαρακτηριστικά:
Ξέρεις, δεν είναι πολύ εύκολο να μιλάς για κάτι που έχει δεχτεί τόση βία. Ο λόγος που αποφάσισα να
κάνω coming out ως intersex άτομο, είναι γιατί θέλω να κάνω ορατή την ταυτότητα αυτή. Αυτή η
ανάγκη μου, προέκυψε πριν περίπου δυο χρόνια, όταν ένιωσα ότι δεν θέλω πια να περνάω όλες τις
δυσκολίες μόνος μου και ένιωσα πως θέλω να πω στον κόσμο τι είναι η intersex σωματικότητα και ότι
ουσιαστικά δε διαφέρουμε από κανένα άλλο άτομο, απλώς γεννιόμαστε με κάποια επιπλέον γεννητικά
χαρακτηριστικά.
Συνεχίζει λέγοντας πώς γεννήθηκε:
με το ΧΧΥ χρωμόσωμα ή όπως το ονομάζει η ιατρική κοινότητα σύνδρομο Klinefelter. Αυτό αποτελεί
χρωματοσωματική διαφοροποίηση, τεκμηριωμένη από τη θετική χρωματίνη του φύλου και την xxy
τρισωμία. Η προγεννητική διάγνωση γίνεται με γενετικό έλεγχο (καρυότυπου). Στην πορεία,
ανακάλυψα ότι έχω ευαισθησία στα ανδρογόνα και εσωτερικά με την εξέταση υπερήχου, διαπιστώσαμε
ότι έχω και αρκετές ωοθήκες.
68
Βλ. https://avmag.gr/synentefxi-lakis-kandyllis/
224
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Σχετικά με το πώς είναι η ζωή του εξηγεί:
Θες την αλήθεια; Από τότε που άρχισα να μιλάω ανοιχτά για αυτό… σκατά. Θα σου πω αυτό. Όσο
δήλωνα gay άνδρας τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Γιατί είναι κάτι που το καταλαβαίνει ο κόσμος. Και
σχέσεις είχα κλπ. Από τότε που δήλωσα intersex τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα. Οι φίλοι μου
μειώθηκαν και ο κόσμος έχει γίνει πιο διστακτικός. Για να καταλάβεις έχω γνωρίσει κάποιον που μου
έχει ρωτήσει αν υπάρχει κίνδυνος να τον «κολλήσω»; Και οι σχέσεις έγιναν πιο δύσκολες. Και όλο
αυτό επειδή ο κόσμος έχει πλήρη άγνοια του θέματος. Να σου πω χαρακτηριστικά ότι υπάρχει αρκετός
κόσμος που πιστεύει ότι το «intersex» είναι όταν κάνεις σεξ στο internet. Επίσης, έχουμε μάθει να
αναγνωρίζουμε μόνο τον όρο «ερμαφρόδιτος». Γιατί είναι κάτι που πουλάει. Είναι και ένας όρος που
έχει στη γλώσσα αρνητική χροιά. «Ερμαφρόδιτη πολιτική», λέμε… Έχει κάτι το υποτιμητικό, που
στιγματίζει.
Τέλος ο Λάκης προτείνει πως πρέπει να μπει στα σχολεία το μάθημα για την intersex σωματικότητα, έτσι ώστε
τα παιδιά να μαθαίνουν από νεαρή ηλικία τι εννοούμε με τον όρο «intersex».
Όλα ξεκινούν από εκεί. Σχετικά με το νομικό πλαίσιο θα ’θελα να μπορούμε να παντρευόμαστε και
εμείς, να υιοθετούμε παιδιά, μιας και είναι αδύνατο να γονιμοποιήσουμε, λόγω στειρότητας. Γενικά,
θά ’θελα να είμαστε αποδεκτοί στο κοινωνικό σύνολο. Γιατί πρέπει να είναι μοναχική η ζωή μας για
πάντα; Να σταματήσουν, επίσης, οι γιατροί να το παίζουν θεοί και να αποφασίζουν αυθαίρετα για το
φύλο των παιδιών, όπως και να υπάρχει η δυνατότητα τρίτης καταχώρισης στα έγγραφα, πέρα από το
αγόρι, κορίτσι.
Εικόνα 3.5.15 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://avmag.gr/synentefxi-lakis-kandyllis/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
225
Πριν από τον Κανδύλη, στις 6 Οκτωβρίου 2017, η Ειρήνη (Ρηνιώ) Συμεωνίδου (Βλ. Εικόνα 3.5.16) είχε δώσει
την πρώτη της συνέντευξη στο ίδιο περιοδικό69 και ήταν η πρώτη που έριξε φως στους επιλεκτικούς
τερματισμούς κυήσεων που πραγματοποιούνται επειδή τα έμβρυα έχουν καρυότυπους που δεν εμπίπτουν στο
δυαδικό σύστημα ΧΧ και ΧΥ:
Η ιστορία μου ξεκινά 8 χρόνια πριν. Τότε ήταν που έμαθα ότι περιμένω το δεύτερο παιδί μου (και το
πρώτο για τον σύντροφο μου). Επειδή ήμουν γύρω στα 40, μου ζήτησαν να κάνω μια εξέταση
καρυοτύπου (αμνιοκέντηση). Ήμουν στον 5ο μήνα και η κύηση μου πήγαινε θαυμάσια. Ο
(ομοφοβικός) γιατρός του τοπικού επαρχιακού νοσοκομείου, όταν διαπιστώνει ότι η εξέταση
παρουσιάζει έναν καρυότυπο που δεν είναι συνηθισμένος και παρότι μιλάμε για ένα εντελώς υγιές
έμβρυο, επιμένει να το τερματίσουμε λέγοντάς μας τερατολογίες. Αποφασίσαμε να μην κάνουμε
τίποτα, αν δεν ενημερωθούμε έγκυρα πρώτα.
Συνέχισε λέγοντας πως:
από εκείνη τη στιγμή άλλαξε με τον σύντροφό μου όλο το γνωστό μας σύμπαν. Μέχρι τότε δε
γνωρίζαμε ότι τα παιδιά δε γεννιούνται μόνο «αγόρια» ή «κορίτσια». Ψάχνοντας, λοιπόν, γνωρίσαμε
πολλούς intersex ανθρώπους από την παγκόσμια κοινότητα, που είχαν την ίδια χρωμοσωμική
διαφοροποίηση κι ήταν όλοι τους υπέροχοι. Οι όποιες διαφοροποιήσεις αξίζει να πούμε ότι είναι πάρα
πολλών ειδών και έτσι υπάρχει αρκετός κόσμος που δε γνωρίζει καν αν είναι intersex ή όχι. Οι
διαφοροποιήσεις αυτές μπορεί να είναι χρωμοσωμικές, ορμονικές ή ανατομικές (εσωτερικά ή
εξωτερικά). Διαπιστώσαμε, λοιπόν, ότι ανέκαθεν υπήρχαν intersex άνθρωποι στο ανθρώπινο είδος και
αποτελούν φυσιολογικές ανθρώπινες υπάρξεις, απλά, μόλις, τις τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει η
έγκυρη ενημέρωση και η έρευνα σ’ αυτό το θέμα. Έτσι έτυχε στον γιατρό εκείνου του επαρχιακού
νοσοκομείου, να μην έχει φτάσει η πληροφορία. Και για τον λόγο αυτό, εγώ θα έφτανα να χάσω αυτό
το υπέροχο πλάσμα που έχω σήμερα… Μ’ αφορμή αυτό αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι εδώ κάποια
δικαιώματα καταπατώνται. Το δικαίωμα ενός πολύ επιθυμητού και υγιούς εμβρύου να γεννηθεί. Και
κάπου εδώ αρχίζει ο ακτιβισμός.
Μίλησε επίσης και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ως γονέας ενός ίντερσεξ παιδιού:
Η μεγαλύτερη έχει να κάνει με το ότι το παιδί μου είναι αόρατο για την πολιτεία. Εάν, δηλαδή, δεν
αυτοπροσδιορίζεται στη μία άκρη του διπόλου, δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει πληροφόρηση, ούτε
πρόβλεψη ούτε αναγνώριση στις ρευστές και μη δυαδικές ταυτότητες φύλου. Η πολιτεία αυτή δεν
έκανε τίποτα για να το προστατεύσει, όταν μου ζητήθηκε να τερματίσω την κύηση, ούτε κάνει τίποτα
να συμπεριληφθούν αυτά τα παιδιά στο εκπαιδευτικό σύστημα και να χαίρουν αν μη τι άλλο
αξιοπρέπειας και θετικής αυτοεικόνας. Αυτό που έχει να αντιμετωπίσει ένας γονιός, που αποδέχεται το
παιδί του ως έχει, είναι οι ελλείψεις, τα νομικά κενά, η φοβικότητα θεσμών και της κοινωνίας και η μη
ορατότητα των ανθρώπων αυτών.
69
Βλ. https://avmag.gr/80506/
226
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.5.16 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο: https://avmag.gr/synentefxi-lakis-kandyllis/
Η Έλενα Φάκου στο άρθρο της «Τι πραγματικά σημαίνει να αυτοπροσδιορίζεται κάποιος ως “queer”;» (Βλ.
Εικόνα 3.5.17) αναφέρει αρχικά τον Ζακ Κωστόπουλο εξηγώντας πως:
αυτοπροσδιοριζόταν ως queer άτομο και σε μια συνέντευξη που μου έδωσε στο παρελθόν περιέγραψε
τον εαυτό του ως εξής: Aπό την ακροστοιχίδα LGBTQ+ ανήκω στο Q, που αντιστοιχεί στο Queer και
δεν έχει να κάνει με τον σεξουαλικό προσανατολισμό αλλά με την ταυτότητα φύλου. Τι είναι λοιπόν
το να είσαι (gender) queer. Ελληνιστί, είναι το φύλο μου ρευστό. Δηλαδή, δεν νιώθω στο 100% ούτε
άντρας, ούτε γυναίκα. Δεν με εκφράζει κανένα από τα δύο, πιστεύω πως το φύλο είναι μια κοινωνικά
κατασκευασμένη έννοια, και το «άντρας – γυναίκα» είναι ένα δίπολο που εμένα (και άλλους
ανθρώπους) δεν με χωράει. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να είμαι ή το ένα, ή το άλλο. Είμαι
συνδυασμός. Βάλε έναν άντρα και μια γυναίκα στο blender, και βγαίνω εγώ. Αυτό.
Η Φάκου προσθέτει πως
είναι ο όρος που μπορεί να εξηγηθεί δυσκολότερα από οποιονδήποτε άλλο, ακριβώς επειδή κάθε queer
άτομο έχει δικά του ξεχωριστά χαρακτηριστικά τα οποία δεν υπόκεινται σε κάποια άλλη πιο
οριοθετημένη κατηγορία. Ίσως λοιπόν να μπορούσαμε να πούμε ότι αν κάποιος δεν εκφράζεται από
οποιονδήποτε άλλο όρο (λεσβία, ομοφυλόφυλος, αμφιφυλόφυλος, πανσεξουαλικός, τρανς, με ρευστό
φύλο κλπ.) τότε μπορεί να χρησιμοποιήσει το χαρακτηρισμό queer.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
227
Εικόνα 3.5.17 Tο υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.marieclaire.gr/art-lifestyle/ti-pragmatika-simeni-na-aftoprosdiorizete-kapios-os-queer/
Στο άρθρο «Τι σημαίνει queer για την Ελλάδα» που έχει δημοσιευτεί στο Athinorama (Βλ. Εικόνα 3.5.18)
δίνεται έμφαση στις παρερμηνείες που υπάρχουν γύρω από τον όρο καθώς και το πώς μπορεί να αποδοθεί στην
ελληνική γλώσσα: «Νόμιζα ότι queer θα πει να είσαι πιτσιρίκος, με πολλά πίρσινγκ, αφάνταστα οργισμένος
και στραβωμένος, πολιτικά ριζοσπάστης, να φοράς άρβυλα και να σκέφτεσαι όλη την ώρα το σεξ. Και όλοι
ξέρουμε ότι –οϊμέ!– αυτό δεν ισχύει ακριβώς», έγραψε πριν από μερικά χρόνια μέλος της Ομάδας
Πρωτοβουλίας Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης για να λύσει την παρεξήγηση γύρω από ένα psychedelic trance,
garage πάρτι που διοργάνωσε, το οποίο στα flyers αυτοπροσδιοριζόταν ως «queer».
Υποστηρίζεται ότι η μετάφραση του όρου είναι ένα βαθιά γλωσσολογικό ερώτημα το οποίο δεν έχει ακόμη
απαντηθεί:
Πώς μεταφράζεται ο όρος queer; Διότι, αν ξεκινήσουμε τη συζήτηση αντικαθιστώντας τον ξενικό όρο
με τη λέξη «ανώμαλος/η» (που σημασιολογικά είναι η κοντινότερη στα ελληνικά), αντιλαμβανόμαστε
απευθείας πόσο σημαντικά είναι το εννοιολογικό subtext των λέξεων και το φαντασιακό που σιωπηλά
φέρουν – σημασία που αναγνώρισε ιστορικά το queer κίνημα, επιχειρώντας να σπάσει τα εξουσιαστικά
κατάλοιπα στη γλώσσα με νέους όρους (cisgender αντί straight, transgender αντί transexual κ.ο.κ.),
όπως μας εξηγεί και η performer Άλεξ Δημητρίου.
Επιπλέον, γίνεται μία αναδρομή για το πώς το «queer» έφθασε και στην Ελλάδα.
Αυτή η θεωρητική αναδόμηση έφτασε εντέλει στη χώρα μας πριν από περίπου μία δεκαπενταετία σε
πολιτικές ομάδες, φανζίν και κινηματικούς χώρους αυτοοργάνωσης (περιοδικό της συλλογικότητας
Queericulum Vitae, κατάληψη Σκαραμαγκά κ.ά.), αλλά φούντωσε μερικά χρόνια αργότερα, στην
πολιτική ζύμωση του Δεκέμβρη του ’08, με περισσότερα εγχειρήματα (περιοδικό Πουστιά και Όλεθρος,
forum «Τα Τέτχοια» κ.ά.) και τροφοδοτήθηκε σε θεωρητικό επίπεδο από την επίσκεψη της Judith
Butler στην Αθήνα και τη μετάφραση του έργου της. Όρθωσε μάλιστα το ανάστημά της με την κριτική
παρέμβαση στο Athens Pride, όταν «δημιουργήθηκε η ανάγκη διάκρισης ανάμεσα σε φαινομενικά
όμοιες αλλά κατά βάση πολύ διαφορετικές διεκδικήσεις», όπως αναφέρει η Ευαγγελία Λεδάκη,
κριτικός τέχνης και υποψήφια διδάκτορας στο τμήμα Ανθρωπολογίας του Παντείου, με επιβλέπουσα
την Αθηνά Αθανασίου, η οποία έχει συνεργαστεί με την Butler και έχει αρθρώσει σημαντικό λόγο σε
σχετικά ζητήματα. Έτσι, το queer ξεκίνησε να εκφράζεται πρωτίστως πολιτικά, ως ένα αντεπιχείρημα
σε κάθε κοινωνική κατασκευή του «φυσιολογικού».
228
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.5.18 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.athinorama.gr/specials/queer/article.aspx?id=2526643
Το Couplegoals εξηγεί τη σημασία του όρου «queer» (Βλ. Εικόνα 3.5.19) και σε ποια άτομα αναφέρεται εάν
και πρέπει να επισημανθεί πως η ορολογία που ακολουθεί είναι απολύτως προβληματική και δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται:
Ο όρος αυτός αγκαλιάζει τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι σεξουαλικών
ταυτοτήτων. Πιο συγκεκριμένα είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν θέλουν να προσδιοριστούν με κάποια
συγκεκριμένη έννοια των φύλων όπως για παράδειγμα αυτή της λεσβίας. Αντί λοιπόν να βάλουν μία
συγκεκριμένη ταμπέλα στη σεξουαλικότητά τους προτιμούν να προσδιορίζονται με τον όρο queer που
περιλαμβάνει όλους τους όρους της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.
Η συνέχεια του άρθρου είναι ακόμη πιο αποπροσανατολιστική καθώς αναφέρεται πως στην queer κοινότητα:
μπορούν να ενταχθούν άνθρωποι που ανατομικά είναι είτε γυναίκες είτε άντρες. Ακόμα, μπορούν να
ενταχθούν και άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως άφυλα. Ακριβώς επειδή αυτή η ομάδα ανθρώπων
δεν έχει μία πιο συγκεκριμένη σεξουαλική ταυτότητα, δεν χρειάζεται να έχει ούτε συγκεκριμένο φύλο.
Αν αυτό σε μπερδεύει σκέψου ότι ένας άνθρωπος που ανατομικά είναι άντρας δεν μπορεί να
προσδιοριστεί σαν λεσβία. Αυτό συμβαίνει καθαρά λόγω του ότι ο όρος «λεσβία» αναφέρεται σε μία
συγκεκριμένη φυλετική ανατομία. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση των queer.
Ένα άτομο με αρσενικά χαρακτηριστικά φύλου που αυτοπροσδιορίζεται ως τρανς γυναίκα μπορεί να είναι
λεσβία, ενώ παράλληλα ο όρος «λεσβία» δεν αναφέρεται σε «φυλετική ανατομία». Πέραν του ότι ο όρος
«φυλετική ανατομία» δεν χρησιμοποιείται, αλλά ο όρος που θεωρείται αποδεκτός είναι «χαρακτηριστικά
φύλου», η λέξη «λεσβία» χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον σεξουαλικό προσανατολισμό και δεν πρέπει να
συγχέεται με το βιολογικό ή κοινωνικό φύλο.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
229
Εικόνα 3.5.19 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://couplegoals.gr/lgbtq/queer-ti-simeni-kai-se-poious-apeuthinete/
Η Μελπομένη Μαραγκίδου παρουσιάζει στο VICE τον εκπαιδευτικό οδηγό (Βλ. Εικόνα 3.5.20) που έχει
αναπτυχθεί στην Ελλάδα από την Colour Youth – Κοινότητα LGBTQ Νέων Αθήνας και από το ΚΜΟΠ-Κέντρο
Κοινωνικής Δράσης και Καινοτομίας70. Ο Φίλιππος Παγάνης, ένας εκ των συγγραφέων επικεντρώνεται στα
θέματα που προκύπτουν από τη χρήση μη σωστής ορολογίας όχι μόνο όσον αφορά τα άτομα που ανήκουν εκτός
του διπόλου, αλλά το σύνολο του αρκτικόλεξου «ΛΟΑΤΚΙ+»:
H γνώση, η κατανόηση και η σωστή χρήση των όρων που χρησιμοποιούνται από τη ΛΟΑΤΚΙ+
κοινότητα είναι από τα πιο καίρια στοιχεία της ορθής αναπαράστασης των ΛΟΑΤΚΙ+ ζητημάτων.
Πολύ συχνά, όροι που χρησιμοποιούνται από επαγγελματίες των ΜΜΕ, ακόμη και από εκείνους/ες που
με καλή πρόθεση επιθυμούν να προσεγγίσουν ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού και
ταυτότητας φύλου, φέρουν ένα έντονα αρνητικό φορτίο, έχοντας χρησιμοποιηθεί για πάρα πολλά
χρόνια στιγματιστικά, με στόχο να κακοποιήσουν και να περιθωριοποιήσουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα.
Άλλοι όροι και εκφράσεις φέρουν επίσης και το ιατρικό και ψυχιατρικό στίγμα που βάραινε (και
συνεχίζει, δυστυχώς, ακόμη να βαραίνει) τις ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητες: όροι που χρησιμοποιήθηκαν για
να θέσουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα έξω από τα όρια του «φυσιολογικού», του «υγιούς» και του κοινωνικά
αποδεκτού. Η χρήση τέτοιων όρων και εκφράσεων είναι βαθιά πληγωτική για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα,
λειτουργεί όμως και διαβρωτικά σε πολύ περισσότερα επίπεδα, ακυρώνοντας ταυτότητες και βιώματα,
και συντηρώντας τα ομοφοβικά, αμφιφοβικά και τρανσφοβικά στερεότυπα και τις προκαταλήψεις.
Εικόνα 3.5.20 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://couplegoals.gr/lgbtq/queer-ti-simeni-kai-se-poious-apeuthinete/
Το Newsroom της LIFO (Βλ. Εικόνα 3.5.21), επικεντρώνεται στη σημασία του όρου «non-binary» και
σύμφωνα με το Quispe López «το να είσαι nonbinary μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα για πολλούς
διαφορετικούς ανθρώπους. Για μένα, αυτή η ευρύτητα είναι που κάνει τον όρο τόσο όμορφο». Παράλληλα,
αναγνωρίζει πως η κοινωνία είναι άκαμπτη όσον αφορά τις κατηγορίες φύλου, και για αυτό θεωρεί πως κάποια
μη δυαδικά άτομα μπορεί να αισθάνονται πίεση να ορίσουν τι ακριβώς σημαίνει η μη δυαδικότητα: «Κατά την
εμπειρία μου, αυτές οι κοινωνικές πιέσεις οδηγούν σε στενούς προσδιορισμούς του όρου, σχεδιασμένους για
να κατευνάσουν όσους εξακολουθούν να είναι προσκολλημένοι στο binary σύστημα. Αλλά δεν θα πρέπει να
περιορίσουμε το τι σημαίνει nonbinary». Εξηγεί πως στην ουσία πρόκειται για έναν όρο-ομπρέλα, ο οποίος
70
Βλ. https://www.ethos-project.eu/the-outputs/
230
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
στον πιο απλό ορισμό του σημαίνει κάποιο του οποίου το φύλο δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως «άνδρας»
ή «γυναίκα»: «μέσα στην ομπρέλα των nonbinary φύλων, τα genderqueer άτομα, οι Two-Spirit άνθρωποι, οι
genderfluid φίλοι και άλλοι έχουν όλοι μια στέγη, ενώ nonbinary δεν ήταν πάντα ο όρος που αποκαλούσαμε
τους εαυτούς μας, τα άτομα με ταυτότητες φύλου που αναπτύσσονται διαρκώς ήταν πάντα εδώ» (Βλ. Εικόνα
3.5.22).
Εικόνα 3.5.21 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://couplegoals.gr/lgbtq/queer-ti-simeni-kai-se-poious-apeuthinete/
Εικόνα 3.5.22 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.lifo.gr/now/world/ti-simainei-na-eisai-nonbinary-kai-giati-einai-oros-omprela
Η Μαίρη Βαμβακά μίλησε με agender και non-binary (Βλ. Εικόνες 3.5.23-3.5.25) άτομα τα οποία ζουν στην
Ελλάδα και αυτά μοιράστηκαν την πραγματικότητα που βιώνουν. Ως άφυλα και non binary άτομα ορίζει εκείνα
«που δεν δέχονται την έννοια του φύλου, το φυλετικό και σεξουαλικό καλούπι στο οποίο μας τοποθετούν
ανάλογα με τα γεννητικά όργανα και την εμφάνιση με την οποία γεννηθήκαμε. Δεν θέλουν να θυμίζουν
περισσότερο γυναίκα ή άντρα. Καταπιεσμένα από τη θεωρία των φύλων, συχνά δεν αντέχουν το σώμα τους,
τον ίδιο τους τον εαυτό». Το Jason-Antigone δήλωσε ότι δεν δέχεται ούτε το αρσενικό ούτε το θηλυκό φύλο
και θεωρεί τόσο σεξιστική και επικίνδυνη την πατριαρχία και τον διαχωρισμό των φύλων που δεν θέλει καν να
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
231
μπει σε αυτή τη διαδικασία. Υποστηρίζει πως «όλα τα agender άτομα θα σου πουν ότι «δεν ένιωθα ότι ανήκω
στερεοτυπικά σε αυτή την κατηγορία. Δεν ένιωθα ότι υπάρχουν γυναικεία και αντρικά ρούχα ή πρέπει να
φέρομαι όπως οι άντρες ή οι γυναίκες». Συμπληρώνει λέγοντας πως η απελευθέρωσή του συνέβη στο
πανεπιστήμιο:
Μορφώθηκα και άνοιξε το μυαλό μου. Είδα –διαβάζοντας ιστορία– ότι εφόσον αλλάζουν οι αντιλήψεις,
τίποτα δεν είναι σταθερό. Σημασία έχει να ανακαλύψουμε και να πιστέψουμε τι μας έρχεται φυσικά
και τι μας ωφελεί. Όταν επέστρεψα στην Αθήνα, κάποια στιγμή μια φίλη μου μου είπε «εσύ είσαι
gender non-binary». Ήξερα τι είναι αλλά δεν το είχα σκεφτεί ποτέ για μένα. Τότε το συνειδητοποίησα.
Νιώθω πέρα από το δίπολο. Δεν το υποστηρίζω.
Το Όλιβερ αναφέρει πως δεν υπάρχει ορατότητα και ενημέρωση σχετικά με τα άφυλα και μη δυαδικά άτομα
ούτε στον ΛΟΑΤΚΙ χώρο:
Δεν αντιμετωπιζόμαστε με σοβαρότητα. Ακόμα και από trans άτομα ακούμε σχόλια τύπου «διαλέξτε,
είτε άντρας είτε γυναίκα, δεν γίνεται, οι ταυτότητές σας δεν υπάρχουν». Δεν με νοιάζει τι θα πει ο
κόσμος. Βιώνω όμως μεγάλη δυσφορία με το σώμα μου επειδή θέλω να μοιάζω πιο ουδέτερο και
μοιάζω αρκετά θηλυκό η αλήθεια είναι. (...) Ασφάλεια νιώθω, απλά θεωρώ ότι η κοινότητα νοιάζεται
πιο πολύ για τους γκέι άντρες και για τις λεσβίες παρά για οποιονδήποτε άλλο. Εκεί σταματάει. Στο L
και στο G. Δηλαδή και τα bisexual άτομα αγνοούνται και τα polysexual, και τα pansexual, για τους
οροθετικούς δεν μιλάω καθόλου, τους έχουν τελείως κρυμμένους, και τους asexual το ίδιο. Τρανσφοβία
και σεξισμός σκέψου ότι υπάρχουν και μέσα στον πιο «προοδευτικό» χώρο και το θεωρώ τουλάχιστον
γελοίο. Άτομα που δηλώνουν αναρχικοί, αντισυστημικοί. Είναι γελοίο και υποκριτικό. Πριν λίγο καιρό,
ένα trans άτομο που μιλάω δέχτηκε επίθεση στα Εξάρχεια από «συντρόφους».
Το Jalex δηλώνει:
κυκλοφορώ με βαμμένα νύχια, κολάν, φούστα, βυσσινί παπούτσι και κάπα αλλά επειδή φαίνομαι και
τρελός, δεν μου λέει κανείς τίποτα. Έχω πάει και έχω ζητήσει ένα κολάν και με βοήθησαν κανονικά.
Αν είσαι πολύ cool και δεν πας με το δάχτυλο υψωμένο, δεν κολλάει κανείς. Έγινε όλο αυτό το μπαμ
αλλά δεν μπορείς ξαφνικά να μπεις στη λογική να κάνεις όλον αυτό τον κόσμο να το δεχτεί αμέσως.
Θέλει ήρεμα γιατί επεμβαίνεις στην παιδεία κάποιου. Μην ξεχνάμε ότι είμαστε στην Ελλάδα που είναι
ζήτημα την τελευταία δεκαετία να μην δέρνουν τα παιδάκια αν γράφουν με το αριστερό τους χέρι στο
χωριό.
Προσθέτει πως τα μη δυαδικά άτομα δεν έχουν τόση δημόσια φωνή όσο έχουν άλλα άτομα τα οποία ανήκουν
στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα γιατί:
όταν ξεκινάς και σπας τη διττότητα, έχεις έναν τοίχο μπροστά σου. Εγώ δεν θα επέμβω στο σώμα μου
ή σε τίποτα. Όπως λέω, «είμαι από τη μέση και κάτω μια γυναίκα με πουλί και από τη μέση και πάνω
ένας άντρας με βυζί». Το ’χω κλείσει. Δεν ασχολούμαι παραπάνω. Αν το 0 είναι ο άντρας και το 1 είναι
η γυναίκα, το non-binary είναι στο 0,1 στο 0,2 κλπ. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το φύλο δεν είναι μόνο
αριστερά-δεξιά, μέσα-έξω αλλά είναι και πάνω και κάτω, δεν είναι trend. Μέσα σε όλα πάντως, η
κοινότητά μας μεγαλώνει. Το πόσο με ενοχλεί που μιλάω για ανθρώπους σαν κοινότητά μου, ότι η
τρίτη μου οικογένεια είναι οι άνθρωποι που έχουν το ίδιο πρότυπο-σεξουαλικό προσανατολισμό. Δεν
είμαστε τόσο ενωμένοι στην κοινότητα, ας μην γελιόμαστε. Όλοι μαζί έχουμε ένα στόχο αλλά μέσα
στην κοινότητα μπορεί να γίνεται της καριόλας, άνθρωποι είμαστε.
Η Noah θεωρεί σημαντικό να ακούν οι άνθρωποι τις αφηγήσεις και τις διεκδικήσεις των non binary ατόμων
προκειμένου να πληροφορηθούν και να καταπολεμηθεί η αορατότητα:
Οι περισσότεροι αγνοούν την ύπαρξή μας! Συνεχώς παρατηρώ πώς το σώμα μου δημιουργεί υποθέσεις
και προσδοκίες στους άλλους. Το ότι στα μάτια κάποιων φαίνομαι «κορίτσι» τους κάνει αυτόματα να
232
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
υποθέτουν πως σίγουρα έτσι αισθάνομαι. Και αναρωτιέμαι: «Εσύ πού το ξέρεις; Από πού πηγάζει αυτή
η βεβαιότητα αφού δεν με έχεις καν ρωτήσει;». Δεν περνά καν απ’ το μυαλό τους ότι ίσως δεν ισχύει
κάτι τέτοιο. Δεν κατηγορώ κανέναν. Κατανοώ ότι πρόκειται για αυθόρμητες αντιδράσεις μέσα από τις
οποίες εκφράζονται τα έμφυλα στερεότυπα. Θα ήθελα όμως καθένας/καθεμία να σκέφτεται
τουλάχιστον πριν μιλήσει ή υποθέσει κάτι για τα άτομα που βρίσκονται γύρω του.
Εικόνα 3.5.23 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο
https://www.vice.com/el/article/aeqq3p/ti-shmainei-na-eisai-agender-kai-non-binary-atomo-sthn-ellada-toy-2017
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
233
Εικόνα 3.5.24 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.vice.com/el/article/aeqq3p/ti-shmainei-na-eisai-agender-kai-non-binary-atomo-sthn-ellada-toy-2017
Εικόνα 3.5.25 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο
https://www.vice.com/el/article/aeqq3p/ti-shmainei-na-eisai-agender-kai-non-binary-atomo-sthn-ellada-toy-2017
Ο/Το Γιώργος/Ζωρζ Κουνάνης παίρνει συνέντευξη για τη LiFO από 9 άτομα τα οποία κινούνται πέρα από το
δίπολο (Βλ. Εικόνες 3.5.25-3.5.26). Το Μυρτάρι (ενίοτε Μυρτώ ή Άρης), δηλώνει:
234
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Είμαι ένα άτομο με ρευστή ταυτότητα φύλου. Κάποιες φορές πλησιάζω συναισθηματικά περισσότερο
σε αυτό που θεωρείται άντρας, άλλες πλησιάζω περισσότερο σε αυτό που θεωρείται γυναίκα και τις
περισσότερες φορές βρίσκομαι σε ένα διάστημα ανάμεσα στα δύο. Όταν ήμουν τεσσάρων ετών είχα
πει στους γονείς μου πως ήμουν αγοράκι (δεν τους έπεισα) και μεγαλώνοντας είχα πιστέψει πως ήμουν
τρανς άντρας «που δεν τα είχε βρει με τον εαυτό του» (μόνο αυτό γνώριζα τότε). Εκείνη την περίοδο
(τέλη γυμνασίου, φαντάσου) είχα έντονο πρόβλημα με το στήθος μου. Ήξερα πως πιεζόμουν με την
ταυτότητα φύλου που μου είχε αποδοθεί και πίστευα πως μια επέμβαση στο σώμα μου θα ήταν λύση
για μένα. Τελικά, ούτε τρανς αγόρι ήμουν, ούτε υπήρξε αυτή η ανάγκη. Με τη συνειδητοποίηση της
φυλορευστότητάς μου και την κοινωνικοποίησή της ξεκίνησε η δική μου προσωπική διαδρομή προς
τον μέγιστο βαθμό απελευθέρωσης που μπορώ να διεκδικήσω σε αυτή την κοινωνία.
Η/Το Μαντώ λέει:
Η ταυτότητα φύλου μου αμφιταλαντεύεται κάπου στη μέση του διπόλου. Αποδέχομαι το βιολογικό
μου φύλο πλήρως, κοινωνικά όμως δεν αποδέχομαι κανένα από τα δύο «παραδοσιακά» φύλα (ανδρικό
ή γυναικείο). Αρκετά συχνά βιώνω δυσφορία με το στήθος μου, σε σημείο που σκέφτομαι άμεσα να
κάνω μαστεκτομή, αλλά υπάρχουν και στιγμές που μου αρέσει έτσι όπως ακριβώς είναι.
Ο/They Max Green Poet, προσθέτει ότι:
Από μικρό παιδί ήμουν ένα αγόρι, αν εξαιρέσουμε το όνομα και τις αντωνυμίες. Στην εφηβεία άρχιζα
να παίζω καταναγκαστικά θέατρο και να φαίνομαι σαν γυναίκα. Αυτό δεν πήγε καλά. Κατέληξα με
τρομερή κοινωνική φοβία, ιδεοψυχαναγκασμό και εξουθένωση γενικότερα. Τα τελευταία χρόνια
αφήνω να φανεί και πάλι αυτό που αισθάνομαι, δηλαδή ένα αγόρι ή, έστω, ένα gender queer άτομο.
Αυτό με έχει βοηθήσει πάρα πολύ και τελευταία σκέφτομαι πολύ έντονα τις ορμόνες και την επέμβαση
στο στήθος, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Παρ’ όλα αυτά, συστήνομαι ως Μάξιμος, αφήνοντας πίσω το
«Μαρία».
Το genderfluid Angel, αναφέρει:
ως έφηβος ήμουν genderfluid, μου άρεσε να παίζω με την εμφάνισή μου και να μην κολλάω σε
ταυτότητες. Βέβαια, ήταν τα ’80s και αυτό ήταν μόδα. Μετά ήρθε η εποχή της κανονικότητας και για
δύο δεκαετίες, ενώ ήμουν εκκεντρικός, ήμουν κολλημένη σε μια ανδροπρεπή εικόνα. Τα τελευταία
χρόνια, με τα νέα δεδομένα και ζώντας στο εξωτερικό, γύρισα πίσω σε αυτό που είμαι: κάποιος που
δεν χρειάζεται τις ταμπέλες της κοινωνίας για να υπάρξει. Είμαι πανσεξουαλικός, genderfluid, και μου
αρέσει να το εκφράζω ανοιχτά. Η εμφάνισή μου αλλάζει συνεχώς. Λατρεύω να φοράω «γυναικεία»
ρούχα, αλλά ποτέ δεν ένιωσα δυσφορία με το σώμα μου.
Ο Lee αναφέρει: «αυτοπροσδιορίζομαι ως τρανς μη δυϊκός άντρας. Ο καλύτερος τρόπος να περιγράψω την
ταυτότητα φύλου μου είναι 80% αγόρι και 20% κάτι άλλο, το οποίο δεν είναι ακριβώς θηλυκό (...)». Το Angel
υποστηρίζει ότι η ζωή στην Αθήνα είναι ευκολότερη σε σχέση με την καθημερινότητα που βιώνουν ΛΟΑΤΚΙ+
άτομα στην επαρχία:
Πριν από μερικούς μήνες έδωσα άσυλο σε ένα τρανς παιδί από την επαρχία γιατί η οικογένειά του το
κυνηγούσε να το κλείσει στην κανονικότητά της. Αλλά κι εδώ, στην Αθήνα, προχθές, ένα τρανς άτομο
από το Πακιστάν δέχτηκε μπροστά μου λεκτική επίθεση από έναν στρέιτ Πακιστανό άντρα μέσα στο
τρόλεϊ. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη, γι’ αυτό είναι ζωτικής σημασίας, όσο μπορούμε, να βγαίνουμε και
να φαινόμαστε στον έξω κόσμο.
Όλα τα συνεντευξιαζόμενα ανέφεραν στον Κουνάνη πως πολλά άτομα εντός της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας:
δυσκολεύονται να τα καταλάβουν και να τα αποδεχτούν και πως τους κάνουν συνεχώς misgendering
(όταν αποκαλείς ένα άτομο με αντωνυμίες άλλες από αυτές που εκείνο χρησιμοποιεί). Επίσης, μου
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
235
ανέφεραν πως έχουν υποστεί πολλή βία από συγκεκριμένα τρανς δυϊκά άτομα, που κατηγορούν την
ταυτότητα φύλου τους ως «attention seeking», αποκαλώντας τη μόδα και μειώνοντας την τρανς
ταυτότητά τους. Ωστόσο, κάποια από τα παιδιά μου είπαν, πιο ελπιδοφόρα, πως έχουν ενδυναμωθεί
πολύ από άλλα LGBTQI+ άτομα και οργανώσεις κι έχουν οδηγηθεί σε μια υπερήφανη ζωή.
Εικόνα 3.5.26 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.lifo.gr/lgbtqi/jason-antigone-kai-alla-8-prosopa-poy-kinoyntai-pera-apo-dipolo-antrasgynaika-miloyn-sto
H drag queen Raw Bee Candles (Βλ. Εικόνα 3.5.27) δηλώνει ότι το drag στην Ελλάδα είναι πολιτικό, διότι τα
ΛΟΑΤΚΙ+ ζουν
σε αντίξοες συνθήκες και μέσα από αυτές χτίζουμε τις συνειδήσεις μας, και, μέσω της τέχνης, χτίζουμε
και τις συνειδήσεις της κοινωνίας που μας περιβάλλει. Το drag συγκεκριμένα είναι μια επανάσταση,
ένα μεγάλο middle finger στα έμφυλα στερεότυπα που έχει θέσει η πατριαρχία, είναι ελευθερία της
έκφρασης, ελευθερία σώματος, φύλου, φυλής και σεξουαλικότητας. Και τι πιο περιζήτητο από την
ελευθερία του να είναι κάθε άτομο αυτό που θέλει να είναι;
Παράλληλα, επικεντρώνεται στη σημασία του Φεστιβάλ Υπερηφάνειας για την ορατότητα της drag κοινότητας:
Το Thessaloniki Pride ή αλλιώς το δεύτερό μου σπίτι είναι πραγματικά η αγαπημένη μου ενασχόληση,
ακριβώς επειδή είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει στην καριέρα μου. Όντας μέλος της παραγωγής,
περνάνε άπειρα πράγματα από τα χέρια μου, έχω αμέτρητες συνθήκες να διαχειριστώ. Ωστόσο, δεν θα
παραπονεθώ ποτέ, γιατί δεν είμαι μόνη. Η συλλογικότητα αυτή λειτουργεί σαν ένα τεράστιο μελίσσι.
Όλα τα εθελοντά εργαζόμαστε με απύθμενη χαρά, γιατί κάνουμε κάτι το οποίο αγαπάμε και θέλουμε
να βγει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, καθώς και να πετύχουμε τον στόχο μας, να περνάμε δηλαδή
στον κόσμο της Θεσσαλονίκης και όλης της Ελλάδας τα μηνύματά μας: «ότι είμαστε εδώ, είμαστε καλά,
και είμαστε ασταμάτητα». Τα τελευταία τρία χρόνια που έχω τα ηνία της παρουσίασης, κάθε χρονιά
είναι σαν την πρώτη χρονιά. Το συναίσθημα είναι το ίδιο. Παθαίνω σοκ με την αγάπη του κόσμου, με
ένα κοινό που είναι κάθε φορά όλο και πιο εκρηκτικό, όλο και πιο συμπεριληπτικό, όλο και πιο
αγαπησιάρικο βρε παιδί μου. Ειδικά το φετινό iteration του φεστιβάλ στη ΔΕΘ παίζει να ήταν το
καλύτερο Thessaloniki Pride ever. Η έκθεση δεν μας περιόρισε, όπως ακούστηκε. Αντιθέτως, μας
έδωσε ακόμα μεγαλύτερη ορατότητα. Το φεστιβάλ υπερηφάνειας της Θεσσαλονίκης διοργανώθηκε
στο κέντρο του κέντρου της πόλης χωρίς τα μικρά τεχνικά προβλήματα που ενίοτε προέκυπταν, με
μεγαλύτερη περιφρούρηση του χώρου, δημιουργώντας ένα ακόμα πιο ισχυρό safe space για τα άτομα
που είτε το επισκέφθηκαν είτε εργάζονταν για την περάτωσή του. Θεωρώ ότι το highlight ήταν το
υπερθέαμα που δόθηκε στην τεράστια μας σκηνή, το οποίο καταευχαριστήθηκα και να συντονίζω από
το δικό μου μετερίζι αλλά και να το παρακολουθώ.
236
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Εικόνα 3.5.27 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο
https://avmag.gr/gia-ti-raw-bee-candles-to-drag-einai-ena-megalo-middle-finger-sta-emfyla-stereotypa/
Η Kangela Tromokratisch αναφέρει και εκείνη σε μία συνέντευξη στο Antivirus ότι το drag είναι πολιτικό διότι:
προκαλεί και ανατρέπει τα στερεότυπα του φύλου και της επιτέλεσής του. Μετά, η κάθε μια αποφασίζει
πόσο πιο πολίτικο θέλει να το κάνει. Εγώ αποφάσισα να γίνω αρκετά πολιτική, γιατί έχω μια
πλατφόρμα που φτάνει σε πολύ κόσμο και η κοινότητα μας χρειάζεται ενδυνάμωση, ειδικά στους
σκοτεινούς καιρούς που ζούμε τώρα. Γι’ αυτό κι έγραψα το «Άι Μωρή» για να πούμε έτσι δυο λογάκια
στην κοινωνία.
3.5.5 Νομικές εξελίξεις
Διάφορα νομικά κείμενα διεθνούς δικαίου, όπως η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου,
η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) είναι «άφυλα», δηλαδή περιλαμβάνουν μη
δυαδική γλώσσα που δεν αφορά αποκλειστικά «άνδρες» και «γυναίκες». Σύμφωνα με τον Engle: «το διεθνές
δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να φαίνεται ότι ενσωματώνει τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά
οι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων των γυναικών έχουν προτείνει ότι η ενσωμάτωση αυτή δεν μπορεί να υποτεθεί»
(Engle, 1992).
Για αυτό τον λόγο και είναι σημαντικό να υπάρχει ρητά ο όρος «γυναίκα» προκειμένου να είναι
σίγουρη η διαφύλαξη των δικαιωμάτων των γυναικών. Φυσικά αυτό δεν ισχύει μόνο για τις γυναίκες, αλλά για
όλο το φάσμα του φύλου. Εν μέσω των προσπαθειών για την παροχή ρητής προστασίας στις γυναίκες, οι θεσμοί
ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων και προσπαθούν να
αντικατοπτρίζουν στα κείμενά τους τις ανάγκες των ατόμων που δεν εντάσσονται στο δυαδικό σύστημα
γυναικών και ανδρών. Αυτό κυρίως επιτυγχάνεται με τη χρήση συγκεκριμένων όρων, όπως «σεξουαλικός
προσανατολισμός» (συνήθως αναφέρεται σε γκέι, λεσβίες, ασέξουαλ, πανσέξουαλ, αμφί), «ταυτότητα φύλου»
(συνήθως αναφέρεται σε τρανς, μη δυαδικά, κουίρ, άφυλα άτομα), «έκφραση φύλου» (συνήθως αναφέρεται σε
crossdressers, gender benders, drag), «χαρακτηριστικά φύλου» (συνήθως αναφέρεται στα ίντερσεξ άτομα).
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, τα Ηνωμένα Έθνη υιοθέτησαν σειρά ψηφισμάτων για την προστασία
του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου και των χαρακτηριστικών φύλου71. Παρομοίως, το
Συμβούλιο της Ευρώπης έχει εκδώσει συστάσεις για την προστασία των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων με τελευταία τη
Γενική Σύσταση Πολιτικής αριθ. 17 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας
(ECRI) για την πρόληψη και την καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας και των διακρίσεων κατά των ΛΟΑΤΚΙ
ατόμων. Επίσης, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση έχει εκδώσει αρκετά ψηφίσματα με ένα από τα τελευταία να
είναι το ψήφισμα 2417/2022 «Καταπολέμηση της αύξησης των εγκλημάτων μίσους κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων
Βλ. United Nations, Resolutions on sexual orientation, gender identity and sex characteristics
https://www.ohchr.org/en/sexual-orientation-and-gender-identity/resolutions-sexual-orientation-gender-identity-and-sexcharacteristics
71
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
237
στην Ευρώπη». Εξίσου σημαντικές είναι και οι αποφάσεις που έχει δημοσιεύσει με την πάροδο των ετών το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) σχετικά με τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων72.
Όσον αφορά τη χρήση συμπεριληπτικής γλώσσας, το Συμβούλιο της Ευρώπης ήταν ίσως από τους
πρώτους θεσμούς που επεσήμαναν τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η έμφυλη γλώσσα ιδίως στις
γυναίκες μέσω της Σύστασης αριθ. R (90)4 για την εξάλειψη του σεξισμού από τη γλώσσα. Η σύσταση
εκδόθηκε το 1990 και καλούσε τα κράτη μέλη να προωθήσουν τη χρήση γλώσσας που να αντικατοπτρίζει την
αρχή της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να ενθαρρύνουν τη
χρήση μη σεξιστικής γλώσσας, λαμβάνοντας υπόψη την παρουσία, τη θέση και τον ρόλο των γυναικών στην
κοινωνία. Η σύσταση καλούσε επίσης τα κράτη μέλη να ευθυγραμμίσουν την ορολογία που χρησιμοποιείται
στη σύνταξη νομικών κειμένων, στη δημόσια διοίκηση και στην εκπαίδευση με την αρχή της ισότητας, καθώς
και να ενθαρρύνουν τη χρήση μη σεξιστικής γλώσσας στα μέσα ενημέρωσης. Ως προς τη χρήση
συμπεριληπτικής γλώσσας που αφορά όλο το φάσμα του φύλου, κατευθυντήριες έχουν δημοσιευτεί σχεδόν από
όλους τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς, όπως για παράδειγμα το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την
Ισότητα των Φύλων (European Institute for Gender Equality – EIGE) το οποίο προτρέπει για τη χρήση
ουδέτερης γλώσσας ως προς το φύλο:
Όταν χρησιμοποιείτε μια αντωνυμία που χαρακτηρίζεται από το φύλο (π.χ. αυτός ή αυτή), το άτομο
που ομιλεί υποθέτει το φύλο του ατόμου για το οποίο μιλάει. Συχνά οι άνθρωποι χρησιμοποιούν
έμφυλες αντωνυμίες ακόμη και όταν δεν γνωρίζουν το φύλο του ατόμου για το οποίο μιλούν ή όταν
μιλούν για μια ομάδα ατόμων που θα μπορούσαν να είναι οποιουδήποτε φύλου. Αυτή η πρακτική
διαιωνίζει τα έμφυλα στερεότυπα επαναλαμβάνοντας τις κοινά αποδεκτές προσδοκίες σχετικά με το
φύλο των ανθρώπων σε ορισμένους ρόλους. Αντ’ αυτού θα πρέπει να χρησιμοποιείτε γλώσσα ουδέτερη
ως προς το φύλο.
Σχετικά με τις νομικές εξελίξεις που αφορούν τις ομάδες ατόμων που εξετάζει το συγκεκριμένο κεφάλαιο, στην
Ελλάδα, κυρίως από το 2016 έως και το 2019, έγιναν αρκετές τροποποιήσεις µε στόχο να προστεθούν τα
«χαρακτηριστικά φύλου» και η «ταυτότητα φύλου» σε διάφορους νόμους. Για παράδειγμα, το 2014
προστέθηκε η «ταυτότητα φύλου» στον αντιρατσιστικό νόμο, το 2016 ο Νόμος αριθ. 4443/2016 εισήγαγε τον
παράγοντα «χαρακτηριστικά του φύλου» ως έναν από τους λόγους προστασίας από διακρίσεις στον τομέα της
εργασίας. Το 2019 ο Νόμος αριθ. 4619/2019 τροποποίησε τον Ποινικό Κώδικα και το άρθρο 82Α για τα
εγκλήματα µε ρατσιστικά χαρακτηριστικά και πρόσθεσε τα χαρακτηριστικά του φύλου στον κατάλογο των
επιβαρυντικών περιστάσεων.
Ωστόσο, η Intersex Greece αναφέρει πως η εφαρμογή των παραπάνω νόμων –ειδικά των νόμων για τη
ρητορική µίσους και των εγκλημάτων µε ρατσιστικά χαρακτηριστικά– παραμένει προβληματική, καθώς δεν
υπάρχει ουσιαστικά κανένας μηχανισμός παρακολούθησής της όσον αφορά τα ίντερσεξ άτοµα. Κάτι το οποίο
ισχύει και για τα υπόλοιπα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα τα οποία αφορούν οι συγκεκριμένοι νόμοι. Στο πλαίσιο της
έρευνας «Ρητορικής μίσους κατά των ίντερσεξ ατόμων στην Ελλάδα», η οργάνωση ζήτησε από την Ελληνική
Αστυνομία να μοιραστεί τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγει όσον αφορά περιστατικά µε πιθανολογούμενο
ρατσιστικό κίνητρο.
Τα στατιστικά αφορούσαν τα έτη 2015-2021, αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο ποια περιστατικά αφορούσαν
τα ίντερσεξ άτοµα, καθώς στο έγγραφο αναγράφεται πως γίνεται καταγραφή περιστατικών µε βάση διάκρισης
την ταυτότητα/χαρακτηριστικά φύλου, τοποθετώντας αυτόματα τα τρανς και τα ίντερσεξ άτοµα σε µία ενιαία
κατηγορία. Αναλυτικά, το έτος 2015 καταγράφηκαν συνολικά 4 περιστατικά, 3 περιστατικά εξύβρισης και 1
ανθρωποκτονίας µε πρόθεση, το 2016 καταγράφηκε 1 περιστατικό εξύβρισης, το 2017 καταγράφηκαν 12
περιστατικά εκ των οποίων 8 ήταν ρητορικής µίσους (3 σε τηλεοπτικές εκπομπές και 5 στο διαδίκτυο) και 4
εξύβρισης, το 2018 καταγράφηκαν συνολικά 11 περιστατικά, 3 ρητορικής µίσους (2 στο διαδίκτυο, 1 στον
έντυπο τύπο), 1 ληστεία, 6 εξύβρισης και 1 σωματικής βλάβης, το 2019 καταγράφηκαν 12 περιστατικά, 4
ρητορικής µίσους (και τα 4 στο διαδίκτυο), 7 εξύβρισης και 1 διακριτικής μεταχείρισης, το 2020 καταγράφηκαν
8 περιστατικά, 3 ρητορικής µίσους (και τα 3 στο διαδίκτυο) και 5 εξύβρισης, το 2021 καταγράφηκαν 3
Βλ.
European Court of Human Rights, Guide on the case-law of the European Convention on Human Rights, Rights of LGBTI
persons, 2022 https://www.echr.coe.int/documents/d/echr/Guide_LGBTI_rights_ENG
72
238
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
περιστατικά, 2 εξύβρισης και 1 ληστείας. Τέλος, η οργάνωση αναφέρει ότι παραμένει αμφίβολο αν και κατά
πόσο τα άτοµα που εργάζονται στον νομικό κλάδο και καλούνται να εφαρμόσουν το δίκαιο γνωρίζουν την
ορολογία χαρακτηριστικά φύλου, καθώς το πρώτο επιμορφωτικό σεμινάριο δικαστικών λειτουργών έγινε στις
10/6/2022, όπου οι δικαστές ενημερώθηκαν για πρώτη φορά σχετικά µε τα ίντερσεξ δικαιώματα.
Σχετικά με την ταυτότητα φύλου το 2017, ψηφίσθηκε ο Νόμος 4491/2017 για τη νομική αναγνώριση
της ταυτότητας φύλου, ο οποίος αφορά πρωτίστως τρανς άτομα. Σύμφωνα με το νόμο, σε περίπτωση
ασυμφωνίας μεταξύ της ταυτότητας φύλου και του καταχωρισμένου φύλου το πρόσωπο μπορεί να ζητήσει τη
διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου του, ώστε αυτό να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση
του σώματος και στην εξωτερική του εικόνα. Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου απαιτείται πλήρης
δικαιοπρακτική ικανότητα, με εξαίρεση τους ανήλικους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο (17ο) έτος
της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει ρητή συναίνεση των ασκούντων τη γονική τους μέριμνα, και τους ανηλίκους
που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει επιπλέον θετική
γνωμάτευση Διεπιστημονικής Επιτροπής που συστήνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης,
Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας για δύο (2) έτη, στην οποία μετέχουν: α) ένας
παιδοψυχίατρος, β) ένας ψυχίατρος, γ) ένας ενδοκρινολόγος, δ) ένας παιδοχειρουργός, ε) ένας ψυχολόγος, στ)
ένας κοινωνικός λειτουργός και ζ) ένας παιδίατρος, ως Πρόεδρος, άπαντες με εξειδίκευση στο συγκεκριμένο
ζήτημα. Ο συγκεκριμένος νόμος έδωσε τέλος στην παραβίαση των δικαιωμάτων που υφίσταντο για πολλά
χρόνια τα τρανς άτομα καθώς προκειμένου να αναγνωριστεί η ταυτότητα φύλου τους έπρεπε να προχωρήσουν
σε επεμβάσεις, οι οποίες οδηγούσαν σε στείρωση και κατ’ επέκταση παραβιάζονταν δικαιώματα, όπως του
σεβασμού της προσωπικότητας, της σωματικής ακεραιότητας.
Ο συγκεκριμένος νόμος ορίζει ότι «το πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου
του ως στοιχείου της προσωπικότητάς του και δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα
χαρακτηριστικά φύλου του». Στη συνέχεια, ως ταυτότητα φύλου νοείται ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος
με τον οποίο το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από το φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη
γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Η ταυτότητα φύλου περιλαμβάνει την προσωπική
αίσθηση του σώματος, καθώς και την κοινωνική και εξωτερική έκφραση του φύλου, τα οποία αντιστοιχούν στη
βούληση του προσώπου. Η προσωπική αίσθηση του σώματος μπορεί να συνδέεται και με αλλαγές που
οφείλονται σε ιατρική αγωγή ή άλλες ιατρικές επεμβάσεις που επιλέχθηκαν ελεύθερα. Ενώ παράλληλα, ως
χαρακτηριστικά φύλου νοούνται τα χρωμοσωμικά, γονιδιακά και ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου,
τα οποία συμπεριλαμβάνουν πρωτογενή χαρακτηριστικά, όπως τα αναπαραγωγικά όργανα, και δευτερογενή
χαρακτηριστικά, όπως η μυϊκή μάζα, η ανάπτυξη μαστών ή τριχοφυΐας (άρθρο 2). Ωστόσο, ο όρος
«χαρακτηριστικά φύλου» που χρησιμοποιείται στο κείμενο είναι ένας νομικός όρος που εισήχθη το 2015 στον
νόμο της Μάλτας και προσέφερε για πρώτη φορά προστασία στα ίντερσεξ άτομα. Έκτοτε, ο όρος
χρησιμοποιείται σε διεθνή και ευρωπαϊκά έγγραφα για να γίνει αναφορά στα ίντερσεξ άτομα, ενώ η ταυτότητα
φύλου έχει συνδεθεί περισσότερο με τα τρανς άτομα, χωρίς αυτό βέβαια να αποκλείει και άλλες ταυτότητες
φύλου, όπως για παράδειγμα η μη-δυαδική. Ο όρος βρίσκεται στο νόμο του 2017 εάν και είναι ένας νόμος που
αφορά τα τρανς άτομα πρωτίστως και όχι τα ίντερσεξ, καθώς το αρχικό Σχέδιο Νόμου µε το άρθρο 7 απαγόρευε
ρητά τις εγχειρήσεις στα ίντερσεξ βρέφη και παράλληλα παρείχε ένα σαφές νομικό πλαίσιο για τη νομική
αναγνώριση φύλου σε περίπτωση διενέργειας τέτοιων ιατρικών πράξεων, ενώ στο κατατεθέν Σχέδιο Νόμου
του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το άρθρο 7 για τις επεμβάσεις στα
ίντερσεξ βρέφη και παιδιά τελικά εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από το νέο άρθρο 7 «Άλλες διατάξεις».
Ο ισχύων νόμος για την αναγνώριση φύλου περιέχει µόνο το άρθρο 2 που ορίζει τι είναι ίντερσεξ, το οποίο από
µόνο του δε βγάζει νόημα, καθώς το άρθρο 7 έχει εξαφανιστεί (Βλ. Pikramenou, 2019, 2024).
Αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την πρώτη στρατηγική
για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ η οποία έχει πενταετή διάρκεια (2020-2025) και ακολούθησε η σύσταση Εθνικής
Επιτροπής για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+, η οποία και δημοσίευσε την Εθνική Στρατηγική για την Ισότητα
των ΛΟΑΤΚΙ+. Σύμφωνα με την Επιτροπή, ο νόμος του 2017 παρουσιάζει αρκετές ελλείψεις, όπως: άτομα
που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και προχωρούν στην αλλαγή της ταυτότητας φύλου αντιμετωπίζουν
σειρά γραφειοκρατικών εμποδίων και ζητείται αδικαιολόγητα από τις αρμόδιες αρχές η λύση του συμφώνου
για να καταγραφεί δημοτολογικά η μεταβολή ως προς την καταχώρηση ονόματος και φύλου, συχνά γίνεται
αναφορά από τις δικαστικές αρχές σε «αλλαγή φύλου» ή επαναπροσδιορισμό φύλου, ορολογία που σχετίζεται
με ιατρικές διαδικασίες, και όχι σε νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου που είναι ο ενδεδειγμένος νομικός
όρος, υπάρχουν αποφάσεις που αναφέρονται σε «διεμφυλική διαταραχή» ή «διαταραχή ταυτότητας φύλου»
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
239
ενώ στον φάκελο της υπόθεσης δεν υπήρχε καμία σχετική γνωμάτευση, η ανάγκη μεταβολής των ληξιαρχικών
εγγράφων των ανήλικων τέκνων (συγκεκριμένα των στοιχείων του γονέα που έχει προχωρήσει σε νομική
αναγνώριση ταυτότητας φύλου) προκειμένου να εξυπηρετείται η ασφάλεια δικαίου και το συμφέρον του
παιδιού. Παράλληλα, η δικαστική διαδικασία προκειμένου να αναγνωρισθεί η ταυτότητα φύλου ενός ατόμου
παρουσιάζει σημαντικές καθυστερήσεις, έχει δυσανάλογα υψηλό κόστος για μία μειονότητα όπως τα τρανς
άτομα που συχνά αποκλείονται από τον χώρο εργασίας και είναι άνεργα, ενώ η προϋπόθεση της αγαμίας
χαρακτηρίζεται εξίσου προβληματική (Βλ. Εθνική Στρατηγική για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+, Νομική
Αναγνώριση Ταυτότητας Φύλου).
Μετά την ενότητα για τη Νομική Αναγνώριση Ταυτότητας Φύλου ακολουθεί η ενότητα «Ζητήματα
που αφορούν τα ίντερσεξ άτομα» και ως βασικό ζήτημα κρίνεται η θεσμοθέτηση της «νομικής απαγόρευσης
των μη αναγκαίων ιατρικών χειρουργικών επεμβάσεων «κανονικοποίησης» του φύλου, στείρωσης και άλλων
θεραπειών ή παρεμβάσεων που εφαρμόζονται στα ίντερσεξ νεογνά, βρέφη και παιδιά, συμπεριλαμβανομένων
και αισθητικών ή προληπτικών επεμβάσεων και γενικότερα ιατρικών παρεμβάσεων όπως η ορμονοληψία σε
ηλικία μικρότερη των 12 ετών που αποσκοπούν στη μεταβολή των χαρακτηριστικών φύλου». Η Intersex Greece
έχει λάβει αναφορές ότι σε πολλά ίντερσεξ µωρά συνιστώνται µη αναγκαίες ιατρικές παρεμβάσεις73 και ότι
αυτές οι επεμβάσεις συνιστώνται συχνά σε πολύ µικρές ηλικίες, µεταξύ 3 µηνών και τριών ετών. Στην αναφορά
«Ρητορική μίσους κατά των ίντερσεξ ατόμων στην Ελλάδα», έχουν δημοσιευτεί καταγγελίες για παραβιάσεις
ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ίντερσεξ ατόμων σε όλους τους τομείς συμπεριλαμβανομένων και των
παραβιάσεων του δικαιώματος της σωματικής ακεραιότητας. Οι γονείς του τρίχρονου Θωμά για παράδειγμα
αναφέρουν:
Το τυπικό πρωτόκολλο για τα µωρά που γεννιούνται µε υποσπαδία, όπως το δικό µας, είναι η
χειρουργική διόρθωση του ανοίγματος της ουρήθρας, όπως µας είπαν οι γιατροί, γιατί «αλλιώς το παιδί
σας δεν θα µπορέσει να ουρήσει όρθιο, ή να γονιµοποιήσει τη µελλοντική του σύζυγο (σε 20+ χρόνια
από τώρα)», οπότε «πρόκειται για µια κοινωνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Δεν µας είπαν πόσο
αγχωτικές, επώδυνες και επαναλαμβανόμενες µπορεί να είναι αυτές οι επεµβάσεις, πόσο µάλλον τον
κίνδυνο να χάσει τη σεξουαλική του αίσθηση ως ενήλικας. Δεν µας ενημέρωσαν ότι πρόκειται για µία
φυσική και συνηθισμένη ίντερσεξ διαφοροποίηση, για την οποία θα µπορούσε να καθυστερήσει η
παρέμβαση και να γίνει σε µια εποχή που θα µπορούσε να δώσει την πλήρως ενημερωμένη
συγκατάθεσή του. Μακάρι να µπορούσαµε να γνωρίζουμε καλύτερα και να είχαμε όλες τις σχετικές
πληροφορίες, εκ των προτέρων…
Στις 19/7/2022, η Ελλάδα έγινε η 5η χώρα παγκοσμίως και η 4η στην Ευρωπαϊκή Ένωση που απαγόρευσε τις
επεμβάσεις «κανονικοποίησης» φύλου στα ίντερσεξ βρέφη και παιδιά με τα άρθρα 17 έως 20 (ΜΕΡΟΣ Γ΄
Οι Galli-Tsinopoulou et al. το 2018 περιγράφουν µια µελέτη περίπτωσης ενός νεογέννητου ίντερσεξ παιδιού από την
Ελλάδα που γεννήθηκε µε διφορούµενα γεννητικά όργανα. Αποφασίστηκε να µεγαλώσει το παιδί ως αγόρι. Το άρθρο
περιγράφει την ανάπτυξη του «φαλλού» του παιδιού υπό την επίδραση της ορµονικής θεραπείας, και τα σχέδια για την
πραγµατοποίηση τουλάχιστον τριών µη αναγκαίων χειρουργικών επεµβάσεων κατά τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του
παιδιού, ώστε τα γεννητικά όργανα του παιδιού να φαίνονται περισσότερο άρρενα. Μια κοινή µελέτη τριών Γάλλων
ενδοκρινολόγων και µιας Ελληνίδας γυναικολόγου για τα ίντερσεξ παιδιά περιγράφει πώς το µέγεθος της «κλειτορίδας»
µειώθηκε σε επτά ίντερσεξ παιδιά ηλικίας µεταξύ 1 και 8 ετών, τα οποία ανατράφηκαν ως κορίτσια µε φλουδροκορτιζόνη
και υδροκορτιζόνη που χορηγούνταν µε ενέσεις από µία έως τέσσερις φορές την ηµέρα. Οι θεραπείες αυτές
πραγµατοποιήθηκαν χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να εξακριβωθεί ποια θα είναι η µελλοντική ταυτότητα φύλου αυτών
των παιδιών. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι το 5% όλων των intersex παιδιών, συµπεριλαµβανοµένων εκείνων µε
ποικιλοµορφίες των χαρακτηριστικών φύλου που συνήθως δεν αναγνωρίζονται κατά τη γέννηση, αλλάζουν φύλο πριν από
την εφηβεία. Eπιπλέον, τα άρθρα περιλαµβάνουν εικόνες των γεννητικών οργάνων των παιδιών, γεγονός που αποτελεί
παραβίαση του δικαιώµατος του παιδιού στην ιδιωτική ζωή. Έχει αποδειχθεί από τους Creighton et al. (2002) ότι οι
ιατρικές φωτογραφίες των γεννητικών οργάνων των ίντερσεξ παιδιών είναι επιζήµιες για την ανάπτυξή τους. Οι γονείς
του µικρού Θωµά περιγράφουν πόσο µετανιώνουν που συναίνεσαν σε µη αναγκαίες επεµβάσεις στο παιδί τους, οι οποίες
αποδείχθηκαν αγχωτικές, επώδυνες και επαναλαµβανόµενες. Αν είχαν πλήρη ενηµέρωση, θα επέλεγαν να καθυστερήσουν
αυτές τις επεµβάσεις έως ότου το παιδί τους να είναι σε θέση να δώσει προσωπική, εκ των προτέρων, ελεύθερη και πλήρως
ενημερωμένη συγκατάθεση (Intersex Greece, 2023, Επεμβάσεις κανονικοποίησης φύλου και Επεμβάσεις
κανονικοποίησης φύλου σε βρέφη και παιδιά· Creighton, S., Alderson, J., Brown, S., & Minto, C. L. (2002). Medical
photography: Ethics, consent and the intersex patient. BJU International, 89(1), 67–71, discussion 71-72.
https://doi.org/10.1046/j.1464-4096.2001.01809.x).
73
240
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
ΑΛΛΑΓΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΦΥΛΟΥ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΙΝΤΕΡΣΕΞ ΑΤΟΜΩΝ) στον Νόμο 4958/2022
(ΦΕΚ A 142 – 21.07.2022) «Μεταρρυθμίσεις στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή» απαγορεύουν τις
ιατρικές πράξεις και αγωγές που διενεργούνται σε ίντερσεξ παιδιά. Τέτοιες παρεμβάσεις µπορούν μόνο να
πραγματοποιούνται σε ανήλικα ίντερσεξ άτοµα που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους και µόνο
µε την ελεύθερη και ενημερωμένη τους συναίνεση. Επιπλέον, προκειμένου να διενεργηθεί οποιαδήποτε µη
αναγκαία για την υγεία ιατρική παρέμβαση θα πρέπει προηγουμένως να έχει δοθεί άδεια µε απόφαση του
οικείου Ειρηνοδικείου, κατόπιν χορήγησης γνωμοδότησης µιας Διεπιστημονικής Επιτροπής που θα
αποτελείται από ειδικούς/ειδικές εµπειρογνώµονες/εμπειρογνωμόνισσες σχετικά με τα θέματα ίντερσεξ. Στην
περίπτωση που πραγματοποιηθούν ιατρικές πράξεις που έχουν ως αποτέλεσμα την ασυμφωνία του φύλου του
ίντερσεξ ατόµου µε το ήδη καταχωρισµένο φύλο, υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του καταχωρισµένου
φύλου µε δικαστική απόφαση. Βέβαια αυτή η διάταξη δεν δίνει τη δυνατότητα στα ίντερσεξ άτομα να
αναγνωρισθούν νομικά όπως ακριβώς γεννιούνται, δηλαδή ως «ίντερσεξ», καθώς στην Ελλάδα τα φύλα στα
πιστοποιητικά γέννησης και στα δημόσια έγγραφα είναι µόνο δύο, «θηλυκό» και «αρσενικό». Συνεπώς, ένα
ίντερσεξ άτοµο δεν έχει ακόµη τη δυνατότητα από το νόµο να αυτοπροσδιοριστεί όπως το ίδιο επιθυμεί. Τέλος,
ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 µηνών, απώλεια άδειας και χρηµατική ποινή για ιατρούς
που θα πραγματοποιούν επεμβάσεις σε ανήλικα ίντερσεξ άτοµα χωρίς σχετική άδεια.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, από το 2016 έως και το 2019 έγιναν αρκετές τροποποιήσεις µε στόχο να
προστεθούν σε διάφορους νόμους. Για παράδειγμα, το 2016 ο Νόμος αριθ. 4443/2016 εισήγαγε τα
«χαρακτηριστικά του φύλου» ως έναν από τους λόγους προστασίας από διακρίσεις στον τομέα της εργασίας.
Το 2019 ο Νόμος αριθ. 4619/2019 τροποποίησε τον Ποινικό Κώδικα και το άρθρο 82Α για τα εγκλήματα µε
ρατσιστικά χαρακτηριστικά και πρόσθεσε τα χαρακτηριστικά του φύλου στον κατάλογο των επιβαρυντικών
περιστάσεων. Στις 10 Μαρτίου 2023 δημοσιεύθηκε ο Νόμος 5029 «Ζούµε Αρµονικά Μαζί – Σπάµε τη Σιωπή:
Ρυθµίσεις για την πρόληψη και αντιµετώπιση της βίας και του εκφοβισµού στα σχολεία και άλλες διατάξεις»,
ο οποίος περιλαμβάνει και τα χαρακτηριστικά φύλου σε δράσεις του Υπουργείου Παιδείας για τον εκφοβισµό
και τις διακρίσεις στα σχολεία (βλ. Μέρος Β΄ Άρθρο 3 και Άρθρο 4). Ωστόσο, σύμφωνα με την Intersex Greece,
η εφαρμογή των παραπάνω νόμων –ειδικά των νόμων για τη ρητορική µίσους και των εγκλημάτων µε
ρατσιστικά χαρακτηριστικά– παραμένει προβληματική, καθώς δεν υπάρχει ουσιαστικά κανένας µηχανισµός
παρακολούθησής της όσον αφορά τα ίντερσεξ άτοµα (Βλ. Intersex Greece, 2023, Επεμβάσεις κανονικοποίησης
φύλου και Επεμβάσεις κανονικοποίησης φύλου σε βρέφη και παιδιά). Άλλα θέματα που τίθενται ως
προτεραιότητα για την προστασία των ίντερσεξ δικαιωμάτων σύμφωνα με την Εθνική Στρατηγική
συμπεριλαμβάνουν την προσθήκη του κριτηρίου «χαρακτηριστικά φύλου» σε όλα τα σχετικά νομοθετικά
κείμενα, τη νομοθετική προστασία από τις διακρίσεις λόγω χαρακτηριστικών φύλου, η οποία θα πρέπει να
επεκταθεί και στα άλλα πεδία της ζωής, πέραν αυτού της εργασίας (στην εκπαίδευση, στην υγεία και την
ασφάλιση, στην απόδοση ασύλου κ.λπ), οι προσφερόμενες σε ίντερσεξ άτομα, και ιδίως σε νεογνά, βρέφη και
παιδιά, ιατρικές υπηρεσίες θα πρέπει να παρέχονται με σεβασμό στις ιδιαίτερες ανάγκες και κυρίως στη
διασφάλιση του δικαιώματός τους να αποφασίσουν τα ίδια τα άτομα, όταν έχουν την κατάλληλη ηλικία και
ωριμότητα, με ανοικτές όλες τις πιθανές εκδοχές της ταυτότητάς τους, η φροντίδα υγείας θα πρέπει να
παρέχεται από εξειδικευμένες διεπιστημονικές ομάδες, που δεν θα παθολογικοποιούν τα ίντερσεξ παιδιά, αλλά
θα θέτουν ως προτεραιότητα τις ανάγκες τους, τα δικαιώματά τους και το βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο
όφελός τους, την αντιμετώπιση της αδυναμίας πρόσβασης στους ιατρικούς φακέλους και τα ιατρικά τους
ιστορικά εφ’ όρου ζωής, η διασφάλιση μηχανισμών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης για τους ίντερσεξ ανθρώπους
και τις οικογένειές τους από επιμορφωμένους στα ίντερσεξ ζητήματα θεραπευτές. Τέλος, η Στρατηγική
αναφέρει πως προκειμένου να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω:
χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην εκπαίδευση και την επιμόρφωση όλων των επαγγελματιών υγείας για
την ίντερσεξ κατάσταση, ως φυσική ποικιλομορφία, και τη διαχείρισή της με βάση τη σύγχρονη
επιστήμη και τα ανθρώπινα δικαιώματα, με απώτερο στόχο την αποπαθολογικοποίησή της. Τέλος, επί
μέρους πολιτικές για την άρση των διακρίσεων έναντι των ίντερσεξ ατόμων μπορούν να επεκταθούν
και σε άλλα πεδία όπως η δημιουργία ενός ασφαλούς και συμπεριληπτικού σχολικού περιβάλλοντος
και η κατάρτιση προγραμμάτων στήριξης για την πλήρη και ισότιμη ένταξη και συμπερίληψη των
ίντερσεξ ατόμων στον εργασιακό χώρο.
Παρά τις σημαντικές νομικές εξελίξεις στον τομέα των ίντερσεξ δικαιωμάτων, η οργάνωση Intersex Greece
αναφέρει πως υπάρχουν πολλά εμπόδια τα οποία δυσκολεύουν ήδη την εφαρμογή τους. Στην αναφορά
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
241
«Ρητορική μίσους κατά των ίντερσεξ ατόμων στην Ελλάδα», αναφέρονται ενδεικτικά κάποια από αυτά τα
εμπόδια όπως: η απουσία επιστημονικών γνώσεων σχετικά µε την ίντερσεξ κατάσταση και σωµατικότητα στην
ιατρική κοινότητα η οποία οδηγεί σε διάφορα θέματα όπως σε άκυρες γνωµατεύσεις χωρίς επαρκή
επιστηµονική αιτιολογία, η μη ενημέρωση των ίντερσεξ ατόμων σχετικά με τις επιπτώσεις αυτών των
επεµβάσεων, για παράδειγµα, δεν αναφέρουν πως µετά την επέµβαση το ίντερσεξ άτοµο θα πρέπει να
υποβάλλεται σε διά βίου ορµονοθεραπεία, ούτε και τις επιπτώσεις στη γονιµότητα και στη σεξουαλική του
ζωή. Άλλα εμπόδια έχουν να κάνουν και με την κοινωνική αντίληψη σχετικά με την ίντερσεξ σωματικότητα η
οποία είναι ελλιπής και οδηγεί σε άγνοια, άρνηση και παραπληροφόρηση σχετικά µε τα ίντερσεξ ζητήµατα
καθώς η κοινωνία είναι βασισμένη στο δίπολο «άρρεν/θήλυ». Στο διαδίκτυο υπάρχει έντονη
παραπληροφόρηση σχετικά µε την ίντερσεξ ορολογία, σωµατικότητα και το ίντερσεξ βίωµα. Για παράδειγμα,
η οργάνωση αναφέρει ότι παρά τις προσπάθειές της:
να έρθει σε επαφή µε συγγραφείς πηγών που δεν είναι συµπεριληπτικές και να τους επιμορφώσει µε
βάση σύγχρονες επιστημονικές πηγές και τις διεθνείς νομικές εξελίξεις, υπάρχει έντονη άρνηση µε
αποτέλεσμα να βρίσκονται ακόμα στο διαδίκτυο έρευνες ή άρθρα που είναι παρωχηµένα, άκυρα και
στιγµατιστικά. Τα ΜΜΕ εξακολουθούν να παρουσιάζουν τα ίντερσεξ άτοµα ως σπάνιες και
αξιοπερίεργες περιπτώσεις, διαιωνίζοντας το έµφυλο δίπολο και παρεµποδίζοντας την ορθή
ενηµέρωση του κοινού.
Τέλος, η οργάνωση αναφέρει πως «αν και τον Ιούλιο του 2022 απαγορεύτηκαν οι ιατρικές παρεµβάσεις στα
ίντερσεξ βρέφη και παιδιά, υπάρχουν ακόμη στο διαδίκτυο παρουσιάσεις και κείμενα από την ιατρική
κοινότητα τα οποία συστήνουν τη διεξαγωγή επεµβάσεων κανονικοποίησης φύλου ή ορµονοθεραπειών».
Εάν και οι εξελίξεις για τα ίντερσεξ άτομα ήταν ραγδαίες από το 2016 και μετά δεν ισχύει ακριβώς το
ίδιο και για άτομα που ανήκουν σε άλλα γράμματα του αρκτικόλεξου ΛΟΑΤΚΙ+, όπως τα κουίρ αλλά και όσα
άτομα περιλαμβάνει στο +. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το Σχέδιο Νόμου του Νόμου 4491/2017, παρέχει ένα σαφές
νομικό πλαίσιο για τη νομική αναγνώριση φύλου σε περίπτωση διενέργειας ιατρικών πράξεων και η διαγραφή
του έχει οδηγήσει στη νομική «αορατότητα» των ίντερσεξ ατόμων. Το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο δεν
αναγνωρίζει νομικά το ίντερσεξ άτομο, επιβάλλοντάς του να συμμορφωθεί με το δίπολο γυναίκα/άνδρας.
Αξίζει να σημειωθεί πως η πλειονότητα των ίντερσεξ ανθρώπων δεν έχει θέμα με την αρσενική ή θηλυκή
καταχώρηση φύλου στα επίσημα έγγραφά τους, ακόμα και αν αυτή δεν αντανακλά την ταυτότητα φύλου τους.
Ωστόσο, πρέπει να είναι διαθέσιμες και άλλες επιλογές εκτός από «άρρεν» και «θήλυ» για όλους τους
ανθρώπους, ανεξάρτητα από το αν είναι ίντερσεξ ή όχι, και τα επίσημα έγγραφα θα πρέπει να είναι
τροποποιήσιμα με μία απλή διοικητική διαδικασία έπειτα από αίτημα του ενδιαφερομένου ατόμου (Intersex
Greece, 2021).
Όσον αφορά την αναγνώριση φύλου, το 2017 υπήρξε μία σημαντική εξέλιξη στην ελληνική νομολογία
μετά από προσφυγή του μη δυαδικού ατόμου J-A για τη μεταβολή της καταχώρησης του κυρίου ονόματος από
Ι σε Ι-Α, καθώς και τη μεταβολή της καταχώρησης του φύλου σε κενή. Σύμφωνα με τον δικηγόρο Βασίλη
Σωτηρόπουλο, ο οποίος είχε αναλάβει την υπόθεση74, το σκεπτικό του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου ήταν το
εξής:
Από την εφηβεία του αισθανόταν έλξη για άτομα και των δύο φύλων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι
επιθυμούσε να βιώσει μια τέτοια σχέση ως αμφιφυλόφιλος άνδρας, αλλά ως άρρεν και θήλυ
ταυτόχρονα, δηλαδή ως ένα άτομο μη εντασσόμενο στη μία πλευρά του διπόλου των φύλων («NON
BINARY» ή μη δυϊκό ως προς το φύλο άτομο). Έτσι, με σταθερή και συγκεκριμένη επιλογή του, ήδη
από το έτος 2013, ζήτησε από το φιλικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του να
χρησιμοποιείται μαζί με το όνομα «Ι» και το όνομα «Α», ταυτόχρονα ως «Ι – Α» και κυρίως στην
Αγγλική γλώσσα ως «J – A». Τούτο αποτελεί απαραίτητο και μόνιμο, πλέον, χαρακτηριστικό στοιχείο
της προσωπικότητας του αιτούντος με το οποίο αποκλειστικά τον γνωρίζουν και ονοματίζουν στο
οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, ενώ παράλληλα, διευκολύνει τις κοινωνικές του σχέσεις
και συμπορεύεται με την ψυχοσύνθεσή του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του,
εξασφαλίζοντας επίσης ασφάλεια στις συναλλαγές του τόσο με το κράτος όσο και με ιδιώτες. Ως εκ
ΣΥΔ, Δελτίο Τύπου, Θέμα: Ιστορική απόφαση για τα δικαιώματα των μη δυαδικών προσώπων
https://tgender.gr/deltio-typou-istoriki-apofasi-gia-ta-dikeomata-ton-mi-dyadikon-prosopon/
74
242
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
τούτου πρέπει να γίνει δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο το αίτημα διόρθωσης της ληξιαρχικής πράξης
γέννησης του αιτούντος ως προς το κύριο όνομα αυτού και να αναγραφεί αντί του ονόματος «Ι» το
όνομα «Ι – Α», σε συμφωνία και με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το
δικαίωμα του καθενός για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και εφόσον η απόρριψη του
σχετικού αιτήματος θα δημιουργούσε ανεπιθύμητες συνέπειες για τον αιτούντα ως προς την προσωπική
και κοινωνική του κατάσταση και εικόνα.
Αργότερα, το 2020, το Ειρηνοδικείο Καλλιθέας με την απόφαση 153/2020 75 έκρινε δεκτή την αίτηση για
αναγνώριση της ταυτότητας φύλου και τη μεταβολή του ονοματεπωνύμου μη δυαδικού ατόμου. Ο
Σωτηρόπουλος αναφέρει πως ήταν η πρώτη απόφαση με την οποία κρίθηκε εν όλω δεκτό το αίτημα non binary
ατόμου, καθώς είχαν προηγηθεί δύο αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου που ήδη είχαν προσβληθεί με
έφεση και οι σχετικές αποφάσεις εκκρεμούσαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (έως και το 2020). Το
Ειρηνοδικείο Καλλιθέας δίκασε αίτημα για αναγνώριση της ταυτότητας φύλου ατόμου που κατά τη γέννηση
του αποδόθηκε το θήλυ φύλο και ζήτησε τη μεταβολή του κυρίου ονόματος από όνομα γυναίκας σε ουδέτερο
όνομα και του επωνύμου σε κατάληξη στο αντίθετο φύλο (άρρεν). Για πρώτη φορά στη νομολογία
αναγνωρίστηκε ως νομική βάση της αναγνώρισης μη δυαδικής ταυτότητας φύλου ο υπάρχον Ν. 4491/2017,
κάτι το οποίο είχε απορριφθεί πριν 3 χρόνια από το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου στην υπόθεση J -Α.
Σωτηρόπουλος Βασίλης, Αναγνώριση μη δυαδικής ταυτότητας φύλου –non binary– από το Ειρηνοδικείο Καλλιθέας.
https://avmag.gr/anagnorisi-non-binary-taytotitas-fyloy-apo-to-eirinodikeio-kallitheas/
75
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
243
3.5.6 Βιβλιογραφία κεφαλαίου
Bem, S. L. (1974). The measurement of psychological androgyny. Journal of Consulting and Clinical
Psychology, 42(2), 155–162. https://dx.doi.org/10.1037/h0036215
Berzins, J. I., Welling, M. A., & Wetter, R. E. (1978). A new measure of psychological androgyny based on the
Personality Research Form. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 46(1), 126–138.
https://dx.doi.org/10.1037//0022-006X.46.1.126
Blechner, M. J. (2015). Bigenderism and bisexuality. Contemporary Psychoanalysis, 51(3), 503–522. doi:
https://dx.doi.org/10.1080/00107530.2015.1060406
Bockting, W. O. (2008). Psychotherapy and the real-life experience: From gender dichotomy to gender
diversity. Sexologies, 17(4), 211–224. https://dx.doi.org/10.1016/j.sexol.2008.08.001
Boréus, K. (2006). Discursive discrimination: A typology. European Journal of Social Theory, 9(3), 405–424.
https://dx.doi.org/10.1177/1368431006065721
Bradford, N. J., Rider, G. N., Catalpa, J. M., Morrow, Q. J., Berg, D. R., Spencer, K. G., & McGuire, J. K.
(2018). Creating gender: A thematic analysis of genderqueer narratives. International Journal of
Transgenderism, 20(2þ3). 1–14. https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2018.1474516
Broussard, K. A., Warner, R. H., & Pope, A. R. (2018). Too many boxes, or not enough? Preferences for how
we ask about gender in cisgender, LGB, and gender-diverse samples. Sex Roles, 78(9–10), 606–624.
https://dx.doi.org/10.1007/s11199-017-0823-2
Budge, S. L., Rossman, H. K., & Howard, K. A. (2014). Coping and psychological distress among genderqueer
individuals: The moderating effect of social support. Journal of LGBT Issues in Counseling, 8(1), 95–
117. https://dx.doi.org/10.1080/15538605.2014.853641
Case, L. K., & Ramachandran, V. S. (2012). Alternating gender incongruity: A new neuropsychiatric syndrome
providing insight into the dynamic plasticity of brain-sex. Medical Hypotheses, 78(5), 626–631.
https://dx.doi.org/10.1016/j.mehy.2012.01.041
Clark, B. A., Veale, J. F., Townsend, M., Frohard-Dourlent, H., & Saewyc, E. (2018). Non-binary youth: Access
to gender-affirming primary health care. International Journal of Transgenderism, 19(2), 158–169.
https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2017.1394954
Cobb, W. S. (1993). The symposium and the Phaedrus: Platos erotic dialogues. New York, NY: SUNY Press.
Corwin, A. I. (2017). Emerging genders: Semiotic agency and the performance of gender among genderqueer
individuals. Gender and Language, 11(2), 255–277. https://dx.doi.org/10.1558/genl.27552
Cover, R. (2018). Emergent identities: New sexualities, genders and relationships in a digital era. Abingdon,
UK: Routledge.
Crocetti D.,Surya M., Vecchietti V. & Yeadon-Lee T. (2021) Towards an agencybased model of intersex,
variations of sex characteristics (VSC) and DSD/dsd health. Culture, Health & Sexuality, 23(4), 500515, https://dx.doi.org/10.1080/13691058.2020.1825815
Darwin, H. (2017). Doing gender beyond the binary: A virtual ethnography. Symbolic Interaction, 40(3), 317–
334. https://dx.doi.org/10.1002/symb.316
Dellmann, S., Kember, J., & Shail, A. (2017). Towards a non-discriminatory, inclusive use of language and
images
in
our
journal.
Early
Popular
Visual
Culture,
15(4),
393–404.
https://doi.org/10.1080/17460654.2017.1413826
Diamond, L. M., & Butterworth, M. (2008). Questioning gender and sexual identity: Dynamic links over time.
Sex Roles, 59(5–6), 365–376. https://dx.doi.org/10.1007/s11199-008-9425-3
Diverse
(2023).
In
Oxford
Learners
Dictionaries.
Retrieved
February
https://www.oxfordlearnersdictionaries.com/definition/american_english/diverse
2023,
from:
Ekins, R., & King, D. (2006). The transgender phenomenon. New York, NY: Sage.
244
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Engle, K.. (1992). International Human Rights and Feminism: When Discourses Meet. 1992, 13 MICH. J. INTL
L. 517 Available at: https://repository.law.umich.edu/mjil/vol13/iss3/1
Estrada, G. (2011). Two spirits, Nadleeh, and LGBTQ2 Navajo gaze. American Indian Culture and Research
Journal, 35(4), 167–190. https://dx.doi.org/10.17953/aicr.35.4.x500172017344j30
Factor, R. J., & Rothblum, E. (2008). Exploring gender identity and community among three groups of
transgender individuals in the United States: MTFs, FTMs, and genderqueers. Health Sociology Review,
17(3), 235–253. https://dx.doi.org/10.5172/hesr.451.17.3.235
Fitzpatrick, K. K., Euton, S. J., Jones, J. N., & Schmidt, N. B. (2005). Gender role, sexual orientation and suicide
risk. Journal of Affective Disorders, 87(1), 35–42. https://dx.doi.org/10.1016/j.jad.2005.02.020
Fraser, L. M. J. (2017). Reblogging gender: Non-binary transgender subjectivities and the internet (Electronic
Thesis and Dissertation Repository 4453). Retrieved from https://ir.lib.uwo.ca/etd/4453
Gamson, J. (1995). Must identity movements self-destruct? A queer dilemma. Social Problems, 42(3), 390–
407. https://dx.doi.org/10.2307/3096854
GENDERQUEER AND NON-BINARY IDENTITIES. (2011). The non-binary vs. genderqueer quandary.
Retrieved November 4, 2021, from http://genderqueerid.com/post/11617933299/the-non-binary-vsgenderqueer-quandary
Gerteis, J., Hartmann, D., & Edgell, P. (2007). The multiple meanings of diversity: How Americans express its
possibilities and problems. Annual meeting of the American Sociological Association, August, New
York, NY.
Gilbert, L. A. (1981). Toward mental health: The benefits of psychological androgyny. Professional
Psychology, 12(1), 29. https://dx.doi.org/10.1037/0735-7028.12.1.29
Girshick, L. B. (2008). Transgender voices: Beyond women and men. Lebanon, NH: University Press of New
England.
Goulet, J. G. A. (1996). The Berdache/Two-Spirit: A comparison of anthropological and native constructions
of gendered identities among the Northern Athapaskans. Journal of the Royal Anthropological Institute,
2(4), 683–701. https://dx.doi.org/10.2307/3034303
Gray, M. L. (2009). «Queer Nation is dead/long live Queer Nation»: The politics and poetics of social movement
and media representation. Critical Studies in Media Communication, 26(3), 212–236.
https://dx.doi.org/10.1080/15295030903015062
Grabham, E. (2007). Citizen Bodies, Intersex
https://doi.org/10.1177/1363460707072951
Citizenship.
Sexualities,
10(1),
29-48.
Grimal, P., Kershaw, S., & Maxwell-Hyslop, A. R. (1990). A concise dictionary of classical mythology. Oxford,
UK: Blackwell. https://dx.doi.org/10.1093/nq/38.2.194
Grossman, A. H., & DAugelli, A. R. (2006). Transgender youth: Invisible and vulnerable. Journal of
Homosexuality, 51(1), 111–128. https://dx.doi.org/10.1300/J082v51n01_06
Halberstam, J. (1998). Transgender butch: Butch/FTM border wars and the masculine continuum. GLQ: A
Journal of Lesbian and Gay Studies, 4(2), 287–310. https://dx.doi.org/10.1215/10642684-4-2-287
Hansen, K., Littwitz, C., & Sczesny, S. (2016). The Social Perception of Heroes and Murderers: Effects of
Gender-Inclusive
Language
in
Media
Reports.
Frontiers
in
Psychology,
7.
https://www.frontiersin.org/article/10.3389/fpsyg.2016.00369
Haritaworn, J. (2008). Shifting positionalities: Empirical reflections on a queer/trans of colour methodology.
Sociological Research Online, 13(1), 1–12. https://dx.doi.org/10.5153/sro.1631
Hines, S., & Taylor, M. (2018). Is gender fluid? A primer for the 21st century (the big idea). London, UK:
Thames and Hudson Ltd.
Hossain A. (2022), Beyond Emasculation: Pleasure and Power in the Making of hijra in Bangladesh, Cambridge
University
Press
https://www.amazon.co.uk/Beyond-Emasculation-Pleasure-MakingBangladesh/dp/1316517047
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
245
Intersex Greece. (2021). Υπόμνημα προς την Επιτροπή Σύνταξης Εθνικής Στρατηγικής για την Ισότητα
ΛΟΑΤΚΙ+, Προτάσεις για την προστασία των ίντερσεξ ατόμων στην Ελλάδα.
https://intersexgreece.org.gr/wp-content/uploads/2022/06/Προτάσεις-για-την-προστασία-τωνίντερσεξ-στην-Ελλάδα_ΥΠΟΜΝΗΜΑ.pdf
Intersex
Greece. (2023). Ρητορική μίσους κατά των ίντερσεξ ατόμων στην Ελλάδα.
https://intersexgreece.org.gr/wp-content/uploads/2023/06/Ρητορική-μίσους-κατά-των-ίντερσεξreport-EL_May23.pdf
Koehler, A., Eyssel, J., & Nieder, T. O. (2018). Genders and individual treatment progress in (non-)binary trans
individuals.
The
Journal
of
Sexual
Medicine,
15(1),
102–113.
https://dx.doi.org/10.1016/j.jsxm.2017.11.007
Kuper, L. E., Nussbaum, R., & Mustanski, B. (2012). Exploring the diversity of gender and sexual orientation
identities in an online sample of transgender individuals. Journal of Sex Research, 49(2–3), 244–254.
https://dx.doi.org/10.1080/00224499.2011.596954
Lauring, J., & Klitmøller, A. (2017). Inclusive Language Use in Multicultural Business Organizations: The
Effect on Creativity and Performance. International Journal of Business Communication, 54(3), 306–
324. https://doi.org/10.1177/2329488415572779
Lykens, J. E., LeBlanc, A. J., & Bockting, W. O. (2018). Healthcare experiences among young adults who
identify
as
genderqueer
or
nonbinary.
LGBT
Health,
5(3),
191–196.
https://dx.doi.org/10.1089/lgbt.2017.0215
Matsuno, E., & Budge, S. L. (2017). Non-binary/ Genderqueer identities: A critical review of the literature.
Current Sexual Health Reports, 9(3), 116–120. https://dx.doi.org/10.1007/s11930-017-0111-8
McGuire, J. K., Beek, T. F., Catalpa, J. M., & Steensma, T. D. (2018). The Genderqueer Identity (GQI) Scale:
Measurement and validation of four distinct subscales with trans and LGBQ clinical and community
samples in two countries. International Journal of Transgenderism. 20(2þ3). Advance online
publication. https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2018.1460735
Mezzalira, S., Scandurra, C., Mezza, F., Miscioscia, M., Innamorati, M., & Bochicchio, V. (2022). Gender felt
pressure, affective domains, and mental health outcomes among transgender and gender diverse (TGD)
children and adolescents: a systematic review with developmental and clinical implications.
International Journal of Environmental Research and Public Health, 20(1), 785.
Monro, S., & Van Der Ros, J. (2018). Trans and gender variant citizenship and the state in Norway. Critical
Social Policy, 38(1), 57–78. https://dx.doi.org/10.1177/0261018317733084
Nat Thorne, Andrew Kam-Tuck Yip, Walter Pierre Bouman, Ellen Marshall & Jon Arcelus (2019): The
terminology of identities between, outside and beyond the gender binary – A systematic review.
International Journal of Transgenderism. https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2019.1640654
Nestle, J., Howell, C., & Wilchins, R. A. (Eds.). (2002). Genderqueer: Voices from beyond the sexual binary.
New York, NY: Alyson Publications.
Nichol,
M. (2019). Non-hyphenation» is a nonstarter. Retrieved
https://www.dailywritingtips.com/non-hyphenation-is-a-nonstarter/
March
19,
2021,
from
Nicholas, L. (2018). Queer ethics and fostering positive mindsets toward non-binary gender, genderqueer, and
gender ambiguity. International Journal of Transgenderism. 20(2þ3). Advance online publication.
https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2018.1505576
Nonbinary. (2022). In Merriam-Webster.com. Retrieved March 18, 2022, from: https://www.merriamwebster.com/dictionary/nonbinary
Non-binary
(2022).
In
en.oxforddictionaries.com.
Retrieved
https://en.oxforddictionaries.com/definition/non-binary
O’Shea,
246
S. C. (2018). This girls life: An
https://dx.doi.org/10.1177/1350508417703471
autoethnography.
April
13,
Organization,
2022,
25(1),
from:
3–20.
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Pellicane, M. J., & Ciesla, J. A. (2022). Associations between minority stress, depression, and suicidal ideation
and attempts in transgender and gender diverse (TGD) individuals: Systematic review and metaanalysis. Clinical psychology review, 91, 102-113.
Pikramenou, N. (2019). Intersex rights. Living between sexes. Springer.
Pikramenou, N. (2024). From intersex activism to lawmaking: the legal ban of intersex genital mutilations in
Greece, Social Sciences Journal, (υπό δημοσίευση).
Practical Androgyny. (2014). How many people in the United Kingdom are nonbinary? Retrieved November
25,
2021,
from:
https://practicalandrogyny.com/2014/12/16/how-many-people-in-the-uk-arenonbinary/
Queen, C., & Schimel, L. (1997). Pomosexuals: Challenging assumptions about gender and sexuality. San
Francisco, CA: Cleis Press.
Quoracom. (2022). What is the difference between a transgender person and a non binary person? Retrieved
November 14, 2022, from https://www.quora.com/What-is-the-difference-between-a-transgenderperson-and-a-non-binary-person
Richards, C., & Barker, M. J. (Eds.). (2015). The Palgrave handbook of the psychology of sexuality and gender.
Basingstoke, UK: Palgrave Macmillan.
Richards, C., Bouman, W. P., & Barker, M. J. (Eds.). (2017). Genderqueer and non-binary genders. London,
UK: Palgrave Macmillan.
Richards, C., Bouman, W. P., Seal, L., Barker, M. J., Nieder, T. O., & TSjoen, G. (2016). Non-binary or
genderqueer
genders.
International
Review
of
Psychiatry,
28(1),
95–102.
https://dx.doi.org/10.3109/09540261.2015.1106446
Robinson, B. E., & Green, M. G. (1981). Beyond androgyny: The emergence of sex-role transcendence as a
theoretical construct. Developmental Review, 1(3), 247–265. doi:10. 1016/0273-2297(81)90020-4
Rothmann, J., & Simmonds, S. (2015). Othering non-normative sexualities through objectification of the
homosexual: Discursive discrimination by pre-service teachers. Agenda, 29(1), 116–111.
https://dx.doi.org/10.1080/10130950.2015.1010288
Scharrón-del Río, M. R., & Aja, A. A. (2020). Latinx: Inclusive language as liberation praxis. Journal of Latinx
Psychology, 8(1), 7–20. https://doi.org/10.1037/lat0000140
Sczesny, S., Moser, F., & Wood, W. (2015). Beyond Sexist Beliefs: How Do People Decide to Use GenderInclusive Language? Personality and Social Psychology Bulletin, 41(7), 943–954.
https://doi.org/10.1177/0146167215585727
Smelser, N. J., & Baltes, P. B. (Eds.). (2001). International encyclopaedia of the social and behavioral sciences
(Vol. 11). Amsterdam, Holland: Elsevier.
Spence, J. T., Helmreich, R., & Stapp, J. (1975). Ratings of self and peers on sex role attributes and their relation
to self-esteem and conceptions of masculinity and femininity. Journal of Personality and Social
Psychology, 32(1), 29–39.
Stachowiak, D. M. (2017). Queering it up, strutting our threads, and baring our souls: Genderqueer individuals
negotiating social and felt sense of gender. Journal of Gender Studies, 26(5), 532–543.
https://dx.doi.org/10.1080/09589236.2016.1150817
Subramanian, T., Chakrapani, V., Selvaraj, V., Noronha, E., Narang, A., & Mehendale, S. (2015). Mapping and
size estimation of Hijras and other trans-women in 17 states of India: First level findings. International
Journal of Health Sciences and Research, 5(10), 1–10.
Suter, A. (Ed.). (2008). Lament: Studies in the ancient Mediterranean and beyond. Oxford, UK: Oxford
University Press.
Taparia, S. (2011). Emasculated bodies of Hijras: Sites of imposed, resisted and negotiated identities. Indian
Journal of Gender Studies, 18(2), 167–184. https://dx.doi.org/10.1177/ 097152151101800202
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
247
Taylor, J., Zalewska, A., Gates, J. J., & Millon, G. (2018). An exploration of the lived experiences of non-binary
individuals who have presented at a gender identity clinic in the United Kingdom. International Journal
of
Transgenderism.
20(2þ3).
Advance
online
publication.
https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2018.1445056
Tobia, J. (2007). Do you know what it means to be genderqueer? Retrieved March 18, 2019, from
https://www.them.us/story/inqueery-genderqueer
Townson, A. (2016). A history of androgyny in fashion. The Oxford Student, σ. 5.
Vincent, B. W. (2016). Non-binary gender identity negotiations: Interactions with queer communities and
medical practice (PhD thesis). University of Leeds, Leeds, UK.
Ward, C. A. (2000). Models and measurements of psychological androgyny: A cross-cultural extension of
theory and research. Sex Roles, 43(7/8), 529–552.
Wiggins, J. S., & Holzmuller, A. (1978). Psychological androgyny and interpersonal behavior. Journal of
Consulting and Clinical Psychology, 46(1), 40–52. https://dx.doi.org/10.1037//0022-006X.46.1.40
Wilchins, R. A., & Serano, J. (1997). Read my lips: Sexual subversion and the end of gender. Ithaca, NY:
Firebrand Books.
Wilson, A. (1996). How we find ourselves: Identity development and two spirit people. Harvard Educational
Review, 66(2), 303–318. https://dx.doi.org/10.17763/haer.66.2.n551658577h927h4
Winter, S. (2009). Are human rights capable of liberation? The case of sex and gender diversity. Australian
Journal of Human Rights, 15(1), 151–173. https://dx.doi.org/10.1080/1323238X.2009.11910865
WiseGEEK. (2021). Is «Queer» a derogatory word? (with pictures). Retrieved February 23, 2021, from
https://www.wisegeek.com/is-queer-a-derogatory-word.htm
Γαλανού, Μ. (2014). Ταυτότητα και έκφραση φύλου – Ορολογία, διακρίσεις, στερεότυπα και μύθοι. Εκδ.
Σωματείο
Υποστήριξης
Διεμφυλικών
https://transgendersupportassociation.files.wordpress.com/2014/11/001-106-tautotita-kai-ekfrasifilou.pdf
Εθνική
Στρατηγική
για
την
Ισότητα
των
ΛΟΑΤΚΙ+
https://www.primeminister.gr/wpcontent/uploads/2021/06/ethniki_statigiki_gia_thn_isothta_ton_loatki.pdf
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. (2018). Ουδέτερη ως προς το φύλο γλώσσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
ΣΥΔ, Δελτίο Τύπου, Θέμα: Ιστορική απόφαση για τα δικαιώματα των μη δυαδικών προσώπων
https://tgender.gr/deltio-typou-istoriki-apofasi-gia-ta-dikeomata-ton-mi-dyadikon-prosopon/
Συκουτρής, Ι. (2009). Πλάτωνος Συμπόσιον. Βιβλιοπωλείον της Εστίας (23η εκ.): Αθήνα.
Σωτηρόπουλος Βασίλης, Αναγνώριση μη δυαδικής ταυτότητας φύλου - non binary - από το Ειρηνοδικείο
Καλλιθέας. https://avmag.gr/anagnorisi-non-binary-taytotitas-fyloy-apo-to-eirinodikeio-kallitheas/
Φράγκου Α. (2023), Η πάλη για την τρανς απελευθέρωση, Μαρξιστικό
https://www.lavyrinthos.net/p/187570/pali-trans-apeleytherwsi.html?ref=3
βιβλιοπωλείο
3.5.7 Πρόσθετη βιβλιογραφία
Adeline W. Berry & Surya Monro (2022) Ageing in obscurity: a critical literature review regarding older
intersex
people,
Sexual
and
Reproductive
Health
Matters,
30(1),
https://dx.doi.org/10.1080/26410397.2022.2136027
Annette Brömdal, Agli Zavros-Orr, lisahunter, Kirstine Hand & Bonnie Hart (2021). Towards a wholeschool
approach for sexuality education in supporting and upholding the rights and health of students with
intersex
variations,
Sex
Education,
21(5),
568-583,
https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/14681811.2020.1864726
Hart, B. & Shakespeare-Finch, J. (2022) Intersex lived experience: trauma and posttraumatic growth in
248
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
narratives,
Psychology
&
https://dx.doi.org/10.1080/19419899.2021.1938189
Sexuality,
13:4,
912-930,
IGLYO, OII Europe & EPA: Υποστηρίζοντας το ίντερσεξ παιδί σας (pdf) ILGA Europe & OII Europe:Dan
Christian Ghattas (2015) ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΙΝΤΕΡΣΕΞ
ΑΤΟΜΩΝ - ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙΣ.
IGLYO (2016, µετφρ./επιµ. Πολύχρωµο Σχολείο ) ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΜΙΑ
ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ σε ζητήµατα Σεξουαλικού Προσανατολισµού, Ταυτότητας
Φύλου και Χαρακτηριστικών Φύλου Ίντερσεξ πρόσωπα που αιτούνται άσυλο: Intersex Refugees &
Asylum Seekers – OII Europe www.oiieurope.org/wp-content/uploads/2022/12/refugeeAsylum-flyeroiieurope-2022.pdf
Lih-Mei, Liao (2022).Variations in Sex Development. Medicine, Culture and Psychological Practice.Cambridge
University Press. https://doi.org/10.1017/9781009000345
Mandy Henningham & Tiffany Jones (2021) Intersex students, sex-based relational learning & isolation, Sex
Education, 21:5, 600-613, https://dx.doi.org/10.1080/14681811.2021.1873123
Mauro Cabral (2015): The marks on our bodies (Article published for Intersex Awareness Day, 26th of October
http://intersexday.org/en/mauro-cabral-marks-bodies/
Surya Monro, Morgan Carpenter, Daniela Crocetti, Georgiann Davis, Fae Garland, David Griffiths, Peter
Hegarty, Mitchell Travis, Mauro Cabral Grinspan & Peter Aggleton (2021). Intersex: cultural and social
perspectives,
Culture,
Health
&
Sexuality,
23:4,
431
440,
https://dx.doi.org/10.1080/13691058.2021.1899529
T-zine.gr (2019). Κοινή δήλωση σχετικά µε τη Διεθνή Ταξινόµηση των Ασθενειών (ICD 11) σε σχέση µε τα
ίντερσεξ πρόσωπα.(πρωτότυπο άρθρο: Joint statement on the International Classification of Diseases
11)
Βιβλιοθήκη, Colour Youth https://www.colouryouth.gr/library/
Γούλας Δ. & Κοφίνης Στ. (2016). Ο νέος νόμος 4443/2016 για την απαγόρευση των διακρίσεων: Μία πρώτη
ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση. 75 Eπιθεώρησις Εργατικού Δικαίου, 1303επ.
Ε. Συµεωνίδου (2019). Το υπέροχα ποικιλόµορφο φάσµα του βιολογικού φύλου: Ιντερσεξ παιδιά και άνευ
όρων αγάπη στο «Αόρατη Ιστορία: Διαδροµές, βιώµατα, πολιτικές των ΛΟΑΤΚΙ+ στην Ελλάδα».
Εφηµερίδα των Συντακτών τ.16.06.2019.
Καιάφα-Γκμπάντι, Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη (2017), Αναγνώριση ταυτότητας
φύλου ενόψει του Σχεδίου Νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου
Δικαιοσύνης. Σάκκουλας.
Νάτση, Δ. & Παπά Θ. (2019). Η νομοθετική αντιμετώπιση των έμφυλων διακρίσεων στην Ελλάδα. Ίδρυμα
Χάινριχ Μπελ.
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΜΚΟ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΧΑΡΑΞΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. ILGA Europe & OII Europe:Dan Christian
Ghattas (2015) LEGAL TOOLKIT - Protecting Intersex People in Europe: A toolkit for law and policy
makers (Προστασία των Ίντερσεξ Ατόµων στην Ευρώπη - Ένα εγχειρίδιο για πολιτικούς και
νοµοθέτες, αναµένεται η ελλ. µεταφραση)
Οργανισµός Ηνωµένων Εθνών για τη ΛΟΑΤΙ Ισότητα - UN-Free and Equal Ενηµερωτικό δελτίο ΙΝΤΕΡΣΕΞ
Συµβουλές προς σύµµαχα άτοµα: Τι να κάνετε & Τι να µην κάνετε για τα ίντερσεξ άτοµα
https://intersexgreece.org.gr/wp-content/uploads/2021/07/4intersex-Ally-Dos-and-Donts_GR.pdf
Παπαδοπούλου, Λ. (2017). Η συνταγματική θεμελίωση του δικαιώματος στην εναρμόνιση ψυχοκοινωνικού και
νομικού φύλου, σε: Αναγνώριση ταυτότητας φύλου. Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής Νο
27, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ Σάκκουλα, σελ. 37-58.
Παπαδοπούλου, Λ. (2018). Σεξουαλικός προσανατολισμός και ταυτότητα φύλου στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και στη νομολογία του Δικαστηρίου της, σε: Π. Νάσκου-Περράκη / Ν. Γαϊτενίδης / Στ.
Κατσούλης (επιμ.), Ευρωπαϊκές Πολιτικές από και προς την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
εκδ. Σάκκουλα, σελ. 175-223.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
249
Τζανάκη Δ. (2018). Φύλο και Σεξουαλικότητα (1801-1925) Ξεριζώνοντας το «Ανθρώπινο». Ασίνη.
Τζανάκη Δ. (2023). Ίντερσεξ - Η κατασκευή και το καθεστώς αλήθειας του φύλου στη Δύση. Ψηφίδες.
Τι θα ήθελαν τα ίντερσεξ παιδιά να γνωρίζουν: οι δάσκαλοί τους, οι γονείς και οι γιατροί
https://intersexgreece.org.gr/resources-library/?_sft_category=odhgoi
Τσίρου, Σ. (2019). Η Νομική Αναγνώριση της Ταυτότητας Φύλου. Νομική Βιβλιοθήκη: Αθήνα.
Videos
Epoca Libera, Athens Pride 2018: Δηλώσεις ακτιβιστών https://www.youtube.com/watch?v=ForpVALRMv8
EU for Athens Pride 2020 - Discussion https://www.youtube.com/watch?v=3Wz1PEFGFMM
LGBTQI+ Voice Up: Project Greece (2022). Video εδώ: Οι Δυσκολίες και οι Διακρίσεις που αντιµετωπίζουν
τα Ίντερσεξ άτοµα. https://www.youtube.com/watch?v=PpKhco8NiR4
LGBTQI+ Voice Up: Project Greece (2022). Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελληνική ΛΟΑΤΚΙ+
κοινότητα
|
LGBTQI+
Voice
Up:
Project
Greece
https://www.youtube.com/watch?v=h1TUYvX1fnw&t=6303s
Onassis
Foundation, Are we born or made? This is a Free Gender Zone
https://www.youtube.com/watch?v=weQeVJRrFUA&ab_channel=OnassisFoundation
ep.
1
Onassis
Foundation, What about school? This is
https://www.youtube.com/watch?v=7uc_xA5gwu0&t=22s
ep.
3
Τι
ρωτούν
ΛΟΑΤΚΙ+
άτομα
τα
https://www.youtube.com/watch?v=06epSt95jVY
ετεροφυλόφιλα;
ΕΡΤ,
Α. Κουρουπού-Ο παλιός φεμινισμός σε σχέση
https://www.youtube.com/watch?v=J06VuhIJEto
με
a
Free
το
Gender
σημερινό
Zone
|
Προχωράμε
είναι
κακοποιητικός
Loatkiplus - Ομάδα ΛΟΑΤΚΙ+ ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ, Ρηνιώ Συμεωνίδου (Intersex Greece): Δικαιοσύνη Παντού Δικαιοσύνη για όλα (2023) https://www.youtube.com/watch?v=hPEuih-zmf8&t=422s
RadioMERA, Τα intersex άτομα στην Ελλάδα. Η Ρ. Συμεωνίδου καλεσμένη στο Παρλαφούσι με την Πάολα
(2022) https://www.youtube.com/watch?v=EGGkB_JyJbo
ZoePreTV, Πώς είναι να είσαι ίντερσεξ; (2023) https://www.youtube.com/watch?v=4VxpaYlR-zI&t=2360s
When equal treatment is not taken for granted | George Kounanis | TEDxPanteionUniversity
https://www.youtube.com/watch?v=p39AUrVVrAs
Σολωμόν-Πάντα Λουίζα, Σύλβια Κουρεντζή: «Βίωσα την αστυνομική αυθαιρεσία. Με φώναζαν πατσαβούρα,
τραβέλι,
με
άφησαν
λιπόθυμη
χωρίς
νερό»
(άρθρο),
Popaganda
2022
https://m.popaganda.gr/people/interview/sylvia-koyrentzi-viosa-tin-astynomikiaythairesia/?fbclid=IwAR0cRrvOn7LopipERNoVibw2SHA1v4nX0G8TzEZjOD8dZ6dSHq1ylTTMjs
Bastien-Charlebois: «On our own terms and in our own words»: The value of first-person accounts of intersex
experience. 2019, in: «#MyIntersexStory – Personal accounts by intersex people living in Europe» OII
Europe Intersex Awareness Weeks Campaign & Publication. www.oiieurope.org/myintersexstorypersonal-accounts-by-intersex-people-living-in-europe/
My Intersex Story (This video was created during OII Europes Second Intersex Community Event and
Conference in Copenhagen in February 2018). https://www.oiieurope.org/my-intersex-story/
Intersex
is
Awesome
|
Kristina
Turner
https://www.youtube.com/watch?v=kRzbVxQVJWA
Intersex
human rights Rinio Simeonidou @
https://www.youtube.com/watch?v=FJo4Br_Ifd8
250
&
Ori
TEDxLesvos
Turner
(ελληνικά
|
/
TEDxWWU
English
subs)
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Entre Deux Sexes (Documentary by Régine Abadia, France 2017, with intersex activists and the participants of
the
international
intersexe
residence
of
Douarnenez)Teaser:
www.youtube.com/watch?v=8e6XAjpr07E
Intersex People and the Physics of Judgment | Cecelia McDonald | TEDxBoulder (2016)
https://gr.pinterest.com/pin/intersex-people-and-the-physics-of-judgment--810155420478965672/
Hermaphrodites Speak! (Documentary from the first Intersex Retreat 1995, United States 1996. Watch here:
https://youtu.be/1sf7l1GKGgwYOUth&I is an intersex youth anthology that shares the stories and
experiences of young intersex people. Website: https://youthandi.org/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
251
3.6 Σεξουαλικός Προσανατολισμός: πανσεξουαλικότητα, αμφισεξουαλικότητα,
ασεξουαλικότητα
Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μια επισκόπηση του φάσματος του σεξουαλικού προσανατολισμού με έμφαση στην
πανσεξουαλικότητα, αμφισεξουαλικότητα και ασεξουαλικότητα. Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ευρύ
ζήτημα, η παράθεση των στοιχείων που ακολουθεί επιχειρεί να σκιαγραφήσει τα βασικά ζητήματα που σχετίζονται
με την έννοια αυτή και να αναδείξει τους βασικούς σταθμούς της έρευνας γύρω από τον σεξουαλικό
προσανατολισμό. Γίνεται παρουσίαση της βασικής ορολογίας του σεξουαλικού προσανατολισμού με σκοπό να
αποσαφηνιστεί η πληθώρα των εννοιών που αφορούν αυτό το ζήτημα. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στα στερεότυπα
και τις προκαταλήψεις που επικρατούν γύρω από τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου. Στο τέλος του
κεφαλαίου, παρατίθενται οι σχετικές νομικές εξελίξεις γύρω από ζητήματα που άπτονται του σεξουαλικού
προσανατολισμού. Αξίζει να σημειωθεί πως το κεφάλαιο επικεντρώνεται μόνο στα πανσέξουαλ, αμφί και
ασέξουαλ άτομα καθώς υπάρχει ήδη αρκετή βιβλιογραφία στα Ελληνικά σχετικά με τους ομοφυλόφιλους και τις
λεσβίες (Βλ. για παράδειγμα: Παπαδοπούλου, 2015· Ζησάκου, 2021).
Προαπαιτούμενη γνώση
Για την ανάγνωση του παρόντος κεφαλαίου δεν απαιτείται προϋπάρχουσα γνώση. Τα στοιχεία δίνονται με απλό
και κατανοητό τρόπο ώστε το αναγνωστικό κοινό να έχει στη διάθεσή του όλη την απαραίτητη πληροφορία.
Μαθησιακά αποτελέσματα
Με την ανάγνωση του παρόντος κεφαλαίου, το αναγνωστικό κοινό θα είναι σε θέση:
-
252
να έχει μια γενική εικόνα της έννοιας του σεξουαλικού προσανατολισμού και των βασικών ζητημάτων
που σχετίζονται με αυτήν,
να διακρίνει ανάμεσα στους ποικίλους όρους που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν διάφορες έμφυλες
ταυτότητες εντός του πλαισίου του σεξουαλικού προσανατολισμού,
να αναγνωρίζει τις σχετικές με τον σεξουαλικό προσανατολισμό νομικές εξελίξεις.
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.6.1 Ορολογία76
Σεξουαλικός προσανατολισμός
Η ικανότητα κάθε ατόμου για βαθιά ρομαντικά συναισθήματα ή/και
σωματική έλξη προς άλλα άτομα. Περιλαμβάνει την
ετεροφυλοφιλία, την ομοφυλοφιλία, την αμφιφυλοφιλία, την
πανσεξουαλικότητα και την ασεξουαλικότητα, καθώς και ένα ευρύ
φάσμα άλλων εκφράσεων του σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο
όρος αυτός προτείνεται αντί των όρων «σεξουαλικές προτιμήσεις»,
«σεξουαλική συμπεριφορά», «lifestyle» και «way of life» για την
περιγραφή των συναισθημάτων ή της έλξης ενός ατόμου προς άλλα
άτομα.
Σεξουαλική προτίμηση*
Χρησιμοποιείται για να δείξει τη μεγαλύτερη προτίμηση σε
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά έναντι άλλων σε σχέση με τον
ρομαντικό/ερωτικό
προσανατολισμό
ενός
ατόμου,
τα
συναισθήματα ή/και τη σωματική έλξη προς άλλα άτομα. Για
παράδειγμα, μπορεί να αφορά τα ψηλά ή κοντά άτομα, τα μελαχρινά
ή καστανόμαυρα άτομα ή/και άλλα χαρακτηριστικά ενός
συντρόφου.
Σεξουαλική συμπεριφορά*
Αφορά το τι κάνει ένα άτομο σεξουαλικά με κάποιο άλλο. Δεν
αποτελεί πάντα ακριβή ένδειξη του σεξουαλικού προσανατολισμού.
Σεξουαλική έλξη*
Με τον όρο «σεξουαλική έλξη» γίνεται αναφορά στη
συναισθηματική αντίδραση που βιώνει το άτομο όταν συναντά
κάποιο άλλο άτομο που βρίσκει σεξουαλικά ελκυστικό. Αυτή
μπορεί να στρέφεται προς οποιοδήποτε άτομο οποιουδήποτε φύλου,
ακόμη και προς οποιοδήποτε αντικείμενο. Παρομοίως, με τον όρο
«σεξουαλική ελκυστικότητα» (Sex appeal), γίνεται αναφορά στην
ικανότητα ενός ατόμου να έλκει τα σεξουαλικά ή ερωτικά
ενδιαφέροντα άλλων ατόμων, ενώ αποτελεί σημαντικό παράγοντα
για την επιλογή σεξουαλικού συντρόφου.
Σεξουαλική διέγερση*
Με τον όρο «σεξουαλική διέγερση» ή ερωτική διέγερση γίνεται
αναφορά στη διέγερση της σεξουαλικής επιθυμίας, κατά τη
διάρκεια ή εν αναμονή της σεξουαλικής δραστηριότητας. Μια σειρά
φυσιολογικών αποκρίσεων εμφανίζονται στο σώμα και το μυαλό ως
προετοιμασία για τη σεξουαλική επαφή και συνεχίζονται κατά τη
διάρκεια αυτής. Οι αντιδράσεις των γεννητικών οργάνων δεν
αποτελούν τις μόνες αλλαγές που συμβαίνουν, εντούτοις είναι
αισθητές και απαραίτητες για συναινετική και άνετη σεξουαλική
επαφή.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως σε κάποια σημεία του κειμένου παρουσιάζεται και ορολογία η οποία είναι
παθολογικοποιητική για την κοινότητα. Γνωρίζουμε ότι, δυστυχώς, ακόμη στον νομικό χώρο είναι πολύ συχνό το
φαινόμενο της χρήσης ορολογίας μη αποδεκτής από την κοινότητα γι’ αυτό και έχουμε συμπεριλάβει παρωχημένους όρους
όπως τους έχουμε βρει σε διάφορα κείμενα νομικά και μη (πάντα με σχετική αναφορά στο γεγονός ότι είναι
παθολογικοποιητικοί και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται) και τους αποδεκτούς που στηρίζονται στην προστασία των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς ο οδηγός σκοπεύει να ενημερώσει και να ξεκαθαρίσει τι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται
και τι πρέπει. Προσοχή! όροι που θεωρούνται στιγματιστικοί ή προβληματικοί για την κοινότητα φέρουν το σύμβολο
του αστερίσκου (*).
76
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
253
Ετεροφυλοφιλία
Με τον όρο «ετεροφυλοφιλία» ή ετεροσεξουαλικότητα νοείται η
ερωτική ή σεξουαλική έλξη ή η σεξουαλική συμπεριφορά που
παρουσιάζεται σε άτομα του αντίθετου φύλου. Ως σεξουαλικός
προσανατολισμός, η ετεροφυλοφιλία αποτελεί «ένα διαρκές
πρότυπο συναισθηματικής, ερωτικής ή/και σεξουαλικής έλξης» από
άτομα του αντίθετου φύλου. Αναφέρεται, ακόμη, στην «αίσθηση
ενός ατόμου για την ταυτότητά του που καθορίζεται από αυτή την
έλξη, από σχετικές συμπεριφορές και από τη συμμετοχή του σε
κοινότητα ατόμων που εμφανίζουν την ίδια έλξη. Τα
ετεροφυλόφιλα άτομα αποκαλούνται και στρέιτ (straight).
Ομοφυλοφιλία*
Με τον όρο «ομοφυλοφιλία» περιγράφεται η ερωτική ή σεξουαλική
έλξη ή η σεξουαλική συμπεριφορά μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.
Ως σεξουαλικός προσανατολισμός, η ομοφυλοφιλία αποτελεί ένα
διαρκές πρότυπο συναισθηματικής, ερωτικής ή/και σεξουαλικής
έλξης από και προς άτομα του ίδιου φύλου. Επίσης, αναφέρεται
στην αίσθηση ενός ατόμου για την ταυτότητά του που καθορίζεται
από αυτές τις έλξεις ή από τις σχετικές συμπεριφορές. Η
ομοφυλοφιλία αφαιρέθηκε από τις λίστες των ψυχικών διαταραχών
του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών
Διαταραχών (DSM) στις 15/12/1973 μετά από τις αλλεπάλληλες
πιέσεις του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος.
Αμφισεξουαλικότητα
Με τον όρο «αμφισεξουαλικότητα» ή «αμφιφυλοφιλία» νοείται η
συναισθηματική, ρομαντική ή/και η σεξουαλική έλξη ή σεξουαλική
συμπεριφορά προς άτομα που ανήκουν σε περισσότερα του ενός
φύλα.
Αμφισεξουαλικός/ή/ό
Ένα άτομο το οποίο αισθάνεται συναισθηματική ή/και σεξουαλική
έλξη προς δύο φύλα ή περισσότερα. Πολύ συχνά, χρησιμοποιείται
ως όρος-ομπρέλα για να περιγράψει διάφορες μορφές
πολυσεξουαλικότητας.
Ασεξουαλικότητα
Πρόκειται για την έλλειψη σεξουαλικού ενδιαφέροντος και αφορά
άτομα ανεξαρτήτως φύλου.
Ασέξουαλ
Αλλιώς και ace. Κάποιος/α/ο που δεν βιώνει (ή βιώνει λίγη)
σεξουαλική έλξη προς άλλα άτομα. Η ασεξουαλικότητα συνήθως
αντιμετωπίζεται ως φάσμα (asexual/ace spectrum) στο οποίο
περιλαμβάνεται το asexuality στο ένα άκρο, το gray-asexuality (ή
graysexuality) στο μέσο, και το (allo)sexuality στο άλλο άκρο.
Aromantic
Κάποιος/α/ο που δεν βιώνει ρομαντική-συναισθηματική έλξη προς
άλλα άτομα και έχει χαμηλό ή μηδαμινό ενδιαφέρον για
οποιαδήποτε ερωτική σχέση όπως και για το να ερωτευτεί γενικώς.
Agender
Ταυτότητα φύλου κατά την οποία το άτομο αισθάνεται ότι δεν έχει
φύλο ή η απουσία ταυτότητας φύλου.
Graysexual*
Αναφέρεται σε άτομα που βιώνουν περιορισμένη σεξουαλική έλξη.
Με άλλα λόγια, βιώνουν σεξουαλική έλξη πολύ σπάνια ή με πολύ
χαμηλή ένταση. Ο όρος πηγάζει από την ιδέα ότι η σεξουαλικότητα
δεν είναι μαύρο ή άσπρο – υπάρχει μια «γκρίζα περιοχή» στην οποία
πολλά άτομα ανήκουν.
254
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Fraysexual*
Αναφέρεται σε άτομα που βιώνουν την εμπειρία της σεξουαλικής
έλξης προς άτομα που είναι λιγότερο οικεία – όπου η σχέση δεν
φτάνει σε σημείο συναισθηματικής άνεσης.
Πανσεξουαλικότητα
Η πανσεξουαλικότητα ή παμφυλοφιλία είναι η σεξουαλική έλξη,
ερωτική αγάπη ή συναισθηματική έλξη προς άτομα ανεξαρτήτως
φύλου ή ταυτότητας φύλου.
Πανσέξουαλ
Ένα άτομο το οποίο αισθάνεται συναισθηματική, ρομαντική ή/και
σεξουαλική έλξη προς άτομα όλων των πιθανών ταυτοτήτων φύλου
και βιολογικών φύλων. Τα άτομα αυτά συχνά δηλώνουν πως το
βιολογικό φύλο ή/και η ταυτότητα φύλου ή/και τα χαρακτηριστικά
φύλου ενός ατόμου είναι ασήμαντες παράμετροι στον καθορισμό
του αν και κατά πόσο θα βιώσουν έλξη προς το άτομο αυτό.
Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιήσουν τον όρο «gender blind»,
δηλαδή ότι είναι «τυφλά» ως προς το θέμα του φύλου.
Εγωδυστονικός Σεξουαλικός
Προσανατολισμός*
Διαγνωστική κατηγορία του DSM-III (η οποία στην τρέχουσα
έκδοση DSM-V έχει αφαιρεθεί πλήρως) και του ICD-10. Σύμφωνα
με αυτήν, ενώ η ταυτότητα φύλου ή ο σεξουαλικός
προσανατολισμός δεν αμφισβητούνται, το άτομο θα ήθελε αυτά να
είναι διαφορετικά και ενδεχομένως να αναζητά θεραπεία για να το
επιτύχει, ήτοι να αλλάξει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Το
εγχειρίδιο διευκρινίζει πλέον ότι κανένας σεξουαλικός
προσανατολισμός δεν αποτελεί διαταραχή.
Penile plethysmography (PPG)*
Πεϊκή Πληθυσμογραφία*
Η πληθυσμογραφία πέους (PPG) ή φαλλομετρία είναι η μέτρηση
της ροής του αίματος στο πέος, που συνήθως χρησιμοποιείται ως
υποκατάστατο για τη μέτρηση της σεξουαλικής διέγερσης. Οι πιο
συχνά αναφερόμενες μέθοδοι διεξαγωγής της πληθυσμογραφίας
πέους περιλαμβάνουν τη μέτρηση της περιφέρειας του πέους με ένα
μετρητή τάσης υδραργύρου με λάστιχο ή ηλεκτρομηχανικό μετρητή
τάσης ή τον όγκο του πέους με έναν αεροστεγή κύλινδρο και
φουσκωτή μανσέτα στη βάση του πέους. Η ογκομετρική διαδικασία
εφευρέθηκε από τον Kurt Freund και θεωρείται ιδιαίτερα ευαίσθητη
σε χαμηλά επίπεδα διέγερσης. Ωστόσο, ευκολότερα στη χρήση
περιφερειακά μέτρα χρησιμοποιούνται ευρύτερα και είναι πιο
συνηθισμένα σε μελέτες που χρησιμοποιούν κινηματογραφικά
ερωτικά ερεθίσματα.
Vaginal photoplethysmography
(VPG or VPP)*
Kολπική Φωτοπληθυσμογραφία*
Η κολπική φωτοπληθυσμογραφία (VPG ή VPP) είναι μια τεχνική
που χρησιμοποιεί φως για τη μέτρηση της ποσότητας αίματος στα
τοιχώματα του κόλπου. Η συσκευή που χρησιμοποιείται ονομάζεται
κολπικό φωτόμετρο. Η συσκευή χρησιμοποιείται σε μια
προσπάθεια να ληφθεί ένα αντικειμενικό μέτρο της σεξουαλικής
διέγερσης μιας γυναίκας. Υπάρχει συνολικά μια φτωχή συσχέτιση
(r = 0,26) μεταξύ των αυτοαναφερόμενων επιπέδων επιθυμίας των
γυναικών και των μετρήσεων του VPG.
Πηγές
Bailey, J., Vasey, P., Diamond, L., Breedlove, S., Vilain, E., & Epprecht, M. (2016). Sexual Orientation,
Controversy, and Science. Psychological Science in the Public Interest, 17, 45–101.
https://doi.org/10.1177/1529100616637616
Colour Youth: κοινότητα LGBTQ νέων Αθήνας: https://www.colouryouth.gr/terms/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
255
Fedoroff, P., Kuban, M., & Bradford, J. (2009). Laboratory measurement of penile response in the assessment
of sexual interests. Sex Offenders: Identification, risk assessment, treatment and legal issues, 89–100.
Huberman, J. S., Dawson, S. J., & Chivers, M. L. (2017). Examining the time course of genital and subjective
sexual responses in women and men with concurrent plethysmography and thermography. Biological
Psychology, 129, 359–369. https://doi.org/10.1016/j.biopsycho.2017.09.006
3.6.2 Γενικό πλαίσιο
Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μια ευρύτερη παρουσίαση κάποιων βασικών εννοιών που σχετίζονται με τον
σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου (Βλ. Εικόνες 3.6.1-3.6.2). Ξεκινώντας με την οριοθέτηση του
σεξουαλικού προσανατολισμού είναι σημαντικό να επισημανθούν τέσσερα φαινόμενα που εμπίπτουν στη
γενική κατηγορία του σεξουαλικού προσανατολισμού, αλλά είναι εννοιολογικά και εμπειρικά διακριτά
σύμφωνα με τους Bailey et al. (2016). Το πρώτο φαινόμενο αφορά τη σεξουαλική συμπεριφορά, η οποία
συνίσταται σε σεξουαλικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου (ομοφυλόφιλοι), του άλλου
φύλου (ετεροφυλόφιλοι), των δύο φύλων (αμφιφυλόφιλοι) ή και όλων των φύλων (πανσέξουαλ) (Bailey et al.,
2016). Η σεξουαλική ταυτότητα είναι το δεύτερο φαινόμενο και έγκειται στην αυτοαντίληψη ενός ατόμου (που
άλλοτε αποκαλύπτεται στους άλλους και άλλοτε όχι) ως ομοφυλόφιλο, αμφιφυλόφιλο, ετεροφυλόφιλο άτομο,
πανσέξουαλ, ασέξουαλ κ.ο.κ. (Bailey et al., 2016). Το τρίτο φαινόμενο του σεξουαλικού προσανατολισμού
είναι ο βαθμός σεξουαλικής έλξης του ατόμου προς το ίδιο φύλο, άλλο φύλο, δύο φύλα ή όλα τα φύλα. Το
τέταρτο φαινόμενο αφορά τη σεξουαλική διέγερση που επιτυγχάνει το άτομο (Bailey et al., 2016).
Υπάρχουν, επίσης, διαφοροποιήσεις στην ορολογία μεταξύ των διαφόρων φαινομένων του
σεξουαλικού προσανατολισμού. Οι άνθρωποι αυτοπροσδιορίζονται ως «ομοφυλόφιλοι», «λεσβίες»,
«αμφιφυλόφιλοι», «στρέιτ» κ.ο.κ. Η επιστημονική κοινότητα που ασχολείται κυρίως με τις συνέπειες της
συμπεριφοράς του ίδιου φύλου μπορεί επίσης να αναφέρεται σε «άνδρες που κάνουν σεξ με άνδρες».
Εναλλακτικά, μερικές φορές γίνεται διάκριση ανάμεσα στα άτομα όχι ανάλογα με το αν έλκονται από άτομα
του ιδίου ή άλλου φύλου, αλλά ανάλογα με το αν έλκονται για παράδειγμα από άνδρες, ανδρόφιλοι, ή γυναίκες,
γυναικόφιλοι. Σε αυτή την περίπτωση, τόσο οι ετεροφυλόφιλες γυναίκες όσο και οι ομοφυλόφιλοι άνδρες
θεωρούνται ανδρόφιλοι επειδή και οι δύο ομάδες έλκονται από άνδρες. Αντίστοιχα, τόσο οι ετεροφυλόφιλοι
άνδρες όσο και οι ομοφυλόφιλες γυναίκες θεωρούνται γυναικόφιλοι επειδή και οι δύο ομάδες έλκονται από
γυναίκες (Bailey et al., 2016).
Παρόλο που τα τέσσερα προαναφερθέντα φαινόμενα του σεξουαλικού προσανατολισμού
(συμπεριφορά, έλξη, ταυτότητα και διέγερση) τείνουν να συμβαδίζουν, ήτοι τα ομοφυλόφιλα άτομα τείνουν να
αυτοπροσδιορίζονται ως ομοφυλόφιλα και να κάνουν σεξ με συντρόφους του ίδιου φύλου, κάτι τέτοιο δεν
συμβαίνει πάντα. Για παράδειγμα, ορισμένοι άνδρες που αυτοπροσδιορίζονται ως στρέιτ/ετεροφυλόφιλοι
κάνουν σεξ με άλλους άνδρες και φαίνεται να έλκονται πιο έντονα από άνδρες, άλλοι εμπλέκονται σε
ομοφυλοφιλική δραστηριότητα αλλά αυτοπροσδιορίζονται ως ετεροφυλόφιλοι (Bailey et al., 2016).
Παρομοίως, ορισμένα άτομα επιδιώκουν σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου σε ομοκοινωνικά
περιβάλλοντα με διαχωρισμό φύλου, όπως τις φυλακές ή το στρατό, αλλά συνεχίζουν τις ετεροφυλόφιλες
σχέσεις όταν υπάρχουν διαθέσιμοι σύντροφοι άλλου φύλου (Bailey et al., 2016). Επιπλέον, ο βαθμός
συσχέτισης μεταξύ έλξης, συμπεριφοράς και ταυτότητας ποικίλει μεταξύ των ατόμων σε διαφορετικά
πολιτισμικά πλαίσια. Για παράδειγμα, σε ορισμένες κουλτούρες και κοινότητες, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες που
παρουσιάζουν ομοφυλοφιλική έλξη μπορεί να επιδίδονται τακτικά στην αντίστοιχη σεξουαλική συμπεριφορά
με άτομα του ίδιου φύλου, ενώ εξακολουθούν να διατηρούν ετεροφυλόφιλη ταυτότητα (Bailey et al., 2016). Σε
άλλες κουλτούρες και κοινότητες, ένα τέτοιο μοτίβο μπορεί να είναι λιγότερο συνηθισμένο και οι ομοφυλόφιλοι
άνδρες που παρουσιάζουν ομοφυλοφιλική έλξη ενδεχομένως να δυσκολεύονται να βρουν άνδρες συντρόφους
χωρίς να αυτοπροσδιορίζονται ως ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός ορίζεται
εδώ ως η έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου ή άλλων φύλων (Bailey et al., 2016). Συνήθως, η ερευνητική
κοινότητα που μελετά τον σεξουαλικό προσανατολισμό εστιάζει στα αυτοαναφερόμενα πρότυπα σεξουαλικής
έλξης και όχι στη σεξουαλική συμπεριφορά ή ταυτότητα, επειδή η σεξουαλική συμπεριφορά και ταυτότητα
μπορεί να περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την τοπική κουλτούρα και επειδή είναι η σεξουαλική έλξη αυτή
που παρακινεί τη συμπεριφορά και την ταυτότητα, παρά το αντίστροφο (Bailey et al., 2016).
Πολλές επιστημονικές μελέτες που σχετίζονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό έχουν συγκρίνει
άτομα που έχουν επιλεγεί με βάση τον προσδιορισμό τους είτε ως αποκλειστικά ομοφυλόφιλοι/γκέι είτε ως
256
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
αποκλειστικά ετεροφυλόφιλοι/στρέιτ. Δηλαδή, οι μελέτες αυτές έχουν αγνοήσει ή ακόμη και αποκλείσει τα
άτομα που παρουσιάζουν για παράδειγμα αμφιφυλοφιλική έλξη (Bailey et al., 2016). Από τη μία πλευρά, αυτή
η προσέγγιση στη μελέτη του σεξουαλικού προσανατολισμού είναι ελλιπής. Από την άλλη πλευρά, τα
ευρήματα από μελέτες που χρησιμοποιούν αυτή την προσέγγιση δεν είναι απαραίτητα παραπλανητικά, με
δεδομένο ότι αναγνωρίζονται οι περιορισμοί τους. Δύο γενικές προσεγγίσεις φαίνεται να έχουν κυριαρχήσει
στην επιστημονική έρευνα για τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Η πιο κοινή προσέγγιση χρησιμοποιεί μέτρα
αυτοαναφοράς. Λιγότερο διαδεδομένες είναι οι ψυχοφυσιολογικές μετρήσεις και συγκεκριμένα οι μετρήσεις
της γεννητικής διέγερσης στους άνδρες.
Ως προς τα μέτρα αυτοαναφοράς του σεξουαλικού προσανατολισμού, ένα από τα πιο γνωστά και
ευρέως διαδεδομένα μέτρα είναι η κλίμακα αξιολόγησης ετεροφυλόφιλων-ομοφυλόφιλων ή αλλιώς κλίμακα
Kinsey. Η κλίμακα αυτή κυμαίνεται από το 0 (που αντιπροσωπεύει τον πλήρως ετεροφυλόφιλο
προσανατολισμό) έως το 6 (που αντιπροσωπεύει τον πλήρως ομοφυλόφιλο προσανατολισμό). Η μεσαία
βαθμολογία, 3, αντιπροσωπεύει τον αμφιφυλόφιλο προσανατολισμό με ίση έλξη προς άνδρες και γυναίκες. Οι
υπόλοιπες βαθμολογίες αντιπροσωπεύουν διαβαθμίσεις μεταξύ αυτών των μετρήσεων βάσης. Ο Kinsey
υποστήριξε τη χρήση αυτής της μετρικής κλίμακας για τον σεξουαλικό προσανατολισμό λέγοντας ότι:
Οι άνδρες δεν αντιπροσωπεύουν δύο διακριτούς πληθυσμούς, τους ετεροφυλόφιλους και τους
ομοφυλόφιλους. Ο κόσμος δεν χωρίζεται σε πρόβατα και κατσίκια. Δεν είναι όλα τα πράγματα άσπρα
ούτε όλα μαύρα. Αποτελεί θεμελιώδες ταξινομικό στοιχείο στη βιολογία το γεγονός ότι η φύση σπάνια
ασχολείται με διακριτές κατηγορίες. Μόνο το ανθρώπινο μυαλό επινοεί κατηγορίες και προσπαθεί να
βάλει τα γεγονότα μέσα σε διακριτούς περιστερώνες. Ο κόσμος των έμβιων όντων αποτελεί ένα
συνεχές σε όλες τις πτυχές του. Όσο πιο γρήγορα το μάθουμε αυτό σχετικά με την ανθρώπινη
σεξουαλική συμπεριφορά, τόσο πιο γρήγορα θα φτάσουμε σε μια σωστή κατανόηση της
πραγματικότητας του σεξ. (Kinsey et al., 1948, σσ. 638-639).
Παρόλο που ο Kinsey έκανε τελικά έναν εμπειρικό ισχυρισμό που απαιτούσε επιστημονικές αποδείξεις, η
κλίμακα του παρείχε έναν απλό τρόπο συλλογής χρήσιμων δεδομένων και χρησιμοποιήθηκε ευρέως (Bailey et
al., 2016). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η κλίμακα Kinsey αποτελεί ένα εργαλείο αυτοαναφοράς. Αυτό
φαντάζει λογικό και συχνά αποτελεί το βέλτιστο μέτρο, καθώς το ίδιο το άτομο είναι το πλέον κατάλληλο για
να απαντήσει σχετικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Ωστόσο, οι βαθμολογίες της κλίμακας Kinsey
με αυτοαναφορά μπορεί μερικές φορές να είναι ανακριβείς ή ελλιπείς, ιδίως όταν οι άνθρωποι θέλουν να
αποκρύψουν τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή όταν υπάρχει σύγκρουση μέσα τους σχετικά με τα
σεξουαλικά τους συναισθήματα.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εκτός από τα μέτρα αυτοαναφοράς υπάρχουν και τα γεννητικά μέτρα
για την ανάλυση του σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο ερευνητής του σεξ Kurt Freund επινόησε μια τεχνική
για την αξιολόγηση της στύσης του πέους με απόκριση σε διάφορα είδη σεξουαλικών ερεθισμάτων ως ένα
παράθυρο για πρόσβαση στον σεξουαλικό προσανατολισμό των ανδρών (Freund, 1963). Οι γενικοί όροι για τη
μέτρηση της στύσης του πέους είναι «πεϊκή πληθυσμογραφία» ή «φαλλομετρία» (PPG). Η συγκεκριμένη
μέθοδος του Freund χρησιμοποιούσε εικόνες γυμνών ανδρών και γυναικών ως ερεθίσματα και ένα όργανο που
έμοιαζε με βαρόμετρο το οποίο τοποθετείτο πάνω από τα γεννητικά όργανα των ανδρών για τη μέτρηση της
στύσης τους μέσω αλλαγών στην πίεση του αέρα. Η τεχνολογία του Freund είναι ευαίσθητη σε μικρές στυτικές
αυξήσεις του πέους, αλλά παρουσιάζει κάποιους περιορισμούς. Για παράδειγμα, απαιτεί έναν τεχνικό για να
τοποθετήσει το όργανο. Εξαιτίας αυτού, οι περισσότερες έρευνες σχετικά με τον ανδρικό σεξουαλικό
προσανατολισμό με μετρήσεις στα γεννητικά όργανα έχουν χρησιμοποιήσει περιφερειακά μέτρα PPG, όπως ο
μετρητής τάσης του πέους, τα οποία είναι κάπως λιγότερο ευαίσθητα σε μικρές αλλαγές στη στύση του πέους,
αλλά λιγότερο δύσκολα στη χρήση (Janssen, 2002· Kuban et al., 1999). Τα μοτίβα διέγερσης που μετρώνται με
PPG θεωρούνται ομοφυλοφιλικά (ή ανδροφιλικά) όταν η διέγερση ενός άνδρα σε ερεθίσματα ενηλίκων ανδρών
υπερβαίνει σημαντικά τη διέγερσή του σε ερεθίσματα ενηλίκων γυναικών και ετεροφυλοφιλικά (ή
γυναικοφιλικά) όταν εμφανίζεται το αντίθετο μοτίβο. Αντίθετα, ένας άνδρας θεωρείται ότι έχει αμφιφυλόφιλο
πρότυπο διέγερσης όταν η απόλυτη διαφορά μεταξύ της διέγερσής του σε ανδρικά και γυναικεία ερεθίσματα
είναι μικρότερη από την απόλυτη διαφορά που παρατηρείται μεταξύ ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων
ανδρών (Bailey et al., 2016). Πιο συγκεκριμένα, ένας ομοφυλόφιλος άνδρας διεγείρεται συνήθως πολύ
περισσότερο από ανδρικά παρά από γυναικεία ερεθίσματα και ένας ετεροφυλόφιλος άνδρας διεγείρεται
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
257
συνήθως πολύ περισσότερο από γυναικεία παρά από ανδρικά ερεθίσματα. Αμφότερα, αυτά τα πρότυπα
αποδίδουν μεγάλες απόλυτες διαφορές μεταξύ της διέγερσης σε γυναικεία έναντι ανδρικών ερεθισμάτων. Ένας
αμφιφυλόφιλος άνδρας, αντίθετα, θα πρέπει να έχει επίπεδα διέγερσης σε γυναικεία και ανδρικά ερεθίσματα
που δεν παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις, εμφανίζοντας μικρότερη απόλυτη διαφορά (Bailey et al., 2016).
Παρόλο που ο Freund επινόησε την PPG για να αξιολογήσει τον ανδρικό σεξουαλικό προσανατολισμό,
όπως παρουσιάζεται εδώ, ήτοι τον ομοφυλοφιλικό έναντι του ετεροφυλοφιλικού προσανατολισμού, η
εφαρμογή αυτή δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα διαδεδομένη ενώ μπορεί να θεωρηθεί και προβληματική. Η χρήση της
PPG για την αξιολόγηση του τυπικού ανδρικού σεξουαλικού προσανατολισμού γίνεται σχεδόν αποκλειστικά
στο πλαίσιο της βασικής επιστημονικής έρευνας, ήτοι της έρευνας που αποσκοπεί στην απάντηση
επιστημονικών ερωτημάτων σε αντίθεση με την εφαρμοσμένη έρευνα σε κλινικούς πληθυσμούς, η οποία έχει
ως στόχο την ανάπτυξη χρήσιμων αξιολογήσεων ή θεραπειών. Οι πιο συνηθισμένες πρακτικές εφαρμογές της
χρήσης της PPG αφορούν τη διάγνωση και τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας (Broderick, 1998) και την
ανίχνευση της παιδοφιλίας, συνήθως μεταξύ ανδρών που κατηγορούνται ή καταδικάζονται για σεξουαλικά
αδικήματα (βλ. ενδεικτικά Blanchard et al., 2001). Παράλληλα, υπάρχουν μέτρα που αφορούν τη διέγερση των
γυναικείων γεννητικών οργάνων. Οι πιο συνηθισμένες μετρικές χρησιμοποιούν την κολπική
φωτοπληθυσμογραφία (VPP), μια τεχνική που είναι ευαίσθητη στις μεταβολές της ροής του αίματος στον
κόλπο (Bailey et al., 2016), αλλά θα πρέπει να επισημανθεί ότι και αυτά τα μέτρα μπορούν να θεωρηθούν
προβληματικά.
Εντούτοις, υπάρχουν και άλλα μέτρα για τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τα οποία δεν βασίζονται
στην αυτοαναφορά. Σε αυτά περιλαμβάνονται ο χρόνος θέασης, ήτοι ο χρόνος που δαπανάται για την προβολή
εικόνων ανδρών έναντι γυναικών ή για την αξιολόγησή τους ως προς την ελκυστικότητά τους (Israel &
Strassberg, 2009· Rullo et al., 2010), η ενεργοποίηση fMRI, ήτοι η ενεργοποίηση των σχετικών περιοχών του
εγκεφάλου ως απόκριση στην προβολή ερωτικών εικόνων ανδρών έναντι γυναικών (Safron et al., 2007), οι
έμμεσες στάσεις (Snowden et al., 2008) και η διαστολή της κόρης του ματιού, ήτοι η διαστολή της κόρης του
ματιού κατά την προβολή εικόνων ή βίντεο ανδρών έναντι γυναικών (Rieger & Savin-Williams, 2012). Μελέτες
που χρησιμοποίησαν αυτά τα μέτρα έχουν δώσει ισχυρές συσχετίσεις με τον αυτοαναφερόμενο σεξουαλικό
προσανατολισμό σε δείγματα ατόμων χωρίς προφανή λόγο να δίνουν ανακριβείς αυτοαναφορές. Και αυτές οι
μελέτες μπορούν να θεωρηθούν προβληματικές, ενώ παράλληλα ένα σημαντικό πρόβλημα όλων των
προαναφερθέντων μελετών είναι ότι επικεντρώνονται μόνο στο δίπολο γυναίκα/άνδρας.
Στη συζήτηση για τον σεξουαλικό προσανατολισμό ένα από τα πιο συνηθισμένα ζητήματα που τίθενται
στην επιστημονική κοινότητα αφορά την πληθυσμιακή επικράτηση της ομοφυλοφιλίας και της
αμφιφυλοφιλίας. Είναι αδύνατο να δοθούν ακριβείς εκτιμήσεις, για διάφορους λόγους. Σύμφωνα με τους Kuhot
et al. (2013), πρώτον, τα διάφορα φαινόμενα που συνδέονται με την ομοφυλοφιλία και την αμφιφυλοφιλία,
όπως η συμπεριφορά, η ταυτότητα φύλου και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, ποικίλλουν σε συχνότητα. Για
παράδειγμα, άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως ετεροφυλόφιλα μπορεί να εξακολουθούν να εμπλέκονται σε
ομοφυλοφιλικό σεξ και να παραδέχονται ομοφυλοφιλική έλξη (Kohut et al., 2013). Δεύτερον, τα διαφορετικά
φαινόμενα που σχετίζονται με την ομοφυλοφιλία και την αμφιφυλοφιλία μπορεί να ποικίλλουν κατά τη
διάρκεια της ζωής (Kohut et al., 2013). Για παράδειγμα, το ποσοστό των ατόμων που είχαν κάποτε μια
ομοφυλοφιλική εμπειρία είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό των ατόμων που είχαν μόνο ομοφυλοφιλικές
εμπειρίες για ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής τους (Kohut et al., 2013). Τρίτον, η ομοφυλοφιλία παραμένει σε
κάποιον βαθμό στιγματισμένη ακόμη και στα πιο φιλελεύθερα έθνη (Kohut et al., 2013) και ως εκ τούτου
ορισμένα άτομα μπορεί να μην επιθυμούν να δηλώσουν τις ομοφυλοφιλικές έλξεις, την ταυτότητα φύλου και
τη συμπεριφορά τους. Τέλος, δεν υπάρχει καλός λόγος να πιστεύεται ότι ένα ενιαίο σύνολο εκτιμώμενων
συχνοτήτων ισχύει για όλους τους τόπους και τους χρόνους. Αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό να ισχύει για τη
σεξουαλική ταυτότητα και τη σεξουαλική συμπεριφορά, οι οποίες φαίνονται πολύ πιο πολιτισμικά εύπλαστες
απ’ ό,τι η σεξουαλική έλξη (Kohut et al., 2013).
Ο Kinsey διεξήγαγε τις πρώτες μεγάλες έρευνες για την ομοφυλοφιλία στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του
1940 (Kinsey et al., 1948). Τα αποτελέσματά του σόκαραν επειδή έκαναν την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά και
έλξη να φαίνεται τόσο «συνηθισμένη». Για παράδειγμα, το 37% των ανδρών που συμμετείχαν στην έρευνα
παραδέχτηκαν ότι είχαν ομοφυλοφιλικές εμπειρίες. Οι περισσότερες από αυτές συνέβησαν κατά τη διάρκεια
της εφηβείας, υποδηλώνοντας ίσως σύντομο πειραματισμό. Περίπου το 10% των ανδρών ήταν, περισσότερο ή
λιγότερο, αποκλειστικά ομοφυλόφιλοι για τουλάχιστον 3 χρόνια κατά τη διάρκεια της ενήλικης τους ζωής.
Περίπου το 4% των ανδρών ερωτηθέντων ήταν ομοφυλόφιλοι για όλη τους τη ζωή (Kinsey et al., 1948).
258
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1980 και με κίνητρο την ανάγκη των επιδημιολόγων για
καλύτερους αριθμούς ως προς την παρακολούθηση της επιδημίας του HIV, διεξήχθησαν αρκετές μεγάλες
έρευνες για τη σεξουαλική συμπεριφορά, κυρίως στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Αυστραλία. Οι
περισσότερες από αυτές αξιολόγησαν πτυχές της ομοφυλοφιλίας καθώς και της ετεροφυλοφιλίας και
επικεντρώθηκαν στη σεξουαλική συμπεριφορά και όχι στη σεξουαλική έλξη. Τα αποτελέσματα αυτών των
ερευνών παρέχουν πολύ χαμηλότερους αριθμούς από το 10% του Kinsey. Η ερώτηση σχετικά με τη σεξουαλική
ταυτότητα, ήτοι το εάν τα ερωτηθέντα άτομα θεωρούν τα εαυτά τους ομοφυλόφιλους/γκέι/λεσβίες,
αμφιφυλόφιλους ή ετεροφυλόφιλους/στρέιτ κ.ο.κ, είναι ίσως ο απλούστερος τρόπος για να ερωτηθούν οι
άνθρωποι σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Μια έρευνα σε 34.557 ενήλικες των ΗΠΑ απέδωσε
ποσοστά 96,6% ετεροφυλόφιλων, 1,6% ομοφυλόφιλων ή λεσβιών και 0,7% αμφιφυλόφιλων (Ward et al.,
2014). Επιπλέον, το 1,1% των ερωτηθέντων προσδιόρισαν τον εαυτό τους ως «κάτι άλλο» ή δήλωσαν ότι «δεν
γνωρίζουν την απάντηση». Αυτοί οι αριθμοί βρίσκονται σε αρκετά στενή συμφωνία με μια ανασκόπηση εννέα
μεγάλων μελετών που διεξήχθησαν σε δυτικούς πληθυσμούς (Gates, 2011), η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι περίπου το 3,5% των ενηλίκων των ΗΠΑ προσδιορίζονται ως ομοφυλόφιλοι, λεσβίες ή αμφιφυλόφιλοι. Η
μόνη εκτίμηση του μη ετεροφυλόφιλου προσανατολισμού για έναν μη δυτικό πολιτισμό επικεντρώθηκε σε
άνδρες από τη Σαμόα, και η εκτίμηση που προέκυψε για την ανδροφιλία, από 1,4% έως 4,7%, είναι παρόμοια
με τις δυτικές εκτιμήσεις (VanderLaan et al., 2013). Ανάλογα με το τι εννοείται με τον όρο «μη
ετεροφυλόφιλος», η μη ετεροφυλόφιλη ταυτότητα μπορεί να είναι ένα ιδιαίτερα περιορισμένο μέτρο του μη
ετεροφυλόφιλου προσανατολισμού. Σε σχετική ανασκόπηση, τρεις μελέτες αξιολόγησαν την έλξη προς το ίδιο
φύλο καθώς και την έμφυλη ταυτότητα. Το ποσοστό των ενηλίκων που παραδέχτηκαν «οποιαδήποτε
ομοφυλοφιλικά συναισθήματα» κυμάνθηκε από 1,8% έως 11%, υπερβαίνοντας το ποσοστό που ταυτοποιήθηκε
ως «ομοφυλόφιλος» ή «αμφιφυλόφιλος» κατά ένα ποσοστό που κυμαινόταν από 1,5% έως 3,1% (Gates, 2011).
Τι σημαίνει όμως να λέει κανείς ότι έχει βιώσει έλξη προς το ίδιο φύλο «τουλάχιστον μία φορά» (Smith et al.,
2003) ή ότι η σεξουαλική έλξη του κατευθύνεται «κυρίως» προς το ένα φύλο (Chandra et al., 2011); Στη μελέτη
που έδωσε ένα ποσοστό 11% αναφορικά με το ιστορικό οποιασδήποτε ομοφυλοφιλικής έλξης, μόνο το 3,3%
των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έλκεται τόσο από το ίδιο φύλο όσο από άλλα φύλα. Στην ανασκόπηση του Gates
(2011), τρεις μελέτες αξιολόγησαν τόσο τη μη ετεροφυλόφιλη ταυτότητα όσο και τη συμπεριφορά. Το ποσοστό
των ενηλίκων που ανέφεραν ιστορικό οποιασδήποτε σεξουαλικής αλληλεπίδρασης μεταξύ ατόμων του ίδιου
φύλου κυμαινόταν από 6,9% έως 8,8%, υπερβαίνοντας εκείνους που ανέφεραν μη ετεροφυλόφιλη ταυτότητα
με αναλογίες που κυμαίνονταν από 2:3 έως 3:3 (Gates, 2011). Είναι σαφές ότι κανένας αριθμός δεν μπορεί να
παράσχει μια εκτίμηση για τον σεξουαλικό προσανατολισμό καθώς είναι ρευστός. Συνεπώς, και πάλι πολλές
από αυτές τις μεθοδολογίες και πολλά από αυτά τα στατιστικά μπορεί να θεωρηθούν προβληματικά.
Τους προβληματισμούς όσον αφορά αυτές τις έρευνες καταγράφει και ο Voeten, ο οποίος αναφέρεται
συγκεκριμένα στον Kinsey και αναδεικνύει πως «πρώτον, η διάσημη έρευνα του Kinsey πιθανόν υπερεκτίμησε
τις συχνότητες των μη ετεροφυλόφιλων έλξεων και εμπειριών» (Voeten, 2012). Εάν και έχει ήδη διεξαχθεί
επαρκής αριθμός δειγματοληπτικών ερευνών στον δυτικό κόσμο που σχετίζονται με τον σεξουαλικό
προσανατολισμό, η διακύμανση στις εκτιμήσεις του επιπολασμού μεταξύ των μελετών μπορεί να αντανακλά
κυρίως σφάλματα μέτρησης, τόσο συστηματικά όσο και τυχαία. Η υποβολή ολοένα και πιο λεπτομερών
ερωτήσεων και ίσως ακόμη και η συμπερίληψη μέτρων που δεν αφορούν αυτοαναφορές σχετικά με τον
σεξουαλικό προσανατολισμό ίσως να μπορέσουν να οδηγήσουν σε πιο έγκυρα αποτελέσματα, ενώ θα ήταν
επιστημονικά πιο χρήσιμο να ερευνηθούν περισσότεροι μη δυτικοί πληθυσμοί (Voeten, 2012).
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
259
Εικόνα 3.6.1 (Φωτογραφία από Alexander Grey), αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/lgbtq-3876245/
Εικόνα 3.6.2 (Φωτογραφία από 42North), αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pexels.com/el-gr/photo/1280638/
260
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
3.6.3 Αμφισεξουαλικότητα, πανσεξουαλικότητα, ασεξουαλικότητα στα ελληνικά μέσα
ενημέρωσης
Στο κείμενο «Η αορατότητα της αμφιφιλοφυλίας»77 της Χριστίνα Βογιατζόγλου (Βλ. Εικόνα 3.6.3) που έχει
στηριχτεί στην εισήγησή της σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο 24ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης, τίθενται τα εξής ερωτήματα:
Γιατί η αμφιφυλοφιλία μας κάνει να νιώθουμε άβολα; Όλα τα μπαϊσέξουαλ άτομα έχουμε βιώσει αυτό
το κούμπωμα, μόλις κάποιο ακούσει για τη σεξουαλικότητά μας. Το βασικό πρόβλημα είναι πως η
αμφιφυλοφιλία δεν απαντά άμεσα την ερώτηση «από ποι@ θα έλκεται το άτομο αυτό;». Η απουσία
απάντησης είναι αυτή που μπορεί να εξοργίζει τον κόσμο, που έχει μάθει να βγάζει συμπεράσματα
βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού. Γιατί έχουμε μάθει στη λογική μας να βασίζεται σε δίπολα και
όχι σε φάσματα. Και αυτό δυστυχώς ισχύει τόσο για τα άτομα εκτός της λοατκια+ κοινότητας όσο και
για τα άτομα εντός αυτής.
Δηλώνει πως:
η αμφιφοβία μπορεί να πάρει συχνά τη μορφή άρνησης ότι η αμφιφυλοφιλία είναι ένας πραγματικός
σεξουαλικός προσανατολισμός ή τη μορφή αρνητικών στερεοτύπων για τους ανθρώπους που είναι
αμφιφυλόφιλοι (πρόστυχοι, ανειλικρινείς κτλ.). Ξεκινά από το απλό γεγονός πως αν κάποιο με δει με
μια κοπέλα, αυτόματα θα θεωρήσει ότι είμαι λεσβία. Αν με δει με άντρα πως είμαι straight. Ξεκινά από
την ανακούφιση της μητέρας μου πως μετά από τρία χρόνια λεσβιασμού, αφού χώρισα, έγινα ξαφνικά
straight. Δεν ανήκω πια για αυτήν στη λοατκια κοινότητα.
Επίσης, αναλύει τη σύγχυση που υπάρχει σχετικά, αλλά και την αορατότητα της κοινότητας στον νόμο:
Πολλοί αντιμετωπίζουν την αμφιφυλοφιλία ως μια στάση στον δρόμο προς την ετεροφυλοφιλία ή την
ομοφυλοφιλία. Άλλοι θεωρούν ότι η αμφιφυλοφιλία είναι ουσιαστικά μια προσπάθεια για τα λοατκια
άτομα «να προσαρμοστούν» στην ετεροκανονικότητα μέσω της αμφί ταυτότητας, ιδιαίτερα σε
συγκεκριμένες κοινωνίες. Την ίδια ώρα που η αμφιφυλοφιλία είναι παντελώς αόρατη από τον νόμο. Το
2021 τα μπάι άτομα αποτελούσαν σχεδόν το 60% της κοινότητας. Παρ’ όλα αυτά είναι πολύ πιθανό το
60% αυτό να νιώθει αόρατο ή να χάνει την αίσθηση του ανήκειν στην κοινότητα, της οποίας ρόλος
είναι να αγκαλιάζει.
Επιπλέον συνδέει την αμφισεξουαλικότητα με το φεμινιστικό κίνημα:
Ιστορικά οι μπάι γυναίκες έχουν βιώσει τη σεξουαλικότητά τους να ετεροπροσδιορίζεται από λεσβίες
φεμινίστριες ως «απολιτίκ διαφυγή». Έχουν χαρακτηριστεί ως «μη ριζοσπαστικές», εξαιτίας της έλξης
τους από σις άντρες. Πολλές τις αναφέρουν ως «αντιφεμινιστικές», γιατί «γουστάρουν διείσδυση,
γουστάρουν να είναι υποτακτικές στο σεξ, γουστάρουν να τις κάνει ο άντρας ό,τι θέλει, γιατί
αναπαράγουν τους ρόλους του κοινωνικού φύλου στις ετεροκανονικές τους σχέσεις». Κατηγορούνταν
πιο έντονα, γιατί είναι οι μοναδικές που επιλέγουν εντελώς ελεύθερα τις σχέσεις τους με cis straight
άντρες.
Βλ. https://kokkini.org/2023/07/10/%CE%B7%CE%B1%CE%BF%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%B7%CF%82%CE%B1%CE%BC%CF%86%CE%B9%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%A
F%CE%B1%CF%82/
77
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
261
Εικόνα 3.6.3 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο
https://kokkini.org/2023/07/10/η-αορατότητα-της-αμφιφυλοφιλίας/
Ο M. Hulot της LiFO 78 παίρνει συνέντευξη από τη Βασιλική (Βλ. Εικόνα 3.6.4) η οποία δηλώνει πανσέξουαλ:
Για να γίνει πιο σαφές, ένας πανσέξουαλ άνθρωπος είναι πιθανό να νιώσει σεξουαλική έλξη για queer
άτομα, agender άτομα ή άτομα οποιουδήποτε άλλου φύλου. Ένα bisexual άτομο θα νιώσει έλξη για τα
δύο κυρίαρχα φύλα: τον άνδρα και τη γυναίκα. Συνειδητοποίησα ότι με ελκύουν όλα τα φύλα όταν
ξεκίνησα να νιώθω σεξουαλική έλξη για άτομα των οποίων το φύλο δεν μπορούσα να κατατάξω σε
έναν από τους δύο πόλους και ούτε και τα ίδια το επιθυμούσαν. Αντίθετα, ένιωθαν άνετα και οικεία με
τη χρήση και της αρσενικής και της θηλυκής αντωνυμίας, γεγονός που όχι απλώς δεν με ενοχλούσε
αλλά μου φαινόταν και πολύ πιο ελκυστικό και όμορφο. Έχω κάνει σεξ με άτομα των οποίων το
βιολογικό φύλο ήταν το γυναικείο, αλλά αυτοπροσδιορίζονταν ως άφυλα ή επιθυμούσαν τη χρήση της
αρσενικής αντωνυμίας, είτε γενικά είτε κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Δεν έχω κάνει σεξ με
άτομα των οποίων το βιολογικό φύλο είναι το αρσενικό, αλλά δεν το αποκλείω καθόλου να συμβεί στο
μέλλον. Άλλωστε, αυτό συνεπάγεται η πανσεξουαλικότητα: να επιλέγεις τους ερωτικούς σου
συντρόφους τελείως ανεξάρτητα από το φύλο τους.
Συνεχίζει μιλώντας για την πραγματικότητα των πανσέξουαλ ατόμων στην Ελλάδα:
Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά στην επαρχία από την οποία και κατάγομαι και πολύ
διαφορετικά από άτομο σε άτομο γενικά. Προσωπικά, έχω την τύχη να προέρχομαι από ένα αρκετά
ανοιχτόμυαλο οικογενειακό περιβάλλον και να έχω πολύ υποστηρικτικούς φίλους, οπότε όλοι όσοι με
ξέρουν, ξέρουν. Προς το παρόν, δεν είναι κάτι που διατυμπανίζω, γιατί κάτι τέτοιο θα παραβίαζε και
την ιδιωτικότητά μου, αλλά σίγουρα δεν το κρύβω. Αυτό που η κοινωνία δεν δέχεται ακόμα είναι τα
μη διπολικά φύλα ή τα άτομα που δεν αυτοπροσδιορίζονται είτε ως άντρες είτε ως γυναίκες. Αυτό το
κομμάτι χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα σε κοινωνικό επίπεδο αλλά και σε θεσμικό, μέχρι να
αναγνωριστεί και νομικά η ταυτότητα φύλου. Το ζητούμενο είναι να μην υπάρχουν άνθρωποι που
78
Βλ. https://www.lifo.gr/lgbtqi/ti-akribos-simainei-pansexoyal
262
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
καταπιέζουν το φύλο τους ή την απουσία αυτού, προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί. Με τις μη
ετεροφυλοφιλικές σεξουαλικότητες υπάρχει κάποια τριβή και κάποια εξοικείωση. Τα ζητήματα φύλου
πρέπει να βγουν στην επιφάνεια και στον δημόσιο λόγο πλέον. Δεν γνωρίζω προσωπικά κάποιον
πανσέξουαλ άντρα, αλλά η πανσεξουαλικότητα δεν έχει να κάνει με το φύλο. Όσο πιθανό είναι μια
γυναίκα να είναι πανσέξουαλ, άλλο τόσο είναι κι ένας άντρας να είναι πανσέξουαλ, άλλο τόσο είναι κι
ένα agender άτομο να είναι πανσέξουαλ. Το ποιο ή ποια φύλα σε ελκύουν σεξουαλικά ή ερωτικά είναι
ανεξάρτητο από το με ποιο φύλο ταυτίζεσαι και αυτοπροσδιορίζεσαι εσύ. Οπότε, ναι, σίγουρα
υπάρχουν πανσέξουαλ άντρες. «Θα ήθελες να κάνεις οικογένεια;». «Βεβαίως. Και με πολλά παιδιά
μάλιστα».
Εικόνα 3.6.4 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.lifo.gr/lgbtqi/ti-akribos-simainei-pansexoyal
Η ομάδα Ampa79 γράφει για την ασεξουαλικότητα (Βλ. Εικόνα 3.6.5) και αναρωτιέται «Γιατί ενώ πλέον μπορεί
μία γυναίκα ή ένας άντρας να αυτοπροσδιορίζεται ως straight / cis straight / gay ή non binary, θεωρείται ακόμη
ταμπού ή weird το να αυτοπροσδιορίζεται ως ασέξουαλ;» Ορίζει την ασεξουαλικότητα ως:
μια ευρεία ετικέτα που περιλαμβάνει μια σειρά από σεξουαλικές ταυτότητες. Ενώ το να είσαι
ασεξουαλικός σημαίνει ότι μπορεί να μην έλκεσαι σεξουαλικά από άλλους, αυτό δεν σημαίνει ότι τα
άτομα στο φάσμα του άσου δεν έχουν ρομαντικές σχέσεις. Όπως κάθε σεξουαλική ετικέτα, δεν είναι
όλα ή άσπρο ή μαύρο.
Επιπλέον διαχωρίζει τα ασέξουαλ με τα αρομαντικά άτομα τονίζοντας ότι «οι αρομαντικοί εντάσσονται στην
κατηγορία των ασεξουαλικών, που ενίοτε αισθάνονται σεξουαλική έλξη, ωστόσο, προτιμούν να έρχονται σε
σεξουαλική επαφή με άτομα με τα οποία δεν έχουν κανέναν συναισθηματικό δεσμό», ενώ παράλληλα μερικοί
ασεξουαλικοί άνθρωποι μπορεί επίσης να είναι αρομαντικοί.
Βλ. https://ampa.lifo.gr/loatki/gia-triti-ti-simainei-na-eisai-asexoyal-ti-einai-oi-quot-assoi-quot-oi-fraysexual-kai-ti-oiaromantikes-scheseis/
79
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
263
Εικόνα 3.6.5 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://ampa.lifo.gr/loatki/gia-triti-ti-simainei-na-eisai-asexoyal-ti-einai-oi-quot-assoi-quot-oi-fraysexual-kai-ti-oiaromantikes-scheseis/
Η Πηνελόπη Μποσταντζόγλου80 αναφέρει πως:
η παραπληροφόρηση γύρω από την ασεξουαλικότητα, μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ψυχικής
υγείας και στίγμα, δυσκολεύοντας ασέξουαλ άτομα, να αποκτήσουν τη ρομαντική σχέση που
επιθυμούν. Μια κοινή παρανόηση είναι ότι οι ασεξουαλικοί άνθρωποι δεν βιώνουν σεξουαλική έλξη,
ούτε κάνουν σεξ αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Η στάση των ασεξουαλικών ατόμων απέναντι στο
σεξ, γενικά εμπίπτει σε μία από τις τρεις κατηγορίες: ευνοϊκά για το σεξ, αδιάφορα για σεξ και απέχθεια
για το σεξ. Ανάλογα με το πού εμπίπτει ένα άτομο σε αυτό το φάσμα, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι
με τους οποίους μπορεί να ενσωματώσει σεξουαλικές ή προσωπικές δραστηριότητες στις σχέσεις του.
(...) Παρά τον κοινό μύθο ότι ένα άτομο δεν μπορεί να είναι queer και ασέξουαλ ταυτόχρονα, οι «άσοι»
δεν χρειάζεται να συμμετέχουν σε σεξουαλικές, ρομαντικές ή ακόμα και queerplatonic σχέσεις για να
«κερδίσουν» την ένταξη.
Παράλληλα, η Νίκη Μπακούλη 81 ξεκαθαρίζει πως:
Η ασεξουαλικότητα δεν είναι το ίδιο πράγμα με την αγαμία, την αποχή, τη δυσλειτουργία, το φόβο
οικειότητας ή την απώλεια της λίμπιντο. Δεν αφορά άλλους (π.χ. θρησκευτικούς λόγους) ή λόγω υγείας
(σωματικής ή ψυχικής). Ειρήσθω εν παρόδω, η ασεξουαλικότητα δεν είναι συνώνυμο με τη διαταραχή
υποδραστήριας σεξουαλικής επιθυμίας. Μηδέ με τη διαταραχή της σεξουαλικής αποστροφής. Αυτές οι
συνθήκες ανήκουν στη λίστα με τις ιατρικές καταστάσεις που συνήθως σχετίζονται με το άγχος – για
τη σεξουαλική επαφή.
Η Zoe Pre σε μία συνέντευξή της στον Βασίλη Θανόπουλο (Βλ. Εικόνα 3.6.6) δηλώνει πως δεν της αρέσουν οι
ταμπέλες διότι η σεξουαλικότητά της είναι ρευστή:
Πριν σου απαντήσω, να σου πω πως γενικά δυσκολεύομαι πολύ με τις ταμπέλες, γιατί νιώθω ότι η
σεξουαλικότητά μου είναι ρευστή. Νιώθω bisexual ή καλύτερα pansexual. Αλλά επειδή καταλήγω να
βάζω πάλι ταμπέλες, θα σου πω ότι ερωτεύομαι τον άνθρωπο και όχι το φύλο του.
Προσθέτει ότι το γεγονός ότι δεν υπάρχει αρκετή πληροφόρηση σχετικά με τα bi ή pan άτομα είναι κάτι που
τη δυσκόλεψε καθώς έπρεπε να ανακαλύψει αρκετά πράγματα μόνη της:
80
81
Βλ. https://www.ladylike.gr/wellness/ti-simainei-na-eisai-asexoual-alitheies-kai-polloi-mithoi/
Βλ. https://www.news247.gr/magazine/giati-einai-ok-na-eisai-asexoual/
264
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
η αλήθεια είναι πως θα ήταν πολύ βοηθητικό, αν μεγαλώνοντας ήξερα ότι υπάρχουν κι άλλα τέτοια
άτομα. Θα με βοηθούσε να καταλάβω το τι μου συμβαίνει και δεν θα χρειαζόταν να το ανακαλύψω
μόνη μου ή να μπαίνω σε κουτάκια. Και πάλι, όμως, νιώθω τυχερή που μεγάλωσα σε μια οικογένεια
που δεν υπήρχε ο φόβος ότι θα με διώξουν από το σπίτι ή θα μου κάνουν κακό. Κάτι που δυστυχώς
βλέπουμε να συμβαίνει και σήμερα σε αρκετές οικογένειες.
Στο τέλος, μίλησε και πάλι για την περιορισμένη ορατότητα των pan και bi ατόμων και της ανάγκης να υπάρξει
επαρκής πληροφόρηση.
Θα ήθελα πάρα πολύ άτομα που έχουν επιρροή, να δώσουν λίγη περισσότερη ορατότητα. Γιατί σε
θέματα, όπως οι bi και pan ταυτότητες, έχουμε μηδενική ορατότητα. Να βγουν γνωστά πρόσωπα και
να μιλήσουν και να πουν «εσύ ομοφοβικέ που με έχεις σπίτι σου και με θαυμάζεις και εγώ λεσβία είμαι
ή bi είμαι και είμαι μια χαρά». Επίσης, στα μικρότερα άτομα που θα διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη θα
ήθελα να πω να μην αφήνουν κανέναν να τους κόβει τα όνειρά τους. Να παλέψουν για αυτά και για τα
πιστεύω τους.
Εικόνα 3.6.6 Το υλικό αντλήθηκε από τον παρακάτω σύνδεσμο
https://avmag.gr/i-zoe-pre-katalave-pos-einai-krima-na-min-kynigisei-ta-oneira-tis1/
3.6.4 Νομικές εξελίξεις
Τα δικαιώματα των αμφισεξουαλικών, ασεξουαλικών και πανσεξουαλικών στα νομικά κείμενα
συμπεριλαμβάνονται στον προστατευτικό όρο «σεξουαλικός προσανατολισμός» και παράλληλα σε κείμενα τα
οποία περιέχουν το αρκτικόλεξο ΛΟΑΤΚΙ+, τα αμφισεξουαλικά άτομα βρίσκονται στο Α και τα
πανσεξουαλικά, ασεξουαλικά στο +. Όπως ήδη αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα υπάρχουν πολλά
νομικά κείμενα σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο τα οποία περιέχουν τον όρο «σεξουαλικός
προσανατολισμός», αλλά οι νόμοι έως τώρα έχουν κυρίως αναγνωρίσει δικαιώματα στους ομοφυλόφιλους
άνδρες και τις λεσβίες, πιθανό επειδή και τα αντίστοιχα κινήματα είναι παλαιότερα των κινημάτων των
αμφισεξουαλικών, ασεξουαλικών και πανσεξουαλικών ατόμων. Το πρόβλημα είναι πως τα άτομα αυτά
παραμένουν αόρατα στον νόμο και λόγω της έλλειψης επιμορφώσεων για άτομα που σπουδάζουν ή
ασχολούνται με τη νομική, είναι πιθανό ο όρος «σεξουαλικός προσανατολισμός» να συνδέεται σχεδόν
αποκλειστικά με τα ομόφυλα ζεύγη. Επιπλέον, σε πολλές έρευνες και μελέτες χρησιμοποιείται το αρκτικόλεξο
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
265
ΛΟΑ αλλά στην ουσία οι πληροφορίες που περιέχουν επικεντρώνονται κατά βάση στο ΛΟ και όχι στο Α (Βλ.
για παράδειγμα: Marks, 2006).
Η Nancy C. Marcus στο άρθρο «Bridging Bisexual Erasure LGBT-Rights Discourse and Litigation»
σημειώνει πως «τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της τρέχουσας νομικής
επικαιρότητας, με τον «γάμο των ομοφυλοφίλων» και άλλα «ομοφυλοφιλικά» ζητήματα να είναι ορατά πέρα
από κάθε αμφισβήτηση στον κοινωνικό και νομικό διάλογο του 21ου αιώνα. Λιγότερο ορατοί είναι οι
αμφιφυλόφιλοι που υποτίθεται ότι περιλαμβάνονται στην ομπρέλα «ΛΟΑΤΚΙ+» και στις δικαστικές υποθέσεις
για τα δικαιώματα ΛΟΑΤ, αλλά που συχνά παραλείπονται εντελώς από τον διάλογο για τα δικαιώματα
ΛΟΑΤΚΙ+» (Marcus, 2015). Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης που πραγματοποίησε, υπάρχει:
μια σχεδόν πλήρης συστηματική διαγραφή των αμφιφυλόφιλων από τις ενημερώσεις και τις
γνωμοδοτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της απουσίας οποιασδήποτε αναφοράς των αμφιφυλόφιλων
από τις γνωμοδοτήσεις της πλειοψηφίας σε περιπτώσεις όπου οι ενημερώσεις έχουν δώσει έναν τόνο
διαγραφής των αμφιφυλόφιλων, υποστηρίζοντας εναλλακτικά τα δικαιώματα των «ομοφυλόφιλων και
λεσβιών», τον «γάμο των ομοφυλόφιλων» ή τον «γάμο του ιδίου φύλου», ενώ παραλείπουν εντελώς
την αναφορά στους αμφιφυλόφιλους (Marcus, 2015).
Υποστηρίζει πως η άμεση «συμπερίληψη των αμφιφυλόφιλων μπορεί να αποτελέσει γέφυρα προς μια πιο
ουσιαστική, ολιστική και ακριβή συζήτηση για τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων» (Marcus, 2015)
και η νομική κοινότητα οφείλει να συμμετάσχει σε ένα πιο ολιστικό διάλογο που αναγνωρίζει την πλήρη
ισότητα μεταξύ των ΛΟΑ ατόμων.
Η συγκεκριμένη προβληματική αναδείχθηκε και στο σχολιασμό της απόφασης Bostock v. Clayton
County, GA, όπου το δικαστήριο αποφάνθηκε πως ο ομοσπονδιακός νόμος που απαγορεύει τις διακρίσεις στην
εργασία με βάση το φύλο μπορεί να ερμηνευτεί ώστε να περιλαμβάνει τον σεξουαλικό προσανατολισμό και
την ταυτότητα φύλου στον ορισμό του «φύλου». Οι ίδιοι οι New York Times έγραψαν «Ο νόμος για τα πολιτικά
δικαιώματα προστατεύει τους ομοφυλόφιλους και τους τρανς εργαζόμενους, το Ανώτατο Δικαστήριο
αποφαίνεται». Ωστόσο, το ερώτημα που απαντήθηκε στην απόφαση Bostock ήταν: «Περιλαμβάνει η
απαγόρευση του Τίτλου VII για τις διακρίσεις λόγω φύλου τον σεξουαλικό προσανατολισμό;» και δεν
περιοριζόταν μόνο στους ομοφυλόφιλους. Το Greenesmith στο σχολιασμό του αναφέρει πως:
ενώ προστατεύονται σύμφωνα με την απόφαση, οι φόβοι των αμφιφυλόφιλων και πανσεξουαλικών
ανθρώπων για διαγραφή και αποκλεισμό είναι απολύτως δικαιολογημένοι (...) ενώ η απόφαση του
Δικαστηρίου τεχνικά περιλαμβάνει τα αμφισεξουαλικά και πανσεξουαλικά άτομα, η μη κατονομασία
τους συμβάλλει άμεσα σε άλλα, περίπλοκα και πραγματικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι
αυτών των κοινοτήτων (Greenesmith, 2020).
Σε μια πρόσφατη έρευνα των MacInnis και Hodson (προς δημοσίευση), αποδείχθηκε ότι υπάρχει πολύ έντονη
προκατάληψη κατά των ασεξουαλικών:
Σε σχέση με τους ετεροφυλόφιλους, και ακόμη και σε σχέση με τους ομοφυλόφιλους και τους
αμφιφυλόφιλους, οι ετεροφυλόφιλοι: (α) εξέφρασαν πιο αρνητικές στάσεις απέναντι στους
ασεξουαλικούς (β) επιθυμούσαν λιγότερες επαφές και (γ) ήταν λιγότερο πρόθυμοι να νοικιάσουν ένα
διαμέρισμα σε (ή να προσλάβουν) έναν ασεξουαλικό υποψήφιο.
Στις 21 Μαρτίου 2018, το ολλανδικό Συμβούλιο της Επικρατείας εξέδωσε την απόφαση αριθ. 201703038/1/V1
σχετικά με έναν Αλγερινό υπήκοο ο οποίος ζήτησε άσυλο με την αιτιολογία ότι φοβόταν ότι θα διωχθεί στη
χώρα καταγωγής του επειδή είναι ασεξουαλικός και επειδή αρνήθηκε να παντρευτεί την ανιψιά του. Η αίτησή
του απορρίφθηκε, δεδομένου ότι η Αλγερία θεωρείται ασφαλής χώρα καταγωγής. Κατόπιν έφεσης, το
Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης τάχθηκε υπέρ του αιτούντος και έκρινε ότι οι άφυλοι αιτούντες εμπίπτουν
στην εξαίρεση που προβλέπεται για τους αιτούντες ΛΟΑΤΚΙ+ κατά την εφαρμογή της διάταξης περί
«ασφαλούς χώρας καταγωγής». Το Δικαστήριο ερμήνευσε την εξαίρεση αυτή ως εν γένει σχετική με τις
κοινωνικές διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, οι οποίες περιλαμβάνουν όχι μόνο «σεξουαλικές
πράξεις» αλλά και απόκλιση από τις παραδοσιακές σχέσεις. Ο Υπουργός άσκησε έφεση κατά της απόφασης
266
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
αυτής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η ασεξουαλικότητα
δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στην εξαίρεση για τους αιτούντες ΛΟΑΤΚΙ. Έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, σε
αντίθεση με την ομοφυλοφιλία, η ασεξουαλικότητα δεν τιμωρείται στην Αλγερία και έκρινε επίσης ότι ο
προσφεύγων δεν είχε ζητήσει προστασία από τις αλγερινές αρχές κατά των απειλών που δέχθηκε επειδή δεν
παντρεύτηκε την ανιψιά του ή λόγω της ασεξουαλικότητάς του.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
267
3.6.5 Βιβλιογραφία κεφαλαίου
Bailey, J. M., Vasey, P. L., Diamond, L. M., Breedlove, S. M., Vilain, E., & Epprecht, M. (2016). Sexual
Orientation, Controversy, and Science. Psychological Science in the Public Interest, 17(2), 45–101.
https://doi.org/10.1177/1529100616637616
Baumeister R. F. (2000). Gender differences in erotic plasticity: The female sex drive as socially flexible and
responsive. Psychological Bulletin, 126, 347–374.
Blanchard R., Klassen P., Dickey R., Kuban M. E., Blak T. (2001). Sensitivity and specificity of the
phallometric test for pedophilia in nonadmitting sex offenders. Psychological Assessment, 13, 118–126.
Broderick G. A. (1998). Evidence based assessment of erectile dysfunction. International Journal of Impotence
Research, 10, S64–S73.
Chandra A., Mosher W. D., Copen C., Sionean C. (2011). Sexual behavior, sexual attraction, and sexual identity
in the United States: Data from the 2006-2008 National Survey of Family Growth. National Health
Statistics, 36, 1–36. Retrieved from http://www.cdc.gov/nchs/data/nhsr/nhsr036.pdf
Freund K. (1963). A laboratory method for diagnosing predominance of homo-or hetero-erotic interest in the
male. Behaviour Research and Therapy, 1, 85–93.
Gates G. J. (2011). How many people are lesbian, gay, bisexual, and transgender? The Williams Institute.
Retrieved from https://escholarship.org/uc/item/09h684x2
Greenesmith, H. (2020). Supreme Court LGBTQ Protections Cover Bisexual and Pansexual Workers too,
TeenVogue https://www.teenvogue.com/story/supreme-court-lgbtq-protections-bisexual-pansexualworkers
Israel E., Strassberg D. S. (2009). Viewing time as an objective measure of sexual interest in heterosexual men
and women. Archives of Sexual Behavior, 38, 551–558.
Janssen E. (2002). Psychophysiological measurement of sexual arousal. In Wiederman M. W., Whitley B. E.
(Eds.), Handbook for conducting research on human sexuality (pp. 139–171). Mahwah, NJ: Lawrence
Erlbaum.
Kinsey P., Pomeroy W. B., Martin C. E. (1948). Sexual behavior in the human male. Philadelphia, PA: W.B.
Saunders.
Kohut, A., Wike, R., Bell, J., Horowitz, J. M., Simmons, K., Stokes, B., ... & Devlin, K. (2013). The global
divide on homosexuality. Pew Research Center, 4.
Kuban M., Barbaree H. E., Blanchard R. (1999). A comparison of volume and circumference phallometry:
Response magnitude and method agreement. Archives of Sexual Behavior, 28, 345–359.
MacInnis, C.C., & Hodson, G. (in press). Intergroup bias toward «Group X»: Evidence of prejudice,
dehumanization, avoidance, and discrimination against asexuals. Group Processes and Intergroup
Relations. https://dx.doi.org/10.1177/1368430212442419
Marcus C. N. (2015). Bridging Bisexual Erasure in LGBT-Rights Discourse and Litigation, 22 MICH. J.
GENDER & L. 291 (2015). Available at: https://repository.law.umich.edu/mjgl/vol22/iss2/2
Marks, S. M. (2006). Global recognition of human rights for lesbian, gay, bisexual, and transgender people.
Health Hum Rights,9(1), 33-42. PMID: 17061768; PMCID: PMC5451102.
Rieger G., Savin-Williams R. C. (2012). The eyes have it: Sex and sexual orientation differences in pupil
dilation patterns. PLoS ONE, 7(8), e40256.
Rullo J. E., Strassberg D. S., Israel E. (2010). Category-specificity in sexual interest in gay men and lesbians.
Archives of Sexual Behavior, 39, 874–879.
Safron A., Barch B., Bailey J. M., Gitelman D. R., Parrish T. B., Reber P. J. (2007). Neural correlates of sexual
arousal in homosexual and heterosexual men. Behavioral Neuroscience, 121, 237–248.
Smith A., Rissel C. E., Richters J., Grulich A. E., Visser R. O. (2003). Sex in Australia: Sexual identity, sexual
268
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
attraction and sexual experience among a representative sample of adults. Australian and New Zealand
Journal of Public Health, 27, 138–145.
Snowden R. J., Wichter J., Gray N. S. (2008). Implicit and explicit measurements of sexual preference in gay
and heterosexual men: A comparison of priming techniques and the Implicit Association Task. Archives
of Sexual Behavior, 37, 558–565.
VanderLaan D. P., Forrester D. L., Petterson L. J., Vasey P. L. (2013). The prevalence of faafafine relatives
among Samoan gynephilic men and faafafine. Archives of Sexual Behavior, 42, 353–359.
Voeten E. (2012). Changes in public attitudes towards homosexuality. The Monkey Cage. Retrieved from
http://themonkeycage.org/2012/05/18/changes-in-public-attitudes-towards-homosexuality/
Ward B. W., Dahlhamer J. M., Galinsky A. M., Joestl S. S. (2014). Sexual orientation and health among US
adults: National Health Interview Survey, 2013. National Health Statistics Reports, 15, 1–10.
Ζησάκου Σ. (2021), Διαδικασία Ασύλου & Σεξουαλικός Προσανατολισμός. Νομική Βιβλιοθήκη
https://www.nb.org/diadikasia-asyloy-sexoyalikos-prosanatolismos.html
Παπαδοπούλου, Λ. (2015). Η νομική έννοια της οικογένειας και τα ομόφυλα ζευγάρια: μαθήματα από το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. [προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο Ε.
ΚουνουγέρηΜανωλεδάκη,
Αθήνα-Θεσσαλονίκη
2015,
υπό
έκδοση]
https://www.constitutionalism.gr/papadopoulou-omofyla-zeugaria-oikogeneia/
3.6.6 Πρόσθετη Βιβλιογραφία
Andrew, Barbara S. (2001). Identity without Selfhood: Bisexuality and Simone de Beauvoir. Hypatia, 16(3),
161-163.
Austin, C. R. (1978). Bisexuality and the problem of its social acceptance. Journal of Medical Ethics, 4(3),132137.
Belous, Ch. & Bauman, M. (2017), Whats in a Name? Exploring Pansexuality Online. Journal of Bisexuality.
Bishop, C. J. (ed) 2013. A mystery wrapped in an enigma – asexuality: a virtual discussion. Psychology and
Sexuality, 4, 179-192.
Bogaert, A. F. (2012). Understanding Asexuality. Lanham, MD: Rowman & Littlefield Publishers.
Bogaert, Anthony F. 2013. The demography of asexuality. International Handbook on the Demography of
Sexuality, ed. by Amanda K. Baulme, 275-288. New York, NY: Springer.
Bogaert A.F. (2004) Asexuality: Its Prevalence and Associated Factors in a National Probability Sample.
Journal of Sex Research, 41, 279-287. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/15497056/
Bogaert A. F. (2006). Toward a Conceptual Understanding of Asexuality. Review of General Psychology, 10,
241-250.
Bouras Areti-Kristin (Author), 2018, How is pansexuality discussed in the current academic debate in sexuality
studies?, Munich, GRIN Verlag, https://www.grin.com/document/925733
Brotto, L. A., Knudson, G., Inskip, J., Rhodes, K., & Erskine, Y. (2010). Asexuality: A mixed methods
approach. Archives of Sexual Behavior, 39, 599-618.
Burchard, Melissa (2006). Whats My Line? Gender, Performativity, and Bisexual Identity. Radical Philosophy
Today, 3, 91-99.
Däumer, Elisabeth D. (1992). Queer Ethics; or, The Challenge of Bisexuality to Lesbian Ethics. Hypatia, 7(4),
91-105.
Doniger, W. (2005). Bisexuality in the Mythology of Ancient India. Diogenes, 52(4), 50-60.
Geller, Th. (1990) Bisexuality: A Reader and Sourcebook, 108. Ojai: Times Change Press.
Hayfield, N. & Křížová, K. (2021). Its Like Bisexuality, but It Isnt: Pansexual and Panromantic Peoples
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
269
Understandings of Their Identities and Experiences of Becoming Educated about Gender and Sexuality.
Journal of Bisexuality, 21(2), 167-193. https://dx.doi.org/10.1080/15299716.2021.1911015
Pismenny, Arina (2023). Pansexuality: A Closer Look at Sexual Orientation. Philosophies, 8(4), 60.
Spandler, Helen & Carr, Sarah (2022). Lesbian and bisexual womens experiences of aversion therapy in
England. History of the Human Sciences, 35(3-4), 218-236.
Steir, Ch. (1985). A Bibliography on Bisexuality. Journal of Homosexuality, 11(1-2), 235-248.
https://doi.org/10.1300/J082v11n01_19
Videos
Τι
σημαίνει
να
είσαι
bi
στην
Ελλάδα
https://www.youtube.com/watch?v=yLDNJJpwUBY
σήμερα;
|
Προχωράμε
Είμαι πανσέξουαλ | Προχωράμε https://www.youtube.com/watch?v=1IrEu5q68fo
The Amazing Aces: A Talk on Asexuality | Danika Vrtar | TEDxYouth@Dayton
https://www.youtube.com/watch?v=1tmF2x1yf3Q
Podcasts
Η
270
Zoe Pre δίνει τις πιο απρόσμενες απαντήσεις!
https://www.youtube.com/watch?v=vjl2K7mELaA
-
Pop
Revolution
|
Pride
Podcast
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας την παράθεση βιβλιογραφίας που αφορά το queer και τη νομική επιστήμη, συνειδητοποιούμε
πως το περιεχόμενο κυρίως των νομικών κειμένων, καθώς και η γλώσσα που χρησιμοποιείται εξακολουθούν
να είναι παρωχημένα, ελλιπή και πατριαρχικά, αποτυγχάνοντας να ακολουθήσουν τις κοινωνικές εξελίξεις και
να αντικατοπτρίσουν τις ανάγκες των σύγχρονων ποικιλόμορφων κοινωνιών. Στις μέρες μας, το δίκαιο, μη
ακολουθώντας τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές, καταπιέζει και αορατοποιεί πάρα πολλές ομάδες
ατόμων συμπεριλαμβανομένων και όσων αναλύθηκαν στα παραπάνω κεφάλαια. Τα κείμενα που
παρουσιάσθηκαν δείχνουν ότι «ο νομοθέτης» (ο οποίος αναφέρεται πάντα σε αρσενικό γένος στη νομική)
βρίσκεται σήμερα στην πολύ «άβολη» θέση να αναγνωρίσει δικαιώματα σε όλα τα άτομα που υπερασπίζονται
δημόσια και μάχονται για τα δικαιώματά τους. Εάν και έχουν γίνει προσπάθειες προστασίας των δικαιωμάτων
τους δεν είναι ακόμη αποτελεσματικές εξαιτίας διαφόρων λόγων όπως τα κενά που υπάρχουν στα νομικά
κείμενα αλλά και η ερμηνεία που ακολουθούν τα δικαστήρια. Πίσω από αυτές τις ελλείψεις που οδηγούν στην
αναποτελεσματικότητα του νόμου κρύβεται η απουσία γνώσης και κατ’ επέκταση εξειδίκευσης στα queer
ζητήματα των ατόμων που ασχολούνται με τη νομική. Γιατί όμως οι queer σπουδές απουσιάζουν από τη νομική
επιστήμη; Ένας από τους λόγους σίγουρα είναι, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή του βιβλιογραφικού οδηγού,
η θετικιστική σκοπιά την οποία ακολουθεί η νομική επιστήμη στην Ελλάδα και η οποία με τη σειρά της
δημιουργεί μία «χρονική υστέρηση», δηλαδή η επιστήμη καλείται να «προλάβει» κοινωνικές εξελίξεις, αλλά
τα ισχυρά θετικιστικά της θεμέλια δεν την αφήνουν.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η άποψη της Janet Halley, σχετικά με την απουσία του queer στη
νομική επιστήμη, όπως τη διατυπώνει στο «Paranoia, Feminism, Law». Εξηγεί πως, πρώτον, ευθύνεται η
υπερορθολογικότητα του δικαίου και της νομικής επιστήμης, σε αντίθεση με την προσοχή που εφιστά η queer
θεωρία στις «παράλογες δυνάμεις στην ανθρώπινη ζωή» και δεύτερον το όραμα της queer θεωρίας για το
δίκαιο, είναι η τιμή των δικαιωμάτων και η αναπαράσταση του πραγματικού κράτους ως μια κακής
αυτοκρατορίας κάτι που πολλές φορές αντιτίθεται με την ύλη την οποία διδάσκονται τα φοιτητά της Νομικής
Σχολής (Halley, 2017). Με αφορμή αυτές τις σκέψεις, η Brenda Cossman 82 αναρωτιέται «Τι είναι λοιπόν οι
queer νομικές σπουδές; Ποιο είναι το queer των queer νομικών σπουδών; Αρκεί οποιαδήποτε χρήση του όρου
queer για να καταστήσει την επιστήμη queer;» και απαντά λέγοντας πως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των
προτέρων τι θα είναι ή πώς θα εξελιχθεί η queer νομική. Προτείνει τέσσερις προσεγγίσεις στη χρήση του όρου
«queer»: queer ως ΛΟΑΤ, queer ως όρος-ομπρέλα για μη κανονικές σεξουαλικότητες, queer ως αναφορά στην
queer θεωρία, και τέλος ένα «no-name queer» και υποστηρίζει ότι είναι χρήσιμο για τις queer νομικές σπουδές
να έχουν κατά νου αυτές τις διακρίσεις.
Ήδη διάφορες Νομικές Σχολές, κυρίως στη Βόρεια Αμερική και στη Νότια Ασία, έχουν εντάξει queer
μαθήματα και θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρότυπα προκειμένου να εισαχθούν παρόμοια μαθήματα
και στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ινδίας έχει μεταπτυχιακό μάθημα
«Queerness & the Law»83 το οποίο «μελετά τις διασταυρώσεις του δικαίου και της queer ατομικότητας/των
queer κοινοτήτων. Εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές συμβάσεις και η νομική πολιτική διέπουν,
ρυθμίζουν και αναγνωρίζουν το queerness και πώς αυτό ανταποκρίνεται στην κοινωνικο-νομική
αντιμετώπιση». Επίσης, αναλύει πώς «η εικόνα του «queer» κατασκευάζεται και ενισχύεται μεταξύ των
κοινωνικών ιδεών, των πολιτισμικών ταυτοτήτων και του δικαίου». Παράλληλα, στο Πανεπιστήμιο της
Βοστόνης διδάσκεται το μάθημα «Queerness & the Law» το οποίο επικεντρώνεται κυρίως σε θέματα ΛΟΑΤ:
κατά τη διάρκεια του εξαμήνου, οι φοιτητές θα αποκτήσουν μια κριτική κατανόηση του τρόπου με τον
οποίο τα δόγματα των θετικών δικαιωμάτων, της συμπεριφοράς, της ιδιωτικής ζωής και της ίσης
προστασίας έχουν διαμορφώσει τις απόψεις για το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό
διαχρονικά, και πώς τα τελευταία έχουν διαμορφώσει ομοίως τα πρώτα. Εξετάζοντας μέσα από τον
φακό της σύγχρονης νομοθεσίας, των δικαστικών διαδικασιών και των βιωμένων εμπειριών των
ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι φοιτητές θα αναπτύξουν τις δικές τους θεωρίες δικαίου
Καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, βλ. https://www.law.utoronto.ca/faculty-staff/full-timefaculty/brenda-cossman
83
Βλ. https://www.nls.ac.in/course/queerness-the-law-2019-20/
82
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
271
σχετικά με το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό - θεωρίες δικαίου που ελπίζουμε ότι θα είναι
εφαρμόσιμες καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους ως επαγγελματίες νομικοί.
Εάν και τα υπάρχοντα queer μαθήματα στις Νομικές Σχολές τείνουν να επικεντρώνονται σε θέματα φύλου,
στον παρόντα οδηγό, προτείνουμε το queer ως ένα εργαλείο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τη νομική
επιστήμη προκειμένου να καλυφθεί το μεγάλο κενό γνώσεων που υπάρχει γενικότερα σε σχέση με θέματα τα
οποία δεν εμπίπτουν στο «ετεροκανονικό». Και αυτό διότι όσο οι νόμοι, οι πολιτικές, οι στρατηγικές, οι
δικαστικές αποφάσεις θα δημιουργούνται από άτομα με ελλιπείς γνώσεις, συγκεκριμένες ομάδες ατόμων, όπως
οι παραπάνω, θα συνεχίζουν να είναι νομικά αόρατες με αποτέλεσμα την παραβίαση των δικαιωμάτων τους
και τη διαιώνιση των ανισοτήτων.
272
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Βιβλιογραφία οδηγού
Άρθρα και Βιβλία
Abrams, J. A., Tabaac, A., Jung, S., & Else-Quest, N. M. (2020). Considerations for employing intersectionality
in qualitative health research. Social Science & Medicine, 258, 113138.
Ajele, G. & McGill, J. (2020). Intersectionality in Law and Legal Contexts. LEAF. Ανακτήθηκε 25 Ιουλίου
2023, από: https://www.leaf.ca/publication/intersectionality-in-law-and-legal-contexts/
Alan (2007). «Polyamory» enters the Oxford English Dictionary, and tracking the words origins». Polyamory
in the News!. Retrieved February 25, 2021.
Alan M. (2010). «Polyamory in the News: As Canadian poly case nears, publicity ramps up». Polyinthemedia.
Amea
Care.
(n.d.).
5
γυναίκες
με
αναπηρία
μιλούν
για
https://www.amea-care.gr/πώς-κάνω-σεξ-ενώ-είμαι-ανάπηρη-5-γυναίκ/
σεξ
και
σχέσεις.
Annamma S. A. (2017). Not enough: Critiques of Devos and expansive notions of justice. International Journal
of Qualitative Studies in Education, 30, 1047–1052.
Areheart, B., A. (2008). When Disability Isn't "Just Right": The Entrenchment of the Medical Model of
Disability and the Goldilocks Dilemma. Indiana Law Journal, 83(1).
Ashby, C. E. (2011). Whose «voice» is it anyway? Giving voice and qualitative research involving individuals
that type to communicate. Disability Studies Quarterly, 31(4), 1723- 1771.
Atkinson, P. (1997). Narrative Turn or Blind Alley? Qualitative Health Research, 7, 325-344.
Bailey, J. M., Vasey, P. L., Diamond, L. M., Breedlove, S. M., Vilain, E., & Epprecht, M. (2016). Sexual
Orientation, Controversy, and Science. Psychological Science in the Public Interest, 17(2), 45–101.
https://doi.org/10.1177/1529100616637616
Banović, D. (2022). Queer Legal Theory (February 9, 2022). Available
https://ssrn.com/abstract=4031017 or http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.4031017
at
SSRN:
Barker, M., Langdridge, D. (2012). Understanding non-monogamies. New York: Routledge.
Barton, L. (2005). Emancipatory Research and Disabled People: Some Observations and Questions.
Educational Review, 57(3), 317-327.
Baumeister R. F. (2000). Gender differences in erotic plasticity: The female sex drive as socially flexible and
responsive. Psychological Bulletin, 126, 347–374.
Baumeister, R. F., Twenge, J. M. (2002). Cultural suppression of female sexuality. Review of General
Psychology, 6(2), 166–203. https://doi.org/10.1037/1089-2680.6.2.166
Bem, S. L. (1974). The measurement of psychological androgyny. Journal of Consulting and Clinical
Psychology, 42(2), 155–162. https://dx.doi.org/10.1037/h0036215
Ben-Moshe, Liat, Anthony J. Nocella, and A. J. Withers. (2013). «Queer-Cripping Anarchism: Intersections
and Reflections on Anarchism, Queer-ness, and Dis-Ability.» In Queering Anarchism, edited by C. B.
Daring, J. Rogue, Deric Shannon, and Abbey Volcano, 207–20. Oakland, CA: AK Press.
Berlant, L. (2001). Love, a queer feeling. Homosexuality and psychoanalysis, 432-51.
Berzins, J. I., Welling, M. A., & Wetter, R. E. (1978). A new measure of psychological androgyny based on the
Personality Research Form. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 46(1), 126–138.
https://dx.doi.org/10.1037//0022-006X.46.1.126
Bettinger, M. (2005). Polyamory and Gay Men. Journal of GLBT Family Studies, 1(1), 97–116.
https://doi.org/10.1300/J461v01n01_07
Bielefeldt, H. (2007). Tackling multiple discrimination: practices, policies and laws. Office for Official
Publications of the European Communities.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
273
Biesta, G. (1998). Say You Want a Revolution... Suggestions for the Impossible Future of Critical Pedagogy.
Educational Theory, 48(4), 499-510.
Bilefsky, D. (2013). Are the Roma Primitive, or Just Poor? The New York Times.
Bindel, J. (2013). «Rebranding polyamory does women no favors». The Guardian.
Blanchard R., Klassen P., Dickey R., Kuban M. E., Blak T. (2001). Sensitivity and specificity of the
phallometric test for pedophilia in nonadmitting sex offenders. Psychological Assessment, 13, 118–126.
Blechner, M. J. (2015). Bigenderism and bisexuality. Contemporary Psychoanalysis, 51(3), 503–522.
https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/00107530.2015.1060406
Bockting, W. O. (2008). Psychotherapy and the real-life experience: From gender dichotomy to gender
diversity. Sexologies, 17(4), 211–224. https://dx.doi.org/10.1016/j.sexol.2008.08.001
Booth, T., & Booth, W. (1996). Sounds of Silence: narrative research with inarticulate subjects. Disability &
Society, 11(1), 55-69.
Boréus, K. (2006). Discursive discrimination: A typology. European Journal of Social Theory, 9(3), 405–424.
https://dx.doi.org/10.1177/1368431006065721
Bowleg, L. (2008). When Black + Lesbian + Woman ? Black Lesbian Woman: The Methodological Challenges
of Qualitative and Quantitative Intersectionality Research. Sex Roles, 59(5-6), 312- 325.
Bowman, C., & Schneider, E. (1998). Feminist Legal Theory, Feminist Lawmaking, and the Legal Profession.
Fordham Law Review, 67(2), 249.
Bradford, N. J., Rider, G. N., Catalpa, J. M., Morrow, Q. J., Berg, D. R., Spencer, K. G., & McGuire, J. K.
(2018). Creating gender: A thematic analysis of genderqueer narratives. International Journal of
Transgenderism, 20(2þ3). 1–14. https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2018.1474516
Brah, A., & Phoenix, A. (2004). Aint I a Woman? Revisiting Intersectionality. Journal of International Womens
studies, 5(3), 75-86.
Bridges, D. (2001). The Ethics of Outsider Research. Journal of Philosophy of Education, 35(3), 371-386.
Broderick G. A. (1998). Evidence based assessment of erectile dysfunction. International Journal of Impotence
Research, 10, S64–S73.
Broussard, K. A., Warner, R. H., & Pope, A. R. (2018). Too many boxes, or not enough? Preferences for how
we ask about gender in cisgender, LGB, and gender-diverse samples. Sex Roles, 78(9–10), 606–624.
https://dx.doi.org/10.1007/s11199-017-0823-2
Brown, P. & Levinson, S. (1987). Politeness: Some Universals in Language Usage. Cambridge: Cambridge
University Press.
Brunning, L. (2018). The Distinctiveness of Polyamory. Journal of Applied Philosophy, 35(3), 513–531.
https://doi.org/10.1111/japp.12240
Budge, S. L., Rossman, H. K., & Howard, K. A. (2014). Coping and psychological distress among genderqueer
individuals: The moderating effect of social support. Journal of LGBT Issues in Counseling, 8(1),
https://dx.doi.org/10.1080/15538605.2014.853641
Buitelaar, M. (2006). I Am the Ultimate Challenge. European Journal of Womens studies, 13(2), 259-296.
Burgess-Proctor, A. (2006). Intersections of Race, Class, Gender, and Crime: Future Directions for Feminist
Criminology. Feminist Criminology, 1(1), 27-47.
Buss D. M., Schmitt D. P. (1993). Sexual strategies theory: An evolutionary perspective on human mating.
Psychological Review, 100, 204–232. https://doi.org/10.1037/0033-295X.100.2.204
Buss, D. M. (1994). The strategies of human mating. American Scientist, 82, 238–249.
Bussey, K., Bandura, A. (1999). Social cognitive theory of gender development and differentiation.
Psychological Review, 106, 676–713. https://doi.org/10.1037/0033-295X.106.4.676
274
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Butler, J. (1990). Gender trouble: Feminism and the subversion of identity. Routledge.
Butler, J. (2004). Undoing gender. Routledge.
Butler, J. (2011). Psyche der Macht. Das Subject der Unterwerfung. Frankfurt a. M.: Suhrkamp.
Cambridge Advanced Learners Dictionary & Thesaurus (2018). Definition of «polyamory – English Dictionary.
Cambridge University Press. Retrieved February 25, 2021.
Canguilhem, G. (2008). The normal and the pathological, στο: Canguilhem, G. (2008). Knowledge of life. (επίμ)
Paola Marrati & Todd Meyers. (μτφρ.) Stefanos Geroulanos & Daniela Ginsburg, Νέα Υόρκη: Fordham
University Press.
Carastathis, A. (2018). Διαθεματικότητα και ρατσισμός: Συντακτικές της εξουσίας στην Ελλάδα των
συνυφασμένων κρίσεων / Intersectionality and Racism: Syntaxes of Power in Greece of Intersecting
Crises
[in
Greek].
https://www.academia.edu/36200381/Διαθεματικότητα_και_ρατσισμός_Συντακτικές_της_εξουσίας_
στην_Ελλάδα_των_συνυφασμένων_κρίσεων_Intersectionality_and_Racism_Syntaxes_of_Power_in_
Greece_of_Intersecting_Crises_in_Greek_
Carastathis, A. (χ.χ.). Η διαθεματικότητα στην εποχή των συνυφασμένων κρίσεων / Intersectionality in times
of
intersecting
crises
[in
Greek].
Ανακτήθηκε
24
Ιουλίου
2023,
από:
https://www.academia.edu/37662299/Η_διαθεματικότητα_στην_εποχή_των_συνυφασμένων_κρίσεων
_Intersectionality_in_times_of_intersecting_crises_in_Greek_
Carli, L. L., LaFleur, S. J., Loeber, C. C. (1995). Nonverbal behavior, gender, and influence. Journal of
Personality and Social Psychology, 68, 1030–1041. https://doi.org/10.1037/0022-3514.68.6.1030
Case, L. K., & Ramachandran, V. S. (2012). Alternating gender incongruity: A new neuropsychiatric syndrome
providing insight into the dynamic plasticity of brain-sex. Medical Hypotheses, 78(5), 626–631.
https://dx.doi.org/10.1016/j.mehy.2012.01.041
Chandra A., Mosher W. D., Copen C., Sionean C. (2011). Sexual behavior, sexual attraction, and sexual identity
in the United States: Data from the 2006-2008 National Survey of Family Growth. National Health
Statistics, 36, 1–36. Retrieved from http://www.cdc.gov/nchs/data/nhsr/nhsr036.pdf
Chrisler, J. C., & Barney, A. (2017). Sizeism is a health hazard. Fat Studies, 6(1), 38–53.
https://doi.org/10.1080/21604851.2016.1213066
Christensen, A. D., & Jensen, S. Q. (2012). Doing Intersectional Analysis: Methodological Implications for
Qualitative Research. Nordic Journal of Feminist and Gender Research, 20(2), 109-125.
Claes, L. (2014). Mensen met een verstandelijke beperking in een vastgelopen situatie: onderzoek naar
levenstrajecten vanuit een kruisbestuiving van theoretische perspectieven (Unpublished doctoral
dissertation). Proefschrift ingediend tot het behalen van de academische graad van Doctor in de
Pedagogische Wetenschappen, Universiteit Gent.
Clark, B. A., Veale, J. F., Townsend, M., Frohard-Dourlent, H., & Saewyc, E. (2018). Non-binary youth: Access
to gender-affirming primary health care. International Journal of Transgenderism, 19(2), 158–169.
https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2017.1394954
Cobb, W. S. (1993). The symposium and the Phaedrus: Platos erotic dialogues. New York, NY: SUNY Press.
Coglianese, C. (2001). Social Movements, Law, and Society: The Institutionalization of the Environmental
Movement.
University
of
Pennsylvania
Law
Review.
https://scholarship.law.upenn.edu/faculty_scholarship/1404.
Cole, E. R. (2009). Intersectionality and Research in Psychology. American Psychologist, 64(3), 170.
Collins, P. H. (2000). Gender, Black Feminism, and Black Political Economy. The Annals of the American
Academy of Political and Social Science, 568, 41–53.
Colour Youth: κοινότητα LGBTQ νέων Αθήνας: https://www.colouryouth.gr/terms/
Conley, T. D., Moors, A. C., Matsick, J. L., & Ziegler, A. (2013). The fewer the merrier?: Assessing stigma
surrounding consensually non‐monogamous romantic relationships.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
275
Constantine, L. & J. Constantine (1977). Sexual aspects of group marriage, in R. Libby & R. Whitehurst (eds.)
Marriage and Alternatives, (186-194). Glenview, IL: Scott, Foresman.
Corker, M., & French, S. (1999). Disability Discourse. Buckingham: Open University Press.
Corker, M., & Shakespeare, T. (2002). Disability/Postmodernity: Embodying Disability Theory. London:
Continuum.
Corwin, A. I. (2017). Emerging genders: Semiotic agency and the performance of gender among genderqueer
individuals. Gender and Language, 11(2), 255–277. https://dx.doi.org/10.1558/genl.27552
Costrich, N., Feinstein, J., Kidder, L., Marecek, J., Pascale, L. (1975). When stereotypes hurt: Three studies of
penalties for sex-role reversals. Journal of Experimental Social Psychology, 11, 520–530.
https://doi.org/10.1016/0022-1031(75)90003-7
Council
of Europe (2014). Gender
https://rm.coe.int/1680651592
Equality
Strategy
2014-2017,
Sexist
Hate
Speech.
Cover, R. (2018). Emergent identities: New sexualities, genders and relationships in a digital era. Abingdon,
UK: Routledge.
Crawford, M., & Popp, D. (2003). Sexual double standards: A review and methodological critique of two
decades
of
research.
Journal
of
Sex
Research,
40(1),
13–26.
https://doi.org/10.1080/00224490309552163
Creighton, S., Alderson, J., Brown, S., & Minto, C. L. (2002). Medical photography: Ethics, consent and the
intersex patient. BJU International, 89(1), 67–71; discussion 71-72. https://doi.org/10.1046/j.14644096.2001.01809.x
Crenshaw, K. (1989). Demarginalizing the Intersection of Race and Sex: A Black Feminist Critique of
Antidiscrimination Doctrine, Feminist Theory and Antiracist Politics. University of Chicago Legal
Forum, 138-167.
Crenshaw, K. (1991). Mapping the Margins: Intersectionality, Identity Politics, and Violence against Women
of Color. Stanford Law Review, 43(6), 1241–1299. https://doi.org/10.2307/1229039
Crenshaw, K. (2021). [1989]. Demarginalizing the Intersection of Race and Sex: A Black Feminist Critique of
Antidiscrimination Doctrine, Feminist Theory and Antiracist Politics. Droit et Societe, 108, 465.
Crocetti D.,Surya M., Vecchietti V. & Yeadon-Lee T. (2021) Towards an agencybased model of intersex,
variations of sex characteristics (VSC) and DSD/dsd health. Culture, Health & Sexuality, 23:4, 500515, https://dx.doi.org/10.1080/13691058.2020.1825815
Crooks, V., Owen, M., & Stone, S. (2012). Creating a (More) Reflexive Canadian Disability Studies: Our Teams
Account. Canadian Journal of Disability Studies, 1(3), 45-65.
Cross C. P. & Cyrenne D. L. M., Brown G. R. (2013). Sex differences in sensation-seeking: A meta-analysis.
Scientific Reports, 3, Article 2486. https://doi.org/10.1038/srep02486
Cuádraz, G. H., & Uttal, L. (1999). Intersectionality and In-depth Interviews: Methodological Strategies for
Analyzing Race, Class, and Gender. Race, Gender & Class, 6(3), 156- 172.
Culpeper, J. (1996). Towards an anatomy of impoliteness. Journal of Pragmatics 25: 349-367.
Culpeper, J. (2011). Impoliteness: Using Language to Cause Offence. Cambridge: Cambridge University Press.
Culpeper, J. (2016). Impoliteness strategies. Στο Capone, A. & Mey, J. (Eds.), Interdisciplinary Studies in
Pragmatics, Culture and Society. Switzerland: Springer, 421-445.
Danforth, S., & Gabel, S. (2007). Vital Questions Facing Disability Studies in Education. New York: Peter
Lang Publishing.
Darwin, H. (2017). Doing gender beyond the binary: A virtual ethnography. Symbolic Interaction, 40(3), 317–
334. https://dx.doi.org/10.1002/symb.316
Davies, B. (2014). Listening to Children. Being and Becoming. Abingdon, Oxon: Routledge.
276
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Davies, B., & Gannon, S. (2006). Doing Collective Biography. Maidenhead: Open University Press.
Davis, K. (2008). Intersectionality as Buzzword: A Sociology of Science Perspective on What Makes a Feminist
Theory Successful. Feminist Theory, 9(1), 67-85.
de Lauretis, T. (1991). Queer Theory: Lesbian and Gay Sexualities An Introduction. differences, 3(2), iii–xviii.
https://doi.org/10.1215/10407391-3-2-iii
De Schauwer, E. (2011). Participation of Children with Severe Communicative Difficulties in Inclusive
Education and Society (Unpublished doctoral dissertation). Proefschrift ingediend tot het behalen van
de academische graad van Doctor in de Pedagogische Wetenschappen, Universiteit Gent.
Deadnaming.
(2024).
Στο
https://en.wikipedia.org/w/index.php?title=Deadnaming&oldid=1199033705
Wikipedia.
Deleuze, G. (1994). Difference and Repetition. London: Athlone Press.
Deleuze, G., & Guattari, F. (1987) A Thousand Plateaus. Capitalism and Schizophrenia. London: Continuum.
Dellmann, S., Kember, J., & Shail, A. (2017). Towards a non-discriminatory, inclusive use of language and
images
in
our
journal.
Early
Popular
Visual
Culture,
15(4),
393–404.
https://doi.org/10.1080/17460654.2017.1413826
Diamond, L. M., & Butterworth, M. (2008). Questioning gender and sexual identity: Dynamic links over time.
Sex Roles, 59(5–6), 365–376. https://dx.doi.org/10.1007/s11199-008-9425-3
Dictionary.com. (2020). Polyamory - Definition of Polyamory at Dictionary.com. Retrieved January 20, 2021.
Diverse
(2023).
In
Oxford
Learners
Dictionaries.
Retrieved
February
https://www.oxfordlearnersdictionaries.com/definition/american_english/diverse
2023,
from:
Drescher J. (2015). Out of DSM: Depathologizing Homosexuality. Behavioral sciences (Basel, Switzerland),
5(4), 565–575. https://doi.org/10.3390/bs5040565
Duggan, L. (2003). The Twilight of Equality?: Neoliberalism, Cultural Politics, and the Attack on Democracy.
Beacon Press.
Dworkin, S. L., & O’Sullivan, L. (2005). Actual versus desired initiation patterns among a sample of college
men: Tapping disjunctures within traditional male sexual scripts. The Journal of Sex Research, 42(2),
150–158. https://doi.org/10.1080/00224490509552268
EASO. (2021). Europeans living with obesity call for an end to weight discrimination. https://easo.org/webinars/
ECRI. (2019). Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας, Σύσταση Γενικής Πολιτικής
Νο. 15, παρ. 44, σελ. 25 https://rm.coe.int/ecri-general-policy-recommendation-no-15-on-combatinghate-speech/16808b5b01
Editors of Websters New World Coll (2018). Websters New World College Dictionary. Houghton Mifflin
Harcourt.
EIGE.
(n.d.).
«intersectionality».
https://eige.europa.eu/publications-resources/thesaurus/terms/1050?language_content_entity=en
Ekins, R., & King, D. (2006). The transgender phenomenon. New York, NY: Sage.
Ekman, P. (1999). Basic emotions. In T. Dalgleish & M. J. Power (Eds.), Handbook of cognition and emotion
(pp. 45–60). John Wiley & Sons Ltd. https://doi.org/10.1002/0470013494.ch3
Elliot, T. (1991). Making Strange What Had Appeared Familiar. The Monist, 77(4), 424-433.
Ellis, A. (1972). The Civilized Couples Guide to Extramarital Adventure. New York: P. H. Wyden.
Endendijk, J. J., van Baar, A. L., & Deković, M. (2020). He is a Stud, She is a Slut! A Meta-Analysis on the
Continued Existence of Sexual Double Standards. Personality and social psychology review : an
official journal of the Society for Personality and Social Psychology, Inc, 24(2), 163–190.
https://doi.org/10.1177/1088868319891310
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
277
Engle, K.. (1992). International Human Rights and Feminism: When Discourses Meet. 1992, 13 MICH. J. INTL
L. 517 Available at: https://repository.law.umich.edu/mjil/vol13/iss3/1
Estrada, G. (2011). Two spirits, Nadleeh, and LGBTQ2 Navajo gaze. American Indian Culture and Research
Journal, 35(4), 167–190. https://dx.doi.org/10.17953/aicr.35.4.x500172017344j30
European Commission, Directorate-General for Employment, Social Affairs and Inclusion, Grammenos, S.
(2021). European comparative data on Europe 2020 and persons with disabilities : labour market,
education, poverty and health analysis and trends, Publications Office of the European Union.
https://data.europa.eu/doi/10.2767/745317
Factor, R. J., & Rothblum, E. (2008). Exploring gender identity and community among three groups of
transgender individuals in the United States: MTFs, FTMs, and genderqueers. Health Sociology Review,
17(3), 235–253. https://dx.doi.org/10.5172/hesr.451.17.3.235
Fedoroff, P., Kuban, M., & Bradford, J. (2009). Laboratory measurement of penile response in the assessment
of sexual interests. Sex Offenders: Identification, risk assessment, treatment and legal issues, 89–100.
Fern, J. (2020). Polysecure: Attachment, Trauma and Consensual Nonmonogamy. Portland: Thorntree Press.
Fetterolf, J. C. & Sanchez, D. T. (2015). The costs and benefits of perceived sexual agency for men and women.
Archives of Sexual Behavior, 44, 961–970. https://doi.org/10.1007/s10508-014-0408-x
Fine, M. (2007). Feminist Designs for Difference. In S. Hesse-Biber (Ed.), Handbook of Feminist Research:
Theory and Praxis. Sage, Thousand Oaks.
Fitzpatrick, K. K., Euton, S. J., Jones, J. N., & Schmidt, N. B. (2005). Gender role, sexual orientation and suicide
risk. Journal of Affective Disorders, 87(1), 35–42. https://dx.doi.org/10.1016/j.jad.2005.02.020
Foschi, M. (2000). Double standards for competence: Theory and research. Annual Review of Sociology, 26,
21–42. https://doi.org/10.1146/annurev.soc.26.1.21
Foucault, M. (1980). The history of sexuality, Volume I: An introduction. Vintage Books.
Foucault, M. (1991). Discipline and punish: The birth of the prison. London: Penguin.
FRA, European Agency for Fundamental Rights. (2011). Δικαιώματα-κλειδιά των ατόμων με αναπηρία: μια
εισαγωγή.
https://fra.europa.eu/sites/default/files/fra_uploads/1741-disability_key%20rights_factsheet_EL.pdf
Fradella, H. F. (2002). Legal, Moral, and Social Reasons for Decriminalizing Sodomy. Journal of
Contemporary Criminal Justice, 18(3), 279–301. https://doi.org/10.1177/1043986202018003005
Fraser, L. M. J. (2017). Reblogging gender: Non-binary transgender subjectivities and the internet (Electronic
Thesis and Dissertation Repository 4453). Retrieved from https://ir.lib.uwo.ca/etd/4453
Freund K. (1963). A laboratory method for diagnosing predominance of homo-or hetero-erotic interest in the
male. Behaviour Research and Therapy, 1, 85–93.
Gamson, J. (1995). Must identity movements self-destruct? A queer dilemma. Social Problems, 42(3), 390–
407. https://dx.doi.org/10.2307/3096854
Gapinski K. D., Brownell K. D., LaFrance M. (2003). Body objectification and «fat talk»: Effects on emotion,
motivation,
and
cognitive
performance.
Sex
Roles,
48,
377–388.
https://dx.doi.org/10.1023/A:1023516209973
Garland-Thomson, R. (2005). Feminist Disability Studies. Signs, 30(2), 1557-1587.
Garneau, S. (2018). Intersectionality beyond feminism? Some methodological and epistemological
considerations for research. International Review of Sociology, 28(2), 321-335.
Gates G. J. (2011). How many people are lesbian, gay, bisexual, and transgender? The Williams Institute.
Retrieved from https://escholarship.org/uc/item/09h684x2
Gaunt, R. (2012). «Blessed is he who has not made me a woman»: Ambivalent sexism and Jewish religiosity.
Sex Roles, 67, 477–487. https://doi.org/10.1007/s11199-012-0185-8
278
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Gawronski B., Creighton L. A. (2013). Dual process theories. In Carlston D. E. (Ed.), The Oxford handbook of
social
cognition
(pp.
282–312).
American
Psychologist
Association.
https://doi.org/10.1093/oxfordhb/9780199730018.013.0014
GENDERQUEER AND NON-BINARY IDENTITIES. (2011). The non-binary vs. genderqueer quandary.
Retrieved November 4, 2021, from http://genderqueerid.com/post/11617933299/the-non-binary-vsgenderqueer-quandary
Gentry, M. (1998). The sexual double standard: The influence of number of relationships and level of sexual
activity on judgments of women and men. Psychology of Women Quarterly, 22, 505–511.
https://doi.org/10.1111/j.1471-6402.1998.tb00173.x
Gerteis, J., Hartmann, D., & Edgell, P. (2007). The multiple meanings of diversity: How Americans express its
possibilities and problems. Annual meeting of the American Sociological Association, August, New
York, NY.
Gilbert, L. A. (1981). Toward mental health: The benefits of psychological androgyny. Professional
Psychology, 12(1), 29. https://dx.doi.org/10.1037/0735-7028.12.1.29
Girshick, L. B. (2008). Transgender voices: Beyond women and men. Lebanon, NH: University Press of New
England.
Glossary of Disability Terminology. (2015). Glossary of Disability Terminology. Disabled Peoples Association,
Singapore.
Goethals, T., De Schauwer, E. & Van Hove, G. (2015). Weaving Intersectionality into Disability Studies
Research: Inclusion, Reflexivity and Anti-Essentialism. DiGeSt. Journal of Diversity and Gender
Studies, 2(1–2), 75–94. https://doi.org/10.11116/jdivegendstud.2.1-2.0075
Goffman, E. (1967). Interaction Ritual. Essays on Face-to-Face Behaviour. Golden City: Anchor Books.
Goodley, D. & Van Hove, G. (2005). Another Disability Studies Reader? People with Learning Difficulties and
a Disabling World. Leuven/Apeldoorn: Garant.
Goodley, D. (2000). Self-Advocacy in the Lives of People with «Learning Difficulties». Buckingham: Open
University Press.
Goodley, D. (2010). Disability Studies: an Interdisciplinary Introduction. London: Sage.
Goulet, J. G. A. (1996). The Berdache/Two-Spirit: A comparison of anthropological and native constructions
of gendered identities among the Northern Athapaskans. Journal of the Royal Anthropological Institute,
2(4), 683–701. https://dx.doi.org/10.2307/3034303
Grabham, E. (2007). Citizen Bodies, Intersex
https://doi.org/10.1177/1363460707072951
Citizenship.
Sexualities,
10(1),
29-48.
Gray, M. L. (2009). «Queer Nation is dead/long live Queer Nation»: The politics and poetics of social movement
and media representation. Critical Studies in Media Communication, 26(3), 212–236.
https://dx.doi.org/10.1080/15295030903015062
Greenesmith, H. (2020). Supreme Court LGBTQ Protections Cover Bisexual and Pansexual Workers too,
TeenVogue https://www.teenvogue.com/story/supreme-court-lgbtq-protections-bisexual-pansexualworkers
Greenwald A. G., Banaji M. R., Rudman L. A., Farnham S. D., Nosek B. A., Mellott D. S. (2002). A unified
theory of implicit attitudes, stereotypes, self-esteem, and self-concept. Psychological Review, 109, 3–
25. https://doi.org/10.1037/0033-295X.109.1.3
Grillo, T. (1995). Anti-Essentialism and Intersectionality: Tools to Dismantle the Masters House. Berkeley
Womens Law Journal, 10, 16-30.
Grimal, P., Kershaw, S., & Maxwell-Hyslop, A. R. (1990). A concise dictionary of classical mythology. Oxford,
UK: Blackwell. https://dx.doi.org/10.1093/nq/38.2.194
Grossman, A. H., & DAugelli, A. R. (2006). Transgender youth: Invisible and vulnerable. Journal of
Homosexuality, 51(1), 111–128. https://dx.doi.org/10.1300/J082v51n01_06
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
279
Guittar, S. G., & Guittar, N. A. (2015). Intersectionality. In J. D. Wright (Eds.), International Encyclopedia of
the Social & Behavioral Sciences (Second Edition) (σσ. 657–662). Elsevier.
https://doi.org/10.1016/B978-0-08-097086-8.32202-4
Haavio-Mannila, E. & Kontula, O. (1992). Finnish Sex Survey 1992 [dataset]. Version 2.0 (2018-08-10).
Finnish Social Science Data Archive [distributor]. http://urn.fi/urn:nbn:fi:fsd:T-FSD1243
Halberstam, J. (1998). Transgender butch: Butch/FTM border wars and the masculine continuum. GLQ: A
Journal of Lesbian and Gay Studies, 4(2), 287–310. https://dx.doi.org/10.1215/10642684-4-2-287
Hall, K. & Bucholtz, M. (2013). Epilogue: facing identity. Journal of Politeness Research. 9 (1), 123-132.
Halley, E. J. (2010). A Tribute from Legal Studies to Eve Kosoksky Sedgwick: Introduction (2010). 33 Harv.
J.L. & Gender 309 (2010), Available at SSRN: https://ssrn.com/abstract=3256953 or
http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.3256953
Halley, J. (2017). Paranoia, Feminism, Law: Reflections on the Possibilities for Queer Legal Studies. In E. S.
Anker & B. Meyler (Eds.), New Directions in Law and Literature (p. 0). Oxford University Press.
https://doi.org/10.1093/acprof:oso/9780190456368.003.0008
Hancock, A. M. (2007a). Intersectionality as a Normative and Empirical Paradigm. Politics and Gender, 3(2),
248-253.
Hancock, A. M. (2007b). When Multiplication Doesnt Equal Quick Addition: Examining Intersectionality as a
Research Paradigm. Perspectives on Politics, 5(1), 63-79.
Hancock, A. M. (2019). Empirical intersectionality: A tale of two approaches. The Palgrave handbook of
intersectionality in public policy, 95-132.
Hankivsky, O., & Cormier, R. (2009). Intersectionality: Moving Womens Health Research and Policy Forward.
Vancouver: Womens Health Research Network.
Hankivsky, O., Reid, C., Cormier, R., Varcoe, C., Clark, N., Benoit, C., & Brotman, S. (2010). Exploring the
Promises of Intersectionality for Advancing Womens Health Research. International Journal for Equity
in Health, 9(5), 1-15.
Hans, P., V. (1990). Law and the Media: An Overview and Introduction. Paper 325. Cornell Law Faculty
Publications. http://scholarship.law.cornell.edu/facpub/325
Hansen, K., Littwitz, C., & Sczesny, S. (2016). The Social Perception of Heroes and Murderers: Effects of
Gender-Inclusive
Language
in
Media
Reports.
Frontiers
in
Psychology,
7.
https://www.frontiersin.org/article/10.3389/fpsyg.2016.00369
Haritaworn, J. (2008). Shifting positionalities: Empirical reflections on a queer/trans of colour methodology.
Sociological Research Online, 13(1), 1–12. https://dx.doi.org/10.5153/sro.1631
Haugh, M. (2007). The discursive challenge to politeness research: An interactional alternative. Journal of
Politeness Research 3: 295-397.
Haugh, M. (2013). Im/politeness, social practice and the participation order. Journal of Pragmatics 58, 52-72.
Haupert, M. L., Gesselman, Amanda N., Moors, Amy C., Fisher, Helen E., Garcia, Justin R. (2017). Prevalence
of Experiences With Consensual Nonmonogamous Relationships: Findings From Two National
Samples of Single Americans, Journal of Sex & Marital Therapy, 43:5, 424-440, DOI:
10.1080/0092623X.2016.1178675
Haynes, C., Joseph, N. M., Patton, L. D., Stewart, S., & Allen, E. L. (2020). Toward an understanding of
intersectionality methodology: A 30-year literature synthesis of Black womens experiences in higher
education. Review of Educational Research, 90(6), 751-787.
Hearn, J. (2011). Neglected Intersectionalities in Studying Men: Age(ing), Virtuality, Transnationality. In
Helma Lutz, Maria Teresa Herrera Vivar & Linda Supik (Eds.) Framing Intersectionality: Debates on
a Multi-Faceted Concept in Gender Studies. Farnham: Ashgate.
Hemery, S. (2018). Vice reports on Londons Polyday convention. Retrieved 22 January 2021.
https://polyinthemedia.blogspot.com/2018/11/vice-reports-on-londons-polyday.html
280
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Hess N. W. (2016). Slut-shaming in the workplace: sexual rumors & hostile environment claims. N.Y.U Review
of Law & Social Change, https://socialchangenyu.com/review/slut-shaming-in-the-workplace-sexualrumors-hostile-environment-claims/
Hill, C. & Kearl, M. A. (2011). Crossing the line: Sexual harassment at school. American Association of
University Women.
Hines, S., & Taylor, M. (2018). Is gender fluid? A primer for the 21st century (the big idea). London, UK:
Thames and Hudson Ltd.
Hossain A. (2022), Beyond Emasculation: Pleasure and Power in the Making of hijra in Bangladesh, Cambridge
University
Press
https://www.amazon.co.uk/Beyond-Emasculation-Pleasure-MakingBangladesh/dp/1316517047
Howell, J. L., Egan, P. M., Giuliano, T. A., Ackley, B. D. (2011). The reverse double standard in perceptions
of student-teacher sexual relationships: The role of gender, initiation, and power. The Journal of Social
Psychology, 151, 180–200. https://doi.org/10.1080/00224540903510837
Huberman, J. S., Dawson, S. J., & Chivers, M. L. (2017). Examining the time course of genital and subjective
sexual responses in women and men with concurrent plethysmography and thermography. Biological
Psychology, 129, 359–369. https://doi.org/10.1016/j.biopsycho.2017.09.006
Hupka, R. B. (1984). Jealousy: Compound emotion or label for a particular situation? Motivation and Emotion,
8(2), 141–155. https://doi.org/10.1007/BF00993070
Hyde, J. S. & DeLamater, J. (1997). Understanding human sexuality (6th ed.). McGraw-Hill.
Intersex Greece. (2021). Υπόμνημα προς την Επιτροπή Σύνταξης Εθνικής Στρατηγικής για την Ισότητα
ΛΟΑΤΚΙ+, Προτάσεις για την προστασία των ίντερσεξ ατόμων στην Ελλάδα.
https://intersexgreece.org.gr/wp-content/uploads/2022/06/Προτάσεις-για-την-προστασία-τωνίντερσεξ-στην-Ελλάδα_ΥΠΟΜΝΗΜΑ.pdf
Intersex
Greece. (2023). Ρητορική μίσους κατά των ίντερσεξ ατόμων στην Ελλάδα.
https://intersexgreece.org.gr/wp-content/uploads/2023/06/Ρητορική-μίσους-κατά-των-ίντερσεξreport-EL_May23.pdf
IOM-UN Migration. (2020, updated). SOGIESC-Glossary of terms, IOM LGBTIQ+ Focal Point Jenn
Rumbach. https://www.iom.int/sites/g/files/tmzbdl486/files/documents/IOM-SOGIESC-Glossary-ofTerms.pdf
Israel E., Strassberg D. S. (2009). Viewing time as an objective measure of sexual interest in heterosexual men
and women. Archives of Sexual Behavior, 38, 551–558.
Jacob, J., Köbsell, S., & Wollrad, E. (2010). Gendering Disability. Intersektionale Aspekte von Behinderung
und Geschlecht. Bielefeld: Transkript Verlag.
Janssen E. (2002). Psychophysiological measurement of sexual arousal. In Wiederman M. W., Whitley B. E.
(Eds.), Handbook for conducting research on human sexuality (pp. 139–171). Mahwah, NJ: Lawrence
Erlbaum.
Jones D. C. (2011). Interpersonal and familial influences on the development of body image. In Cash T. F.,
Smolak L. (Eds.), Body image: A handbook of science, practice, and prevention (pp. 110–118). New
York, NY: The Guilford Press.
Karmiris, M. (2022). Cripistemologies and resisting the calls to return to normal. Curriculum Inquiry, 52(4),
426–442. https://doi.org/10.1080/03626784.2022.2089005
Kavanagh, J. (2020). «Building bridges: How polyamory made me a better friend, lover and person». Irish
Times.
Kemmis, S., & McTaggart, R. (2008). Participatory Action Research: Communicative Action and the Public
Sphere. In N. Denzin, & Y. Lincoln (Eds.) Strategies of Qualitative Inquiry. Sage, Thousand Oaks.
Kiefer, A. K., Sanchez, D. T., Kalinka, C. J., Ybarra, O. (2006). How womens nonconscious association of sex
with submission relates to their subjective sexual arousability and ability to reach orgasm. Sex Roles,
55, 83–94. https://doi.org/10.1007/s11199-006-9060-9
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
281
Kinsey P., Pomeroy W. B., Martin C. E. (1948). Sexual behavior in the human male. Philadelphia, PA: W.B.
Saunders.
Kipfer, B. A., & Chapman, R. L. (2010). Dictionary of American Slang. Harper Collins.
Klesse, C. (2011). Shady characters, untrustworthy partners, and promiscuous sluts: Creating bisexual
intimacies in the face of heteronormativity and biphobia. Journal of Bisexuality, 11(2-3), 227–244.
https://doi.org/10.1080/15299716.2011.571987
Klesse, Ch. (2006). Polyamory and its Others: Contesting the Terms of Non-Monogamy. London, Thousand
Oaks,
CA
and
New
Delhi:
SAGE
Publications.
Vol
9(5):
565–583
https://dx.doi.org/10.1177/1363460706069986
Koehler, A., Eyssel, J., & Nieder, T. O. (2018). Genders and individual treatment progress in (non-)binary trans
individuals.
The
Journal
of
Sexual
Medicine,
15(1),
102–113.
https://dx.doi.org/10.1016/j.jsxm.2017.11.007
Kohut, A., Wike, R., Bell, J., Horowitz, J. M., Simmons, K., Stokes, B., ... & Devlin, K. (2013). The global
divide on homosexuality. Pew Research Center, 4.
Krumer-Nevo, M. (2009). From Voice to Knowledge: Participatory Action Research, Inclusive Debate and
Feminism. International Journal of Qualitative Studies in Education, 22(3), 279-296.
Kuban M., Barbaree H. E., Blanchard R. (1999). A comparison of volume and circumference phallometry:
Response magnitude and method agreement. Archives of Sexual Behavior, 28, 345–359.
Kuper, L. E., Nussbaum, R., & Mustanski, B. (2012). Exploring the diversity of gender and sexual orientation
identities in an online sample of transgender individuals. Journal of Sex Research, 49(2–3), 244–254.
https://dx.doi.org/10.1080/00224499.2011.596954
Kuppers, P. (2011). Disability Culture and Community Performance: Find a Strange and Twisted Shape. New
York: Palgrave MacMillan.
Lauring, J., & Klitmøller, A. (2017). Inclusive Language Use in Multicultural Business Organizations: The
Effect on Creativity and Performance. International Journal of Business Communication, 54(3), 306–
324. https://doi.org/10.1177/2329488415572779
Lefkowitz E. S., Shearer C. L., Gillen M. M., Espinosa-Hernandez G. (2014). How gendered attitudes relate to
womens and mens sexual behaviors and beliefs. Sexuality & Culture, 18, 833–846.
https://doi.org/10.1007/s12119-014-9225-6
Leonardi M., Bickenbach J., Ustun B. T., Kostanjsek N., Chatterji S., (2006). The definition of disability: what
is in a name? https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/17027711/
Library of Congress. (2015). The Combahee River Collective Statement. United States. [Web Archive]
Retrieved from the Library of Congress, https://www.loc.gov/item/lcwaN0028151/
Lippa R. A. (2009). Sex differences in sex drive, sociosexuality, and height across 53 nations: Testing
evolutionary and social structural theories. Archives of Sexual Behavior, 38, 631–651.
https://doi.org/10.1007/s10508-007-9242-8
Locher, M. A. & Watts, R. J. (2005). Politeness theory and relational work. Journal of Politeness Research.
Language, Behaviour, Culture, 1(1), 9-33.
Locher, M. A. & Watts, R. J. (2008). Relational work and impoliteness: Negotiating norms of linguistic
behaviour (No. 21, pp. 77-99). Mouton de Gruyter.
Locher, M. A. (2008). Relational work, politeness and identity construction. Στο Handbooks of applied
linguistics: communication competence, language and communication problems, practical solutions,
vol. 2. Handbook of interpersonal communication. Berlin, 509-540.
Locher, M. A. (2013). Relational work and interpersonal pragmatics. Journal of pragmatics, 58, 145-149.
Lykens, J. E., LeBlanc, A. J., & Bockting, W. O. (2018). Healthcare experiences among young adults who
identify
as
genderqueer
or
nonbinary.
LGBT
Health,
5(3),
191–196.
https://dx.doi.org/10.1089/lgbt.2017.0215
282
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
MacInnis, C.C., & Hodson, G. (in press). Intergroup bias toward «Group X»: Evidence of prejudice,
dehumanization, avoidance, and discrimination against asexuals. Group Processes and Intergroup
Relations. https://dx.doi.org/10.1177/1368430212442419
Malandrakis, N. (2020). Η πρώτη πόλη των ΗΠΑ που αναγνώρισε δικαιώματα στις πολυσυντροφικές σχέσεις.
Antivirus.
https://avmag.gr/125605/i-proti-poli-ton-ipa-poy-anagnorise-dikaiomata-stispolysyntrofikes-scheseis/
Marcus C. N. (2015). Bridging Bisexual Erasure in LGBT-Rights Discourse and Litigation, 22 MICH. J.
GENDER & L. 291 (2015). Available at: https://repository.law.umich.edu/mjgl/vol22/iss2/2
Marks, M. J. (2008). Evaluations of sexually active men and women under divided attention: A social cognitive
approach to the sexual double standard. Basic and Applied Social Psychology, 30, 84–91.
https://doi.org/10.1080/01973530701866664
Marks, M. J., Fraley, R. C. (2007). The impact of social interaction on the sexual double standard. Social
Influence, 2, 29–54. https://doi.org/10.1080/15534510601154413
Marks, S. M. (2006). Global recognition of human rights for lesbian, gay, bisexual, and transgender people.
Health Hum Rights. 2006;9(1):33-42. PMID: 17061768; PMCID: PMC5451102.
Matsuno, E., & Budge, S. L. (2017). Non-binary/ Genderqueer identities: A critical review of the literature.
Current Sexual Health Reports, 9(3), 116–120. https://dx.doi.org/10.1007/s11930-017-0111-8
McCall, L. (2005). The Complexity of Intersectionality. Signs: Journal of Women in Culture and Society, 30(3),
1771-1800.
McDougal, M. (1989). Law and Peace. Denver Journal of International Law & Policy, 18(1).
https://digitalcommons.du.edu/djilp/vol18/iss1/4
McGuire, J. K., Beek, T. F., Catalpa, J. M., & Steensma, T. D. (2018). The Genderqueer Identity (GQI) Scale:
Measurement and validation of four distinct subscales with trans and LGBQ clinical and community
samples in two countries. International Journal of Transgenderism. 20(2þ3). Advance online
publication. https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2018.1460735
McRuer, R. (2006). Crip theory: Cultural signs of queerness and disability. New York University Press.
Medium. (2019). Identity beyond Disability. https://medium.com/dna-s-blog/identity-beyond-disability3d59d19b1dad
Meier, D. S. (2008). Gender Trouble in the Law: Arguments Against the Use of Status/Conduct Binaries in
Sexual Orientation Law. Wash. & Lee J. Civil Rts. & Soc. Just., 15, 147.
Merriam-Webster. (2020). Polyamory--Definition of Polyamory by Merriam-Webster. Retrieved January 21,
2021.
Mery Karlsson, M., & Rydström, J. (2023). Crip Theory: A Useful Tool for Social Analysis. NORA - Nordic
Journal
of
Feminist
and
Gender
Research,
31(4),
395–410.
https://doi.org/10.1080/08038740.2023.2179108
Mezzalira, S., Scandurra, C., Mezza, F., Miscioscia, M., Innamorati, M., & Bochicchio, V. (2022). Gender felt
pressure, affective domains, and mental health outcomes among transgender and gender diverse (TGD)
children and adolescents: a systematic review with developmental and clinical implications.
International Journal of Environmental Research and Public Health, 20(1), 785.
Miano, P., & Urone, C. (2023). What the hell are you doing? A PRISMA systematic review of psychosocial
precursors of slut-shaming in adolescents and young adults. Psychology & Sexuality, 0(0), 1–17.
https://doi.org/10.1080/19419899.2023.2213736
Milhausen R. R., Herold E. S. (2001). Reconceptualizing the sexual double standard. Journal of Psychology &
Human Sexuality, 13, 63–83. https://doi.org/10.1300/J056v13n02_05
Milhausen, R. R., Herold, E. S. (1999). Does the sexual double standard still exist? Perceptions of university
woman. The Journal of Sex Research, 36, 361–368. https://doi.org/10.1080/00224499909552008
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
283
Mills, J., & Fuller-Tyszkiewicz, M. (2017). Fat Talk and Body Image Disturbance: A Systematic Review and
Meta-Analysis.
Psychology
of
Women
Quarterly,
41(1),
114–129.
https://doi.org/10.1177/0361684316675317
Monro, S., & Van Der Ros, J. (2018). Trans and gender variant citizenship and the state in Norway. Critical
Social Policy, 38(1), 57–78. https://dx.doi.org/10.1177/0261018317733084
Moors, A. C., Conley, T. D., Edelstein, R. S., & Chopik, W. J. (2015). Attached to monogamy? Avoidance
predicts willingness to engage (but not actual engagement) in consensual non-monogamy. Journal of
Social and Personal Relationships, 32(2), 222–240. https://doi.org/10.1177/0265407514529065
Moors, A. C., Gesselman, A. N., & Garcia, J. R. (2021). Desire, Familiarity, and Engagement in Polyamory:
Results From a National Sample of Single Adults in the United States. Frontiers in Psychology, 12.
https://doi.org/10.3389/fpsyg.2021.619640
Moors, A. C., Matsick, J. L., Ziegler, A., Rubin, J. D., & Conley, T. D. (2013). Stigma toward individuals
engaged in consensual nonmonogamy: Robust and worthy of additional research.
Mosher, C. E. & Danoff-Burg, S. (2005). Agentic and communal personality traits: Relations to attitudes toward
sex and sexual experiences. Sex Roles, 52, 121–129. https://doi.org/10.1007/s11199-005-1199-2
Moss-Racusin, C. A., Phelan, J. E., Rudman, L. A. (2010). When men break the gender rules: Status incongruity
and backlash against modest men. Psychology of Men & Masculinity, 11, 140–151.
https://doi.org/10.1037/a0018093
Nair, Y. (2008). «Friendship in the Time of Love». Yasmin Nairs official website. WordPress.
Nair, Y. (2012). «Newt Gingrich: Polyamorist?». Yasmin Nairs official website. WordPress.
Nair, Y. (2015a). «Your Sex Is Not Radical». Yasmin Nairs official website. WordPress.
Nair, Y. (2015b). «On Power Couples». Yasmin Nairs official website. WordPress.
Nair, Y. (2015c). «Weekly Roundup: November 22». Yasmin Nairs official website. WordPress.
Nash, J. C. (2008). Re-thinking Intersectionality. Feminist Review, 89, 1-15.
Nat Thorne, Andrew Kam-Tuck Yip, Walter Pierre Bouman, Ellen Marshall & Jon Arcelus (2019): The
terminology of identities between, outside and beyond the gender binary – A systematic review.
International Journal of Transgenderism. https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2019.1640654
Nestle, J., Howell, C., & Wilchins, R. A. (Eds.). (2002). Genderqueer: Voices from beyond the sexual binary.
New York, NY: Alyson Publications.
Newitz, A. (2006). Love Unlimited: The Polyamorists. New Scientist. Retrieved December 20, 2021.
Nichol,
M. (2019). Non-hyphenation» is a nonstarter. Retrieved
https://www.dailywritingtips.com/non-hyphenation-is-a-nonstarter/
March
19,
2021,
from
Nicholas, L. (2018). Queer ethics and fostering positive mindsets toward non-binary gender, genderqueer, and
gender ambiguity. International Journal of Transgenderism. 20(2þ3). Advance online publication.
https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2018.1505576
Noël, J., M. (2006). Progressive polyamory: Considering issues of diversity. Sexualities 9(5), 602–620.
Non-binary
(2022).
In
en.oxforddictionaries.com.
Retrieved
https://en.oxforddictionaries.com/definition/non-binary
Nonbinary.
(2022).
In
Merriam-Webster.com.
Retrieved
https://www.merriam-webster.com/dictionary/nonbinary
April
March
13,
2022,
from:
18,
2022,
from:
Nordgren, A. (2006). The short instructional manifesto for relationship anarchy. The Anarchist Library.
https://theanarchistlibrary.org/library/andie-nordgren-the-short-instructional-manifesto-forrelationship-anarchy
O’Cinneide, C. (2022). Can Intersectionality Contribute to Effective Equality?. [Keynote Address]. ECRI
284
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Annual
https://rm.coe.int/o-cinneide-ecri-keynote-intersectionality-final-sept-2022/1680a842d7
O’Shea,
S. C. (2018). This girls life: An
https://dx.doi.org/10.1177/1350508417703471
autoethnography.
Organization,
Seminar.
25(1),
3–20.
O’Sullivan, L. F. (1995). Less is more: The effects of sexual experience on judgments of mens and womens
personality characteristics and relationship desirability. Sex Roles, 33, 159–181.
https://doi.org/10.1007/BF01544609
O’Sullivan, L. F., Allgeier, E. R. (1998). Feigning sexual desire: Consenting to unwanted sexual activity in
heterosexual dating relationships. The Journal of Sex Research, 35, 234–243.
https://doi.org/10.1080/00224499809551938
Oliver M. B., Hyde J. S. (1993). Gender differences in sexuality: A meta-analysis. Psychological Bulletin, 114,
29–51. https://doi.org/10.1037/0033-2909.114.1.29
Oliver, M. (1996a). Understanding disability: from Τheory to Practice. London: Macmillan.
Oliver, M. (1996b). The Social Model in Context. In: Understanding Disability. London: Palgrave.
https://doi.org/10.1007/978-1-349-24269-6_4
Oliver, M. (1997). The Disability Movement Is a New Social Movement! Community Development Journal,
vol. 32, no. 3, pp. 244–51. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/44257345
Oxford Living Dictionaries (2018). Definition of polyamory in US English. Oxford University Press. Retrieved
February 25, 2021.
Pallotta-Chiarolli, M. (2006). Polyparents having children, raising children, schooling children.
https://www.researchgate.net/publication/306228246_Polyparents_having_children_raising_children_
schooling_children
Parrott, W. G., & Smith, R. H. (1993). Distinguishing the experiences of envy and jealousy. Journal of
Personality and Social Psychology, 64(6), 906–920. https://doi.org/10.1037/0022-3514.64.6.906
Partridge, E. (2008). The Concise New Partridge Dictionary of Slang and Unconventional English. Routledge.
Pellicane, M. J., & Ciesla, J. A. (2022). Associations between minority stress, depression, and suicidal ideation
and attempts in transgender and gender diverse (TGD) individuals: Systematic review and metaanalysis. Clinical psychology review, 91, 102113.
Penny, L. (2013). Being polyamorous shows theres no traditional way to live. The Guardian. Retrieved
December 20, 2021.
Perlman, M. (2019). How the word queerwas adopted by the LGBTQ community. Columbia Jurnalism Review.
https://www.cjr.org/language_corner/queer.php
Petersen J. L., Hyde J. S. (2010). A meta-analytic review of research on gender differences in sexuality, 1993–
2007. Psychological Bulletin, 136, 21–38. https://doi.org/10.1037/a0017504
Pikramenou, N. (2019). Intersex rights. Living between sexes. Springer.
Pikramenou, N. (2024). From intersex activism to lawmaking: the legal ban of intersex genital mutilations in
Greece, Social Sciences Journal, (υπό δημοσίευση).
Pines, A. & Aronson, P. (1981). Polyfidelity: An alternative lifestyle without jealousy? Alternative Lifestyles 4,
(3), 373-392.
PLAC. (2021). «Polyamory Legal Advocacy Coalition». Polyamory Legal Advocacy Coalition.
https://polyamorylegal.org/
Practical Androgyny. (2014). How many people in the United Kingdom are nonbinary? Retrieved November
25,
2021,
from:
https://practicalandrogyny.com/2014/12/16/how-many-people-in-the-uk-are-nonbinary/
Prentice, D. A. & Carranza, E. (2002). What women and men should be, shouldnt be, are allowed to be, and
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
285
dont have to be: The contents of prescriptive gender stereotypes. Psychology of Women Quarterly, 26,
269–281. https://doi.org/10.1111/1471-6402.t01-1-00066
Price, J., & Shildrick, M. (1998). Uncertain Thoughts on the Disabled Body. In M. Shildrick, & J. Price (Eds.)
Vital Signs: Feminist Reconfigurations of the Biological Body. Edinburgh: Edinburgh University Press.
Prins, B. (2006). Narrative Accounts of Origins. European Journal of Womens Studies, 13(2), 277-290.
Puccio F., Kalathas F., Fuller-Tyszkiewicz M., Krug I. (2016). A revised examination of the dual pathway
model for bulimic symptoms: The importance of social comparisons made on Facebook and sociotropy.
Computers in Human Behavior, 65, 142–150. https://dx.doi.org/10.1016/j.chb.2016.08.018
Puhl, R. M., Lessard, L. M., Pearl, R. L., Himmelstein, M. S., & Foster, G. D. (2021). International comparisons
of weight stigma: Addressing a void in the field. International Journal of Obesity, 45(9), 1976–1985.
https://doi.org/10.1038/s41366-021-00860-z
Puhl, R., Peterson, J. L., & Luedicke, J. (2013). Motivating or stigmatizing? Public perceptions of weight-related
language used by health providers. International Journal of Obesity, 37(4), Article 4.
https://doi.org/10.1038/ijo.2012.110
Queen, C., & Schimel, L. (1997). Pomosexuals: Challenging assumptions about gender and sexuality. San
Francisco, CA: Cleis Press.
Quoracom. (2022). What is the difference between a transgender person and a non binary person? Retrieved
November 14, 2022, from https://www.quora.com/What-is-the-difference-between-a-transgenderperson-and-a-non-binary-person
Ramos, M., M. (2021). Feminist and Queer Legal Theories: Gender and Sexuality as Useful Categories for the
Critique of Law. (trans. Nogueira La Croix, P., V.). Rev. Direito e Práx., Rio de Janeiro, Vol. 12. N. 3.
p. 1679-1710. https://dx.doi.org/10.1590/2179-8966/2020/50776
Ratcliffe, D., & Ellison, N. (2015). Obesity and Internalized Weight Stigma: A Formulation Model for an
Emerging Psychological Problem. Behavioural and Cognitive Psychotherapy, 43(2), 239–252.
https://doi.org/10.1017/S1352465813000763
Reiss, I. L. (1964). The scaling of premarital sexual permissiveness. Journal of Marriage and Family, 26, 188–
198. https://doi.org/10.2307/349726
Rice, C., Harrison, E., & Friedman, M. (2019). Doing justice to intersectionality in research. Cultural Studies↔
Critical Methodologies, 19(6), 409-420.
Richards, C., & Barker, M. J. (Eds.). (2015). The Palgrave handbook of the psychology of sexuality and gender.
Basingstoke, UK: Palgrave Macmillan.
Richards, C., Bouman, W. P., & Barker, M. J. (Eds.). (2017). Genderqueer and non-binary genders. London,
UK: Palgrave Macmillan.
Richards, C., Bouman, W. P., Seal, L., Barker, M. J., Nieder, T. O., & TSjoen, G. (2016). Non-binary or
genderqueer
genders.
International
Review
of
Psychiatry,
28(1),
95–102.
https://dx.doi.org/10.3109/09540261.2015.1106446
Rieger G., Savin-Williams R. C. (2012). The eyes have it: Sex and sexual orientation differences in pupil
dilation patterns. PLoS ONE, 7(8), e40256.
Rinaldi, J. (2013). Reflexivity in Disability Research: Disability between the Lines. Disability Studies
Quarterly, 33(2).
Robinson, B. E., & Green, M. G. (1981). Beyond androgyny: The emergence of sex-role transcendence as a
theoretical
construct.
Developmental
Review,
1(3),
247–265.
https://dx.doi.org/10.1016/0273-2297(81)90020-4
Rodgers R. F., Melioli T., Laconi S., Bui E., Chabrol H. (2013). Internet addiction symptoms, disordered eating,
and body image avoidance. Cyberpsychology, Behavior, and Social Networking, 16, 56–60.
https://dx.doi.org/10.1089/cyber.2012.1570
286
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Romero, A. P. (2009). Methodological descriptions: Feminist and Queer legal theories. In: Fineman M. A.,
Jackson J. E., Romero, A. P. (eds) Feminist and queer legal theory:intimate encounters,uncomfortable
conversations. Routledge.
Rothmann, J., & Simmonds, S. (2015). Othering non-normative sexualities through objectification of the
homosexual: Discursive discrimination by pre-service teachers. Agenda, 29(1), 116–111.
https://dx.doi.org/10.1080/10130950.2015.1010288
Rudman, L. A. (1998). Self-promotion as a risk factor for women: The costs and benefits of counterstereotypical
impression management. Journal of Personality and Social Psychology, 74, 629–645.
https://doi.org/10.1037/0022-3514.74.3.629
Rudman, L. A., Fairchild, K. (2004). Reactions to counterstereotypic behavior: The role of backlash in cultural
stereotype maintenance. Journal of Personality and Social Psychology, 87, 157–176.
https://doi.org/10.1037/0022-3514.87.2.157
Rullo J. E., Strassberg D. S., Israel E. (2010). Category-specificity in sexual interest in gay men and lesbians.
Archives of Sexual Behavior, 39, 874–879.
Ryan, G. (2018). Is Everyone Queer Now? A Linguistic Investigation into the Reclamation of the Word Queer.
[Thesis].
University
of
Michigan.
https://lsa.umich.edu/content/dam/english-assets/migrated/honors_files/Ryan,%20G_Thesis.pdf
Sackett, D. & Dajani, T. (2019). Fat Shaming in Medicine: Overview of Alternative Patient Strategies.
Osteopathic Family Physician, 11(4), Article 4. https://ofpjournal.com/index.php/ofp/article/view/583
Safron A., Barch B., Bailey J. M., Gitelman D. R., Parrish T. B., Reber P. J. (2007). Neural correlates of sexual
arousal in homosexual and heterosexual men. Behavioral Neuroscience, 121, 237–248.
Sagebin Bordini, G., & Sperb, T. M. (2013). Sexual double standard: A review of the literature between 2001
and 2010. Sexuality & Culture: An Interdisciplinary Quarterly, 17(4), 686–704.
https://doi.org/10.1007/s12119-012-9163-0
Salk R., Engeln-Maddox R. (2012). Fat talk among college women is both contagious and harmful. Sex Roles,
66, 636–645. https://dx.doi.org/10.1007/s11199-011-0050-1
Sanchez D. T., Fetterolf J. C., Rudman L. A. (2012). Eroticizing inequality in the United States: The
consequences and determinants of traditional gender role adherence in intimate relationships. The
Journal of Sex Research, 49, 168–183. https://doi.org/10.1080/00224499.2011.653699
Sandahl, C. (2003). Queering the Crip or Cripping the Queer?: Intersections of Queer and Crip Identities in Solo
Autobiographical Performance. GLQ: A Journal of Lesbian and Gay Studies, 9(1), 25–56.
Scharrón-del Río, M. R., & Aja, A. A. (2020). Latinx: Inclusive language as liberation praxis. Journal of Latinx
Psychology, 8(1), 7–20. https://doi.org/10.1037/lat0000140
Schudde, L. (2018). Heterogeneous effects in education: The promise and challenge of incorporating
intersectionality into quantitative methodological approaches. Review of Research in Education, 42(1),
72-92.
Schwartz, P. & Rutter, V. (2000). The gender of sexuality (2nd ed.). Pine Forge Press.
Sczesny, S., Moser, F., & Wood, W. (2015). Beyond Sexist Beliefs: How Do People Decide to Use GenderInclusive Language? Personality and Social Psychology Bulletin, 41(7), 943–954.
https://doi.org/10.1177/0146167215585727
Sedgwick, E. K. (1990). Epistemology of the Closet. University of California Press.
Sedgwick, E. K. (2008). Epistemology of the closet (Updated [ed.] with a new preface). University of California
press.
Sedgwick, K., E. (1993). Tendencies. Durham: Duke University Press.
Sen, G., Iyer, A., & Mukherjee, C. (2009). Methodology to Analyse the Intersections of Social Inequalities in
Health. Journal of Human Development and Capabilities, 10, 397-415.
Sex Positive https://sexpositive.gr/?page_id=16
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
287
Sharpe H., Naumann U., Treasure J., Schmidt U. (2013). Is fat talking a causal risk factor for body
dissatisfaction? A systematic review and meta-analysis. International Journal of Eating Disorders, 46,
643–652. https://dx.doi.org/10.1002/eat.22151
Shen A. C. T., Chiu M. Y. L., Gao J. (2012). Predictors of dating violence among Chinese adolescents: The role
of gender-role beliefs and justification of violence. Journal of Interpersonal Violence, 27, 1066–1089.
https://doi.org/10.1177/0886260511424497
Sikorski C, Spahlholz J, Hartlev M, Riedel-Heller S. (2016). Weight-based discrimination: an ubiquitary
phenomenon? Int J Obes (Lond); 40(2):333–7.
Simonson, J., Ashar, S., & Akbar, A. A. (2022, Απρίλιος 26). What Movements Do to Law. Boston Review.
https://www.bostonreview.net/articles/what-movements-do-to-law/
Sixty-first session of the General Assembly by resolution A/RES/61/106. (2006). Convention on the Rights of
Persons
with
Disabilities.
United
Nations.
https://www.ohchr.org/en/instruments-mechanisms/instruments/convention-rights-personsdisabilities#:~:text=The%20purpose%20of%20the%20present,respect%20for%20their%20inherent%
20dignity.
Smelser, N. J., & Baltes, P. B. (Eds.). (2001). International encyclopaedia of the social and behavioral sciences
(Vol. 11). Amsterdam, Holland: Elsevier.
Smith A., Rissel C. E., Richters J., Grulich A. E., Visser R. O. (2003). Sex in Australia: Sexual identity, sexual
attraction and sexual experience among a representative sample of adults. Australian and New Zealand
Journal of Public Health, 27, 138–145.
Snowden R. J., Wichter J., Gray N. S. (2008). Implicit and explicit measurements of sexual preference in gay
and heterosexual men: A comparison of priming techniques and the Implicit Association Task. Archives
of Sexual Behavior, 37, 558–565.
Snyder, S. L., & Mitchell, D. T. (2006). The Eugenic Atlantic: Disability and the Making of an International
Science. Στο S. L. Snyder & D. T. Mitchell (Επιμ.), Cultural Locations of Disability (σ. 0). University
of Chicago Press. https://doi.org/10.7208/chicago/9780226767307.003.0004
Söder, M. (2009). Tensions, Perspectives and Themes in Disability Studies. Scandinavian Journal of disability
Research, 11(2), 67- 81.
Solomon, R.C. (1976). The passions. Garden City, NY: Doubleday.
Spence, J. T., Helmreich, R., & Stapp, J. (1975). Ratings of self and peers on sex role attributes and their relation
to self-esteem and conceptions of masculinity and femininity. Journal of Personality and Social
Psychology, 32(1), 29–39.
Spencer-Oatey, H. (2002). Managing rapport in talk: Using rapport sensitive incidents to explore the
motivational concerns underlying the management of relations. Journal of Pragmatics 34 (5): 529–45.
Spencer-Oatey, H. (2005). (Im)Politeness, face and perceptions of rapport: Unpackaging their bases and
interrelationships. Journal of Politeness Research: Language, Behaviour, Culture 1 (1): 95–119.
Spencer-Oatey, H. (2008). Culturally Speaking: Managing Rapport through Talk across Cultures (2nd edition).
London & New York: Continuum.
Sprague, J., & Hayes, J. (2000). Self-determination and empowerment: A feminist standpoint analysis of talk
about disability. American journal of community psychology, 28, 671-695.
Stachowiak, D. M. (2017). Queering it up, strutting our threads, and baring our souls: Genderqueer individuals
negotiating social and felt sense of gender. Journal of Gender Studies, 26(5), 532–543.
https://dx.doi.org/10.1080/09589236.2016.1150817
Staunæs, D. (2003). Where Have All the Subjects Gone? Bringing Together the Concepts of Intersectionality
and Subjectification. Nordic Journal of Feminist and Gender Research, 2(11), 101-109.
Stice E., Butryn M. L., Rohde P., Shaw H., Marti C. N. (2013). An effectiveness trial of a new enhanced
288
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
dissonance eating disorder prevention program among female college students. Behaviour Research
and Therapy, 51, 862–871. https://dx.doi.org/10.1016/j.brat.2013.10.003
Stice E., Mazotti L., Weibel D., Agras W. S. (2000). Dissonance prevention program decreases thin-ideal
internalization, body dissatisfaction, dieting, negative affect, and bulimic symptoms: A preliminary
experiment.
International
Journal
of
Eating
Disorders,
27,
206–217.
https://dx.doi.org/10.1002/(SICI)1098-108X(200003)27:2<206::AID-EAT9>3.0.CO;2-D
Subramanian, T., Chakrapani, V., Selvaraj, V., Noronha, E., Narang, A., & Mehendale, S. (2015). Mapping and
size estimation of Hijras and other trans-women in 17 states of India: First level findings. International
Journal of Health Sciences and Research, 5(10), 1–10.
Suter, A. (Ed.). (2008). Lament: Studies in the ancient Mediterranean and beyond. Oxford, UK: Oxford
University Press.
Sutin, A. R., & Terracciano, A. (2016). Five-Factor Model Personality Traits and the Objective and Subjective
Experience
of
Body
Weight.
Journal
of
Personality,
84(1),
102–112.
https://doi.org/10.1111/jopy.12143
Sutin, A. R., Stephan, Y., Luchetti, M., & Terracciano, A. (2014). Perceived weight discrimination and Creactive protein. Obesity, 22(9), 1959–1961. https://doi.org/10.1002/oby.20789
Taparia, S. (2011). Emasculated bodies of Hijras: Sites of imposed, resisted and negotiated identities. Indian
Journal of Gender Studies, 18(2), 167–184. https://dx.doi.org/10.1177/ 097152151101800202
Taylor, J., Zalewska, A., Gates, J. J., & Millon, G. (2018). An exploration of the lived experiences of non-binary
individuals who have presented at a gender identity clinic in the United Kingdom. International Journal
of
Transgenderism.
20(2þ3).
Advance
online
publication.
https://dx.doi.org/10.1080/15532739.2018.1445056
Terrell, K. R., Quinn, N., Velasquez Nash, B., & Salpietro, L. (2023). Investigating Slut Shaming of Men in
LGBTQIA + Communities: A Qualitative Exploratory Study. Journal of LGBTQ Issues in Counseling,
17(4), 289–305. https://doi.org/10.1080/26924951.2023.2254169
The OED today. (2006). Oxford University Press. Retrieved March 27, 2021.
The Ravenhearts. (2010). «Frequently Asked Questions re: Polyamory». Retrieved July 8, 2021.
Thiel, M. (2018). Introducing Queer Theory in International Relations. E-International Relationships.
https://www.e-ir.info/2018/01/07/queer-theory-in-international-relations/
Thomas, C. (2004). Developing the Social Relational in the Social Model of Disability: a Theoretical Agenda.
In C. Barnes, & G. Mercer. Implementing the Social Model of Disability: Theory and Research. Leeds:
The disability Press.
Tillman-Healy, L. M. (2003). Friendship as Method. Qualitative Inquiry, 9(5), 729-749.
Titchkosky, T. (2007). Reading & Writing Disability Differently: The Textured Life of Embodiment. Toronto:
University of Toronto Press.
Tobia, J. (2007). Do you know what it means to be genderqueer? Retrieved March 18, 2019, from
https://www.them.us/story/inqueery-genderqueer
Townson, A. (2016). A history of androgyny in fashion. The Oxford Student, σ. 5.
Trahan, A., H. (2014). Relationship Literacy and Polyamory: a queer approach. (dissertation). Ohio: Bowling
Green State Univesiry.
Trivers R. L. (1972). Parental investment and sexual selection. In Campbell B. (Ed.), Sexual selection and the
descent of man 1871-1971 (pp. 136–207). Aldine de Gruyter.
Universidad de los Andes (2023), La polémica sentencia de la Corte Suprema que le reconoció la pensión de
sobrevivientes a una trieja, explicadita https://derecho.uniandes.edu.co/es/polemica-sentencia-cortesuprema-reconocio-pension-sobrevivientes#_ftn7
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
289
VanderLaan D. P., Forrester D. L., Petterson L. J., Vasey P. L. (2013). The prevalence of faafafine relatives
among Samoan gynephilic men and faafafine. Archives of Sexual Behavior, 42, 353–359.
Vera, D., A. (1999). The Polyamory Quilt: Lifes Lessons. Copublished simultaneously in Journal of Lesbian
Studies (The Haworth Press, Inc.) Vol. 3, No. 1/2, pp. 11-22; &: The Lesbian Polyamory Reader: Open
Relationships, Non-Monogamy, and Casual Sex (ed: Marcia Munson & Judith P. Stelboum) The
Haworth Press, Inc., pp. 11-22.
Vice (2017), Three Men become first «polyamorous family» legally recognized in Colombia
https://www.vice.com/en/article/vbgpka/gay-men-polyamorous-marriage-colombia
Villa, P. (2011). Embodiment is Always More: Intersectionality, Subjection and the Body. Framing
Intersectionality. In H. Lutz, M. T. Herrera Vivar & L. Supik (Eds.) Framing Intersectionality: Debates
on a Multi-faceted Concept in Gender Studies. Farnham: Ashgate.
Vincent, B. W. (2016). Non-binary gender identity negotiations: Interactions with queer communities and
medical practice (PhD thesis). University of Leeds, Leeds, UK.
Voeten E. (2012). Changes in public attitudes towards homosexuality. The Monkey Cage. Retrieved from
http://themonkeycage.org/2012/05/18/changes-in-public-attitudes-towards-homosexuality/
Walmsley, J. (2001). Normalisation, Emancipatory Research and Learning Disability, Disability and Society,
16(2), 187-205.
Walmsley, J., & Johnson, K. (2003). Inclusive Research with People with Learning Disabilities: Past, Present
and Futures. London/New York: Jessica Kingsley Publishers.
Ward B. W., Dahlhamer J. M., Galinsky A. M., Joestl S. S. (2014). Sexual orientation and health among US
adults: National Health Interview Survey, 2013. National Health Statistics Reports, 15, 1–10.
Ward, C. A. (2000). Models and measurements of psychological androgyny: A cross-cultural extension of
theory and research. Sex Roles, 43(7/8), 529–552.
Weber, C. (2016). Queer Intellectual Curiosity as International Relations Method: Developing Queer
International Relations Theoretical and Methodological Frameworks. International Studies Quarterly,
60(1), 11–23. https://doi.org/10.1111/isqu.12212
Weber, L., & Parra-Medina, D. (2003). Intersectionality and Womens Health: Charting a Path to Eliminating
Health Disparities. In M. T. Segal, V. Demos, & J. J. Kronenfeld (Eds.) Advances in Gender Research:
Gendered Perspectives on Health and Medicine, Vol. 7(A). San Diego: Elsevier.
Weitzman, G., Davidson, J. & Phillips, A., R. (2012). What Psychology Professionals Should Know About
Polyamory. NCSF.
Weitzman, G., Davidson, J., & Phillips, Jr., R. (2010). What psychology professionals should know about
polyamory. National Coalition for Sexual Freedom, 1–36.
White, G.I. & Mullen, P.E. (1989). Jealousy: theory, research and clinical strategies.
Wiederman M. W., Allgeier E. R. (1992). Gender differences in mate selection criteria: Sociobiological or
socioeconomic explanation? Ethology and Sociobiology, 13, 115–124. https://doi.org/10.1016/01623095(92)90021-U
Wiggins, J. S., & Holzmuller, A. (1978). Psychological androgyny and interpersonal behavior. Journal of
Consulting and Clinical Psychology, 46(1), 40–52. https://dx.doi.org/10.1037//0022-006X.46.1.40
Wilchins, R. A., & Serano, J. (1997). Read my lips: Sexual subversion and the end of gender. Ithaca, NY:
Firebrand Books.
Wilson, A. (1996). How we find ourselves: Identity development and two spirit people. Harvard Educational
Review, 66 (2). 303–318. https://dx.doi.org/10.17763/haer.66.2.n551658577h927h4
Winter, S. (2009). Are human rights capable of liberation? The case of sex and gender diversity. Australian
Journal of Human Rights, 15(1), 151–173. https://dx.doi.org/10.1080/1323238X.2009.11910865
290
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
WiseGEEK. (2021). Is «Queer» a derogatory word? (with pictures). Retrieved February 23, 2021, from
https://www.wisegeek.com/is-queer-a-derogatory-word.htm
Wood W., Eagly A. H. (2012). Biosocial construction of sex differences and similarities in behavior. In Olson
J. M., Zanna M. P. (Eds.), Advances in experimental social psychology (Vol. 46, pp. 55–123). Academic
Press.
Wood, W., Eagly, A. H. (2002). A cross-cultural analysis of the behavior of women and men: Implications for
the
origins
of
sex
differences.
Psychological
Bulletin,
128,
699–727.
https://doi.org/10.1037/0033-2909.128.5.699
Young,
St.
(2016).
Judith
Butler:
Performativity.
Critical
Legal
Thinking.
https://criticallegalthinking.com/2016/11/14/judith-butlersperformativity/#:~:text=Her%20focus%20on%20performance%20has,normalize%20legal%20or%20
political%20practice
Zaikman Y., Marks M. J. (2014). Ambivalent sexism and the sexual double standard. Sex Roles, 71, 333–344.
https://doi.org/10.1007/s11199-014-0417-1
Zaikman Y., Marks M. J. (2017). Promoting theory-based perspectives in sexual double standard research. Sex
Roles, 76, 407–420. https://doi.org/10.1007/s11199-016-0677-z
Zaikman, Y., Vogel, E. A., Vicary, A. M., Marks, M. J. (2016). The influence of early experiences and adult
attachment on the exhibition of the sexual double standard. Sexuality & Culture, 20, 425–455.
https://doi.org/10.1007/s12119-015-9332-z
Zell-Ravenheart, M. G. (1990). A bouquet of lovers: Strategies for responsible open relationships. Green Egg,
23(89), 228-231.
Zoller, Ch. (2021). What Terms Like «Superfat» and «Small Fat» Mean, and How They Are Used. teenvogue.
https://www.teenvogue.com/story/superfat-small-fat-how-they-are-used
Αναστασόπουλος, Κ. (2017). Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. [Πτυχιακή εργασία]. Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ
Πελοποννήσου.
http://nestor.teipel.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/18412/%CE%A4%CE%95%CE%9B%CE%
99%CE%9A%CE%97_%28%CE%9A%29%2019-4-2017.pdf?sequence=1
Γαλανού, Μ. (2014a). Περί επανοικειοποίησης-ανάκτησης
https://enthemata.wordpress.com/2014/02/23/margal/
προσβλητικών
όρων.
Η
Αυγή.
Γαλανού, Μ. (2014b). Ταυτότητα και έκφραση φύλου – Ορολογία, διακρίσεις, στερεότυπα και μύθοι. Εκδ.
Σωματείο
Υποστήριξης
Διεμφυλικών
https://transgendersupportassociation.files.wordpress.com/2014/11/001-106-tautotita-kai-ekfrasifilou.pdf
Διοτίμα. (n.d.). Safeable. https://diotima.org.gr/cases/ypostirixi-se-epizonta-atoma-me-aisthitiriakes-anapiries/
Εθνική
Στρατηγική
για
την
Ισότητα
των
ΛΟΑΤΚΙ+
https://www.primeminister.gr/wpcontent/uploads/2021/06/ethniki_statigiki_gia_thn_isothta_ton_loatki.pdf
ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ. (2020).
https://www.primeminister.gr/wp-content/uploads/2020/12/2020-ethniko-sxedio-drasis-amea.pdf
ΕΚΚΕ. (2023), Κατάσταση των Γυναικών με Αναπηρία και των Αναγκών Γονέων και Κηδεμόνων Παιδιών με
Αναπηρία https://www.kethi.gr/ereunes-meletes/ekponisi-ereynas-gia-tin-katastasi-ton-gynaikon-meanapiria-kai-ton-anagkon-goneon-kai-kidemonon-paidion-me-anapiria
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. (2018). Ουδέτερη ως προς το φύλο γλώσσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ζησάκου Σ. (2021), Διαδικασία Ασύλου & Σεξουαλικός Προσανατολισμός. Νομική Βιβλιοθήκη
https://www.nb.org/diadikasia-asyloy-sexoyalikos-prosanatolismos.html
Κανγκιλέμ, Ζ. (2007). Το Κανονικό και το Παθολογικό. μτφρ.: Φουρτούνης, Γ. Αθήνα: Νήσος.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
291
Καράπα, Λ.
Ι. (2021). Έμφυλη βία και
γυναίκες με
αναπηρία.
https://socialpolicy.gr/2021/11/έμφυλη-βία-και-γυναίκες-με-αναπηρία.html
Social
Policy.
Καραστάθη, Α. & Τσιλιμπουνίδη, Μ. (2022). Ατμοσφαιρική βία, διαθεματικότητα και φεμινισμός της
κατάργησης.
inExarchia.
Ανακτήθηκε
22
Ιουλίου
από:
https://www.inexarchia.gr/story/think/atmosfairiki-diathematikotita-feminismos-tis-katargisisfeministiko-kentro
Κοκόρη, Α. (2022). Τέσσερις γυναίκες με αναπηρία μιλούν για τo δικαίωμά τους στη σεξουαλική ζωή. ampa
LIFO. https://ampa.lifo.gr/gunaikes/tesseris-gynaikes-me-anapiria-miloyn-gia-to-dikaioma-toys-stisexoyaliki-zoi/
Κούστας, Π. (2022). Χοντροφοβία | Γιατί ασχολούμαστε με τα κιλά των άλλων; Madame Figaro.
https://www.madamefigaro.gr/sygxroni-zoi/life-now/137413/xontrofobia-giati-asxoloumaste-me-takila-ton-allon
Παπαδοπούλου, Λ. (2015). Η νομική έννοια της οικογένειας και τα ομόφυλα ζευγάρια: μαθήματα από το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. [προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο Ε.
ΚουνουγέρηΜανωλεδάκη,
Αθήνα-Θεσσαλονίκη
2015,
υπό
έκδοση]
https://www.constitutionalism.gr/papadopoulou-omofyla-zeugaria-oikogeneia/
Παπαχαραλάμπους, Χ. (επιμ.). (2023). Γυναικοκτονία και ποινικό δίκαιο, Διδάγματα από τη νέα κυπριακή
νομθεσία. Νομική Βιβλιοθήκη. https://www.nb.org/gynaikoktonia-kai-poiniko-dikaio.html
Πετράκη, Γ. (επιμ). (2020). Γυναικοκτονίες, Διαπιστώσεις, Ερωτήματα και Ερωτηματικά. Gutenberg
https://www.politeianet.gr/books/9789600121834-sullogiko-gutenberg-gunaikoktonies-317939
Πολιτικά
Χοντρέλες.
(2016),
Διαστάσεις
https://queerink.gr/el/publication/fatties/
του
Πάχους
ως
Πολιτική
Ταυτότητα
Πολυσυντροφικότητα (Polyamory) https://polysyntrofikotita.wordpress.com/glossary/
Προύντζου Σοφία Οδυσσέα (2021), Αναπηρία και ΛΟΑΤΚΙ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
https://ikee.lib.auth.gr/record/331871?ln=el
Σπηλιωτόπουλος, Α. (2022). 3 γυναίκες με αναπηρία μιλούν για το πώς είναι να ζουν στην Ελλάδα του σήμερα.
BOVARY. https://www.bovary.gr/faces/oramatistes/gynaikes-me-anapiria-stin-ellada
ΣΥΔ, Δελτίο Τύπου, Θέμα: Ιστορική απόφαση για τα δικαιώματα των μη δυαδικών προσώπων
https://tgender.gr/deltio-typou-istoriki-apofasi-gia-ta-dikeomata-ton-mi-dyadikon-prosopon/
Συκουτρής, Ι. (2009). Πλάτωνος Συμπόσιον. Βιβλιοπωλείον της Εστίας (23η εκ.): Αθήνα.
Σωτηρόπουλος Βασίλης, Αναγνώριση μη δυαδικής ταυτότητας φύλου - non binary - από το Ειρηνοδικείο
Καλλιθέας. https://avmag.gr/anagnorisi-non-binary-taytotitas-fyloy-apo-to-eirinodikeio-kallitheas/
Τσιγκάνου, Ι., Σαρρής, Ν. (2023). ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΜΕ
ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ.
ΕΚΚΕ
ΚΕΘΙ.
https://www.kethi.gr/sites/default/files/attached_file/file/202303/ΕΠΙΤΕΛΙΚΗ%20ΣΥΝΟΨΗ%20ΕΡΕΥΝΑΣ%20ΓΙΑ%20ΤΗΝ%20ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ%20ΤΩΝ%20Γ
ΥΝΑΙΚΩΝ%20ΜΕ%20ΑΝΑΠΗΡΙΑ%20ΚΑΙ%20ΤΩΝ%20ΑΝΑΓΚΩΝ%20ΓΟΝΕΩΝ%20ΚΑΙ%20
ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ%20ΠΑΙΔΙΩΝ%20ΜΕ%20ΑΝΑΠΗΡΙΑ_0.pdf
Φιλίππου, Δ. (2019). Body & Slut Shaming: Γλωσσική Αγένεια και Δόμηση Ταυτότητας μέσα από μαρτυρίες
γυναικών, [Διπλωματική Εργασία, ΕΚΠΑ]. Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής.
Φουκώ, Μ. (1989). Επιτήρηση και τιμωρία: η γέννηση της φυλακής. μτφρ. Χατζηδήμου, Κ. & Ράλλη, Ι. Αθήνα:
Ράππα.
Φουκώ, Μ. (2003a). Ιστορία της σεξουαλικότητας: 1 Η δίψα της γνώσης. μτφρ. Ροζάκη Γκ. Αθήνα: Ράππα.
Φράγκου Α. (2023), Η πάλη για την τρανς απελευθέρωση, Μαρξιστικό
https://www.lavyrinthos.net/p/187570/pali-trans-apeleytherwsi.html?ref=3
βιβλιοπωλείο
Φωτοπούλου, Α. (2023). Μικρότερο το ποσοστό των γυναικών με αναπηρία που κάνουν προληπτικές εξετάσεις
292
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
για τον γυναικολογικό καρκίνο σε σύγκριση με τις άλλες γυναίκες. Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο
Ειδήσεων. https://www.amna.gr/macedonia/article/716029/Mikrotero-to-pososto-ton-gunaikon-meanapiria-pou-kanoun-proliptikes-exetaseis-gia-ton-gunaikologiko-karkino-se-sugkrisi-me-tis-allesgunaikes
Αποφάσεις
Jew v. University of Iowa (U.S. District Court for the District of Iowa)
McDonell v. Cisneros (Seventh Circuit)
Spain v. Gallegos (Third Circuit)
VB v. JEB, 55 A.3d 1193 (Pa. Super. Ct. 2012).
Cross v. Cross, 891 N.E.2d 635 (Ind. Ct. App. 2008).
IN RE ALEKSANDREE, No. M2010-01084-COA-R3-PT (Tenn. Ct. App. Sept. 27, 2010).
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
293
Πρόσθετη προτεινόμενη βιβλιογραφία (συνολικά)
Abbott, D. (2013). Nudge, nudge, wink, wink: love, sex and gay men with intellectual disabilities–a helping
hand or a human right?. Journal of Intellectual Disability Research, 57(11), 1079-1087.
Abbott, D., & Burns, J. (2007). Whats love got to do with it?: Experiences of lesbian, gay, and bisexual people
with intellectual disabilities in the United Kingdom and views of the staff who support them. Sexuality
Research & Social Policy, 4(1), 27.
Adeline W. Berry & Surya Monro (2022) Ageing in obscurity: a critical literature review regarding older
intersex
people,
Sexual
and
Reproductive
Health
Matters,
30:1,
https://dx.doi.org/10.1080/26410397.2022.2136027
Ahmed, S. (2006). Queer Phenomenology: Orientations, Objects, Others. Durham & London: Duke University
Press.
Almas Shaikh (2023) Intersectionality and human rights law, Australian Journal of Human Rights,
https://dx.doi.org/10.1080/1323238X.2023.2207211
Altermark, N. (2023). Crip Solidarity: Vulnerability as the Foundation of Political Alliances. International
Journal of Disability and Social Justice, 3, 27–48. https://doi.org/10.13169/intljofdissocjus.3.3.0027
Andrew, Barbara S. (2001). Identity without Selfhood: Bisexuality and Simone de Beauvoir. Hypatia 16
(3):161-163.
Annette Brömdal, Agli Zavros-Orr, lisahunter, Kirstine Hand & Bonnie Hart (2021). Towards a wholeschool
approach for sexuality education in supporting and upholding the rights and health of students with
intersex
variations,
Sex
Education,
21:5,
568-583,
https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/14681811.2020.1864726
Anzaldúa, G., & Keating, A. (2009). The Gloria Anzaldúa reader. Duke University Press.
Apostolidou, S, Kakari, F. et al. (2016). Political Fatties: Aspects of Fatness as a Political Identity. Queer Ink:
Athens, Greece.
Appleby, Y. (1994). Out in the margins. Disability & Society, 9(1), 19-32.
Armstrong, E. A., Hamilton, L. T., Armstrong, E. M., & Seeley, J. L. (2014). «Good Girls»: Gender, Social
Class, and Slut Discourse on Campus. Social Psychology Quarterly, 77(2), 100–122.
https://doi.org/10.1177/0190272514521220
Atrey, S. (2020). The Humans of Human Rights: From Universality to Intersectionality (SSRN Scholarly Paper
3542773). https://papers.ssrn.com/abstract=3542773
Atrey, S., & Dunne, P. (Eds.). (2020). Intersectionality and human rights law. Hart Publishing, an imprint of
Bloomsbury Publishing.
Aune, K., & Redfern, C. (2010). Reclaiming the F word: The new feminist movement. Zed Books.
Austin, C. R. (1978). Bisexuality and the problem of its social acceptance. Journal of Medical Ethics 4 (3):132137.
Ayuningtyas, P., & Kariko, A. (2018). The slut-shaming phenomenon in social media: A case study on female
English
literature
students
of
Binus
University
(σσ.
347–352).
https://doi.org/10.1201/9780429507410-54
Banović, D. (2021) Philosophical and legal foundations for LGBT rights. In: Mathis, K., Langensand, L. (eds)
Dignity, diversity, anarchy. Franz Steiner Verlag, Stuttgart, pp. 29–51. ArchivfürRechts-undSozail
philosophie–Beihefte Band 168.
Barrios, M. M., Cancino-Borbón, A., Arroyave, J., & Miller, T. (2021). Coloring your prejudices: Nail-polish
marketing, «slut-shaming» and feminist activism. Feminist Media Studies, 21(5), 739–757.
https://doi.org/10.1080/14680777.2020.1749693
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
295
Bartlett, K. T. (1994). Gender law. Duke J. Gender L. & Poly, 1, 1.
Beal, F. M. (2008). [1969]. Double Jeopardy: To Be Black and Female. Meridians, 8(2), 166–176.
Beattie, S. (2014). Bear Arts Naked: Queer Activism and the Fat Male Body. In C. Pausé, J. Wykes and S.
Murray (eds.), Queering Fat Embodiment. Ashgate, Surrey and Burlington: 115-129.
Belous, Ch. & Bauman, M. (2017), Whats in a Name? Exploring Pansexuality Online. Journal of Bisexuality.
Bennett, J. (2022). Crip Theory. Στο Oxford Research
https://doi.org/10.1093/acrefore/9780190228613.013.1217
Encyclopedia
of
Communication.
Berlant, L. G. (1997). The queen of America goes to Washington city: Essays on sex and citizenship. Duke
University Press.
Bishop, C. J. (ed) 2013. A mystery wrapped in an enigma – asexuality: a virtual discussion. Psychology and
Sexuality, 4. 179-192.
Bobo, J., Hudley, C., Michel, C., & Amazon.com (Firm). (2007). The Black studies reader. Taylor & Francis.
Bogaert A. F. (2006). Toward a Conceptual Understanding of Asexuality. Review of General Psychology, 10,
241-250.
Bogaert A.F. (2004) Asexuality: Its Prevalence and Associated Factors in a National Probability Sample.
Journal of Sex Research, 41, 279-287. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/15497056/
Bogaert, A. F. (2012). Understanding Asexuality. Lanham, MD : Rowman & Littlefield Publishers.
Bogaert, Anthony F. (2013). The demography of asexuality. International Handbook on the Demography of
Sexuality, ed. by Amanda K. Baulme, 275-288. New York, NY: Springer.
Bornstein, K., & Bergman, S. B. (Επιμ.). (2010). Gender outlaws: The next generation. Seal Press.
Bouras Areti-Kristin (Author), 2018, How is pansexuality discussed in the current academic debate in sexuality
studies?, Munich, GRIN Verlag, https://www.grin.com/document/925733
Brotto, L. A., Knudson, G., Inskip, J., Rhodes, K., & Erskine, Y. (2010). Asexuality: A mixed methods
approach. Archives of Sexual Behavior, 39, 599-618.
Browning, G., J. (2021). Slut-Shamed In the workplace? Avoid Exposure for Your Employees Exposure.
September, 2021. https://www.lawjournalnewsletters.com/2021/09/01/slut-shamed-in-the-workplaceavoiding-exposure-for-your-employees-exposure/
Burchard, Melissa (2006). Whats My Line? Gender, Performativity, and Bisexual Identity. Radical Philosophy
Today 3:91-99.
Butler, J. & Athanasiou, A. (2013). Dispossession: The Performative in the Political. Κέιμπριτζ: Polity Press.
Butler, J. (1994) Against proper objects. Differences JFemCultStud 6 (2-3):1–26.
Califia-Rice, P. (1997). Sex changes: The politics of transgenderism (1st ed). Cleis Press.
Cappotto, C., & Rinaldi, C. (2016). Intersectionalities, dis/abilities and subjectification in deaf LGBT people:
An exploratory study in Sicily. InterAlia: Pismo poświęcone studiom queer, (11a), 68-87.
Carastathis,
A.(2016).
Intersectionality:
Origins,
Constestations,
https://www.academia.edu/25314806/Intersectionality_Origins_Contestations_Horizons
Horizons.
Carson, A., Mikolajczak, G., Ruppanner, L., & Foley, E. (2023). From online trolls to Slut Shaming:
Understanding the role of incivility and gender abuse in local government. Local Government Studies,
0(0), 1–24. https://doi.org/10.1080/03003930.2023.2228237
Chairetis, S. (2019). Ambivalence in encounters with my big fat Greek closet. Whatever. A Trandisciplinary
Journal
of
Queer
Theories
and
Studies.
2(1):179-198,
https://whatever.cirque.unipi.it/index.php/journal/article/view/29/24
Chrisler, J. C. (2012). «Why Cant You Control Yourself?» Fat Should Be a Feminist Issue. Sex Roles, 66(9),
608–616. https://doi.org/10.1007/s11199-011-0095-1
296
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Chrisler, J. C. (2018). Teaching health psychology from a size-acceptance perspective. Fat Studies, 7(1), 33–
43. https://doi.org/10.1080/21604851.2017.1360668
Christian, B. (1987). The Race for Theory. Cultural Critique, 6, 51. https://doi.org/10.2307/1354255.
Clare, E. (2015). Exile and pride: Disability, queerness, and liberation. Duke University Press.
Cohen, C. J. (1997). Punks, Bulldaggers, and Welfare Queens: The Radical Potential of Queer Politics? GLQ:
A Journal of Lesbian and Gay Studies, 3(4), 437–465. https://doi.org/10.1215/10642684-3-4-437.
Collins, P., H. (1990). Black feminist thought in the matrix of domination.In Collins P.H. (ed.), Black feminist
thought: knowledge, consciousness, and the politics of empowerment. Unwin Hyman, Boston: 221-238.
Conaghan, J. (2013). Law and gender. Oxford University Press.
Cooper, A. J. (2017). [1892]. A Voice from the South: By a Black Woman of the South. UNC at Chapel Hill
Library.
Cooper, C. (2010). Fat Studies: Mapping the Field. Sociology Compass, 4(12), 1020–1034.
https://doi.org/10.1111/j.1751-9020.2010.00336.x
Cotterrell, R. (1992). The sociology of law: An introduction (2nd ed). Butterworths.
Cotterrell, R. (1996). Laws community: Legal theory in sociological perspective (Paperb. ed). Clarendon Press.
Council
of
Europe.
(n.d.).
Intersectionality
and
Multiple
Discrimination.
https://www.coe.int/en/web/gender-matters/intersectionality-and-multiple-discrimination
Crawford, M., & Popp, D. (2003). Sexual double standards: A review and methodological critique of two
decades
of
research.
The
Journal
of
Sex
Research,
40(1),
13–26.
https://doi.org/10.1080/00224490309552163
Cruz, A. (2016). The color of kink: Black women, BDSM, and pornography. New York University Press.
Cvetkovich, A. (2003). An archive of feelings: Trauma, sexuality, and lesbian public cultures. Duke University
Press.
Daniela Crocetti, Surya Monro, Valentino Vecchietti & Tray Yeadon-Lee (2021) Towards an agencybased
model of intersex, variations of sex characteristics (VSC) and DSD/dsd health. Culture, Health &
Sexuality, 23:4, 500-515, https://dx.doi.org/10.1080/13691058.2020.1825815
Däumer, Elisabeth D. (1992). Queer Ethics; or, The Challenge of Bisexuality to Lesbian Ethics. Hypatia 7
(4):91-105.
Deflem, M. (2008). Sociology of law: Visions of a scholarly tradition. Cambridge University Press.
Dolmage, J. (2007). Review of Crip Theory: Cultural Signs of Queerness and Disability [Review of Crip
Theory: Cultural Signs of Queerness and Disability, συγγραφέας: R. McRuer]. JAC, 27(3/4), 844–850.
Doniger, W. (2005). Bisexuality in the Mythology of Ancient India. Diogenes 52 (4):50-60.
Dragotto, F., Giomi, E., & Melchiorre, S. M. (2020). Putting women back in their place. Reflections on slutshaming, the case Asia Argento and Twitter in Italy. International Review of Sociology, 30(1), 46–70.
https://doi.org/10.1080/03906701.2020.1724366
Driskill, Q.-L., Justice, D. H., Miranda, D. A., & Tatonetti, L. (Επιμ.). (2011). Sovereign erotics: A collection
of two-spirit literature. University of Arizona Press.
Duggan, L. (1994). Queering the State. Social Text, 39, 1. https://doi.org/10.2307/466361
Duke, T. S. (2011). Lesbian, gay, bisexual, and transgender youth with disabilities: A meta-synthesis. Journal
of LGBT Youth, 8(1), 1-52. 48
Ernsberger, P. (2012). BMI, Body Build, Body Fatness, and Health Risks, Fat Studies, 1(1): 6-12,
https://dx.doi.org/10.1080/21604851.2012.627788
Farrell, A. E. (2011). Fat Shame: Stigma and the Fat Body in American Culture. NYU Press: New York.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
297
Fawaz, R. (2016). The new mutants: Superheroes and the radical imagination of American comics. New York
University Press.
Ferguson, R. A. (2004). Aberrations in black: Toward a queer of color critique. University of Minnesota Press.
Gailey, J.A. (2012). Fat Shame to Fat Pride: Fat Womens Sexual and Dating Expe-riences. Fat Studies, 1(1):
114-127, https://dx.doi.org/10.1080/21604851.2012.631113
Gailey, J.A. & Prohaska, A. (2006). «Knocking off a Fat Girl:» an Exploration of Hogging, Male Sexuality, and
Neutralizations. Deviant Behavior, 27(1): 31-49, https://dx.doi.org/10.1080/016396290968353
Gaines, M. (2017). Black performance on the outskirts of the left: A history of the impossible. New York
University Press.
Geller, Th. (1990) Bisexuality: A Reader and Sourcebook, 108. Ojai: Times Change Press.
Ginnell, L. (2013). Brehon Laws: A Legal Handbook. Read Books Ltd.
Gopinath, G. (2005). Impossible desires: Queer diasporas and South Asian public cultures. Duke University
Press.
Gordon, A. (2021). What We Dont Talk About When We Talk About Fat. Boston: Beacon Press.
Gupta, S., Tarantino, M., & Sanner, C. (2023). A scoping review of research on polyamory and consensual nonmonogamy: Implications for a more inclusive family science. Journal of Family Theory & Review,
n/a(n/a). https://doi.org/10.1111/jftr.12546
Gurvitch, G. (2001). Sociology of law. Transaction Publishers.
Habermas, J., Rehg, W., & Habermas, J. (2001). Between facts and norms: Contributions to a discourse theory
of law and democracy (1 MIT Press paperback ed., 4. printing). MIT Press.
Hackman, C. L., Pember, S. E., Wilkerson, A. H., Burton, W., & Usdan, S. L. (2017). Slut-shaming and victimblaming: A qualitative investigation of undergraduate students perceptions of sexual violence. Sex
Education, 17(6), 697–711. https://doi.org/10.1080/14681811.2017.1362332
Halberstam, J. (2005). In a queer time and place: Transgender bodies, subcultural lives. New York University
Press.
Halberstam, J. (2011). The queer art of failure. Duke University Press.
Halberstam, J. (2012). Gaga feminism: Sex, gender, and the end of normal. Beacon Press.
Halley, J. (2009). Queer theory by men. In Fineman M. A., Jackson J. E., Romero A. P. (eds), Feminist and
queer legal theory: intimate encounters,uncomfortable conversations. Routledge.
Halperin, D. M. (1989). Is There a History of Sexuality? History and Theory, 28(3), 257.
https://doi.org/10.2307/2505179
Hames-Garcia, M. R., & Martínez, E. J. (Επιμ.). (2011). Gay Latino studies: A critical reader. Duke University
Press.
Harris, A. P. (1990). Race and Essentialism in Feminist Legal Theory. Stanford Law Review, 42(3), 581.
https://doi.org/10.2307/1228886
Hart, B. & Shakespeare-Finch, J. (2022) Intersex lived experience: trauma and posttraumatic growth in
narratives,
Psychology
&
Sexuality,
13:4,
912-930,
https://dx.doi.org/10.1080/19419899.2021.1938189
Hayfield, N. & Křížová, K. (2021). Its Like Bisexuality, but It Isnt: Pansexual and Panromantic Peoples
Understandings of Their Identities and Experiences of Becoming Educated about Gender and Sexuality.
Journal of Bisexuality, 21:2, 167-193, https://dx.doi.org/10.1080/15299716.2021.1911015
Helathline.
(n.d.)
The
Harmful
Effects
of
Fat
Shaming.
https://www.healthline.com/nutrition/fat-shaming-makes-things-worse
Hemery,
298
S.
(2018).
Can
relationship
anarchy
create
a
world
without
healthline.com.
heartbreak?
Aeon.
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
https://aeon.co/ideas/can-relationship-anarchy-create-a-world-withoutheartbreak?fbclid=IwAR0T7gI0vCw9N_nd_N49wISMFftAir9wzF1s0MVDprE2zcovLcSk4ZWMYJ
g#
Herring, S. (2010). Another country: Queer anti-urbanism. New York University Press.
Hess, W. (2016). Slut-Shaming in The Workplace: Sexual Rumors & Hostile Environment Claims (SSRN
Scholarly
Paper
Τχ.
3461414).
Social
Science
Research
Network.
https://papers.ssrn.com/abstract=3461414
Heyes, C. J. (2003). Feminist Solidarity after Queer Theory: The Case of Transgender. Signs: Journal of Women
in Culture and Society, 28(4), 1093–1120. https://doi.org/10.1086/343132
Holland, S. P. (2012). The erotic life of racism. Duke University Press.
Holmes, O. W. (1996). The path of the law. Applewood Books.
IGLYO
(2016, µετφρ./επιµ. Πολύχρωµο Σχολείο) ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΜΙΑ
ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ σε ζητήµατα Σεξουαλικού Προσανατολισµού, Ταυτότητας
Φύλου και Χαρακτηριστικών Φύλου Ίντερσεξ πρόσωπα που αιτούνται άσυλο: Intersex Refugees &
Asylum
Seekers
–
OII
Europe
www.oiieurope.org/wp-content/uploads/2022/12/refugeeAsylum-flyer-oiieurope-2022.pdf
IGLYO, OII Europe & EPA: Υποστηρίζοντας το ίντερσεξ παιδί σας (pdf) ILGA Europe & OII Europe:Dan
Christian Ghattas (2015) ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΙΝΤΕΡΣΕΞ
ΑΤΟΜΩΝ - ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙΣ.
Jagose, A. (1996). Queer theory: An introduction. New York University Press.
Jagose, R. A. (1996). Queer theory, An introduction. Melbourne University Press :Melbourne.
Jamie.
(n.d.)
A
Polyamorous
Marriage-Legal
https://kitschmix.com/polyamorous-marriage-legal-brazil/
in
Brazil.
Kitschmix.
Jenks, A. (2019). Crip theory and the disabled identity: Why disability politics needs impairment. Disability &
Society, 34(3), 449–469. https://doi.org/10.1080/09687599.2018.1545116
Johnson, E. P. (2001). Quare studies, or (almost) everything I know about queer studies I learned from my
grandmother. Text and Performance Quarterly, 21(1), 1–25. https://doi.org/10.1080/10462930128119
Jutel, A. (2001). Does size really matter? Weight and values in public health. Perspectives in Biology and
Medicine, 44(2): 283-296, https://dx.doi.org/10.1353/pbm.2001.0027
Katz, M. I. L., & Graham, J. R. (2020). Building Competence in Practice with the Polyamorous Community: A
Scoping Review. Social Work, 65(2), 188–196. https://doi.org/10.1093/sw/swaa011
Kennedy, D. (2017). Intersectionality and critical race theory: a genealogical note from a CLS point of view.
Available at SSRN: https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=3014312
Kepros, L. R. (1999–2000). Queer theory: Weed or Seed in the garden of legal theory, Law Sex Rev Lesbian
Gay Bisexual Transgender LegIssues 9:279–310.
King, D. K. (1988). Multiple Jeopardy, Multiple Consciousness: The Context of a Black Feminist Ideology.
Signs: Journal of Women in Culture and Society, 14(1), 42–72. https://doi.org/10.1086/494491
Kirby,
E. Gwen. (2022). My Slut Shaming Ghost Can Go to
https://electricliterature.com/here-preached-his-last-by-gwen-kirby/
Hell.
Electric
Literature.
Klesse, C. (2018). Theorizing multi-partner relationships and sexualities – Recent work on non-monogamy and
polyamory. Sexualities, 21(7), 1109–1124. https://doi.org/10.1177/1363460717701691
Klesse, C. (2019a). Polyamorous Families – Parenting Practice, Stigma and Social Regulation. Sociological
Research Online, 24(4), Article 4.
Klesse, C. (2019b). Polyamorous Parenting: Stigma, Social Regulation, and Queer Bonds of Resistance.
Sociological Research Online, 24(4), 625–643. https://doi.org/10.1177/1360780418806902
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
299
Kuykendall, M. (2000). Gay Marriages and Civil Unions: Democracy, the Judiciary and Discursive Space in
the Liberal Society. Mercer L. Rev., 52, 1003.
Labbé, St. (2021). B.C. judge declares woman third legal parent in polyamorous triad. Times Colonist.
https://www.timescolonist.com/local-news/bc-judge-declares-woman-third-legal-parent-inpolyamorous-triad-4688999
Lambe, S. (2021). Queer Theory and Socio-Legal Studies. In: M. Valverde, K. M. Clarke, E. D. Smith & P.
Kotiswaran (eds.) The Routledge Handbook of Law and Society (pp. 51-58). London: Routledge.
LaMotte, S. (2021). Fat-shaming by doctors, family, classmates is a global health problem, studies find. CNN.
https://edition.cnn.com/2021/06/01/health/fat-shaming-weight-stigma-wellness/index.html
LeBesco, K. (2003). Revolting Bodies: The Struggle to Redefine Fat Identity. Amherst, MA, University of
Massachusetts Press.
Lee, R. C. (2014). The exquisite corpse of Asian America: Biopolitics, biosociality, and posthuman ecologies.
New York University Press.
Leigh, D., & Weber, C. (2018). Gendered and sexualized figurations of security. In The Routledge Handbook
of Gender and Security (pp. 83-93). Routledge.
Lih-Mei, Liao (2022).Variations in Sex Development. Medicine, Culture and Psychological Practice.Cambridge
University Press. https://doi.org/10.1017/9781009000345
Lim, E.-B. (2013). Brown boys and rice queens: Spellbinding performance in the Asias. New York University
Press.
Lorde, A. & Alexander Street Press. (1985). I am your sister Black women organizing across sexualities.
Kitchen Table: Women of Color Press.
Lorde, A. (1984). Sister outsider: Essays and speeches. Crossing Press.
Lugones, M. (2007). Heterosexualism and the Colonial/Modern Gender System. Hypatia, 22(1), 186–219.
https://doi.org/10.1111/j.1527-2001.2007.tb01156.x
Luhmann, N., Ziegert, K. A., & Kastner, F. (2004). Law as a social system. Oxford University Press.
Lupton, D. (2013). FAT. London & New York: Routledge.
Mandy Henningham & Tiffany Jones (2021) Intersex students, sex-based relational learning & isolation, Sex
Education, 21:5, 600-613, https://dx.doi.org/10.1080/14681811.2021.1873123
Masselot, A. (2007). The state of gender equality law in the European Union. European Law Journal, 13(2),
152-168.
Mauro Cabral (2015): The marks on our bodies (Article published for Intersex Awareness Day, 26th of October
http://intersexday.org/en/mauro-cabral-marks-bodies/
McGinley, A. C. (2009). Reproducing gender on law school faculties. BYU L. Rev., 99.
McHugh, M. C., & Chrisler, J. C. (2019). Making Space for Every Body: Ending Sizeism in Psychotherapy and
Training. Women & Therapy, 42(1–2), 7–21. https://doi.org/10.1080/02703149.2018.1524062
Miller, R. A. (2017). « My voice is definitely strongest in online communities»: Students using social media for
queer and disability identity-making. Journal of college student development, 58(4), 509-525.
Moore, A. (2022). «Just how depraved is this town?»: An intersectional interrogation of feminist snaps, slut
shaming, and sometimes sisterhood in Riverdales rape culture. Feminist Media Studies, 22(2), 167–
182. https://doi.org/10.1080/14680777.2020.1786428
Moors, A. C., Matsick, J. L., & Schechinger, H. A. (2017). Unique and Shared Relationship Benefits of
Consensually Non-Monogamous and Monogamous Relationships. European Psychologist, 22(1), 55–
71. https://doi.org/10.1027/1016-9040/a000278
Morgan, W. (1995). Queer law: Identity, culture, diversity, law. Australasian Gay and Lesbian Law Journal, 5
(July 1995), 1-41.
300
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Moumos, A. F. S., Alan Santinele Martino, Eleni. (2023). Cripping intellectual disability and sexuality in media
representations: Conundrums and possibilities. Στο Routledge Handbook of Sexuality, Gender, Health
and Rights (2ο έκδ.). Routledge.
Murray, S. (2007). Corporeal Knowledges and Deviant Bodies: Perceiving the Fat Body. Social Semiotics,
17(3), 361-373.
Nash, J.C. (2008). Re-Thinking Intersectionality. Feminist Review, 89: 1-15.
Nath, R. (2019). The injustice of fat stigma. Bioethics, 33(5), 577–590. https://doi.org/10.1111/bioe.12560
Nonet, P., & Selznick, P. (2001). Law & society in transition: Toward responsive law. Transaction Publishers.
OToole, C. J., & Bregante, J. L. (1992). Lesbians with disabilities. Sexuality and disability, 10(3), 163-172.
Overweight and Underpaid: Weight Discrimination at Work. (2016). EKU Online.
Papageorgiou, N. (2017). Εκκοσμίκευση και φύλο στην Ελλάδα: οι «αντιστάσεις» της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 105-122.
Pausé, C. (2014). X-Static Process: Intersectionality Within the Field of Fat Studies. Fat Studies, 3(2), 80-85,
https://dx.doi.org/10.1080/21604851.2014.889487
Petrażycki, L. (2011). Law and morality. Translation Publishers.
Pismenny, Arina (2023). Pansexuality: A Closer Look at Sexual Orientation. Philosophies 8 (4):60.
Podgórecki, A. (1974). Law and society. Routledge & K. Paul.
Poole, E. (2013). Hey Girls, Did You Know? Slut-Shaming on the Internet Needs to Stop. University of San
Francisco Law Review, 48(1). https://repository.usfca.edu/usflawreview/vol48/iss1/7
Ralston, M. (2021). Slut-Shaming, Whorephobia, and the Unfinished Sexual Revolution. McGill-Queens
University Press.
Recommended Reading List For YA Books Dealing With Slut-Shaming & Sexuality. (2014, Ιούνιος 6). The
Perpetual Page-Turner. https://www.perpetualpageturner.com/recommended-reading-list-for-yabooks-dealing-with-slut-shaming-sexuality/
Richter-Montpetit, M., & Weber, C. (2017). Queer international relations. In Oxford research encyclopedia of
politics.
Rivera, R. R. (1998). Our straight-laced judges: Twenty years later. Hastings LJ, 50, 1179.
Robson, R. (2016). Educating the Next Generations of LGBTQ Attorneys. J. LegaL educ., 66, 502.
Rosenberg, G. N. (1994). The hollow hope: Can courts bring about social change? (Nachdr.). Univ. of Chicago
Press.
Salam, Sh. (2022). What Is Slut Shaming?: Unpacking The Practice Of Regulating Female Sexuality Through
Humiliation. Feminism in India. https://feminisminindia.com/2022/01/06/what-is-slut-shamingregulating-female-sexuality-through-humiliation/
Santos, A. C., Gusmano, B., & Pérez Navarro, P. (2019). Polyamories in Southern Europe: Critical Perspectives
–
an
Introduction.
Sociological
Research
Online,
24(4),
617–624.
https://doi.org/10.1177/1360780419879721
Sciullo, N. J. (2018). Queer Phenomenology in Law: A Critical Theory of Orientation. Pace Law Review, 39
(2):667-709.
Shaikh, A. (2023) Intersectionality and human rights law, Australian Journal of Human Rights,
https://dx.doi.org/10.1080/1323238X.2023.2207211
Shakespeare, T., Gillespie-Sells, K., & Davies, D. (1996). The sexual politics of disability: Untold desires.
Burns & Oates.
Shannon, A., & Mills, J. S. (2015). Correlates, causes, and consequences of fat talk: A review. Body Image, 15,
158–172. https://doi.org/10.1016/j.bodyim.2015.09.003
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
301
Sinecka, J. (2008). I am bodied.I am sexual.I am human. Experiencing deafness and gayness: a story of a young
man. Disability & Society, 23(5), 475-484.
Smart, C. (1989). Feminism and the power of law. Routledge.
Spade, Dean. «Intersectional Resistance and Law Reform.» Signs, vol. 38, no. 4, 2013, pp. 1031–55. JSTOR,
https://doi.org/10.1086/669574
Spandler, Helen & Carr, Sarah (2022). Lesbian and bisexual womens experiences of aversion therapy in
England. History of the Human Sciences 35 (3-4):218-236.
Steir, Ch. (1985). A Bibliography on Bisexuality. Journal of Homosexuality, 11:1-2, 235-248, DOI:
10.1300/J082v11n01_19
Sullivan, N. (2003) A Critical Introduction to Queer Theory. New York: NYU Press.
Sundén, J., & Paasonen, S. (2018). Shameless hags and tolerance whores: Feminist resistance and the affective
circuits
of
online
hate.
Feminist
Media
Studies,
18(4),
643–656.
https://doi.org/10.1080/14680777.2018.1447427
Surya Monro, Morgan Carpenter, Daniela Crocetti, Georgiann Davis, Fae Garland, David Griffiths, Peter
Hegarty, Mitchell Travis, Mauro Cabral Grinspan & Peter Aggleton (2021). Intersex: cultural and social
perspectives,
Culture,
Health
&
Sexuality,
23:4,
431
440,
https://dx.doi.org/10.1080/13691058.2021.1899529
Tamanaha, B. Z. (2001). A general jurisprudence of law and society. Oxford University Press.
Toft, A. (2020a). Parallels and Alliances: The Lived Experiences of Young, Disabled Bisexual People. Journal
of Bisexuality, 20(2), 183-201.
Toft, A. (2020b). Identity Management and Community Belonging: The Coming Out Careers of Young
Disabled LGBT+ Persons. Sexuality & Culture, 1-20.
Toft, A., & Franklin, A. (2020). Identifying as young, disabled and bisexual within evangelical Christianity:
Abigails story.
Toft, A., Franklin, A., & Langley, E. (2019). Young disabled and LGBT+: Negotiating identity. Journal of
LGBT Youth, 16(2), 157-172.
Toft, A., Franklin, A., & Langley, E. (2020). You’re not sure that you are gay yet: The perpetuation of the phase
in the lives of young disabled LGBT+ people. Sexualities, 23(4), 516-529.
Truscan, I., Bourke-Martignoni, J. (2016). International Human Rights Law and Intersectional Discrimination.
The
Equal
Rights
Review.
Vol.
16.
https://www.equalrightstrust.org/ertdocumentbank/International%20Human%20Rights%20Law%20a
nd%20Intersectional%20Discrimination.pdf
T-zine.gr (2019). Κοινή δήλωση σχετικά µε τη Διεθνή Ταξινόµηση των Ασθενειών (ICD 11) σε σχέση µε τα
ίντερσεξ πρόσωπα. (πρωτότυπο άρθρο: Joint statement on the International Classification of Diseases
11)
Unger, R. M. (1983). The critical legal studies movement. Harv Law Rev 96(3):561–675.
Urone, C., Passiglia, G., Graceffa, G., & Miano, P. (2023). Pathways of Self-Determination: A Constructivist
Grounded Theory Study of Slut-shaming Vulnerability in a Group of Young Adults. Sexuality &
Culture. https://doi.org/10.1007/s12119-023-10180-1
Valdes, F. (1995a). Afterword and prologue: queer legal theory. Calif Law Rev 83:344–378.
Valdes, F. (1995b). Sex and race in queer legal culture: Ruminations on identities & (and) inter-connectivities.
S. Cal. Rev. L. & Womens Stud., 5, 25.
Valdes, F. (2009). Queering sexual orientation: a call for theory as praxis. Routledge.
Vasallo, B. (2023). Μονογαμική σκέψη, πολυσυντροφική πρόκληση: για μια νέα πολιτική των αισθημάτων. μτφρ.
Μποσινάκη, Κ. Αθήνα: Oposito.
302
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Vetri, D. (1998). Almost everything you always wanted to know about lesbians and gay men, their families,
and the law. SUL Rev., 26, 1.
VICE Greece. (2022). Body Shaming: Η Χοντροφοβία. https://video.vice.com/gr/video/body-shaming-thebody-and-the-shame-chondrophobia/61deaae85813f26c07108ef8
Viitasaari, N. (2018). Should weight discrimination be prohibited by the European Union legislation in
employment? [Masters thesis]. University of Eastern Finland.
Vogel L. (2019). Fat shaming is making people sicker and heavier. CMAJ : Canadian Medical Association
journal
=
journal
de
lAssociation
medicale
canadienne,
191(23),
E649.
https://doi.org/10.1503/cmaj.109-5758
Warbrick, I., Came, H., & Dickson, A. (2019). The shame of fat shaming in public health: Moving past racism
to
embrace
indigenous
solutions.
Public
Health,
176,
128–132.
https://doi.org/10.1016/j.puhe.2018.08.013
Warner, M., & Social Text Collective (Επιμ.). (1993). Fear of a queer planet: Queer politics and social theory.
University of Minnesota Press.
Weaver, R. M. (2009). Queer Law for the Straight Guy: The Effect of Lawrence on Fornication and Adultery
Statutes. Available at SSRN 1523702.
Webb, L. (2015). Shame transfigured: Slut-shaming from Rome to cyberspace. First Monday, Volume 20,
Number 4 - 6 April 2015. doi: http://dx.doi.org/10.5210/fm.v20i4.5464
Wilchins, R. (2014). Queer Theory, Gender Theory. New York: Riverdale Avenue Books.
Αποστολίδου, Α. (2012). Σωματικές συνάφειες: αγωνιστικά σώματα και αναδυόμενες συλλογικότητες στην
ελληνική γκέι/ομοφυλοφιλική κοινότητα. Στο Αποστολέλλη Α. & Χαλκιά Α. Σώμα, Φύλο,
Σεξουαλικότητα: ΛΟΑΤΚ πολιτικές στην Ελλάδα (σσ.53- 78). Αθήνα: Πλέθρον.
Βιβλιοθήκη, Colour Youth https://www.colouryouth.gr/library/
Γούλας Δ. & Κοφίνης Στ. (2016). Ο νέος νόμος 4443/2016 για την απαγόρευση των διακρίσεων: Μία πρώτη
ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση. 75 Eπιθεώρησις Εργατικού Δικαίου, 1303επ.
Ε. Συµεωνίδου (2019). Το υπέροχα ποικιλόµορφο φάσµα του βιολογικού φύλου: Ιντερσεξ παιδιά και άνευ
όρων αγάπη στο «Αόρατη Ιστορία: Διαδροµές, βιώµατα, πολιτικές των ΛΟΑΤΚΙ+ στην Ελλάδα».
Εφηµερίδα των Συντακτών τ.16.06.2019.
Καιάφα-Γκμπάντι, Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη (2017), Αναγνώριση ταυτότητας
φύλου ενόψει του Σχεδίου Νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Σάκκουλας.
Καμπερίδου, Ειρήνη (2020). Γυναίκα με αναπηρία στον Αθλητισμό: «Διεκδικώ τα δικαιώματά μου!».
Κοινωνική αναπαράσταση αναπηρίας στον Aθλητισμό. Εισήγηση (μετά από πρόσκληση) στην
Ημερίδα Γυναίκα –Μητέρα – Αναπηρία & Αθλητισμός, 8 Μαρτίου, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος
Νιάρχος (Πύργος Βιβλίων), 17:00-21.00, υπό την επιστημονική επίβλεψη του Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Στάυρος Νιάρχος,
Αναγέννηση & Πρόοδος, και Sports Excellence της Α Ορθοπαιδικής Κλινικής του ΕΚΠΑ.
https://www.uoa.gr/anakoinoseis_kai_ekdiloseis/proboli_ekdilosis/imerida_gynaika_mitera_anapiria_
athlitismos/
Καντσά, Β. (2009). Οικείες έννοιες σε ανοίκειους συνδυασμούς. Ο φεμινισμός, το φύλο, η σεξουαλικότητα και
το ανατρεπτικό γέλιο. Εισαγωγή στο: Judith Butler Αναταραχή φύλου. Φεμινισμός και η ανατροπή της
ταυτότητας, ixi-xxiii. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Καραστάθη, Ά. & Πολυκάρπου Μ. (επιμ.). (2021). Έλα Να Σου Πω: Φεμινιστικές Λεσβιακές και Κουήρ
Αφηγήσεις
της
Μεταπολίτευσης.
Φεμινιστικό
Αυτόνομο
Κέντρο
Έρευνας.
https://feministresearch.org/wp-content/uploads/2021/12/%CE%95%CC%81%CE%BB%CE%B1%CE%9D%CE%B1-%CE%A3%CE%BF%CF%85-%CE%A0%CF%89-ebook.pdf
Νάτση, Δ. & Παπά Θ. (2019). Η νομοθετική αντιμετώπιση των έμφυλων διακρίσεων στην Ελλάδα. Ίδρυμα
Χάινριχ Μπελ.
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
303
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΜΚΟ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΧΑΡΑΞΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. ILGA Europe & OII Europe:Dan Christian
Ghattas (2015) LEGAL TOOLKIT - Protecting Intersex People in Europe: A toolkit for law and policy
makers (Προστασία των Ίντερσεξ Ατόµων στην Ευρώπη - Ένα εγχειρίδιο για πολιτικούς και
νοµοθέτες, αναµένεται η ελλ. µεταφραση)
Οργανισµός Ηνωµένων Εθνών για τη ΛΟΑΤΙ Ισότητα - UN-Free and Equal Ενηµερωτικό δελτίο ΙΝΤΕΡΣΕΞ
Συµβουλές προς σύµµαχα άτοµα: Τι να κάνετε & Τι να µην κάνετε για τα ίντερσεξ άτοµα
https://intersexgreece.org.gr/wp-content/uploads/2021/07/4intersex-Ally-Dos-and-Donts_GR.pdf
Παπαδοπούλου, Λ. (2017). Η συνταγματική θεμελίωση του δικαιώματος στην εναρμόνιση ψυχοκοινωνικού και
νομικού φύλου, σε: Αναγνώριση ταυτότητας φύλου. Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής Νο
27, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ Σάκκουλα, σελ. 37-58.
Παπαδοπούλου, Λ. (2018). Σεξουαλικός προσανατολισμός και ταυτότητα φύλου στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και στη νομολογία του Δικαστηρίου της, σε: Π. Νάσκου-Περράκη / Ν. Γαϊτενίδης / Στ.
Κατσούλης (επιμ.), Ευρωπαϊκές Πολιτικές από και προς την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
εκδ. Σάκκουλα, σελ. 175-223.
Συλλογικό έργο. (2016). Δώδεκα Ερωτικές Διαδρομές. Αθήνα: Εκδόσεις Πηγή.
Τζανάκη Δ. (2018). Φύλο και Σεξουαλικότητα (1801-1925) Ξεριζώνοντας το «Ανθρώπινο». Ασίνη.
Τζανάκη Δ. (2023). Ίντερσεξ - Η κατασκευή και το καθεστώς αλήθειας του φύλου στη Δύση. Ψηφίδες.
Τι θα ήθελαν τα ίντερσεξ παιδιά να γνωρίζουν: οι δάσκαλοί τους, οι γονείς και οι γιατροί
https://intersexgreece.org.gr/resources-library/?_sft_category=odhgoi
Τσακιστράκη, Χ. (2016). Η queer θεωρία και πρακτική. http://repository.kallipos.gr/handle/11419/6176
Τσίρου, Σ. (2019). Η Νομική Αναγνώριση της Ταυτότητας Φύλου. Νομική Βιβλιοθήκη: Αθήνα.
Φουκώ, Μ. (2003b). Ιστορία της σεξουαλικότητας: 2 Η χρήση των απολαύσεων. μτφρ. Κωνσταντινίδης Γ.
Αθήνα: Ράππα.
Φουκώ, Μ. (2003c). Ιστορία της σεξουαλικότητας: 3 Η μέριμνα για τον εαυτό. μτφρ. Κρητικός, Γ. Αθήνα:
Ράππα.
Videos
Queer Theory Defined: https://www.youtube.com/watch?v=sYaN2FZHvU4
What Does Queer Really Mean?: https://www.youtube.com/watch?v=58od0RlBIjY
Tyler
Ford Explains The History Behind the
https://www.youtube.com/watch?v=UpE0u9Dx_24
Word
«Queer»
|
InQueery
|
them:
QUEER THEORY FOR DUMMIES | Heiress: https://www.youtube.com/watch?v=x2fKWg9ko-U
PHILOSOPHY - Michel Foucault: https://www.youtube.com/watch?v=BBJTeNTZtGU
Judith
Butler:
Your
Behavior
Creates
https://www.youtube.com/watch?v=Bo7o2LYATDc
Your
Gender
|
Big
Think:
Judith Butler. «Legal Violence: An Ethical and Political Critique». Tanner Lectures on Human Values Interpreting Non-Violence. https://www.youtube.com/watch?v=coBcQajx18I
Hungarys
anti-LGBT
law:
How
should
the
https://www.youtube.com/watch?v=PV-MmvGJC3Q
EU
respond?
-
BBC
Newsnight:
Fighting against Floridas Dont Say Gay bill: https://www.youtube.com/watch?v=BIRaY0qoqXk
How
Floridas Dont Say Gay law regulates school
https://www.youtube.com/watch?v=WQrULQHrLVE
lessons
on
gender,
sexual
orientation:
CRASSH | Queer Migrations: Law and Activism: https://www.youtube.com/watch?v=Yg6Usp3hQyg
304
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
LGBT Rights - Why They Matter: https://www.youtube.com/watch?v=1wsG9eYsl7Q
Μικρές Συναντήσεις, Slut-shaming και σεξισμός, το συναινετικό σεξ, τα unfollow, η απόρριψη στο φλερτ και
οι κίνδυνοι https://www.youtube.com/watch?v=598T2rcE0J8
Intersectionality & Disability, featuring Keri Gray, the Keri Gray Group https://www.fordfoundation.org/newsand-stories/videos/disability-demands-justice/intersectionality-disability-featuring-keri-gray-the-kerigray-group/
Η
αναπηρία
είναι
κουλ?
Konilo
Talks
https://www.youtube.com/watch?v=HTpao9XSVyI&ab_channel=Konilo
UNICEF GREECE, Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία | ο 10χρονος Παναγιωτάκης μιλάει στην κάμερα
της UNICEF https://www.youtube.com/watch?v=E4qbsiEKzVY&ab_channel=UNICEFGreece
SNFCC Stavros Niarchos Foundation Cultural Center, Small Talk: Αναπηρία & Προσβασιμότητα | SNFCC
https://www.youtube.com/watch?v=Rk5E7vw4L4E&ab_channel=SNFCCStavrosNiarchosFoundatio
nCulturalCenter
OW, Η περιπέτεια της Κατερίνας Βρανά | Τι κάνεις όταν μια αναπηρία σου αλλάζει τη ζωή;
https://www.youtube.com/watch?v=Z2JgWIsg-cw&ab_channel=OW
Onassis Foundation, Disability and Culture. Visibility and Representation. | Society Uncensored 02
https://www.youtube.com/watch?v=SPKKJXeABp0&ab_channel=OnassisFoundation
Σχολείο Κωφών , ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ
ΑΝΑΠΗΡΙΑ
«βλέπω...
νιώθω...
ακούω»
https://www.youtube.com/watch?v=Qat49QQShOc&ab_channel=sholeiokofon
TV, Ένας νέος με φωκομέλεια μιλά για τη διαφορετικότητα και την αναπηρία
https://www.youtube.com/watch?v=ng9mliPKYWc&ab_channel=LiFOTV
ΕΡΤ NEWS, «Επικίνδυνη αναπηρία»: Γυναίκες που αναμετρώνται με την αναπηρία στο ελληνικό περιβάλλον
(video)
https://www.ertnews.gr/eidiseis/ellada/kinonia/epikindyni-anapiria-gynaikes-poyanametrontai-me-tin-anapiria-sto-elliniko-perivallon-video/
LIFO
Maze of the mind, Social podcast, Πολυσυντροφικότητα και Ελεύθερη Σχέση, τί σημαίνουν πραγματικά;
https://www.youtube.com/watch?v=3p0BHWHFSPM
Onassis
Foundation,
Are
we
born
or
made?
This
is
a
Free
Gender
https://www.youtube.com/watch?v=weQeVJRrFUA&ab_channel=OnassisFoundation
Zone
LGBTQI+ Voice Up: Project Greece (2022). Video εδώ: Οι Δυσκολίες και οι Διακρίσεις που αντιµετωπίζουν
τα Ίντερσεξ άτοµα. https://www.youtube.com/watch?v=PpKhco8NiR4
LGBTQI+ Voice Up: Project Greece (2022). Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελληνική ΛΟΑΤΚΙ+
κοινότητα
|
LGBTQI+
Voice
Up:
Project
Greece
https://www.youtube.com/watch?v=h1TUYvX1fnw&t=6303s
Bastien-Charlebois: «On our own terms and in our own words»: The value of first-person accounts of intersex
experience. 2019, in: «#MyIntersexStory – Personal accounts by intersex people living in Europe» OII
Europe
Intersex
Awareness
Weeks
Campaign
&
Publication.
https://www.oiieurope.org/myintersexstory-personal-accounts-by-intersex-people-living-in-europe/
My Intersex Story (This video was created during OII Europes Second Intersex Community Event and
Conference in Copenhagen in February 2018). https://www.oiieurope.org/my-intersex-story/ Intersex
is Awesome | Kristina Turner & Ori Turner | TEDxWWU Intersex human rights Rinio Simeonidou @
TEDxLesvos (ελληνικά / English subs) Entre Deux Sexes (Documentary by Régine Abadia, France
2017, with intersex activists and the participants of the international intersexe residence of
Douarnenez)- Teaser: www.youtube.com/watch?v=8e6XAjpr07E Intersex People and the Physics of
Judgment | Cecelia McDonald | TEDxBoulder (2016)
Hermaphrodites Speak! (Documentary from the first Intersex Retreat 1995, United States 1996. Watch here:
https://youtu.be/1sf7l1GKGgwYOUth&I is an intersex youth anthology that shares the stories and
experiences of young intersex people. Website: https://youthandi.org/
Εισαγωγή στο queer. Ένας οδηγός για άτομα που ασχολούνται με τη νομική επιστήμη
305
Τι
ρωτούν
ΛΟΑΤΚΙ+
άτομα
τα
https://www.youtube.com/watch?v=06epSt95jVY
ετεροφυλόφιλα;
ΕΡΤ,
Α. Κουρουπού-Ο παλιός φεμινισμός σε σχέση
https://www.youtube.com/watch?v=J06VuhIJEto
με
το
σημερινό
|
είναι
Προχωράμε
κακοποιητικός
Epoca Libera, Athens Pride 2018: Δηλώσεις ακτιβιστών https://www.youtube.com/watch?v=ForpVALRMv8
When equal treatment is not taken for granted | George Kounanis | TEDxPanteionUniversity
https://www.youtube.com/watch?v=p39AUrVVrAs
EU for Athens Pride 2020 - Discussion https://www.youtube.com/watch?v=3Wz1PEFGFMM
Σολωμόν-Πάντα Λουίζα, Σύλβια Κουρεντζή: «Βίωσα την αστυνομική αυθαιρεσία. Με φώναζαν πατσαβούρα,
τραβέλι,
με
άφησαν
λιπόθυμη
χωρίς
νερό»
(άρθρο),
Popaganda
2022
https://m.popaganda.gr/people/interview/sylvia-koyrentzi-viosa-tin-astynomikiaythairesia/?fbclid=IwAR0cRrvOn7LopipERNoVibw2SHA1v4nX0G8TzEZjOD8dZ6dSHq1ylTTMjs
Podcasts
The Origin of Queer Theory: Gayle Rubins «Thinking Sex»: https://www.youtube.com/watch?v=TSgmxndjtu4
Slut shaming: Γιατί πρέπει να νιώθω ένοχη που έχω κάνει όσο σεξ ήθελα στη ζωή μου;
https://www.lifo.gr/podcasts/sex-diaries-unsensored/giati-prepei-na-niotho-enohi-poy-eho-kanei-ososex-tha-ithela-sti
LIFO,
306
Ένα
πολυσυντροφικό
ζευγάρι
https://www.lifo.gr/podcasts/anna-k/ena-polysyntrofiko-zeygari
Νικολέττα Πικραμένου, Ανέστης Καραστεργίου
Η κοινωνιολογική μελέτη του δικαίου πολλές φορές θεωρείται «απομακρυσμένη» από το επίκεντρο
της νομικής επιστήμης, ειδικά από όσους/ες/α ακολουθούν μία αυστηρά θετικιστική σκοπιά.
Ωστόσο, με την έλευση των κοινωνικο-νομικών σπουδών, το δίκαιο πλέον προσεγγίζεται
διεπιστημονικά, με άξονα τη συνάντηση της επιστήμης του δικαίου με άλλες κοινωνικές επιστήμες.
Το queer δίκαιο, το οποίο ανήκει στις κοινωνικο-νομικές σπουδές, αμφισβητεί ό,τι έχει θεωρηθεί ως
«δεδομένο» ή «κανονικό». Για παράδειγμα, μέσω του queer δικαίου επιδιώκεται η αναθεώρηση
νομικών κειμένων που βασίζονται στο ετεροκανονικό, με στόχο την αντιμετώπιση των παραβιάσεων
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ισότιμη μεταχείριση διάφορων ομάδων που είναι θύματα της
πατριαρχίας, όπως των γυναικών, των ίντερσεξ, των κουίρ. Αν και το queer δίκαιο είναι αρκετά
διαδεδομένο σε χώρες του εξωτερικού, στον ελληνικό νομικό κόσμο δεν υπάρχει επαρκής
πληροφόρηση σχετικά με την ύπαρξή του, αλλά ούτε και για κοινωνικά ζητήματα που σχετίζονται
με ομάδες ανθρώπων που βρίσκονται εκτός του ετεροκανονικού και εξαιτίας αυτού υφίστανται
καθημερινά κατάφωρες παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους. Ο παρών βιβλιογραφικός οδηγός
επιθυμεί να καλύψει τυχόν ελλείψεις που υπάρχουν στη διδακτική ύλη, καθώς και τα εγχειρίδια που
χρησιμοποιούνται στη νομική επιστήμη όσον αφορά το queer δίκαιο και την queer θεωρία. Στόχος
του είναι να δώσει στις/στα/στους αναγνώστριες/ά/ες την ευκαιρία να ενημερωθούν σχετικά με τη
σημασία του queer για τη νομική επιστήμη αλλά και για διακρίσεις εναντίον ατόμων που, καθώς
βρίσκονται εκτός του ετεροκανονικού, οι φωνές τους συχνά αποσιωπώνται όπως: γυναίκες (slutshaming), άτομα με αναπηρία, πολυσυντροφικά άτομα, χοντρά άτομα, άτομα εκτός του θηλυκού και
αρσενικού διπόλου, όπως ίντερσεξ άτομα και μη δυαδικά άτομα, αλλά και άτομα τα οποία είναι
ασέξουαλ, πανσέξουαλ. Πρόκειται για έναν πρωτοποριακό οδηγό που αποσκοπεί στην κατανόηση
του αντίκτυπου του νόμου σε διαφορετικές ομάδες αλλά και στην κριτική του νόμου από την οπτική
γωνία αυτών των ομάδων χρησιμοποιώντας το queer ως εργαλείο.
Το παρόν σύγγραμμα δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του Έργου ΚΑΛΛΙΠΟΣ+
Χρηματοδότης
Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων,
Προγράμματα ΠΔΕ, ΕΠΑ 2020-2025
Φορέας υλοποίησης
ΕΛΚΕ ΕΜΠ
Φορέας λειτουργίας
ΣΕΑΒ/Παράρτημα ΕΜΠ/Μονάδα Εκδόσεων
Διάρκεια 2ης Φάσης
2020-2023
Σκοπός
Η δημιουργία ακαδημαϊκών ψηφιακών συγγραμμάτων
ανοικτής πρόσβασης (περισσότερων από 700)
• Προπτυχιακών και μεταπτυχιακών εγχειριδίων
• Μονογραφιών
• Μεταφράσεων ανοικτών textbooks
• Βιβλιογραφικών Οδηγών
Επιστημονικά Υπεύθυνος
Νικόλαος Μήτρου, Καθηγητής ΣΗΜΜΥ ΕΜΠ
ISBN: 978-618-228-256-4
DOI: http://dx.doi.org/10.57713/kallipos-999
Το παρόν σύγγραμμα χρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Παιδείας.