Αρχ. Παύλου
Δημητρακοπούλου*
Η αγία μας Εκκλησία, αγαπητέ φίλε αναγνώστα, καθώς με την Χάρη του Θεού
διανύωμε τις άγιες αυτές ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος, μας μυσταγωγεί στα
μεγάλα και κοσμοσωτήρια γεγονότα του πάθους του Κυρίου με αποκορύφωμα την αγία
Ανάστασή του. Με την πλούσια υμνογραφία της και τα ευαγγελικά αναγνώσματα θα
αναζωγραφίσει και παλι στη μνήμη μας τα φρικτά και συγκλονιστικά γεγονότα του
Πάθους, τα οποία από άπειρη αγάπη προς ημάς υπέμεινε ο Κύριος υπέρ της του
κόσμου ζωής και σωτηρίας. Από τα γεγονότα αυτά θα προσπαθήσουμε να
προσεγγίσουμε μία μόνο πτυχή αυτών, αυτή που αναφέρεται στο γεγονός της
προδοσίας του Ιούδα με οδηγό τα ευαγγελικά κείμενα, τους αγίους Πατέρες και τα
τροπάρια των ημερών αυτών.
Όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής: «Τότε πορευθείς είς των δώδεκα, ο λεγόμενος
Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς είπε. Τι θέλετέ μοι δούναι και εγώ υμίν
παραδώσω αυτόν» (Ματθ.26,14-15). «Τότε πορευθείς…», δηλαδή πότε; Όταν
η πόρνη γυναίκα, για την οποία κανει λόγον ο ευαγγελιστής στους προηγούμενους
στίχους, πλησίασε τον Χριστόν και άδειασε το πολύτιμο μύρο, που είχε μαζί της
πάνω στην κεφαλή του Κυρίου, για να δείξει έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο αφ’ ενός μεν
την βαθειά μετάνοιά της για την μέχρι τότε αμαρτωλή και άσωτη ζωή της, αφ’
ετέρου δε την πίστη, την λατρεία και την αγάπη της προς τον Διδάσκαλο. Τότε
λοιπόν, που η πόρνη ελάμβανε την άφεση, των αμαρτιών της, καθώς με δακρυα εξομολογείτο
τις αμαρτίες της, καθώς καταφιλούσε τα άχραντα πόδια του και τα αποσπόγγιζε με
τα μαλλιά της, τότε ο Ιούδας έβαλε σε εφαρμογή το βδελυρό και απαίσιο έργο της
προδοσίας. Και εκείνη μεν ανέβηκε από τον βυθό της απωλείας μέχρι τον ουρανό
και επέτυχε την σωτηρία της, εκείνος δε εξέπεσε από το ύψος του αποστολικού
αξιώματος και εγκρεμίστηκε στον βυθό της κολάσεως. Αυτήν την αντινομία, την
τραγική αντίθεση μεταξύ των δύο προσώπων, παρουσιαζει με πολύ αριστοτεχνικό
τρόπο ένα από τα τροπάρια των αίνων της Μεγάλης Τετάρτης: «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το
μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις. Η μεν έχαιρε κενούσα το
πολύτιμον, ο δε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον. Αύτη τον Δεσπότην επεγίνωσκεν,
ούτος του Δεσπότου εχωρίζετο. Αύτη ηλευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγόνει του
εχθρού. Δεινόν η ραθυμια, μεγάλη η μετάνοια…».
«Τότε πορευθείς…». Δηλαδή δεν τον
εκάλεσαν άλλοι, ούτε τον εξανάγκασε κανείς,
αλλά ενήργησε μόνος του, κατόπιν ιδικής του επιλογής και αποφάσεως. Ξεκίνησε
αυτό το εγκληματικό έργο με ιδική του πρωτοβουλία και προμελέτη. Δεν ήταν
πράξις, στην οποία παρεσύρθη σε μιά στιγμή απροσεξίας κάτω από την πίεση
δυσχεριών και δυσμενών περιστάσεων. Ήταν πράξις, την οποία εν ψυχρώ εμελέτησε,
κατέστρωσε και πραγματοποίησε. Ήταν έκφρασις ενός φοβερού πάθους που έκρυβε στα
βάθη της ψυχής του, του πάθους της φιλαργυρίας. Το πάθος αυτό γεννήθηκε,
αναπτύχθηκε και ρίζωσε μέσα του σταδιακά και προοδευτικά, μέχρις ότου διέβρωσε
κατά τρόπον ανεπανόρθωτον, ολο τον ψυχικό του κόσμο. Ετύφλωσε τους ψυχικούς του
οφθαλμούς και εσκλήρυνε την καρδιά του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μένει
ασυγκίνητος και αναίσθητος μπροστά στην αγάπη του Διδασκάλου του, μπροστά στα
άπειρα θαύματα, τα οποία καθημερινά έβλεπε από Αυτόν και τα οποία μαρτυρούσαν
και απεδείκνυαν την θεία εξουσία και δύναμή του, την μεσσιανική του ιδιότητα.
«Τότε πορευθείς είς των δώδεκα…». Δηλαδή
αυτός που τον πρόδωσε, δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος, ή ένας από τον ευρύτερο
κύκλο των εβδομήκοντα μαθητών, αλλ’ ανήκε στους δώδεκα. Δηλαδή στους εκλεκτούς,
σ’ εκείνους που ήταν κάθε μέρα με τον Κύριο. Εκείνος που αξιώθηκε μαζί με τους
άλλους ένδεκα να απολαύσει τόσο πλούσια την διδασκαλία του Κυρίου. Αυτός που
αξιώθηκε να δή θαύματα, που δεν τα είδαν πολλοί από τον όχλο. Αυτός που
αξιώθηκε, να κάνη και ο ίδιος θαύματα και να θεαραπεύει δαιμονισμένους με την
δύναμη του Διδασκάλου του. Αυτός του οποίου τα πόδια έπλυνε ο Κύριος κατά την
διάρκεια του Μυστικού Δείπνου. Αυτός στον οποίο έδωσε ο Κύριος την θεία
Κοινωνία, το άγιο Σώμα και το τίμιο Αίμα του.
Αφού λοιπόν ο Ιούδας συνεφώνησε με τους αρχιερείς τα της προδοσίας,
ζητούσε να βρή την κατάλληλη ευκαιρία. Κατέστρωσε δε σχέδιο, στο οποίο τα πάντα
είχαν τακτοποιηθή μέχρι λεπτομερείας, ώστε το εγχείρημα να έχει επιτυχία. Ακόμη
και ο τρόπος της προδοσίας είχε προβλεφθή. Όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής: «ο δε
παραδούς αυτόν έδωκεν αυτοίς σημείον λέγων, ον αν φιλήσω αυτός εστίν, κρατήσατε
αυτόν. Και ευθέως προσελθών τω Ιησού είπε, χαίρε ραββί και κατεφίλησεν αυτόν»
(στιχ.48,49).Το σημαδι από το οποίο θα καταλάβαιναν, ποιος είναι ο Ιησούς, ήταν
το φίλημα. Δηλαδή δεν προτίμησε άλλο τρόπο προδοσίας, φερ’ ειπείν να τον δείξει
με το δάκτυλο, ή με κάποια άλλη χειρονομία, αλλά με φίλημα. Με μια πράξη δηλαδή
με την οποία εκδηλώνομε αισθήματα βαθειάς αγάπης και εκτιμήσεως, καθώς ασπαζόμαστε
ένα πρόσωπο. Ποία σχέση όμως είχε το φίλημα, το σύμβολο αυτό της αγάπης με το
εσωτερικό περιεχόμενο της ψυχής του, που ήταν γεμάτο μίσος και πονηρία προς τον
Διδάσκαλο; «Αλοίμονο», παρατηρεί έκπληκτος ο ιερός Χρυσόστομος, «πόση
πονηρία εδέχθηκε η ψυχή του προδότου! Με ποιά μάτια έβλεπε τότε τον Διδάσκαλον;
Με ποίο στόμα τον φιλούσε;» Και συνεχίζει παρά κάτω: «Παράξενος
είναι αυτός ο τρόπος της προδοσίας, που συνοδεύεται με φίλημα και με προσφώνηση,
(‘χαίρε ραββί’). Και ο Ιησούς του απήντησε: Γι’ αυτό ήρθες εδώ φίλε; Γιατί μου
εύχεσαι να χαίρομαι, αφού σκοπός σου είναι, να με λυπήσης; Γιατί με
περιποιείσαι με τα λόγια, αφού με πληγώνεις με τα έργα σου; Γιατί με λές Διδάσκαλό
σου, χωρίς να είσαι μαθητής μου; Γιατί κακομεταχειρίζεσαι το φίλημα, που είναι
εκδήλωση αγάπης; Γιατί έκαμες σύνθημα για την προδοσία σου το σύμβολο της
ειρήνης;…Ξέρω ποιός σου έδειξε τον δρόμο για το δόλιο φίλημα. Ο διάβολος σου
έβαλε στο μυαλό σου να να με φιλήσης με τέτοιο τρόπο».
Φοβερό λοιπόν, αγαπητέ φίλε αναγνώστα, το πάθος της φιλαργυρίας. Ο
απόστολος Παύλος το θεωρεί «ρίζα πάντων των κακών»
(Α΄Τιμ.6,10). Πάθος, που σκοτίζει και σκληρύνει την ψυχή σε τέτοιο βαθμό, ώστε
να μην διστάζει να διαπράττει τα στυγερότερα εγκλήματα. Πάθος, από το οποίο
όλοι κινδυνεύουμε. Και ας μην πεί κανείς, πως δεν μπορεί να ξαναγίνει ένας
δεύτερος Ιούδας, μια που ο Χριστός τώρα πλέον βρίσκεται στους Ουρανούς και
επομένως δεν είναι δυνατόν, να τον προδώσουμε, ούτε να του δώσουμε της
προδοσίας το φίλημα. Όπως λέγει ο μέγας άγιος της Εκκλησίας μας ο
άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, κάθε φορά που αμαρτάνομε με την θέλησή μας
είναι, σαν να προδίδωμε τον Χριστό, όπως ο Ιούδας. «Βλέπε χρημάτων εραστά, τον διά
ταύτα αγχόνη χρησάμενον. Φεύγε ακόρεστον ψυχήν, την Διδασκάλω τοιαύτα
τολμήσασαν…», προειδοποιεί η Εκκλησία με το εμπνευσμένο τροπάριο του
όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης. Η πτώσις του Ιούδα μας διδάσκει και κάτι ακόμη. Ότι
κανένα εκκλησιαστικό αξίωμα, όσο μεγάλο και αν είναι αυτό, δεν μας εξασφαλίζει
την σωτηρία, εάν δεν προσέξωμε. Γι’ αυτό και ο απόστολος έλεγε: «Ο
δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση» (Α΄Κορ.10,12). Εκείνος που έχει την
ιδέα, ότι στέκεται, ότι είναι εδραιωμένος στην πνευματική ζωή και νομίζει, ότι
δεν διατρέχει κανέναν πνευματικό κίνδυνο πτώσεως, εκείνος ας προσέξει, μήπως
πέση. Διότι η αυτοπεποίθηση, που έχει καλλιεργήσει μεσα του, θα αφαιρέση την
Χάρη του Θεού, με αποτέλεσμα να βρεθή στον κίνδυνο της πτώσεως.
Καλή μετάνοια και καλή Ανάσταση!
* Θεολόγου- συγγραφέως -
Ι. Μ. Κυθήρων και Αντικυθήρων
Εν Κυθήροις τη 15η Απριλίου 2025