Ντίνγκο
Ντίνγκο Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων: 0.010–0Ma ↓ | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικο αρσενικό ντίνγκο
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Τριώνυμο | ||||||||||||||||
Canis lupus dingo (Κύων ο λύκος ο ντίνγκο) (εναλλακτικό: Canis dingo) (Meyer, 1793) |
Το Ντίνγκο (Canis lupus dingo) είναι σαρκοφάγο θηλαστικό που ανήκει στην οικογένεια των Κυνιδών (Canidae). Πρόκειται για είδος άγριου σκύλου που ζει στην Αυστραλία, όπου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, έφτασε πριν 5.000-8.000 χρόνια από τη νοτιοανατολική Ασία. Λόγω της σχετικής απομόνωσης τους, τα ντίνγκο έχουν διατηρήσει τα πανάρχαια χαρακτηριστικά που τα συνδέουν με τα πρωτόγονα σκυλιά και το λύκο και τα διαφοροποιούν από τον κατοικίδιο σκύλο. Είναι ζώα με ρωμαλέο σώμα, ψηλά και δυνατά πόδια, πλατύ κεφάλι, μυτερό ρύγχος και όρθια αυτιά. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 1,30 μέτρα και το ύψος τους έως το ακρώμιο τα 60 εκατοστά. Τα αρσενικά είναι συνήθως μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά της ίδιας ηλικίας. Το τρίχωμα του ντίνγκο είναι κοντό, πυκνό και το χρώμα του είναι κιτρινωπό έως καστανοκόκκινο και λευκό στην κοιλιά. Η ουρά του είναι μακριά και φουντωτή. Τα ντίνγκο ζουν και κυνηγούν σε αγέλες. Τρέφονται με μικρά θηλαστικά, κατοικίδια ζώα και πουλερικά, τρωκτικά, ερπετά, ακόμα και με έντομα, ενώ παλαιότερα κυνηγούσαν και καγκουρό. Επικοινωνούν μεταξύ τους με ουρλιαχτά. Το θηλυκό γεννάει 3-8 μικρά ύστερα από κύηση 63 ημερών. Τα ντίνγκο εξημερώνονται και παλαιότερα οι Αβορίγινες τα χρησιμοποιούσαν ως κυνηγόσκυλα. Στο παρελθόν κυριάρχησαν στην ηπειρωτική αυστραλία απέναντι στο λύκο της Τασμανίας και το σαρκόφιλο. Σήμερα οι πληθυσμοί τους απειλούνται λόγω του κυνηγιού και της επιμειξίας με τους κατοικίδιους σκύλους.[2]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/41585/0
- ↑ National Geographic - Η μεγάλη μαθητική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 17. Αθήνα: Τέσσερα Πι. 2010–2011. σελ. 181.