make

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
make makes

make (en)

ενεστώτας make
γ΄ ενικό ενεστώτα makes
αόριστος made
παθητική μετοχή made
ενεργητική μετοχή making
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

make (en)

  1. (μεταβατικό) κάνω, φτιάχνω ή ετοιμάζω κάτι βάζοντας υλικά ή μέρη μαζί· γίνομαι
    ⮡  God made the world/man.
    Ο Θεός έκανε τον κόσμο/τον άνθρωπο.
    ⮡  I make furniture out of wood/metal.
    Κάνω έπιπλα από ξύλο/μέταλλο.
    ⮡  I am making wine from grapes/apples.
    Κάνω κρασί από σταφύλια/μήλα.
    ⮡  Our company has been making ouzo since 1900.
    Η εταιρεία μας κάνει ούζο από το 1900.
    ⮡  I am making food/bread.
    Κάνω φαγητό/ψωμί.
    ⮡  -“What’ll you make today?” -“I’ll make a roast.
    -«Τι θα κάνεις σήμερα;» -«Θα κάνω ψητό.»
    ⮡  I will make a braised-meat in tomato sauce.
    Το κρέας θα το κάνω κοκκινιστό.
    ⮡  Mum made a cake for my birthday.
    Η μαμά έφτιαξε γλυκό για τα γενέθλιά μου.
    ⮡  We made bottles out of glass.
    Φτιάχναμε μπουκάλια από γυαλί.
    ⮡  made from cream, powder milk, and artificial flavors - φτιαγμένο από κρέμα, γάλα σκηνής και τεχνίτη γεύση
    ⮡  a limousine with windows made of shatterproof glass - λιμουζίνα με παράθυρα από άθραυστο γυαλί
    ⮡  Wine is made from grapes.
    Το κρασί γίνεται από σταφύλια.
    ⮡  The tables are made of wood.
    Τα τραπέζια γίνονται από ξύλο.
    ⮡  very well-made furniture - έπιπλα πολύ καλά δουλεμένα
  2. κάνω, βγάζω, γράφω, δημιουργώ ή ετοιμάζω κάτι
    ⮡  I am making the skirt shorter.
    Τη φούστα θα την κάνω πιο κοντή.
    ⮡  I’m making a law.
    Κάνω ένα νόμο.
    ⮡  I am making a speech.
    Βγάζω λόγο.
  3. κάνω να εμφανιστεί κάτι ως αποτέλεσμα σπάσιμο, σκίσιμο, χτύπημα ή αφαίρεση υλικού
    ⮡  I made a hole in the wall/a stain on the tablecloth.
    Έκανα μια τρύπα στον τοίχο/ένα λεκέ στο τραπεζομάντηλο.
  4. κάνω, προκαλώ κάτι να υπάρξει, να συμβεί ή να γίνει· γίνομαι
    ⮡  He made a fuss/a scene.
    Έκανε φασαρία/μια σκηνή.
    ⮡  I am making an effort.
    Κάνω μια προσπάθεια.
    ⮡  The earth makes fruit.
    Η γη κάνει καρπούς.
    ⮡  The cherry tree didn’t make cherries this year.
    Η κερασιά δεν έκανε φέτος κεράσια.
    ⮡  The cow makes milk.
    Η αγελάδα κάνει γάλα.
    ⮡  They didn’t make any kids. (πιο συχνά όταν αναφερόμαστε σε παιδιά: They didn’t have any kids.)
    Δεν κάνουν παιδιά.
    ⮡  He made/had two children with her.
    Της έκανε δύο παιδιά.
    ⮡  How is an online bill payment made?
    Πώς γίνεται η ηλεκτρονική πληρωμή λογαριασμού;
  5. κάνω, προκαλώ σε κάποιον ή κάτι να νιώσει, να δείξει ή να έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα· γίνομαι
    ⮡  I made my objections clear.
    Έκανα ξεκάθαρες τις αντιρρήσεις μου.
    ⮡  I make someone happy.
    Κάνω κάποιον ευτυχισμένο.
    ⮡  He made my car new again. (=he repaired it very well)
    Το αυτοκίνητο (μου) το έκανε (σαν) καινούριο. (=το επισκεύασε πολύ καλά)
    ⮡  Her absence made her family worry greatly.
    Η απουσία της προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην οικογένειά της.
    ⮡  Am I making myself clear?/Do I make myself clear?
    Γίνομαι σαφής;
  6. κάνω, προκαλώ κάποιον ή κάτι να κάνει κάτι
    ⮡  This movie made me cry.
    Αυτή η ταινία με έκανε να κλάψω.
    ⮡  That made me think.
    Αυτό με έκανε να σκεφτώ.
    ⮡  I couldn’t make him laugh.
    Δεν μπόρεσα να τον κάνω να γελάσει.
  7. κάνω κάποιον ή κάτι να είναι ή να γίνει ένα συγκεκριμένο είδος πράγμα ή άτομο
    ⮡  A single mistake doesn't make him a bad person.
    Ένα μόνο λάθος δεν τον κάνει κακό άνθρωπο.
    ⮡  They want to make a doctor of their son.
    Θέλουν να κάνουν το γιο τους γιατρό.
  8. (μεταβατικό) φτιάχνω, στρώνω το κρεβάτι μου
    ⮡  Make your bed!
    Φτιάξε/Στρώσε το κρεβάτι σου!
    → δείτε την έκφραση make the bed
  9. παίρνω απόφαση, σχολιάζω, μαντεύω
    ⮡  We made important decisions.
    Πήραμε σημαντικές αποφάσεις.
    ⮡  It’s in bad taste to make comments about her.
    Είναι απρέπεια να τη σχολιάζεις.
    ⮡  Try to make a guess!
    Προσπάθησε να μαντέψεις!
  10. (μεταβατικό) αναγκάζω, εξαναγκάζω, κάνω κάποιον να κάνει κάτι με δυναμή
    ⮡  I did not want to resign but they made me.
    Δεν ήθελα να παραιτηθώ αλλά με ανάγκασαν.
    ⮡  What made him lie?
    Τι τον ανάγκασε να πει ψέματα;
    ⮡  They made him go.
    Τον εξανάγκασαν να πάει.
    ⮡  The earthquake made everyone run out in their pajamas.
    Ο σεισμός τους έκανε όλους τρέξουν έξω με τα νυχτικά τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη force
  11. κάνω, εκλέγω ή επιλέγω κάποιον ως κάτι
    ⮡  The king made him an earl.
    Ο βασιλιάς τον έκανε κόμη.
  12. κάνει, ισούται
    ⮡  five and five makes ten - πέντε και πέντε κάνουν δέκα
  13. (μεταβατικό) βγάζω, κερδίζω χρήματα
    ⮡  I made some money by selling my new novel.
    Έβγαλα μερικά λεφτά πουλώντας το νέο μου μυθιστόρημα.
    ⮡  I make enough to support myself.
    Βγάζω αρκετά για να συντηρούμαι.
    ⮡  He made 5 bucks an hour working as a waiter
    Κέρδισε 5 δολάρια την ώρα δουλεύοντας σερβιτόρος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη earn
  14. (χωρίς παθητική φωνή) κάνω, φτάνω ή πηγαίνω σε ένα μέρος ή θέση
    ⮡  We’ve made 200 kilometers since morning.
    Κάναμε 200 χιλιόμετρα από το πρωί.
  15. (μεταβατικό) μπαίνω για επιτυχημένη προσπάθεια σε αθλητικό αγώνα
    ⮡  He made a goal/basket/two-pointer/three-pointer.
    Μπήκε γκολ/καλάθι/δίποντο/τρίποντο.
  16. κάνω, έχω συγκεκριμένη μορφή
    ⮡  The plot makes a corner.
    Το οικόπεδο κάνει μια γωνία.
    ⮡  The road makes a turn.
    Ο δρόμος κάνει στροφή.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]