π. Δημητρίου Μπόκου
Ένα σφύριγμα ακούστηκε, οι πόρτες έκλεισαν και ο
ηλεκτρικός άρχισε να κυλά νωχελικά πάνω στις ράγες. Σε λίγο έτρεχε ακάθεκτος
σαν μακρύ ερπετό, μετατοπίζοντας αδιάκοπα το ανθρώπινο φορτίο, καθώς τα βαγόνια
έγερναν ελαφρά μέσα στο ατέλειωτο τράνταγμά τους.
Ο Χάρης στηριζόταν γερά στο κάθισμα, όπου μια νεαρή
γυναίκα είχε προλάβει να καθίσει πριν απ’ αυτόν. Η γυναίκα έφερε την τσάντα της
από τον ώμο στα γόνατα, για περισσότερη ασφάλεια, έβγαλε τα γάντια της και τα ’ριξε
μέσα. Ο Χάρης κοίταζε αδιάφορα έξω, μα στην πραγματικότητα δεν έχανε καμμιά της
κίνηση. Πρόσεξε τη βέρα της, ήταν παντρεμένη. Το ντύσιμό της ήταν κομψό. Έβγαλε
το πακέτο με τα χαρτομάντηλα και κράτησε ένα στο χέρι της.
Ο κόσμος μπαινόβγαινε αδιάκοπα σε κάθε στάση, ο
διάδρομος γέμισε ασφυκτικά. Ο Χάρης στριμώχτηκε περισσότερο, ακουμπούσε σχεδόν
τώρα στο πλευρό της κυρίας.
Ο συρμός χώθηκε σ’ ένα από τα τούνελ της γραμμής. Η
σκοτεινή διαδρομή ήταν πολύ σύντομη, ο μηχανοδηγός δεν άναψε καν τα φώτα. Όμως,
τα λιγοστά δευτερόλεπτα του σκοταδιού που μεσολάβησαν, ήταν η ώρα "Χ"
για τον Χάρη.
- Μη σπρώχνετε
έτσι! φώναξε ξαφνικά και έγειρε προς τα μπρος, κάνοντας πως πέφτει και
ακουμπώντας σχεδόν στην τσάντα, που λικνιζόταν μισάνοιχτη πάνω στα πόδια της
νεαρής γυναίκας.
- Με συγχωρείτε,
κυρία! είπε στη γυναίκα, καθώς ανασήκωνε το κορμί του, ενώ το μακρύ όχημα
βγαίνοντας από τη σήραγγα ξαναφωτιζόταν.
- Δεν πειράζει! είπε εκείνη χαμογελώντας
ευγενικά και ανακάθισε στη θέση της.
Σχεδόν αμέσως ο Χάρης άρχισε ν’ ανοίγει δρόμο προς την
πόρτα. Σ’ ένα-δυό λεπτά ο συρμός σταμάτησε και...