Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Η ανάσταση του Λαζάρου-" Έγκλημα και τιμωρία"

 

 «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καν ἀποθάνη, ζήσεται’ καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνη εἰς τόν αἰώνα» (Ἴω. 11, 25-26).


του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι


"[...]

Ο Ρασκόνλικοβ σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε κάπου ένα λεπτό. Η Σόνια στεκόταν με τα χέρια πεσμένα, με σκυμμένο το κεφάλι, τρομερά θλιμμένη.

-Και δεν μπορείτε να βάλετε τίποτα στην πάντα για καμιά κακιά ώρα; ρώτησε σταματώντας ξαφνικά μπροστά της.

-Όχι! ψιθύρισε η Σόνια.

-Και βέβαια όχι! Δοκιμάσατε μήπως; πρόσθεσε αυτός σχεδόν κοροϊδευτικά.

-Δοκίμασα.

-Κι αποτύχατε! Μα και βέβαια, εννοείται! Τι κάθομαι και ρωτάω.

Και ξανάρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε ακόμη ένα λεπτό.

-Δεν έχει δουλειά κάθε μέρα, ε;

Η Σόνια τά’χασε ακόμα περισσότερο και τα μάγουλά της ξανακοκκίνισαν.

-Όχι, ψιθύρισε με βασανιστική προσπάθεια.

-Και με την Πόλετσκα το ίδιο θα γίνει σίγουρα, είπε κείνος ξαφνικά.

-Όχι! Όχι! Δεν μπορεί, όχι! ξεφώνισε δυνατά σαν απελπισμένη η Σόνια, λες και τη χτύπησαν ξαφνικά με μαχαίρι. Ο Θεός, ο Θεός δε θ’ αφήσει να γίνει ένα τόσο φριχτό πράμα!...

-Άλλους αφήνει όμως

-Όχι , όχι! θα την προστατέψει ο Θεός, ο Θεός! έλεγε και ξανάλεγε σαν να μην ήξερε πια τι της γίνεται.

-Μα μπορεί να μην υπάρχει καθόλου Θεός, απάντησε με κάποια χαιρεκακία ο Ρασκόλνικοβ, γέλασε και την κοίταξε. Το πρόσωπό της Σόνια, άλλαξε ξάφνου τρομερά: οι σπασμοί το αυλάκωναν. Τού'ριξε ένα βλέμμα ανείπωτης μομφής, κάτι θέλησε να πει, μα δεν μπόρεσε να προφέρει τίποτα και μονάχα, ξαφνικά, έβαλε τα κλάματα και σκέπασε το πρόσωπό της με τις παλάμες∙ έκλεγε πικρά μ’ αναφιλητά.

-Λέτε πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα τά’χει χαμένα, μα βλέπω πως και εσείς δεν πάτε καθόλου πίσω, πρόφερε αυτός ύστερ'από μικρή σιωπή. Περάσανε κάπου πέντε λεπτά. Αυτός όλο και βημάτιζε πέρα-δώθε, σωπαίνοντας και χωρίς να την κοιτάει. Τέλος την πλησίασε. Τα μάτια του αστράφτανε. Ακούμπησε τα χέρια στους ώμους της και την κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα του ήταν στεγνό, πυρετώδικο, κοφτερό, τα χείλη του τρέμανε.. ξάφνου έσκυψε, και πέφτοντας στο πάτωμα, φίλησε το πόδι της. Η Σόνια πισωπάτησε με φρίκη , σαν νά’χε μπροστά της κανένα τρελό. Και πραγματικά φαινόταν ολότελα τρελός.

-Τι κάνετε, τι πάθατε; Μπροστά μου! μουρμούρισε αυτή χλομιάζοντας, κι η καρδιά της σφίχτηκε, σφίχτηκε τόσο που πόνεσε.

Αυτός σηκώθηκε αμέσως.

-Δεν προσκύνησα εσένα, μα προσκύνησα όλο τον ανθρώπινο πόνο, είπε άγρια και πήγε στο παράθυρο. Άκου, πρόσθεσε γυρίζοντας κοντά της ύστερ’ από λίγο. Είπα απόψε σ’ ένα φανατισμένο πως δεν αξίζει ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι…και πως έκανα σήμερα τιμή στην αδερφή μου όταν σ’ έβαλα να κάτσεις δίπλα της.

- Αχ, γιατί τους το είπατε αυτό! Και μπροστά της; ξεφώνισε φοβισμένη η Σόνια. Να κάτσει δίπλα μου! Τιμή! Μα εγώ..εγώ μια τέτοια…Αχ, γιατί το είπατε αυτό!

-Δεν το είπα για την ατιμία και την αμαρτία σου, μα το είπα γιατί υπόφερες πολύ. Όσο για τ'ότι είσαι μα μεγάλη αμαρτωλή, ναι, αυτό είναι αλήθεια, πρόσθεσε σχεδόν με έξαρση. Και η μεγαλύτερη αμαρτία σου είναι που νέκρωσες και πρόδωσες άσκοπα τον εαυτό σου. Και βέβαια είναι φριχτό! Και βέβαια είναι φριχτό να ζεις σ’ αυτή τη λάσπη, που τη μισείς τόσο και ταυτόχρονα το ξέρεις κι η ίδια- φτάνει μονάχα ν’ ανοίξεις τα μάτια σου- πως κανένα δε βοηθάς μ’ αυτό, που, και κανένα δε σώζεις από τίποτα! Μα πές μου λοιπόν επιτέλους, πρόφερε σχεδόν παράφορα, πως μπορείς και συνταιριάζεται μέσα σου αυτό το αίσχος και η ποταπότητα μαζί με τ’ άλλα, τ ’ανώτερα και ιερά αισθήματα; Θά'ταν , μα την πίστη μου , πολύ πιο δίκαιο, χίλιες φορές πιο δίκαιο και λογικό να πέσεις στο ποτάμι και να τελειώνεις μεμιάς!

-Και κείνοι τι θ’ απογίνουν; ρώτησε μ’ αδύνατη φωνή η Σόνια και τον κοίταζε μαρτυρικά, ταυτόχρονα όμως σαν να μην απόρησε καθόλου με την πρόταση του.

Ο Ρασκόλνικοβ την κοίταξε παράξενα.

Τα διάβασε όλα στο βλέμμα της. Ώστε λοιπόν τό'χε σκεφτεί κι η ίδια. Ίσως να τό'χε σκεφτεί πολλές φορές στα σοβαρά, τις στιγμές της απελπισίας, να τελειώνει μια και καλή, και τό'χε σκεφτεί σοβαρά, που τώρα δεν απόρησε σχεδόν καθόλου με την πρότασή του. Δεν παρατήρησε και τη σκληράδα που είχαν τα λόγια του κι ούτε ένιωσε τη σημασία πού'δινε στις κατηγόριες του και τον ιδιαίτερο τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωή. Ο Ρασκόλνικοβ το είδε καθαρά. Κατάλαβε όμως εντελώς ως ποιόν τερατόμορφο πόνο την είχε κατασπαράξει αυτή η σκέψη για τη βρομερή και ντροπιασμένη ζωή της. Τί νά'ταν λοιπόν, τί μπορούσε να τη σταματάει ως τα τώρα απ’ το να τελειώνει μια και καλή; Και τότε μονάχα κατάλαβε ως το τέλος τί σήμαιναν γι’αυτήν εκείνα τα μικρά, φτωχά ορφανά κι εκείνη η αξιολύπητη , μισότρελη Κατερίνα Ιβάνοβνα με το χτικιό της και με τα χτυπήματα του κεφαλιού στον τοίχο.

Παρ’ όλα αυτά όμως, καταλάβαινε πολύ καλά πως η Σόνια με το χαρακτήρα της και τη μόρφωση που είχε πάρει, δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να μείνει έτσι. Ωστόσο απόμενε αναπάντητο το ερώτημα: γιατί μπόρεσε κι έμεινε τόσον καιρό σ’αυτή την κατάσταση και δεν τρελάθηκε, αφού δεν είχε το σθένος να πέσει στο ποτάμι. Αντιλαμβανόταν φυσικά πως η περίπτωση της Σόνιας είναι συμπτωματικό φαινόμενο στην κοινωνία, αν και δυστυχώς, κάθε άλλο παρά μοναδικό. Μα ακριβώς επειδή ήταν συμπτωματικό, επειδή ακριβώς η Σόνια είχε την πνευματική ανάπτυξη που είχε κι έζησε προηγούμενα τη ζωή που έζησε, θα μπορούσε στο πρώτο της βήμα πάνω σ’ αυτό τον αποκρουστικό δρόμο. Τί ήταν λοιπόν αυτό που της έδινε κουράγιο; Όχι βέβαια η διαφθορά! Όλη αυτή η ντροπή ήταν φανερό πως την είχε αγγίξει μονάχα μηχανικά∙ απ’ την πραγματική διαφθορά δεν είχε περάσει ακόμα ούτε μια σταγόνα στην καρδιά της∙ αυτό τό'βλεπε: στεκόταν μπροστά του σαν ολάνοιχτο βιβλίο.

«Τρεις δρόμους έχει ν’ ακολουθήσει, σκεφτότανε. Να πέσει στο κανάλι, να βρεθεί στο φρενοκομείο ή…τέλος να ριχτεί στη διαφθορά, που ναρκώνει το μυαλό και πετρώνει την καρδιά».

Η τελευταία σκέψη ήταν γι’ αυτόν η πιο αποκρουστική: μα ήταν κιόλας σκεπτικιστής, ήταν νέος, τύπος εγκεφαλικός και κατά συνέπεια σκληρός, και γι’αυτό δεν μπορούσε να μην πιστεύει πως η τελευταία διέξοδος, δηλαδή η διαφθορά, ήταν η πιθανότερη απ’ όλες.

« Μα είναι λοιπόν δυνατό νά’ναι αλήθεια αυτό;» ξεφώνισε μέσα του. «Είναι λοιπόν δυνατό κι αυτό το πλάσμα να πέσει στο τέλος συνειδητά σ’ αυτόν το σιχαμερό βούρκο; Είναι δυνατό η πτώση αυτή νά'χει αρχίσει κιόλας, κι είναι τάχα δυνατό να μπόρεσε να τα υποφέρει όλ’ αυτά ως τώρα γιατί η διαφθορά δεν της φαίνεται πια τόσο αποκρουστική; Όχι , όχι , δεν μπορεί νά’ναι έτσι!» αναφωνούσε όπως πριν από λίγο η Σόνια. «Όχι, ως τα τώρα τη συγκρατούσε απ’ το κανάλι η σκέψη της αμαρτίας και κείνοι, εκείνα τα παιδιά …της. Αν δεν τρελάθηκε ως τώρα…Μα ποιος μπορεί να βεβαιώσει πως δεν τρελάθηκε; Μήπως είναι στα καλά της; Είναι δυνατό να μιλάει κανείς όπως μιλάει αυτή; είναι δυνατό να σκέφτεται κανείς έτσι αν δεν του’χουν σαλέψει; Είναι δυνατόν να κάθεται πάνω απ’ την καταστροφή, πάνω απ’ το βρώμικο βούρκο που την τραβάει κιόλας κα να μη θέλει να δει που βρίσκεται, και να βουλώνει τ’αυτιά της όταν την προειδοποιούν για τον κίνδυνο; Μα τί, μήπως περιμένει κάνα θαύμα; Σίγουρα έτσι θά’ναι. Μήπως τάχα όλ’αυτά δεν είναι σημάδια τρέλας;»

Σταμάτησε με πείσμα σ’αυτήν τη σκέψη. Αυτή η λύση μάλιστα του άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη. Άρχισε να τη εξετάζει πιο προσεχτικά.

-Ώστε προσεύχεσαι πολύ στο Θεό, Σόνια; τη ρώτησε.

Η Σόνια σώπαινε. Αυτός στεκόταν μπροστά της και περίμενε να του απαντήσει.

-Τι θα γινόμαστε χωρίς το Θεό; ψιθύρισε αυτή γρήγορα και ζωηρά και τού'ριξε ένα βλέμμα∙ τα μάτια της φωτίστηκαν ξαφνικά και τού'σφιξε το χέρι.

«Έτσι λοιπόν , καλά το σκέφτηκα!» είπε μέσα του.

-Κι ο Θεός τι σου δίνει σ’ αντάλλαγμα! ρώτησε συνεχίζοντας την ανάκριση.

Η Σόνια έμεινε για κάμποσο σιωπηλή, σαν να μην μπορούσε ν’απαντήσει. Το αδύνατο στήθος της ανεβοκατέβαινε απ’την ταραχή.

-Σωπάστε! Μη με ρωτάτε! Δεν είστε άξιος…ξεφώνισε ξαφνικά κοιτάζοντας τον αυστηρά και θυμωμένα.

«Αυτό είναι ! Αυτό είναι!» έλεγε και ξανάλεγε εκείνος επίμονα μέσα του.

-Όλα μου τα δίνει! ψιθύρισε βιαστικά και χαμήλωσε πάλι τα μάτια.

«Να η διέξοδος λοιπόν! Να κι η εξήγηση της» έβγαλε μέσα του την απόφαση , κοιτάζοντας την μ'αχόρταγη περιέργεια.

Μ’ένα καινούργιο , παράξενο, σχεδόν νοσηρό συναίσθημα, κοίταζε τώρα αυτό το χλομό, αδύνατο , ακανόνιστο και γωνιώδες προσωπάκι, αυτά τα ταπεινά γαλάζια μάτια που μπορούσαν να λάμπουν με τόση φλόγα, με τόση αυστηρή επιθετικότητα, αυτό το μικρό κορμί που έτρεμε ακόμα από αγανάχτηση κι οργή κι ό’ αυτά του φαινόταν όλο και πιο παράξενα, σχεδόν απίθανα. «Βλαμμένη, βλαμμένη!» έλεγε και ξανάλεγε μέσα του.

Πάνω στο κομό ήταν ένα βιβλίο. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά του, την ώρα που πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, το κοίταζε∙ τώρα το πήρε και τα’ άνοιξε. Ήταν η Καινή Διαθήκη σε ρούσικη μετάφραση. Το βιβλίο ήταν παλιό , μεταχειρισμένο, με δερμάτινο δέσιμο.

-Που το βρήκατε αυτό; της φώναξε απ’ την άλλη γωνία του δωματίου.

Αυτή στεκόταν στο ίδιο μέρος, τρία βήματα μακριά απ’ το τραπέζι.

-Μου το φέρανε, του απάντησε ανόρεχτα και χωρίς να τον κοιτάξει.

-Ποιός τό'φερε;

-Η Λιζαβέτα∙ της το ζήτησα.

«Η Λιζαβέτα! Παράξενο!» σκέφτηκε αυτός.

Από στιγμή σε στιγμή το κάθε τι της Σόνιας του φαινόταν όλο και πιο παράξενο και πιο θαυμαστό. Έφερε το βιβλίο στο φως κι άρχισε να το ξεφυλλίζει.

-Που είναι το μέρος που λέει για τον Λάζαρο; ρώτησε ξαφνικά.

Η Σόνια κοίταζε επίμονα το πάτωμα και δεν απαντούσε. Στεκόταν κάπως πλάγια στο τραπέζι.

-Που είναι το μέρος για την ανάσταση του Λαζάρου; Βρές μου το, Σόνια.

Αυτή τον κοίταξε απ’το πλάι.

-Δεν είναι εκεί που ψάχνετε…στο τέταρτο Ευαγγέλιο…πρόφερε αυστηρά , χωρίς να τον πλησιάσει

-Βρές το και διάβασέ μου το, είπε αυτός και κάθισε∙ ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι , στήριξε το πιγούνι στην παλάμη και βάλθηκε να κοιτάει βλοσυρά στα πλάγια, έτοιμος ν’ακούσει.

«Σε δυο-τρείς βδομάδες θα βρίσκομαι κιόλας στο δρόμο για την εξορία, αν δε γίνει τίποτα χειρότερο», μουρμούριζε μέσα του.

-Μα τι; Δεν τό'χετε διαβάσει; ρώτησε αυτή κοιτάζοντάς τον απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού κάτω απ’ τα φρύδια της.

Η φωνή γινόταν όλο και πιο τραχιά.

-Είναι καιρός…Όταν πήγαινα σχολείο. Διαβάστε!

-Και στην εκκλησία; Δεν τ’ακούσατε;

-Εγώ…δεν πάω. Εσύ πας συχνά;

-Ο-ο-όχι , ψιθύρισε η Σόνια.

Ο Ρασκόλνικοβ χαμογέλασε ειρωνικά.

-Καταλαβαίνω…ώστε δε θα πας στην κηδεία του πατέρα σου;

-Θα πάω. Είχα πάει και την περασμένη εβδομάδα, έκανα μνημόσυνο.

-Για ποιον;

-Για την Λιζαβέτα. Τη σκοτώσανε με τσεκούρι.

Τα νεύρα του ερεθίζονταν όλο και πιο πολύ. Άρχισε να ζαλίζεται.

-Είχες φιλίες με τη Λιζαβέτα;

-Ναι…Ήταν δίκαιη…ερχόταν εδώ…σπάνια…δεν ήταν σωστό…Διαβάζαμε μαζί και κουβεντιάζαμε. Θα πάει στον Παράδεισο.

Ηχούσαν παράξενα στ’ αυτία του αυτά τα λόγια∙ κι ύστερα, άλλο και τούτο πάλι: κάτι μυστηριώδεις συναντήσεις με τη Λιζαβέτα…κι οι δυο τους βλαμμένες.

«Εδώ μπορούν να σου στρίψουν και σένα! Είναι κολλητικό!» σκέφτηκε.

-Διάβασε! φώναξε ξαφνικά επίμονα και νευριασμένα.

Η Σόνια δεν τα’ αποφάσιζε. Η καρδιά της χτυπούσε. Σαν να μην τολμούσε να του διαβάσει. Αυτός κοίταζε σχεδόν υποφέροντας τη «δυστυχισμένη τρελή».

-Τί σας χρειάζεται; Αφού δεν πιστεύετε, ψιθύρισε σιγά, ανασαίνοντας δύσκολα.

-Διάβασε! Έτσι θέλω! Επέμενε αυτός. Της Λιζαβέτας της διάβαζες.

Η Σόνια άνοιξε το βιβλίο και βρήκε το χωρίο. Τα χέρια της τρέμανε, η φωνή της έβγαινε βραχνή. Δυο φορές έκανε ν’αρχίσει κι όλο δεν τα κατάφερνε να προφέρει λέξη.

«Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας» , πρόφερε επιτέλους με προσπάθεια, μα ξαφνικά, στην Τρίτη κιόλας λέξη, η φωνή της υψώθηκε κι έσπασε σαν παρατεντωμένη χορδή. Το στήθος της σφίχτηκε.

Ο Ρασκόλνικοβ καταλάβαινε ως ένα σημείο γιατί δεν τ’αποφάσιζε η Σόνια να του διαβάσει κι όσο πιο πολύ το καταλάβαινε, τόσο επέμενε όλο και πιο νευριασμένος. Καταλάβαινε πολύ καλά πόσο οδυνηρό της ήταν τώρα να παραδώσει και να ξεσκεπάσει ό,τι δικό της. Καταλάβαινε πως τα συναισθήματα αυτά ήταν από καιρό τώρα το πιο κρυφό μυστικό της, από τότε ίσως που ζούσε ακόμα με την οικογένειά της, μαζί με το δύστυχο πατέρα και την τρελή απ’ τα βάσανα μητριά, μαζί με τα πεινασμένα παιδία, μέσα σε σιχαμερούς καβγάδες και βρισιές. Ταυτόχρονα όμως έμαθε τώρα στα σίγουρα πως μ’ όλο που φοβόταν τρομερά κάτι που κι αυτή δεν ήξερε καλά-καλά τι ήταν, τώρα που άρχισε να διαβάζει, είχε κι η ίδια τη βασανιστική επιθυμία να διαβάσει, παρ’ όλο το σπαραγμό της και παρ’ όλο το φόβο της και το δίχως άλλο γι’ αυτόν , για να τ’ακούσει αυτός και το δίχως άλλο τώρα, κι ας γίνει ό,τι γίνει ύστερα!...Αυτό ο Ρασκόλνικοβ το διάβασε στα μάτια της , το κατάλαβε απ’ την ταραγμένη της έξαρση. Η Σόνια υπερνίκησε τον εαυτό της, έπνιξε το σπασμό που έκοψε στην αρχή της φράσης της και συνέχισε το διάβασμα απ’ το ενδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην. Έφτασε έτσι ως το κεφ. ια΄, 19ο εδάφιο:

«…καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός».

Εδώ σταμάτησε και πάλι όλο ντροπαλοσύνη, γιατί προαιστάνθηκε πως φωνή της θα τρεμουλιάσει και θα κοπεί ξανά…

«Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ·»

(Και σαν να’παιρνε με πόνο την ανάσα της η Σόνια πρόφερε καθαρά, λες κι έκανε ομολογία πίστης μπροστά στον κόσμο):

«Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος»

Έκανε να σταματήσει, έκανε να σηκώσει βιαστικά τα μάτια της να κοιτάξει αυτόν, μα υπερνίκησε αμέσως τον εαυτόν της και συνέχισε το διάβασμα. Ο Ρασκόλνικοβ καθόταν κι άκουγε ακίνητος, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι. Φτάσανε στο εδάφιο 32.

«ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. ᾿Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς. ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;»

Ο Ρασκόλνικοβ γύρισε και την κοίταξε ταραγμένος. Ναι, έτσι είναι! Έτρεμε κιόλας σύγκορμη από πραγματικό πυρετό. Ο Ρασκόλνικοβ το περίμενε αυτό. πλησίαζε στο μέρος όπου γινόταν λόγος για το μεγαλύτερο και πρωτάκουστο θαύμα, κι ένα αίσθημα μεγάλου θριάμβου την έζωνε από παντού. Η φωνή της έγινε ηχερή σαν μέταλλο∙ ο θρίαμβος κι η χαρά ηχούσαν μέσα της και τη δυνάμωνε. Οι γραμμές χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια της, γιατί τα μάτια της σκοτάδιζαν, μα ήξερε απ’ όξω αυτό που διάβαζε. Στον τελευταίο στίχο-«οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ»…χαμήλωσε τη φωνή της και μετέδωσε με θέρμη και πάθος την αμφιβολία, τον ψόγο και το χλευασμό των απίστων, των τυφλών Ιουδαίων, που τώρα αμέσως, ύστερ’ από’να λεπτό, θα πέσουν σαν να τους χτύπησε κεραυνός, θα βάλουν τα κλάματα, και τους λυγμούς και θα πιστέψουν… «Κι αυτός, αυτός επίσης είναι τυφλωμένος και άπιστος , κι αυτός θ’ ακούσει επίσης και θα πιστέψει κι αυτός, ναι! Ναι! Τώρα αμέσως!» αυτά ονειρεύονταν και τρεμούλιαζε από ευτυχισμένη προσμονή

«᾿Ιησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι».

Τόνισε ιδιαίτερα το  τεταρταῖος ∙ «λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω∙ καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς…»

Διάβαζε δυνατά, ριγόντας και τρέμοντας απ’ την έκσταση , λες και τά'βλεπε ολ'αυτά μπρος στα μάτια της.

«…δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν»

Η Σόνια δεν μπορούσε να διαβάσει άλλο, έκλεισε το βιβλίο και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της.

-Αυτό είναι όλο για την ανάσταση του Λαζάρου, ψιθύρισε αυστηρά και με κομμένη φωνή και γυρίζοντας αλλού το πρόσωπό της στάθηκε ακίνητη , μη τολμώντας να σηκώσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει. Έτρεμε ακόμα σαν νά’χε πυρετό. Το κερί στο λιγδωμένο σαμντάνι έφτανε στο τέλος του και τρεμόσβηνε, φωτίζοντας αχνά, μέσα σε κείνο το φτωχικό δωμάτιο, το φονιά και την πόρνη που είχαν συναντηθεί τόσο παράξενα στο διάβασμα του αιωνίου βιβλίου. Περάσανε πέντε λεπτά , ίσως και περισσότερα….

[...]"

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, "Εγκλημα και τιμωρία"
(μετάφραση: Άρη Αλεξάνδρου, εκδόσεις: Γκοβόστη, πηγή: Τάλαντο)


Καλή κι Ευλογημένη Μεγαλοβδομάδα...
Καλή Ανάσταση!

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον! (Όσιος Μάρκος ο Ασκητής)

«Προτιμότερον να σε βλάπτουν οι άνθρωποι παρά να σε εξουσιάζουν οι δαίμονες»
- Άγιος Μάρκος ο Ασκητής
 (430μ.Χ.)

> "(30) Ο νόμος της ελευθερίας (δηλ. του Ευαγγελίου) διδάσκει όλη την αλήθεια. Και οι πολλοί τον διαβάζουν μόνο για να λάβουν μια γνώση του' λίγοι όμως τον εννοούν, ανάλογα με την εκτέλεση των εντολών."

> "(31) Μην ζητάς την τελειότητα αυτού του νόμου σε ανθρώπινες αρετές, γιατί τέλειος σε αυτές δεν υπάρχει' η τελειότητά του είναι κρυμμένη στο Σταυρό του Χριστού."

> "(40) Κάθε αρετής προέλευση είναι ο Θεός, όπως του καθημερινού φωτός ο ήλιος."

> "(45) Εκείνος που προσεύχεται για εκείνους που τον αδικούν, χτυπά με ορμή τους δαίμονες. Εκείνος που αντιστέκεται σε εκείνους που τον αδικούν πληγώνεται από τους δαίμονες."

> "(47) Κάθε καλό έρχεται από τον Κύριο κατ'οικονομίαν. Αυτό διαφεύγει με τρόπο μυστικό από τους αχάριστους και αγνώμονες και τους οκνηρούς."

> "(50) Η άγνοια κάνει τον άνθρωπο να αντιλέγει στα ωφέλιμα. Και όταν αποθρασύνεται αυξάνει την προϋπάρχουσα κακία."

> "(62) Άδης είναι η άγνοια, γιατί και τα δύο δε φαίνονται. Απώλεια είναι η λησμοσύνη, γιατί χάσαμε κάτι που είχαμε."

> "(66) Μην πεις ότι απόκτησες αρετή χωρίς θλίψη' γιατί είναι αδοκίμαστη η αρετή που απόκτησες με άνεση."

> "(67) Κάθε αθέλητης θλίψεως να αναλογίζεσαι το αποτέλεσμα, και θα βρεις σ'αυτό το σβήσιμο κάποιας αμαρτίας."

> "(77) Από τη φιληδονία έρχεται η αμέλεια και από την αμέλεια η λησμοσύνη των καλών. Γιατί ο Θεός έχει χαρίσει σε όλους τη γνώση εκείνων που μας συμφέρουν."

> "(78) Ο άνθρωπος συμβουλεύει τον πλησίον του καθώς γνωρίζει. Ο Θεός πάλι ενεργεί σ'αυτόν που ακούει κατά την πίστη του."

> "(94) Τα μικρά αμαρτήματα ο διάβολος τα δείχνει μηδαμινά επειδή διαφορετικά δεν μπορεί να φέρει τον άνθρωπο στα μεγαλύτερα κακά."

> "(95) Ρίζα της αισχρής επιθυμίας είναι ο ανθρώπινος έπαινος, όπως και της σωφροσύνης ο έλεγχος της κακίας, όχι όταν τον ακούμε μόνο, αλλά όταν τον παραδεχόμαστε."

> "(101) Τυφλώνεται ο νους με τα τρία αυτά πάθη, τη φιλαργυρία, την κενοδοξία και την ηδονή."

> "(103) Η γνώση και η πίστη που είναι σύντροφοι της ανθρώπινης φύσεως, από τίποτε άλλο, παρά από τις ανωτέρω κακίες εξασθένησαν. 

> "(110) Εκείνος που δεν γνωρίζει την αλήθεια, ούτε μπορεί να πιστεύει αληθινά. Γιατί η γνώση φυσικά προηγείται της πίστεως."

> "(119) Αν αμαρτήσεις, μην κατηγορείς την πράξη, αλλά την ιδέα. Γιατί αν δεν πήγαινε μπροστά ο νους, δεν θα ακολουθούσε το σώμα."

> "(133) Εκείνος που μετανοεί σωστά, περιπαίζεται από τους ανόητους ανθρώπου. Και αυτό είναι σημάδι ότι ευαρεστεί το Θεό."

> "(151) Εκείνος που μισεί τον έλεγχο έχει παραδοθεί θεληματικά στο πάθος. Εκείνος που δέχεται τον έλεγχο, είναι φυσικό ότι παρασύρεται στο πάθος από προηγούμενη κακή συνήθεια."

> "(152) Μη θέλεις να ακούς ξένες πονηρίες, γιατί έτσι σου εντυπώνονται και τα περιστατικά και χαρακτηριστικά των ξένων πονηριών."

> "(153) Όταν ακούσεις κακά λόγια, να οργίζεσαι εναντίον του εαυτού σου και όχι εναντίον εκείνου που τα είπε. Γιατί αν πονηρά ακούσεις, πονηρά θα αποκριθείς."

> "(175) Στον καιρό της θλίψεως να προσέχεις την προσβολή της ηδονής, γιατί εύκολα γίνεται παραδεκτή επειδή παρηγορεί τη θλίψη." 

 > "(176) Μερικοί λέγουν φρόνιμους εκείνους που μπορούν να διακρίνουν και να αναλύουν τα αισθητά πράγματα. Φρόνιμοι όμως είναι εκείνοι που εξουσιάζουν τα κακά τους θελήματα."

> "(179) Όταν δεις εκείνα που βρίσκονται μέσα σου σταθερά, να κινούνται και να προκαλούν τον νου, που είναι ήσυχος, σε κάποιο πάθος, να γνωρίζεις ότι ο νους σου κάποτε προηγήθηκε και έφερε σε πράξη και τα έβαλε μέσα στην καρδιά."

> "(186) Η συνείδηση είναι ένα βιβλίο που το έχουμε από τη φύση μας. Εκείνος που το μελετά στην πράξη δέχεται θεία βοήθεια."

Αγίου Μάρκου του Ασκητού- "Περί πνευματικού Νόμου"
Φιλοκαλία, τόμος Α', εκδόσεις: Το περιβόλι της Παναγίας



"...Γιατί κάποτε, ενώ ησύχαζε, πλησίασε αυτόν μια ύαινα που είχε το παιδί της τυφλό, με ταπεινή στάση σαν να παρακαλούσε να την ευσπλαχνισθεί για την τύφλωση του μικρού της. Και ο Όσιος, αφού κατάλαβε, έπτυσε στα μάτια του ζώου και αυτό βρήκε την όρασή του. Μετά από ημέρες ήλθε πάλι η ύαινα στον Άγιο, μεταφέροντάς του το δέρμα ενός μεγάλου κριαριού ως ανταπόδοση για την θεραπεία. Αυτός όμως δεν δεχόταν να το λάβει, προτού το θηρίο υποσχεθεί να μην βλάπτει πια τα πρόβατα των πτωχών." 



"Μετά το βάπτισμα, ούτε ο Θεός, ούτε ο Σατανάς παραβιάζουν το θέλημα του ανθρώπου. Άραγε δεν άκουσαν ότι οι εντολές του Χριστού που δόθηκαν για μετά το βάπτισμα, είναι ο νόμος της ελευθερίας μας; Η ίδια η Γραφή το λέγει, "Οὕτως ποιεῖτε, καἲ οὕτως λαλεῖτε, ὡς διἂ νόμου ἐλευθερίας μέλλοντες κρίνεσθαι"(Ιακ.2,12) [...] η κάθαρσις, που χαρίζει το βάπτισμα γίνεται μυστικά, αλλά την ευρίσκουμε φανερή όταν τηρώνται οι εντολές. Γιατί εάν βαπτισθήκαμε και δεν ελευθερωθήκαμε από την προγονική αμαρτία, τότε είναι φανερό ότι ούτε τα έργα της ελευθερίας έχουμε τη δύναμη να πράξωμε. Εάν όμως έχωμε αυτή τη δύναμη να πράξωμε τα έργα της ελευθερίας, τότε γίνεται φανερό, ότι μυστικά έχωμε ελευθερωθεί από την δουλεία της αμαρτίας."

"Εάν όμως έχεις την δύναμη να νικήσεις τα πάθη σου, γνώριζε ότι δεν εξουσιάζεσαι δια της βίας, αλλά λόγω του θελήματός σου. Όσα λοιπόν αναφέρει η Θεία Γραφή περί καθάρσεως, τα συμβουλεύει επειδή είμαστε ελεύθεροι. Να μη στρεφόμαστε, δηλαδή, σε τέτοιους μολυσμούς, αλλά να αγαπάμε την ελευθερία, γιατί έχουμε την εξουσία να στραφούμε σε όποιο θέλουμε, είτε στο αγαθό, είτε στο κακό."

"Ο άνθρωπος ελευθερώνεται με την δωρεά του Χριστού. Ως προς το θέλημά του όμως παραμένει σε εκείνο που αγαπά, έστω κι αν βαπτίσθηκε, λόγω του ότι το αυτεξούσιον είναι απαραβίαστον. Όταν λοιπόν λέγει ότι "Βιασταὶ ἁρπάζουσι τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν." (Ματθ. 11,12) το λέγει για το δικό μας θέλημα, με σκοπό να βιάσει ο καθένας μας τον εαυτό του μετά το βάπτισμα να μην παρεκτρέπεται στο κακό, αλλά να παραμένει στο αγαθό. Διότι εάν υφίστατο βία ο άνθρωπος από την κυριαρχία των πονηρών πνευμάτων, οπωσδήποτε θα μπορούσε ο Θεός που μας ελευθέρωσε, να μας κάνει αμετάτρεπτους και αυτός με τη βία. Εδώ όμως δε συμβαίνει αυτό. Ο Θεός μας ελευθέρωσε από τη βία της δουλείας με το βάπτισμα, αφού εκατήργησε την αμαρτία πάνω στο σταυρό και ενομοθέτησε εντολές ελευθερίας. Την επιλογή δε του να παραμένωμε ή όχι στις εντολές, την επαραχώρησε στο αυτεξούσιο θέλημά μας. Επομένως, όσο εργαζόμαστε με επιμέλεια τις εντολές, τόσο φανερώνεται η αγάπη μας προς αυτόν που μας ελευθέρωσε. Όσο δε τις παραμελούμε, ή τις εγκαταλείπουμε, τόσο αποκαλύπτεται η προσκόλλησή μας στις ηδονές."

"Δεν είναι αμαρτία η προσβολή του [πονηρού] λογισμού, αλλά η φιλική συνομιλία του νου με αυτόν. Εάν δεν τον αγαπάμε, τότε για ποιό λόγο τον αφήνουμε να χρονίζει μέσα μας;"

"Η μόνη εξουσία που του επετράπηκε [του Σατανά] είναι στην πρώτη κίνηση του νου να υποδεικνύει με έναν απλό λογισμό τα πονηρά πράγματα με σκοπό να δοκιμάσει την προαίρεσή μας προς τα πού κλίνει, είτε προς την αποβολή εκείνου, είτε προς την εντολή του Κυρίου, επειδή αυτά τα δύο μεταξύ τους είναι αντίθετα."

"Έτσι, έχει πάλι την εξουσία ο νους να προσέχει την καρδιά και με κάθε τρόπο να προστατεύει την καθαρότητά της δια της προσευχής, αγωνιζόμενος να εισέλθει στον εσώτατον χώρον της, όπου τίποτα δεν μπορεί να τον ενοχλήσει. Εκεί δεν υπάρχουν οι άνεμοι των πονηρών λογισμών, που σπρώχνουν με βία την ψυχή και το σώμα στους γκρεμνούς της ηδυπαθείας και βυθίζουν σε βόθρους ακαθαρσίας. Ούτε πάλι υπάρχει κάποιος πλατύς και ευρύχωρος δρόμος στρωμένος με λόγια και περίτεχνα σχήματα της κοσμικής σοφίας που δελεάζει όσους τον ακολουθούν, έστω κι αν είναι πολύ συνετοί. Διότι ο εσωτερικός και πεντακάθαρος χώρος της ψυχής και η οικία του Χριστού υποδέχονται τον νουν μόνον όταν είναι γυμνός, χωρίς να φέρει μαζί του τίποτε από τον κόσμον αυτόν, ούτε κατά φύση λογισμό, ούτε παρά φύση λογισμό, παρά μόνον αυτά τα τρία που είπε ο Απόστολος, την πίστην, την ελπίδα και την αγάπην."

Αγίου Μάρκου του Ασκητού- "Το Άγιον Βάπτισμα, Η ελευθερία της θείας Χάριτος"
Έκδοσις Ιερού Κελλίου Αγίων Αρχαγγέλων, Άγιο Όρος - Μοναχός Παϊσιος Καρεώτης



* "Ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής είναι ένας από τους πλέον επιφανείς ασκητικούς συγγραφείς των μέσω βυζαντινών χρόνων και ο δημοφιλέστερος δάσκαλος του ασκητικού βίου, ώστε οι βυζαντινοί ασκητικοί χριστιανοί να λένε'  "πώλησον πάντα και αγόρασον Μάρκον".

Γεννήθηκε τον πέμπτο αιώνα, υπήρξε μαθητής του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και σε μεγάλη ηλικία κατέφυγε σε μια Έρημο, όπου και κοιμήθηκε εν Κυρίω σε βαθύτατο γήρας. Τα έργα του όμως επέζησαν ανά τους αιώνες και επηρέασαν αποφασιστικά τη μοναχική σκέψη και εμπειρία. 

[...]

Τα 226 κεφάλαια που αναφέρονται σ'εκείνους που νομίζουν  ότι σώζονται από τα έργα τους, είναι ομολογουμένως ένα σύνολο παρατηρήσεων με οξυδερκή πνευματικό οφθαλμό στις ποικίλες ενέργειες και πράξεις του πνευματικού ανθρώπου και αποβλέπουν στη μόρφωση ταπεινού και αληθινού φρονήματος. Κι έτσι ούτε ο Καθολικισμός αποδεικνύεται ότι βρίσκεται σε σωστό δρόμο, τονίζοντας την αξία καθ'εαυτή των έργων, ούτε ο Προτεσταντισμός ορθοποδεί που φρονεί ότι η σωτηρία συντελείται με μόνη την πίστη."
(Φιλοκαλία, τόμος Α', εκδόσεις: Το περιβόλι της Παναγίας)

Η εκκλησία του Χριστού τιμά την μνήμη του στις 5 Μαρτίου...

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

'Ελα φως... (Εφραίμ Κατουνακιώτης)


"Οι καθηγητές μας....Πόσα μας δίδαξαν!... Όλα ωφέλιμα. Όλα χρειάζονται. Αρκεί να έχεις ταπείνωση και πίστη. Εάν έχεις ταπείνωση, όσα διαβάζεις και γνωρίζεις σε ταπεινώνουν περισσότερο. Εάν έχεις πίστη, όσα γνωρίζεις σε κάνουν να πιστέψεις θερμότερα. Έτσι είναι η γνώση. Θα ενισχύσει ή την ταπείνωσή σου ή τον εγωισμό σου' ή την πίστη σου ή την απιστία σου. 
[...] Ξέρεις, η γνώση από αλαζονεία είναι επικίνδυνη και για αυτόν που την κατέχει και για τους άλλους. Να έχεις γνώση. Άμα, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις, να πούμε, το κακό απ'το καλό; Εάν δε μπορείς να διακρίνεις το ψέμα απ'την αλήθεια, το φως απ'το σκοτάδι, την αμαρτία απ'την αρετή; Εάν δε μπορείς να ξεχωρίσεις την προσωρινότητα απ'την αιωνιότητα; Σε τί μπορεί να σε ωφελήσει η γνώση; Σε τί θα σε βοηθήσει; Εισιτήριο είναι αυτό που έχεις στην ψυχή.
Είδες, παιδί μου; Πολλοί σήμερα οι μορφωμένοι, λίγοι όμως οι ευτυχισμένοι. Γιατί; Γιατί το γεμάτο μυαλό και η άδεια ψυχή δε σου δίνουν χαρά. Τη χαρά πρέπει να κατέβεις στην ψυχή να την πάρεις. Σου πουλάει και το μυαλό αλλά μέχρι να βγεις από το μαγαζί του έλιωσε. Η γνώση του λόγου, της παρουσίας, της αγάπης, του ελέους, της σοφίας, του θελήματος του Θεού ωφελούν, χαροποιούν, σώζουν τον άνθρωπο. Καλή η γνώση που σε βοηθά, που σε οδηγεί στην αυτογνωσία, στη Θεογνωσία. Υπάρχει και γνώση φιλοτάραχος, δαιμονοφιλής, θεοστυγής". Ο Θεός να φυλάξει τα παιδιά μας. Πάντως, η γνώση είναι φως. Χρειάζεται. Ό,τι μάθει ο άνθρωπος καλό είναι. Αρκεί να έχει ψυχή. Είναι φως η γνώση, μα μόνο το φως του Θεού μπορεί να φωτίσει τα σκοτάδια μας. Ε, τώρα, άλλο ο ήλιος και άλλο ο φακός. Το ίδιο είναι;"


"Άγριο πράγμα ο πόλεμος. Μήπως κι ο πνευματικός, ο αόρατος, εύκολος είναι; Ακήρυχτος πόλεμος, να πούμε. Αόρατος ο εχθρός, κάθε λεπτό μια μάχη ισχυρή. Εκεί που χτυπά το λογισμό και τρέχουν οι ενισχύσεις, επιτίθεται στο σώμα, κυριεύει την επιθυμία, πυροβολεί την υπομονή, βομβαρδίζει με την αμέλεια, σε ρίχνει στο χαντάκι της ακηδίας. Χρησιμοποιεί ο εχθρός τα όπλα που του έδωσες, τα πάθη σου. [...] Όταν έρχονται εδώ στο καλυβάκι μας άνθρωποι από τον κόσμο, το πρώτο που τους ρωτώ είναι αν εξομολογούνται, αν προσεύχονται και κοινωνούν. Για να δω αν είναι άοπλοι ή οπλισμένοι."


"... η ανησυχητική απουσία του πατέρα μου στο μέτωπο και η βαριά παρουσία του παππού στο σπίτι έφεραν τη μητέρα μου σε απελπισία. "Τί θα κάνω αν σκοτωθεί ο άνδρας μου στον πόλεμο με δυο παιδιά μέσα σε τόση σκληρότητα; Πώς θα ζήσω;" σκέφτηκε.
Βλέπεις, η απελπισία τρυπώνει σαν το φίδι πρώτα στο λογισμό. Ξέρεις πώς την ονομάζει ο άγιος Νεκτάριος; "Μέλαινα θυγατέρα του Άδη"! Μάλιστα, κόρη του Άδη, τη λέει. Γεννήθηκε για να καταστρέψει την ύπαρξη των ανθρώπων και να τους εξαφανίσει από προσώπου της γης. Όπου αντηχήσει το όνομά της, εκεί η φθορά και η καταστροφή ιδρύουν το κράτος τους. Η ερήμωση και ο αφανισμός ακολουθούν τα ίχνη της. Είναι άρνηση των πάντων. Άρνηση της ελπίδας, άρνηση του ουρανού, άρνηση της πρόνοιας και της παντοδυναμίας του Θεού. Τίποτα χειρότερο από την απόγνωση. Μέσα στην απελπισία σου δεν βλέπεις τίποτα. Ομίχλη πηχτή.
Έτσι, η μητέρα μου θεώρησε την εγκυμοσύνη της κόλαση. Από το παραθύρι της απογνώσεως να πούμε, μόνο κόλαση βλέπεις. Έκανε βαριές δουλειές χωρίς να είναι προσεκτική. Αλλά όσο και να θέλει ο άνθρωπος, αν δε θέλει ο Θεός, τίποτα δε γίνεται. Όταν πέρασαν τα χρόνια και ήρθα στο καλυβάκι μας, έλεγε η μητέρα μου: "Αυτό το παιδί έλεγα ότι θα είναι η κόλασή μου. Έγινε, όμως, με την καλογερική του και την προσευχή του ο παράδεισός μου, η σωτηρία μου"."


"Οι κλειστές πόρτες της ζωής. Άργησα, αλλά κατάλαβα. Η αγάπη του Θεού άλλες πόρτες ανοίγει και άλλες κλείνει. Όταν σου ανοίγει, ευχαρίστησε, δοξολόγησε και προχώρα. Όταν βρίσκεις κλειστή πόρτα μην παίρνεις το λοστό του θελήματός σου να τη σπάσεις, να τη διαρρήξεις. Δεν είναι εκεί για σένα, δεν το καταλαβαίνεις; Σπάμε πόρτες και μπαίνουμε σε μία κόλαση και διαμαρτυρόμαστε στο Θεό που προσπάθησε να μας εμποδίσει. Πόσοι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους μπροστά σε μια πόρτα, προσπαθώντας να την ανοίξουν, τη στιγμή που ο Θεός τους έχει ανοίξει την πόρτα και το δρόμο που τους αξίζει. Ό,τι ορίζει ο Θεός αξίζει για τον άνθρωπο."


"...Ο κόσμος δε χωρά στην πόρτα του Αγίου Όρους. Είδες τις πορτούλες εδώ; Όλες στενές και χαμηλές είναι. Είναι πολύ μικρός ο κόσμος για να χωρέσει το μεγαλείο του Θεού. Όποιος θελήσει να φέρει τον κόσμο εδώ, μένει κι αυτός απ'έξω. Θα μου πεις, πώς φέρνω τον κόσμο εδώ; Σαν το μικρόβιο τρυπώνει στο θέλημα, καλύπτεται με τη διάθεσή του, κρύβεται κάτω απ'τις αισθήσεις σου. Γι'αυτό με την υπακοή καθαρίζεις το θέλημα, με την ταπείνωση θεραπεύεις τη διάθεση και με την άσκηση ελευθερώνεις τις αισθήσεις."


"Στο Άγιο Όρος είναι ατελείωτες οι διαδρομές. Μπορεί με σύμμαχο το χρόνο και σύντροφο τον κόπο να τις περπατήσεις. Ναι, το Όρος μπορεί και να το περπατήσεις. Το Άγιον, απέραντο. Απεριόριστο. Ανεξάντλητο. Εκεί, ο άγριος λογισμός ημερεύει. Η καρδιά κρατά άλλο ήχο, κατανυκτικό, χαμηλό, ταπεινό. Εκεί χορταίνει την ειρήνη. Στο Όρος μπορεί να δεις πολλά. Στο Άγιον να μη δεις τίποτα. Γιατί το Άγιον κρύβεται από τα μάτια των ανθρώπων και έτσι συναντά το βλέμμα του Θεού. Στο Όρος πατάς γη. Στο Άγιον, τον ουρανό. Στο Όρος να πας για να συναντήσεις το Άγιον.
Μια άγρια χαράδρα τα Κατουνάκια. Σαν ένα τραύμα στο σώμα του Άθωνα. Μα και οι κάτοικοι, οι ασκητές από τους πρώτους που ήρθαν από την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο κυνηγημένοι από του Άραβες, μέχρι τους σημερινούς, για το τραύμα ήρθαν. Το τραύμα που λέγεται άνθρωπος. Αυτόν ήρθαν να θεραπεύσουν, ψάχνοντας την πηγή της ίασης, που είναι μια πληγή. Η λογχισμένη του Κυρίου πλευρά. Θανάσιμο το τραύμα. Ζωοδόχος η πληγή.
Όταν ανεβαίνεις το μονοπάτι, πρέπει να σιωπήσεις. Μέσα σου. Επιτίμησε το λογισμό. Ας σταματήσει για λίγο. Μάλωσε την επιθυμία. Ενός λεπτού εσωτερικής σιωπής. Τότε θα ακούσεις βόλια να πέφτουν, άρματα να βροντούν. Ιαχές μάχης να ακολουθούν. Μα, πού ήρθα; θα πεις. Πολλές οι μάχες και δυνατές. Εδώ κονταροχτυπήθηκαν η Ανάσταση με το θάνατο, το πνεύμα με την ύλη, η σάρκα με την ψυχή, ο άνθρωπος με το Θεό. Αυτές τις μάχες δεν τις έγραψε η ιστορία, μα η σωτηρία στο βιβλίο της αλήθειας. Αυτό που το Άγιο χέρι του Θεού κρατά."



"...Ο προσευχόμενος άνθρωπος γίνεται θυσιαστήριο που αναπαύεται ο Θεός. Εκεί που βρίσκει ανάπαυση ο Θεός, βρίσκουν και οι άνθρωποι. Γι'αυτό τρέχουν στους αγίους. Εκεί ο Θεός αναπαύεται. Εκεί βρίσκουμε κι εμείς ανάπαυση."



"Κάνοντας κομποσκοινάκι για τον αδελφό, στρέφεις το βλέμμα του Θεού στον άνθρωπο. Όταν Του λες με αγάπη, με αγωνία, με πόνο για τον άλλον "ελέησον", Του λες "κοίταξέ τον, φώτισέ τον, βοήθησέ τον, σώσε τον, παρηγόρησέ τον, θεράπευσέ τον, αγκάλιασέ τον, Θεέ μου"."



"...Πάντως, πας να δώσεις και παίρνεις. Πας να προσφέρεις και κερδίζεις. Πας να σώσεις με τη Χάρη του Θεού και σώζεσαι. "



"Αυτός που σκανδαλίζει έχει φθόνο. Αυτός που σκανδαλίζεται έλλειψη αγάπης. Να έρχεται το σκάνδαλο και να σβήνει, να πεθαίνει στον καλό σου λογισμό, στην καθαρή σου καρδιά και στην πολλή σου προσευχή. [...] Η πτώση του άλλου πόνος να γίνεται και στην ψυχή και στην προσευχή και όχι σκάνδαλο."


"... Μετά από αυτό ξέρετε τί έλεγε ο γέροντας: "Προσέχετε τεκνία Χριστού. Προσέχετε μην σκληρύνεσθε. Όπου σκληρότης υπερηφάνεια, εκεί παρακοή και τα σκάνδαλα." Όταν το έλεγε αυτό ο γέροντας, ερχόταν στο λογισμό μου ο Αββάς Ποιμένας. Κάποτε τον επισκέφθηκαν κάποιοι γέροντες και τον ρώτησαν: "Αν δούμε τους αδελφούς να νυστάζουν, πιστεύεις ότι πρέπει να τους ξυπνήσουμε για να προσέχουν την αγρυπνία;". Εκείνος ο μακάριος τους απάντησε: "Δεν ξέρω. Δεν είμαι ικανός να σας συμβουλέψω. Αν με ρωτάτε τί θα έκανα εγώ, αν έβλεπα τον αδελφό να νυστάζει ή να κοιμάται στην ακολουθία, σας λέω ότι θα έβαζα το κεφάλι του στα γόνατά μου για να τον ξεκουράσω..."."

27η Φεβρουαρίου: Μνήμη Οσίου Εφραίμ Κατουνακιώτου

* αποσπάσματα από το βιβλίο: "Έλα Φως..." - "Συνάντηση με τον Όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη" του π.Σπυρίδωνα Βασιλάκου, εκδόσεις: Θεσβίτης, Θήρα 2022

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Την οργή των νεκρών να φοβάστε....

 



Ξημερώνει Ψυχοσάββατο... Δυο τρεις μέρες τώρα παλεύει να ντυθεί στα λευκά το τοπίο, μα θαρρείς ούτε τούτο το χιόνι δε δέχεται να καλύψει τις πομπές και τα σκοτάδια μας! Πασπαλίζει τις στέγες στα ψηλά, μα όσο πλησιάζει κι αγγίζει τα χαμηλά στέκεται μοναχά εδώ κι εκεί, φουσκώνει στους χωμάτινους αρμούς του καλντεριμιού, αλλά την πέτρα την αφήνει γυμνή.  Και μόλις θαρρείς φορτσάρει να γεμίσει τα κενά, γίνεται κάτι σαν γκρίζα νερουλιασμένη γρανίτα και χάνεται.

Πασπάλι ζάχαρης στο κόλλυβο, τούτο το χιόνι στη γη. Στο κόλλυβο όλων τούτων των ημερών που οι νεκροί ανασαίνουν.... Κι είναι το στάρι υγρό απ'τα δάκρυα και λεκιάζει με στάμπες την άχνη. Λες και ντράπηκε η ζάχαρη ν'αναμείξει τη γλύκα της με τόσο πόνο και βυθίζεται για να κρυφτεί....

Την οργή των νεκρών να φοβάστε....

Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"

Χορεύουν οι νιφάδες του χιονιού έξω απ'το παράθυρό μου... Πυκνές, αλλά αδύνατες. Δεν είναι εύκολο να αλλάξει το τοπίο... Θέλει στέρεους λυγμούς και ισχυρούς δεσμούς για να κρουσταλλώσουν τα κύτταρά τους... Χοροπηδούν ακόμη στα τυφλά χωρίς κατεύθυνση... Ίσα να σου θυμίσουν πως είναι το λευκό, ίσα να σκεπάσουν λίγο τη βρωμιά μπας κι ανασκαλίσεις λίγο τη μνήμη σου. Μπας και θυμηθείς  και γραπώσεις τούτο το άλφα το ανυπότακτο και κάνεις την λήθη σου ξανά α-λήθεια...

Πώς φτάσαμε ως εδώ; 

Πώς καταλήξαμε νεκροί;

"ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς." (Κατά Ματθαίον η22)


Πώς καταλήξαμε να νιώθουμε ζωή αυτό που ζούμε;

"οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν." (Κατά Ματθαίον η32)


ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξελθοῦσα θύρας ὤιξε φαεινὰς
καὶ κάλει: οἱ δ᾿ ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο:
Εὐρύλοχος δ᾿ ὑπέμεινεν, ὀισάμενος δόλον εἶναι.
εἷσεν δ᾿ εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν

οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα: ἀνέμισγε δὲ σίτῳ
φάρμακα λύγρ᾿, ἵνα πάγχυ λαθοίατο πατρίδος αἴης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον, αὐτίκ᾿ ἔπειτα
ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ.
οἱ δὲ συῶν μὲν ἔχον κεφαλὰς φωνήν τε τρίχας τε

καὶ δέμας, αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος, ὡς τὸ πάρος περ.
ὣς οἱ μὲν κλαίοντες ἐέρχατο, τοῖσι δὲ Κίρκη
πάρ ῥ᾿ ἄκυλον βάλανόν τε βάλεν καρπόν τε κρανείης
ἔδμεναι, οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν.
(Ομήρου Οδύσσεια κ230-243)


"Τρέχει στὴ θύρα τὴ λαμπρὴ κι ἀνοίγει τότε ἡ Κίρκη,
καὶ τοὺς καλεῖ· καὶ μπήκανε χωρὶς νὰ στοχαστοῦνε·
ὅμως δὲν μπῆκε ὁ Εὐρύλοχος, φοβώντας κάποιο δόλο.
Τοὺς πῆρε καὶ τοὺς κάθισε σὲ θρόνους καὶ καθέδρες·
τυρὶ κι ἀλεύρια καὶ ξανθὸ μέλι τοὺς ἀναδεύει
μὲ κρασὶ Πράμνειο, κι ἔσμιξε κακόχυμα βοτάνια,
ποὺ πίνοντας τὴν πατρικὴ τὴ γῆς τους νὰ ξεχάσουν.
Καὶ σὰν τοὺς κέρασε, κι αὐτοὶ σὰν ἤπιαν, τότ' ἐκείνη
χτυπώντας τους μὲ τὸ ραβδὶ τοὺς κλεῖ στὶς χοιρομάντρες·
κι ἄξαφνα χοίρου κάνουνε φωνή, κορμί, κεφάλι
καὶ τρίχες, καὶ μονάχα ὁ νοῦς τοὺς ἔμενε σὰν πρῶτα.
Ἐκεῖ κλεισμένοι κλαίγανε, καὶ γιὰ νὰ φᾶνε ἡ Κίρκη
τοὺς ἔρριχνε πρινόκαρπους, ἀκράνια, βαλανίδια,
ποὺ οἱ χοῖροι οἱ χαμοκύλητοι νὰ τρῶνε συνηθᾶνε."
(απόδοση:Α.Εφταλιώτη)

[...]
Σουρούπωσε... Το χιονάκι ακόμη πιο ψιλό όσο πέφτει το σκοτάδι. Το κρύο ακόμη πιο δριμύ. Οι καμπάνες σιγήσαν. Οι προσευχές κόπασαν. Οι προσφορές μοιράσθηκαν. Οι κεκοιμημένοι -όσοι δε λησμονήθηκαν ακόμη- αφουγκράστηκαν τα ονόματα και δυο σταλαμίδες δροσιάς... Προσμένουν, τώρα, το ξημέρωμα, να κοινωνήσουν μαζί μας....




Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"

"... και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων.!..."


"...οὐ δι᾿ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι᾿ ὑμᾶς.
νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω·..." 
(κατά Ιωάννη ιβ 31)


Το Τριώδιο άνοιξε, οι μάσκες πέσανε. Λιγοστοί περιφέρονται ακόμη -σαν τις άτακτες, αδύναμες νιφάδες που σκορπάει ο άνεμος παντού- να επιμένουν να πιστεύουν σε τούτο το άθλιο Καρναβάλι. Αλλά ξεχνούν, πώς, όσο μεγάλη κι αν είναι τούτη η πομπή, ακόμη κι αν αμέτρητοι -αθώοι κι ένοχοι- συναινούν και συμμετέχουν σε τούτη την παρέλαση,  ΠΑΝΤΟΤΕ στο τέλος της βραδιάς οι ίδιοι είναι που το βασιλιά Καρνάβαλο θα τον κάψουνε. Νυν και αεί η μοίρα του είναι η πυρά.... 

"[...] περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται." (Κατά Ιωάννην ιστ 11)

"... ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις..." (Προς Εφεσίους 6,11)

Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"



Στο πείσμα των εχτρών .... ανάντισα κρατήθηκα ψυχώθηκα κραταιώθηκα....


Σκοτείνιασε για τα καλά. Ξημερώνει Σάββατο των ψυχών. Κι αμέσως μετά ακολουθεί η Κυριακή της Αποκριάς ή, αλλιώς, η Κυριακή της Κρίσεως: 
" ῞Οταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. "(Κατά Ματθαίον ΚΕ' 31-46)

- Μα, τελικά, πόσο ταιριαχτά και πόσο ταχτοποιημένα όλα τούτα... Το χιόνι με το κόλλυβο, οι ψυχές με τ'άψυχο κορμί, η Κρίση της περικοπής με έναν κόσμο που ξεψυχά, το βλέμμα της μάνας με την Ανάσταση.  Θαρρείς και μια σιωπηρή κραυγή τα στοίβαξε μεμιάς όλα μαζί μέσα στα συναξάρια... Παραμονές Σαρακοστής, καθώς ανοίγουν οι Πύλες της Μετανοίας...

"Και το θλιβερότερο, βέβαια, από όλα, ή, για να μιλήσω πιο αληθινά, το πιο βαρύ, που και λέγοντάς το γεμίζω οδύνη, πόσο μάλλον υποφέροντάς το, είναι ο χωρισμός από το Θεό και τις άγιες δυνάμεις του και η συντροφιά με το διάβολο και τους πονηρούς δαίμονες που διαρκεί στον αιώνα και δεν αφήνει να ελπίσουμε καμιά απελευθέρωση από αυτά τα δεινά..." (Αγίου Μαξίμου Ομολογητού- "Μαξιμιανόν Ταμείον [λήμμα: κόλασις], Βενεδίκτου Ιερομονάχου Αγιορείτου)

" Τι είναι η κόλαση;
Υποστηρίζω ότι είναι ο πόνος του να μην μπορείς να αγαπάς..."
 (Ντοστογιέφσκυ, "Αδελφοί Καραμαζώφ")

Κοντεύουν μεσάνυχτα και ξαναγυρνώ εδώ. Κι αναρωτιέμαι... Ποιούς τάχα ονοματίζουμε νεκρούς, ποιούς ζωντανούς και ποιούς κεκοιμημένους; 

"...οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ᾿ ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν·..." (Κατά Ιωάννην ιδ 30)

Την οργή των νεκρών να φοβάστε.... ζώντων και κεκοιμημένων....



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Βαρσανουφίου και Ιωάννου ερωταποκρίσεις

 

Μνήμη των οσίων Βαρσανούφιου και Ιωάννου

(6 Φεβρουαρίου)

"Κείμενα Διακριτικά και Ησυχαστικά"

Ερωταποκρίσεις (αποσπάσματα)


{ιζ'}

"[...] Πρώτον σε ελέγχω: Ονόμασες τον εαυτό σου αμαρτωλό και στην πράξη δεν τον έχεις για τέτοιο. Διότι αυτός που πιστεύει ότι αμαρτωλός και αίτιος για τα κακά που γίνονται, δεν αντιλέγει σε κανέναν, δε μάχεται, ούτε οργίζεται εναντίον κάποιου, αλλά όλους τους θεωρεί καλύτερους απ'αυτόν. Αν λοιπόν σε χλευάζουν οι λογισμοί ότι είσαι αμαρτωλός, πώς κινούν την καρδιά σου ενάντια στους καλύτερους από σένα; Πρόσεχε αδελφέ' δεν είναι αλήθεια, διότι δεν φθάσαμε ακόμη να θεωρούμε τους εαυτούς μας αμαρτωλούς.

Αν κάποιος αγαπά αυτόν που τον ελέγχει, είναι σοφός.  Αν λέει πως τον αγαπά και όσα ακούει απ'αυτόν δεν τα κάνει πράξη αυτό φανερώνει ότι, αντί αγάπης, τρέφει στην καρδιά του το μίσος. Εάν είσαι αμαρτωλός, γιατί μέμφεσαι τον πλησίον σου και τον κατηγορείς ότι εξαιτίας του δοκιμάζεις θλίψη; Δεν ξέρεις ότι ο καθένας πειράζεται από τις διεργασίες της δικής του συνείδησης, που κάνει σε κάθε περίπτωση και αυτές του φέρνουν τη θλίψη; Αυτό εννοούσα με αυτό που σου έγραψα για τους αδελφούς, δηλαδή ότι μπορεί να σου δείξουν στα πράγματα ένα κουνούπι και συ να το δεις καμήλα κτλ. Θα έπρεπε δε να κάνεις εντατική προσευχή, ώστε ο Θεός να σε αξιώσει να έχεις πάντοτε τον ίδιο με αυτούς φόβο Θεού. 

Το ότι δε αποκάλεσες τον εαυτό σου ανόητο, μη χλευαστείς πως το πιστεύεις! Ερεύνησε τον εαυτό σου και θα βρεις ότι δεν το ζεις έτσι. Διότι, αν το ζούσες έτσι, όφειλες να μην οργιστείς, αφού ο ανόητος δε μπορεί να διακρίνει αν έγινε καλώς ή κακώς ένα πράγμα. Αλλά ο ανόητος ονομάζεται μωρός. Και ο ανόητος και ο μωρός ερμηνεύεται ανάλατος. Και ο ανάλατος πώς μπορεί να καρυκεύει και να αλατίζει άλλους; Πρόσεχε, αδελφέ, διότι χλευαζόμαστε και λέμε μόνο λόγια, ενώ τα έργα μας δείχνουν τί πραγματικά είμαστε. 

Τότε πάλι που προσπαθούμε να αναιρέσουμε τους λογισμούς μας δεν παίρνουμε δύναμη, επειδή έχουμε δεχτεί εκ των προτέρων την κατάκριση του πλησίον και έτσι χάνει το πνεύμα μας την ουσιαστική του δύναμη. Και μετά κατηγορούμε τον αδελφό μας, ενώ εμείς οι ίδιοι είμαστε οι ένοχοι. Αν γνωρίζεις ότι το παν εξαρτάται από τον ελεήμονα Θεό και δεν είναι ούτε "του θέλοντος ούτε του τρέχοντος", γιατί δεν αποδέχεσαι και δεν αγαπάς τον αδελφό σου με τέλεια αγάπη; Πόσοι, στ'αλήθεια, ήθελαν να συναντήσουν εμάς τους Γέροντες και έκαναν το παν, έτρεχαν, αλλά δεν τους δόθηκε; Και κάποιος άλλος, ενώ καθόταν αμέριμνος, έστειλε εμάς ο Θεός προς αυτόν, και τον έκανε τέκνον μας γνήσιο' διότι ο Θεός αγαπά τη βαθιά και αφανή προαίρεση. [...]"

{ιε'}

"[...] Έχε το νου σου να μη σε ξεγελάσουν οι πονηροί δράκοντες και χύσουν μέσα σου το δηλητήριό τους, διότι είναι θανατηφόρο. Κανένας, ποτέ, δεν επιχειρεί να διορθώσει με το κακό το καλό, διότι ζημιώνεται ο ίδιος, χρησιμοποιώντας το κακό, αλλά με το καλό διορθώνει το κακό. (Ρωμ.12,21) [...]"

{λα'}

"[...] Αγαπήστε τους ως αδελφούς γνήσιους και φροντίστε ώστε ο λογισμός σας να αναπαύσει το δικό τους λογισμό.[...]"

{κα'}

"[...] Αν πάλι υπάρξει ανάγκη να δώσεις μια διαταγή σε κάποιον, εξέτασε τον εαυτό σου μήπως προκειται να βγει η διαταγή από μέσα σου αναμεμειγμένη με εμπάθεια. Και αν σου φανεί ότι δεν θα ωφελήσει, κρύψε το λογισμό σου κάτω απ'τη γλώσσα σου, ενθυμούμενος αμέσως εκείνον που είπε: "Τί έχει να ωφεληθεί ο άνθρωπος εάν κερδίσει όλον τον κόσμο και βλάψει την ψυχή του;" (Ματθαίος 16,26). Μάθε δε τούτο, αδελφέ μου, ότι κάθε λογισμός, ο οποίος, πριν να φανερωθεί, δεν έχει τη γαλήνη της ταπεινώσεως, δεν είναι κατά Θεό, αλλά φανερά προέρχεται από τα αριστερά. Διότι ο Κύριός μας έρχεται πάντα με γαληνότητα, ενώ όλα όσα κάνει ο αντίδικος γίνονται με ταραχή και ακαταστασία. Έστω κι αν φαίνονται ότι φορούν ένδυμα προβάτων, όμως από την ταραχή που υπάρχει φανερώνονται ότι είναι μέσα τους λύκοι αρπακτικοί. Διότι λέει: "Από τους καρπούς τους,θα τους γνωρίζετε." (Ματθαίος 7,16). Είθε να δώσει ο Θεός σε όλους σύνεση, για να μην πλανηθούν από τις αρετές τους, "αφού όλα είναι γυμνά και ξεσκεπασμένα μπροστά στα μάτια Του" (Εβρ. 4,13)." 

{λα'}

"[...] Μικροψυχείς στις θλίψεις σαν ένας σαρκικός άνθρωπος, επειδή δεν αποδέχτηκες ότι "θλίψεις θα είναι απλωμένες μπροστά σου." (Πραξ.20,23), όπως το Πνεύμα είπε και στον απόστολο Παύλο. Και μ'αυτό τον ικάνωσε να προσκαλεί αυτούς που ήταν μαζί στο πλοίο να μην χάνουν τη χαρά τους (Πραξ.27,22). Δεν γνωρίζεις ότι "είναι πολλές οι θλίψεις των δικαίων" (Ψαλ.33,19) και σ'αυτές οι δίκαιοι δοκιμάζονται όπως το χρυσάφι στη φωτιά; Αν λοιπόν είμαστε δίκαιοι, ας δοκιμαστούμε με τις θλίψεις. Αν πάλι είμαστε αμαρτωλοί, ας τις υπομένουμε ως άξιοι για αυτές, διότι η δοκιμασία οδηγεί λίγο-λίγο στην υπομονή. (Ρωμ.5,3)."

{λε'}

"[...] Αδελφέ, η απόκριση σε αυτούς τους τρεις λογισμούς, για τους οποίους με ρωτάς, είναι μία. Μη βιάζεις την προαίρεση κανενός, αλλά σπείρε με ελπίδα. Διότι και ο Κύριός μας δεν ανάγκασε κανέναν, αλλά ευαγγελιζόταν και όποιος ήθελε Τον άκουγε."

* Βαρσανούφιου και Ιωάννου"Κείμενα Διακριτικά και Ησυχαστικά" (Ερωταποκρίσεις), εκδόσεις "Ετοιμασία" (Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέας)

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Στον Άγιο Διονύσιο του Ολύμπου τον θαυματουργό!



Άγιος Διονύσιος Ολύμπου θεωρείται από τους χριστιανούς και κυρίως από τους παρολύμπιους κατοίκους θαυματουργός και «Βροχοφόρος». Οι κάτοικοι του Κοκκινοπλού ως παρολύμπιοι και γεωργοκτηνοτρόφοι (υψόμετρο 1250) πίστευαν βαθιά στη βοήθειά του και στα θαύματά του γι’ αυτό και είχαν ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Σε περιόδους ανομβρίας έστελναν στο μοναστήρι δυο τρεις εθελοντές, οι οποίοι δανείζονταν κάποια από τα λείψανα του Αγίου. Ύστερα από τρεις συνολικά μέρες ταξιδιού, μέσα από δύσβατα μονοπάτια του Ολύμπου επέστρεφαν στο χωριό, έχοντας μαζί τους τον αγαπημένο τους Άγιο. Η υποδοχή λάμβανε χώρα έξω από το χωριό από εκατοντάδες κατοίκους σε ένα κλίμα συγκινητικό και θρησκευτικής κατάνυξης. Ύστερα από μια σύντομη ιεροτελεστία τα λείψανα του Αγίου περνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά και από σπίτι σε σπίτι σε όλο σχεδόν το χωριό μένοντας στο κάθε νοικοκυριό ένα 24ωρο. Αφού περνούσαν αρκετές μέρες, τα λείψανα έπαιρναν και πάλι το δρόμο της επιστροφής, αφού πρώτα λάμβανε χώρα η σχετική, επίσης συγκινητική ιεροτελεστία της αποχώρησης, και αφού ο θαυματουργός Άγιος Διονύσιος είχε κάνει ήδη το θαύμα της βροχόπτωσης. [...]



[...] Τον παλιό καιρό (αρκετές φορές και στη σύγχρονη εποχή), όταν υπήρξε παρατεταμένη ανομβρία, ή «πειραγμένη» (χαλασμένη) σοδειά, ή όταν τα κοπάδια δεν πήγαιναν καλά, οι Κοκκινοπλίτες κατέφευγαν στον Άγιο Διονύσιο Ολύμπου και ζητούσαν τη μεσολάβησή του για βοήθεια. Έτσι, αφού πρώτα πραγματοποιούσαν μια μικρή συνέλευση στην εκκλησία του χωριού αποφάσιζαν να στείλουν δύο ή και τρεις εθελοντές στη μονή του Αγίου Διονυσίου Ολύμπου για να πάρουν κάποια από τα θαυματουργά λείψανα του Αγίου και να τα φέρουν στο χωριό.

Ύστερα από όλα αυτά, οι εθελοντές ξεκινούσαν με τα άλογα μέσα από γνωστό, αλλά δύσβατο μονοπάτι του Ολύμπου και πήγαιναν στο Μοναστήρι που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Ολύμπου (ανατολικά) στο φαράγγι του Ενιπέα. Εκεί τους υποδέχονταν οι μοναχοί με κωδωνοκρουσίες και τους φιλοξενούσαν μέχρι να ξεκουραστούν αυτοί και τα ζώα τους.

Στη συνέχεια λάμβανε χώρα μια σύντομη ιεροτελεστία «παράδοσης και χρέωσης του Αγίου». Παρέδιδαν δηλαδή οι μοναχοί στους πιστούς ένα ασημένιο σεντουκάκι, βάρους ενός κιλού περίπου, στο οποίο μέσα φυλάσσονταν κάποιο λείψανο του Αγίου Διονυσίου. Έτσι οι απεσταλμένοι έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής, ενώ κατά την αναχώρηση χτυπούσαν και πάλι οι καμπάνες της μονής.[...]


Παλαιά Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω


[...] Όλη η πομπή πήγαινε πρώτα στο παρεκκλήσι του χωριού, όπου ο ιερέας διάβαζε διάφορες ευχές για βροχόπτωση, βλάστηση, καρποφορία και κυρίως την εξής: «… την δε γην κατεκόσμησας χλόη και χόρτων και ποικιλία σπερμάτων σπορίμων κατά γένος, και πάσιν άνθεσι μορφώσας εις ευκοσμίαν, και ευλογήσας αυτήν. Αυτός και νυν, Δέσποτα, επίβλεψον εξ Αγίου κατοικητηρίου σου, επί το κτήμα τούτο και ευλόγησον αυτόν, και διαφύλαξον από πάσης φαρμακείας και επαοιδίας και παντός κακού περιεργείας τε πονηρίας, και πανουργίας ανθρώπων πονηρών…». [...]


Παλαιά Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω


[...] Στη συνέχεια και με προκαθορισμένη σειρά, κάθε οικογένεια έπαιρνε για ένα 24ωρο τον Άγιο στο σπίτι. Ανάλογα με την οικονομική της επιφάνεια, αλλά και την ευχαρίστησή της έδινε κάτι στον Άγιο. Από το συνολικό ποσό των χρημάτων που συγκεντρώνονταν, ένα μέρος έπαιρνε το μοναστήρι και ένα μέρος το χωριό (κυρίως για έργα της εκκλησίας).

Όταν τελείωνε αυτή η διαδικασία ο Άγιος (τα λείψανα) έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής περίπου με την ίδια διαδικασία. Να σημειωθεί ότι πάντοτε πήγαιναν να πάρουν τον Άγιο άνδρες, ενώ μια φορά (στα τέλη της δεκαετίας του ‘60) το έκαναν αυτό τέσσερες τολμηρές και πολύ πιστές γυναίκες από τα Καλύβια (το νέο χωριό των Κοκκινοπλιτών), οι οποίες πραγματοποίησαν την δύσκολη, επίπονη και επικίνδυνη αυτή αποστολή, όχι με άλογα, αλλά με γαϊδουράκια."

Βασίλειος Καϊμακάμης, Αναπλ. καθηγητής ΤΕΦΑΑ-ΑΠΘ





Εκεί, στους πρόποδες του ξακουστού Ολύμπου, βρίσκεται η Μονή του Αγίου Διονυσίου, του εν Ολύμπω:

> Η πολύπαθη παλαιά Μονή της Αγίας Τριάδος που είχε ιδρυθεί από τον Άγιο Διονύσιο (16ος αιώνας):

Τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἔγινε ἀδιάσπαστο κομμάτι τῆς μακραίωνης ἱστορίας, τῆς κοινωνίας καὶ τῆς παιδείας τοῦ τόπου. Ὑπῆρχε συγκροτημένο ἁγιογραφικὸ ἐργαστήριο καί κέντρο ἀντιγρα-φῆς χειρογράφων, χάρη στὸ ὁποῖο διασώθηκαν πολλὰ πα-λαιὰ κείμενα. Στὸ Σχολεῖο τῆς Μονῆς φοίτησαν πολλοί μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ μεγάλοι ὁπλαρχηγοὶ τῆς περιοχῆς, ἴσως καί ὁ Ρήγας Φεραῖος.
Ἔμελλε ὡστόσο τὸ Μοναστήρι νὰ πληγεῖ. Νὰ ὑποστεῖ βαρὺ τίμημα γιὰ τὴ συμβολή του στὴν ἐκπαίδευση τῶν πιστῶν, στὴν προστασία τῶν παραδόσεων. Τὸ 1821, πυρπολήθηκε ἀπὸ τὸν Βελῆ Πασᾶ, γιὸ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Μετὰ ἀπὸ τριήμερη μάχη ὁ ἡγούμενος Μεθόδιος Παλιούρας κρεμάστηκε μαζὶ μὲ 12 ἀκόμη μοναχοὺς στὴν κεντρικὴ πλατεία τῆς Λάρισας. Στὴν Ἐπανάσταση τοῦ Ὀλύμπου τὸ 1878, ἡ Μονὴ συμμετεῖχε καὶ πάλι ἐνεργά: προσφέροντας καταφύγιο στὰ γυναικόπαιδα τοῦ Λιτόχωρου, κατέλυσε τὸ ἄβατο τῶν γυναικῶν γιὰ πρώτη φορά. Τὸ Μετόχι στὴν Σκάλα χρησιμοποιήθηκε σὰν σταθμὸς ἀνεφοδιασμοῦ καὶ ἀποβιβάσεως τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, ὑπῆρξε ἐκ νέου καταφύγιο ἀγωνιστῶν καὶ σταθμὸς ἀνεφοδιασμοῦ.
Παρόλες ὅμως τὶς ἀλλεπάλληλες φυσικὲς ἤ ἠθελημένες καταστροφὲς καὶ τὶς ἀδιάκοπες λεηλασίες, ἡ Μονὴ συνέχισε νὰ προστατεύει τοὺς κατοίκους τοῦ Ὀλύμπου μὲ τὴν ἱερὴ σκιὰ της.
Στὶς 29 Ἀπριλίου, ἡμέρα Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου, πεζοπόρα τμήματα Γερμανῶν ἀνέβηκαν στὸ Μοναστῆρι καὶ μὲ ἐκρηκτικὰ τὸ κατέστρεψαν.
Σήμερα μετὰ ἀπὸ δεκαετίες ἐρημώσεως, ἡ ἀγάπη τῶν μοναχῶν καὶ τῶν πιστῶν γιὰ τὸν Ἅγιο, ἀγκαλιάζουν ξανὰ τὸ Μοναστῆρι. Ὁ κυρίως Ναός, τό Καθολικό, ἀποκαταστάθηκε σύμφωνα μέ τό ἀρχικό σχέδιό του. Κύριο μέλημα ὅλων ὡστόσο, ἡ πλήρης ἀναστήλωση τοῦ πληγωμένου μοναστηριοῦ.

 

Νέα Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω


> Και το νέο ανδρικό Μοναστήρι με Καθολικό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου (το οποίο βρίσκεται στον χώρο του αβάτου) και με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Διονύσιο τον εν Ολύμπω (επισκέψιμο από όλους τους προσκυνητές).


Ακολουθώντας το πανέμορφο μονοπάτι από το παλιό μοναστήρι , μπορεί να επισκεφτεί κανείς το ασκηταριό του Αγίου Διονυσίου. Μια διαδρομή μαγευτική, όπως και όλη η πορεία πλάι στο φαράγγι του μυθικού Ενιπέα ποταμού καθώς ανηφορίζεις στους πρόποδες του Ολύμπου, οδηγεί στη μικρή σπηλιά που διάλεξε να ασκητέψει ο Άγιος. Το λιλιπούτειο ασκηταριό, ένα μικροσκοπικό ξωκλήσι και τα βράχια που αναβλύζει ασταμάτητα το αγίασμα συνθέτουν μια παραδεισένια εικόνα που συγκινεί κάθε προσκυνητή... Μια ευωδιά από αιώνων προσευχές, μια αίσθηση ειρήνης συνοδεύουν τούτη την εικόνα, τουλάχιστον σε όποιον καλοπροαίρετο στέκεται να αφουγκραστεί....

Αλλά κι ο αγαπημένος κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δεν παρέλειψε να τιμήσει τούτο τον θαυματουργό Άγιο που πανηγυρίζουμε σήμερα (23/1) την μνήμη του:


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Άπαντα" τόμος πέμπτος, εκδόσεις Δόμος



Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Άνθρωπος που δεν είναι ταπεινός, δεν μπορεί να αγαπήσει.. (Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης)

 

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης (Λίβισι Μ.Ασίας 5/11/1920 - Εύβοια 21/11/1991)

"Μα είχε τόσο θερμή αγάπη και αφοσίωση στους αγίους και τον Θεό, που γέμιζε, πλημμύριζε ολόκληρος. Δεν έμενε στο νου και την καρδιά του ούτε τόση δα γωνίτσα να χωθεί ο πειρασμός. Η αγάπη του αυτή τον θέρμαινε και τον απορροφούσε τόσο, που λησμονούσε τη σωματική ασθένεια και τη φοβερή κόπωση. Όλος γινότανε πνεύμα. Μιλούσε με τους αγίους, γύρω του φτερούγιζαν άγγελοι, ευφροσύνη κυριαρχούσε στο είναι του ολόκληρο. Η μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών ήτανε μερικά εδώ, στο κελί του εκλεκτού σκεύους, δηλαδή στην καρδιά και το νου του πατρός Ιακώβου. [...]

Όπου λειτουργούσε -στα χωριουδάκια- κι όπου πήγαινε με την κάρα του οσίου Δαβίδ, θέλανε δε θέλανε οι χριστιανοί εντυπωσιάζονταν. Κάτι τους μετέδιδε, κάτι τους ενέπνεε κι ας μην έβγαζε λόγους. Εκείνο το ιλαρό και γεμάτο καθαρή αγάπη πρόσωπο, το φωτισμένο του μέτωπο, τα μάτια που αγκαλιάζανε τον άνθρωπο και η θωπευτική επιβλητικότητα της φωνής του... όλα παραξενεύανε τους ανθρώπους. Έπρεπε νά'ναι από πέτρα κανείς ή πορωμένος, για να μη νιώσει ότι κάτι αλλιώτικο είναι ο μοναχός τούτος. Κι αυτό το αλλιώτικο δε μπορεί παρά να είναι θείο, αφού κι αγάπη εκπέμπει και ειρήνη φέρνει γύρω του.

Πράγματι, όταν καθόσουνα κοντά του, μίλαγε δε μίλαγε, ασυναίσθητα, ειρήνευες. Σου μετέδιδε ηπιότητα, εσωτερική ησυχία, ειρήνη. Το δώρο τούτο το διαθέτουνε μόνο οι άνθρωποι του Θεού, τα εκλεκτά του σκεύη, αυτοί που τον αγαπούν πολύ και τον διακονούν με αφοσίωση. " (*1)




"Με τον καιρό, ο Γέροντας έβλεπε τον κόσμο να αυξάνεται. Δεν ερχόντουσαν πλέον οι κάτοικοι των γύρω περιοχών μόνο, αλλά κατέφθαναν επισκέπτες κι από μακριά. Και μαζί με τον απλό κόσμο, ερχόντουσαν και αξιωματούχοι, ή πρόσωπα με κάποια, όπως λέμε, "κοινωνική επιφάνεια": αρχιερείς, καθηγητές πανεπιστημίου, γιατροί διάσημοι, επιφανείς δικηγόροι, αρεοπαγίτες κι ένα σωρό άλλοι. Κι ο Γέροντας μου έλεγε:

-Πάτερ μου, τί βρίσκουν σ'εμένα τον χοϊκό Ιάκωβο; Τί έρχονται να κάνουν τόσοι επιστήμονες σε μένα τον αγράμματο; 

Κι έβλεπες ότι τα λόγια του τα εννοούσε. Η απορία του ήταν ειλικρινής κι ανυπόκριτη. Ποτέ του δεν περηφανεύτηκε για το πλήθος του κόσμου που συνέρρεε να τον δει, ούτε για τα "υψηλά πρόσωπα" που τον επισκέπτονταν. Ποτέ δεν κόμπιασε για την ικανότητά του να παραστέκεται στους ανθρώπους και να τους λύνει τα προβλήματα, να τους "αναπαύει". Ποτέ δεν καυχήθηκε που οι άνθρωποι έφευγαν από το μοναστήρι αλλαγμένοι, αναπαυμένοι, ενθουσιασμένοι. Ήταν γεμάτος ταπείνωση και γεμάτος αγάπη!" (*2)




"Πρόσεχε πολύ τη στεναχώρια στους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν. Ήξερε καλά ότι αυτή αποτελούσε την οδυνηρή αρρώστια του κόσμου. Του το είχε πει ο ίδιος ο όσιος Δαβίδ μια μέρα, που τον είδε να βγαίνει απ'την εικόνα του και να λέει: "Η μεγαλύτερη αρρώστια σήμερα είναι η στεναχώρια."

Όταν τον έβλεπες τον γέροντα χαρούμενο, παρά τις φοβερές ανίατες αρρώστιες του, τότε καταλάβαινες ότι είχε νικήσει τον κόσμο και τη στεναχώρια του. Άλλωστε, το έλεγε συχνά, χωρίς να το εξηγεί θεολογικά: "Εμένα, είναι περιβόλι η καρδιά μου!"

Πώς ήτανε περιβόλι με τόσα βάσανα, το ήξερε μόνο εκείνος, ο όσιος Δαβίδ και ο Θεός. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο πνευματικής απάθειας, που θλιβότανε για τον πόνο των άλλων και δε λυπότανε για τον δικό του. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον άκουσαν, στο βαρύ χειμώνα, που ιδιαίτερα υπέφερε πολύ, να μιλάει σ'ένα πουλάκι: "Πόσο σε λυπάμαι που κρυώνεις. Εγώ φοράω κάλτσες, έχω και σκεπάσματα και θέρμανση. Αχ, να μπορούσα να σας μάζευα όλα τα πουλάκια σε ένα δωμάτιο, να σας έριχνα και τροφή και να σας είχα και θέρμανση... αλλά, βλέπετε, με φοβόσαστε...".

Κατόπιν είδε το πουλάκι που έχωνε το κεφαλάκι του στα φτερά του και συνέχισε: "Έχει φροντίσει και για σας ο Θεός... Σας έχει δώσει τα φτερά..."." (*1)



"Όσο προχωρούσε το 1990, τόσο οι δυσκολίες μεγάλωναν. Και η λίγη κίνηση του δημιουργούσε φοβερά προβλήματα. [...] Δε σταματούσε να λέει την ευχή μα ένιωθε πολύ άσκημα, για αυτό και, μόλις συνερχόταν, σηκωνότανε, φορούσε το πετραχηλάκι, γονάτιζε κι άρχιζε Παρακλήσεις και προσευχή. Η προσευχή του ήταν απλή. Κρατούσε το κομποσκοίνι στο αριστερό χέρι, έγερνε λίγο δεξιά το κεφάλι, ακούμπαγε συχνά τον δεξί του αγκώνα στο ξύλινο ερμάρι, και, ώρες ατελείωτες, έλεγε το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.".  

Εκεί τον άκουγε ο μοναχός να λέει με πάθος την ευχή. Να βγαίνει από μέσα του με βία, λες και ξεκολλούσε το είναι του ολόκληρο. Άλλοτε όμως, ανοίγοντας διακριτικά την πόρτα, τον έβλεπε που η ευχή έβγαινε ήρεμα, εύκολα, ανακουφιστικά, λες και απολάμβανε τις λέξεις. Τότε τον έβλεπε διαφορετικόν. Τα μάτια, το μέτωπο... είχανε ιλαρότητα και χαρά... και τα πλούσια γένια του ολόλευκα, στιλπνά... Στεκόταν και απολάμβανε ντροπαλά ο μοναχός. Το καταλάβαινε ο γέροντας και στρεφόταν: "Μην προσέχεις, παιδί μου, μια απλή ικεσία έκανα!". Πιο συχνά όμως το έκρυβε κι αυτό ο γέροντας. [...]

Τηλεφωνικά ή παρόντες απ'έξω, ζητούσανε την προσευχή του γέροντα, στον οποίο εξηγούσε ο μοναχός την περίπτωση του καρκινοπαθή, του ατέκνου, του ψυχοπαθή, του βαριά άρρωστου, του απελπισμένου... Τότε ο γέροντας σήκωνε ψηλά τα χέρια: "Μνήσθητι, Κύριε, του δούλου σου, αυτός που έχει την κακιά αρρώστια στο Λονδίνο... ξέρεις εσύ πως είναι το όνομά του!"

Παραξενευότανε ο μοναχός με τον τρόπο τούτο, δεν τού'λειπε η τόλμη, και ρώτησε μια μέρα: "Καλά, γέροντα, έτσι κάνεις προσευχή;"

"Παιδί μου, ο Θεός δε θέλει βαττολογίες, καρδιά καθαρή θέλει και απλότητα!"."  (*1)



 

(*1): Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, "Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης", εκδόσεις Ουρανός

(*2): Παύλου Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης, "Άνθρωπος που δεν είναι ταπεινός δεν μπορεί να αγαπήσει. Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης όπως τον έζησα.", εκδόσεις Εν πλω